Ο ένας εκ των εκδοτών της βραχύβιας εφημερίδας «Αθήναι»,
ο Παύλος Νιρβάνας, σε γελοιογραφικό σκίτσο.
«Μικροφιλολογικά»
Τεύχος 33
Άνοιξη 2013
Λευκωσία, Κύπρος
Άνοιξη 2013
Λευκωσία, Κύπρος
Την προηγούμενη Κυριακή παρουσιάσαμε, εν συντομία, τα περιεχόμενα του τελευταίου τεύχους του κυπριακού περιοδικού «Μικροφιλολογικά». Όπως είχαμε υποσχεθεί, επανερχόμαστε σε ένα «Μικροφιλολογικό», με τίτλο, «Η εφημερίδα Αθήναι(1884) του Ξενόπουλου και του Νιρβάνα». Επανερχόμαστε, όχι τόσο για το κυρίως θέμα του, τη βραχύβια αθηναϊκή εφημερίδα «Αθήναι», αλλά γιατί δίνει την ευκαιρία να σταθμίσουμε την αξιοπιστία των αυτοβιογραφικών κειμένων των δυο λογοτεχνών, τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται προς τεκμηρίωση γεγονότων. “Η εφημερίδα πράγματι κυκλοφόρησε, με κύριους πρωτεργάτες τα δυο αυτά πρόσωπα, αλλά ούτε η χρονολόγησή της είναι σαφής ούτε το είδος των συνεργασιών και οι συνεργάτες”, παρατηρεί ο συντάκτης του εν λόγω «Μικροφιλολογικού», Λάμπρος Βαρελάς. Εμείς θα προσθέταμε ότι η χρονολόγηση, όχι μόνο δεν είναι σαφής, αλλά, τις περισσότερες φορές, είναι λανθασμένη, όπως και τα ονόματα ορισμένων τουλάχιστον συνεργατών.
Ο Βαρελάς προσθέτει προς υπεράσπισή τους: “Και τούτο, γιατί και οι δυο τους γράφουν για την εφημερίδα και την έκδοσή της πολλά χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα να λησμονούν πρόσωπα και να συγχέουν περιστατικά.” Αναμφιβόλως, αυτό ισχύει, αφού η πρώτη αναφορά γίνεται σε αυτοβιογραφικό κείμενο του 1919, δηλαδή κοντά σαράντα χρόνια αργότερα. Πάντως, αμφότεροι είχαν κύριο μέλημα τη γλαφυρότητα των απομνημονευμάτων τους, καθώς αυτά δημοσιεύονταν, σε συνέχειες, σε εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Ιδιαίτερα, ο Ξενόπουλος, όταν το θέμα διέθετε χαρακτηριστικά κάπως πρωτότυπα, που θα μπορούσαν να κινήσουν την περιέργεια του αναγνωστικού κοινού, ενδίδει και σε κάποια μυθοπλαστική διάνθιση. Με αποτέλεσμα, οι μέχρι σήμερα αναφορές στην εφημερίδα να είναι εσφαλμένες, ακριβώς γιατί βασίζονταν στα φιλολογικά απομνημονεύματα των εκδοτών της. Αυτές διασαφηνίζει η αυτοψία της εφημερίδας από τον Βαρελά, που την αναζήτησε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, όπου σώζονται τρία φύλλα.
Μια πρώτη περιγραφή της εφημερίδας έχει δώσει ο Γιώργος Βαλέτας στα πεντάτομα Άπαντα Νιρβάνα, που εξέδωσε το 1967. Κι αυτός εξ αυτοψίας, με βάση τα φύλλα της εφημερίδας, που σώζονταν στο Αρχείο Νιρβάνα. Συγκεκριμένα, περιγράφει το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο φύλλο, ενώ ο Βαρελάς το πρώτο, δεύτερο και τέταρτο. Σύμφωνα με την προμετωπίδα της εφημερίδας, πρόκειται για “φύλλον εβδομαδιαίον”, οκτασέλιδο, με τιμή εκάστου φύλλου 10 λεπτά, όσο δηλαδή ήταν η συνήθης τιμή των οκτασέλιδων εφημερίδων. Τα τέσσερα σωζόμενα φύλλα φέρουν ημερομηνίες: 23.11.1884, 29.11.1884, 7.12.1884 και 14.12.1884. Μη έχοντας το πρώτο φύλλο ο Βαλέτας, το τοποθετεί και δικαίως, στις 22 του μηνός, ημέρα Σάββατο. Ωστόσο, η εφημερίδα ήταν κυριακάτικη, όπως σωστά, εν προκειμένω, μνημονεύει ο Νιρβάνας. Άγνωστο γιατί, το δεύτερο φύλλο βγήκε με την ημερομηνία του Σαββάτου. Και οι δυο μελετητές υποστηρίζουν ότι η εφημερίδα κυκλοφόρησε μόνο αυτά τα τέσσερα φύλλα. Επίσης, ο Βαρελάς πιστεύει πως το τρίτο τεύχος του Αρχείου Νιρβάνα ήταν το μοναδικό σωζόμενο. Πληροφορεί, επίσης, ότι, μετά το 1968, τα ίχνη του Αρχείου χάνονται. Μπορεί, όμως, να κυκλοφόρησαν και περισσότερα φύλλα, όπως μπορεί να σώζονται και άλλα σώματα της εφημερίδας, αφού ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για τα υπόλοιπα μέλη της φοιτητικής παρέας, που την έβγαζε και η οποία φαίνεται ότι ήταν πολυμελής. Ας επανέλθουμε, όμως, στα απομνημονεύματα των Ξενόπουλου και Νιρβάνα, καθώς φαίνεται πως ούτε αυτά είναι γνωστά στο σύνολό τους στους μελετητές.
Κατ’ αρχάς, τα φιλολογικά τους απομνημονεύματα έχουν περισσότερες της μιας εκδοχές. Ο Ξενόπουλος έγραφε και ξανάγραφε τις αναμνήσεις του. Τις ξεκινούσε για μια εφημερίδα αλλά κάτι συνέβαινε, διέκοπτε και ξανάρχιζε για άλλη. Συνολικά δημοσίευσε τρεις αυτοβιογραφίες σε συνέχειες: Στην «Καθημερινή» του Γεωργίου Βλάχου (15.9.1919-9.4.1920), όπου έφθασε την αφήγηση της ζωής του μέχρι το 1895, παρά τον τίτλο, που είχε επιλέξει, «Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής». Στην «Εσπέρα» του Δημήτρη Πουρνάρα (7.11.1925-7.3.1926), με τον ίδιο τίτλο, ξεκινώντας και πάλι από την αρχή, αλλά, αυτήν τη φορά, συμπληρώνοντας την τριακονταετία που υποσχόταν με τον τίτλο. Και στα «Αθηναϊκά Νέα» (22.9.1938-18.2.1939), όπου δίνει μια ολοκληρωμένη εκδοχή για τα πενήντα πλέον χρόνια της φιλολογικής ζωής του, με τίτλο, «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα». Μετά θάνατο, αυτή η μορφή εκδόθηκε στον πρώτο τόμο των πρώτων του Απάντων, εκείνων από τις εκδόσεις Μπίρη και αυτοτελώς, στον 38ο τόμο των δεύτερων Απάντων του στις εκδόσεις Βλάσση. Σε αυτήν την εκδοχή, στηρίζονται, κατά κανόνα, οι μελετητές.
Από όσο γνωρίζουμε, δυο φορές, σε απόσταση κοντά μιας δεκαετίας, δημοσίευσε σειρά αναμνήσεων ο Νιρβάνας. Στα αυτοβιογραφικά κείμενα και των δυο δεν αναφέρονται οι χρονολογίες όσων μνημονεύονται. Στον Ξενόπουλο συνάγονται από το ξεδίπλωμα της αφήγησης, που ακολουθεί χρονολογική σειρά, χωρίς να λείπουν οι αναδρομές, οι οποίες αποσκοπούν στη συμπλήρωση επιμέρους ιστοριών. Στον Νιρβάνα, τα απομνημονεύματα είναι αποσπασματικά, καθώς επικεντρώνονται σε πρόσωπα, κάποτε και σε θέματα. Η χρονολόγηση θα αναμενόταν κατά την κατάρτιση των Απάντων του. Το κύριο, όμως, μέλημα του Βαλέτα ήταν η συγκέντρωση των διάσπαρτων κειμένων. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μάλλον αδιαφόρησε για επικαλύψεις και ακριβείς χρονολογικές αναφορές.
Και ερχόμαστε στα στοιχεία που δίνουν για την εφημερίδα «Αθήναι». Ο Ξενόπουλος, στην τελική εκδοχή της αυτοβιογραφίας του, τοποθετεί την έκδοση της εφημερίδας στο πρώτο από τα τρία τελευταία φοιτητικά του χρόνια, μετά τη μακρά παραμονή του στη Ζάκυνθο από Ιούν. 1885 μέχρι Σεπ. 1886, λόγω της επιστράτευσης του Δελιγιάννη και της μη λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Δηλαδή, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1886-1887. Επίσης, στην πρώτη εκδοχή, αναφέρει ότι η εφημερίδα του Γεωργίου Πωπ, που “τους... έκλεψε τον τίτλο”, εμφανίστηκε μετά δεκαπέντε έτη. Ως γνωστόν, το πρώτο φύλλο της μακρόβιας ομότιτλης εφημερίδας κυκλοφόρησε 19 Οκτ. 1902. Με βάση αυτά, στις μέχρι σήμερα αναφορές, με γνωστότερη εκείνη στο Λεύκωμα Ξενόπουλου, που εξέδωσε ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης το επετειακό 2001, η έκδοση της εφημερίδας τοποθετείται το 1886.
Ο Νιρβάνας αναφέρει ότι την εποχή που έβγαλαν την εφημερίδα τους ήταν δεκαεφτά χρόνων και φοιτητής. Θυμίζουμε ότι είναι γεννημένος στις 14.5.1866 και ο Ξενόπουλος, στις 8.12.1867. Ανεξάρτητα από τη διαφορετική χρονολόγηση, και για τους δυο η εφημερίδα αποτελεί συνέχεια του «Συλλόγου των Φοιτητών», του πρώτου φοιτητικού συλλόγου, που ιδρύθηκε φθινόπωρο 1883. Τότε, ο Νιρβάνας ήταν δευτεροετής Ιατρικής και ο Ξενόπουλος πρωτοετής Φυσικομαθηματικής. Όπως αποδεικνύεται τελικά, η εφημερίδα ξεκίνησε το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, 1884. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλεισθεί η κυκλοφορία ομότιτλου περιοδικού, ένα ή δυο τεύχη, αργότερα, μετά το κενό της επιστράτευσης, φθινόπωρο 1886. Άλλωστε, ο Νιρβάνας, άλλοτε αναφέρεται σε “εβδομαδιαία φιλολογική και ευθυμογραφική εφημερίδα” και άλλοτε σε περιοδικό. Έτσι, η Μαριάννα Δήτσα στο λήμμα Νιρβάνα της Γραμματολογίας Σοκόλη κάνει λόγο για έκδοση “φιλολογικού σατιρικού περιοδικού”.
Ο Ξενόπουλος, στην τελική εκδοχή, αναφέρει ως συνεργάτες τους Περικλή Ραφτόπουλο, Πέτρο Αποστολίδη, Αντώνη Μάτεσι, Αγησίλαο Αρτέμη, Θεόδωρο Βελλιανίτη (σύμφωνα με τη δική του σειρά και ορθογραφία). Να θυμίσουμε, ότι ο Νιρβάνας, τότε ακόμη, υπέγραφε ως Πέτρος Αποστολίδης. Το ψευδώνυμο, με το οποίο καταγράφτηκε στη λογοτεχνία, προέκυψε δέκα χρόνια αργότερα. Στην πρώτη εκδοχή του 1919, αναφέρει και πάλι πέντε, αλλάζοντας σειρά, ορθογράφηση και έναν συνεργάτη. Συγκεκριμένα, μνημονεύει τους Πέτρο Αποστολίδη, Θεόδωρο Βελλιανίτη, Νικόλαο Σταματέλο, Αντώνιο Μάτεσι, Περικλή Ραυτόπουλο. Ενώ, ο Νιρβάνας, εκτός του Ξενόπολου, αναφέρει τους Θεόδωρο Βελλιανίτη, Ιωάννη Δ. Σταματέλο (αντί Νικόλαο Σταματέλο), Γεώργιο Βαλαβάνη, Αγησίλαο Αρτέμη και Περικλή Ραυτόπουλο.
Και οι δυο αφηγούνται τον βίο και την πολιτεία του τελευταίου, σε παραλλαγές ως προς την κλεπτομανία του και την κατάληξή του, μετά την κλοπή από το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, στις 30 Οκτ. 1887. Δηλαδή, την αναχώρησή του για το Παρίσι, την εκεί κλοπή, σύλληψη και φυλάκιση. Κυρίως, διαφοροποιούνται όσο αφορά το τέλος της ζωής του. Ο Ξενόπουλος τον παρουσιάζει να πεθαίνει στη φυλακή, ενώ ο Νιρβάνας, αναφέρει ότι, με τη γοητεία που ασκούσε στους γύρω του, επέτυχε να του δοθεί χάρη. Στη συνέχεια, κατέφυγε στην Αμερική και εκεί πέθανε.
Ο Ξενόπουλος αποδίδει σε αυτόν, καθώς ήταν ο υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση της εφημερίδας, το κλείσιμό της. Αναφέρει “ότι το τέταρτον ή πέμπτον φύλλον δεν είχαν χρήματα να το τυπώσουν”, παρόλο που η εφημερίδα είχε “τόσο καλήν κυκλοφορίαν”. Αντιθέτως, ο Νιρβάνας διεκτραγωδεί “την κατά ανάποδη γεωμετρική πρόοδο” αγοραστική κίνηση της εφημερίδας, από 2 000 φύλλα στο πρώτο σε 200 στο δεύτερο και μόλις 20 στο τρίτο. Ο Νιρβάνας προσδιορίζει και το Τυπογραφείο στο οποίο τυπωνόταν. Ήταν το ιδιόκτητο του Ευάγγελου Κοφινιώτη, ο οποίος δίδασκε για ένα διάστημα στο Γυμνάσιο Πειραιώς. Μεσολαβητής μπορεί να στάθηκε κάποιος από τους Πειραιώτες της παρέας. Ίσως ο ίδιο ο Νιρβάνας ή ο μεγαλύτερος της συντροφιάς, ο Βελλιανίτης, που μπορεί και να τον είχε καθηγητή. Ωστόσο, στη μόνιμη στήλη «Χρονικά» του δεύτερου φύλλου της εφημερίδας, σκωπτικά και εμμέσως, αναφέρεται άλλο αθηναϊκό τυπογραφείο.
Ο Βαρελάς παραθέτει αλφαβητικό κατάλογο των συνεργατών των τριών φύλλων (1,2,4). Συνολικά, 17 συντάκτες. Τρεις υπογράφουν με τα ονοματεπώνυμά τους. Αυτοί είναι οι τρεις πρεσβύτες, που συμμετέχουν προς υποστήριξη της ομάδας των νέων: Ειρηναίος Ασώπιος, Ανδρέας Λασκαράτος, Αχιλλέας Παράσχος. Τέσσερις, με τα μικρά τους ονόματα, καθώς τα μέλη της παρέας “είχαν αποφασίσει να λάβουν όλοι ως ψευδώνυμα τα μικρά τους ονόματα”, όπως γράφει ο Ξενόπουλος στην πρώτη εκδοχή των Απομνημονευμάτων του: Γρηγόριος, Θεόδωρος, Περικλέτος (όπως, σύμφωνα με τον Νιρβάνα, “αποκαλούσαν χαϊδευτικά τον Ραυτόπουλο”), Πέτρος. Και δέκα ψευδώνυμα, για τα οποία ο Βαρελάς προτείνει κάποιες ταυτίσεις.
Παρόλο που οι συντάκτες της εφημερίδας χρησιμοποιούσαν κάποια από τα ψευδώνυμα και σε άλλα έντυπα, τα περισσότερα έχουν διαλάθει της συστηματικής καταγραφής. Αξίζει, λοιπόν, να αναφέρουμε κάποια βοηθητικά στοιχεία: Το Γλαυξ απαντάται σε ένα κείμενο του τέταρτου τεύχους, με τίτλο, «Πανεπιστημιακά», που αφορά τριτοετείς φοιτητές της Νομικής. Αυτήν τη στήλη την γράφουν εκ περιτροπής, ανάλογα με το θέμα, κάποιος με αντίστοιχες σπουδές. Κατά τον Ξενόπουλο, τα μέλη της παρέας ήταν ως επί το πλείστον της Νομικής. Θα μπορούσε να είναι ο Μάτεσις, αν και αυτός είναι τότε πρωτοετής. Το Ιατρός, σε κείμενο του δεύτερου τεύχους με τον ίδιο γενικό τίτλο, αλλά ιατρικού θέματος, την μη ύπαρξη Αστυκλινικής συφιλιδικών αντρών. Ο Βαρελάς προτείνει τον Νιρβάνα ή τον πρόεδρο του «Συλλόγου των Φοιτητών» Ευστάθιο Βερροιώτη. Ίσως να πρόκειται για τον δεύτερο, που ήταν ευαισθητοποιημένος σε κοινωνικά θέματα. Μόλις είχε εκδώσει το πόνημα, «Σελίδες του κοινωνικού βίου ή καταστροφή ενός σπουδαστού». Όσο για το παράξενο Λεπλεπιτζής, να θυμίσουμε ότι το 1883 είχε ανέβει αρμενική οπερέτα στο Φάληρο με αυτόν τον τίτλο. Άρα, πρόκειται για κάποιον θεατρόφιλο και ποιητή, καθώς απαντάται ως υπογραφή σε ποίημα. Και πάλι, ένας υποψήφιος είναι ο Μάτεσις. Όπως και για το Μαχμουρλής, με το οποίο υπογράφονται οι ειδήσεις από τις εργασίες της Βουλής, οπότε θα ταίριαζε ένας νομικός. Αλλά και το Matto, με το οποίο υπογράφεται θεατρική κριτική και ποίημα, θα μπορούσε να είναι παραλλαγή του ονόματός του. Για το Πειραιώτης, υποψήφιοι είναι οι Νιρβάνας και Βελλιανίτης. Ο Γιώργος Στρατήγης που προτείνει ο Βαρελάς είναι μεν Πειραιώτης, αλλά μεγαλύτερος και δεν είναι μέλος της παρέας. Τα Πραφ και Πραφ-Θαβ θα μπορούσαν να αποτελούν συντόμευση των Πέτρου Αποστολίδη και Θόδωρου Βελλιανίτη. Το Ράπτης, γιατί να μην είναι του Ραυτόπουλου. Τέλος, το Χαχόλος ανήκει στον Βελλιανίτη, καθώς απαντάται και σε άλλα έντυπα, με τα οποία εκείνος συνεργαζόταν.
Επανερχόμαστε στους τρεις πρεσβύτες, τους οποίους οι δυο απομνημονευματογράφοι δεν αναφέρουν στους συνεργάτες. Αναμενόμενο, αφού ο σχολιασμός τους περιορίζεται στα μέλη της παρέας. Άλλωστε, οι δυο, Λασκαράτος και Παράσχος, εμφανίζονται μόνο στο πρώτο φύλλο από τα τρία που γνωρίζουμε, με σύντομο πεζό ο πρώτος (από τη σειρά «Χαρακτήρες», «Ο υποψήφιος βουλευτής»), με ποίημα ο δεύτερος («Και νεκρός ελεήμων»). Ο Βαρελάς, ωστόσο, απορεί γιατί δεν μνημονεύουν ως συνεργάτη της εφημερίδας ειδικά τον Ασώπιο, που ήταν από τους σταθερούς. Ουσιαστικά, τον αναφέρουν και μάλιστα, τιμητικά. Κατ’ αρχήν, αμφότεροι διεκδικούν τα πρωτεία της γνωριμίας μαζί του. “Από μένα τον γνώρισε όλη η φιλολογική παρέα”, γράφει ο Ξενόπουλος στην τελική εκδοχή της αυτοβιογραφίας του. Ενώ, στην πρώτη εκδοχή, αναφέρει ότι ο Ασώπιος ήταν ενάντιος του καθηγητή κλασικής φιλολογίας Κωνσταντίνου Κόντου, προσθέτοντας: “Εις την εφημερίδα μας, τας Αθήνας, οσάκις έβλεπε κανέν επίγραμμα κατά του Κόντου, όσον άνοστον και αν ήτο, το επεκρότει ολοψύχως... ” Εκεί, περιγράφει το “σαλόνι” του Ασώπιου, που “ήτο κυρίως το γραφείο του” και στο οποίο τους δεχόταν.
Από την πλευρά του, ο Νιρβάνας ισχυρίζεται ότι του έστειλε συνεργασία για το «Αττικόν Ημερολόγιον», που εκείνος εξέδιδε από το 1867. Περίμενε να την δει πρώτα τυπωμένη και μετά τον επισκέφτηκε, παίρνοντας μαζί του “όλη την παρέα των λογίων νέων”. Μόνο που μπερδεύει αυτήν την πρώτη συνεργασία στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1885, με εκείνη του επόμενου έτους. Σαράντα χρόνια μεγαλύτερος ο Ασώπιος, γνώρισε και τους δυο το φθινόπωρο του 1884. Μόλις είχαν γνωριστεί και αναμεταξύ τους, αφού το προηγούμενο καλοκαίρι είχαν ανταλλάξει ταχυδρομικώς τα πρώτα τους βιβλία. Στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του Ασώπιου και οι δυο εμφανίζονται στον τόμο του 1885.
Γλαφυρά διηγείται ο Νιρβάνας, ότι ήταν αυτός που πρότεινε να γράψει ο Ξενόπουλος το εισαγωγικό κείμενο για το πρώτο φύλλο της εφημερίδας τους και εκείνος τους παρουσίασε ένα άρθρο επηρεασμένο από τις “επινομίδες” του Ασώπιου, όπως ο ίδιος αποκαλούσε τις επιφυλλίδες του. Σε αυτό το εισαγωγικό κείμενο, με τίτλο, «Αι Αθήναι», ο Ξενόπουλος τον αποκαλεί “ο πολύτιμος ημών συνεργάτης κ. Ειρ. Ασώπιος”. Ο Βαλέτας, στην εισαγωγή των Απάντων Νιρβάνα, δίνει μια εικόνα της εξέχουσας θέσης που κατείχε ο Ασώπιος στην ομάδα των “λογίων νέων”. Ο Ασώπιος συμμετέχει μόνο με δυο κείμενα στα τρία φύλλα της εφημερίδας που γνωρίζουμε. Στο πρώτο και το τέταρτο, παρόλο που στο τέλος του πρώτου φύλλου αναγγέλλεται ότι θα υπάρχει συνεργασία του και στο δεύτερο. Το πρώτο κείμενο με τίτλο «Αθηναϊκά Παροράματα» αποτελεί συνέχεια κειμένου του στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1884, με τίτλο, «Παροράματα εν τω βιβλίω του Θεού». Εξ ου και ο τίτλος του αναγγελθέντος κειμένου για το δεύτερο φύλλο, «Παροράματα Παροραμάτων».
Σύμφωνα με τον Βαλέτα, στο τρίτο φύλλο, δεν υπάρχει κείμενό του. Φαίνεται, πάντως, να έχει μεταγγίσει τον σκωπτικό του τόνο στα δημοσιεύματα όλης της παρέας. Να σημειώσουμε ότι το δεύτερο φύλλο, αντί της “επινομίδας” του Ασώπιου, ξεκινά με “ανέκδοτον ποίημα Δ. Σολομού”, όπως τιτλοφορείται. Πρόκειται για το ιταλόγλωσσο «Sulla morte di Pio VII», που πρωτοδημοσιεύθηκε στα δεύτερα Άπαντα Σολωμού, του 1880. Ο Βαρελάς απορεί πως δεν το γνώριζαν οι “λόγιοι νέοι”, τουλάχιστον οι δυο Ζακύνθιοι, Ξενόπουλος και Μάτεσις, που, σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή της αυτοβιογραφίας του Ξενόπουλου, λάτρευαν τον Σολωμό. Παρατηρούμε ότι, στο ιταλικό πρωτότυπο, υπάρχουν αρκετά λάθη. Μπορεί ο Ξενόπουλος να γνώριζε παιδιόθεν το Τυπογραφείο του Ραφτάνη, όπου τυπώθηκε αυτή η έκδοση των Απάντων, καθώς και τον Σπύρο Δε Βιάζη, που γράφει τον πρόλογο, όχι όμως και τα ιταλόγλωσσα ποιήματα που περιέχονται. Όταν, μάλιστα, “ο φίλος των Αθηνών”, που του το έδωσε “προς δημοσίευσιν μετ’ επιτυχούς μεταφράσεως”, το τιτλοφόρησε “SONETTO”. Μη ζητάμε, λοιπόν, πολλά από τον δεκαεπταετή Ξενόπουλο και την παρέα του.
Ο Βαρελάς προσθέτει προς υπεράσπισή τους: “Και τούτο, γιατί και οι δυο τους γράφουν για την εφημερίδα και την έκδοσή της πολλά χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα να λησμονούν πρόσωπα και να συγχέουν περιστατικά.” Αναμφιβόλως, αυτό ισχύει, αφού η πρώτη αναφορά γίνεται σε αυτοβιογραφικό κείμενο του 1919, δηλαδή κοντά σαράντα χρόνια αργότερα. Πάντως, αμφότεροι είχαν κύριο μέλημα τη γλαφυρότητα των απομνημονευμάτων τους, καθώς αυτά δημοσιεύονταν, σε συνέχειες, σε εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Ιδιαίτερα, ο Ξενόπουλος, όταν το θέμα διέθετε χαρακτηριστικά κάπως πρωτότυπα, που θα μπορούσαν να κινήσουν την περιέργεια του αναγνωστικού κοινού, ενδίδει και σε κάποια μυθοπλαστική διάνθιση. Με αποτέλεσμα, οι μέχρι σήμερα αναφορές στην εφημερίδα να είναι εσφαλμένες, ακριβώς γιατί βασίζονταν στα φιλολογικά απομνημονεύματα των εκδοτών της. Αυτές διασαφηνίζει η αυτοψία της εφημερίδας από τον Βαρελά, που την αναζήτησε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, όπου σώζονται τρία φύλλα.
Μια πρώτη περιγραφή της εφημερίδας έχει δώσει ο Γιώργος Βαλέτας στα πεντάτομα Άπαντα Νιρβάνα, που εξέδωσε το 1967. Κι αυτός εξ αυτοψίας, με βάση τα φύλλα της εφημερίδας, που σώζονταν στο Αρχείο Νιρβάνα. Συγκεκριμένα, περιγράφει το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο φύλλο, ενώ ο Βαρελάς το πρώτο, δεύτερο και τέταρτο. Σύμφωνα με την προμετωπίδα της εφημερίδας, πρόκειται για “φύλλον εβδομαδιαίον”, οκτασέλιδο, με τιμή εκάστου φύλλου 10 λεπτά, όσο δηλαδή ήταν η συνήθης τιμή των οκτασέλιδων εφημερίδων. Τα τέσσερα σωζόμενα φύλλα φέρουν ημερομηνίες: 23.11.1884, 29.11.1884, 7.12.1884 και 14.12.1884. Μη έχοντας το πρώτο φύλλο ο Βαλέτας, το τοποθετεί και δικαίως, στις 22 του μηνός, ημέρα Σάββατο. Ωστόσο, η εφημερίδα ήταν κυριακάτικη, όπως σωστά, εν προκειμένω, μνημονεύει ο Νιρβάνας. Άγνωστο γιατί, το δεύτερο φύλλο βγήκε με την ημερομηνία του Σαββάτου. Και οι δυο μελετητές υποστηρίζουν ότι η εφημερίδα κυκλοφόρησε μόνο αυτά τα τέσσερα φύλλα. Επίσης, ο Βαρελάς πιστεύει πως το τρίτο τεύχος του Αρχείου Νιρβάνα ήταν το μοναδικό σωζόμενο. Πληροφορεί, επίσης, ότι, μετά το 1968, τα ίχνη του Αρχείου χάνονται. Μπορεί, όμως, να κυκλοφόρησαν και περισσότερα φύλλα, όπως μπορεί να σώζονται και άλλα σώματα της εφημερίδας, αφού ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για τα υπόλοιπα μέλη της φοιτητικής παρέας, που την έβγαζε και η οποία φαίνεται ότι ήταν πολυμελής. Ας επανέλθουμε, όμως, στα απομνημονεύματα των Ξενόπουλου και Νιρβάνα, καθώς φαίνεται πως ούτε αυτά είναι γνωστά στο σύνολό τους στους μελετητές.
Κατ’ αρχάς, τα φιλολογικά τους απομνημονεύματα έχουν περισσότερες της μιας εκδοχές. Ο Ξενόπουλος έγραφε και ξανάγραφε τις αναμνήσεις του. Τις ξεκινούσε για μια εφημερίδα αλλά κάτι συνέβαινε, διέκοπτε και ξανάρχιζε για άλλη. Συνολικά δημοσίευσε τρεις αυτοβιογραφίες σε συνέχειες: Στην «Καθημερινή» του Γεωργίου Βλάχου (15.9.1919-9.4.1920), όπου έφθασε την αφήγηση της ζωής του μέχρι το 1895, παρά τον τίτλο, που είχε επιλέξει, «Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής». Στην «Εσπέρα» του Δημήτρη Πουρνάρα (7.11.1925-7.3.1926), με τον ίδιο τίτλο, ξεκινώντας και πάλι από την αρχή, αλλά, αυτήν τη φορά, συμπληρώνοντας την τριακονταετία που υποσχόταν με τον τίτλο. Και στα «Αθηναϊκά Νέα» (22.9.1938-18.2.1939), όπου δίνει μια ολοκληρωμένη εκδοχή για τα πενήντα πλέον χρόνια της φιλολογικής ζωής του, με τίτλο, «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα». Μετά θάνατο, αυτή η μορφή εκδόθηκε στον πρώτο τόμο των πρώτων του Απάντων, εκείνων από τις εκδόσεις Μπίρη και αυτοτελώς, στον 38ο τόμο των δεύτερων Απάντων του στις εκδόσεις Βλάσση. Σε αυτήν την εκδοχή, στηρίζονται, κατά κανόνα, οι μελετητές.
Από όσο γνωρίζουμε, δυο φορές, σε απόσταση κοντά μιας δεκαετίας, δημοσίευσε σειρά αναμνήσεων ο Νιρβάνας. Στα αυτοβιογραφικά κείμενα και των δυο δεν αναφέρονται οι χρονολογίες όσων μνημονεύονται. Στον Ξενόπουλο συνάγονται από το ξεδίπλωμα της αφήγησης, που ακολουθεί χρονολογική σειρά, χωρίς να λείπουν οι αναδρομές, οι οποίες αποσκοπούν στη συμπλήρωση επιμέρους ιστοριών. Στον Νιρβάνα, τα απομνημονεύματα είναι αποσπασματικά, καθώς επικεντρώνονται σε πρόσωπα, κάποτε και σε θέματα. Η χρονολόγηση θα αναμενόταν κατά την κατάρτιση των Απάντων του. Το κύριο, όμως, μέλημα του Βαλέτα ήταν η συγκέντρωση των διάσπαρτων κειμένων. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μάλλον αδιαφόρησε για επικαλύψεις και ακριβείς χρονολογικές αναφορές.
Και ερχόμαστε στα στοιχεία που δίνουν για την εφημερίδα «Αθήναι». Ο Ξενόπουλος, στην τελική εκδοχή της αυτοβιογραφίας του, τοποθετεί την έκδοση της εφημερίδας στο πρώτο από τα τρία τελευταία φοιτητικά του χρόνια, μετά τη μακρά παραμονή του στη Ζάκυνθο από Ιούν. 1885 μέχρι Σεπ. 1886, λόγω της επιστράτευσης του Δελιγιάννη και της μη λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Δηλαδή, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1886-1887. Επίσης, στην πρώτη εκδοχή, αναφέρει ότι η εφημερίδα του Γεωργίου Πωπ, που “τους... έκλεψε τον τίτλο”, εμφανίστηκε μετά δεκαπέντε έτη. Ως γνωστόν, το πρώτο φύλλο της μακρόβιας ομότιτλης εφημερίδας κυκλοφόρησε 19 Οκτ. 1902. Με βάση αυτά, στις μέχρι σήμερα αναφορές, με γνωστότερη εκείνη στο Λεύκωμα Ξενόπουλου, που εξέδωσε ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης το επετειακό 2001, η έκδοση της εφημερίδας τοποθετείται το 1886.
Ο Νιρβάνας αναφέρει ότι την εποχή που έβγαλαν την εφημερίδα τους ήταν δεκαεφτά χρόνων και φοιτητής. Θυμίζουμε ότι είναι γεννημένος στις 14.5.1866 και ο Ξενόπουλος, στις 8.12.1867. Ανεξάρτητα από τη διαφορετική χρονολόγηση, και για τους δυο η εφημερίδα αποτελεί συνέχεια του «Συλλόγου των Φοιτητών», του πρώτου φοιτητικού συλλόγου, που ιδρύθηκε φθινόπωρο 1883. Τότε, ο Νιρβάνας ήταν δευτεροετής Ιατρικής και ο Ξενόπουλος πρωτοετής Φυσικομαθηματικής. Όπως αποδεικνύεται τελικά, η εφημερίδα ξεκίνησε το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, 1884. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλεισθεί η κυκλοφορία ομότιτλου περιοδικού, ένα ή δυο τεύχη, αργότερα, μετά το κενό της επιστράτευσης, φθινόπωρο 1886. Άλλωστε, ο Νιρβάνας, άλλοτε αναφέρεται σε “εβδομαδιαία φιλολογική και ευθυμογραφική εφημερίδα” και άλλοτε σε περιοδικό. Έτσι, η Μαριάννα Δήτσα στο λήμμα Νιρβάνα της Γραμματολογίας Σοκόλη κάνει λόγο για έκδοση “φιλολογικού σατιρικού περιοδικού”.
Ο Ξενόπουλος, στην τελική εκδοχή, αναφέρει ως συνεργάτες τους Περικλή Ραφτόπουλο, Πέτρο Αποστολίδη, Αντώνη Μάτεσι, Αγησίλαο Αρτέμη, Θεόδωρο Βελλιανίτη (σύμφωνα με τη δική του σειρά και ορθογραφία). Να θυμίσουμε, ότι ο Νιρβάνας, τότε ακόμη, υπέγραφε ως Πέτρος Αποστολίδης. Το ψευδώνυμο, με το οποίο καταγράφτηκε στη λογοτεχνία, προέκυψε δέκα χρόνια αργότερα. Στην πρώτη εκδοχή του 1919, αναφέρει και πάλι πέντε, αλλάζοντας σειρά, ορθογράφηση και έναν συνεργάτη. Συγκεκριμένα, μνημονεύει τους Πέτρο Αποστολίδη, Θεόδωρο Βελλιανίτη, Νικόλαο Σταματέλο, Αντώνιο Μάτεσι, Περικλή Ραυτόπουλο. Ενώ, ο Νιρβάνας, εκτός του Ξενόπολου, αναφέρει τους Θεόδωρο Βελλιανίτη, Ιωάννη Δ. Σταματέλο (αντί Νικόλαο Σταματέλο), Γεώργιο Βαλαβάνη, Αγησίλαο Αρτέμη και Περικλή Ραυτόπουλο.
Και οι δυο αφηγούνται τον βίο και την πολιτεία του τελευταίου, σε παραλλαγές ως προς την κλεπτομανία του και την κατάληξή του, μετά την κλοπή από το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, στις 30 Οκτ. 1887. Δηλαδή, την αναχώρησή του για το Παρίσι, την εκεί κλοπή, σύλληψη και φυλάκιση. Κυρίως, διαφοροποιούνται όσο αφορά το τέλος της ζωής του. Ο Ξενόπουλος τον παρουσιάζει να πεθαίνει στη φυλακή, ενώ ο Νιρβάνας, αναφέρει ότι, με τη γοητεία που ασκούσε στους γύρω του, επέτυχε να του δοθεί χάρη. Στη συνέχεια, κατέφυγε στην Αμερική και εκεί πέθανε.
Ο Ξενόπουλος αποδίδει σε αυτόν, καθώς ήταν ο υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση της εφημερίδας, το κλείσιμό της. Αναφέρει “ότι το τέταρτον ή πέμπτον φύλλον δεν είχαν χρήματα να το τυπώσουν”, παρόλο που η εφημερίδα είχε “τόσο καλήν κυκλοφορίαν”. Αντιθέτως, ο Νιρβάνας διεκτραγωδεί “την κατά ανάποδη γεωμετρική πρόοδο” αγοραστική κίνηση της εφημερίδας, από 2 000 φύλλα στο πρώτο σε 200 στο δεύτερο και μόλις 20 στο τρίτο. Ο Νιρβάνας προσδιορίζει και το Τυπογραφείο στο οποίο τυπωνόταν. Ήταν το ιδιόκτητο του Ευάγγελου Κοφινιώτη, ο οποίος δίδασκε για ένα διάστημα στο Γυμνάσιο Πειραιώς. Μεσολαβητής μπορεί να στάθηκε κάποιος από τους Πειραιώτες της παρέας. Ίσως ο ίδιο ο Νιρβάνας ή ο μεγαλύτερος της συντροφιάς, ο Βελλιανίτης, που μπορεί και να τον είχε καθηγητή. Ωστόσο, στη μόνιμη στήλη «Χρονικά» του δεύτερου φύλλου της εφημερίδας, σκωπτικά και εμμέσως, αναφέρεται άλλο αθηναϊκό τυπογραφείο.
Ο Βαρελάς παραθέτει αλφαβητικό κατάλογο των συνεργατών των τριών φύλλων (1,2,4). Συνολικά, 17 συντάκτες. Τρεις υπογράφουν με τα ονοματεπώνυμά τους. Αυτοί είναι οι τρεις πρεσβύτες, που συμμετέχουν προς υποστήριξη της ομάδας των νέων: Ειρηναίος Ασώπιος, Ανδρέας Λασκαράτος, Αχιλλέας Παράσχος. Τέσσερις, με τα μικρά τους ονόματα, καθώς τα μέλη της παρέας “είχαν αποφασίσει να λάβουν όλοι ως ψευδώνυμα τα μικρά τους ονόματα”, όπως γράφει ο Ξενόπουλος στην πρώτη εκδοχή των Απομνημονευμάτων του: Γρηγόριος, Θεόδωρος, Περικλέτος (όπως, σύμφωνα με τον Νιρβάνα, “αποκαλούσαν χαϊδευτικά τον Ραυτόπουλο”), Πέτρος. Και δέκα ψευδώνυμα, για τα οποία ο Βαρελάς προτείνει κάποιες ταυτίσεις.
Παρόλο που οι συντάκτες της εφημερίδας χρησιμοποιούσαν κάποια από τα ψευδώνυμα και σε άλλα έντυπα, τα περισσότερα έχουν διαλάθει της συστηματικής καταγραφής. Αξίζει, λοιπόν, να αναφέρουμε κάποια βοηθητικά στοιχεία: Το Γλαυξ απαντάται σε ένα κείμενο του τέταρτου τεύχους, με τίτλο, «Πανεπιστημιακά», που αφορά τριτοετείς φοιτητές της Νομικής. Αυτήν τη στήλη την γράφουν εκ περιτροπής, ανάλογα με το θέμα, κάποιος με αντίστοιχες σπουδές. Κατά τον Ξενόπουλο, τα μέλη της παρέας ήταν ως επί το πλείστον της Νομικής. Θα μπορούσε να είναι ο Μάτεσις, αν και αυτός είναι τότε πρωτοετής. Το Ιατρός, σε κείμενο του δεύτερου τεύχους με τον ίδιο γενικό τίτλο, αλλά ιατρικού θέματος, την μη ύπαρξη Αστυκλινικής συφιλιδικών αντρών. Ο Βαρελάς προτείνει τον Νιρβάνα ή τον πρόεδρο του «Συλλόγου των Φοιτητών» Ευστάθιο Βερροιώτη. Ίσως να πρόκειται για τον δεύτερο, που ήταν ευαισθητοποιημένος σε κοινωνικά θέματα. Μόλις είχε εκδώσει το πόνημα, «Σελίδες του κοινωνικού βίου ή καταστροφή ενός σπουδαστού». Όσο για το παράξενο Λεπλεπιτζής, να θυμίσουμε ότι το 1883 είχε ανέβει αρμενική οπερέτα στο Φάληρο με αυτόν τον τίτλο. Άρα, πρόκειται για κάποιον θεατρόφιλο και ποιητή, καθώς απαντάται ως υπογραφή σε ποίημα. Και πάλι, ένας υποψήφιος είναι ο Μάτεσις. Όπως και για το Μαχμουρλής, με το οποίο υπογράφονται οι ειδήσεις από τις εργασίες της Βουλής, οπότε θα ταίριαζε ένας νομικός. Αλλά και το Matto, με το οποίο υπογράφεται θεατρική κριτική και ποίημα, θα μπορούσε να είναι παραλλαγή του ονόματός του. Για το Πειραιώτης, υποψήφιοι είναι οι Νιρβάνας και Βελλιανίτης. Ο Γιώργος Στρατήγης που προτείνει ο Βαρελάς είναι μεν Πειραιώτης, αλλά μεγαλύτερος και δεν είναι μέλος της παρέας. Τα Πραφ και Πραφ-Θαβ θα μπορούσαν να αποτελούν συντόμευση των Πέτρου Αποστολίδη και Θόδωρου Βελλιανίτη. Το Ράπτης, γιατί να μην είναι του Ραυτόπουλου. Τέλος, το Χαχόλος ανήκει στον Βελλιανίτη, καθώς απαντάται και σε άλλα έντυπα, με τα οποία εκείνος συνεργαζόταν.
Επανερχόμαστε στους τρεις πρεσβύτες, τους οποίους οι δυο απομνημονευματογράφοι δεν αναφέρουν στους συνεργάτες. Αναμενόμενο, αφού ο σχολιασμός τους περιορίζεται στα μέλη της παρέας. Άλλωστε, οι δυο, Λασκαράτος και Παράσχος, εμφανίζονται μόνο στο πρώτο φύλλο από τα τρία που γνωρίζουμε, με σύντομο πεζό ο πρώτος (από τη σειρά «Χαρακτήρες», «Ο υποψήφιος βουλευτής»), με ποίημα ο δεύτερος («Και νεκρός ελεήμων»). Ο Βαρελάς, ωστόσο, απορεί γιατί δεν μνημονεύουν ως συνεργάτη της εφημερίδας ειδικά τον Ασώπιο, που ήταν από τους σταθερούς. Ουσιαστικά, τον αναφέρουν και μάλιστα, τιμητικά. Κατ’ αρχήν, αμφότεροι διεκδικούν τα πρωτεία της γνωριμίας μαζί του. “Από μένα τον γνώρισε όλη η φιλολογική παρέα”, γράφει ο Ξενόπουλος στην τελική εκδοχή της αυτοβιογραφίας του. Ενώ, στην πρώτη εκδοχή, αναφέρει ότι ο Ασώπιος ήταν ενάντιος του καθηγητή κλασικής φιλολογίας Κωνσταντίνου Κόντου, προσθέτοντας: “Εις την εφημερίδα μας, τας Αθήνας, οσάκις έβλεπε κανέν επίγραμμα κατά του Κόντου, όσον άνοστον και αν ήτο, το επεκρότει ολοψύχως... ” Εκεί, περιγράφει το “σαλόνι” του Ασώπιου, που “ήτο κυρίως το γραφείο του” και στο οποίο τους δεχόταν.
Από την πλευρά του, ο Νιρβάνας ισχυρίζεται ότι του έστειλε συνεργασία για το «Αττικόν Ημερολόγιον», που εκείνος εξέδιδε από το 1867. Περίμενε να την δει πρώτα τυπωμένη και μετά τον επισκέφτηκε, παίρνοντας μαζί του “όλη την παρέα των λογίων νέων”. Μόνο που μπερδεύει αυτήν την πρώτη συνεργασία στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1885, με εκείνη του επόμενου έτους. Σαράντα χρόνια μεγαλύτερος ο Ασώπιος, γνώρισε και τους δυο το φθινόπωρο του 1884. Μόλις είχαν γνωριστεί και αναμεταξύ τους, αφού το προηγούμενο καλοκαίρι είχαν ανταλλάξει ταχυδρομικώς τα πρώτα τους βιβλία. Στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του Ασώπιου και οι δυο εμφανίζονται στον τόμο του 1885.
Γλαφυρά διηγείται ο Νιρβάνας, ότι ήταν αυτός που πρότεινε να γράψει ο Ξενόπουλος το εισαγωγικό κείμενο για το πρώτο φύλλο της εφημερίδας τους και εκείνος τους παρουσίασε ένα άρθρο επηρεασμένο από τις “επινομίδες” του Ασώπιου, όπως ο ίδιος αποκαλούσε τις επιφυλλίδες του. Σε αυτό το εισαγωγικό κείμενο, με τίτλο, «Αι Αθήναι», ο Ξενόπουλος τον αποκαλεί “ο πολύτιμος ημών συνεργάτης κ. Ειρ. Ασώπιος”. Ο Βαλέτας, στην εισαγωγή των Απάντων Νιρβάνα, δίνει μια εικόνα της εξέχουσας θέσης που κατείχε ο Ασώπιος στην ομάδα των “λογίων νέων”. Ο Ασώπιος συμμετέχει μόνο με δυο κείμενα στα τρία φύλλα της εφημερίδας που γνωρίζουμε. Στο πρώτο και το τέταρτο, παρόλο που στο τέλος του πρώτου φύλλου αναγγέλλεται ότι θα υπάρχει συνεργασία του και στο δεύτερο. Το πρώτο κείμενο με τίτλο «Αθηναϊκά Παροράματα» αποτελεί συνέχεια κειμένου του στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1884, με τίτλο, «Παροράματα εν τω βιβλίω του Θεού». Εξ ου και ο τίτλος του αναγγελθέντος κειμένου για το δεύτερο φύλλο, «Παροράματα Παροραμάτων».
Σύμφωνα με τον Βαλέτα, στο τρίτο φύλλο, δεν υπάρχει κείμενό του. Φαίνεται, πάντως, να έχει μεταγγίσει τον σκωπτικό του τόνο στα δημοσιεύματα όλης της παρέας. Να σημειώσουμε ότι το δεύτερο φύλλο, αντί της “επινομίδας” του Ασώπιου, ξεκινά με “ανέκδοτον ποίημα Δ. Σολομού”, όπως τιτλοφορείται. Πρόκειται για το ιταλόγλωσσο «Sulla morte di Pio VII», που πρωτοδημοσιεύθηκε στα δεύτερα Άπαντα Σολωμού, του 1880. Ο Βαρελάς απορεί πως δεν το γνώριζαν οι “λόγιοι νέοι”, τουλάχιστον οι δυο Ζακύνθιοι, Ξενόπουλος και Μάτεσις, που, σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή της αυτοβιογραφίας του Ξενόπουλου, λάτρευαν τον Σολωμό. Παρατηρούμε ότι, στο ιταλικό πρωτότυπο, υπάρχουν αρκετά λάθη. Μπορεί ο Ξενόπουλος να γνώριζε παιδιόθεν το Τυπογραφείο του Ραφτάνη, όπου τυπώθηκε αυτή η έκδοση των Απάντων, καθώς και τον Σπύρο Δε Βιάζη, που γράφει τον πρόλογο, όχι όμως και τα ιταλόγλωσσα ποιήματα που περιέχονται. Όταν, μάλιστα, “ο φίλος των Αθηνών”, που του το έδωσε “προς δημοσίευσιν μετ’ επιτυχούς μεταφράσεως”, το τιτλοφόρησε “SONETTO”. Μη ζητάμε, λοιπόν, πολλά από τον δεκαεπταετή Ξενόπουλο και την παρέα του.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/6/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου