Φράνσις
Μπέικον,
«Σπουδή για
προσωπογραφία», 1971.
Πάνος Τσίρος
«Δεν είν’ έτσι;»
Εκδόσεις Μικρή Άρκτος
Μάρτιος 2013
Πέντε χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου του Πάνου Τσίρου, «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα», εκδόθηκε το δεύτερο. Πρόκειται και πάλι για ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με διηγήματα. Συμπτωματικά, τα δυο βιβλία αριθμούν τον ίδιο αριθμό σελίδων, 92. Αλλάζουν, όμως, το σχήμα και η τυποτεχνική φυσιογνωμία, καθώς άλλαξε ο εκδότης. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης το πρώτο, από την δισκογραφική και εκδοτική εταιρεία Μικρή Άρκτος το δεύτερο. Μικρός και ο δεύτερος εκδοτικός οίκος, σύμφωνα και με την επωνυμία του, δέκα επτά έτη μετά την ίδρυσή του, βουτά στον ωκεανό της πεζογραφίας, διαψεύδοντας το ισχύον για την “αείποτε περί τον πόλον στρεφόμενην” Μικρή Άρκτο, το “μηδέποτε εις τον ωκεανόν βυθιζομένην”. Ο εκδότης, Παρασκευάς Καρασούλος, μετά την περσινή διπλή επέτειο της συμπλήρωσης πέντε δεκαετιών βίου και δυόμισι στιχουργικής παρουσίας, και αφού φρόντισε καλλιτέχνες και ποιητές, αποφάσισε να κάνει τόπο και στους πεζογράφους. Ξεκινά με τη διηγηματογραφία. Το δεύτερο βιβλίο του Τσίρου είναι το πρώτο, όπως ανακοίνωσε, στη σειρά «Διηγήσεις».
Οκτώ χρόνια νεότερός του ο Τσίρος, παρουσιάστηκε με εκείνο το πρώτο βιβλίο, χωρίς προηγούμενες δημοσιεύσεις σε έντυπα. Δεν έμεινε αμνημόνευτο το πόνημά του. Επισήμως, καταγράφτηκαν τέσσερις παρουσιάσεις, που συναγωνίζονται σε επαίνους. Διάκριση δεν απέσπασε, ούτε καν πρόκριση στη βραχεία λίστα του Βραβείου Διαβάζω για πρωτοεμφανιζόμενους. Εκείνη τη χρονιά, το Βραβείο δόθηκε στην Σταυρούλα Σκαλίδη, ενώ, του διηγήματος, στην επίσης πρωτοεμφανιζόμενη Μαρία Κουγιουμτζή. Το Κρατικό Βραβείο διηγήματος –πρωτοεμφανιζόμενου δεν είχε ακόμη προκύψει– στην Ευγενία Φακίνου. Πάντως, το βιβλίο δεν λησμονήθηκε. Υπήρξαν αργοπορημένες παρουσιάσεις, πιθανώς απόρροια των σχέσεων, που είχε αρχίσει να έχει ο συγγραφέας με το χώρο του βιβλίου. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να είναι τυχαία η μεταστέγασή του σε εκδοτικό οίκο ομότεχνού του.
Το βιογραφικό στο αυτάκι του βιβλίου έμεινε το ίδιο, πλην της προσθήκης της έκδοσης του πρώτου βιβλίου και φωτογραφίας. Μια πληροφορία, που κανείς συγκρατεί, είναι το θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Λονδίνο. Ασχολήθηκε με το «Tractatus Logico-Philosophicus» του Βίτγκενσταϊν. Στη συνέχεια, εγκατέλειψε τις σπουδές φιλοσοφίας για τη Μέση Εκπαίδευση. Αν και ποτέ δεν ξέρεις. Και ο Βίτγκενσταϊν διέκοψε την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία και μετά δέκα χρόνια επανήλθε. Όπως και να έχει, εκείνο το πρώτο έργο του αυστριακού φιλόσοφου εξακολουθεί να τον απασχολεί. Μάλιστα, το δεύτερο βιβλίο του δείχνει ότι τον έχει επηρεάσει ο φιλοσοφικός στοχασμός και της δεύτερης περιόδου του Βίτγκενσταϊν. Αν τα πρώτα διηγήματά του αντανακλούν τον προβληματισμό του νεαρού Βίτγκενσταϊν, το δεύτερο βιβλίο του ακολουθεί τον αυστριακό φιλόσοφο στις αναζητήσεις του κατά τα ύστερα χρόνια, όπως αυτές καταγράφτηκαν στο δεύτερο μεγάλο έργο του, τις «Φιλοσοφικές έρευνες».
Ήδη, στο πρώτο διήγημα του πρώτου βιβλίου, με τίτλο, «Χωρίς στόμα», λανθάνει η έβδομη και τελευταία πρόταση της «Λογικό-Φιλοσοφικής Πραγματείας» (όπως αποδόθηκε ο τίτλος του «Tractatus...» στα ελληνικά, σύμφωνα με τον τίτλο του πρωτότυπου «Logisch-Philosophische Abhandlung»): “Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, πρέπει να σωπαίνει.” Το τι μπορεί να ειπωθεί και να γίνει κατανοητό από τον άλλο, δηλαδή η φύση της γλώσσας, ήταν το θεμελιώδες πρόβλημα, που έθεσε ο αυστριακός φιλόσοφος. Η απάντηση, στην οποία κατέληξε, γκρόσο μόντο, ήταν ότι οι μόνες κατανοητές προτάσεις είναι εκείνες που δίνουν μια εικόνα της πραγματικότητας. Από τα όρια της γλώσσας, ένας συγγραφέας περνάει σε εκείνα της λογοτεχνίας. Στα πρώτα διηγήματα, ο Τσίρος δοκιμάζει τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης. Οι ήρωές του, εκτός από τους ανθρώπους του περίγυρού τους, συγχρωτίζονται με τους νεκρούς τους, όπως και με τους προσφιλείς τους παρελθοντικών χρόνων, με την υπόσταση που εκείνοι είχαν τότε. Στο παρόν, μπορεί να είναι μεν ζωντανοί, όμως είναι άλλοι, καθώς, στο πέρασμα του χρόνου, διαφοροποιήθηκε η υπόστασή τους. Αυτή η συμβίωση, που νοερά γίνεται σαν προέκταση των καθημερινών συναναστροφών, δεν χωράει στον πραγματικό χώρο. Η επιτυχία των διηγημάτων έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η αφήγηση περνάει στο χώρο του φανταστικού ή συμπληρώνει μια εικόνα της πραγματικότητας με προσφυγές στο παράλογο.
Στο δεύτερο βιβλίο, κερδίζει έδαφος η ρεαλιστική αφήγηση. Δεν υπάρχουν παρεκβάσεις προς το φανταστικό, ενώ το παράλογο περιορίζεται στο χώρο των ονείρων, τα οποία και πληθαίνουν. Οκτώ τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου, δέκα τέσσερα τα πεζά του δεύτερου, που χαρακτηρίζονται και αυτά διηγήματα. Ωστόσο, διαβάζοντάς τα δημιουργείται η αίσθηση της συνέχειας, με το τελευταίο πεζό να θέτει υπό αίρεση τον χαρακτηρισμό του βιβλίου ως συλλογή διηγημάτων. Αυτό το δέκατο τέταρτο πεζό φέρει τον τίτλο, «Επίλογος», και έχει, σε μικρογραφία, τη μορφή του «Tractatus...», όπως επισημαίνει και ο αφηγητής. Αποτελείται από μια σειρά παρατηρήσεις παρατεταγμένες και αριθμημένες με δεκαδική αρίθμηση. Δηλαδή, καθεμία από τις κύριες παρατηρήσεις ακολουθείται από άλυσο προτάσεων, που φέρουν ένα δεύτερο δεκαδικό ψηφίο. Οι κύριες προτάσεις του «Επιλόγου» είναι έξι, έναντι των επτά θέσεων του «Tractatus...».
Στη δεύτερη πρόταση του «Επιλόγου», ο αφηγητής σημειώνει: “Όλες οι προηγούμενες ιστορίες αφορούν άμεσα ή έμμεσα τον φίλο μου.” Ουσιαστικά, ανατρέπει τον χαρακτηρισμό διηγήματα, προϊδεάζοντας για την μυθιστορηματική υφή του βιβλίου του. Μάλιστα, μοντερνίστικη, αφού, σε μια επόμενη πρόταση, δηλώνει ότι δεν ακολούθησε “ευθύγραμμη ομαλή αφήγηση”. Ενώ, σε μια άλλη, κατοπινή της πρόταση, διατυπώνει την άποψη πως “μια ιστορία κατασκευάζεται όπως ένα παζλ. Δεν έχει σημασία ποιο κομμάτι θα βάλεις πρώτα.” Γεγονός που μπορεί να ισχύει για τον τρόπο γραφής, μόνο που αυτός ο άναρχος τρόπος αποβαίνει προβληματικός, όταν διατηρείται στην τελική μορφή. Οι επόμενες προτάσεις, ωστόσο, υπερασπίζονται την αποτελεσματικότητα παρόμοιων αφηγηματικών πειραματισμών. Στην τελευταία πρόταση της πέμπτης αλύσου, συνοψίζει: “Αλλά αυτό που θέλουμε να πούμε καθρεφτίζεται μέσα σ’ αυτό που γράφουμε.”
Τι θέλει, λοιπόν, να πει ο συγγραφέας; Έμμεσα δίνεται η απάντηση, με τους αφηγηματικούς τρόπους που υιοθετεί, τη δομή που δίνει στο βιβλίο, και, πρώτα απ’ όλα, με τον τίτλο. Το “δεν είν’ έτσι;” του τίτλου, εκφράζει την αβεβαιότητα του αφηγητή. Δυο από τα τελευταία κεφάλαια στις «Φιλοσοφικές έρευνες» του Βίτγκενσταϊν φέρουν τους τίτλους, «Περί αβεβαιότητας» και «Τα εντός μας». Το ερώτημα που εκείνος έθετε ήταν το πώς μπορώ να γνωρίζω τα αισθήματα και τις σκέψεις του άλλου. Δεν μπορώ να εξομοιώσω την εμπειρία του με τη δική μου, αλλά ούτε και να στηριχτώ στη δική του λεκτική διατύπωση για το τι αισθάνεται. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο άλλος είναι ειλικρινής και δεν υποκρίνεται. Ο αφηγητής του Τσίρου περιγράφει δράσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων, μεταφέροντας όσα του λένε. Για τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, όμως, ελλοχεύει πάντοτε η αμφιβολία, δηλαδή κατά πόσο είναι πράγματι έτσι.
Ένας τρόπος παρουσίασης του βιβλίου θα ήταν η αναδιάταξη του παζλ, σε μια απόπειρα να αποκατασταθεί η χρονική αλληλουχία. Με εξαίρεση το έβδομο κεφάλαιο, στα υπόλοιπα θα μπορούσε ο αφηγητής να είναι κοινός. Οι τέσσερις τόποι, στους οποίους εκείνος βρίσκεται σε διαφορετικούς χρόνους, οδηγούν σε τέσσερις περιόδους της ζωής του. Παρεμπιπτόντως, μένει απορία, γιατί ως εξώφυλλο επιλέχθηκε πίνακας από μια πέμπτη πόλη, το Βελιγράδι. Στην πρώτη χρονικά ενότητα, πέντε κεφαλαίων (2,4,6,8,11), με τίτλους τα ονόματα προσώπων και συμβάντων γύρω από τα οποία στρέφεται το κάθε κεφάλαιο, ο αφηγητής κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεσσαλονίκη, σχετικές με τη φιλοσοφία και τον Βίτγκενσταϊν, όπως λέει στην κοπέλα του μπαρ που φλερτάρει. Της διηγείται και την υπόθεση μιας ταινίας που είδε τελευταία, τον «Κρυμμένο» του Μίκαελ Χάνεκε. Πρόκειται για αφηγηματικό τέχνασμα, ώστε να αναφερθεί πλαγίως στο τι σημαίνει παρακολουθώ τις ζωές των άλλων.
Σε αυτήν την ενότητα, υπάρχει μια υποτυπώδης πλοκή. Παρουσιάζεται ο φίλος του αφηγητή, που είναι, σύμφωνα με τον «Επίλογο», “ο άξονας του βιβλίου”. Τον αναφέρει ως Δ. και είναι συγκάτοικός του. Ο αφηγητής περιγράφει συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η επίσκεψη των γονιών του Δ. και οι τυχαίες συναντήσεις με γνωστά του πρόσωπα. Η συνέχεια δίνεται στο μοναδικό κεφάλαιο της δεύτερης ενότητας (12), στο οποίο ο αφηγητής είναι φαντάρος στην Κομοτηνή. Αυτή η ενότητα, αντί του εκ των υστέρων δηλωτικού τίτλου, «Χημικό εργαστήρι», θα μπορούσε να έχει τον κυριολεκτικό, «Το τηλεφώνημα», καθώς το μόνο που συμβαίνει είναι ένα τηλεφώνημα από τον Δ., παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο στρατόπεδο. Εκείνος είναι ακόμη φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και του ζητάει βοήθεια. Η έκβαση δίνεται επιγραμματικά στον «Επίλογο», σε επί μέρους πρόταση της υπ’ αριθμό τρίτης αλύσου: “Τελικά τη βοήθεια που μου ζήτησε δεν του την έδωσα. Δεν ήθελα να μπλέξω.”
Σύντομες και κοφτές οι προτάσεις, περιορίζονται στην περιγραφή δράσεων και τη μεταφορά διαλόγων, που δείχνουν κοινότοποι, καθώς αναπαράγουν όσα συνήθως λέγονται σε παρόμοιες περιστάσεις. Κάποιοι χαρακτήρες διηγούνται παρελθοντικές ιστορίες, τις οποίες επίσης μεταφέρει ο αφηγητής. Σε κάθε περίπτωση, αυτός δεν σχολιάζει, σαν να κρατά αποστάσεις. Κατά την εκτίμησή μας, δίνει αφηγηματική υπόσταση στη θέση του αυστριακού δασκάλου του ότι εκείνο που μπορεί να περιγραφεί είναι οι εκφράσεις της ανθρώπινης ζωής. Από ό,τι εξωτερικεύεται και μόνο, συνάγουμε χαρακτήρες και αισθήματα. Οδηγούμενοι από αυτά, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε τον ελλείποντα αφηγητή του έβδομου κεφαλαίου με έναν από τους γνωστούς τού κυρίως αφηγητή. Συγκεκριμένα, τον αλκοολικό Λάζαρο του έκτου κεφαλαίου. Χωρίς να είναι απαραίτητο, καθώς τα πεζά διατηρούν την αυτονομία τους. Μερικά, μάλιστα, διαθέτουν αρετές διηγήματος
Στην τρίτη ενότητα, τεσσάρων κεφαλαίων (5,9,10,13), με περιφραστικούς ή και αλληγορικούς τίτλους, ο αφηγητής είναι παντρεμένος στην Αθήνα με γυναίκα έγκυο στον έκτο μήνα. Εδώ, εστιάζει στον εαυτό του. Ένας ένδον λόγος, που ανακυκλώνει σκέψεις, αισθήματα και ενοχές, γιατί δεν κατάλαβε τι ζητούσαν οι άλλοι από αυτόν. Όλοι πάσχοντες, που αγωνιούσαν να ξεπεράσουν τις εξαρτήσεις τους από ανθρώπους, αλκοόλ, ναρκωτικές ουσίες. Για το μόνο πρόσωπο, που ο αφηγητής εκδηλώνει συναισθηματική έγνοια, είναι η σύζυγος του. Κι αυτό, γιατί κυοφορεί την κόρη του. Καθρέφτης της ψυχικής του κατάστασης είναι τα όνειρα. Λιγότερο ή περισσότερο εφιαλτικά, τα καταγράφει με τη ζωντάνια που διατηρούν για έναν ελάχιστο χρόνο μετά το ξύπνημα. Ως κύρια μορφή σε αυτά, προβάλλει ο πατέρας. Γύρω από αυτόν και τα φροϋδικά υποκατάστατά του στρέφονται δυο από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου, το «Χαρταετός» και το «Ο γέρος στο σπίτι», που θα μπορούσαν να δώσουν τροφή σε εκτενή ψυχαναλυτική ανάπτυξη.
Σε μια από τις παρατηρήσεις του «Επιλόγου», ο αφηγητής προσδιορίζει: “Την περίοδο που έγραψα την ιστορία περίμενα τη γέννηση της κόρης μου.” Αν δώσουμε βάση στο λόγο του, η εναπομένουσα ενότητα, δυο κεφάλαιων (1,3), με τους παράξενους τίτλους, «Διαχείριση ποιότητας» και «Έχω δώσει τη ζωή μου», μένει εκτός χρονικής αλληλουχίας. Σε αυτήν ο αφηγητής εργάζεται στο Λονδίνο και κατοικεί μαζί με τη σύζυγό και την πεθερά του. Στην πρώτη πρόταση του πρώτου κεφαλαίου, με το που ανοίγει το βιβλίο, εκείνος μνημονεύει τη σοβούσα οικονομική κρίση, περιγράφοντας το εγκαταλελειμμένο λονδρέζικο κέντρο. Αναφέρεται στον εαυτό του, την καθημερινή ρουτίνα της εργασίας του σε μια εταιρεία, επιμένει σε κινήσεις και συναντήσεις. Χρησιμοποιεί προσεκτική γλώσσα, επιδεικνύοντας ορθολογιστική διάθεση, που έχει κάτι το μηχανιστικό, σαν να δίνει αναφορά σε ανώτερό του. Ο τόνος αλλάζει όταν απομακρύνεται από τον τόπο εργασίας, στα συναπαντήματα με μετανάστες στις δικές τους γειτονιές. Με τα δυο κεφάλαια αυτής της ενότητας, δημιουργείται από την αρχή μια οργουελική ατμόσφαιρα, που, ακολουθώντας την παράταξη των πεζών στο βιβλίο, γίνεται όλο και πιο απειλητική, φθάνοντας να εξαντλήσει τις αντοχές του αφηγητή, που βρίσκεται τελικά σπρωγμένος εκτός κοινωνικού περίγυρου.
Το δεύτερο βιβλίο του Τσίρου είναι φιλόδοξο. Μπορεί από την κριτική να εκτιμηθεί λιγότερο από το πρώτο, όπως συνέβη με το δεύτερο έργο του Βίτγκενσταϊν, που θεωρήθηκε αινιγματικό. Εκείνος το είχε γράψει με τους πόνους του καρκινοπαθούς, αρνούμενος τη νοσοκομειακή περίθαλψη. Είχε προτιμήσει να συνεχίσει τις φιλοσοφικές του έρευνες, στοχαζόμενος πάνω στην έννοια του πόνου. Πέθανε την ίδια μέρα με τον Καβάφη, 18 χρόνια αργότερα, επιβιώνοντας δυο χρόνια περισσότερα. Το 1951, στα 72. Το φιλοσοφικό πνεύμα που επικρατούσε τότε ήταν ξένο προς τον δικό του στοχασμό. Όπως, καλή ώρα, το πνεύμα που επικρατεί στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας ως προς το δεύτερο βιβλίο του Τσίρου. Μόνο που αυτός είναι ένας μάχιμος, ετών 43. Εδώ, το ερώτημα είναι αν θα κρατήσει ψηλά τον πήχυ των επιδιώξεων ή θα ενδώσει.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/7/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου