Σύνθημα σε βιτρίνα αδειανού καταστήματος της οδού Σταδίου. Αδειανό από το 1997, όταν η κρίση της αγοράς άρχισε να χτυπάει τις πρώτες ελληνικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για το άλλοτε γνωστό κατάστημα
των Αθηνών Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ, Σταδίου 26.
«Το αποτύπωμα της κρίσης»
Ιστορίες
Επιμέλεια:
Ελένη Μπούρα, Μικέλα Χαρτουλάρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Φεβρουάριος 2013
Εκ πρώτης όψεως, ο τίτλος του βιβλίου δείχνει πολύ ευρύς για μια θεματική συλλογή ιστοριών. Δεν προσδιορίζεται τοπικά, οπότε μπορεί να αφορά την κρίση σε παγκόσμια κλίμακα ή σε συγκεκριμένο τμήμα του πλανήτη, όπως ο ευρωπαϊκός νότος, ή, ακόμη στενότερα, μια χώρα, αλλά και ακόμη πιο συγκεκριμένα, την πρωτοπόρο στον συγκεκριμένο στίβο, Ελλάδα. Επίσης, αφήνει ανοιχτή τη σφαίρα, στην οποία αναφέρεται. Πολιτική, οικονομική, πολιτισμική. Ακόμη και μόνο η πρώτη λέξη του τίτλου, το αποτύπωμα, επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, καθώς δεν προσδιορίζεται επί ποιου σώματος δημιουργείται αυτό το αποτύπωμα. Του εθνικού, του κοινωνικού ή του προσωπικού ως ένδειξη ορισμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Αυτήν την ευρύτητα, ωστόσο, περιορίζει, ήδη με τον τίτλο του, ο πρόλογος των δυο επιμελητριών, της Ελένης Μπούρα και της Μικέλας Χαρτουλάρη, «Το λογοτεχνικό αποτύπωμα της ελληνικής επικαιρότητας». Σύμφωνα με το κείμενό τους, “οι ιστορίες λειτουργούν ως μεγεθυντικός φακός αλλά και μαρτυρίες για την κρίση στην Ελλάδα από το 2010”. Πού σημαίνει την τριετία από τις 23 Απρ. 2010, που ο τότε πρωθυπουργός Γιωργάκης Παπανδρέου, από το ακριτικό Καστελόριζο, ανακοίνωνε την προσφυγή της χώρας στον τριπλό μηχανισμό οικονομικής στήριξης μέχρι το χρόνο γραφής των ιστοριών, που προσδιορίζεται από τον Μάρ. μέχρι τον Οκτ. του 2012. Μένει να φανεί κατά πόσο οι ιστορίες επαληθεύουν τις εξαγγελίες τους. Ή, μήπως κάποιοι από τους συμμετέχοντες συγγραφείς παρεξέκλιναν, δελεασμένοι από τον γενικόλογο τίτλο. Αλλά και όσοι περιορίστηκαν στο εδώ και τώρα, κατά πόσο λειτούργησαν με τον τρόπο που τους ζητήθηκε, δηλαδή ως αυτόπτες μάρτυρες.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια συλλογή 17 ιστοριών από ισάριθμους συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα αναγράφονται στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Και τις δυο φορές, όπως και στην παράταξη των ιστοριών τους, υιοθετείται η αλφαβητική σειρά. Άλλωστε, οποιαδήποτε άλλη τάξη μάλλον δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους συμμετέχοντες. Μια διαφορετική, ωστόσο, διαδοχή των ιστοριών, πιθανώς να έδινε ένα αφηγηματικά πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται για ανθολόγημα, αφού δεν έγινε σταχυολόγηση από κάποια παρακαταθήκη ήδη δημοσιευμένων ιστοριών, αλλά για επιλογή συγκεκριμένων συγγραφέων, που έγραψαν “εν θερμώ” τις ιστορίες τους. Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, οι συμμετέχοντες πιθανώς να ήταν περισσότεροι ή, ίσως, να προτιμώντο κάποιοι άλλοι, που αρνήθηκαν λόγω ανωτέρας βίας, τουτέστιν έλλειψης χρόνου ή και δοθείσης υπόσχεσης απόλυτης πίστης στον εκδότη τους. Επιδίωξη, πάντως, των επιμελητριών ήταν να επιλεγούν “οι πλέον παρεμβατικοί και ενδιαφέροντες έλληνες συγγραφείς”. Μεγάλη κουβέντα, από εκείνες που συνηθίζονται σε διαφημιστικά σλόγκαν. Όταν, όμως, έρχεται από δυο επιτυχημένες μάνατζερ στο χώρο του βιβλίου, που δραστηριοποιούνται σε αυτόν περισσότερο της εικοσαετίας, ως επιμελήτρια η πρώτη και ως βιβλιοπαρουσιάστρια η δεύτερη, αποκτά διαφορετική βαρύτητα. “Κόουτς” διάσημων συγγραφέων χαρακτηρίζεται η Μπούρα, ελληνικό ισοδύναμο του Μπερνάρ Πιβώ η Χαρτουλάρη, άρα κάτι θα γνωρίζουν περισσότερο από εμάς για το τι συνιστά σήμερα τον παρεμβατικό και ενδιαφέροντα συγγραφέα. Παρατηρούμε ότι δεν επιλέγουν τους κατέχοντες υψηλές θέσεις, ούτε όσους έχουν κατέβει στον πολιτικό στίβο, ούτε καν τους γνωστούς επιφυλλιδογράφους. Ανεξάρτητα, πάντως, με το πόσο παρεμβαίνουν στα κοινά οι 17 επιλεχθέντες ή το πόσο ενδιαφέροντα μπορεί να κριθούν τα βιβλία τους, υπάρχει σαφής προτίμηση στους κατοίκους της Αθήνας, όπως και στους άρρενες.
Οι επιλογές τους, γραμματολογικά, περιορίζονται σε δυο ομάδες συγγραφέων: Επτά ταξινομούνται στους προβεβλημένους της λεγόμενης γενιάς του ’80, όπου δυο τρεις από αυτούς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και παρεμβατικοί. Και δέκα - ανεξαρτήτως ηλικίας, τρεις είναι συνηλικιώτες των προηγούμενων - εντάσσονται στην επόμενη ομάδα, που εμφανίστηκε με την ανθοφορία της ελληνικής πεζογραφίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και φτάνει μέχρι τις παραμονές της κρίσης. Και εδώ, δυο τρεις πιθανώς και να χαρακτηρίζονταν παρεμβατικοί, με βάση το πόσο συχνά εμφανίζονται με κάποια δήλωση στα ΜΜΕ. Αν και αυτήν τη διασημότητα την οφείλουν μάλλον στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες παρά στη συγγραφική τους ιδιότητα. Παρεμπιπτόντως, ποτέ, ούτε παλαιότερα ούτε σήμερα, το παρεμβατικός δεν σημαίνει και ενδιαφέρων συγγραφέας, χωρίς και να το αποκλείει.
Επιμέλεια:
Ελένη Μπούρα, Μικέλα Χαρτουλάρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Φεβρουάριος 2013
Εκ πρώτης όψεως, ο τίτλος του βιβλίου δείχνει πολύ ευρύς για μια θεματική συλλογή ιστοριών. Δεν προσδιορίζεται τοπικά, οπότε μπορεί να αφορά την κρίση σε παγκόσμια κλίμακα ή σε συγκεκριμένο τμήμα του πλανήτη, όπως ο ευρωπαϊκός νότος, ή, ακόμη στενότερα, μια χώρα, αλλά και ακόμη πιο συγκεκριμένα, την πρωτοπόρο στον συγκεκριμένο στίβο, Ελλάδα. Επίσης, αφήνει ανοιχτή τη σφαίρα, στην οποία αναφέρεται. Πολιτική, οικονομική, πολιτισμική. Ακόμη και μόνο η πρώτη λέξη του τίτλου, το αποτύπωμα, επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, καθώς δεν προσδιορίζεται επί ποιου σώματος δημιουργείται αυτό το αποτύπωμα. Του εθνικού, του κοινωνικού ή του προσωπικού ως ένδειξη ορισμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Αυτήν την ευρύτητα, ωστόσο, περιορίζει, ήδη με τον τίτλο του, ο πρόλογος των δυο επιμελητριών, της Ελένης Μπούρα και της Μικέλας Χαρτουλάρη, «Το λογοτεχνικό αποτύπωμα της ελληνικής επικαιρότητας». Σύμφωνα με το κείμενό τους, “οι ιστορίες λειτουργούν ως μεγεθυντικός φακός αλλά και μαρτυρίες για την κρίση στην Ελλάδα από το 2010”. Πού σημαίνει την τριετία από τις 23 Απρ. 2010, που ο τότε πρωθυπουργός Γιωργάκης Παπανδρέου, από το ακριτικό Καστελόριζο, ανακοίνωνε την προσφυγή της χώρας στον τριπλό μηχανισμό οικονομικής στήριξης μέχρι το χρόνο γραφής των ιστοριών, που προσδιορίζεται από τον Μάρ. μέχρι τον Οκτ. του 2012. Μένει να φανεί κατά πόσο οι ιστορίες επαληθεύουν τις εξαγγελίες τους. Ή, μήπως κάποιοι από τους συμμετέχοντες συγγραφείς παρεξέκλιναν, δελεασμένοι από τον γενικόλογο τίτλο. Αλλά και όσοι περιορίστηκαν στο εδώ και τώρα, κατά πόσο λειτούργησαν με τον τρόπο που τους ζητήθηκε, δηλαδή ως αυτόπτες μάρτυρες.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια συλλογή 17 ιστοριών από ισάριθμους συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα αναγράφονται στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Και τις δυο φορές, όπως και στην παράταξη των ιστοριών τους, υιοθετείται η αλφαβητική σειρά. Άλλωστε, οποιαδήποτε άλλη τάξη μάλλον δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους συμμετέχοντες. Μια διαφορετική, ωστόσο, διαδοχή των ιστοριών, πιθανώς να έδινε ένα αφηγηματικά πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται για ανθολόγημα, αφού δεν έγινε σταχυολόγηση από κάποια παρακαταθήκη ήδη δημοσιευμένων ιστοριών, αλλά για επιλογή συγκεκριμένων συγγραφέων, που έγραψαν “εν θερμώ” τις ιστορίες τους. Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, οι συμμετέχοντες πιθανώς να ήταν περισσότεροι ή, ίσως, να προτιμώντο κάποιοι άλλοι, που αρνήθηκαν λόγω ανωτέρας βίας, τουτέστιν έλλειψης χρόνου ή και δοθείσης υπόσχεσης απόλυτης πίστης στον εκδότη τους. Επιδίωξη, πάντως, των επιμελητριών ήταν να επιλεγούν “οι πλέον παρεμβατικοί και ενδιαφέροντες έλληνες συγγραφείς”. Μεγάλη κουβέντα, από εκείνες που συνηθίζονται σε διαφημιστικά σλόγκαν. Όταν, όμως, έρχεται από δυο επιτυχημένες μάνατζερ στο χώρο του βιβλίου, που δραστηριοποιούνται σε αυτόν περισσότερο της εικοσαετίας, ως επιμελήτρια η πρώτη και ως βιβλιοπαρουσιάστρια η δεύτερη, αποκτά διαφορετική βαρύτητα. “Κόουτς” διάσημων συγγραφέων χαρακτηρίζεται η Μπούρα, ελληνικό ισοδύναμο του Μπερνάρ Πιβώ η Χαρτουλάρη, άρα κάτι θα γνωρίζουν περισσότερο από εμάς για το τι συνιστά σήμερα τον παρεμβατικό και ενδιαφέροντα συγγραφέα. Παρατηρούμε ότι δεν επιλέγουν τους κατέχοντες υψηλές θέσεις, ούτε όσους έχουν κατέβει στον πολιτικό στίβο, ούτε καν τους γνωστούς επιφυλλιδογράφους. Ανεξάρτητα, πάντως, με το πόσο παρεμβαίνουν στα κοινά οι 17 επιλεχθέντες ή το πόσο ενδιαφέροντα μπορεί να κριθούν τα βιβλία τους, υπάρχει σαφής προτίμηση στους κατοίκους της Αθήνας, όπως και στους άρρενες.
Οι επιλογές τους, γραμματολογικά, περιορίζονται σε δυο ομάδες συγγραφέων: Επτά ταξινομούνται στους προβεβλημένους της λεγόμενης γενιάς του ’80, όπου δυο τρεις από αυτούς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και παρεμβατικοί. Και δέκα - ανεξαρτήτως ηλικίας, τρεις είναι συνηλικιώτες των προηγούμενων - εντάσσονται στην επόμενη ομάδα, που εμφανίστηκε με την ανθοφορία της ελληνικής πεζογραφίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και φτάνει μέχρι τις παραμονές της κρίσης. Και εδώ, δυο τρεις πιθανώς και να χαρακτηρίζονταν παρεμβατικοί, με βάση το πόσο συχνά εμφανίζονται με κάποια δήλωση στα ΜΜΕ. Αν και αυτήν τη διασημότητα την οφείλουν μάλλον στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες παρά στη συγγραφική τους ιδιότητα. Παρεμπιπτόντως, ποτέ, ούτε παλαιότερα ούτε σήμερα, το παρεμβατικός δεν σημαίνει και ενδιαφέρων συγγραφέας, χωρίς και να το αποκλείει.
Θεματικές προτιμήσεις
Η γενικότερη εντύπωση από τις ιστορίες τους είναι ότι οι μικρότεροι ηλικιακά συγγραφείς στάθηκαν πιο πειθαρχικοί, πιθανώς και γιατί έχουν συνηθίσει να γράφουν ιστορίες κατά παραγγελία για ποικίλα έντυπα και θεματικές ανθολογίες. Αυτοί περιορίστηκαν στο συγκεκριμένο θέμα της ελληνικής κρίσης, επιλέγοντας ως εστίαση, άλλοι τα αίτια, που απλώνονται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, και άλλοι τα αποτελέσματα, όπως τα βιώνουμε σήμερα. Αντιθέτως, οι συγγραφείς της πρώτης ομάδας άνοιξαν τον θεματικό ορίζοντα, μάλλον ακριβέστερα, έμειναν προσκολλημένοι στις δικές τους θεματικές προτιμήσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δυο συνομήλικων, από τους πολυγραφότερους αυτής της ομάδας, της Σώτης Τριανταφύλλου και του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Από μια άποψη, οι ιστορίες τους δείχνουν το αποτύπωμα της παγκόσμιας κρίσης, ή και ειδικότερα, τη βαρβαρότητα του ύστερου καπιταλισμού, που ξεσπίτωσε από Ιρακινούς μέχρι Αφρικανούς, δημιουργώντας το μεταναστευτικό ρεύμα οικονομικών και πολιτικών προσφύγων.
Αν και η ιλαροτραγική ιστορία του νεαρού άντρα από το Μπενίν της Δυτικής Αφρικής έχει διαφορετικά αίτια. Ο ανήσυχος ήρωας της Τριανταφύλλου διψάει για περιπέτειες. Το ίδιο του κάνει αν θα καταλήξει σε μια αφρικανική μεγαλούπολη ή σε μια ευρωπαϊκή. Αρκεί να είναι γαλλόφωνη, καθόσον η χώρα του, το παλαιό βασίλειο της Δαχομέης, υπήρξε γαλλική αποικία. Κι αν δεν εγκαθίσταται τελικά στην Ελλάδα, δεν φταίει η κρίση και η ανεργία. Ένας καλός τεχνίτης όπως αυτός, και μάλιστα, μαρμαράς, που κάνει από ταφόπλακες μέχρι μερεμέτια μπάνιου, δεν έχει πρόβλημα. Το δικό του δράμα στάθηκε ερωτικό. Αντανακλά το παλαιό και μέγα πρόβλημα για ένα ζευγάρι, αυτό του διαφορετικού θρησκεύματος, που συνεπάγεται και άλλους ηθικούς κώδικες. Όταν, μάλιστα, εκείνος δεν είναι μουσουλμάνος, όπως ο συμπατριώτης του, που επέδειξε ευελιξία και αλλαξοπίστησε, αλλά ασπάζεται το βουντού, την πανάρχαια αφρικανική θρησκεία των θεοποιημένων προγόνων και των πνευμάτων τους, που απλώθηκε στην αμερικανική ήπειρο με τους σκλάβους και την κυρίευσε, το χάσμα αποβαίνει αγεφύρωτο. Η ιστορία έρχεται ως συνέχεια των αφρικανικών μυθιστορημάτων της Τριανταφύλλου, με τίτλο, «Voodoo child», δάνειο από μικρού μήκους, βραβευμένη ταινία.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Κούρδου από το Ιράκ, που ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας αλλά τελικά έφυγε, όπως προϊδεάζει ο τίτλος της ιστορίας του Γρηγοριάδη, «Ο ξένος που έφυγε». Σύμφωνα με την αφήγησή του, περισσότερο τον απασχολεί το αποτυχημένο ζευγάρωμά του με μια Αθηναία. Όπως ο ήρωας της Τριανταφύλλου, έτσι κι αυτός, δουλειά βρίσκει εύκολα στις οικοδομές, ρατσιστικές συμπεριφορές και ξενοφοβία δεν αναφέρει. Το μόνο παράπονό του είναι η μεταναστευτική πολιτική, την οποία συγκρίνει με εκείνη των σκανδιναβικών χωρών, όπου καταφεύγει στη συνέχεια. Τελικά, το βαθύτερο αποτύπωμα είναι εκείνο του νόστου, αφού καταλήγει να επιστρέψει στο Ιράκ και εκεί να νοικοκυρευτεί.
Μια τρίτη περίπτωση είναι αυτή του Σωτήρη Δημητρίου, καθώς η ιστορία του δείχνει σαν συνέχεια των πρόσφατων δημοσιευμάτων του. Ήταν από τους πρώτους, που έγραψε διηγήματα με περιθωριοποιημένους εσωτερικούς μετανάστες, και τώρα, θα αναμενόταν να τον εμπνεύσει “το νέο προλεταριάτο” της Αθήνας. Όπως, επίσης, “η έξοδος προς την περιφέρεια” ή, έστω, η επιστροφή των μετοίκων της Αθήνας στον γενέθλιο τόπο τους. Αλλά ο Δημητρίου περνάει προσώρας φάση αυτοβιογράφησης. Αφηγείται μια επίσκεψη στην Ηγουμενίτσα, αντιπαραθέτοντας εικόνες των αρχών του ’60 με σημερινές, στις οποίες τονίζεται η μεταμόρφωση της υπαίθρου, από λουλουδιασμένες πλαγιές με μονοπάτια σε πυκνά και εις ύψος δομημένη περιοχή. Αυτά είναι τα “ξένα ρούχα”, που, κατά τον τίτλο, φόρεσε ολόκληρη η χώρα. Δεν είναι, βεβαίως, άστοχη ως παρατήρηση, αν και δείχνει επισφαλής στη μερικότητά της .Όπως και ο περιορισμός των δεινοπαθούντων στους Αλβανούς.
Τελικά, για τους συγγραφείς, το μέτρο της κοινωνικής ευαισθησίας φαίνεται πως εκφράζεται μέσω των Αλβανών. Ένας άλλος συγγραφέας της ίδιας γενιάς, ο Κώστας Ακρίβος, δίνει στην ιστορία του τη μορφή επιστολής, που άφησε μαθητής στο γραφείο του καθηγητή-αφηγητή. Με στόχο να αναδείξει το φαινόμενο του ρατσισμού, στήνει ένα δίπολο: από τη μια, ο Αλβανός που έγραψε το γράμμα και από την άλλη, εκείνος που “ζωγραφίζει πάνω στο θρανίο αγκυλωτούς σταυρούς”. Η ιστορία αγλαΐζει τον Αλβανό, ήδη από το παράπονο που εκφράζεται με τον τίτλο, «Δεν θα γίνω Έλληνας ποτέ;». Το έτερο άκρο του δίπολου, όπου βρίσκεται “το αποτύπωμα της κρίσης” και για το οποίο φέρει ευθύνη και ο καθηγητής, εκείνος το αντιπαρέρχεται με την καταληκτική παράγραφο: Στην επέτειο του Πολυτεχνείου προγραμματίζει να διδάξει τη «Δήλωση» του Σεφέρη. “Η πρώτη για φέτος δοκιμασία”, αποφθέγγεται. Απορούμε, τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Να παρατηρήσουμε ότι η ιστορία του Ακρίβου είναι καθοριστικής σημασίας για την εντύπωση που δημιουργεί ο αναγνώστης, καθώς με αυτήν ανοίγει το βιβλίο. Του δίνει την πρώτη γεύση της κρίσης.
Αν και η ιλαροτραγική ιστορία του νεαρού άντρα από το Μπενίν της Δυτικής Αφρικής έχει διαφορετικά αίτια. Ο ανήσυχος ήρωας της Τριανταφύλλου διψάει για περιπέτειες. Το ίδιο του κάνει αν θα καταλήξει σε μια αφρικανική μεγαλούπολη ή σε μια ευρωπαϊκή. Αρκεί να είναι γαλλόφωνη, καθόσον η χώρα του, το παλαιό βασίλειο της Δαχομέης, υπήρξε γαλλική αποικία. Κι αν δεν εγκαθίσταται τελικά στην Ελλάδα, δεν φταίει η κρίση και η ανεργία. Ένας καλός τεχνίτης όπως αυτός, και μάλιστα, μαρμαράς, που κάνει από ταφόπλακες μέχρι μερεμέτια μπάνιου, δεν έχει πρόβλημα. Το δικό του δράμα στάθηκε ερωτικό. Αντανακλά το παλαιό και μέγα πρόβλημα για ένα ζευγάρι, αυτό του διαφορετικού θρησκεύματος, που συνεπάγεται και άλλους ηθικούς κώδικες. Όταν, μάλιστα, εκείνος δεν είναι μουσουλμάνος, όπως ο συμπατριώτης του, που επέδειξε ευελιξία και αλλαξοπίστησε, αλλά ασπάζεται το βουντού, την πανάρχαια αφρικανική θρησκεία των θεοποιημένων προγόνων και των πνευμάτων τους, που απλώθηκε στην αμερικανική ήπειρο με τους σκλάβους και την κυρίευσε, το χάσμα αποβαίνει αγεφύρωτο. Η ιστορία έρχεται ως συνέχεια των αφρικανικών μυθιστορημάτων της Τριανταφύλλου, με τίτλο, «Voodoo child», δάνειο από μικρού μήκους, βραβευμένη ταινία.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Κούρδου από το Ιράκ, που ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας αλλά τελικά έφυγε, όπως προϊδεάζει ο τίτλος της ιστορίας του Γρηγοριάδη, «Ο ξένος που έφυγε». Σύμφωνα με την αφήγησή του, περισσότερο τον απασχολεί το αποτυχημένο ζευγάρωμά του με μια Αθηναία. Όπως ο ήρωας της Τριανταφύλλου, έτσι κι αυτός, δουλειά βρίσκει εύκολα στις οικοδομές, ρατσιστικές συμπεριφορές και ξενοφοβία δεν αναφέρει. Το μόνο παράπονό του είναι η μεταναστευτική πολιτική, την οποία συγκρίνει με εκείνη των σκανδιναβικών χωρών, όπου καταφεύγει στη συνέχεια. Τελικά, το βαθύτερο αποτύπωμα είναι εκείνο του νόστου, αφού καταλήγει να επιστρέψει στο Ιράκ και εκεί να νοικοκυρευτεί.
Μια τρίτη περίπτωση είναι αυτή του Σωτήρη Δημητρίου, καθώς η ιστορία του δείχνει σαν συνέχεια των πρόσφατων δημοσιευμάτων του. Ήταν από τους πρώτους, που έγραψε διηγήματα με περιθωριοποιημένους εσωτερικούς μετανάστες, και τώρα, θα αναμενόταν να τον εμπνεύσει “το νέο προλεταριάτο” της Αθήνας. Όπως, επίσης, “η έξοδος προς την περιφέρεια” ή, έστω, η επιστροφή των μετοίκων της Αθήνας στον γενέθλιο τόπο τους. Αλλά ο Δημητρίου περνάει προσώρας φάση αυτοβιογράφησης. Αφηγείται μια επίσκεψη στην Ηγουμενίτσα, αντιπαραθέτοντας εικόνες των αρχών του ’60 με σημερινές, στις οποίες τονίζεται η μεταμόρφωση της υπαίθρου, από λουλουδιασμένες πλαγιές με μονοπάτια σε πυκνά και εις ύψος δομημένη περιοχή. Αυτά είναι τα “ξένα ρούχα”, που, κατά τον τίτλο, φόρεσε ολόκληρη η χώρα. Δεν είναι, βεβαίως, άστοχη ως παρατήρηση, αν και δείχνει επισφαλής στη μερικότητά της .Όπως και ο περιορισμός των δεινοπαθούντων στους Αλβανούς.
Τελικά, για τους συγγραφείς, το μέτρο της κοινωνικής ευαισθησίας φαίνεται πως εκφράζεται μέσω των Αλβανών. Ένας άλλος συγγραφέας της ίδιας γενιάς, ο Κώστας Ακρίβος, δίνει στην ιστορία του τη μορφή επιστολής, που άφησε μαθητής στο γραφείο του καθηγητή-αφηγητή. Με στόχο να αναδείξει το φαινόμενο του ρατσισμού, στήνει ένα δίπολο: από τη μια, ο Αλβανός που έγραψε το γράμμα και από την άλλη, εκείνος που “ζωγραφίζει πάνω στο θρανίο αγκυλωτούς σταυρούς”. Η ιστορία αγλαΐζει τον Αλβανό, ήδη από το παράπονο που εκφράζεται με τον τίτλο, «Δεν θα γίνω Έλληνας ποτέ;». Το έτερο άκρο του δίπολου, όπου βρίσκεται “το αποτύπωμα της κρίσης” και για το οποίο φέρει ευθύνη και ο καθηγητής, εκείνος το αντιπαρέρχεται με την καταληκτική παράγραφο: Στην επέτειο του Πολυτεχνείου προγραμματίζει να διδάξει τη «Δήλωση» του Σεφέρη. “Η πρώτη για φέτος δοκιμασία”, αποφθέγγεται. Απορούμε, τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Να παρατηρήσουμε ότι η ιστορία του Ακρίβου είναι καθοριστικής σημασίας για την εντύπωση που δημιουργεί ο αναγνώστης, καθώς με αυτήν ανοίγει το βιβλίο. Του δίνει την πρώτη γεύση της κρίσης.
Άρωμα κρίσης
Δυο συγγραφείς της πρώτης ομάδας, η Έρση Σωτηροπούλου και ο Τάσος Καλούτσας, γράφουν ιστορίες επικεντρωμένες στην ελληνική κρίση της σήμερον, με ήρωες γηγενείς, στριμωγμένους οικονομικά. Στην ιστορία της Σωτηροπούλου, το κύριο πρόσωπο είναι μια άνεργη και το θέμα η πολυπόθητη, ακόμη και από καθ’ όλα μάχιμους μεσήλικες, συνταξιοδότηση. Η ιστορία πλέκεται γύρω από τη συνάντησή της με έναν λογιστή. Υποτίθεται ότι είναι ο άνθρωπος κλειδί, αφού γνωρίζει δικηγόρους και εργατολόγους, άρα είναι σε θέση να ανοίγει παράθυρα στους νόμους. «Ελάτε στο γραφείο μου» είναι ο τίτλος και εύστοχη η ιδέα της συγγραφέως να πλάσει έναν συνταξιούχο λογιστή, που χρησιμοποιεί για γραφείο την καφετέρια πολυκαταστήματος, καθώς αντανακλά μια καινούρια συνήθεια των Αθηναίων να επιλέγουν τις καφετέριες για παραδόσεις μαθημάτων, επαγγελματικά ραντεβού, αναγνωστήρια και πλείστα άλλα. Η κουβέντα ανέργου και λογιστή έχει το στερεότυπο χαρακτήρα παρόμοιων συζητήσεων. Η συγγραφέας δίνει έναν σουρεαλιστικό τόνο στις στιχομυθίες και την περιγραφή της επικρατούσας ατμόσφαιρας, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσει την έκρυθμη κατάσταση της κρίσης. Όσο για την άνεργο, ο εσωτερικός της μονόλογος ταιριάζει περισσότερο σε μια αργόσχολη.
Ο Καλούτσας επιλέγει έναν θεσσαλονικιό οικογενειάρχη, μισθωτό, που ξεχρεώνει δάνειο. Τον στενοχωρούν τα κλεισμένα καταστήματα και οι έρημοι δρόμοι. Προ πάντων φοβάται, καθώς κατατρύχεται από τις τηλεοπτικές ειδήσεις για ληστείες και φόνους. Άλλα, όμως, είναι εκείνα που μαυρίζουν τη ζωή του και αναζητά μια ανάσα στην προοπτική της τριήμερης “δραπέτευσης” στο σπιτάκι του χωριού. Έχει προβληματικό παιδί και ο ίδιος πάσχει από εκ γενετής βλάβη στην καρδιά. Είναι ένα διήγημα με φόντο την κρίση, καθώς τοποθετείται στις αρχές Μαρ. 2011, όταν αρχίζουν οι μαζικές διαδηλώσεις στην Αθήνα.
Στο εδώ και τώρα της κρίσης πειθαρχεί και ο έβδομος της πρώτης ομάδας, ο Βασίλης Γκουρογιάννης. Οι δικοί του ήρωες δεν έχουν οικονομικά προβλήματα. Η ιστορία του έχει τη μορφή συζήτησης τεσσάρων φίλων και συναδέλφων. Νομικοί, ηλικίας άνω των 55, εκεί που υποτίθεται ότι τους απασχολεί η κρίση, αρχίζουν τις αμπελοφιλοσοφίες περί ζωής και ευθύνης του Θεού. Την αφορμή τους τη δίνει η αποκάλυψη του μποζονίου, του λεγόμενου σωματιδίου του Θεού. Ακροβατούν μεταξύ Φυσικής και πολιτικής, για να καταλήξουν στο συλλογισμό πως, αν ο Έλληνας πιάσει πάτο, θα αποδεχθεί ότι είναι μηδενικό και θα αρχίσει να αναζητά την αξία του. Μια απλουστευτική σκέψη, που τελευταία επαναλαμβάνεται σαν καραμέλα. Καλοί οι παραλληλισμοί τους, αλλά παραβλέπουν τα στοιχειώδη από τις γυμνασιακές σπουδές. Το σωματίδιο του Θεού έχει μηδενική μάζα, αλλά διαθέτει το ισοδύναμο, κατά τον παππού Αϊνστάιν, σε ενέργεια.
Άρωμα από την κρίση έχουν και ιστορίες των συνομηλίκων τους, που άργησαν να εμφανιστούν και εξέδωσαν το πρώτο πεζογραφικό τους βιβλίο μετά το 2000. Ο Μιχάλης Μοδινός, από την εμπειρία του ως περιβαλλοντολόγος, πλέκει μια ιστορία, που διακωμωδεί τις αποτυχημένες προσπάθειες για την “πράσινη ανάπτυξη”, καθώς και τους πονηρούς τρόπους για τη νομιμοποίηση οικιστικών παρανομιών. Ό ήρωας της Ελένης Γιαννακάκη, κοντά ογδόντα χρόνων, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του έναν ακόμη που πήδηξε από την ταράτσα του. Τα δικά του προβλήματα, ωστόσο, που είναι τα γεράματα, η οικονομική στενότητα και ο παντρεμένος γιος στη Γερμανία, υπήρχαν και ανεξάρτητα της κρίσης. Συγγενεύει με το διήγημα του Καλούτσα, καθώς και οι δυο συγγραφείς εντοπίζουν το αποτύπωμα της κρίσης στους ηλικιακά μεγαλύτερους και οικογενειάρχες, δηλαδή στους πιο ευάλωτους στην τρομοκράτηση που ασκούν τα ΜΜΕ.
Ο Καλούτσας επιλέγει έναν θεσσαλονικιό οικογενειάρχη, μισθωτό, που ξεχρεώνει δάνειο. Τον στενοχωρούν τα κλεισμένα καταστήματα και οι έρημοι δρόμοι. Προ πάντων φοβάται, καθώς κατατρύχεται από τις τηλεοπτικές ειδήσεις για ληστείες και φόνους. Άλλα, όμως, είναι εκείνα που μαυρίζουν τη ζωή του και αναζητά μια ανάσα στην προοπτική της τριήμερης “δραπέτευσης” στο σπιτάκι του χωριού. Έχει προβληματικό παιδί και ο ίδιος πάσχει από εκ γενετής βλάβη στην καρδιά. Είναι ένα διήγημα με φόντο την κρίση, καθώς τοποθετείται στις αρχές Μαρ. 2011, όταν αρχίζουν οι μαζικές διαδηλώσεις στην Αθήνα.
Στο εδώ και τώρα της κρίσης πειθαρχεί και ο έβδομος της πρώτης ομάδας, ο Βασίλης Γκουρογιάννης. Οι δικοί του ήρωες δεν έχουν οικονομικά προβλήματα. Η ιστορία του έχει τη μορφή συζήτησης τεσσάρων φίλων και συναδέλφων. Νομικοί, ηλικίας άνω των 55, εκεί που υποτίθεται ότι τους απασχολεί η κρίση, αρχίζουν τις αμπελοφιλοσοφίες περί ζωής και ευθύνης του Θεού. Την αφορμή τους τη δίνει η αποκάλυψη του μποζονίου, του λεγόμενου σωματιδίου του Θεού. Ακροβατούν μεταξύ Φυσικής και πολιτικής, για να καταλήξουν στο συλλογισμό πως, αν ο Έλληνας πιάσει πάτο, θα αποδεχθεί ότι είναι μηδενικό και θα αρχίσει να αναζητά την αξία του. Μια απλουστευτική σκέψη, που τελευταία επαναλαμβάνεται σαν καραμέλα. Καλοί οι παραλληλισμοί τους, αλλά παραβλέπουν τα στοιχειώδη από τις γυμνασιακές σπουδές. Το σωματίδιο του Θεού έχει μηδενική μάζα, αλλά διαθέτει το ισοδύναμο, κατά τον παππού Αϊνστάιν, σε ενέργεια.
Άρωμα από την κρίση έχουν και ιστορίες των συνομηλίκων τους, που άργησαν να εμφανιστούν και εξέδωσαν το πρώτο πεζογραφικό τους βιβλίο μετά το 2000. Ο Μιχάλης Μοδινός, από την εμπειρία του ως περιβαλλοντολόγος, πλέκει μια ιστορία, που διακωμωδεί τις αποτυχημένες προσπάθειες για την “πράσινη ανάπτυξη”, καθώς και τους πονηρούς τρόπους για τη νομιμοποίηση οικιστικών παρανομιών. Ό ήρωας της Ελένης Γιαννακάκη, κοντά ογδόντα χρόνων, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του έναν ακόμη που πήδηξε από την ταράτσα του. Τα δικά του προβλήματα, ωστόσο, που είναι τα γεράματα, η οικονομική στενότητα και ο παντρεμένος γιος στη Γερμανία, υπήρχαν και ανεξάρτητα της κρίσης. Συγγενεύει με το διήγημα του Καλούτσα, καθώς και οι δυο συγγραφείς εντοπίζουν το αποτύπωμα της κρίσης στους ηλικιακά μεγαλύτερους και οικογενειάρχες, δηλαδή στους πιο ευάλωτους στην τρομοκράτηση που ασκούν τα ΜΜΕ.
Σατιρικές εκδοχές
Διαφορετική η περίπτωση του Νίκου Κουνενή, που καλύπτει ένα μεγάλο κενό όχι μόνο της συλλογής αλλά και γενικότερα. Την απουσία της σάτιρας από το ιδιαίτερα πρόσφορο για διακωμώδηση παρόν της κρίσης. Στο στοιχείο του ο συγγραφέας, αποπειράται μια γελοιογραφική ταξινόμηση των πολιτών της χώρας με βάση την επαγγελματική τους ιδιότητα και συνακόλουθα, το πόσο πλήττονται από την κρίση. Μιας μορφής σάτιρα προσπαθεί να στήσει και ένας από τους νεότερους, ο Κώστας Κατσουλάρης. Εκείνος, όμως, επιλέγει να κινηθεί στο χώρο της μελλοντολογίας, όπου απαιτείται άλλου είδους επινοητικότητα. Το σκηνικό που στήνει κατ’ εικόνα και ομοίωση του σημερινού, σε συνδυασμό με το διδακτικό μύθο της ιστορίας, αποδυναμώνει το αποτέλεσμα. Στο ίδιο σατιρικό πνεύμα κινείται και ο Χρήστος Αστερίου, πλάθοντας την καρικατούρα ενός πολιτευόμενου. Στα χρόνια που το κόμμα του κατείχε την εξουσία, έκανε ένα πλήθος δημόσια έργα στον γενέθλιο τόπο του, ένα ορεινό χωριό, με απώτερο στόχο τη δημαρχία. Ανακατώνοντας ο συγγραφέας γνωστές περιπτώσεις σπατάλησης κονδυλίων για μουσεία στη μέση του πουθενά και έργα τύπου Καλατράβα, καταλήγει σε μια μάλλον παρατραβηγμένη ιλαροτραγωδία.
Υπάρχουν και δυο ιστορίες, που αποτυπώνουν τη δυναμική της κρίσης, χάρις στους ήρωές τους. Τους νέους, χωρίς οικογενειακά βάρη, με δυνατότητες να προκόψουν, που υπερεκτίμησαν τις δυνάμεις τους, δεν στάθμισαν σωστά τις υποσχέσεις των γύρω τους, και κατέληξαν άνεργοι στα όρια της εξαθλίωσης. Είναι οι ιστορίες της Λένας Κιτσοπούλου και της Κάλλιας Παπαδάκη, που εμφανίζονται σαν έτοιμες από καιρό για παρόμοιες ιστορίες. Μεγαλύτερης εμβέλειας της Παπαδάκη, καθώς δείχνει το αποτύπωμα της κρίσης και μέσω του χώρου της λεγόμενης κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και την απειλητική εγγύτητα για πολλούς της κατάστασης του άστεγου.
Νουνεχή θα χαρακτηρίζαμε τον Νίκο Παναγιώταπουλο, που περιορίστηκε στο μόνο χώρο, από τον οποίο έχει βιωματική εμπειρία των συνεπειών της κρίσης. Στην ιστορία του, ζωντανεύει τον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας κατά τη διάρκεια μιας κωμικοτραγικής συνέλευσης των ενοίκων. Απρόσμενος αποδεικνύεται ο Χρήστος Οικονόμου. Προ τριετίας εξέδωσε μια συλλογή με μερικά από τα πρώτα διηγήματα, που έφεραν το αποτύπωμα της κρίσης, και τώρα, που θα αναμενόταν ακόμη ένα, λ.χ., με αγανακτισμένους πολίτες ή αυτόχειρες, που ουσιαστικά απουσιάζουν από τη συλλογή, εκείνος πλάθει έναν “φευγάτο”. Προφανώς και υπάρχει το άρωμα κρίσης, αφού παρόμοιοι ήρωες ζουν μονίμως σε καταστάσεις κρίσης. Ο ήρωάς του, ονόματι Τάσος Δελιάς, είναι εμπνευσμένος από τον Σμυρνιό Ανέστη Δελιά. Ήταν από τα πρώτα μπουζούκια του Πειραιά, αλλά και πρώτος πρεζάκιας. Τον βρήκαν νεκρό στο πεζοδρόμιο της Βαρβακείου Αγοράς, το 1944, μόλις πατημένα τα 30.
Απομένει η τελευταία ιστορία της συλλογής, σημαντική για τη συνολική εντύπωση του βιβλίου όπως και η πρώτη. Είναι του Χρήστου Χρυσόπουλου, που φαίνεται σαν να γράφει ένα επιπλέον κεφάλαιο στο περσινό βιβλίο του, «Φακός στο στόμα». Ο άστεγος, η κρίση, η Αθήνα, από τη γωνία ενός αποστασιοποιημένου περιπατητή. Μια παρατήρηση για τις σκέψεις, που εκείνος κάνει με αφορμή το γκράφιτι σε βιτρίνα αδειανού καταστήματος (η εικόνα που παραθέτουμε). Ο αφηγητής βλέπει σε αυτό αδυναμία να ονειρευτούμε, καθώς η ανισότητα στο γκράφιτι του θυμίζει το σύνθημα, “η φαντασία στην εξουσία”. Εμείς πιστεύουμε ότι οι γκραφιτάδες είναι πιο προσγειωμένοι από τους συγγραφείς. Εδώ, το γκράφιτι παραπέμπει στην εποχή των δανείων και των υποσχέσεων, όταν δυο συν δυο μπορούσαν να ισούνται με οτιδήποτε.
Τελικά, η συλλογή γεννά το ερώτημα: μήπως οι ιστορίες για την τρέχουσα κρίση δεν γράφονται και τόσο εύκολα από τη θέση του παρατηρητή; Υπήρξαν, παλαιότερα, συγγραφείς, που έζησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στις συνθήκες και τις καταστάσεις, στις οποίες ήθελαν να τοποθετήσουν τους ήρωές τους. Με άλλα λόγια, να βρεθείς ο ίδιος με το “φακό στο στόμα”. Άλλο, δηλαδή, παρατηρητής και άλλο παθών. Υπάρχει, ωστόσο, και ο συγκερασμός αυτών των δύο, απ’ τον οποίο προκύπτει ο παθιασμένος παρατηρητής.
Υπάρχουν και δυο ιστορίες, που αποτυπώνουν τη δυναμική της κρίσης, χάρις στους ήρωές τους. Τους νέους, χωρίς οικογενειακά βάρη, με δυνατότητες να προκόψουν, που υπερεκτίμησαν τις δυνάμεις τους, δεν στάθμισαν σωστά τις υποσχέσεις των γύρω τους, και κατέληξαν άνεργοι στα όρια της εξαθλίωσης. Είναι οι ιστορίες της Λένας Κιτσοπούλου και της Κάλλιας Παπαδάκη, που εμφανίζονται σαν έτοιμες από καιρό για παρόμοιες ιστορίες. Μεγαλύτερης εμβέλειας της Παπαδάκη, καθώς δείχνει το αποτύπωμα της κρίσης και μέσω του χώρου της λεγόμενης κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και την απειλητική εγγύτητα για πολλούς της κατάστασης του άστεγου.
Νουνεχή θα χαρακτηρίζαμε τον Νίκο Παναγιώταπουλο, που περιορίστηκε στο μόνο χώρο, από τον οποίο έχει βιωματική εμπειρία των συνεπειών της κρίσης. Στην ιστορία του, ζωντανεύει τον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας κατά τη διάρκεια μιας κωμικοτραγικής συνέλευσης των ενοίκων. Απρόσμενος αποδεικνύεται ο Χρήστος Οικονόμου. Προ τριετίας εξέδωσε μια συλλογή με μερικά από τα πρώτα διηγήματα, που έφεραν το αποτύπωμα της κρίσης, και τώρα, που θα αναμενόταν ακόμη ένα, λ.χ., με αγανακτισμένους πολίτες ή αυτόχειρες, που ουσιαστικά απουσιάζουν από τη συλλογή, εκείνος πλάθει έναν “φευγάτο”. Προφανώς και υπάρχει το άρωμα κρίσης, αφού παρόμοιοι ήρωες ζουν μονίμως σε καταστάσεις κρίσης. Ο ήρωάς του, ονόματι Τάσος Δελιάς, είναι εμπνευσμένος από τον Σμυρνιό Ανέστη Δελιά. Ήταν από τα πρώτα μπουζούκια του Πειραιά, αλλά και πρώτος πρεζάκιας. Τον βρήκαν νεκρό στο πεζοδρόμιο της Βαρβακείου Αγοράς, το 1944, μόλις πατημένα τα 30.
Απομένει η τελευταία ιστορία της συλλογής, σημαντική για τη συνολική εντύπωση του βιβλίου όπως και η πρώτη. Είναι του Χρήστου Χρυσόπουλου, που φαίνεται σαν να γράφει ένα επιπλέον κεφάλαιο στο περσινό βιβλίο του, «Φακός στο στόμα». Ο άστεγος, η κρίση, η Αθήνα, από τη γωνία ενός αποστασιοποιημένου περιπατητή. Μια παρατήρηση για τις σκέψεις, που εκείνος κάνει με αφορμή το γκράφιτι σε βιτρίνα αδειανού καταστήματος (η εικόνα που παραθέτουμε). Ο αφηγητής βλέπει σε αυτό αδυναμία να ονειρευτούμε, καθώς η ανισότητα στο γκράφιτι του θυμίζει το σύνθημα, “η φαντασία στην εξουσία”. Εμείς πιστεύουμε ότι οι γκραφιτάδες είναι πιο προσγειωμένοι από τους συγγραφείς. Εδώ, το γκράφιτι παραπέμπει στην εποχή των δανείων και των υποσχέσεων, όταν δυο συν δυο μπορούσαν να ισούνται με οτιδήποτε.
Τελικά, η συλλογή γεννά το ερώτημα: μήπως οι ιστορίες για την τρέχουσα κρίση δεν γράφονται και τόσο εύκολα από τη θέση του παρατηρητή; Υπήρξαν, παλαιότερα, συγγραφείς, που έζησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στις συνθήκες και τις καταστάσεις, στις οποίες ήθελαν να τοποθετήσουν τους ήρωές τους. Με άλλα λόγια, να βρεθείς ο ίδιος με το “φακό στο στόμα”. Άλλο, δηλαδή, παρατηρητής και άλλο παθών. Υπάρχει, ωστόσο, και ο συγκερασμός αυτών των δύο, απ’ τον οποίο προκύπτει ο παθιασμένος παρατηρητής.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/7/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου