Ξενόγλωσση αντιδικτατορική
αφίσα του εξωτερικού.
Βασιλική Ηλιοπούλου
«Η άσκηση του Ροτ»
Εκδόσεις Πατάκη
Απρίλιος 2013
Στις πρώτες ημέρες του καλοκαιριού του 1956, μετά τις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου, στις οποίες η Δημοκρατική Ένωση παίρνει σε ψήφους 48.15% έναντι 47.38% της ΕΡΕ αλλά 132 έδρες έναντι 165, και στον απόηχο των μαγιάτικων συλλαλητηρίων στην Αθήνα για τον απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου από τους Βρετανούς στην Κύπρο, τοποθετεί η Βασιλική Ηλιοπούλου το πρώτο μυθιστόρημά της, με τίτλο «Σμιθ», που κυκλοφόρησε Οκτώβριο 2009. Τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου του 2011, μετά το μνημόνιο και την οικονομική ύφεση, με τα κινήματα των πολιτών και τις μαζικές διαδηλώσεις, επιλέγει για το χρόνο δράσης στο δεύτερο, και πάλι με ένα ξενόγλωσσο όνομα στον τίτλο, που κυκλοφόρησε Απρίλιο 2013. Και στα δυο μυθιστορήματα, μόνο σποραδικές αναφορές γίνονται στην εκάστοτε κρίσιμη πολιτική και κοινωνική συγκυρία, σαν φόντο στην καθημερινότητα της αθηναϊκής κοινωνίας, την οποία η συγγραφέας ζωντανεύει με τον τρόπο που θα σκηνοθετούσε μια αντίστοιχη ταινία. Στηρίζεται στη γρήγορη εναλλαγή πλάνων και το ζουμάρισμα σε σκηνές, που, με την πολλαπλή επανάληψή τους σε ηθογραφικές και νεοηθογραφικές διηγήσεις, έχουν καταστεί σήμα κατατεθέν ορισμένης χρονικής περιόδου. Παράδειγμα, στο πρώτο, το 1956, ο χωροφύλακας και η κλήση του Αριστερού στο Τμήμα για προσωπική του υπόθεση. Στο δεύτερο, το 2011, τις σκηνές των Αγανακτισμένων να πληθαίνουν στην πλατεία Συντάγματος.
Και στα δυο βιβλία, η ατμόσφαιρα μυστηρίου και το σασπένς που δημιουργείται προοδευτικά οφείλεται σε πρόσωπα με δράση στο πρώτο και το δεύτερο Αντάρτικο, που υπέστησαν φυλακίσεις και εξορίες. Μόνο που στο πρώτο μυθιστόρημα, ο Μακρονησιώτης και ο παράνομος είναι ακόμη ζώντες, ενώ, στο πρόσφατο, 55 χρόνια μετά, ο πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία έχει πεθάνει και εμφανίζεται στο γιο του σαν φάντασμα, που στοιχειώνει τη μνήμη του, ζητώντας δικαίωση. Σε αυτό, το κεντρικό πρόσωπο είναι ο γιος, γεννημένος στα τέλη του 1945, που ο πατέρας του, οργανωτής της Τρίτης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο, τον βάφτισε Έκτορα. Στο πρώτο, ο Μακρονησιώτης τον βάφτισε Άρη. Η Χούντα πρόλαβε τον Έκτορα φαντάρο και τον έστειλε με άλλους “ανεπιθύμητους” στο στρατόπεδο του Κολινδρού να φρουρεί τους πολιτικούς κρατούμενους. Με την απόλυσή του οργανώθηκε από Λαμπράκη συστρατιώτη του, πέρασε στην παρανομία και μετά λίγους μήνες διέφυγε στη Γερμανία. Το σημείο εκκίνησης της πλοκής είναι η έκδοση του χειρογράφου που άφησε ο πατέρας του πεθαίνοντας το 1976 στην υπερορία, χωρίς ποτέ να επαναπατρισθεί. “Προς δημοσίευση”, σημείωνε στον φάκελο, δηλώνοντας έτσι εμμέσως την πίστη του πως με αυτό θα έρθει η δικαίωση αγώνων και ταλαιπωριών. Το χειρόγραφο απέμεινε στα χέρια της μητέρας μέχρι το θάνατό της το 2001 στην Αθήνα. Το βρήκε ο γιος στα πράγματά της και το αντέγραψε. Φαίνεται να το θυμήθηκε δέκα χρόνια μετά, όταν αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι της. Μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, κοινωνικός λειτουργός, χωρισμένος με τριαντάρη γιο, έρχεται για ένα σύντομο ταξίδι στην Ελλάδα. Τόσο σύντομο που δεν παίρνει μαζί του ούτε το λαπτόπ.
Ο τίτλος του πρώτου μυθιστορήματος αναφέρει το όνομα του κατασκευαστή των αμερικανικών περιστρόφων, που εισήχθησαν στα τέλη του 1949 προς εξοπλισμό του Ελληνικού Στρατού. Στον τίτλο του δεύτερου υπάρχει το όνομα γερμανού νευρολόγου, στον οποίο κατέφυγε ο Έκτορας για τα προβλήματα μνήμης που είχαν αρχίσει να τον δυσκολεύουν. Εκείνος δεν του σύστησε ως φάρμακο το δεντρολίβανο, όπως ο Άμλετ στην Οφηλία, αλλά να σημειώνει τα πεπραγμένα τής κάθε ημέρας. Αυτή είναι “η άσκηση του Ροτ”, στην οποία παραπέμπει ο τίτλος και προφανώς αναφέρεται στην τόνωση της βραχείας διάρκειας μνήμης, που αποδυναμώνεται με την ηλικία. Σε αντίθεση με τη μνήμη μακράς διάρκειας, που ενισχύεται. Στην περίπτωση του 66χρονου ήρωα, πιθανώς και λόγω συχνής ανάκλησης σημαντικών συμβάντων του βίου του, φαίνεται πως οι σχετικοί νευρώνες και οι συνάψεις τους έχουν φουντώσει φτάνοντας στα όρια του απίστευτου. Να σημειώσουμε πως ροτ σημαίνει κόκκινος. Συγγραφική επιλογή, καθώς, στις σκέψεις του ήρωα, ο νευρολόγος ανακαλείται μαζί με τους κομουνιστές του τύπου του πατέρα του, που έμεινε πιστός στο Κόμμα και αφού εκείνο τον διέγραψε.
Μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δυο μυθιστορήματα της Ηλιοπούλου, που αποβαίνει καθοριστική του αποτελέσματος, είναι η μορφή. Στο πρώτο, η αφήγηση γίνεται στο τρίτο πρόσωπο, αλλάζοντας από κεφάλαιο σε κεφάλαιο το πρόσωπο στο οποίο εστιάζει. Περισσότερο φιλόδοξο δείχνει το δεύτερο, με την αφήγηση να παραμένει στο τρίτο πρόσωπο, παρακολουθώντας τον ενδιάθετο λόγο του γιου. Να διατηρεί, όμως, και την πολυφωνία, ενσωματώνοντας αυτούσιες περικοπές από τις επιστολές του πατέρα του και το ημερολόγιο της αδελφής του, παρόλο που και τα δυο βρίσκονται από σαραντακονταετίας φυλαγμένα και ανάγγιχτα “σε θυρίδα της Dresdner Bank”. Υπερτροφική μνήμη, ακόμη κι αν, τουλάχιστον οι επιστολές, επέχουν γι’ αυτόν θέση εθνικού ύμνου, σύμφωνα με τη δική του ενδιάθετη αιτιολογία πριν την παράθεση των αποσπασμάτων της πρώτης επιστολής, όπου ενθυμείται μέχρι και τις υπογραμμίσεις λέξεων.
Θα χαρακτηρίζαμε τη μνήμη του, όχι μόνο υπερτροφική αλλά και επιλεκτική, καθώς δεν ανακαλεί ούτε παραθέτει κομμάτια από το προς έκδοση πατρικό χειρόγραφο, που το είχε διαβάσει πιο πρόσφατα και μάλιστα, αντιγράψει. Εκ πρώτης όψεως δείχνει παράδοξη αυτή η επιλεκτικότητα. Νομίζουμε, ωστόσο, ότι συνιστά συνετή συγγραφική επιλογή. Έτσι αποφεύγεται η ανασύνθεση του απολογητικού λόγου ενός κομουνιστή, που θα οδηγούσε τη συγγραφέα σε βαθιά νερά. Προτιμάται ο επιστολικός λόγος του, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εντάσσεται σε μια πολυσυζητημένη ιδεολογική διαμάχη. Γραμμένες οι επιστολές ένα χρόνο μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, ξεχειλίζουν από την οργή του πρόσφυγα πατέρα στη Ρουμανία εναντίον του γιου του, που συντάχθηκε με “την ελαχιστότατη μειοψηφία” των ρεβιζιονιστών.
Επειδή, όμως, η συγγραφέας αναζητά κάποια μορφή για να αφηγηθεί με διαδοχικές αναδρομές το ιστορικό της οικογένειας, καταφεύγει σε ένα δεύτερο εύρημα. Αυτό, πιθανώς, να βρίσκεται και στα όρια του πιστευτού. Στο μυθιστόρημα, με καλλιγραφικά πλάγια γράμματα παρατίθενται οι επιστολές, με πλάγια οι ημερολογιακές περικοπές, αλλά και αποσπάσματα από το βιβλίο που θα έγραφε ο ίδιος ο ήρωας και θα το τιτλοφορούσε Έκτορας, αν είχε το λάπτοπ. Αντ’ αυτού, φαντασιώνεται το πώς θα αφηγείτο γραπτώς τον βίο του, ενθέτοντας αυτήν την γραπτή εκδοχή στον εσωτερικό του μονόλογο.
Όσο για την επιλογή να ξετυλίξει ολόκληρο τον βίο του ήρωα, αυτή αφήνει μεγάλα περιθώρια επινόησης, με αποτέλεσμα προοδευτικά σε κάθε κεφάλαιο το παροντικό σασπένς να ατονεί, ενώ η αναδρομή στο παρελθόν απλώνεται με την εμφάνιση νέων προσώπων. Πρώτα, από την παιδική ηλικία, όταν η μητέρα βρίσκεται στη φυλακή, και τα δυο παιδιά μοιρασμένα στη γιαγιά και τη νονά. Χαρακτηριστικοί τύποι από το χωριό της γιαγιάς, ο κολλητός, ο σαλός, ο γύφτος. Μετά, από τα χρόνια της παρανομίας, από τη Γερμανία, οι φίλοι και οι γυναίκες της ζωής του, μέχρι η πόρνη που τον έκρυψε επί Χούντας. Και για όλους αυτούς, η αναδρομή φτάνει μέχρι το, κατά κανόνα, τραγικό τέλος τους: αυτοκινητιστικό ατύχημα σε κατάσταση μέθης, άνοια, αυτοκτονία, τρέλα. Μοιάζει σαν να εξαντλούνται όλοι οι γνωστοί μύθοι και οι κλισέ σκηνές, λειτουργώντας σε βάρος της οικονομίας του μυθιστορήματος. Στο τελευταίο, ενδέκατο κεφάλαιο, η συγκινησιακή φόρτιση κορυφώνεται, καθώς οι σκηνές απεικονίζουν εναργέστατα τη θλίψη των αποχαιρετισμών και την αγωνία του θανάτου.
Η αφήγηση του γιου προδίδει αυξημένη ευαισθησία, που συνήθως απαντάται σε γυναικείο ενδιάθετο λόγο. Ο ίδιος ο ήρωας την αποκαλεί “θηλυκή πλευρά” και την θεωρεί ως ένα επιπλέον σύμπτωμα του γήρατος. Κατά τα άλλα, στις διαδρομές που κάνει στην Αθήνα με τα πόδια ή τον Ηλεκτρικό, συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν “ναυαγό μετανάστη”. Με την οπτική του κοινωνιολόγου, καταγράφει μόνο αλλοδαπούς, πρεζάκηδες, άστεγους και επιτιθέμενους αναρχικούς. Καίτοι μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, ουδόλως σχολιάζει το πώς ο Αθηναίος βιώνει την κρίση. Από τον κοινωνικό περίγυρο, τον εντυπωσιάζουν οι ερωτικές περιπτύξεις ενός ζευγαριού που εντάσσεται στην κατηγορία των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η συγγραφέας πλάθει έναν ήρωα κατά το τρέχον πρότυπο του ευαισθητοποιημένου πολίτη γύρω από το τρίπτυχο μετανάστης, ανάπηρος, ζώα. Επιπροσθέτως, μέσα από την αφήγηση, τονίζεται η παγκοσμιοποιημένη οπτική του. Για παράδειγμα, η τύχη των παιδιών στα χρόνια του Εμφυλίου εξομοιώνεται με τη μεταχείριση των παιδιών των απανταχού μεταναστών από τις Αρχές στις χώρες που οι γονείς τους καταφεύγουν. Συναισθηματικά, πάντως, τον απασχολεί, από τους ζώντες, μόνο ο γιος του.
Και στα δυο μυθιστορήματα, η Ηλιοπούλου δεν παραθέτει ιστορίες αιματοκυλίσματος από την πολεμοχαρή δεκαετία του ’40. Σε αμφότερα, μνημονεύει μόνο έναν τόπο, υπαινισσόμενη όσα φοβερά μπορεί να συνέβησαν εκεί. Χρησιμοποιεί και στα δυο την ίδια ονομασία κι ας πρόκειται για διαφορετικά μέρη. Στο πρώτο, “τα φονικά κατάλοιπα των συγκρούσεων από τον συμμοριτοπόλεμο” βρίσκονται στην αρχή από “το μονοπάτι στην καρδιά της Χούνης”. Στο πρόσφατο, ως τόπος ηρώων, προβάλλει κρυπτικά το μονοπάτι “στον γκρεμό της Χούνης”. Είναι γεγονός ότι αρκετά φαράγγια στην Ελλάδα φέρουν αυτό το όνομα. Στο πρώτο, πρόκειται για τη Χούνη της Πάρνηθας, στο δεύτερο, για το Μεγάλο Φαράγγι των Σερβίων, κοντά στη γενέτειρα της συγγραφέως. Να υποθέσουμε ότι υπάρχει υλικό και για αμιγώς εμφυλιοπολεμικό βιβλίο; Προσώρας, εκεί πήγε ο Έκτορας τον δωδεκαετή γιο του για να του δείξει τον τόπο των ηρωικών πράξεων. Και εκεί συνειδητοποίησε πως η λέξη “παλικάρι”, με την οποία εκείνος, γιος αντάρτη, μεγάλωσε, δεν λέει τίποτα στον γιο τον δικό του και της Γερμανίδας.
Η διαφορετική θέαση του κόσμου που έχουν οι νέοι του 2011 δεν χαρακτηρίζει μόνο τους Γερμανούς. Για να τονιστεί η αδιαφορία της νεότερης γενιάς για τους οποιουσδήποτε ηθικούς κώδικες, η συγγραφέας πλάθει ένα ακόμη πρόσωπο, αυτό αμιγώς γηγενές. Ένα νέο κορίτσι, που δεν έχει κώλυμα να παραβεί την τελευταία επιθυμία του αυτόχειρα πατέρα της, ούτε να κάνει “τρελό σεξ” με έναν άντρα της ηλικίας του πατέρα της στα όρθια δημοσίως. Αν και όχι ακριβώς δημοσίως, αφού τον παρέσυρε “στην εσοχή εισόδου κλειστού μαγαζιού σε στενάκι πίσω από την πλατεία Κουμουνδούρου”. Τελικά, αυτές οι υποβαθμισμένες πλατείες του κέντρου της Αθήνας φαίνεται ότι εμπνέουν τις συγγραφείς - σκηνοθέτριες. Θυμίζουμε το μυθιστόρημα, «Τα κορίτσια της πλατείας», της συνομήλικης της Ηλιοπούλου Μαρίας Γαβαλά.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/9/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου