Παρέα πολιτικών προσφύγων
στην Τασκένδη το 1975 (Φωτ. Δημήτρη Γουσίδη,
«Όπου ζεις δεν πατρίζεις...», εκδ. Εξάντας, 1975).
Έλενα Χουζούρη
«Δυο φορές αθώα»
Εκδόσεις Κέδρος
Απρίλιος 2013
Συμπληρώθηκε δεκαετία από τον Νοέμβριο του 2004, που η Έλενα Χουζούρη αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στο χώρο της ελληνικής πεζογραφίας, τον μόνο που της απέμενε, αφού είχε κατακτήσει από πολύ νωρίς τα εδάφη ποίησης, κριτικής και δοκιμιογραφίας. Με το καινούριο μυθιστόρημά της ολοκληρώνει ήδη μια τριλογία. Εφαλτήριο φαίνεται να στάθηκε ένα είδος οικογενειακής σάγκας. Αυτό συνάγεται από τις ενδοκειμενικές συγγένειες των τριών βιβλίων της, καθώς και από την “αυτοβιογραφία” του Στέφανου Δ. Χουζούρη, «Γιατρός σε τρεις πολέμους», στην οποία παραπέμπει η ίδια στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, «Πατρίδα από βαμβάκι». Σε εκείνο δίνει στον κεντρικό ήρωά της, ονόματι, Στέργιο Χ., τα βιογραφικά στοιχεία του Στέφανου Δ. Χουζούρη.
Επίσης, από την “αυτοβιογραφία” δανείζεται την οργισμένη επιστολή του πατέρα του, Δημήτρη Χουζούρη, από τον Μάιο του 1936, όταν εκείνος μαθαίνει ότι ο γιος του, φοιτητής Ιατρικής, συμμετέχει στην απεργιακή επιτροπή της Σχολής του. Ακόμη, παίρνει ένα περιστατικό από την πρώτη συνάντηση του ΕΑΜ στο χωριό του, τον Κολινδρό Πιερίας, που στάθηκε καθοριστικό κατά την επαναξιολόγηση των μελών του Κόμματος, που έγινε στην Τασκένδη το 1951 κατ’ εντολή του Ζαχαριάδη. Έκτός από την αλλαγή του ονόματος του κεντρικού ήρωα, διατηρεί τα μικρά ονόματα των μελών της οικογένειας του Στέφανου Δ. Χουζούρη και εν μέρει τα βιογραφικά των αδελφών του. Μαρίκα η μεγαλύτερη αδελφή, η δασκάλα, Γιάννης ο μικρότερος αδελφός, που, τον Σεπτέμβριο του 1949, πήρε προαγωγή σε υπολοχαγό του Κυβερνητικού Στρατού επί ανδραγαθία “κατά τον συμμοριτοπόλεμο”. Μένει ωστόσο ζητούμενο, κατά πόσο τα βιογραφικά του μυθιστορηματικού Γιάννη και εκείνα της συζύγου του, μέσω των οποίων γεφυρώνεται το δεύτερο μυθιστόρημα της Χουζούρη με το πρώτο, «Σκοτεινός Βαρδάρης», που έχει ως κεντρικό ήρωα τον πεθερό του Γιάννη, δημοδιδάσκαλο από το Μελένικο, ταυτίζονται με τα βιογραφικά του μικρότερου αδελφού του Στέφανου Δ. Χουζούρη. Ούτε η “αυτοβιογραφία” του το αναφέρει ούτε η μυθιστοριογράφος κάνει σχετική μνεία ή και υπαινιγμό.
Περί αυτοβιογραφίας
Αυτά τα είχαμε επισημάνει στον σχολιασμό του προηγούμενου μυθιστορήματος της Χουζούρη. Επανερχόμαστε, επειδή η συγγραφέας αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξή της, ότι μια κριτικός, την οποία δεν κατονομάζει, εξέλαβε το μυθιστόρημά της ως αυτοβιογραφικό. Υποθέτουμε ότι αναφέρεται στο δικό μας κείμενο, αφού στις κριτικές για το βιβλίο της, από όσο γνωρίζουμε, ουδείς άλλος ασχολείται με τη σχέση ανάμεσα στην υπόθεση του βιβλίου της και τις υπάρχουσες μαρτυρίες. Μόνο που παρόμοιες συσχετίσεις δεν σημαίνουν ότι το βιβλίο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ούτε μειώνουν το διπλό άθλο της συγγραφέως να στήσει δυο μυθιστορίες σε μακρινούς τόπους και χρόνους, όπως το Μελένικο του 1916 και η Τασκένδη των δυο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Άλλωστε, η τριλογία της Χουζούρη κατέχει χωριστή θέση στην ελληνική πεζογραφία του καινούριου αιώνα, καθώς επικεντρώνεται σε μια καταργημένη τον καιρό της παγκοσμιοποίησης έννοια, που αποφεύγεται ακόμη και ως λέξη, πέραν της δημαγωγικής χρήσης της, αυτήν της πατρίδας.
Το πρόσφατο, πάντως, τρίτο μυθιστόρημά της είναι το μόνο, που θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικό, καθώς τοποθετείται στο παρόν. Ταυτόχρονα, το εν λόγω μυθιστόρημα είναι το πιο απομακρυσμένο από την οικογενειακή σάγκα του Στέργιου Χ.. Ο ίδιος, ωστόσο, αναφέρεται από την πρώτη σελίδα ως ο “γιατρός”, που, στις 10 Οκτ. 1967, ταξίδευε σιδηροδρομικώς από την Τασκένδη για να εγκατασταθεί στα Σκόπια, αφού η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη ήταν για ακόμη μια φορά απαγορευμένος τόπος. “Πατρίδα από πέτρα” και πάλι η Ελλάδα μετά την 21η Απριλίου, σε αντίθεση με την “Πατρίδα από βαμβάκι” που εγκατέλειπε. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα συμπληρώνεται ο βίος του “γιατρού”. Επαναπατρίστηκε το 1982 (αρχές 1983 κατά την “αυτοβιογραφία” του Στέφανου Δ. Χουζούρη) και έζησε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το θάνατό του, τη νύχτα της 30ης προς 31ης Αυγ. 1999, μετά το προσκύνημα με συντρόφους στο Γράμμο, την 29η Αυγ., στα πενήντα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου. Ετών 82. Η Χουζούρη επιμένει στις ημερομηνίες, συχνά μάλιστα παραλλάσσει το χρόνο των πραγματικών συμβάντων, για να δημιουργήσει χρονολογικές συμπτώσεις, τις οποίες και εκμεταλλεύεται στο στήσιμο της ιστορίας της. Δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία θανάτου του Στέφανου Δ. Χουζούρη. Δείχνει, ωστόσο, μάλλον απίθανο να συμπίπτει με αυτήν του Στέργιου Χ.. Αν και η πραγματικότητα δεν υπολείπεται της μυθιστοριογραφίας σε συμπτώσεις.
Δύο φίλες
Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ρόλο δευτεραγωνιστή έχει η πρωτότοκη κόρη του Λένα, που “ήξερε απέξω ολόκληρα ποιήματα-ποταμούς του Πούσκιν”. Της τα είχε μάθει εκείνος, “λάτρης του Ρώσου ποιητή”. Είναι η επιστήθια φίλη και συμμαθήτρια της καινούριας ηρωίδας της Χουζούρη, της Βερόνικας Κ., κόρης του Αναστασίου Κ., γεννημένου το 1920, συνομήλικου του μικρότερου αδελφού του “γιατρού”, Γιάννη Χ.. Πρόκειται για έναν “Αθηναίο αστό”, με τελειωμένη τη Νομική, “συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού”. Αυστηρός και ανάλγητος χαρακτήρας “ο Τάσος Κ., όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του”, είναι ο καινούριος ήρωας, που γεφυρώνει το προηγούμενο μυθιστόρημα, όπου πρωταγωνιστεί η γενιά που έζησε την εμπόλεμη δεκαετία του ’40, με το πρόσφατο των “παιδιών” τους.
Ένα χαρακτηριστικό της τριλογίας είναι η ρομαντική πνοή, που έχει εξοβελιστεί από την τρέχουσα πεζογραφία, καθώς λογαριάζεται ως πιθανή ένδειξη παραλογοτεχνίας. Οι δυο φίλες, δεκατετράχρονες όταν χώρισαν με την αναχώρηση της οικογένειας του “γιατρού” από την Τασκένδη, “γοητεύονταν από το ρομαντικό τέλος του Πούσκιν. Θάνατος ύστερα από μονομαχία”. “Όπως ακριβώς αρμόζει σ’ έναν ρομαντικό ποιητή”. “Μονομαχία για χάρη του αιδοίου της συζύγου του Ναταλίας”, διευκρινίζει άκρως απομυθοποιητικά ο αφηγητής του Θανάση Βαλτινού στο «Ημερολόγιο 1836-2011». Ρομαντικός ήταν και ο έρωτας της Βερόνικας Κ. για τον συμφοιτητή της Ιόσιφ, Εβραίο από την Μπουχάρα. Έτσι τουλάχιστον προβάλλει μέσα από τις μνήμες, που αμφότεροι ανακαλούν είκοσι πέντε χρόνια μετά τον οριστικό χωρισμό τους, το 1985, όταν εκείνος έφυγε από την Σοβιετική Ένωση για να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ. Αναμνήσεις γεμάτες νοσταλγία από τα φοιτητικά τους χρόνια στο “Παλιτεχνίτσεσκι Ινστιτούτ της Τασκένδης”, την εκδρομή στη Μόσχα το 1977 ως αριστούχοι απόφοιτοι πολιτικοί μηχανικοί, τις κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπαν μαζί “με το χέρι του να σφίγγει το δικό της”, προ πάντων “το τσάι τους στο τραπεζάκι τους στο καφέ του ξενοδοχείου Ουζμπεκιστάν”.
Το ερωτικό τους δράμα δεν διαφέρει από εκείνο, που βίωνε στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην επαρχία, μια κόρη περασμένων δεκαετιών με γονείς παλαιών αρχών, κυρίως, με αυταρχικό πατέρα, που έκρινε τον αγαπημένο της θυγατέρας του από κάποια άποψη κατώτερό της ή, εν γένει, ακατάλληλο. Τον Αναστάσιο Κ. τον ενοχλούσε η εβραϊκή καταγωγή του Ιόσιφ, αλλά και το γεγονός ότι ήταν ένας ξένος, που θα στεκόταν εμπόδιο κατά το γυρισμό του στην Ελλάδα μαζί με την κόρη του. Γιατί οι πολιτικοί πρόσφυγες ποθούσαν τον οικογενειακό επαναπατρισμό, ανεξάρτητα από τα αισθήματα των παιδιών τους, που γεννήθηκαν στη χώρα της αναγκαστικής δικής τους εγκατάστασης και αυτήν ένιωθαν ως πατρίδα. Μέσα από τις ρομαντικές καταστάσεις που σκηνοθετεί η συγγραφέας πολιορκεί τις διαφορετικές εκφάνσεις αυτής της διττής σχέσης με την έννοια της πατρίδας, ως βίωμα και ως κοινή προγονική κληρονομιά.
Και όσα άλλα, όμως, δυσάρεστα αντιμετωπίζει στην Αθήνα η Βερόνικα Κ. δεν διαφέρουν πολύ από εκείνα που υφίστανται οι γηγενείς. Παράδειγμα, το ανώτερο στέλεχος του Δημοσίου, που για να την προσλάβει, αντί να ξεφυλλίσει το ντοσιέ της, προτείνει επίσκεψη σε ξενοδοχείο. Γενικότερα, το ελληνικό κράτος δεν επεφύλαξε στους πολιτικούς πρόσφυγες ιδιαίτερη μεταχείριση. Τους αντιμετώπισε σαν παρείσακτους. Μόνο που εκείνοι είχαν λησμονήσει τις ντόπιες πρακτικές και τα παιδιά τους είχαν διαφορετικά γαλουχηθεί.
Αλλά και το δεύτερο ερωτικό δράμα του μυθιστορήματος, που αφορά τη μητέρα της Βερόνικας Κ., Αθηνά, ήταν αρκετά συχνό και εντός Ελλάδος. Στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού εντάχθηκαν, λόγω των συνθηκών, πολλές έφηβοι, που, στη συνέχεια, βρέθηκαν στην υπερορία, όπου ορισμένες από αυτές παντρεύτηκαν μεγαλύτερούς τους άντρες. Δώδεκα χρόνια μικρότερη η Αθηνά από τον Αναστάσιο Κ., τον παντρεύτηκε το 1951 και έξι χρόνια αργότερα τον εγκατέλείψε για να ακολουθήσει “έναν Ρώσο Μοσχοβίτη”. Εκείνος εκδικήθηκε στερώντας της ολοκληρωτικά την κόρη της. Όπως συμβαίνει στα παλιά ρομάντσα, η θυγατέρα πίστευε νεκρή τη μητέρα της. Μόνο στα όνειρά της, τα χαρμόσυνα και τους εφιάλτες, επανέρχονταν οι μνήμες των πρώτων τεσσάρων χρόνων, διαψεύδοντας τον εξηγητικό ισχυρισμό του πατέρα της.
Ενύπνια και συμπτώσεις
Στη μυθιστορηματική τριλογία της Χουζούρη, τα όνειρα έχουν λειτουργικό ρόλο στην προώθηση της πλοκής, καθώς όσα συμβαίνουν σε αυτά, είτε φωτίζουν το παρελθόν είτε προοιωνίζονται το μέλλον. Στο πρόσφατο, αυτή η ενύπνια δραστηριότητα απλώνεται και γίνεται ακόμη πιο ουσιαστική, καθώς, στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, η αφήγηση παρακολουθεί τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της Βερόνικας Κ. στην προοπτική μιας συνέντευξης σε δημοσιογράφο, που συγκατένευσε να δώσει για τα “παιδιά” των πολιτικών προσφύγων. Η εν λόγω αφήγηση δεν χωρίζεται σε κεφάλαια όπως στα προηγούμενα δυο βιβλία. Είναι ενιαία, με μεγάλα διάκενα στα χωροχρονικά περάσματα, και μοιράζεται ανάμεσα στον παντεπόπτη αφηγητή και τον πρωτοπρόσωπο ενδιάθετο λόγο της ηρωίδας. Και τα δυο αυτά αφηγηματικά μέρη διακόπτονται από πλαγιογράμματες περικοπές με τα λόγια άλλων που εντυπώθηκαν, κυρίως με τις απαγορεύσεις και τις επικρίσεις του Υπερεγώ. Σαν μια “φωνή” που ανακαλεί στην τάξη το παραπαίον συναισθηματικά Εγώ. Στο υπόλοιπο μυθιστόρημα, ο παντεπόπτης αφηγητής εισχωρεί στις μύχιες σκέψεις του Ιόσιφ και της δημοσιογράφου, προετοιμάζοντας την επικείμενη συνάντησή τους. Η μοίρα, τουτέστιν η συγγραφέας, όρισε αυτοί οι τρεις να διασταυρωθούν μια ορισμένη ημέρα και ώρα στο φουαγέ ενός αθηναϊκού ξενοδοχείου, που θύμιζε το καφέ του ξενοδοχείου Ουζμπεκιστάν.
Αυτή η ορισμένη ημέρα είναι η 15η Μαΐου 2011, που, μυθιστορηματική αδεία, γίνεται μεγάλη αντι-μνημονιακή διαδήλωση, όπως εκείνες του Ιουνίου 2011. Μόνο που πέφτει Κυριακή, ημέρα που οι δημοσιογράφοι κατά κανόνα δεν ορίζουν συναντήσεις, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων. Πάντως, είναι ένα ακόμη μυθιστόρημα της εφετινής άνοιξης, μετά εκείνο της Ηλιοπούλου, στο οποίο το παρόν της αφήγησης τοποθετείται στην σύντομη σχετικά περίοδο των αντι-μνημονιακών συγκεντρώσεων του 2011. Και σε αυτό, η πολιτικοκοινωνική συγκυρία δεν είναι παρά μακρινό φόντο και δεν αντανακλάται στο μύθο του βιβλίου. Εν τέλει, δεν είναι παρά μια ακόμη ιστορική ημερομηνία από αυτές που η συγγραφέας μνημονεύει, δημιουργώντας μυθιστορηματικές συμπτώσεις. Άλλες ημερομηνίες είναι η τελευταία ημέρα ύπαρξης του Τείχους του Βερολίνου, η 9η Νοε. 1989, κατά την οποία συμπτωματικά η Βερόνικα Κ. αναχώρησε από την Τασκένδη για την Ελλάδα. Ή, η 14η Φεβρ. 1992, η ημερομηνία της πρώτης επίσκεψής της στη Θεσσαλονίκη, που συνέπεσε με το μεγάλο συλλαλητήριο για το επίμαχο όνομα Μακεδονία. Αυτές οι πλάγιες υπομνήσεις της συγγραφέως σε λησμονημένα γεγονότα και παρωχημένες έννοιες συνδυάζουν το τερπνό μετά του ωφελίμου.
Μια συγγένεια
Να σημειώσουμε και μια συγγένεια του πρόσφατου μυθιστορήματος της Χουζούρη με ένα άλλο μυθιστόρημα του Βαλτινού, το τελευταίο του, «Ανάπλους», που εκδόθηκε Μάρ. 2012. Και τα δυο έχουν ως πυρήνα, που, ως ένα βαθμό, αντανακλάται στη μορφή τους, μια συνέντευξη. Του Βαλτινού κρατά απαρέγκλιτα τη μορφή των ερωταποκρίσεων, με τις ερωτήσεις να δίνουν την αφορμή και τις απαντήσεις να απλώνονται σε έκταση. Ενώ, στης Χουζούρη, οι στιχομυθίες της συγκεκριμένης συνέντευξης της Βερόνικας Κ. αποτελούν κάποιες νησίδες μέσα στην κυρίως αφήγηση, με τις απαντήσεις να μένουν βραχύλογες. Και στις δυο περιπτώσεις, οι συνεντεύξεις δίνονται σε μια νέα κοπέλα που ετοιμάζει συγκεκριμένη έρευνα. Η δημοσιογράφος στης Χουζούρη ασχολείται με τη δεύτερη γενιά των πολιτικών προσφύγων. Όπως αναφέρει η συγγραφέας σε συνέντευξή της, η ίδια έκανε έρευνα πριν γράψει το μυθιστόρημά της. Λειτούργησε, δηλαδή, όπως οι σημερινοί ερευνητές της Προφορικής Ιστορίας. Αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που πήρε η ίδια από “τα παιδιά” των επαναπατρισθέντων πολιτικών προσφύγων παρατίθενται εμβόλιμα στο μυθιστόρημα ως υλικό της έρευνας από τη νεαρά δημοσιογράφο. Οι συγκεκριμένες σελίδες του μυθιστορήματος μορφοποιούνται κατά το πρότυπο των εν λόγω ιστορικών συγγραμμάτων. Για το alter ego της, η Χουζούρη επιλέγει υπαρκτό πρόσωπο, διατηρώντας μέρος των βιογραφικών του. Όπως το συνηθίζει, στις παραπομπές το ονοματίζει, αναφέροντας και όλα τα βιβλία, πέντε πεζογραφικά και ένα δοκιμιακό, με τα οποία “συνομιλεί”, παρόλο που η “συνομιλία” της περιορίζεται σε αναφορά των τίτλων των βιβλίων ή εμμέσως του ονόματος του συγγραφέα. Παρόμοια επιδερμικά όσο και εμφανή δάνεια μάλλον δεν χρειάζονται παραπομπή, εκτός κι αν αυτή αποτελεί μεταμοντερνίστικο κλείσιμο του ματιού στους ενδιαφερόμενους.
Στη συνέντευξή της, η συγγραφέας εξομολογείται ότι για να μπορέσει να έρθει στη θέση των επαναπατρισθέντων γόνων των Ελλήνων προσφύγων “και να καταλάβει τη δυσκολία προσαρμογής που είχαν” –εκείνο “το αίσθημα, σαν να είχαν έρθει από άλλον πλανήτη”– “ενεργοποίησε τη διαδικασία της ενσυναίσθησης”. Ένας μάλλον αδόκιμος όρος, που έχει υιοθετηθεί ως απόδοση του empathy. Προφανώς, πρόκειται για αντιδάνειο, μόνο που στο αναμεταξύ του γλωσσικού πηγαινέλα, η ελληνική λέξη είχε πλέον κατοχυρωθεί με την κακόσημη δευτερεύουσα σημασία της, οπότε χρειαζόταν να βρεθεί άλλη ή να πλαστεί κάποιος νεολογισμός. Κάπως αδόκιμη μας φαίνεται και η διατύπωση της συγγραφέως. Λες και πατάς ένα κουμπί. Έτσι, όμως, υποβαθμίζεται ο άθλος να αφουγκραστείς τη γλώσσα του σώματος. Όχι, το τι έλεγαν αλλά το πώς το έλεγαν.
Η ηρωίδα της διχάζεται ανάμεσα στο πάτριο έδαφος, δηλαδή τον τόπο καταγωγής της οικογένειας, και τη γενέτειρα. Εγκαθίσταται στην πατρίδα των γονιών, αλλά εκεί, στο διαμέρισμα των Αμπελοκήπων, σε μια πόλη, που μετά είκοσι δυο χρόνια κατοίκησης σε αυτήν, παραμένει άγνωστη, υπάρχει ο χώρος του σαλονιού με έπιπλα και βιβλία και, κυρίως, “χειροποίητες ουζμπέκικες κούπες τσαγιού”, όλα φερμένα από την Τασκένδη. “Αυτός ο χώρος είναι για εκείνη η πατρίδα της.” Με άλλα λόγια, κατά τη συγγραφέα, αυτή η γενιά δίνει το απόλυτο προβάδισμα στο βίωμα. Μια μόνο παρατήρηση για την κατακλείδα του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας αποφεύγει την ποικιλία από χάπυ εντ που τις προσφέρονται. Η Βερόνικα Κ. δεν σμίγει ούτε με τον Ρωσοεβραίο, που πάντοτε την περιμένει, ούτε με τη μητέρα, που επίσης την λαχταράει. Αποφασίζει να ζήσει τη δική της ζωή. Κατά τη γνώμη μας, ένα άκρως αισιόδοξο τέλος, που, όμως, ο παππούς Φρόυντ θα εύρισκε ανέφικτο. Οι εξαρτημένες προσωπικότητες, όπως πλάστηκε η Βερόνικα Κ. από το οικογενειακό της περιβάλλον και το αυταρχικό σύστημα της γενέτειράς της, μένουν δια βίου εξαρτημένες. Το μόνο, που μπορούν να αλλάξουν, είναι τον φορέα της ψυχολογικής τους υποστήριξης, κι αυτό με μεγάλη δυσκολία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/10/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου