Οι μέρες επιβάλλουν μία επί τροχάδην αναφορά στα Ημερολόγια του 2014. Εξάλλου, στον μακρύ βίο τού Ex Libris αυτό συνιστά κεκτημένη συνήθεια. Μαζί με μία δεύτερη σελίδα αφιερωμένη στην απαρίθμηση και τον σχολιασμό των επετείων, αποτελεί για εμάς τον καθιερωμένο τρόπο εισόδου στο Νέο Έτος. Μόνο που, εφέτος, ισχύει το γνωμικό “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος”. Προ δέκα ετών, το υπ’ αριθμό 610 Ex Libris ξεκινούσε με μία πλούσια παρουσίαση ημερολογίων. “Δίσεκτο το 2004 και τα ημερολόγια πολλαπλασιάζονται, καλύπτοντας όλα τα γούστα και τις όποιες ανάγκες”, σημειώναμε τότε. Το 2014, που δεν τυγχάνει δίσεκτο, αλλά το οποίο – ο Θεός να μας βγάλει ψεύτες – θα αποβεί χειρότερο από δίσεκτο, το υπ’ αριθμό 1035 Ex Libris δεν έχει τι να παρουσιάσει.
Οι μοναδικές ενδείξεις μίας κάποιας φιλοφρόνησης ενός εκδοτικού οίκου προς τους δημοσιογράφους που σχολιάζουν τα βιβλία του ήταν μέχρι πρόσφατα οι ευχητήριες κάρτες και τα ημερολόγια. Μέσα, όμως, στην οικονομική κρίση, συμψηφίζοντας οι εκδότες αναγκαία και περιττά έξοδα, αυτά κρίθηκαν περιττή δαπάνη. Οι κάρτες αντικαταστάθηκαν από τις ηλεκτρονικές ευχές, απρόσωπες, στερεότυπες, χωρίς χρονικό αποτύπωμα. Ενώ, τα ημερολόγια υποβιβάστηκαν σε απλούς ημεροδείκτες με κάποιες ένθετες σελίδες γύρω από ένα επίκαιρο θέμα. Όσο για τα λογοτεχνικά ημερολόγια, τα αφιερωμένα σε έναν συγγραφέα, που συνδυάζονταν με τους επετειακούς εορτασμούς, αυτά εξαφανίστηκαν. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, πλήθος απορίες δημιουργούν οι τακτικές των εκδοτικών οίκων, από τα επιλεγόμενα προς έκδοση βιβλία μέχρι τις δημόσιες σχέσεις τους.
Από τα λιγοστά εφετινά ημερολόγια, λάβαμε ενός μόνο εκδοτικού οίκου. Ως γνωστόν, οι αποστολές στις “μικρές” εφημερίδες εξαρτώνται από την καλή διάθεση του εκάστοτε υπεύθυνου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ντόρα Τσακνάκη, υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου των εκδόσεων Μεταίχμιο, εδώ και χρόνια, μας τροφοδοτεί με ημερολόγια και ελληνική λογοτεχνία. Εφέτος μας έστειλε όχι ένα αλλά δυο Ημερολόγια. Το πρώτο έχει τίτλο: «Διαβάζουμε λοιπόν. Αλλά γιατί;» Στο ερώτημα απαντούν 118 συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, μεταφραστές, εικονογράφοι, επιμελητές κ.ά. Δεν είναι λίγες οι απαντήσεις, που υπερβαίνουν τα τετριμμένα. Το δεύτερο Ημερολόγιο τιτλοφορείται «4 εποχές του εγκλήματος». Φιλοδοξεί να είναι “ένας λογοτεχνικός οδηγός στα μονοπάτια της αστυνομικής λογοτεχνίας”. Συγκρατούμε την απάντηση του Ντάσιελ Χάμετ για το πώς εκτιμά την συγγραφική του συμβολή: “Υπήρξα η χειρότερη επιρροή στην αμερικανική λογοτεχνία που μπορεί κανείς να φανταστεί.”
Άστεων γεύσεις
Το 2004, είχαμε λάβει από το Μεταίχμιο το Λογοτεχνικό Ημερολόγιο Σολωμού, σε επιμέλεια Νικήτα Παρίση. Ήταν το πρώτο μίας Σειράς Λογοτεχνικών Ημερολογίων, που δυστυχώς εγκαταλείφθηκε. Εκείνο είχε βρει τη θέση του στη Βιβλιοθήκη, δίπλα στα Λογοτεχνικά Ημερολόγια των Χαλκιδαίων εκδόσεων Διάμετρος, που επίσης εγκαταλείφθηκαν. Κι όμως, με λιγότερο φιλόδοξες επιλογές, και οι δυο Σειρές θα μπορούσαν να μακροημερεύσουν. Από το 2004 σώζεται και το ημερολόγιο της Εύης Βουτσινά, με τίτλο, «Άστεων γεύσεις», “250 συνταγές από την αστική κουζίνα του Ελληνισμού”. Από μακριά διαβάσαμε τον τίτλο, “Άστεγων γεύσεις”, καθώς ο εγκέφαλος επεμβαίνει καλύπτοντας τα κενά μίας αδύνατης όρασης. Στις 10 Δεκ. η Βουτσινά απεβίωσε. Λευκαδίτισσα ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση στο χώρο της γαστρονομίας. Εκείνο το Ημερολόγιο άνοιγε με το κεφάλαιο, «Το ελληνικό τραπέζι». Δυο διαπιστώσεις προσγείωναν τον τίτλο στο παρόν: “Το ελληνικό τραπέζι δεν είναι πιά γιαγιά, παππούς, τρία παιδιά, δυο γονείς.” “Η μοδάτη και πολυσυζητημένη πυραμίδα της μεσογειακής διατροφής δεν είναι παρά το ετήσιο πρόγραμμα φαγητού της γιαγιάς μας.” Ενώ, στη συνέχεια, ξεδιπλωνόταν μία βεντάλια συνταγών της διάσημης μεσογειακής κουζίνας. Καλά η Βουτσινά έφυγε νωρίς, πριν τη νόθευση του ελληνικού πιάτου με ανοίκειους συνδυασμούς γεύσεων. Απορεί κανείς πως κατάφερε η τάση μιμητισμού να αναδειχθεί ισχυρότερη ακόμη και της βαθιά ριζωμένης καλοφαγίας.
Νοθεία προϊόντος
Πέρσι τον Μάρτιο, οι εκδόσεις Μεταίχμιο γιόρτασαν την εικοσαετή παρουσία τους. Τελικά, οι εκδοτικοί οίκοι μακροημερεύουν. Με την οικονομική κρίση, δεν έκλεισε καμία μεγάλη πόρτα. Μόνο για ορισμένους, κυκλοφόρησαν κάποιες φήμες σχετικά με δυσκολίες πληρωμών. Από την πλευρά των συγγραφέων, πάντως, ισχύει στο ακέραιο το γνωμικό, “τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς”. Όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που βάζουν το χέρι στην τσέπη για την έκδοση ή έστω τη συμμετοχή στην έκδοση του βιβλίου τους. Την σήμερον, οι εκδοτικοί οίκοι, ακόμη και οι γνωστότεροι, βγάζουν, μετά της απαιτούμενης εχεμύθειας, πληρωμένο βιβλίο. Και μάλιστα, για να είναι ελκυστικό το πακέτο της προσφοράς, αναλαμβάνουν και την προώθησή του - μία δυο καταχωρήσεις στον Τύπο, άντε και καμία μνημόνευση, απαραιτήτως βραδιά παρουσίασης με γνωστό όνομα για ομιλητή και ένα δεύτερο για την ανάγνωση. Βεβαίως, αυτό σημαίνει νόθευση του προϊόντος. Τουτέστιν εξαπάτηση του καταναλωτή, που επαφίεται στη φίρμα του οίκου και αγοράζει το βιβλίο με κλειστά μάτια. Σιγά τον πολυέλαιο. Ο καταναλωτής, με την κακομεταφρασμένη λογοτεχνία που τον ταΐζουν, τείνει προς την αγευσία. Σοβαρή πάθηση, που έχει, ωστόσο, το θετικό, όπως, καλή ώρα, η άνοια, να μην γίνεται αντιληπτή από το ίδιο το άτομο. Κι όταν πρόκειται για επιδημικό φαινόμενο, ούτε από το περιβάλλον του. Οπότε, και “η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος”.
Εν υπνώσει
Πάντως, σε αντίθεση με τους εκδοτικούς οίκους, τα ποικίλα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού ή Δημοσίου Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ευκόλως ιδρύονται και ακόμη ευκολότερα καταργούνται. Τουλάχιστον ευκόλως εξαγγέλλεται η κατάργησή τους, καθώς, στη συνέχεια, τα Ιδρύματα φαίνεται να ισορροπούν ευσταθώς σε κατάσταση ύπνωσης. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συνιστά το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Εφέτος, θα μπορούσε να γιορτάζει τα εικοσάχρονά του. Και μάλιστα, στη βίλα Μπότση, που του είχε παραχωρηθεί δωρεάν από το αρμόδιο Υπουργείο. Αλλά ο δεύτερος στη σειρά διευθυντής, πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η εγκατάστασή του στην Εκάλη, που είχε αποφασίσει ο προηγούμενος, το επανέφερε στο κέντρο της Αθήνας. Αντί εορτασμών, τον Φεβρουάριο συμπληρώνεται χρόνος από το διορισμό του προσωρινού Δ.Σ., που είχε αναλάβει την εκκαθάριση του Ιδρύματος μέσα σε ένα μήνα.
Ενδιαμέσως, το Ε.ΚΕ.ΒΙ. εξακολουθεί να πληρώνει αδρά το πολυώροφο κτίριο της Αθαν. Διάκου στη μοδάτη περιοχή του Μακρυγιάννη. Όσο για τη βίλα Μπότση, την άφησε να ρημάζει, αγανάκτησε ένας υπουργός Πολιτισμού – προ τετραετίας, ο Μιχάλης Λιάπης - και την πήρε πίσω. Κατά τα άλλα, το Ίδρυμα, πλην της αποστολής επιστολών διαμαρτυρίας προς τον Υπουργό, αδρανεί. Απορεί κανείς τι θα στοίχιζε η διοργάνωση μίας Ημερίδας στην Αθήνα για τον τιμώμενο του 2013 Καβάφη ή έστω και μία σειρά διαλέξεων στο χώρο των γραφείων του. Αλλά και για το 2014, τι κόστος θα είχε να ανακοινώσει το Ε.ΚΕ.ΒΙ. πρώτο τον μεγάλο τιμώμενο. Έτσι, για την τιμή των όπλων. Κι ας μην υπάρχουν κονδύλια. Ποτέ δεν ξέρεις. Με ένα παρόμοιο όνομα θα μπορούσε να ευαισθητοποιηθεί ο Υπουργός. Ειδάλλως, αν περιμένουν από τους συμβούλους τού Υπουργού να τον υποδείξουν, πολύ φοβόμαστε πως ο τιμώμενος θα μείνει αμνημόνευτος.
Σαν μανιτάρια
Ωστόσο, και χωρίς τη σκέπη του Ε.ΚΕ.ΒΙ., εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι τα γεννητούρια της Εστίας. Η οικογένεια της Εστίας, Κολλάρος - Σαραντόπουλος - Καραϊτίδηδες, είχε ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο, το έκλεισε και πριν συμπληρωθεί το εξάμηνο του πένθους, προέκυψαν δίδυμα. Δεν πρόκειται, βεβαίως για μονοζυγωτικά δίδυμα. Το ένα πήρε τον τίτλο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, χωρίς την ουρά “Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας”, που έχει, εδώ και καιρό, εξαλειφθεί από τις εκδόσεις της Εστίας. Αυτήν τη φορά, ο τίτλος κυριολεκτεί. Το νέο βιβλιοπωλείο δεν θα είναι γενικό, όπως το μητρικό, αλλά βιβλιοπωλείο αποκλειστικά των εκδόσεων της Εστίας.
Το έτερο, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, δεν πήρε το όνομα, ενστερνίστηκε, όμως, το όραμα μίας εστίας βιβλίου. Αυτό το πήρε κληρονομιά από τον ιδρυτή της Εστίας Γεώργιο Κασδόνη. Κατά τα άλλα, το δεύτερο γεννητούρι, όπως τα υιοθετημένα, αποκρύβει τον γεννήτορά του. Αυτό, για την οικονομικίστικη εποχή μας, σημαίνει τον χρηματοδότη. Συμβαίνει, κάποτε, η σκυτάλη να περνάει σε μακρινό συγγενή. Κάπως έτσι δεν πέρασε και από τον Κασδόνη στον Κολλάρο; Χωροταξικά, τα δίδυμα βρίσκονται επί ευθείας γραμμής, που περνάει από το ιστορικό βιβλιοπωλείο και σε περίπου ίση απόσταση από αυτό. Το πρώτο προς τα Β.Δ., στην αρχή της μπαρόβιας Οδού Δελφών, με υπεύθυνο έναν άρτι αφιχθέντα εκ Μυκόνου. Ο ίδιος, πριν από έξι χρόνια, βρισκόταν και πάλι στην Αθήνα, υπεύθυνος του νεότευκτου τότε οκταώροφου Ελευθερουδάκη της Πανεπιστημίου. Ας ελπίσουμε, να μην φέρει γρουσουζιά. Το δεύτερο προς τα Ν.Δ., στο τμήμα της Ακαδημίας με τα κατεβασμένα ρολά. Ευελπιστεί να αναστήσει την περιοχή, κατά το παράδειγμα της Μάνιας Καραϊτίδη, που, πριν 35 χρόνια, έφερε την πιάτσα του βιβλίου, παραδίπλα, στη Σόλωνος.
Όσο αφορά γενικώς την ονοματολογία των νεότευκτων βιβλιοπωλείων, μας θυμίζει την αντίστοιχη των καινούριων φούρνων. Οι λέξεις αρτοποιείο και βιβλιοπωλείο έχουν θεωρηθεί παρωχημένες και δοκιμάζονται ευφάνταστα παράγωγα – bookloft, booktique, βιβλιοστάσι κ.λπ. Όπως ο φούρνος δεν φουρνίζει πλέον ψωμάκια αλλά αρτοποιήματα, αντιστοίχως, το δισέγγονο του Κασδόνη βαφτίστηκε “Επί λέξει”. Δηλαδή, κάτι σαν να βαφτίζεις σήμερα ένα αγοράκι Λαοκράτη ή Βλαδίμηρο. Σίγουρα, τρελός νονός το βάφτισε. Να δούμε, με τέτοιο όνομα, τι προκοπή θα κάνει.
Φτωχός συγγενής
Οι συγχορδίες του Τύπου, μελοδραματικές ή αναστάσιμες, συνόδευσαν, αντίστοιχα, το κλείσιμο και το άνοιγμα των Βιβλιοπωλείων. Με απορία διαπιστώνουμε πως οι δημοσιογράφοι έχουν απεμπολήσει τον ενημερωτικό ρόλο τους, αναλαμβάνοντας εκείνον του διαφημιστή. Το παράδειγμα των δημοσιογράφων ακολουθούν οι βιβλιοπαρουσιαστές. Η κρατούσα λογική είναι ότι το βιβλίο θέλει στήριξη. Έτσι, όμως, που άνοιξε η όρεξη των συγγραφέων και γεννούν σαν κουνέλες, λίγη κριτική δεν θα έβλαπτε. Ταυτόχρονα, όμως, λησμόνησαν το σοφό γνωμικό, “αν δεν παινέσεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει”. Ναι μεν στέκονται ενθουσιώδεις στις παρουσιάσεις τους, αλλά αποδεικνύονται τσιγκούνηδες στις επιλογές των προσώπων. Την ελληνική λογοτεχνία, γενικώς, την αντιμετωπίζουν σαν φτωχό συγγενή. Αυτός ο παραμερισμός είναι εμφανής στα ένθετα βιβλίου των μεγάλων εφημερίδων, όπου το κεντρικό θέμα είναι κατά κανόνα το ξένο βιβλίο. Προτίμηση, που γίνεται εμφανέστερη στις εορταστικές επιλογές.
Δίκην παραδείγματος, το γαλλικό περιοδικό «Lire», στο τεύχος του Δεκεμβρίου, παρουσιάζει “Les 20 meilleurs livres de l’ annee”. Ο κατάλογος έχει δέκα γαλλικά και δέκα μεταφρασμένα (ένα από τα ρωσσικά και εννέα από τα αγγλικά). Στις αντίστοιχες επιλογές των αρχαιότερων ένθετων βιβλίου, οσονούπω συμπληρώνουν 20ετία, τα Βιβλία («Το Βήμα») και το Βιβλιοδρόμιο («Τα Νέα»), παρουσιάζονται 100 προτάσεις για τα Χριστούγεννα στο πρώτο και 120 στο δεύτερο (μετρημένα 78 και 103, αντίστοιχα), όπου τα ελληνικά μετά βίας φθάνουν, αντίστοιχα, τα 32 και τα 44. Στο πρώτο ένθετο, κατ’ εξαίρεση, παρουσιάζονται και επτά βιβλία ελληνικής ποίησης. Μόνο που δεν πρόκειται για νέες ποιητικές συλλογές, αλλά για έξι συγκεντρωτικές εκδόσεις (Μ. Ελευθερίου, Γ. Κοντού, Μ. Γκανά, Χ. Βλαβιανού, μία ανθολογία ελληνικής ποίησης, Άπαντα Ρώμου Φιλύρα) και τη μεταθανάτια συλλογή του Ρίτσου. Η ελληνική πεζογραφία έρχεται τελευταία στην παράθεση των επιλογών, με μόλις 14 βιβλία. Στο δεύτερο ένθετο, η ποίηση απουσιάζει, αλλά η ελληνική πεζογραφία προτάσσεται και εξισορροπεί την παράληψη με 23 βιβλία. Στην πρώτη επιλογή φαίνεται να δόθηκε βάρος στον εκδότη, στη δεύτερη στον συγγραφέα, ενώ, και στις δυο, η σύντομη παρουσίαση του βιβλίου αντλείται από τα περικειμενικά στοιχεία. Κατά τα άλλα, με τόσο πλούσια παραγωγή ντόπιου αστυνομικού, προκαλεί απορία η μνημόνευση μόνο των Γιάννη Μαρή και Αγγελικής Νικολούλη. Όσο για τον δοκιμιακό λόγο, σχεδόν τον μονοπωλούν Βία, Κρίση, και Αντισημιτισμός.
Διήγημα
Ο μεγάλος, όμως, απών είναι το διήγημα. Οι υπεύθυνοι, ωστόσο, του πρώτου ένθετου είχαν μεριμνήσει. Την επόμενη Κυριακή, στο έτερο πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας, υπήρχε “σαλόνι” αφιερωμένο στο διήγημα. Στο εξώφυλλο προσδιορίζεται πως πρόκειται για “διηγήματα γραμμένα ειδικά για το «Βήμα»”. Ως προπομπός η δήλωση ότι πρόκειται για παραγγελία αποτελεί μεν διαφήμιση για την εφημερίδα, αλλά δεν κολακεύει τους συγγραφείς. Άντε και καλά οι κοινοί θνητοί. Μπορεί, όμως, ποτέ ένας Ακαδημαϊκός να δέχεται παραγγελία (!). Το έκανε βεβαίως ένας Παπαδιαμάντης, αλλά εκείνος δεν είχε ούτε τις “τρεις και εξήντα”. Όπως και να έχει, οι υπεύθυνοι κατάφεραν να ανακατώσουν διηγήματα και ιστορίες, που σημαίνει, με το συμπάθιο, πως “έμπλεξαν γραβάτες με εσωβράκια”. Αφού είχαν διηγήματα από τους δυο πρεσβύτερους και σημαντικότερους συγγραφείς του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους (Θ. Βαλτινός, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος), γιατί να τα ανακατώσουν με τις ιστορίες ενός ποιητή (Χρ. Λιοντάκης) και μίας μυθιστοριογράφου (Α. Μιχαλοπούλου). Με πρόσθετο ολίσθημα, το καταχώνιασμα του ενός εκ των δυο διηγημάτων στην κάτω αριστερή γωνία αντί της επάνω δεξιάς. Δυο τινά μπορεί να δικαιολογούν αυτό το τελευταίο ατόπημα: είτε το διήγημα με την υποδόρια ειρωνεία δεν εκτιμήθηκε από τους υπεύθυνους είτε ο συγγραφέας του δεν έχει γερές πλάτες. Διόλου απίθανο και τα δυο. Με τόσες, όμως, απορίες, ποιος ψάλτης δεν θα πνιγότανε στον βήχα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/1/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου