Θέμης Πάνου
«Vita Brevis
Ιστορίες για αχρείους»
Σκίτσα: Θανάσης Δήμου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεκέμβριος 2013
Ο Θεμιστοκλής Πάνου, δεκατρία συναπτά έτη μετά την πρώτη εμφάνισή του στην πεζογραφία, επανέρχεται με μία δεύτερη συλλογή ιστοριών. Πολλά έχουν αλλάξει στο ενδιάμεσο. Κάποια δείχνουν σαν μικρές απιστίες στον Κωνσταντινουπολίτη εαυτό του. Το Θεμιστοκλής συντομεύτηκε σε Θέμης. Όπως φαίνεται, προ του διεθνούς κλέους, το αρχαιοελληνικό του βαπτιστικού περιττεύει. Το βιογραφικό προσαρμόστηκε στις κρατούσες αντιλήψεις περί του τι συνιστά προσόν και τι μειονέκτημα. Για παράδειγμα, το έτος γέννησης απαλείφθηκε, πανεπιστημιακές σπουδές μαζί με θέσεις σε κρατικά ιδρύματα προτάσσονται, η θητεία της τελευταίας δεκαετίας στο ποιοτικό θέατρο εξαίρεται, ενώ η προηγούμενη εικοσαετία σε παραστάσεις του εμπορικού θεάτρου αποσιωπάται, και τέλος, οι βραβεύσεις στο χώρο του κινηματογράφου παρατίθενται αναλυτικά. Αφήνοντας, δηλαδή, πίσω την θάλλουσα νεότητα, συμμορφώνεται και όλα τα φώτα εστιάζονται στην εικόνα του σταρ.
Το πρώτο Βόλπι
Και δικαίως. Το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στο 70ο Φεστιβάλ της Βενετίας, το Κύπελλο Βόλπι, όπως είναι η ονομασία του προς τιμή του ιδρυτή τού Φεστιβάλ κόμητα Τζουζέππε Βόλπι, που απέσπασε ο Πάνου, είναι το πρώτο που απονέμεται σε Έλληνα ηθοποιό. Από το 1935, όταν το εν λόγω βραβείο θεσμοθετήθηκε, στα 56 ανδρικού ρόλου που απονεμήθηκαν, 112 εάν συμψηφίσουμε και τα γυναικείου ρόλου, αυτό είναι το πρώτο ελληνικό “Coppa Volpi”. Ενώ, Αργυρός, αλλά και Χρυσός, Λέων σε Έλληνα σκηνοθέτη είχε δοθεί. Ήδη, από τη δεκαετία του ’80, στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Πρώτα, ο Χρυσός για τον «Μέγα Αλέξανδρο», μετά ο Αργυρός, για το «Τοπίο στην ομίχλη». Σε εκείνη την ταινία, ο Αγγελόπουλος έδινε ιδιαίτερη διάσταση στην έννοια του πατέρα, συμβολική, έξω από τον ρεαλισμό. Ο Αγγελόπουλος απεβίωσε στις 24 Ιαν. 2012 και μαζί του έσβησε ο κινηματογράφος με τις συμβολικές προεκτάσεις. Συμπτωματικά, στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας, αφιερωμένο σε εκείνον, ο Αργυρός Λέων και το Κύπελλο Βόλπι απονέμονται σε μία ρεαλιστική ταινία, όπου τίποτα δεν μένει θολό, όλα εμφανίζονται γυμνά. Χαρακτηριστικό το χάσμα, που χωρίζει τους δυο τίτλους. Στην «Miss Violence», η οικογένεια παρουσιάζεται ως εστία κακών, με τον πατέρα εξουσιαστή να φτάνει στην αιμομιξία. Πρόκειται και εδώ για μία ελληνική οικογένεια, που προβάλλεται ως αντιπροσωπευτική, ασχέτως αν το σενάριο βασίστηκε στο ιστορικό μίας οικογένειας Γερμανών.
Ο Πάνου, στο ρόλο του πατέρα, δείχνει την γκάμα του ταλέντου του, με δομικό στοιχείο την πειθαρχία. Αντιθέτως, στη συγγραφή, φαίνεται να διατηρεί την αντισυμβατική συμπεριφορά των νεανικών του χρόνων. Ήταν ο πιο κακός ο μαθητής. Όπως εξομολογείται, δυο φορές έκανε την ίδια τάξη, αν και δεν μνημονεύει τις συνθήκες της αποτυχίας του. Δυο φορές την πρώτη γυμνασίου, που συνέπεσε με την μετεγκατάσταση από την Κωνσταντινούπολη στα Πατήσια. Δυο φορές την έκτη, αρχές Μεταπολίτευσης, όταν έπνεε επαναστατικός αέρας. Λίγο αργότερα, έχοντας μείνει εκτός των επίσημων σχολών θεάτρου, ανακάλυψε χάρις σε μία “θεατροπαρέα”, τον θεατρίνο εντός του.
Ο κ. Διοσκουρίδης
Αλλά για να επανέλθουμε στο βιβλίο, όταν πρόκειται για το βιογραφικό στο “αυτάκι”, η ιδιότητα του συγγραφέα έχει το μεγαλύτερο βάρος. Εδώ, ίσα που μνημονεύεται ο τίτλος του πρώτου βιβλίου, «Αιφνιδίως... και μία επιστροφή», και μάλιστα, με παραλλαγμένη τη χρονολογία έκδοσης. Κάτι σαν παλαιά αμαρτία. Από μία άποψη, αυτές είναι αναμενόμενες απώλειες, όταν ο συγγραφέας επιλέγει τον μεγάλο εκδοτικό οίκο. Σε τελευταία ανάλυση, ασήμαντες, σε σχέση με τα όποια οφέλη εξασφαλίζει η μετοικεσία. Ο Πάνου, πάντως, στον πρώτο εκδότη του, “τον εξαίρετον κ. Διοσκουρίδη”, όπως τον αποκαλεί, οφείλει μέρος της πρωτοτυπίας εκείνου του βιβλίου. Για παράδειγμα, το εμπροσθόφυλλο να μετατρέπεται σε οπισθόφυλλο και τούμπαλιν. Άλλωστε, χάρις σε εκείνον, γράφει τρία διηγήματα. Το πρώτο συνοδεύει το βιβλίο δίκην δελτίου Τύπου. Καινοτομία του κ. Διοσκουρίδη προς αντικατάσταση του στερεότυπου βιογραφικού. Ήθελε λευκό το “αυτάκι” του βιβλίου, για να αποφεύγεται η χειραγώγηση του αναγνώστη. Το δεύτερο υποτίθεται ότι ήταν το πρώτο του πεζό, που υπερέβαινε τις δυο σελίδες. Είναι το καταληκτικό του βιβλίου, σαν συμπλήρωμα στα δεκαέξι σύντομα διηγήματα, δεκατρία της μίας σελίδας και τρία της μίας και μερικών σειρών.
Μένει το τρίτο διήγημα, που γράφτηκε αργότερα και αναφέρεται “στο μεγαλείο του ελάχιστου”, κατά τον υπότιτλο. Σε εκείνο ανιστορεί μετά φαντασίας τα «Tragici minoris» της πρώτης εκδοτικής του εμπειρίας. Δημοσιεύτηκε Ιούν. 2004. Είναι η μοναδική συνεργασία του Πάνου στο περιοδικό της γενιάς του, το «Να ένα μήλο», που έσβησε άδοξα, γιατί το βαρέθηκε η μάνα του, τουτέστιν η εκδότρια και διευθύντριά του. Σε αντίθεση με άλλους διηγηματογράφους, οι συνεργασίες του Πάνου σε λογοτεχνικά περιοδικά, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, είναι μόλις δυο. Του διηγήματος είχε προηγηθεί, Δεκ. 2003, η δημοσίευση «Τριών πεζών ποιημάτων» στο περιοδικό της Εταιρείας Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής, «Η Κινστέρνα». Το μεσαίο ποίημα, «Θεαταί», ξεκινάει απολογιστικά, “Ολίγα πράγματα. Ολίγα επράξαμεν. Σχεδόν τα ελάχιστα, τα ει δυνατόν.” και τελειώνει απολογητικά, “Βεβαίως εις την πρώτην σειράν, / εκ του σύνεγγυς, εις την πρώτην γραμμή και τα / τοιαύτα... παρόλα αυτά... απλώς θεαταί. / Τίποτε άλλο.”
Κι όμως, δέκα χρόνια αργότερα, ο ποιητής βρέθηκε, σχεδόν χωρίς να το επιδιώξει, στο κέντρο της σκηνής. Τελικά, “τα ει δυνατόν” αποδείχθηκαν πολύ περισσότερα. Όχι μόνο πέτυχε έναν κινηματογραφικό θρίαμβο, αλλά παράλληλα, παρουσιάζεται με το δεύτερο βιβλίο του ως μία ισχυρή υποψηφιότητα για το βραβείο διηγήματος 2013. Στα καθ’ ημάς, μία όχι ευκαταφρόνητη διάκριση. Ισχυρή υποψηφιότητα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου είχε αποτελέσει και το πρώτο του βιβλίο. Τότε ακόμη, δεν είχε τεθεί ηλικιακός φραγμός στους διεκδικητές του εν λόγω βραβείου. Μπορούσε να απονεμηθεί και σε έναν σαραντάρη όπως ήταν ο Πάνου. Εκείνη τη χρονιά είχε απονεμηθεί σε έναν πρωτοεμφνιζόμενο, που ήταν επίσης ηθοποιός. Μάλιστα, στεγαζόταν και εκείνος στον εκδοτικό οίκο του κ. Διοσκουρίδη.
Διαχρονικώς αχρείοι
Διαφορετικό το δεύτερο βιβλίο του Πάνου, αλλά κι αυτό πρωτότυπο ως σύλληψη. Οι λατινικοί χαρακτήρες του τίτλου, σε συνδυασμό με τον αγγλόγλωσσο τίτλο της ταινίας, δημιουργούν αρχικά την εντύπωση πως ο συγγραφέας ακολουθεί τον συρμό και απαρνείται την ελληνική. Λανθασμένη εντύπωση. Όσο ελληνικός είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου, με εκείνο το καθαρευουσιάνικο “αιφνιδίως”, άλλο τόσο είναι και ο καινούριος. Αντλείται από το πρώτο παράγγελμα των αφορισμών του Ιπποκράτους, “ο βίος βραχύς η δε τέχνη μακρά”, αλλά αντεστραμμένο, όπως το απέδωσαν οι Ρωμαίοι, “Ars longa, vita brevis”. Ασχέτως αν ο συγγραφέας, παρότι γνωρίζει πως η εκμάθηση μίας τέχνης απαιτεί μακρύ χρόνο, επιδίδεται σε δυο ταυτοχρόνως. Κάτι σαν το “από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου”.
Το 2000, στα σαράντα του, πριν σκάσει μύτη στον κινηματογράφο, εκδίδει την πρώτη συλλογή διηγημάτων. Τρία χρόνια αργότερα ξεκινάει σπουδές θεατρολογίας. Στα 53 του, επανεμφανίζεται με πολυσέλιδες, τουλάχιστον για τα δικά του μέτρα, “ιστορίες για αχρείους”. Ο πρώτος συνειρμός είναι ότι πρόκειται για τους σημερινούς αχρείους. Με άλλα λόγια, για ένα ακόμη βιβλίο γύρω από την κρίση και τα τρέχοντα δεινά. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μία σχεδόν αυτονόητη μεταπήδηση από την οικογενειακή βία της βραβευμένης ταινίας, που οδηγεί τα θύματα στην αυτοκτονία, στην πολιτική και οικονομική βία, με τις ίδιες συνέπειες για τους αδύναμους. Έτσι κι αλλιώς, και στις δυο περιπτώσεις για αχρείους πρόκειται. Μόνο που ένας συγγραφέας της στόφας του Πάνου δεν καταφεύγει στην ρεαλιστική απόδοση του εδώ και τώρα. Αντί της ηθογραφίζουσας συγχρονίας, συλλαμβάνει τις μακρινές καταβολές της νοοτροπίας των Νεοελλήνων, που επικροτεί την καπατσοσύνη μέχρι και την μετά δόλου τελούμενη, αφήνοντας χαλαρά τα όρια προς την απατεωνιά.
Οι ιστορίες του Πάνου φέρνουν στις αγγλικές χιουμοριστικές ιστορίες, κυρίως, τις παλαιότερες. Μοναδικό κίνητρο για όσα συμβαίνουν είναι το χρήμα. Αμιγώς ανδρικός ο θίασος, μόνο κάποιες κόρες εμπλέκονται, λόγω του δούναι και λαβείν της προίκας, καθώς και η ερωμένη ενός αχρείου, που αυτοκτονεί μετά την εγκατάλειψή της από εκείνον. Πρόκειται για τέσσερις περίπου ισομήκεις ιστορίες. Ακριβέστερα, για τρεις, όπου η πρώτη χωρίζεται σε δυο μέρη, που εκτυλίσσονται σε διαφορετικούς χρόνους και τοποθετούνται στην αρχή και το τέλος του βιβλίου. Επακριβώς, ο χρόνος των δρώμενων δεν προσδιορίζεται. Σκόρπιες και έμμεσες αναφορές τοποθετούν τη δράση σε μία μακρά περίοδο του 20ου αιώνα, αρχής γενομένης με τους Βαλκανικούς Πολέμους, από τους οποίους είναι εμπνευσμένη η πρώτη σκηνή του βιβλίου, μέχρι την αρχή της Μεταπολίτευσης, όταν ανοίγουν, με την παρέλευση εξηκονταετίας, τα αρχεία των εν λόγω Πολέμων. Αντίστοιχη ασάφεια χαρακτηρίζει και τον προσδιορισμό του τόπου. Εντός της ελληνικής επικράτειας εδράζονται οι ιστορίες. Πολλά, όμως, επεισόδια διαδραματίζονται στην αλλοδαπή, καθόσον οι ήρωες είναι αχρείοι περιωπής, με κοσμοπολίτικο προφίλ και δράση, που εξαπλώνεται ανά τις ηπείρους.
Τα καρτάλια
Όλα αυτά, αλλά, προ πάντων, ο τρόπος της αφήγησης, δίνουν διαχρονικό χαρακτήρα στις ατιμίες ή και τις εγκληματικές πράξεις που τελούνται. Παράδειγμα, η βεβιασμένη εξασφάλιση μίας διαθήκης, στο ομότιτλο, τρίτο στη σειρά παράταξης, διήγημα, για την οποία ο ευνοούμενος κληρονόμος συνεργάζεται με παρακατιανούς, που κάνουν τη βρώμικη δουλειά, αλλά και με κοινωνικούς λειτουργούς, όπως ο γιατρός και ο δικηγόρος, πρόσωπα χωρίς ηθικούς φραγμούς. Επίσης, το τρίτο στη σειρά διήγημα, παρότι ο τίτλος του, «Λίμπερτι», το περιορίζει χρονικά στα μεθεόρτια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ο αφηγηματικός χειρισμός του τρόπου που δόθηκαν σε “εφοπλιστές της συφοράς” και στη συνέχεια, πέρασαν δολίως σε “καρτάλια”, με τη συνεργεία “υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών”, που πήρε “το δωράκι του”, αντανακλά το πρότυπο για στημένες εκχωρήσεις και αγοροπωλησίες. Όσο για τη διμερή ιστορία, «Ορντινάτσα» - «Πανσιόν», με το πρώτο μέρος στην μεσοπολεμική Αλεξάνδρεια, θυμίζει αστυνομικό εποχής με ιστορικό βάθος. Στην εμπόλεμη περίοδο, κάποιοι αχρείοι αυτομολούν στον εχθρό και προδίδουν μυστικά, ενώ, οι ίδιοι, σε καιρό ειρήνης, κυνηγούν τον εύκολο πλουτισμό.
Ο Πάνου έχει προβλέψει ένα τελευταίο μέρος μεταμοντέρνας σύλληψης, που εξάρει την χιουμοριστική πλευρά των ιστοριών. Σε αυτό συγκεντρώνονται πληροφοριακές σημειώσεις, που συνοδεύουν την κάθε ιστορία, για πρόσωπα, συμβάντα και χώρους, δίνοντας έτσι επίχρισμα ντοκουμέντου. Σύμφωνα με το κειμενάκι του οπισθόφυλλου, διά χειρός συγγραφέα, πρώτα προέκυψαν οι ήρωες και μετά οι ιστορίες. Δηλαδή, πρώτα τους σκιτσάρισε ο Θανάσης Δήμου, τους είδε ο Πάνου, ξετρελάθηκε και έγραψε τις ιστορίες του. Δεν πρέπει, ωστόσο, να δίνει κανείς βάση στους ισχυρισμούς του, καθώς αρέσκεται σε παρόμοιες αντιστροφές της ορθόδοξης σειράς των πραγμάτων. Η γελοιογραφική, πάντως, απόδοση των χαρακτηριστικών των προσώπων ανταποκρίνεται στα βιογραφικά τους. Από την άλλη, οι ήρωες προεξάρχουν, με την αφήγηση, σε γρήγορο ρυθμό, να ακολουθεί την τυχοδιωκτική δράση τους.
Ήδη, από το προηγούμενο βιβλίο του Πάνου, είχαμε επισημάνει την επίνοια που δείχνει κατά την ονοματοθεσία, με μοναδικούς συνδυασμούς βαπτιστικού και επιθέτου. Επίσης, την λειασμένη γλώσσα, πλούσια σε λόγια στοιχεία και πολίτικο ιδιόλεκτο. Στις ιστορίες του, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τους δίνει σε ανθρώπους του θεάματος και της διασκέδασης. Ανάμεσα σε αυτούς, ένας μοναδικός έντιμος, με ζωομορφικά χαρακτηριστικά, καθόσον φύλακας ζωολογικού κήπου, αλλά όχι και ζωώδη ένστικτα, που επιλέγεται ως εικόνα εξωφύλλου. Ενώ, ένας άλλος, ονόματι Αλέξανδρος Βακάφης, εμποροϋπάλληλος, “ελάσσων ποιητής της Αιγύπτου”, κάποιας ηλικίας, “με στρογγυλά γυαλάκια και μια χωρίστρα έντονη στο πλάι, μεγάλη μύτη και ευγενικό πρόσωπο”, αποτελεί την βλάσφημη συμβολή του συγγραφέα στο εκπνεύσαν καβαφικό έτος. Από μία άποψη, ο ομοφυλόφιλος Βακάφης, που, πριν πατήσει την σκανδάλη, αποχαιρετάει τον εραστή του, που τον απάτησε, με τον επαυξημένο στίχο “βρώμα... αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις”, και ο αιμομίκτης πατέρας του «Miss Violence», δεν είναι παρά οι ακραίες εκφάνσεις μίας ανθούσας, τα τελευταία χρόνια, ελευθεριότητας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/1/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου