Γιώργος Γ. Αλισανδράτος
«Μελέτες για τον
Νικόλαο Κονεμένο»
Εκδοτική φροντίδα
Τασία Ευθυμιάτου-Αλισανδράτου
Μουσείο Μπενάκη
Ιούλιος 2013
Στις 7 Μαρτίου 2004 απεβίωσε ο Κεφαλήνιος φιλόλογος και ερευνητής Γ. Γ. Αλισανδράτος. Εντός της δεκαετίας από το θάνατό του έχουν εκδοθεί τρία βιβλία του, με φιλολογική επιμέλεια που ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του ίδιου. Και τα τρία αποτελούν έργο της Κεφαλήνιας φιλολόγου Τασίας Ευθυμιάτου-Αλισανδράτου. Λίγοι είναι εκείνοι που ευτυχούν τα κατάλοιπά τους και η φροντίδα τής μετά θάνατο μνημόνευσής τους να βρεθούν εναποθετημένα σε φιλόστοργα και ικανά χέρια. Ο κανόνας είναι οι αδιάφοροι, κάποτε ιδιοτελείς, κληρονόμοι και τα ανενεργά Αρχεία σε κούτες ιδρυματικών και ιδιωτικών αποθηκών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συγκυρία είναι ευτυχής, καθώς ο κόπος του φροντιστή δεν πάει στο τυχόν φιλολογικό Αρχείο, αλλά σε πολύτιμο απόθεμα από μακροχρόνιες έρευνες και ακόμη, σε μία παρακαταθήκη μελετών, που είχαν μείνει σε προχωρημένο στάδιο ετοιμασίας προς έκδοση. Όπου το θεματικό φάσμα τους δεν είναι μόνο ευρύ, αλλά καλύπτει και ένα σήμερα παραμερισμένο τμήμα των ελληνικών γραμμάτων. Αυτό που αφορά τα Επτάνησα. Πιο συγκεκριμένα, τον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό, που αποτέλεσε το θέμα της πρώτης μεταθανάτιας συναγωγής μελετημάτων του, τα επτανησιακά γράμματα και ακόμη, το κίνημα του δημοτικισμού, στο οποίο εντάσσεται το δεύτερο βιβλίο του, γύρω από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και το έργο του. Το πρόσφατο βιβλίο, το τρίτο στη σειρά, εφάπτεται και των τριών περιοχών, καθώς αφορά έναν ποιητή, που θεωρείται “πρόδρομος κοινωνικός ριζοσπάστης” και “πρωτοπόρος του δημοτικισμού”. Τον παραγνωρισμένο Νικόλαο Κονεμένο, όπως τον αποκαλούσαμε σε ένα πρώτο κείμενό μας, το 1997. “Αδικαιολόγητα παραγνωρισμένο”, κατά τον χαρακτηρισμό του Άγγελου Δεληβοριά, που γράφει το προλογικό σημείωμα της πρόσφατης έκδοσης.
Μπορεί παραγνωρισμένη η συμβολή του Κονεμένου, μετράει, ωστόσο, μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, τέσσερις εκδόσεις βιβλίων του: «Το ζήτημα της γλώσσας» (εκδ. Φιλόμυθος, 1993). «Τα ματογυάλια», με επιμέλεια Διονύση Βίτσου (εκδ. Ωκεανίδα, 1997), δεύτερος τόμος σε σειρά, με τίτλο, «Οι Επτανήσιοι», που επιβίωσε μια τετραετία, συμπληρώνοντας επτά τόμους, με τον πρώτο αφιερωμένο στην Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. «Η Διαθήκη μου και δυο κείμενα για τη γυναίκα και την οικογένεια», με εισαγωγή Πάρι Δάγλα και επιμέλεια Διαμαντή Καράβολα (εκδ. Φαρφουλάς, 2008). Και το πρόσφατο, με επτά κείμενα του Αλισανδράτου, τέσσερις μελέτες και τρία άρθρα, που παρουσιάστηκαν εντός της εικοσαετίας 1976-1996, συν ένα δοκίμιο του Κονεμένου.
Κλέφτες και φονιάδες
Ουσιαστικά, το εν λόγω δοκίμιο δημοσιεύεται για πρώτη φορά σε μία εύληπτη γλωσσική μορφή και επιπλέον, σε προσιτή στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό έκδοση. Πρόκειται για μελέτημα γραμμένο ιταλικά, που είχε κυκλοφορήσει αυτοτελώς πριν 120 χρόνια, από κερκυραϊκό τυπογραφείο. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Ladri ed omicidi». Μέσα στο ίδιο έτος, το 1893, ο Κονεμένος το είχε μεταφράσει και δημοσιεύσει σε συνέχειες στην «Εφημερίδα των Ειδήσεων» της Κέρκυρας, με τίτλο, «Κλέφτες και φονιάδες». Η Ευθυμιάτου χαρακτηρίζει τη μετάφραση του Κονεμένου “δύσβατη”. Όσο για την εφημερίδα, ούτε καν αναφέρεται στους καταλόγους επτανησιακών εντύπων του 19ου αι. Το δοκίμιο αναδημοσιεύθηκε το 2006 στο περιοδικό «Ελευθεριακά χρονικά» του Ελευθεριακού Ιστορικού Αρχείου. Αν δεν σφάλλουμε, πρόκειται για ένα βραχύβιο περιοδικό, που κυκλοφόρησε μόλις δυο τεύχη. Ο Κονεμένος παρουσιάζεται στο δεύτερο, μαζί με τον Κινέζο συγγραφέα και αναρχικό Μπα Τσιν. Η μετάφραση είναι “πρόχειρη”, προτάσσεται, όμως, εισαγωγή του Τζέιμς Σότρος, που ασχολείται συστηματικά με το αναρχικό κίνημα. Οι ιδέες, πάντως, του Κονεμένου δεν θα χαρακτηρίζονταν προδρομικές ενός οποιουδήποτε τύπου αναρχισμού. Ο Γιώργος Βαλέτας, που αναστήλωσε μέρος του έργου του, θεωρεί ότι με το εν λόγω δοκίμιο παρουσιάζει το “ανθρωπιστικό κήρυγμά” του. Πιθανώς αγνοώντας τη δημοσίευση στα ελληνικά, το αναδημοσιεύει στα ιταλικά, ως κατακλείδα του πρώτου τόμου των Απάντων Κονεμένου. Αυτόν τον τόμο τον είχε εκδώσει το 1965, υποσχόμενος έναν δεύτερο, με όσα δυσεύρετα δεν είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει. Το υλικό γι’ αυτόν τον δεύτερο τόμο, που δεν εξέδωσε τελικά, πιθανώς και να διασώζεται στο Αρχείο του.
Στα κατάλοιπα του Αλισανδράτου, η Ευθυμιάτου βρίσκει “τις θετικές κριτικές παρατηρήσεις” του, πρόχειρα σημειωμένες, μαζί με μία πρώτη μεταφραστική εκδοχή. Τη δική της μετάφραση την παρουσιάζει σαν πιο επεξεργασμένη μορφή αυτής της εκδοχής. Πρόκειται για μία άρτια γλωσσικά απόδοση, η οποία θα ικανοποιούσε τόσο τον συγγραφέα όσο και τον Αλισανδράτο, που πρώτος έβγαλε το δοκίμιο από την αφάνεια. Προστέθηκαν μεσότιτλοι, πλήθυναν οι παράγραφοι και το κυριότερο, ο λόγος έγινε μικροπερίοδος. Σε αυτήν τη μορφή, το δοκίμιο δημιουργεί την εντύπωση πως γράφτηκε σήμερα, από κάποιον, που παρακινήθηκε από την τρέχουσα πολιτικοκοινωνική κατάσταση. Κατά μία άποψη, ο Κονεμένος δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να σχολιάζει τα αυτονόητα σχετικά με την ανθρώπινη φύση, τις κοινωνικές συμβάσεις, τους πολέμους, τον χριστιανισμό, μέχρι και τον κομμουνισμό. Μόνο που αυτά τα αυτονόητα έχουν τόσο στρεβλωθεί από την κρατούσα λογική, ώστε η διατύπωσή τους να ηχεί σχεδόν πρωτότυπη. Το δοκίμιο, στη μετάφραση της Ευθυμιάτου, θα άξιζε να εκδοθεί σε ανεξάρτητο τομίδιο, από αυτά των τεσσάρων τυπογραφικών, που είναι πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια, ώστε ο Κονεμένος, έστω έναν και πλέον αιώνα μετά το θάνατό του, να βρει το μεγάλο αναγνωστικό κοινό που του αντιστοιχεί.
Το δοκίμιο αποτελεί το θέμα της εισήγησης του Αλισανδράτου στο Συμπόσιο για «Το Ιόνιο. Οικολογία-Οικονομία-Ρεύματα ιδεών», το 1985, που, στον πρόσφατο τόμο, παρατίθεται δεύτερη στη σειρά. Ο μελετητής διευκρινίζει ότι καταχρηστικά το χαρακτήρισε δοκίμιο, καθώς πρόκειται για συνεχές κείμενο, με πολλά επιμέρους “άρθρα κοινωνικού προβληματισμού”. Το εντάσσει σε μία σειρά δημοσιευμάτων του Κονεμένου, στα οποία εκείνος αναπτύσσει τις κοινωνικές του απόψεις, με πρώτο, το “βιβλιαράκι” του 1876, «Η Οικογένεια», και τελευταίο την “αυτοβιογραφική και σατιρική” έως και “πικρόχολη” «Διαθήκη» του 1901. Παρατηρεί, επίσης, ότι, ενώ οι ασχολούμενοι με το γλωσσικό ζήτημα πρόσεξαν τα δυο γλωσσικά του δοκίμια, οι ιστορικοί των σοσιαλιστικών ιδεών και του σοσιαλιστικού κινήματος αγνόησαν τα κοινωνικά του δοκίμια, ιδίως το συγκεκριμένο. Σε μεταγενέστερο άρθρο του, δημοσιευμένο το 1993, στα εκατό χρόνια από τη γραφή του δοκιμίου, ο Αλισανδράτος εστιάζει στο καταληκτικό μέρος του, όπου ο Κονεμένος προτείνει την ίδρυση μίας “κομμουνιστικής κοινότητας χιλίων ατόμων”, ώστε να δοκιμαστούν οι ιδέες και να φανεί κατά πόσο το σύστημα είναι εφαρμόσιμο. Οραματιζόταν μία κοινωνία ουσιαστικά πολιτισμένη και όχι μόνο κατ’ όνομα, όπως ήταν η δική του.
Φωτεινές απόψεις
Ο Αλισανδράτος, σε μία από τις πρώτες μελέτες του για τον Κονεμένο, ασχολείται με τις γλωσσικές απόψεις του, όπως εκείνος τις έχει διατυπώσει στα δυο βασικά γλωσσικά του μελετήματα, του 1873 και του 1875. Συγκρατεί ως τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά τρία σημεία: Πρώτον, “η κοινή νεοελληνική είναι γνήσιο γέννημα της αρχαίας και έχει ίσα δικαιώματα με αυτήν”. Δεύτερον, είναι “πολύ φυσικό η γλώσσα της ποίησης – και αυτή στα Επτάνησα ήταν η δημοτική – να είναι και γλώσσα της πεζογραφίας, έντεχνης και μη”. Και τρίτον, “να πάρουμε από την αρχαία (επομένως και από την καθαρεύουσα) όσα λόγια στοιχεία μας χρειάζονται”. Στη συνέχεια, σταχυολογεί κι άλλες ενδιαφέρουσες απόψεις, με γνωστότερη, χάρις στον Λορέντζο Μαβίλη που την εκστόμισε από τα βουλευτικά έδρανα, την απόφανση ότι “υπάρχει χυδαίο ύφος και χυδαίος τρόπος, όχι χυδαία γλώσσα”. Επισημαίνει ότι αυτά τα δυο γλωσσικά μελετήματα προηγήθηκαν κατά μία δεκαπενταετία του βιβλίου του Ψυχάρη, «Το ταξίδι μου».
Άξια σχολιασμού είναι η αμφιλεγόμενη στάση που κράτησε ο Χιώτης λόγιος απέναντι σε αυτές τις “φωτεινές απόψεις” του προδρόμου του. Για χρόνια τον αγνόησε, και μόνο πολύ αργά, μετά το 1903 και τον εγκωμιαστικό σχολιασμό από τον ελληνιστή Καρλ Κρουμπάχερ, άρχισε να τον μνημονεύει. Αν και με συγκατάβαση, σαν “τον αγαθό μας γέρο Κονεμένο και τη μισογλωσσιά του”. Πάντως, ο Κονεμένος, μέχρι τέλους, επέμεινε στο μέσο δρόμο μεταξύ καθαρεύουσας και ψυχαρικής δημοτικής. Όσο για τον Ψυχάρη, ευνοήθηκε από τις συγκυρίες. Ο Κονεμένος απεβίωσε την 1η Μαρτίου 1907, ενώ ο Ψυχάρης, 22 χρόνια νεότερος, απεβίωσε 22 χρόνια αργότερα, κατέχοντας μέχρι τέλους την καθηγητική έδρα, παρά τα 75 έτη του. Ήταν άρα αναμενόμενο να σβήσει τον Επτανήσιο από τον γλωσσικό χάρτη. Ασχέτως αν είχε ο καιρός γυρίσματα για τον Κονεμένο. “Φωστήρα της Επτανήσου”, τον αποκαλεί ο Μαλακάσης στο νεκρολόγημά του. Ενώ, ο πρόσφατος τόμος ξεκινάει με τις γλωσσικές του απόψεις. Το χρονολογικά πρώτο κείμενο του Αλισανδράτου, του 1976, είναι απόσπασμα από εκτενέστερη μελέτη του για την ποίηση τ῾῾ου Βαλαωρίτη. Αναφέρεται σε μία από τις ύστερες, γλωσσικές απόψεις του Κονεμένου. Το 1905, υποστήριζε πως η δημοτική είχε επισήμως καθιερωθεί ως η μόνη γλώσσα της ποίησης από την 25η Μαρτίου 1872, όταν ο Βαλαωρίτης, κατόπιν προσκλήσεως της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου, απήγγειλε τον «Ύμνον στον Πατριάρχη». Κατά τα άλλα, ο Κονεμένος θεωρούσε την ποίηση του Βαλαωρίτη παρωχημένη και το συγκεκριμένο ποίημα “τερατώδες”.
Ο Κονεμένος ήταν ο ίδιος ποιητής, ασχέτως αν ιστορικοί και ανθολόγοι τον προσπερνούν. Στο Συμπόσιο προς τιμήν του, που διοργανώθηκε στη γενέτειρά του, την Πρέβεζα, Σεπτ. 1994, στις 15 εισηγήσεις, οι πέντε αφορούσαν τον ποιητή, με πρώτο ομιλητή τον Αλισανδράτο. Στον πρόσφατο τόμο αναδημοσιεύεται η εισήγησή του, όπου, καταλήγοντας, υπόσχεται “ιδιαίτερη έκδοση των ποιημάτων με αναλυτικά σχόλια”. Αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, όπως και ο δεύτερος τόμος των Απάντων του, που ο Βαλέτας καθυστερούσε, αναζητώντας, μεταξύ άλλων, την ποιητική συλλογή που ο Κονεμένος είχε εκδώσει το 1879, στην Αθήνα, με τα αρχικά του. Πρόκειται για επτά ποιήματα, που αναδημοσιεύονται διορθωμένα, ως επιλογή από τα ποιήματα των τριών πρώτων φυλλαδίων της πενταετίας 1863-67. Εκτός αυτών, στη μελέτη του Αλισανδράτου καταγράφεται το σύνολο της περιορισμένης ποιητικής του σοδειάς. Σχολιάζονται τα εκτενέστερα, ενώ διατυπώνεται απερίφραστα η ετυμηγορία του μελετητή: “Ο Κονεμένος δεν ήταν ποιητής. Η κριτική του οξυδέρκεια ήταν μεγάλη, αλλά οι ποιητικές του δυνάμεις πολύ μικρές”. Περισσότερο γενναιόδωρος στέκεται ο Παλαμάς στη νεκρολογία του Κονεμένου, όπου τον χαρακτηρίζει, “τρυφερό, πονεμένο, πλατωνικό, δακρυοστάλαχτο”.
“Ηπειρώτης με επτανησιακή καλλιέργεια” ο Κονεμένος, δεν κάνει την πρώτη του εμφάνιση με ποίημα, πεζό ή δοκίμιο, αλλά με ένα ηπειρώτικο γλωσσάρι, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Πανδώρα». Ο Αλισανδράτος σκιαγραφεί τη γενολόγιά του, τον βουνίσιο πατρικό κλάδο και τον μητρικό, όπως μεταφυτεύτηκε από τη Σικελία στη Λευκάδα, εξ ου και το επίθετο Σικελιανοί. Ετυμολογεί και το επίθετο Κονεμένος, ενώ αναζητά στο έργο του την Πρέβεζα. Παραδόξως είναι πολλές οι σκόρπιες αναφορές, παρόλο που έφυγε βρέφος και ποτέ δεν επέστρεψε.
Ο αλληλογράφος
Στον πρόλογο του πρώτου τόμου των Απάντων Κονεμένου, ο Βαλέτας σημειώνει: “Περιμένω ακόμα να δοθούν γρήγορα τα προς Λασκαράτον γράμματα, για να τα περιλάβω στο Β΄ τόμο.” Αυτά τα γράμματα τα πρωτοδημοσίευσε ο Αλισανδράτος ως δεύτερο τόμο στη Σειρά Μελετών της Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, το 1996. Τότε είχαμε παρουσιάσει την έκδοση, που τιτλοφορείται, «Ανέκδοτα γράμματα του Ν. Κονεμένου προς Ανδρέα Λασκαράτο (1860-1861, 1863)». Στον πρόσφατο τόμο αναδημοσιεύονται, συμπληρώνοντας το κεφάλαιο Κονεμένος. Το κυρίως σώμα είναι 24 γράμματα της διετίας 1860-1861, τα οποία αντανακλούν την οξύτατη πολιτική διαμάχη ανάμεσα σε “παλαιούς” ριζοσπάστες και “ενωτιστές” ή και “ψευδοριζοσπάστες” εκείνης της περιόδου. Αντιθέτως, τα δυο της διετίας 1863-64 είναι γύρω από τη “διεστραμμένη” στιχουργία του, όπως ο ίδιος την αποκαλεί. Απαραίτητο βοήθημα για τον σημερινό αναγνώστη των επιστολών συνιστούν η εισαγωγή και οι εκτενείς σημειώσεις του Αλισανδράτου, καθώς και η συναγωγή μελετημάτων του για τον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό. Πρόκειται για μία φιλία δι’ αλληλογραφίας, που κάρπισε παρά την ηλικιακή διαφορά μίας εικοσαετίας χάρις στην ιδεολογική τους συστράτευση εναντίον των “ψευδοριζοσπαστών”. Και βεβαίως, χάρις στις εφημερίδες τους, τον «Εωσφόρο» του Κονεμένου και τον «Λύχνο» του Λασκαράτου, μέσω των οποίων ασκούσαν την πολεμική τους.
Συνοψίζοντας, χωρίς την “αναστύλωση” του Βαλέτα και τις μελέτες του Αλισανδράτου, ο Νικόλαος Κονεμένος ουσιαστικά δεν θα υπήρχε. Θα παρέμενε μία θολή και ελλιπής παρουσία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/1/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου