Γιάννης Τσίρμπας
«Η Βικτώρια δεν υπάρχει»
Εκδόσεις Νεφέλη
Σεπτέμβριος 2013
Προβληματισμό εξακολουθεί να προκαλεί η χρήση μεθόδων γενετικής βελτίωσης των φυτών, παρά την συνεχή, παγκοσμίως, εξάπλωσή τους. Το βασικότερο πλεονέκτημα, κάποτε ακαταμάχητο, μίας γενετικής επέμβασης είναι η ταχύτητα με την οποία προκύπτουν οι τροποποιημένοι οργανισμοί. Ουδεμία σύγκριση υπάρχει με την μακροχρόνια διαδικασία των παραδοσιακών τρόπων βελτίωσης. Όπως πέραν πάσης συγκρίσεως είναι και τα εμφανισιακά χαρακτηριστικά των νέων φυτών, κυρίως το μέγεθος και το χρώμα, που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς. Ενώ, το βασικότερο χαρακτηριστικό, η επιτάχυνση της ωρίμανσης των φυτών, έχει άμεσο οικονομικό όφελος. Τώρα, θα μου πείτε, τι μας ενδιαφέρουν τα μεταλλαγμένα τρόφιμα. Αυτά βλάπτουν μόνο το σαρκίο. Ο βεβιασμένος, όμως, τρόπος, με τον οποίο προκύπτουν, δεν διαφέρει και πολύ από πρακτικές χειραγώγησης, που τα τελευταία χρόνια κερδίζουν έδαφος στο χώρο της λογοτεχνίας.
Προ εικοσαετίας, είχαμε δημοσιεύσει ένα κείμενο με τίτλο «Ο βιασμός του συγγραφέα», με αφορμή, παραγγελία εφημερίδας σε γνωστούς λογοτέχνες για τη συγγραφή διηγήματος 300 λέξεων. Στο ενδιάμεσο, αυτό που εμείς είχαμε αποκαλέσει βιασμό κατέληξε κυρίαρχος κανόνας. Οι συγγραφείς γράφουν κατά παραγγελία διηγήματα, ενώ οι αναγνώστες εθίζονται στην γρήγορη τροφή που τους σερβίρουν. Σε αυτήν την περίπτωση, πάντως, δεν γεννάται θέμα μετάλλαξης, δεδομένου ότι η συγγραφική συνείδηση είναι ήδη διαμορφωμένη και το κυρίως έργο, κατά κανόνα, δεν επηρεάζεται. Η παραλληλία με τις γενετικές επεμβάσεις στα φυτά αποκαθίσταται στην περίπτωση επίδοξων συγγραφέων, που άρχισαν να πληθαίνουν εντυπωσιακά.
Το θέλγητρο της δημοσιότητας, που εξασφαλίζει η ταυτότητα του συγγραφέως, ελκύει μία ευρύτερη ομάδα, το συχνότερο, με ανώτατη παιδεία και εξασφαλισμένη επαγγελματική σταδιοδρομία. Ιδιαίτερα σήμερα, που τους νέους συγγραφείς τους προωθεί το σταρ-σύστεμ. Με αποτέλεσμα, οι πρωτοεμφανιζόμενοι να παίρνουν στο πεδίο της λογοτεχνίας διαστάσεις φαινομένου. Κατά κανόνα επείγονται, ακόμη περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η ανάδειξή τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη νεότητα. Κατά κάποιο τρόπο, υπάρχει όριο ηλικίας στην ταυτότητα του πρωτοεμφανιζόμενου. Γεγονός που τους καθιστά επιδεκτικούς σε ταχύρρυθμες μεθόδους βελτίωσης, όπως οι Σχολές Δημιουργικής Γραφής, που, μετριοπαθέστερα, αποκαλούνται Εργαστήρια ή και Σεμινάρια. Το 2006 εμφανίστηκε το πρώτο Εργαστήριο υπό τη σκέπη του Ε.ΚΕ.ΒΙ., χάρις σε έναν πρώτο Έλληνα δάσκαλο που μεταλαμπάδεψε τα φώτα από τις ΗΠΑ στα καθ’ ημάς. Μέσα σε επτά χρόνια, οι Σχολές πολλαπλασιάστηκαν.
Συμπληρωματικά προς τις Σχολές λειτουργούν οι διαγωνισμοί διηγήματος, που επίσης πληθαίνουν. Σχεδόν οι πάντες προκηρύσσουν διαγωνισμούς. ιδρύματα, εκδοτικοί οίκοι, περιοδικά, λέσχες ανάγνωσης, δήμοι, κοινότητες, εταιρείες πάσης φύσεως. Αυτοί οι διαγωνισμοί παρουσιάζουν ενδιαφέρον για επίδοξους συγγραφείς, καθώς εξασφαλίζουν μία κάποια δημοσιότητα και το κυριότερο, το διήγημά τους, αν συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα, εκδίδεται σε συλλογικό τόμο. Ταυτόχρονα, όμως, συνιστούν μέθοδο μαθητείας στη γραφή συγκεκριμένου τύπου διηγήματος, με δοσμένο θέμα, συγκεκριμένο αριθμό λέξεων και προδιαγεγραμμένο περιεχόμενο, ώστε να συνάδει με το επικρατούν πολιτικώς ορθό και τα τρέχοντα γούστα. Αυτό το περιοριστικό πλαίσιο φέρνει το υποβαλλόμενο διήγημα εγγύτερα στην έκθεση ιδεών των πανελλήνιων εξετάσεων. Όπως στις εισαγωγικές, βαθμολογείται με άριστα ορισμένος τύπος έκθεσης, τον οποίο ο μαθητής έχει διδαχθεί στο φροντιστήριο, παρομοίως στον διαγωνισμό βραβεύεται διήγημα συγκεκριμένων προδιαγραφών, για το οποίο προετοιμάζουν τα σεμινάρια γραφής.
Συχνά οι διαγωνισμοί προκηρύσσονται από φορείς, με στόχο την αυτοδιαφήμισή τους, οπότε ο προσδιορισμός του θέματος γίνεται ακόμη πιο περιοριστικός. Άλλοτε πάλι, οι διοργανωτές του διαγωνισμού, επιζητώντας πρωτότυπα θέματα, καταλήγουν σε προκρούστειες λύσεις. Ένα καλό παράδειγμα προσφέρει ηλεκτρονικός διαγωνισμός διηγήματος, με τίτλο «Λόγω Τέχνης», που ξεκίνησε το 2010. Σε αυτόν, αντί θέματος, ορίζεται το διήγημα να περιέχει συγκεκριμένες λέξεις. Λ.χ., στο διαγωνισμό του 2012, οι λέξεις ήταν οι εξής 11: θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρολόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα. Τον επόμενο χρόνο, τα 40 καλύτερα διηγήματα, επί συνόλου 1911(!), εκδόθηκαν σε βιβλίο, με τίτλο, «11 λέξεις». Από τους συγγραφείς αυτού του συλλογικού τόμου, ενός μόνο έχουμε πεζογραφικό δείγμα, ώστε να μπορεί να υπάρξει κάποια σύγκριση με το κατά παραγγελία.
Πρόκειται για τον Γιάννη Τσίρμπα, που πήρε στον εν λόγω διαγωνισμό τον τρίτο έπαινο, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση, με το διήγημα «Θερμοκοιτίδα». Μέσα στο έτος, εκδόθηκε το πρώτο ολιγοσέλιδο βιβλίο του. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται το διήγημα, παρόλο που δεν πρόκειται για συλλογή διηγημάτων αλλά, κατά τον χαρακτηρισμό του συγγραφέα, για νουβέλα. Το διήγημα συνίσταται στην προφορική αφήγηση μιας γυναίκας, που την εγκατέλειψε ο άντρας της με τέσσερις κόρες, μετά την τελευταία γέννα. Για ένα διάστημα, εκείνος σπίτωσε άλλη, δυο δρόμους παρακάτω. Αργότερα, επέστρεψε στην οικογενειακή εστία. Στην παλαιότερη ηθογραφία είναι συνηθισμένο θέμα η γυναίκα, που γίνεται θύμα συζυγικής βίας και εγκατάλειψης. Στην ιστορία, όμως, του Τσίρμπα προστίθενται παράταιρες περιγραφές, όπως η εκτενής περί αυτοσχέδιας θερμοκοιτίδας για να σωθεί η πρόωρα γεννημένη τέταρτη κόρη ή εκείνες για τη φυγή του μηχανόβιου συζύγου και την εμφάνιση του κουμπάρου. Σε παρόμοιες ηθογραφίζουσες ιστορίες, εμφανίζονται κουμπάροι, προσφυώς όμως εμπλεκόμενοι, όπως, λ.χ., στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Πατέρας στο σπίτι!». Βεβαίως, όλα μπορούν να χωρέσουν σε μια αφήγηση. Εδώ, πάντως, χάρις σε αυτά τα μέρη, χρησιμοποιούνται οι συγκεκριμένες λέξεις. Και πάλι, μόνο οι δέκα. Λείπει η λέξη χελιδόνι. Αρχικά, υποθέσαμε ότι οι κριτές στάθηκαν επιεικείς. Ότι, ίσως και αργά, κατάλαβαν πως έντεκα λέξεις, όταν, μάλιστα, δεν προέρχονται από συγκεκριμένη εννοιολογική ενότητα, είναι δύσκολο σταυρόλεξο. Λανθασμένη εικασία. Το διήγημα στην πρώτη δημοσίευσή του στο συλλογικό τόμο έχει και μία πρόταση με τη λέξη χελιδόνι. Την αφαίρεσε ο συγγραφέας στο βιβλίο και καλά έκανε. Παραήταν γλαφυρή η παρομοίωση της επιστροφής του άπιστου συζύγου με χελιδόνι. Αντ’ αυτής, συγκεκριμενοποίησε την οικογενειακή εστία στην οδό Φυλής, ώστε το διήγημα να δένει με τη θεματική του βιβλίου του.
Αν δεν σφάλλουμε, ο Τσίρμπας εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2007, στο διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη, με θέμα «Είμαστε όλοι μετανάστες». Εκείνο το διήγημά του, με τίτλο, «Ρου Που», δεν ενσωματώθηκε στο πρόσφατο βιβλίο. Ούτε το διήγημα του επόμενου διαγωνισμού, στον οποίο έλαβε μέρος δυο χρόνια αργότερα, εκείνον του Βρετανικού Συμβουλίου, που είχε ως θέμα, «Φανταστείτε το μέλλον σας σε μία πόλη που αλλάζει». Ωστόσο, το βιβλίο του, τουλάχιστον ο βασικός κορμός, συνενώνει τα θέματα των δυο διαγωνισμών, που, έτσι κι αλλιώς, είναι αλληλένδετα. Η Βικτώρια του τίτλου δεν είναι κάποια γυναίκα, αλλά η Βασίλισσα Βικτωρία της Μεγάλης Βρετανίας, το όνομα της οποίας δόθηκε στην πλατεία Κυριακού. Συνοικία, δηλαδή διοικητική περιοχή, Βικτώρια δεν υπάρχει. Υπάρχει περιοχή Κυριακού, στην οποία ανήκει η μετονομασθείσα το 1943 πλατεία.
Άρα, κυριολεκτεί ο τίτλος του βιβλίου, που αντλείται από τον ισχυρισμό ενός από τους δυο συνομιλούντες ήρωες. Τρόπος του λέγειν συνομιλούντες. Ο ένας μιλάει και ο άλλος ακούει. Αυτός ο δεύτερος είναι ο αφηγητής. Μόλις που πετάει καμία ερώτηση, η οποία μεταφέρεται σε πλάγιο λόγο μαζί με τις σκέψεις του. Απόπειρα συνομιλίας γίνεται με αφορμή την ύπαρξη ή μη περιοχής Βικτώριας. Για τον αφηγητή, που έχει μεγαλώσει στην Αγία Παρασκευή, περιοχή με αυτό το όνομα δεν υπάρχει. Για τον άλλο, όμως, είναι ολόκληρος ο κόσμος των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Γεννημένος μέσα στη δεκαετία του ’70, πρόλαβε τις γειτονιές, αυτές τις στενά δεμένες κοινωνικές μονάδες, που, σήμερα, τουλάχιστον στο κέντρο της Αθήνας, έχουν εκλείψει. Και η συγκεκριμένη γειτονιά έχει μακριά λογοτεχνική παρουσία, κυρίως ως πλατεία Κυριακού, χάρις στους συγγραφείς που μεγάλωσαν εκεί στη δεκαετία του ’40 και τις πρώτες μεταπολεμικές. Από αυτήν την άποψη, παρουσιάζει ενδιαφέρον το βιβλίο του Τσίρμπα, γέννημα θρέμμα της πλατείας, όπως ο Μένης Κουμανταρέας ή και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αποτελεί ένα τελευταίο κεφάλαιο στις ιστορίες του πρώτου και τους στίχους του δεύτερου.
Ο κεντρικός ήρωας αναφέρει τον Παπαδόπουλο, με αφορμή το άγαλμα της πλατείας, που εκείνος το έκανε τραγούδι. Με νατουραλιστική πιστότητα δίνει τη σημερινή εικόνα, ανακαλώντας αντιστικτικά παλαιότερες εικόνες από τα αγαπημένα του στέκια. Ο οιονεί μονόλογος, σε φωνογραφική απόδοση της εκφοράς του τρέχοντος ιδιόλεκτου, στρέφεται γύρω από τους νέους κατοίκους που έφεραν τις μεγάλες αλλαγές. Με άλλα λόγια, τις αλλεπάλληλες φυλές μετα ναστών που εγκαταστάθηκαν από το 1990 και ύστερα, με τα ενδυματολογικά και άλλα συνήθειά τους και τους ποικίλους τρόπους επιβίωσης. Αντανακλά τα αισθήματα του γηγενούς, που πρέπει να επιβιώσει μέσα σε αυτό το ετερόκλητο πλήθος, τόσο διαφορετικό πολιτισμικά. Η στενοχώρια που νιώθει, προσομοιάζει με του Έλληνα που βρίσκεται αναγκασμένος να κατοικήσει στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας οποιασδήποτε ασιατικής ή αφρικάνικης μεγαλούπολης, όπως, λ.χ., το Κάϊρο. Εδώ, προστίθεται το αίσθημα αδικίας, γιατί αυτός πένεται και οι ξένοι στον δικό του τόπο καλοπερνούν. Του έρχεται να τους δείρει.
Μόνο που ο ήρωας το κάνει πράξη. Όπως φτάνει να σκεφτεί τρόπους εξόντωσης των εισβολέων. Άλλο, όμως, να νιώθεις δυστυχής στη γειτονιά σου, γιατί έκλεισε το Λε Παλμιέ και το Μαξίμ της πλατείας και άνοιξε το Γκούντυς που θέλει κωδικό για τη χρήση της τουαλέτας, γιατί τα σκάμματα με άμμο έγιναν τσιμέντο ή γιατί τον ρακοσυλλέκτη παλαιάς κοπής εκτόπισαν οι μελαμψοί με τα καροτσάκια που ψάχνουν για μέταλλα και άλλο να βλέπεις τον ξένο σαν ποντικό και να εμπνέεσαι τρόπους θανάτωσής του, χωρίς χημικά και διάφορα άλλα που είναι ευκόλως ανιχνεύσιμα. Την απόσταση την αντιλαμβάνεται ο οιοσδήποτε που βρίσκεται στη θέση του παρατηρητή, όπως ο κυριλέ Αγιοπαρασκευιώτης συνταξιδιώτης του. Μήπως, όμως, αυτή η απόσταση δεν είναι και τόσο μεγάλη για τον γηγενή κάτοικο της πλατείας, που νιώθει απειλούμενος και με τραυματισμένη την αξιοπρέπειά του, καθώς δεν έχει ούτε τα ελάχιστα, για βενζίνη, για ένα παγωτό ή και για τσιγάρο όχι μαϊμού. Τον γηγενή που μεγάλωσε, υπερηφανευόμενος για την πατρίδα του, τη θρησκεία του και τον ανδρισμό του. Ο μονόλογος αναδεικνύει αυτό το κομβικό σημείο, ασχέτως αν το αποτέλεσμα πιστεύουμε πως θα γινόταν πειστικότερο, με περισσότερο δηλωτικούς και λιγότερο κραυγάζοντες αφηγηματικούς τρόπους. Αν ο ρεαλισμός δεν είχε τόση ωμότητα, αν οι καταστάσεις δεν σπρώχνονταν σε ακραίες εκφάνσεις, αν οι τόνοι κλιμακώνονταν.
Οι δυο χαρακτήρες σκιαγραφούνται σύμφωνα με το αντιθετικό σχήμα του άσπρου μαύρου. Ο ένδον λόγος του συνεπιβάτη – ακροατή δείχνει τον πολιτικώς ορθά σκεπτόμενο σε θέματα όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι μετανάστες. Σε ένα σημείο, μάλιστα, που αναφέρεται στο ρόλο της τηλεόρασης, μοιάζει περισσότερο με απόσπασμα από κοινωνιολογίστικη ανάλυση. Το βιβλίο αποτελείται από τον κυρίως κορμό, που είναι η ομότιτλη ιστορία, χωρισμένη σε έξη κεφάλαια, και πέντε ακόμη, αυτοτελείς και με ιδιαίτερο τίτλο ιστορίες, που παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων. Ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του, διατείνεται πως τις συμπεριέλαβε για να δείξει ότι υπήρχαν καταστάσεις εγκλεισμού και υπόγειας βίας και πριν ξεκινήσει η μαζική εγκατάσταση μεταναστών και η οικονομική κρίση. Από μία άποψη, κάτι αυτονόητο. Όπως και να έχει, αυτό το δείχνει με μια ιστορία στην περίοδο της Απριλιανής Δικτατορίας, και ακόμη τέσσερις, για έναν φυλακισμένο, έναν εσωτερικό μετανάστη της δεκατιάς του ’60, έναν άπορο και την εγκαταλειφθείσα σύζυγο. Εδώ, τα χαρακτηριστικά της γραφής, που αναφέραμε, με σταθερό τον πρωτοπρόσωπο λόγο (σε μία ιστορία δοκιμάζεται το δεύτερο πρόσωπο), γίνονται περισσότερα έκδηλα.
Ο Τσίρμπας είναι αντιπροσωπευτικός της ομάδας των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων. Άνθισε στα νεόκοπα φυτώρια, που αντικατέστησαν εκείνα των λογοτεχνικών περιοδικών, και οι αφηγηματικοί τρόποι του αποτελούν χαρακτηριστικά της πιο ευδιάκριτης Σχολής γραφής, που προέκυψε από τα Σεμινάρια και τους Διαγωνισμούς. Σε περιπτώσεις όπως η δική του, η χρήση μεθόδων βελτίωσης προβληματίζει. Δεδομένου ότι έχει αφηγηματικές δυνατότητες, μένει ζητούμενο, διά της φυσιολογικής ωρίμανσης, τι θα προέκυπτε.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/2/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου