Κατά τη διάρκεια του επετειακού 2013, καταβλήθηκαν, για ακόμη μία φορά, ποικίλες προσπάθειες προσέγγισης του Καβάφη και του έργου του δια της εικαστικής, θεατρικής, συγγραφικής ή και φιλολογικής οδού. Πιθανώς, επί ματαίω. Ποσοτικώς, όμως, η συγκομιδή υπήρξε πλουσιωτάτη. Πρωτίστως σε πίνακες ζωγραφικής, δευτερευόντως σε θεατρικά έργα, κυρίως μονολόγους, παρεμπιπτόντως και σε βιβλία. Πλουσιοπαρόχως, πάντως, σε κείμενα, εγκατεσπαρμένα ως μεμονωμένος μόχθος σε ποικίλα έντυπα, αλλά και συντεταγμένα σε πρακτικά ημερίδων, συμποσίων, συνεδρίων, που προσώρας τυπώνονται, αλλά και σε αφιερώματα περιοδικών. Δυστυχώς, αυτά τα τελευταία στάθηκαν ολίγα. Εμείς μετρούμε μόλις τρία σε περιοδικά με έδρα την Αθήνα. Για την υπόλοιπη Ελλάδα ή την Κύπρο, ένας κάτοικος του κλεινού άστεως ελάχιστα γνωρίζει.
Εδώ, ο Τύπος και αυτά τα τρία αφιερώματα μόλις που τα επεσήμανε. Αντιθέτως, το ένα μοναδικό της αλλοδαπής μνημονεύθηκε δεόντως. Και εκείνο έργο ημεδαπών, όμως μυρωμένο εν Παρισίοις. Και ως γνωστόν, στο συλλογικό υποσυνείδητο τα Φώτα της Εσπερίας είναι ιερά. Υπεράνω κριτικής το αφιέρωμα του περιοδικού «Europe», που ίδρυσε προ 90 ετών ένας Ρομαίν Ρολάν. Ούτε καν σχολιάστηκε το τόλμημα του επιμελητή, χωρίς συναίσθηση των δυσκολιών, να παρουσιάσει Καβάφη σε δική του μετάφραση. Τρία ποιήματα ως πρώτη γεύση: «Souviens-toi, corps...», «Si seulement», «Jours de 1908». Απορούμε, με τον τίτλο «Si seulement», πόσοι αναγνώστες ανακαλούν για ποιο καβαφικό ποίημα πρόκειται.
Τα τρία αφιερώματα στεγάστηκαν, τα δυο σε λογοτεχνικά περιοδικά, «Το Δέντρο» και «Νέα Εστία», το τρίτο στα «Σύγχρονα Θέματα». Στο πρώτο έχουμε ήδη αναφερθεί. Το αφιέρωμα καταλαμβάνει 155 σελίδες επί συνόλου 229. Με τίτλο, «Ξαναδιαβάζουμε τον Καβάφη», τα 28 κείμενα απλώνονται σε ολόκληρο το καβαφικό τοπίο. 25 οι ζώντες συνεργάτες, δυο από το δυναμικό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (Μ. Χρυσανθόπουλος, Μ. Βασιλειάδη) συμμετέχουν και στο αφιέρωμα του έτερου λογοτεχνικού περιοδικού, ενώ ένας (Δ. Αγγελής), και στο τρίτο.
Τον Ιούλιο κυκλοφόρησε το αφιέρωμα του περιοδικού «Σύγχρονα Θέματα». Το διπλό τεύχος του δεύτερου εξαμήνου του 2013 ανοίγει με τον «Φάκελο: Ο Καβάφης του Τσίρκα», που απλώνεται σε 105 σελίδες, καταλαμβάνοντας κάτι περισσότερο από το μισό τεύχος. Βασικό ατού του αφιερώματος είναι τα ντοκουμέντα, που ανασύρει από δυο Αρχεία· του Στρατή Τσίρκα και του Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Γεννιέται η απορία, γιατί αυτά τα πολύτιμα τεκμήρια δεν έτυχαν αυτοτελούς έκδοσης. Δεδομένου, μάλιστα, ότι τα Αρχεία δεν βρίσκονται στα χέρια κληρονόμων αλλά απόκεινται στο Ε.Λ.Ι.Α.. Πρόκειται για τα “ημερολόγια εργασίας”, που κρατούσε ο Τσίρκας κατά τη συγγραφή των δυο καβαφικών μελετών, και για την αλληλογραφία του κυρίως με τον Παπαϊωάννου, αλλά και με τους Μάρκο Αυγέρη και Τάσο Βουρνά. Στο αφιέρωμα παρατίθενται αποσπάσματα από 80 ημερολογιακές καταγραφές, 45 από το ημερολόγιο της πρώτης μελέτης «Ο Καβάφης και η εποχή του» και 25 από εκείνο της δεύτερης «Ο πολιτικός Καβάφης». Επίσης, αποσπάσματα από 11 επιστολές Τσίρκα προς Παπαϊωάννου, δυο Παπαϊωάννου προς Τσίρκα, μία Τσίρκα προς Αυγέρη, δυο Αυγέρη προς Τσίρκα και μια Τσίρκα προς Βουρνά. Για τη μη έκδοση των τεκμηρίων δεν είναι υπεύθυνοι οι μελετητές. Εκείνο που θα αναμενόταν από αυτούς είναι μία περιγραφή των δυο ημερολογίων και των επιστολικών σωμάτων, για να δοθεί ευκρινέστερη εικόνα για “το εργαστήρι του κριτικού Τσίρκα”, όπως είναι και ο τίτλος της πρώτης ενότητας του τριμερούς αφιερώματος.
Σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα των επιμελητών του, Γιάννη Παπαθεοδώρου και Μίλτου Πεχλιβάνου, ο συγκεκριμένος επετειακός “αναστοχασμός” στοχεύει να αναδείξει τον Τσίρκα ως κριτικό του Καβάφη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από εκείνο της Αριστεράς, στο οποίο είχε ουσιαστικά περιοριστεί την εποχή που εκδόθηκαν οι δυο μελέτες. Μισό και πλέον αιώνα αργότερα, όταν η θέαση του Καβάφη αλλάζει, χρειάζεται και “ο Καβάφης του Τσίρκα” να επαναπροσδιοριστεί με βάση τη σημερινή οπτική. Το πρώτο κείμενο της Χρύσας Προκοπάκη και του Αγγελή είναι ένα είδος προλόγου στα ημερολογιακά παραθέματα, που συνοδεύονται από σημειώσεις βιβλιογραφικού χαρακτήρα και κάποιες φιλολογικού. Σε αυτόν, σχολιάζονται συνοπτικά οι ημερολογιακές καταγραφές του Τσίρκα, χωρίς να διατυπώνονται παρατηρήσεις και ερωτήματα προς την κατεύθυνση που στοχεύει το αφιέρωμα. Το δεύτερο κείμενο των δυο επιμελητών ξεδιπλώνεται παράλληλα με τα παραθέματα της αλληλογραφίας, αποκαθιστώντας μία αφηγηματική ροή. Μένουμε με την εντύπωση πως όσοι αναγνώστες γνωρίζουν τη σχετική φιλολογία θα συμπληρώσουν κενά, πιθανώς και να εμβαθύνουν λίγο περισσότερο στην κριτική υποδοχή των μελετών του Τσίρκα από την Αριστερά. Οι υπόλοιποι, όμως, θα πρέπει μάλλον να περιμένουν το βιβλίο που ετοιμάζει ο Παπαθεοδώρου. Πάντως, η χρήση του Άλλου Καβάφη για τον “πολιτικό Καβάφη” του Τσίρκα, δημιουργεί σύγχυση, καθώς το Άλλος αντιπαρατίθεται προς το εκάστοτε ισχύον, οπότε σήμερα, ειδικότερα κατά το έτος Καβάφη, παραπέμπει στον ερωτικό Καβάφη.
Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος, τιτλοφορείται «Σε καιρό και σε τόπο», επίσης με δυο κείμενα. Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ παρουσιάζει τον Τσίρκα ως ιστορικό, μη επαγγελματία και γι’ αυτό δυο φορές πιο προσεκτικό, πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς, πέραν των γραπτών πηγών, χρησιμοποίησε φωτογραφικό υλικό και προφορικές μαρτυρίες. Με βάση τη σημερινή γνώση για την ελληνική παροικία της Αιγύπτου, προσθέτει διορθωτικές παρατηρήσεις στην πρώτη μελέτη του Τσίρκα, φωτίζοντας το ρόλο της αιγυπτιώτικης Αριστεράς μετά το 1952. Ενώ, σχετικά με τη δεύτερη μελέτη, επισημαίνει τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις του ίδιου του Τσίρκα. Ακολουθεί το κείμενο του Αλέξανδρου Καζαμία, με αντικείμενο την πρώτη μελέτη ως ιστορικό αφήγημα. Θυμίζουμε ότι, ως φιλολογική βιογραφία, έτυχε του αντίστοιχου κρατικού βραβείου λογοτεχνίας, που στάθηκε και το μοναδικό του Τσίρκα. Ο μελετητής επανέρχεται στην παρατήρηση του Χατζηιωσήφ για τον ταξικό διαχωρισμό της ελληνικής παροικίας σε “πρωτοκλασάτους” και “δευτεροκλασάτους”. Αυστηρός κριτής αυτός, επιμένει στις “ατέλειες” αυτού του ιστορικού εγχειρήματος και στο “μανιχαϊκό σχήμα”, που, κατ’ αυτόν, υιοθετεί ο Τσίρκας στην παρουσίαση της ελληνικής παροικίας. Όσο αφορά τον Άλλο Καβάφη του Τσίρκα, δεν υιοθετεί την άποψη ότι ο Καβάφης είχε εκδηλώσει “αντιαποκιακές πεποιθήσεις”.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος, «Στις πολιτείες της γραφής», αναζητούνται τα καβαφικά ίχνη στην τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες» και επιχειρείται ερμηνεία των συγγραφικών προθέσεων. Η Μαρία Ιατρού αναφέρεται κυρίως στον πρώτο τόμο, ο Ulrich Moennig εστιάζει στο μυθιστορηματικό ήρωα Ρόμπερτ Ρίτσαρντς και η Μαρία Τοπάλη, στον τρίτο τόμο, με έμφαση στον ίδιο μυθιστορηματικό ήρωα. Ο Γερμανός μελετητής τον παρουσιάζει, δανειζόμενος την περιγραφή του Αλέξ. Αργυρίου, “Ελληνιστής, ουτοπιστής, με σεξουαλική ιδιαιτερότητα”. Η Τοπάλη, μοναδική λογοτέχνις στους επτά συνεργάτες του αφιερώματος, προτιμά την τρέχουσα γλώσσα. Τον αναφέρει ως “οξφορδιανό ομοφυλόφιλο”, εισάγοντας τα δίπολα “Ρίτσαρντς-Σιμωνίδης” (το κεντρικό πρόσωπο της τριλογίας) όπως “Καβάφης-Τσίρκας”. Καταληκτικά δηλώνει ότι την “ιντριγκάρουν” οι πολυπολιτισμικές ταυτότητες, όπως η πιθανολογούμενη αρμενοϊρανική καταγωγή του Καβάφη. Έτσι προσθέτει στο αφιέρωμα μια πινελιά από την παλέτα του τρέχοντος επετειακού έτους.
Τον Δεκέμβριο κυκλοφόρησε το τρίτο αφιέρωμα, της «Νέας Εστίας». Παρατάσσεται μετά τις εισαγωγικές δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων, λιγότερο ή περισσότερο γνωστών συγγραφέων (σημειωτέον ότι καταργήθηκε το υποσελίδιο σύντομο βιογραφικό, που είχε καθιερώσει ο προηγούμενος διευθυντής), και πριν τις ενότητες “τεκμήρια”, “δοκίμιο”, “κριτική” (καταργήθηκε η βινιέτα “μηνολόγιο”). Λείπει πρόλογος της σύνταξης του περιοδικού, που να τοποθετεί το αφιέρωμα. Απουσιάζει ακόμη και μία διαχωριστική, έστω λευκή σελίδα, ενώ η φωτογραφία του Καβάφη, τοποθετημένη στο τέλος του αφιερώματος, σε αριστερή σελίδα, αντικριστά με την πρώτη σελίδα της τρίτης ενότητας, δημιουργεί την εντύπωση πως ο Αλεξανδρινός γυρίζει τα νώτα του σε αυτό.
Tο αφιέρωμα καταλαμβάνει 146 σελίδες επί συνόλου 318. Από τις οποίες το ένα τρίτο, που αντιστοιχεί στα δυο τελευταία κείμενα των Πιερ Μπερενζέ και Δημήτρη Καργιώτη, προστέθηκε από τη διεύθυνση του περιοδικού, όπως και η εικονογράφηση με σχέδια του κύπριου ζωγράφου Ανδρέα Καραγιάν. Αυτή η πληροφορία δίνεται σε υποσελίδια σημείωση μετά τον πρόλογο των δυο επιμελητριών του αφιερώματος, Λίζυς Τσιριμώκου και Ιωάννας Ναούμ, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση σε τι στοχεύει αυτή η προσθήκη, που δεν συνάδει με το πνεύμα του κυρίως αφιερώματος. Πόσω μάλλον όταν αυτό θέλει να εκφράζει την επιστημονική κοινότητα του Αριστοτελείου. Κατά τα άλλα, η εικονογράφηση συμπληρώνει το κενό του ερωτικού Καβάφη, ενώ το δεύτερο κείμενο φέρνει τον μοδάτο αέρα της κατεδάφισης. Κατά τη γνώμη μας, με το δικαίωμα του σταθερού αναγνώστη και σχολιαστή, τα πρώτα σημεία της πέμπτης περιόδου της Νέας Εστίας δεν δείχνουν και τόσο ευοίωνα.
Το αρχικώς προβλεπόμενο αφιέρωμα αποτελείται από τέσσερα κείμενα “πλάγιας φιλολογικής ματιάς”. Στον πρόλογο, αναφέρεται η σχέση «Νέας Εστίας» - Καβάφη, με το σχόλιο ότι το περιοδικό “δεν υπέκυψε” στο “δίλημμα Παλαμάς ή Καβάφης” και ότι σε αυτό “δημοσιεύτηκαν έγκαιρα αξιόλογες εργασίες για τον Καβάφη, πριν ακόμη από το αφιέρωμα, με αφορμή τον θάνατό του”. Η παρατήρηση δεν είναι μεν εσφαλμένη, δημιουργεί, όμως, εσφαλμένες εντυπώσεις. “Ας αναλογιστούμε ότι στα 1927 ο Ξενόπουλος ίδρυσε την Νέα Εστία, από τις σελίδες της οποίας ο Καβάφης απουσιάζει ως το 1930”, παρατηρεί ο Γ. Π. Σαββίδης. Εκείνος στηριζόταν στα βιβλιογραφικά δεδομένα του Κατσίμπαλη, εμείς, με τα πρόσθετα του Δασκαλόπουλου, μπορούμε να επαυξήσουμε το σχόλιό του. Πριν το 1930, ο Καβάφης αναφέρεται, κυρίως στη στήλη “Περιοδικά και εφημερίδες”, με σαφώς αρνητική χροιά. Όπως το ειρωνικό σχόλιο για “τους καλούς λογίους της Αλεξάνδρειας” και “την Νεο-αλεξανδρινή Σχολή, η οποία έχει ήδη, μεταξύ των άλλων, έναν Καβάφη ποιητήν κι’ έναν Λεοντήν μυθιστοριογράφον”. Ενώ, άλλος σχολιαστής αναφερόμενος στη αισθητική της γλώσσας προτείνει να αντικατασταθεί η τριάδα “Κάλβος, Παπαδιαμάντης, Καβάφης” με τους “Σολωμό, Καρκαβίτσα, Παλαμά”. Ή, ακόμη, ο Κλέων Παράσχος, σε κριτική του για τον ποιητή Μιχ. Στασινόπουλο, τοποθετεί τον Καβάφη “στους παλαιούς που έδωκαν πιά ό,τι είχαν να δώσουν”. Οι επιμελήτριες, ως αξιόλογες εργασίες αναφέρουν τρεις, των Άγρα, Νικολαρεΐζη και Παράσχου. Αυτές, όμως, δημοσιεύονται μετά τη δημοσίευση του πρώτου καβαφικού ποιήματος, στο τεύχος της 1ης Ιαν. 1930, «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», που συνοδεύεται από εισαγωγικό σημείωμα, ανυπόγραφο μεν, αλλά αποδιδόμενο στον Ξενόπουλο. Ακόμη, όμως, κι αν δεν το συνέταξε ο ίδιος, το ενέκρινε, δίνοντας το πράσινο φως. Αμέσως μετά δημοσιεύονται τα κείμενα Άγρα (30.5.1930) και Νικολαρεΐζη (1.11.1931), για να ακολουθήσει ο Ξενόπουλος, που πληροφορεί για τον ερχομό του Καβάφη στην Αθήνα, καλοκαίρι 1932, και σε λιγότερο από χρόνο, για τον θάνατό του. Όσο για την αναφερόμενη κριτική του Παράσχου στο βιβλίο του Μαλάνου, αυτή δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου 1933, δηλαδή μετά τον θάνατο του Καβάφη.
Οι τέσσερις συνεργάτες του κυρίως αφιερώματος είναι ο Χρυσανθόπουλος και τρεις νεότερες μελετήτριες. Η καβαφική περιοχή στην οποία επικεντρώνονται είναι περιορισμένης έκτασης, κερδίζει, όμως, σε βάθος. Οι δυο πρώτες μελέτες, της Ναούμ και του Χρυσανθόπουλου, αφορούν στην περίοδο 1891-1903 και τις δυο πρώτες “αναθεωρήσεις” από τον Καβάφη της “ποιητικής του θεωρίας”, όπως τις ανέδειξε ο Γ. Π. Σαββίδης. Η Ναούμ προσεγγίζει την καβαφική ειρωνεία, ξεκινώντας από το ποίημα, «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον», γραμμένο το 1891, που έμεινε στα «Κρυμμένα». Σε αυτό, στη μετάφραση του σονέτου «Αλληλουχίες» του Μπωντλέρ, προστίθενται πρόλογος και επωδός. Η μελετήτρια θεωρεί πως η επωδός συνιστά “ποιητική περιγραφή” του γερμανικού όρου witz. Ωστόσο, τόσο ο Φρειδερίκος Σλέγκελ, όσο και ο συνεργάτης του Λουδοβίκος Τηκ, έβλεπαν δυναμισμό και θυμηδία “στο γλίστρημα από την ειρωνεία στο witz”, που απουσιάζουν στην επωδό. Ή μήπως όχι;
Ο Χρυσανθόπουλος σχολιάζει “την εμπλοκή του Καβάφη με την ιστοριογραφία”, ενώ επανέρχεται στο θέμα του πολιτικού Καβάφη, που τον έχει και παλαιότερα απασχολήσει, αποτελώντας το αντικείμενο της συνεργασίας του στο αφιέρωμα του «Δέντρου». Η Βασιλειάδη αναφέρεται “στις αυτοκράτειρες του Καβάφη”, θέμα που απασχολεί και τον Πήτερ Τζέφρυς στο αφιέρωμα του «Δέντρου». Τέλος, την καθηγήτρια γερμανικής φιλολογίας Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, μετά τη μελαγχολία, την απασχολεί “η θεματική της ταυτότητας και της ετερότητας”, βρίσκοντας παραλληλία ανάμεσα στον Καβάφη και την αυστροεβραία συγγραφέα Ίλζε Άιχιγκερ, την οποία έχει παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό.
Αυτά τα συνοπτικά περί καβαφικών αφιερωμάτων. Ο χώρος δεν επιτρέπει περαιτέρω σχολιασμό.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/2/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου