Πρώτη μετάφραση του «Κλόουν»,
έκδοση του 1973.
Ο Γιάννης Τσαρούχης φέρεται να είπε το σοφό, “στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις”, χωρίς να αποκλείεται να το είπε και κάποιος άλλος πριν από αυτόν. Το σίγουρο είναι πως σήμερα πλέον η χρήση του έχει γενικευτεί, ενώ, στις ημέρες μας, κερδίζει έδαφος και η παραλλαγή, “στην Ελλάδα ισχύει ό,τι δηλώσεις”. Οι πιο ανυπόστατοι και απίθανοι ισχυρισμοί, όταν προέρχονται από κάποιον που θεωρείται ειδήμων επί ενός θέματος, υιοθετούνται από τα ΜΜΕ και αναπαράγονται ως αληθείς, χωρίς ιδιαίτερο ή και κανένα έλεγχο. Με την ίδια ευκολία γίνονται αποδεκτοί από το κοινό, που τους επαναλαμβάνει ως θέσφατα. Την αφορμή γι’ αυτές τις διαπιστώσεις δεν μας την έδωσε ο χώρος του βιβλίου, αλλά εκείνος του θεάτρου. Ας μη νομιστεί, όμως, ότι αυθαίρετα μπαίνουμε σε ξένα χωράφια. Αντιθέτως, οι άνθρωποι του θεάτρου είναι εκείνοι που έχουν αρχίσει να ψωμίζονται από το πεζογραφικό βιβλίο, με τις λεγόμενες θεατροποιήσεις πεζών έργων. Παρεμπιπτόντως, περί του καινοφανούς του φαινομένου των θεατροποιήσεων, συνηγορεί και το γεγονός ότι πρόκειται για αθησαύριστη λέξη, κατά το θεατροποιός, που είναι λέξη καταγεγραμμένη μεν, αλλά με ευρύτερη σημασία.
Παλαιότερα χρησιμοποιείτο η λέξη δραματοποίηση, που οριζόταν ως η τέχνη της σύνθεσης θεατρικού έργου από ένα πεζό. Ο δραματοποιός μπορεί να ξεκινούσε από κάποιο συγκεκριμένο έργο, ουσιαστικά, όμως, το μεταμόρφωνε σε κάτι καινούριο. Περιόριζε τη λογοτεχνικότητα του πρωτότυπου, που δεν μπορούσε να αποδοθεί σκηνικά, και εστίαζε, όπως ο δραματουργός, με γνώμονα τους δραματικούς κώδικες, στη θεατρικότητα. Σε αντίθεση με την κρατούσα σήμερα τεχνική της θεατροποίησης, που συχνά τους παρακάμπτει, έχοντας ως κύριο στόχο την επίτευξη της παραστασιμότητας, κατά έτερο εν χρήσει σήμερα νεολογισμό. Η απόσταση μεταξύ τού τι εννοείται ως δραματοποίηση και τι εξυπακούεται ως θεατροποίηση είναι σημαντική και δεν φαίνεται μόνο από το αποτέλεσμα αλλά και από την ταχύτητα, που συχνά συνεπάγεται προχειρότητα, με την οποία συνήθως γίνονται οι θετροποιήσεις. Κατά κανόνα, για θεατροποίηση επιλέγονται έργα με λίγα πρόσωπα, ώστε να εξυπηρετούν τα θέατρα μικρών χώρων, που έχουν αρχίσει να κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο μέρος από το κοινό των μεγάλων σκηνών. Αλλά και να καλύπτουν την όλο και συχνότερα εμφανιζόμενη τάση μερίδας σκηνοθετών να εμφανίζονται σαν άνθρωποι-ορχήστρα, συγκεντρώνοντας περισσότερες της μίας ιδιότητες. μεταφραστής αν πρόκειται για ξένο έργο, διασκευαστής, σκηνοθέτης έως και ηθοποιός.
Όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις στο χώρο του θεάτρου συμβάλλουν σε οικονομικότερα ανεβάσματα. Δεν γνωρίζουμε τι γίνεται εκτός ελλαδικών συνόρων, πάντως, στα καθ’ ημάς, εμφανίστηκαν σαν επακόλουθο της κρίσης. Ή, τουλάχιστον, τότε πήραν διαστάσεις φαινομένου. Εμείς είχαμε αναφερθεί σε αυτήν την διόγκωση των θεατροποιήσεων, όταν διαπιστώσαμε το εύρος που είχαν πάρει οι θεατροποιήσεις του Παπαδιαμάντη. Όπως σχολιάζουμε και στο βιβλιάριό μας, «Παπαδιαμαντικά 2011», κατά τη διάρκεια του επετειακού έτους τα θεατρικά ανεβάσματα “αυξήθηκαν και επληθύνθησαν, όπως τα μανιτάρια με τον υγρόν καιρόν”. Και αυτό συνεχίστηκε τον επόμενο και τον μεθεπόμενο χρόνο, φθάνοντας αισίως στους πρώτους μήνες του 2014, να παίζονται, σε πολλοστή επανάληψη, δυο από τα θεατροποιημένα τότε έργα. Ενώ, εμφανίστηκε και ένα καινούριο, «Οι Φόνισσες της (sic!) Παπαδιαμάντη», που δεν έχει μεν ουδεμία σχέση με το ομότιτλο έργο του Παπαδιαμάντη, αλλά απέκτησε τίτλο με παπαδιαμαντικές συνδηλώσεις, σκηνοθέτη θέλοντος. Εκείνος δήλωσε ότι διαπνέεται παιδιόθεν από έρωτα προς τον Σκιαθίτη και ουδείς αγανάκτησε με την εμπλοκή του ονόματος του Παπαδιαμάντη σε κάτι τόσο παντελώς ξένο προς τους ηθικούς κώδικες του έργου του. Όπως, άλλωστε, έγιναν αποδεκτές οι ποικίλες και συχνά μυθώδεις αποφάνσεις περί Παπαδιαμάντη όσων καταπιάστηκαν κατά το επετειακό 2011 με θεατροποιήσεις των διηγημάτων του.
Εδώ, όμως, θέλουμε να σχολιάσουμε κάποιες πρόσφατες δηλώσεις σχετικά με τη θεατροποίηση ενός ξένου μυθιστορήματος, πασιφανώς εσφαλμένες, που ουδείς αμφισβήτησε. Αν το πρόβλημα με τις θεατροποιήσεις του Παπαδιαμάντη επιτείνεται με την επικρατούσα τακτική να μην περιορίζονται σε ένα διήγημα, αλλά να κάνουν ποτ πουρί από περισσότερα και συχνά, να ανακατώνουν τα βιογραφικά του στοιχεία, στις θεατροποιήσεις ξένων πεζογραφημάτων ξεκινάει από τη μη αναφορά της μετάφρασης, που αποτελεί τη βάση της διασκευής. Παρόλο που η μετάφραση, στην οποία στηρίζεται η θεατροποίση αποτελεί σημαντικό παράγοντα, αφού, χάρις στην ποιότητά της, θα διασωθεί, όσο διασωθεί, κάτι από τη λογοτεχνικότητα του πρωτότυπου.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Στο ρεπερτόριο για το πεντάμηνο Σεπτ. 2013-Ιαν. 2014, που είχε ανακοινώσει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Σωτήρης Χατζάκης, στις 9 Ιουλ. 2013, παρότι πρόκειται για την πρώτη σκηνή της χώρας, υπήρχαν και τέσσερις θεατροποιήσεις, δυο ελληνικών μυθιστορημάτων και δυο ξένων. Στα καλλιτεχνικά ρεπορτάζ των εφημερίδων, δεν αναφέρονταν στους συντελεστές της κάθε παράστασης οι μεταφραστές. Όπως, όμως, διαπιστώσαμε πολύ αργότερα, τα ονόματα υπήρχαν στην επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού Θεάτρου.
Συμβουλευθήκαμε την εν λόγω ιστοσελίδα στις αρχές Δεκ., με αφορμή το μυθιστόρημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, «Αλεπούδες στην πλαγιά», που φέρεται να “συνομιλεί” με το μυθιστόρημα του Χάϊνριχ Μπελλ, «Ansichten eines clowns». Συμπτωματικά, αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα, ελληνιστί «Οι απόψεις ενός κλόουν», ήταν το δεύτερο ξένο που είχε επιλεγεί και η πρεμιέρα του προγραμματιζόταν για τις 24 Ιαν. 2014, όπως αναφέραμε και στη βιβλιοπαρουσίασή μας (22 Δεκ. 2013). Στην ηλεκτρονική ταυτότητα της παράστασης, μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία αποδίδονταν στον Αργύρη Ξάφη. Στη συνέχεια, το ανέβασμα μετατέθηκε για τις 15 Φεβ. 2014. Στις 31 Ιαν. 2014, σε συνέντευξη της Δέσποινας Κούρτη, που υποδύεται την κεντρική ηρωίδα, Μαρί Ντέρκουμ, παρατίθετο η ταυτότητα της παράστασης, στην οποία η μετάφραση αποδιδόταν στη Τζένη Μαστοράκη. Τρεις μέρες αργότερα, δημοσιεύτηκε επιστολή της Μαστοράκη, όπου δήλωνε πως δεν έχει καμία σχέση με την παράσταση. Δήλωση που προφανώς δεν απέκλειε την πιθανότητα η μετάφρασή της να είχε χρησιμοποιηθεί για τη διασκευή. Τις επόμενες δυο ημέρες, οι ανακοινώσεις, πρώτα του Ξάφη και στη συνέχεια, του αναπληρωτή καλλιτεχνικού διευθυντή Αντώνη Κούφαλη “έλυσαν την παρεξήγηση”, κατά τη δημοσιογραφική διατύπωση.
Γιατί, όπως θυμίσαμε και εισαγωγικά, στην Ελλάδα ισχύει ό,τι δηλώσεις, αν τυγχάνει να είσαι ο καθ’ ύλην αρμόδιος. Δήλωσε (αντιγράφουμε από δημοσίευμα της Ι. Κλεφτογιάννη 4/2/2014), λοιπόν, ο Ξάφης: “Ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα τη μετάφραση της Τζένης. Θα έκανα τη δική μου, ειδικά για τα κομμάτια που θα επέλεγα στη διασκευή μου.” Επίσης ισχυρίστηκε: “Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που εξασφάλισε από το 1963 (χρονολογία έκδοσης του μυθιστορήματος) τα δικαιώματα για μία διασκευή του βιβλίου για το θέατρο”. Την επομένη δόθηκε η συνέντευξη Τύπου του Χατζάκη για το καλοκαιρινό ρεπερτόριο. Εκεί, ήρθε η δήλωση Κούφαλη, “ότι το όνομα της μεταφράστριας μπήκε στα αρχικά ανεπίσημα δελτία Τύπου επειδή το Εθνικό Θέατρο ήθελε να την τιμήσει και να μην φανεί ότι παρακάμπτεται αφού εκείνη πρώτη μετέφρασε το μυθιστόρημα.” Αντιγράφουμε και πάλι από το ρεπορτάζ των εφημερίδων. Από όποια, πάντως, πληροφόρηση συλλέξαμε, αναίρεση ή διόρθωση της δήλωσης δεν υπήρξε.
Για τη δεύτερη δήλωση, του αναπληρωτή καλλιτεχνικού διευθυντή, δεν απαιτείται ιδιαίτερη κατατόπιση για να αντιληφθεί κανείς, ότι δεν ευσταθεί. Οπότε, και θα αναμενόταν να διαψευστεί επί τόπου, από τους παρευρισκόμενους στη συνέντευξη Τύπου. Όπως θυμίζαμε με αφορμή το μυθιστόρημα του Ανυφαντάκη, η πρώτη μετάφραση εκδόθηκε το 1973, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του πρωτότυπου και ένα έτος μετά την απονομή του Νόμπελ στον Μπελλ. Ο εκδότης Δ. Κ. Ζάρβανος παρακινήθηκε από τη βράβευση, καθώς ταυτόχρονα μεταφράστηκαν ακόμη δυο βιβλία του Μπελλ, όλα από τον ίδιο μεταφραστή, τον Γιάννη Λάμψα. Αυτοεξόριστος τα χρόνια της Δικτατορίας, συνεργαζόταν τότε με τον Παύλο Μπακογιάννη στην εκπομπή της Deutsche Welle. Προσδιορίζεται ότι η μετάφραση είναι από τα γερμανικά. Στη μετάφραση της Μαστοράκη, που έγινε το 1986 για τις εκδόσεις Γράμματα, δεν αναφέρεται από ποια γλώσσα έγινε. Το πιθανότερο, να έγινε και εκείνη από τα γερμανικά, καθώς είναι γνωστές μεταφράσεις της έργων των Μπρεχτ και Κλάϊστ από το πρωτότυπο. Πρόκειται για δυο ικανοποιητικές αποδόσεις, θα λέγαμε διαφορετικής σκόπευσης. Ο Λάμψας φαίνεται να είχε κατά νου ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Επιδιώκει το σπάσιμο της μακροπερίοδης γερμανικής σύνταξης, αλλά και γενικότερα μία πιο στρωτή αφήγηση, αποδίδοντας τους διαλόγους στην τρέχουσα τότε καθομιλουμένη . Δεν είναι τυχαίο, ότι επιλέγει και τον περισσότερο ευθύ τίτλο, «Ο Κλόουν». Είναι ο τίτλος της αγγλικής μετάφρασης του μυθιστορήματος, που έγινε το 1965 από την Leila Vennewitz, μόνιμη μεταφράστρια στην αγγλική γλώσσα του Μπελλ. Ενώ, η Μαστοράκη κρατά τον πρωτότυπο τίτλο, όπως διατηρεί και ευδιάκριτα ίχνη της συντακτικής δομής του γερμανικού πρωτότυπου, στοχεύοντας, πιθανώς, σε μία περισσότερο λογοτεχνική μεταγλώττιση.
Ο Ξάφης, σε συνέντευξή του, έχει εξομολογηθεί ότι “διασκεύαζε το έργο πολλά χρόνια στο μυαλό του, από το 2005”, που το πρωτοδιάβασε. Το πιθανότερο, στη μετάφραση της Μαστοράκη. Μετά τη δήλωσή του, έφυγε από την ηλεκτρονική ταυτότητα της παράστασης το όνομα του μεταφραστή και μετά δυο-τρεις ημέρες επανήλθε το δικό του. Οπότε μένει η απορία, κατά πόσο πρόκειται για κανονική μετάφραση ολόκληρου του έργου από εκείνον ή μόνο για παραλλαγμένη απόδοση των τμημάτων που χρειαζόταν για την θεατροποίηση. Το Σάββατο, 15/2/2014, θα γίνει η πρεμιέρα και θα κυκλοφορήσει το πρόγραμμα, οπότε θα μάθουμε περισσότερα. Και μόνο η απόδοση της τελευταίας κουβέντας των αδελφών Σνηρ, του μεγαλύτερου Χανς, που δηλώνει επάγγελμα “κωμικός καλλιτέχνης”, και του Λεό, θα δώσει μία πρώτη ιδέα. Όσο για τις δηλώσεις, παρότι γνωρίζουμε την ευκολία με την οποία γίνονται, δεν αναμένονταν από τα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Η μέχρι σήμερα καλλιτεχνική πορεία του Ξάφη δείχνει έναν άνθρωπο με ταλέντο και φιλοδοξίες, που δεν ενδίδει στις εύκολες λύσεις. Της γενιάς των ηθοποιών, που γεννήθηκαν στη μεταπολίτευση και παρουσιάστηκαν στις αρχές του 21ου, δοκιμάστηκε σε μία γκάμα ρόλων, διακρίθηκε και βραβεύτηκε, τόσο στο θέατρο (στη δραματοποίηση του μυθιστορήματος του Χένρυ Τζαίημς «Το στρίψιμο της βίδας») όσο και στον κινηματογράφο (στην ταινία «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη», που στηρίχτηκε στο μυθιστόρημα του Γιώργου Δενδρινού). Ως σκηνοθέτης εμφανίστηκε αργότερα. Τύποις, αυτή είναι η τέταρτη σκηνοθεσία που αναλαμβάνει. Ουσιαστικά, όμως, είναι η πρώτη φορά, που έχει το γενικό πρόσταγμα. Γιατί, λοιπόν, δεν διευκρινίζει το είδος της συμμετοχής του στη μετάφραση;
Επίσης, θα αναμενόταν κάποιο μέτρο στις δηλώσεις του. Πώς είναι δυνατόν να είναι ο πρώτος ανά τον κόσμο, που εξασφάλισε δικαιώματα διασκευής; Δηλαδή, όλα τα άλλα ανεβάσματα, ακόμη πριν την απονομή του Νόμπελ, έγιναν χωρίς άδεια; Ή μήπως τα αγνοεί; Αφού αυτή η διασκευή τον απασχολεί κοντά μία δεκαετία, δεν μπορεί να μην συμβουλεύτηκε τις λύσεις που έδωσαν άλλοι πριν από αυτόν. Είχαμε την εντύπωση πως έτσι “χτίζεται” ένας ρόλος, πόσω μάλλον μία παράσταση. Πάντως, για το αληθές του δικού μας ισχυρισμού αντιγράφουμε από τα βιογραφικά του Μπελλ: “1963 Verοffentlichung des Bestsellers «Ansichten eines Clowns», der sowohl als Theaterstuck inszeniert als auch verfilmt wird.”
Και ερχόμαστε στον μόλις διορισθέντα αναπληρωτή καλλιτεχνικό διευθυντή, που εκπλήσσει την τελευταία τριετία με τις πολύπλευρες επιδόσεις του. Οι αδελφοί Κούφαλη, ο Αντώνης και ο Κώστας, ερασιτέχνες, όπως δηλώνουν, αλλά δόκιμοι θεατρικοί συγγραφείς, άνοιξαν το θεατρικό μέρος του Έτους Παπαδιαμάντη με ένα πρώτο ποτ πουρί πέντε σκιαθίτικων διηγημάτων. Στο Έτος Καβάφη, μόνος του ο πρεσβύτερος είχε τη μοναδική τύχη να είναι εκείνος που υποδύθηκε σε ένα μονάκριβο θεατρικό έργο τον Καβάφη. Τέλος, ως δυάδα, επάνδρωσαν το καινούριο δυναμικό επιφυλλιδογράφων της «Ελευθεροτυπίας». Μέχρι τον πρόσφατο διορισμό του, ο Αντώνης Κούφαλης ήταν μόνιμος κάτοικος Καβάλας, μία πόλη με πολιτιστική παράδοση. Ένας επιπλέον λόγος να γνωρίζει τον Χάϊνριχ Μπελλ στις χαρτόδετες εκδόσεις περιπτέρου. Κατά συνθήκη ψεύδος, λοιπόν, ο ισχυρισμός ή αδυναμία μνήμης λόγω και πολυπραγμοσύνης; Γενικότερα, πάντως, παρόμοιες δηλώσεις στοχεύουν να είναι αποστομωτικές δια του εντυπωσιασμού.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/2/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου