Λευτέρης Καλοσπύρος
«Η μοναδική οικογένεια»
Εκδόσεις Πόλις
Σεπτέμβριος 2013
Αριστείδης Αντονάς
«Ο άλλος αδερφός»
Εκδόσεις Crap
Ιούνιος 2013
Συμπτωματικά, με καθυστέρηση μερικών μηνών αλλά μέσα σε μία εβδομάδα, διαβάσαμε το πρώτο βιβλίο του Λευτέρη Καλοσπύρου και το ενδέκατο του Αριστείδη Αντονά. Στην περίπτωση του δεύτερου, μετά επιφυλάξεως, καθώς την τελευταία τριετία τα εκδοτικά ίχνη του Αντονά χάνονται εκτός ελλαδικών συνόρων. Εμείς εντοπίσαμε δυο, σε Ζυρίχη και Βερολίνο. Η ακριβής μέτρηση, πάντως, φτάνει μέχρι το ένατο, που τυπώθηκε το 2010 από τις εκδόσεις Άγρα, τον δεύτερο εκδοτικό οίκο, που τον στέγασε επί δεκαετία, διαδεχόμενος εκείνον της Στιγμής, που ήταν ο εκδότης του Δασκάλου του, Ε. Χ. Γονατά, και στον οποίο ο ίδιος είχε παραμείνει επί οκταετία. Αν και ως πρωτοεμφανιζόμενος ο Αντονάς βγήκε από το Μουσείο. Προφανώς και δεν το εννοούμε αλληγορικώς, αφού το πρώτο του βιβλιάριο, «Ο Επίσκοπος», είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο του μουσειακού είδους. Αναφερόμαστε στο Μαύρο Μουσείο, τις βραχύβιες εκδόσεις του ομώνυμου, ολιγόζωου όσο και ρηξικέλευθου, περιοδικού. Ήταν πρωτοεμφανιζόμενος του 1988, δηλαδή ένα τέταρτο του αιώνα πριν τον Καλοσπύρο. Τότε που τους πρωτοεμφανιζόμενους τους αντιμετώπιζαν με περισσότερη περίσκεψη. Ίσως και γι’ αυτό να πρόκοβαν. Όταν το παιδί το παραχαϊδεύεις, λένε ότι χαλάει. Έτσι πίστευαν και αντιστοίχως έπρατταν οι παλαιότεροι. Δικαίως, αδίκως, μένει ζητούμενο. Στην περίπτωση των νεογνών στο χώρο της λογοτεχνίας, θα το δείξει και η πορεία των εφετινών πρωτοεμφανιζόμενων, στους οποίους επιφυλάχτηκε ιδιαίτερη υποδοχή.
310 σελίδες το βιβλίο του Καλοσπύρου, 55 του Αντονά. Σημειωτέον ότι το δεύτερο είναι δίγλωσση έκδοση (γαλλικά/ελληνικά), όπου το ελληνικό κείμενο δεν φτάνει τις 30. Αλλά και τα προηγούμενα του Αντονά είναι ολιγοσέλιδα. Τις 300 σελίδες τις φθάνει μόνο το έβδομο, «Αριθμοί», όπου συγκέντρωσε τα τέσσερα πρώτα, προσθέτοντας και επίμετρο. Γενικότερα, πάντως, με ολιγοσέλιδα βιβλία έγιναν οι πρώτες εμφανίσεις της λεγόμενης γενιάς του ’80. Στη συνέχεια, πλήθυναν οι σελίδες των βιβλίων τους, καθώς άρχισαν να εφορμούν οι δυνάμεις της επόμενης δεκαετίας. Ο Αντονάς στάθηκε εξαίρεση. Όσο αφορά το άνοιγμα ανάμεσα στις γενιές του Αντονά και του Καλοσπύρου, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί το πόσες γενιές χωράει. Οι ταξινόμοι, με νοοτροπία γραφειοκράτη, μετρούν δυο, του ’90 και του 2000. Εμείς δεν βλέπουμε στο μεταίχμιο του 2000 και του 2010 τόσο μεγάλες ασυνέχειες, ώστε να δικαιολογούν αλλαγή γενιάς. Θα μπορούσε να κρατηθεί η βιολογική απόσταση πατέρα-γιου. Το 2013 ο Αντονάς έκλεισε τα πενήντα, ο Καλοσπύρος τα 33.
Ένα πρώτο κοινό σημείο των δυο πρόσφατων βιβλίων τους είναι η εναλλαγή θεατρόμορφων και αφηγηματικών τμημάτων. Ένα δεύτερο σημείο συγγένειας θα μπορούσε να αποδοθεί σε σύμπτωση ή και να είναι αποτέλεσμα κρυπτομνησίας. Πρόκειται για το όνομα του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα του Καλοσπύρου, Ανδρέας Αριθμέντης, που παραπέμπει στο Αριστείδης Αντονάς, αν λάβουμε υπόψη πως ο Αντονάς έχει εμμονή με τους αριθμούς, όπως άλλωστε δείχνει και το ομώνυμο βιβλίο του. Αντιθέτως, τον μυθιστορηματικό ήρωα δεν τον απασχολούν οι αριθμοί. Ανήκει, όμως, σε οικογένεια συγγραφέων και αρχιτεκτόνων, όπως και ο Αντονάς. Ειδικότερα, ο δεύτερος επανέρχεται συχνά στο δυαδικό σχήμα ως θεμέλιο του ψηφιακού σύμπαντος, όπως προϊδεάζουν και οι τίτλοι των βιβλίων του, από το «Οι δυο μισοί» του 1995 μέχρι τα «Δύο δωμάτια» του 2011. Αν και πάντοτε μέσα από αλληγορικές αφηγήσεις. Στην ψηφιακή εποχή, έχει διαμορφώσει τη συγγραφική του ταυτότητα και ο μυθιστορηματικός ήρωας του Καλοσπύρου, που βρίσκεται σε αντιπαλότητα με τον πατέρα του, έναν συγγραφέα παλαιάς κοπής. Τέλος, στα πρόσφατα βιβλία και των δυο, εμπλέκεται “ο άλλος αδελφός”.
Είναι προφανές, πάντως, ότι στο μυθιστόρημα του Καλοσπύρου υπερισχύουν, σε συντριπτικό βαθμό, τα δάνεια από επίλεκτα πεζά της αγγλόγλωσσης λογοτεχνίας. Το εύρημα δυο αδελφών συγγραφέων, που το διήγημα του ενός έχει ως ήρωα τον άλλο, συνομιλώντας με αυτοβιογραφικό κείμενο εκείνου, δείχνει περισσότερο προς τις δίδυμες νουβέλες του Σάλιντζερ. Θυμίζουμε πως αποτελούν το τελευταίο του βιβλίο, που εξέδωσε το 1964 πριν σιωπήσει συγγραφικά. Στα ελληνικά εκδόθηκαν, με τον τίτλο, «Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία», σε μετάφραση Α. Κορτώ, το 2010, που απεβίωσε. Άλλωστε η οικογένεια Αριθμέντη του Καλοσπύρου έχει κι άλλα κοινά σημεία με την οικογένεια Γκλας, που κυριαρχεί στο μυθοπλαστικό κόσμο του Σάλιντζερ. Ο ένας από τους δυο αδελφούς, που είναι αμφότεροι συγγραφείς, αυτοκτονεί, ενώ η ερωτική ιστορία του ενός εμπνέει τον άλλο. Ακόμη, υπάρχει το μοτίβο του παιδιού θαύματος, που συμμετέχει στα τηλεοπτικά - ραδιοφωνικά στην εποχή του Σάλιτντζερ - παιχνίδια γνώσης.
Αλλά, όπως σχολιάζαμε και στην περίπτωση του επίσης πρωτοεμφανιζόμενου Ιάκωβου Ανυφαντάκη, η ευρύτητα της διακειμενικότητας, εστιασμένης στην ξένη λογοτεχνία, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό στα βιβλία των νέων συγγραφέων, καθώς στηρίζονται στις αναγνωστικές τους εμπειρίες. Στο μυθιστόρημα του Καλοσπύρου, πάντως, τα όποια δάνεια είναι σε μεγαλύτερη έκταση ενσωματωμένα, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης, που αγνοεί τα πρωτότυπα, να μην τα αντιλαμβάνεται ως ξένα στοιχεία. Από την άλλη, αντλούνται από πολύ γνωστά βιβλία, σχετικά πρόσφατα μεταφρασμένα στα ελληνικά, ώστε να μην περνούν απαρατήρητα από όποιον έχει αντίστοιχες αναγνωστικές προτιμήσεις. Παράδειγμα, το πολυσέλιδο μυθιστόρημα, «Μάο ΙΙ» του ΝτεΛίλλο, με κεντρικό πρόσωπο έναν συγγραφέα, που αφήνει ημιτελές το βιβλίο του, όπως και ο ήρωας του Καλοσπύρου. Με αυτήν την επιλογή, ο ΝτεΛίλλο δείχνει την απειλή που συνιστά για έναν συγγραφέα το αναγνωστικό κοινό, με τον μαζικό χαρακτήρα, που αυτό άρχισε να παίρνει από τα τέλη του 20ου αιώνα. Από την πλευρά του ο Καλοσπύρος, στις συνεντεύξεις του, αναφέρει μεν ως κύριο θέμα του την πολιτισμική αλλαγή και τον αντίκτυπο που αυτή έχει στην ταυτότητα του συγγραφέα, αλλά οι ανησυχίες του δεν δηλώνονται ευκρινώς με παρόμοια διακειμενικά στοιχεία.
Κατά τα άλλα, η μορφή του μυθιστορήματός του, όπως προσδιορίζεται από την υπόθεση, είναι μία εγκεφαλική κατασκευή του κεντρικού ήρωα-συγγραφέα. Ο Ανδρέας Αριθμέντης, σχεδιάζοντας την αυτοκτονία του, καταρτίζει φάκελο με φωτοτυπίες πεζογραφικών έργων, δικών του και τριών άλλων. Τα δικά του είναι ένα θεατρικό έργο, δύο διηγήματα και απόσπασμα από μυθιστόρημα, που θα αφήσει ημιτελές. Σε αυτά προστίθενται, ένα διήγημα του αδελφού του και αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα δύο προσώπων του θεατρικού έργου. Αυτός ο φάκελος, με το περιεχόμενό του σε ορισμένη παράταξη, αποτελεί το μυθιστόρημα του Καλοσπύρου. Μορφή που θυμίζει το μυθιστόρημα της Λίλας Κονόμαρα, «Η Αναπαράσταση». Μόνο που σε εκείνο, τον φάκελο καταρτίζει ο βιογράφος του εξαφανισθέντος κεντρικού ήρωα και περιέχει πολυειδή κείμενα. Και οι δυο κατασκευές, περισσότερο αυτή του Καλοσπύρου, παρουσιάζουν κατά την εκτέλεσή τους μία δυσκολία, στην οποία δεν φαίνεται να δίνεται ιδιαίτερο βάρος. Παρότι οι συγγραφείς των κειμένων του φακέλου είναι διαφορετικοί, δεν υπάρχει αντίστοιχη υφολογική διαφοροποίηση. Γενικότερα, όμως, τις ομάδες συγγραφέων, που εμφανίζονται μετά τη γενιά του ’80, τους απασχολούν περισσότερο οι εξεζητημένοι μορφικοί πειραματισμοί και ο επίκαιρα ανατρεπτικός χαρακτήρας του περιεχομένου παρά η αισθητική και η οικονομία του συνόλου.
Αυτή η τάση βρίσκει ανταπόκριση στην κριτική υποδοχή, που στέκεται ευνοϊκή, κάποτε μάλιστα καθ’ υπερβολή υποστηρικτική. Αν και πάντοτε, με γενικόλογες αποφάνσεις. Θυμίζουμε τον ενθουσιασμό, που είχε προκαλέσει το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου το 2005 Σταύρου Κρητιώτη, «Το μηνολόγιο ενός απόντος». Και εκείνο το μυθιστόρημα ήταν μια απόπειρα σχολιασμού της διαδικασίας της γραφής. Παρεμπιπτόντως, και εκείνο στεγαζόταν στον εκδοτικό οίκο Πόλις. Δεν πρόκειται για σύμπτωση, αλλά για συστηματική προώθηση συγκεκριμένου είδους λογοτεχνίας, που στα καθ’ ημάς εμφανίζει υστέρηση. Ακριβώς, το καινοφανές παρόμοιων μεταμοντέρνων εγχειρημάτων απαιτεί εγγύτερη ανάλυση. Όπου, η διατύπωση ορισμένων ερωτημάτων, ακόμη κι αν δεν τύχουν ικανοποιητικής απάντησης, διευκολύνει την πρόσβαση.
Όσο αφορά μυθιστορήματα της μορφής του Καλοσπύρου, ένα πρώτο ζητούμενο είναι η αναγνωστική αυτοτέλεια των επιμέρους τμημάτων, καθώς και η νοηματοδότησή τους δια της συσσωμάτωσης. Ένα συνακόλουθο ερώτημα αφορά το κατά πόσο η συγκεκριμένη παράταξη υπαγορεύεται από την πλοκή ή, λίγο πολύ, είναι αυθαίρετη. Ο Καλοσπύρος, ως κυρίως κορμό του βιβλίου, τοποθετεί το θεατρικό έργο του Ανδρέα Αριθμέντη. Αυτό είναι ομότιτλο του βιβλίου, ωστόσο το επίθετο “μοναδική” στο θεατρικό έργο σημαίνει “μία και μόνη”, ενώ στο βιβλίο αποκτά την έννοια του “ξεχωριστή”. Αυτήν την δεύτερη, την ξεχωριστή οικογένεια των Αριθμέντη, παρουσιάζουν τα τέσσερα πεζά των αδελφών Αριθμέντη, των οποίων η θέση εντός της κατασκευής δείχνει περισσότερο αυθαίρετη. Πάντως, έτσι όπως παρεμβάλλονται κατά μήκος του θεατρικού, αποκαλύπτουν σταδιακά τις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, σε παραλληλία με εκείνες της θεατρικής οικογένειας.
Το θεατρικό είναι τρίπρακτο. Η πρώτη και η τρίτη πράξη, με μία μόνο σκηνή, διαδραματίζονται σε διαφορετικούς χώρους. Η μεσαία χωρίζεται σε πέντε σκηνές, όλες στο εσωτερικό της οικίας “της μοναδικής ελληνικής οικογένειας που δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο”, όπως σχολιάζει ο πρωταγωνιστής. Με βάση το σκηνογραφικό ντεκόρ, εξυπακούεται πως εννοεί μεσοαστικής οικογένειας. Τα συνολικά έξι ένθετα πεζά τοποθετούνται ως εξής: Στο τέλος της πρώτης πράξης, τα δυο διηγήματα, του Αλέξη και του Ανδρέα Αριθμέντη. Στο τέλος της πρώτης σκηνής της δεύτερης πράξης το διήγημα του πρωταγωνιστή του θεατρικού έργου, συνοδευόμενο από ένα δεύτερο διήγημα του συγγραφέα του έργου. Στο τέλος της τέταρτης σκηνής της δεύτερης πράξης, απόσπασμα από το μυθιστόρημα της αδελφής της πρωταγωνίστριας. Στο τέλος της δεύτερης πράξης, το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του συγγραφέα του έργου. Πέραν όλων αυτών, στο ξεκίνημα και το κλείσιμο των σκηνών, παρατίθενται γραπτά μηνύματα του συγγραφέα του έργου εις εαυτόν, σταλμένα με το κινητό του, κατά μίμηση των σημειώσεων σε “τεφτεράκια”, που είθισται να κρατούν οι συγγραφείς.
Το θεατρικό έργο με τα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα των δυο προσώπων, του πρωταγωνιστή και της κουνιάδας του, με την οποία είχε δεσμό πριν γνωρίσει την αδελφή της, αποτελούν ένα αυτοτελές, εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα. Σε αυτό, η οικογένεια παρουσιάζεται στο διπλό ρόλο ενός περιβάλλοντος επώασης ατόμου με ψυχικές διαταραχές, αλλά και ενός περίκλειστου χώρου, όπου οι κρίσεις μανίας του νευρασθενή κρατούνται υπό έλεγχο. Το θεατρικό μέρος δείχνει την καταπιεστική εξουσία της συζύγου πάνω σε έναν ταλαντούχο συγγραφέα, που χωρίς αυτήν μπορεί να κατέληγε σχιζοφρενής αλλά μεγάλος λογοτέχνης. Όπως και πάνω σε ένα χαρισματικό, πιθανώς από γονιδιακή κληρονομιά, παιδί, που το φουσκώνει βεβιασμένα σε παιδί θαύμα, οδηγώντας το στα πρόθυρα της παράνοιας. Ο τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται τον θεατρικό λόγο για να παρουσιάσει τα πρόσωπα, αποκαλύπτοντας το βεβαρημένο τραυματικό παρελθόν τους, μέχρι την τελική κατάρρευση, δείχνει τις συνθετικές του ικανότητες.
Αντιθέτως, τα πεζά του συγγραφέα Αριθμέντη, συν το διήγημα του αδελφού του, συνυπολογίζοντας και τα γραπτά μηνύματα, μένουμε με την εντύπωση ότι δεν κατορθώνουν να δώσουν πνοή σε μία ξεχωριστή οικογένεια ιδιοφυών νευρωτικών. Εδώ, οι αναγνωστικές εντυπώσεις μάλλον στάθηκαν πολύ έντονες, μη ευνοώντας τη δημιουργική αφομοίωση. Λ.χ., το δεύτερο διήγημα του Ανδρέα Αριθμέντη, με τον τίτλο «Βελουδομάτα», κοινώς μπεκάτσα, όπου γίνεται αναφορά στον “Αλφ τον Εξωγήινο”, γεννιέται η απορία, αν παρατίθεται ως επίδειξη αφηγηματικής δεινότητας στο μακροπερίοδο λόγο ή αν τυχόν “συνομιλεί” με τα υπόλοιπα. Όπως και να έχει, για εμάς, μένει ζητούμενο το πώς οι νεότεροι συγγραφείς επιλέγουν τις εκλεκτικές τους συγγένειες. Για παράδειγμα, ο Αντονάς έδειξε εμπράκτως, δηλαδή με τα βιβλία του, την όποια συγγένεια έχει με τον Γονατά. Τι κοινό, όμως, έχουν οι ήρωες του Καλοσπύρου με εκείνους του ΝτεΛίλλο ή του Πύντσον, που θα σήμαινε μοναχικούς συγγραφείς παγιδευμένους στην πολιτική βία ή αποξενωμένους στο χαώδες ψηφιακό σύμπαν; Μήπως την έλξη την ασκούν μόνο και μόνο τα βαριά ονόματα της αμερικανικής λογοτεχνίας;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/2/2014.
1 σχόλιο:
Γεια σας, υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να έχει στην κατοχή του το διήγημα του Αριστείδη Αντονά ο άλλος αδερφός στο οποίο αναφέρεται η κριτικός στο παρόν άρθρο της;
Για όποια πληροφορία, αφήστε, σας παρακαλώ, ένα σχόλιο.
Δημοσίευση σχολίου