Γ. Μ. Βιζυηνός
«Άπαντα τα διηγήματα»
Σχόλια:
Ήρκου και Στάντη Ρ. Αποστολίδη
Εκδ. Τα Νέα Ελληνικά
Οκτώβριος 2013
Μέσα στο περασμένο φθινόπωρο εκδόθηκαν δυο βιβλία για τον Βιζυηνό, που θα χαρακτηρίζονταν, από διαφορετικές απόψεις, σημαντικά. Το πρώτο, γιατί αποκαθιστά φιλολογικά το έργο του, που δεν είχε μέχρι σήμερα τις καλύτερες τύχες. Ενώ, το δεύτερο (Γ. Μ. Βιζυηνός «Στους δρόμους της λογιοσύνης», Φιλολογική επιμέλεια Παν. Μουλλάς), που θα μας απασχολήσει προσεχώς, έρχεται να ολοκληρώσει την έκδοση του μη λογοτεχνικού, επιστημονικού έργου του. Μένει ζητούμενο κατά πόσο οι πρόσφατες εκδόσεις δηλώνουν ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Βιζυηνό ή πρόκειται περί συμπτώσεως. Ίσως και τα δυο, συν τις επετειακές αφορμές, τις πρώην και τις επόμενες, αλλά και τις λανθάνουσες. Μία πρώην ήταν η συμπλήρωση, το 2009, 160 χρόνων από τη γέννησή του. Στις 30-31 Μαΐ. 2009, διοργανώθηκε από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Διημερίδα, με τίτλο, «Το εύρος του έργου του Γεωργίου Βιζυηνού. Παλαιότερες αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις». Ακολούθησε η έκδοση των Πρακτικών, που, όπως πάντα με καθυστέρηση, κυκλοφόρησαν Μάρ. 2012. Η επόμενη επέτειος είναι αυτή του 2016, που συμπληρώνονται 120 χρόνια από το θάνατό του, για την οποία έχουν ήδη αρχίσει σχεδιασμοί επί χάρτου.
Στις λανθάνουσες επετειακές αφορμές, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το πρώτο από τα δυο βιβλία. Συνεπείς ο Ήρκος και ο Στάντης Αποστολίδης, “οι δυο Αποστολίδηδες” όπως υπογράφουν, το είχαν έτοιμο από το φθινόπωρο για την ιδιαίτερα προσφιλή σε αυτούς διπλή επέτειο του 2014. Εφέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από τη γέννηση και 10 από το θάνατο του Ρένου Αποστολίδη. Για όσους γοητεύουν οι συμπτώσεις, ο Ρένος απώλεσε για οκτώ επιπλέον ημέρες ύπαρξης την καβάφεια τύχη σύμπτωσης ημερομηνίας γέννησης και θανάτου. Γεννήθηκε 2 Μαρ. 1924 και απεβίωσε 10 Μαρ. 2004. Παιδί της Άνοιξης όπως και ο Βιζυηνός αλλά πιο τυχερός ακόμη και στο θάνατο. Οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, μια κι έξω, σε αντίθεση με το αργό ροκάνισμα μιας τετραετίας του Βιζυηνού. Ο Θρακιώτης φέρεται γεννημένος 8 Μαρ., ημέρα Δευτέρα, για εμάς σήμερα ημέρα των γυναικών, που οι μαρτυρίες θέλουν πολύ να τον απασχόλησαν και πάντοτε βασανιστικά. Μέχρι που συνέτειναν στο τέλος του^ 13 Απρ. 1892 εγκλεισμός στο Δρομοκαΐτειο, 15 Απρ., ημέρα Κυριακή, θάνατος.
Συμπτωματικά, και η πρώτη εμφάνιση του Βιζυηνού ως πεζογράφου συντελέστηκε άνοιξη. Όχι, όμως, μήνα Απρίλιο, όπως συνήθως μνημονεύεται, αλλά Μάρτιο. Αυτή η πρώτη εμφάνιση έγινε με τη δημοσίευση του διηγήματος «Το αμάρτημα της μητρός μου» στο παρισινό περιοδικό «Nouvelle Revue» στο τεύχος Μαρ. - Απρ. Πότε, όμως, κυκλοφόρησε το εν λόγω διμηνιαίο τεύχος; Ο Βιζυηνός, σε επιστολή του προς τον Βικέλα από το Λονδίνο με ημερομηνία 24.3.83, ανησυχεί μην και το τεύχος κυκλοφορήσει μετά τα μέσα Απριλίου. Σύμφωνα με παραπομπή του Παν. Μουλλά, κυκλοφόρησε την Πρωταπριλιά, αντιθέτως ο Βαγ. Αθανασόπουλος αναφέρει πως κυκλοφόρησε μήνα Μάρτιο. Έτσι κι αλλιώς, αν λάβουμε υπόψιν ότι στην καθ’ ημάς Ανατολή ισχύει το παλαιό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο και καταγράφονται η γέννηση και ο θάνατός του συγγραφέα, η πρώτη ευρωπαϊκή εμφάνισή του έγινε μήνα Μάρτιο. Ενώ, η ελληνική, με τη δημοσίευση του ίδιου διηγήματος στην «Εστία», έγινε στα τεύχη της 10ης και 17ης Απρ. 1883. Αυτό σημαίνει πως, αν πράγματι αργούσε να κυκλοφορήσει το γαλλικό περιοδικό, θα χαλούσαν τα σχέδια του Βιζυηνού να προηγηθεί η γαλλική δημοσίευση, γεγονός που θα χαροποιούσε τον εκδότη της «Εστίας», τον Γεώργιο Κασδόνη, ο οποίος είχε προαναγγείλει τη σύγχρονη δημοσίευση του διηγήματος.
Συμπτωματικά, το διήγημα του Βιζυηνού είχε την τύχη να δημοσιευτεί σε δυο ιδεολογικά αντίθετα περιοδικά. Το γαλλικό περιοδικό της Ιουλιέττας Λαμπέρ, χήρας του Εδμόνδου Αντάμ, όπως και το σαλόνι της, στο οποίο σύχναζε ο Βικέλας και ο Μαρκήσιος Σαιντ-Χιλαίρ, μεταφραστής στα γαλλικά του διηγήματος του Βιζυηνού, ήταν φίλα κείμενο στον φιλέλληνα Γαμβέτα και ξεκίνησε για να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στη συντηρητική «Revue des deux mondes», που στάθηκε απαρχής το πρότυπο της «Εστίας». Πόσο ενδιέφεραν τον Βιζυηνό οι ιδεολογικές αντιπαλότητες; Κατά τον Μουλλά, στο σαλόνι της Λαμπέρ, τον έφερε η αναζήτηση κοσμικών επαφών. Σε εκείνη τη φάση της ζωής του, η τύχη του χαμογελούσε. Μέχρι τον επόμενο Μάρτιο. Στις 14 Μαρ. 1884, πάντοτε κατά το παλαιό ημερολόγιο, απεβίωσε ο προστάτης του, Γεώργιος Ζαρίφης. Στις τελευταίες μέρες του Μαρτίου, ο Βιζυηνός επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα.
Σύμφωνα με το μότο στην Εισαγωγή της πρόσφατης έκδοσης, “Οι ηττημένοι της ζωής έχουν πάντοτε να διηγηθούν τις ωραιότερες ιστορίες”. Το βιογραφικό του αποτελεί ικανή μαρτυρία ότι ανήκε στους ηττημένους από γεννησιμιού του, παρά τις εκλάμψεις της τύχης κατά την πρώτη του νεότητα. Και έχει διηγηθεί, αν όχι τις ωραιότερες ιστορίες της παλαιότερης πεζογραφίας μας, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, σίγουρα, όμως, από τις ωραιότερες. Κι όμως, γι’ αυτές δεν υπάρχει αξιόπιστη έκδοση ούτε “«Απάντων» των ευρισκομένων”, ούτε καμιά τμηματική, όπως τεκμηριώνει ο Γιώργος Κεχαγιόγλου στην ανακοίνωσή του στη Διημερίδα Βιζυηνού. Ο Βιζυηνός προσέλκυσε μεν πολλούς φροντιστές, αλλά αυτή η πολλαπλή εκδοτική φροντίδα παρέμεινε ελλιπής. Ταυτόχρονα δελέασε πλείστους όσους μελετητές, που, όμως, το στρίμωξαν σε ερμηνευτικές ατραπούς, καθώς φιλοδόξησαν ολιστικές συλλήψεις. Έλειπε η έγκυρη φιλολογική έκδοση του έργου του. Αυτήν μας προσφέρουν “οι δυο Αποστολίδηδες”. Στο υποκεφάλαιο της Εισαγωγής, με τίτλο, «Εκδοτικά», μετά την αναφορά των αρχικών δεδομένων –τη μη διάσωση των χειρογράφων, τις πρώτες δημοσιεύσεις, μερικές εκ των οποίων με θεώρηση των τυπογραφικών δοκιμίων από τον ίδιο τον Βιζυηνό–, σχολιάζουν εκτενώς τις “αυθαιρεσίες” κατά τις εκδόσεις βιβλίων και τέλος, περιγράφουν τις δικές τους “σιωπηρές” διορθωτικές επεμβάσεις, όπου, ως γνώμονας, φαίνεται να λειτουργεί η «Ανθολογία διηγήματος» πάππου και πατρός. Δεν προβλέπονται αντίστοιχες υποσελίδιες σημειώσεις, αλλά οι διαφοροποιητικές αλλαγές δίνονται συγκεντρωτικά σε προτασσόμενο κριτικό υπόμνημα.
Οι εκτενείς υποσελίδιες σημειώσεις επιμένουν “στο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο” της εποχής των ιστοριών, ενώ διυλίζουν τους γλωσσικούς τύπους στην καθεμία ιστορία χωριστά αλλά και σε συγκριτική βάση. Αντιθέτως, το συγκεντρωτικό Γλωσσάριο παραμένει, ακριβώς όπως χαρακτηρίζεται, “συνοπτικώτατο”. Ακόμη, προβλέπονται, προς περαιτέρω υποστήριξη του υπομνηματισμού, έξι θεματικά παραρτήματα: Προσδιορισμός της ακριβούς χρονολογίας γέννησης της μητέρας του Βιζυηνού Δέσποινας και ως προσθήκη στο προτασσόμενο βιογραφικό του, που είναι συνοπτικό αλλά με εξακριβωμένες χρονολογίες και συμβάντα. Σχολιασμός της έκτασης των περιγραφικών αναφορών στο φυσικό περιβάλλον, με τονισμό της αλληγορικής τους χρήσης. Υπό τύπον λήμματος, αναφορές σε Νεότουρκους, τάγματα δερβίσηδων και στην κατά Ρούντολφ Χέρμαν Λότσε έννοια της ψυχής. Παρενθετικά να σημειώσουμε εδώ, πως το βασικό βιβλίο του Λότσε, στο οποίο στηριζόταν ο Βιζυηνός, δεν ήταν η «Ιατρική Ψυχολογία» του 1852, αλλά το επόμενο, ο τρίτομος «Μικρόκοσμος», με “ιδέες για την Φυσική Ιστορία και την Ιστορία της Ανθρωπότητας”. Και τέλος, το ερευνητικά ενδιαφέρον κείμενο για τις “ρομαντικές καταβολές του διηγήματος «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας»”. Το συνολικό έργο συμπληρώνουν, το γενεαλογικό δέντρο Βιζυηνού και τρεις χάρτες (τοπογραφικό Βιζύης, χάρτης της περιοχής και χάρτης Ανατολικής Θράκης). Χρησιμότερος θα ήταν χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αν μη τι άλλο, για να φαίνεται η γειτνίαση της Βιζύης με τον τόπο των Αποστολίδηδων, τον Πύργο, σημερινό Μπουργκάς.
Αυτή η πολύπλευρη και εκτεταμένη φιλολογική φροντίδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέχρι και τέλεια, αφού καλύπτει από τις περιέργειες του παντελώς απροσδιόνυσου ως προς τις χωροχρονικές συντεταγμένες των ιστοριών, την Ανατολική Ρωμυλία και τα μέσα του 19ου αι. σε Ελλάδα, Οθωμανική Τουρκία και Γερμανία, μέχρι τις απαιτήσεις των σχολαστικώτερων. Με βάση, όμως, το πώς εμείς τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε παρόμοιες εκδόσεις, θα μπορούσε να διατυπωθεί μία ένσταση. Κατά την ακαδημαϊκή οπτική για τις πρότυπες φιλολογικές εκδόσεις, ο υπομνηματισμός έχει ως στόχο να φωτίζει το κείμενο, κατά όσον το δυνατόν αντικειμενικότερο τρόπο, που σημαίνει να διευκολύνει τον αναγνώστη αλλά να μην τον χειραγωγεί. Οι δημιουργοί, ωστόσο, της συγκεκριμένης έκδοσης δηλώνουν εκ προοιμίου ότι “αυτή αξιώνει νάναι ελεγκτική πάντα, και χειραγωγός προς το άξιο”. Δήλωση με χροιά διδακτισμού, που μάλλον ξενίζει, ιδίως σε μία εποχή κυριαρχίας του αναγνώστη. Εκτός κι αν εκληφθεί ως απόρροιά της, καθώς στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό σχήμα του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού κατά την πρόσληψη ενός προνομιούχου αναγνώστη. Άλλωστε η έκδοση χαρακτηρίζεται “κριτική – αξιολογική”, με την αξιολόγηση να περιορίζεται στην προτεινόμενη πρόσληψη. Πάντως, όποιος έχει διαβάσει Ρένο Αποστολίδη, ιδίως τα προ εικοσαετίας σεμινάριά του για δημοσιογράφους, που, προσφάτως, πήραν τη μορφή βιβλιαρίων περιοδικής έκδοσης, θα αναγνωρίσει στον χειραγωγό κάτι από τη συμπεριφορά του Κένταυρου.
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, προβλέπονται διαδοχικά στάδια. Πρώτον, η Εισαγωγή, με τίτλο, «Ποίος ήτον και είναι ο Γεώργιος Βιζυηνός». Δοκιμιακό κείμενο με λογοτεχνικό ύφος και άποψη, τόσο επί του ειδικού αντικειμένου, που είναι τα διηγήματα του Βιζυηνού, όσο και επί του γενικότερου, που είναι η ελληνική λογοτεχνία. Επί του ειδικού, η άποψη, όσο ρηξικέλευθη κι αν είναι, υποστηρίζεται με εκτενή και πειστική επιχειρηματολογία. Επί του γενικού, όμως, δίνονται μόνο χαρακτηρισμοί έργων και προσώπων, που, έτσι όπως μένουν αστήρικτοι, δείχνουν τουλάχιστον άκομψοι. Ασχέτως αν η επιστράτευση κάπως εξεζητημένων, ως σπανίως απαντώμενων σήμερα, επιθετικών χαρακτηρισμών, σε συνδυασμό με τον απόλυτο χαρακτήρα των διατυπώσεων, προσδίδουν ζωντάνια στον δοκιμιακό λόγο. Αυτήν την έντονη εντύπωση της αφήγησης επαυξάνει η ευρεία χρήση των θαυμαστικών, τόσο ασυνήθων σε παρόμοιας φύσης κείμενα.
Δεύτερον, το ερμηνευτικό σχήμα καθορίζει τη σειρά παράταξης των διηγημάτων, κατά παράβαση μίας φιλολογικής έκδοσης, που θα ακολουθούσε τη σειρά δημοσίευσης. Τα διηγήματα, συνολικά οκτώ, διαχωρίζονται σε δυο ομάδες: “Τα επίλεκτα” («Το αμάρτημα της μητρός μου», «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», «Μοσκόβ-Σελίμ») και “Τα αδύναμα” («Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», «Μεταξύ Πειραίως και Νεαπόλεως», «Πρωτομαγιά», όπου “δίκην παραρτήματος” παρατίθεται το «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα»). Η δεύτερη ομάδα δεν αξιώνεται υπομνηματισμού της ίδιας έκτασης με την πρώτη, ενώ επαναλαμβάνονται, πάντοτε κατά έναν απόλυτο τρόπο που δεν επιτρέπει ούτε χαραμάδα αμφιβολίας, οι αδυναμίες των εν λόγω διηγημάτων. Για παράδειγμα, μία απόφανση της μορφής, “Το «Μεταξύ Πειραίως και Νεαπόλεως» δεν διαθέτει την παραμικρή λογοτεχνική ποιότητα”, πιστεύουμε ότι καταθλίβει έναν αναγνώστη. Και καλά, όποιος προτίθεται να το διαβάσει για πρώτη φορά, αυτός απλώς θα το προσπεράσει, αλλά εκείνος, που έτυχε, πιθανώς και γιατί είναι άγευστος ποιήσεως, να το απολαύσει σε παλαιότερες αναγνώσεις, θα νιώσει τουλάχιστον καταρρακωμένος.
Η σειρά παράταξης “των επίλεκτων” καθορίζεται από το ερμηνευτικό σχήμα, που τα “θεωρεί ως ενιαίο μυθιστόρημα”. Σε υποκεφάλαιο της Εισαγωγής, με τίτλο, «Προγενέστερη έρευνα και αναίρεση ερμηνευτικών ιδεοληψιών», αναφέρονται συνοπτικά ερμηνείες, ορμώμενες από φροϋδικές ή και ψυναναλυτικές αναγνώσεις, καθώς και όσες ολισθαίνουν προς τον βιογραφισμό, για να απορριφθούν συλλήβδην. Ασχέτως αν ορισμένες ακολουθούν τη μέση οδό, χωρίς ψυχαναλυτικές υπερερμηνείες, αφήνοντας ως κατάλοιπο ενδιαφέρουσες επιμέρους παρατηρήσεις. Βεβαίως, μία παρόμοια μετριοπαθής ανάγνωση θα μείωνε τον επιβλητικό χαρακτήρα της σύλληψης ενός “κύκλου αίματος”, όπως εύστοχα αποκαλείται, ο οποίος και “οιστρηλατεί” τον Βιζυηνό. Στα προλογικά σημειώματα καθενός διηγήματος, σε εκτενείς υποσελίδιες σημειώσεις, σχολιάζονται περαιτέρω οι σημαντικότερες ψυχαναλίζουσες ερμηνείες. Κι αυτό, “για να παραμεριστούν εφεξής από το ερευνητικό πεδίο του αναγνώστη”.
Όσον αφορά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, “οι Αποστολίδηδες” τα αποδέχονται μέχρι κεραίας, εμπεδώνοντας, μάλιστα, τις πραγματολογικές συνιστώσες με τον υπομνηματισμό. Αλλά μέχρις εκεί, δεν αποδίδουν προθέσεις στον συγγραφέα, ούτε πλάθουν σενάρια. Σε αντίθεση με άλλους μελετητές, που εμμένουν σε ολιστικές θεωρήσεις των έξι ιστοριών, με τυπικότερο παράδειγμα την υπόθεση εργασίας του Μιχ. Χρυσανθόπουλου, που τιτλοφορείται «Μεταξύ φαντασίας και μνήμης». Ενδεικτικές είναι και ορισμένες ομιλίες της Διημερίδας, κατά την οποία “τα αδύναμα διηγήματα” δείχνουν να απασχολούν πολύ περισσότερο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομιλία της Στ. Χελιδώνη, η οποία επιχειρηματολογεί υπέρ μίας ανάγνωσης του «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» “πάνω στον άξονα της μεταφοράς” όπως και του Χρυσανθόπουλου, μόνο που η δική της θα μπορούσε να έχει τον τίτλο, “Μεταξύ ποιήσεως και διηγήματος”.
Ως γνωστόν, Κένταυρος δεν είναι μόνο το όνομα του μυθικού μύστη, αλλά και το όνομα αστερισμού, φωτεινότατου τις ανοιξιάτικες νύχτες, καίτοι χιλιάδες έτη φωτός μακριά. Αυτήν, ακριβώς, την εντύπωση δημιουργεί η παρουσίαση “απάντων των διηγημάτων” του Βιζυηνού από “τους Αποστολίδηδες”. Συναρπαστική μεν, αλλά έτη φωτός μακράν του ισχύοντος “κανόνα” για τις γηγενείς θεωρητικές συλλήψεις. Και ένα τελευταίο. Τυποτεχνικά, πρόκειται για άψογη έκδοση, καθόλου συνηθισμένη στις μέρες μας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/3/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου