Γ. Μ. Βιζυηνός
«Στους δρόμους της λογιοσύνης.
Κείμενα γνώσης,
θεωρίας και κριτικής»
Φιλολογική επιμέλεια
Παν. Μουλλάς
Επιλεγόμενα-Υπόμνημα
Βεν. Αποστολίδου-Μαίρη Μικέ
Μ.Ι.Ε.Τ. Δεκέμβριος 2013
Εκκινώντας από τον τίτλο του βιβλίου, να παρατηρήσουμε ότι η λέξη λογιοσύνη απουσιάζει από πολλά λεξικά της ελληνικής. Δεν την καταγράφει ούτε του Δημητράκου ούτε του Τριανταφυλλίδη. Την αποθησαυρίζουν Κριαράς, Μπαμπινιώτης, με τη διπλή σημασία της πνευματικής καλλιέργειας και της λογιότητας, όπου, αυτήν τη δεύτερη, την ερμηνεύουν ως την ιδιότητα του λογίου. Λέξη, που, ως επίθετο, σημαίνει μορφωμένος, καλλιεργημένος, και ως ουσιαστικό, τον απασχολούμενο με τα γράμματα. Ο Μπαμπινιώτης προσθέτει, ότι χρησιμοποιείται κυρίως για την εποχή από την Αναγέννηση μέχρι και τον 19ο αιώνα, ενώ η ταυτόσημη για την σύγχρονη εποχή είναι το διανοούμενος. Ως προς τι, όμως, τόσο σχολαστική εξέταση του τίτλου; Γιατί συμφωνούμε με τον Βιζυηνό, που διευκρινίζει: “Μηδ’ υποθέση τις ημάς λίαν μικρολογούντας περί το όνομα και την επιγραφήν του βιβλίου. Διότι [...] είναι αλάνθαστον τεκμήριον τού τε ποσού και τού ποιού των προκαταρκτικών γνώσεων, αφ’ ων οι συγγραφείς ορμώνται προς το έργον αυτών [...]”.
Ο τίτλος, ακριβώς, του βιβλίου του Παν. Μουλλά δείχνει πως αφορμάται από τα παρισινά του χρόνια στο πλευρό του Κ. Θ. Δημαρά. Από τις εκδόσεις του Μ.Ι.Ε.Τ., το 2013, εκδόθηκαν δυο βιβλία, τον Φεβ., του Δημαρά, «Σύμμικτα Δ΄. Λόγια περί μεθόδου», και στα τέλη του έτους, του Μουλλά. Η Σειρά Σύμμικτα του Δημαρά είχε προγραμματιστεί, ζώντος του ιδίου, να αποτελείται από τέσσερις τόμους με δικά του κείμενα, κατά επιλογή και φροντίδα τεσσάρων νεότερων φίλων του. Πρώτος εκδόθηκε ο τρίτος τόμος, «Περί Καβάφη», σε επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ο μόνος, για τον οποίο ο Δημαράς πρόλαβε να γράψει τον πρόλογο. Όταν κυκλοφόρησε, Άνοιξη 1992, εκείνος είχε αποβιώσει. Ο φροντιστής του τόμου έφυγε τρία χρόνια αργότερα. Ακολούθησε το 2000, ο πρώτος τόμος, «Από την παιδεία στη λογοτεχνία», σε επιμέλεια του Βενιαμίν της τετράδας, Αλέξη Πολίτη. Αρχές 2004, ο Φίλιππος Ηλιού παρέδωσε το σώμα του τέταρτου τόμου, καθώς ο δικός του ήταν ένας προαναγγελθείς θάνατος. Απεβίωσε στις 4 Μαρ. 2004. Δέκα χρόνια αργότερα, ο τόμος εκδόθηκε σε επιμέλεια Πόπης Πολέμη. Λείπει ο δεύτερος τόμος, περί λογοτεχνίας, που είχε χρεωθεί ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Εκείνος δεν πρόλαβε, παρόλο που είχε το χρόνο. Είναι, ωστόσο, ο μόνος που έφθασε στην ηλικία του Δημαρά και ο μόνος που συνέγραψε Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Ηλιού είχε επιλέξει 301 επιφυλλίδες του Δημαρά. Δυο από αυτές, δημοσιευμένες το 1968, φέρουν τον τίτλο «Η λογιοσύνη». Εκεί, ο Δημαράς παρατηρεί ότι η λαϊκή γραμματεία, με έμφαση “στην προφορική παράδοση, τα καθαυτό δημοτικά”, επεσκίασε τη λόγια. Ωστόσο, όπως επιχειρηματολογεί, πολλά οφείλονται στην ελληνική λογιοσύνη και ο παραμερισμός της ανέτρεψε “την αρμονία στην εικόνα του ελληνικού κόσμου”. Αυτήν την αρμονία στην εικόνα του κόσμου, που έφερε εντός του ο Βιζυηνός, θέλησε να αποκαταστήσει ο Μουλλάς, αναζητώντας τον άνθρωπο στον κόσμο του και τούμπαλιν. Πάντοτε εύστοχος στην επιλογή τίτλου, καθώς οι δρόμοι της λογιοσύνης πηγαίνουν από Ανατολάς προς Δυσμάς. Σε αυτούς πηγαινοέρχεται ο Βιζυηνός. Σε αυτούς βάδισε λίγο πολύ και ο Μουλλάς. Στη Σορβόνη, το 1976, παρουσίασε τη διδακτορική διατριβή του για τους ποιητικούς διαγωνισμούς του Αθήνησι Πανεπιστημίου στην περίοδο 1851-1877. Όταν έγραφε τα τελευταία κεφάλαια, συνάντησε έναν Θρακιώτη, που αποσπά το πρώτο βραβείο στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό του 1874, και πάλι πρωτεύει σε εκείνον του 1876, ενώ, τον επόμενο χρόνο, στον τελευταίο, παίρνει έπαινο. Τον Γεώργιο Βιζυηνό, εικοσιπεντάχρονο το 1874, που τελειώνει με “άριστα” το γυμνάσιο στο Β΄ Γυμνάσιο της Πλάκας και εγγράφεται στην Φιλοσοφική. Παραδίπλα, στο Βαρβάκειο, παίρνει το απολυτήριο με “σχεδόν καλώς” ένας εικοσιτριάχρονος Σκιαθίτης, που εγγράφεται επίσης στην Φιλοσοφική. Είναι ο Παπαδιαμάντης, με τον οποίο ασχολείται ο Μουλλάς, παράλληλα με την ετοιμασία της διατριβής. Το «Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος» ολοκληρώνεται στο Παρίσι το 1974, δυσχεραίνοντας, τρία χρόνια αργότερα, την εκλογή του στο Αριστοτέλειο. Στη Θεσσαλονίκη, θα ξεκινήσει το βιβλίο για τον Βιζυηνό, με το οποίο, το 1980, θα εκλεγεί τακτικός καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας. Εισηγητές, ο Απ. Σαχίνης, ο συνεργάτης του Δημαρά Άλκης Αγγέλου και ο Σαββίδης, που θα κρίνουν αυτήν την εργασία “θετικότερη και μεστότερη από την αντίστοιχη για τον Παπαδιαμάντη”.
Το 1875, τη Φιλοσοφική Αθηνών θα την εγκαταλείψουν και οι δυο. Ο Παπαδιαμάντης, χωρίς προστάτη, θα προσπαθήσει να επιβιώσει στην Αθήνα, ενώ ο Βιζυηνός, με χορηγό σπουδών τον Γεώργιο Ζαρίφη, θα ακολουθήσει “τους δρόμους της λογιοσύνης”. Ο Μουλλάς δεν θα επιστρέψει ποτέ στον πρώτο. Αντίθετα, θα ξαναγυρίσει στον Βιζυηνό. Όπως σημειώνει στις 18 Δεκ. 2009, “ύστερα από 30 χρόνια”. Συγκεντρώνει τα σκόρπια μελετήματα του Βιζυηνού μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα, τέλη Μαρ. 1884. Αρχίζει τα Προλεγόμενα. Γράφει μέρος της γενικής εισαγωγής και δυο από τους επιμέρους προλόγους για τα πλησιέστερα στα δικά του ενδιαφέροντα μελετήματα. Τα αφήνει ημιτελή, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια στις 11.9.2010. Όπως τα ημιτελή Σύμμικτα Δημαρά του Ηλιού, έτσι και τα ημιτελή Άπαντα τα μελετήματα Βιζυηνού του Μουλλά τα ολοκληρώνουν μαθήτριες και συνεργάτριες, με επιλεγόμενα και υπόμνημα. Όπως διευκρινίζεται, βασικός σκοπός των επιλεγομένων είναι η ένταξη του βιβλίου στο συνολικό έργο του Μουλλά. Έτσι, όμως, δεν ολοκληρώνονται τα Προλεγόμενα.
Γεννάται το ερώτημα ποιους μπορεί να ενδιαφέρει αυτό το πολυσέλιδο βιβλίο (σελ. 800), που φαίνεται να εκδόθηκε, πρωτίστως, σαν χρέος προς τον εκλιπόντα. Η συγκεντρωτική έκδοση, ωστόσο, του επιστημονικού έργου του Βιζυηνού ήταν απαραίτητη, ως μέρος των Απάντων του. Πόσω μάλλον τώρα, που όλο και περισσότεροι μελετητές ανακαλύπτουν γόνιμο έδαφος στα μελετήματά του. Ενδεικτικές είναι δυο σχετικές ομιλίες στην τελευταία Διημερίδα του Δημοκρίτειου Παν/μίου, με θέμα, «Το εύρος του έργου του Γεωργίου Βιζυηνού. Παλαιότερες αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις». Κατά τη γνώμη μας, με μία διαφορετικής σύλληψης παρουσίαση, θα μπορούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των σημερινών διανοούμενων. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως αυτοί οι τελευταίοι, την μεν εποχή του Βιζυηνού την γνωρίζουν, όσο την γνωρίζουν, με την μεταμοντέρνα, μάλλον απορριπτική εκδοχή της, το δε έργο του Δημαρά και του Μουλλά δεν το εκτιμούν, κρίνοντάς το από όσα λίγα γνωρίζουν και αυτά από δεύτερο χέρι.
Ως κυρίως επιστημονικό έργο του Βιζυηνού θεωρούνται οι δυο διατριβές του. Η διδακτορική, «Το παιδικό παιχνίδι σε σχέση με την Ψυχολογία και την Παιδαγωγική», που υπέβαλε το 1881 στην Αυγουσταία Ακαδημία της Γοττίγγης, και η επί υφηγεσία, «Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω», στο Αθήνησι το 1885. Συγκεκριμένα, ανακηρύχτηκε υφηγητής στις 6 Φεβ. 1885. Ο επόμενος, που πήρε το χρίσμα, ήταν ένας παλαιός γνωστός του από τη Γερμανία, ο Μαργαρίτης Ευαγγελίδης, στις 3 Ιουν. 1885. Στο ενδιάμεσο και ενώ αναμενόταν η κρίση, ο Βιζυηνός δημοσίευσε εκτενή βιβλιοκρισία για τη διατριβή του Ευαγγελίδη. Στην αναδημοσίευση στον τόμο, η κριτική καταλαμβάνει 50 σελίδες, όπου, στις 30, ανασκευάζονται σφάλματα με σχολαστικές διορθώσεις. Θυμίζει τις διορθώσεις του Κωνσταντίνου Ασώπιου για το πόνημα του Παναγιώτη Σούτσου, χωρίς όμως τη δική του δραστική δόση ειρωνείας, που καθιστά «Τα Σούτσεια» συναρπαστικά. Ο Μουλλάς εξαίρει τις εισαγωγικές επισημάνσεις του Βιζυηνού περί αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, κυρίως, την εκτενή σύγκριση της κυρίαρχης τότε κατάστασης με εκείνης στην Ευρώπη.
Όπως θα αναμενόταν, ουδόλως επηρέασε η βιβλιοκρισία τους κριτές. Ο Μαργαρίτης ανακηρύχθηκε υφηγητής, όπως και ο Βιζυηνός. Μόνο που ο πρώτος δίδαξε στη Σχολή και το 1894 κατέλαβε την αντίστοιχη έδρα, από την οποία αποχώρησε το 1924, λόγω ορίου ηλικίας. Το κείμενο διατηρεί μέχρι και σήμερα το επιστημονικό του ενδιαφέρον, καθώς η φιλοσοφική θεωρία για την ανθρώπινη γνώση ξεκίνησε από τους Έλληνες και οι Γερμανοί καθηγητές του Βιζυηνού ήταν από τους πρωτεργάτες της Επιστημολογίας. Το ίδιο ισχύει και για τα δυο εγχειρίδια, τα οποία ο Βιζυηνός εξέδωσε ως βοηθήματα στα μαθήματα που δίδασκε στο Βαρβάκειο, τα «Στοιχεία Λογικής» το 1885 και τα «Στοιχεία Ψυχολογίας» το 1888, καθώς και για τη δίτομη επιστημονική μελέτη «Ψυχολογικαί έρευναι επί του καλού», σύμφωνα και με τον σχολιασμό τους προ εικοσαετίας από την Ε. Ποταμιάνου-Παλλαντίου και πρόσφατα, από τον Ν. Μαυρέλο.
Σε όλα τα μελετήματα, ο Βιζυηνός πείθει ότι γνωρίζει σε βάθος το θέμα του. Κάτι καθόλου αυτονόητο, καθώς κινείται από χώρους αμιγώς επιστημονικούς μέχρι τα πεδία της αισθητικής και της λογοτεχνίας. Επιπροσθέτως, επιδεικνύει σχεδόν μυθοπλαστική φαντασία στον τρόπο που παρουσιάζει το πληροφοριακό υλικό και αναπτύσσει την επιχειρηματολογία. Ενώ, το ύφος των περισσότερων, ιδίως όταν τον συνεπαίρνει το θέμα του, αναμιγνύοντας προσωπικές εμπειρίες, αποκτά λογοτεχνική πνοή. Ενδεικτικός είναι ο χαρακτηρισμός από τον Βάλτερ Πούχνερ ενός μελετήματος, γύρω από “το έθιμο του Καλόγερου και τη λατρεία του Διονύσου στη Θράκη”, ως διήγημα. Σε αυτό, διατυπώνεται εισαγωγικά η προκλητική παρατήρηση, ότι “οι καλόγηροι παντός έθνους και πάσης εποχής υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν θιασώται του Βάκχου”.
Ένας από τους τρόπους βιοπορισμού του Βιζυηνού ήταν και η συγγραφή λημμάτων για το εξάτομο Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν των εκδοτών Μπαρτ και Χιρστ, σε επιμέλεια Νικολάου Πολίτη. Σύμφωνα με την Ελ. Κουτριάνου, από το 1889 μέχρι το 1893, έγραψε συνολικά 118 λήμματα. Ούτε η Κουτριάνου ούτε στα Επιλεγόμενα προσδιορίζεται πόσα από αυτά αφορούσαν ελληνικά θέματα. Ο Μουλλάς επιλέγει 28, με μοναδικό ελληνικό, εκείνο για τη γενέτειρά του, τη Βιζύη. Το 1892, υπό τύπον λήμματος, δημοσίευσε κείμενο για τον Ίψεν, που φθάνει μέχρι το 1886, που γράφτηκε το «Ροσμερσχόλμ». Δυο χρόνια αργότερα, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει κείμενο για το έργο τού 1894, «Ο μικρός Έγιολφ». Εν κατακλείδι, ο Βιζυηνός επικροτεί τα καινά δαιμόνια που εισηγείται ο Νορβηγός, όταν γράφει, “Ο εδικός μου ο Θεός είναι Θεός νέος, έχων μυελόν εντός των οστών του”.
Στην «Εικονογραφημένη Εστία» δημοσιεύθηκε το κείμενο για τον Ίψεν σε δυο συνέχειες. Η δεύτερη, Ιούν. 1892, δημοσιεύεται όταν εκείνος βρίσκεται έγκλειστος στο Ίδρυμα. Από εκεί θα σταλεί(;) στο ίδιο έντυπο το επόμενο δημοσίευμα, «Ανά τον Ελικώνα (Βαλλίσματα)». Αυτό αποτελεί συνέχεια αντίστοιχου λήμματος στο Λεξικό Μπαρτ και Χιρστ, με τίτλο «Βαλλιστικόν άσμα». Η μελέτη είναι ένας είδος εισαγωγής στην ευρωπαϊκή μπαλάντα, όπου ο Βιζυηνός μεταφράζει μπαλάντες, παραθέτει κάποιες ελληνικές και προσθέτει μία δική του. Υιοθετεί, μάλιστα, τη λέξη βάλλισμα, που είχε πλαστεί παλαιότερα κατά ετυμολογική απόδοση της λέξης μπαλάντα.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος από τα Προλεγόμενα, αφορά το επετειακό δημοσίευμα «Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α΄ εικοσιπενταετηρίδα του Γεωργίου Α΄». Ο Βιζυηνός παρουσιάζει το ιστορικό της Σχολής των Τεχνών, με αναφορά στους καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς και το άδοξο τέλος τους λόγω της διαμάχης μεταξύ λογίων για το κατά πόσο ο καλλιτέχνης γεννάται ή γίνεται. Στο δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης αναφέρεται στους απόφοιτους της Σχολής –γλύπτες και ζωγράφους– στην εποχή του, θεωρώντας πως υστερούν ως προς τη “γενική διανοητική μόρφωση”. Στα δυο τελευταία κεφάλαια σχολιάζει γλυπτά οδών και πλατειών της Αθήνας, κάνοντας εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις.
Τα Επιλεγόμενα ξεκινούν με την παρατήρηση, ότι το κείμενο του Μουλλά, “κατά μία συμβολική σύμπτωση, σταματά στο μέσο μίας πρότασης, στη λέξη τάφων”. Εκείνο, που πιθανώς να διέφυγε της προσοχής, είναι ότι το απόσπασμα από το δημοσίευμα του Βιζυηνού, το οποίο σχολιάζει αυτή η ημιτελής πρόταση και το οποίο προηγείται, αποτελείται από τρία μέρη, που ο Μουλλάς δεν τα παραθέτει κατά τη σειρά που απαντώνται, αλλά αντιμεταθέτει το δεύτερο με το τρίτο, ώστε να έχει ακριβώς την ευκαιρία να σχολιάσει τι εννοεί ο Βιζυηνός με “τους του νεκροταφείου κατοίκους”. Όπου και επεξηγεί με πρόδηλους τους πένθιμους συνειρμούς: “απευθύνεται φυσικά στους μαρμαράδες-διακοσμητές των τάφων...”
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/4/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου