Δισέλιδο από «Το σεντούκι με τις πέντε κλειδαριές» του Ευγένιου Τριβιζά, με εικονογράφηση Βαγγέλη Ελευθερίου.
Τόσα χρόνια ασχολούμαστε με τη βιβλιοπαρουσίαση, αλλά παιδικό βιβλίο δεν είχαμε διαβάσει, ούτε καν φυλλομετρήσει. Μέναμε στο θεωρητικό ερώτημα, κατά πόσο έχει υπόσταση ο όρος παιδική λογοτεχνία, με άλλα λόγια σε ένα άγονο δίλημμα, όπως, άλλωστε, οι περισσότεροι φιλολογισμοί. Αυτά μέχρι προχτές, που μία βιβλιόφιλος κυρία από το δραστήριο δυναμικό του εκδοτικού οίκου Κέδρος είχε την καλή ιδέα να μας στείλει μαζί με τα πασχαλιάτικα λογοτεχνικά βιβλία και μερικά παιδικά. Ήδη από το πρώτο ξεφύλλισμα, μας έφτιαξε τη διάθεση η εικονογράφηση. Ιδιαίτερα, οι εικόνες στα βιβλία για παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας. Αλλά και στα βιβλία για τα μεγαλύτερα παιδιά, εκείνα των δυο τελευταίων τάξεων του δημοτικού και των πρώτων γυμνασιακών, καθώς ούτε από αυτά λείπουν οι ολοσέλιδες εικόνες ή και τα εικονογραφημένα “σαλόνια”. Από τα βιβλία για 15 ετών και άνω, μένει το κείμενο χωρίς το οπτικό δεκανίκι, να κερδίσει μόνο του τον έφηβο αναγνώστη. Ένα πρώτο όνομα εικονογράφου, στα βιβλία που έφθασαν στα χέρια μας, κέρδισε την προσοχή μας. Του Βαγγέλη Ελευθερίου. Από την αρχική του ενασχόληση με τη γελοιογραφία φαίνεται να κράτησε την κωμική παραμόρφωση, προσθέτοντας στις φιγούρες ζωγραφικό πλασμό και τις λεπτές χρωματικές αποχρώσεις της ακουαρέλας. Εμφανείς είναι επίσης και οι επιδράσεις από τη ζωγραφική γκράφιτι. Στο βιογραφικό του, ο απολογισμός αναφέρει 130 βιβλία μέσα σε μία εικοσιπενταετία. Μεταξύ αυτών, σε κάποια πρόσφατα, εμφανίζεται και ως συγγραφέας με οικολογικές ευαισθησίες, όπως τα «Έλα στη φύση, έλα στο πράσινο», «Έλα στη φύση, έλα στο μπλε».
Αυτά τα δυο τελευταία χωρίς αυτοψία, πληροφοριακά. Στο χέρι κρατάμε ένα παλαιότερο βιβλίο με δική του εικονογράφηση, «Το σεντούκι με τις πέντε κλειδαριές». Συγγραφέας του είναι ο Ευγένιος Τριβιζάς “ο παραμυθάς”. Αυτόν τον γνωρίζαμε ως όνομα, χωρίς να τον έχουμε διαβάσει. Ακριβέστερα, τον είχαμε καταχωρημένο στις απώλειες, αν όχι της ελληνικής λογοτεχνίας, σίγουρα, πάντως, του αστυνομικού μυθιστορήματος. Συνομήλικος του Πέτρου Μαρτινίδη, αυτός με σπουδές, όχι αρχιτεκτονικής και ψυχολογίας όπως ο Θεσσαλονικιός, αλλά τις χρησιμότερες για τη συγγραφή αστυνομικών, νομικής και εγκληματολογίας, θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μαιτρ του είδους. Κάτι ανάμεσα σε Μαρτινίδη και στον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό τους, Πέτρο Μάρκαρη. Με τον δεύτερο έχει κοινό σημείο το χιούμορ, μόνο που του Τριβιζά είναι αγγλικής γεύσης, πιο λεπτό και λιγότερο αψύ. Τελικά, αναγκαστήκαμε να ανασκευάσουμε τα περί απώλειας. Άρκεσε η ανάγνωση ενός κεφαλαίου από το παιδικό βιβλίο, σε εκείνο που “ο Τζιμ ο ατρόμητος θηριοδαμαστής” συναντά “τον Τιμόθεο Πέπερμιντ, Λονδρέζο καθηγητή πιάνου και κουρδιστή”, για να πειστούμε ότι δεν επρόκειτο για απώλεια αλλά για κέρδος στον δύσκολο τομέα της διασκεδαστικής συγγραφής, που ηλικία δεν κοιτάει. Βρίσκεται, πάντως, στην κατάλληλη ηλικία, αντί να εφησυχάζει στις δάφνες του, να δοκιμάσει και κάτι για το ενήλικο αναγνωστικό κοινό.
Αλλά ας επανέλθουμε στους αναγνώστες μικρής ηλικίας. Στις πρόσφατες εκδόσεις, στα μεταφρασμένα παιδικά βιβλία, εντυπωσιακό χάρις στον τίτλο και το έγχρωμο εξώφυλλο ιταλικής αισθητικής, όπως και η εικονογράφηση του κειμένου, πρόβαλε ένα χοντρό βιβλίο, κοντά 400 σελίδων, με σκληρό εξώφυλλο. Έχει τον ελκυστικό, για κάθε ηλικία, τίτλο, «Ταξίδι στο βασίλειο της φαντασίας». Ενώ, στο εξώφυλλο εικονίζεται ένας κουστουμαρισμένος διοπτροφόρος ποντικός, καβάλα σε ένα τέρας προϊστορικής εποχής. Δεν δείχνει φοβισμένος. Αντιθέτως, είναι μέσα στην καλή χαρά. Από συνήθεια αναζητήσαμε το όνομα του μεταφραστή, αλλά δεν υπήρχε. Ούτε όνομα συγγραφέα. Το Τζερόνιμο Στίλτον, που αναγράφεται πάνω από τον τίτλο είναι το όνομα του εν λόγω ποντικού. Πρόκειται για έναν πολύ μορφωμένο “κάτοικο της Ποντικονήσου”, η οποία τοποθετείται κάπου στον “Νότιο Τρωκτικό Ωκεανό”. Ο Τζερόνιμο τυγχάνει “εκδότης και διευθυντής της μεγαλύτερης εφημερίδας της νήσου, με τον επιβλητικό τίτλο, «Ηχώ των τρωκτικών»”. Στον ελεύθερο χρόνο του, γιατί όλα δείχνουν πως πρόκειται για έναν πολύ εργατικό ποντικό, συγγράφει βιβλία με τις περιπέτειές του. Ωστόσο, αυτός ο εκπολιτισμένος ποντικός είναι πλάσμα γυναικείας φαντασίας.
Η Ελίζαμπεθ Ντάμι είχε την έμπνευση να γράψει βιβλία με ήρωα έναν ποντικό. Ιταλίδα, γεννημένη στο Μιλάνο και κόρη εκδότη, άρχισε να γράφει από τα 18 της, που σημαίνει γύρω στο 1976. Τις ποντικοϊστορίες τις ξεκίνησε πολύ αργότερα. Το 2000, εξέδωσε την πρώτη της σειράς. Από τότε μεταφράζονται σε πλείστες όσες γλώσσες και πωλούνται σε εκατομμύρια αντίτυπα. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μαζί με το όνομα της Ντάμι, εντοπίσαμε και εκείνο της μόνιμης μεταφράστριας των περιπετειών του Τζερόνιμο, Βίκυς Λιανού. Το ταξίδι στη χώρα της φαντασίας εξελίσσεται σε πραγματική οδύσσεια, με τον ποντικοήρωα να περνάει όλων των ειδών τις δοκιμασίες, αλλά να βγαίνει πάντα σώος και αβλαβής, χάρις στις ιστορίες, τους μύθους και τα ανέκδοτα που ξέρει τόσο καλά να αφηγείται. Μέχρι και λεξικό προβλέπεται γι’ αυτό το εξωτικό ταξίδι, γραμμένο από τον ιδιαίτερα “μορφωμένο βάτραχο Μουντζούρη”, σύντροφο και οδηγό του ήρωα σε όλη τη διαδρομή. Όταν ο πολυμαθής Τζερόνιμο, επιστρέφοντας, αφηγείται τις ιστορίες του, εξηγεί και τι τελοσπάντων είναι αυτό που αποκαλούμε φαντασία. “Είναι”, λέει, “η ικανότητα να βλέπουμε την πραγματικότητα με διαφορετική ματιά”, δηλαδή με αισιόδοξα ματογυάλια, και “να βρίσκουμε την Αρμονία εκεί που υπάρχει Δυσαρμονία, το Καλό εκεί που φαίνεται να θριαμβεύει το Κακό, το Φως εκεί που φαίνεται να κυριαρχεί το Σκοτάδι”. Παρόμοιας δυναμικής φαντασία θα πρέπει να διαθέτουν όλοι αυτοί οι Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, που πασχαλιάτικα ταξιδεύουν στην τερατούπολη των Αθηναίων. Το βιβλίο, πάντως, συνίσταται για ηλικίες κάτω των δώδεκα.
Με σταθερό γνώμονα τα λεγόμενα περικειμενικά στοιχεία, μας τράβηξε την προσοχή ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο μεγάλου σχήματος. Καθοριστικός πόλος έλξης, και πάλι, ο τίτλος, αλλά και τα φωτεινά χρώματα του εξώφυλλου. Παρότι συστήνεται για παιδιά από 5 έως 8 ετών, ο τίτλος του, «Μια βόλτα στα βυζαντινά χρόνια», θα συγκινήσει περισσότερο τον παππού τους. Γιατί, ένα τόσο μικρό παιδί, τι μπορεί να γνωρίζει για το Βυζάντιο. Γεννιέται το ερώτημα, κατά πόσο έχει ακουστά ακόμη και τη λέξη Βυζάντιο. Αν δεν σφάλλουμε, το πρώτο σχολικό βιβλίο Ιστορίας το πιάνει στα χέρια του στην Τρίτη Δημοτικού, ενώ είναι εκείνο της Πέμπτης, που αφιερώνεται στα βυζαντινά χρόνια. Άρα, η συγγραφέας Εύη Τσιτιρίδου αναμένεται με το βιβλίο της να επιτελέσει τον άθλο της πρώτης γνωριμίας. Γιατί, βεβαίως, οι παππουδογιαγιάδες, που τους άρεσε να αφηγούνται ιστορίες για “τον μαρμαρωμένο βασιλιά” έχουν προ πολλού εκλείψει. Το βιβλίο εντάσσεται σε μία σειρά με τον γενικό τίτλο «Με ξεναγό την Ιστορία», που σκοπό έχει να δείξει σε παιδιά αυτής της ηλικίας την καθημερινή ζωή των ανθρώπων σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Θυμίζει τη σειρά για ενήλικες, «Η καθημερινή ζωή στην τάδε περίοδο», όπου, αν δεν σφάλλουμε, δεν υπάρχει βιβλίο για την αντίστοιχη χρονική περίοδο.
Τη “βόλτα” την κάνουν δυο αγαπημένοι φίλοι από το νηπιαγωγείο. Όχι, όμως, του ίδιου φύλου, αλλά ο Αστέρης και η Βάγια, ώστε να αντανακλώνται δυο διαφορετικές οπτικές. Αυτή η περιήγηση σε αλλοτινά χρόνια και τόπους γίνεται χάρις σε ένα φοβερό τετράποδο, τον Γκάρι. Πρόκειται για “ένα γαϊδουράκι, πού όχι μόνο μιλάει με ανθρώπινη φωνή”, όπως όλα τα κατοικίδια στα ελληνικά σίριαλ, “αλλά και ταξιδεύει στο χρόνο”, όχι με την ταχύτητα του φωτός, αλλά κατά τρόπο μαγικό. Το όνομα Αστέρης θυμίζει τον τίτλο ενός προπέρσινου παιδικού βιβλίου, «Ο Αστέρης το νεαρό αστέρι», του Κώστα Ζαφειρίου. Μόνο που εκείνος ο Αστέρης ξεκίνησε για αστρικό ταξίδι. Στο ταξίδι στα χιλιόχρονα βάθη του χρόνου, τα παιδιά ξεκινούν τις επισκέψεις από το βυζαντινό σπίτι. Δίπατο, με το πλυσταριό και τους στάβλους για τα ζώα στον πρώτο όροφο, τα απογοητεύει. Μάλλον θα έπρεπε να προηγηθεί ένα ταξίδι πριν έναν - ενάμισι αιώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στο σπίτι των Βυζαντινών, βλέπουν με απορία τη γυναίκα στον αργαλειό και το κοριτσάκι της να την παρακολουθεί να υφαίνει. Και πάλι, ένας κάποιος προϊδεασμός, πως όλα αυτά δεν συνέβαιναν μόνο στα βυζαντινά χρόνια, θα ήταν μάλλον αναγκαίος. Μετά οι δυο μικροί περιηγητές πηγαίνουν στο σχολείο. Εκεί, όμως, που ζωηρεύει η κουβέντα τους με το σοφό υποζύγιο είναι στην βυζαντινή κουζίνα. Ακολουθούν κεφάλαια για την αγορά, την εκκλησία, το μοναστήρι, το λιμάνι, φθάνοντας μέχρι και στο παλάτι. Ο Γκάρυ δεν παραλείπει να τους δείξει τους ανθρώπους εκείνης της εποχής σε χειρονακτικές ασχολίες εντός και εκτός οικίας, καθώς και στις ώρες της διασκέδασης. Με τις ζωγραφιές της πρωτοεμφανιζόμενης στο χώρο του παιδικού βιβλίου Λέλας Στρούτση, το ταξίδι δίνει μία πρώτη γεύση από την βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, την άλλοτε ποτέ αποκαλούμενη “βασιλίδα των πόλεων”.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί το σημερινό παιδικό βιβλίο από εκείνο παλαιότερων εποχών είναι η έγχρωμη εικονογράφηση, λόγω καλύτερων τυποτεχνικών μέσων αλλά και μεγαλύτερης αγοράς, που επιτρέπει πιο ακριβές παραγωγές. Όπως διαβεβαιώνουν οι ασχολούμενοι με το παιδικό βιβλίο, αυτό αποβαίνει πολύ πιο προσοδοφόρο από τα αναγνώσματα ενηλίκων. Συμπέρασμα όχι τόσο ευχάριστο, ασχέτως αν οι πάντες το αντιμετωπίζουν ως απολύτως φυσιολογικό. Βεβαίως, ο σημερινός γονέας κάνει στερήσεις για να μην λείψει τίποτα από το παιδί του. Από μία άλλη άποψη, όμως, μπορεί και να διασκεδάζει τις ενοχές του, καθώς δεν έχει διάθεση –χρόνο ισχυρίζεται– να διαβάσει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο. Φαινόμενο που απαντάται σε γονείς με ανώτατη παιδεία. Συχνά, μάλιστα, πρόκειται για ανθρώπους κοινωνικούς και πολιτικοποιημένους, τους λεγόμενους ανθρώπους με υψηλή καλλιέργεια.
Ίσως γι’ αυτό να φταίει, που, στα παιδικά τους χρόνια, στάθηκαν παθητικοί αναγνώστες. Όπως φαίνεται, ένα τελείως καινούριο στοιχείο της τρέχουσας παιδαγωγικής είναι η προσπάθεια δημιουργίας ενεργητικών αναγνωστών. Οι τελευταίες σελίδες των περισσότερων παιδικών βιβλίων αφιερώνονται στο σχεδιασμό “εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων”, όπως αποκαλούνται. Η Τσιτιρίδου, που έχει την εμπειρία μίας δεκαετούς θητείας στη δημόσια εκπαίδευση, εξηγεί πως “η εμπέδωση της γνώσης επιδιώκεται μέσα από την ενεργητική συμμετοχή και την άσκηση των προσωπικών τους δεξιοτήτων, με τρόπο παιγνιώδη και συμβατό με την ηλικία τους, καθώς και με τις ιδιαίτερες ανάγκες και δυνατότητές τους”.
Κλείνοντας αυτά τα πρώτα παιδικά βιβλία του 21ου αιώνα, που διαβάσαμε –γιατί, τελικά, τα διαβάσαμε, μας κέρδισαν ο Τζερόνιμο, ο Αργύρης και η Βάγια, ακόμη και ο Τιμόθεος Πέπερμιντ – μας κατέλαβε θλίψη, με τη σκέψη, πως αυτά θα είναι τα πρώτα που θα χαθούν κατά την πλήρη επικράτηση της ψηφιακής εποχής. Ας σπεύσουν, λοιπόν, οι γονείς με πιτσιρίκια, όσο ακόμη υπάρχουν. Αλλά και οι υπόλοιποι. Υπάρχει πάντοτε το πρόσχημα για ένα δωράκι σε παιδί φίλου. Με την ευκαιρία, το διαβάζουν και αυτοί, για να μην ξεχάσουν τελείως και την ανάγνωση, μετά τη γραφή, που έχουν εδώ και καιρό εγκαταλείψει.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/4/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου