Αλέξανδρος Κυπριώτης
«Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι.
Ιστορίες ανθρώπων»
Εκδόσεις Ίνδικτος
Ιούνιος 2013
Παρά τον προϊδεασμό του τίτλου του βιβλίου, αλλά και σε πείσμα ορισμένων κριτικών παρουσιάσεων, οι ήρωες στις ιστορίες του Αλέξανδρου Κυπριώτη δεν σκοτώνουν εκείνους που τους ενοχλούν ούτε για σοβαρούς λόγους ούτε για ασήμαντους. Εξαιρούνται δυο ιστορίες από τις συνολικά δέκα του βιβλίου, αν και στη μία μπορεί να μην πρόκειται για θανατηφόρο χτύπημα. Η άλλη έχει τον παραπλανητικό τίτλο, «Ευτυχία». Και σε αυτήν την περίπτωση, πάντως, ο φόνος δεν γίνεται “μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι”, ούτε καν με οποιοδήποτε άλλο αιχμηρό μέσο. Αλλά δια πνιγμού. Ο ήρωας πνίγει τη γυναίκα με την οποία “έβγαινε επτά μήνες και τρεις ημέρες”, παρόλο που λεγόταν Ευτυχία και μόλις του είχε αναγγείλει ότι θα γεννούσε το δικό του παιδί. Την πνίγει με τα ίδια του τα χέρια, όταν εκείνη “σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της να τον φιλήσει”. Από την πράξη του, δηλαδή εκ του αποτελέσματος, συνάγεται ότι πρόκειται για ψυχασθενή. Κατά τα άλλα, τίποτα στη συμπεριφορά του δεν έδειχνε ότι μπορεί κάτι να μην πηγαίνει καλά. Είναι ένας από τους πολλούς ψυχικά νοσούντες, που βρίσκονται εκτός ιδρυμάτων. Δείχνουν φυσιολογικοί, εκτός από τη στιγμή, που καταλαμβάνονται από σφοδρά αισθήματα. Όλοι οι άνθρωποι πέφτουν σε κρίσεις οργής και θυμού, μόνο που αυτοί με ταραγμένο ψυχισμό εμφανίζουν αντιδράσεις υπερβολικά έντονες ως προς τα αίτια που τις προκαλούν. Στις συναισθηματικές καταιγίδες μεταβάλλονται σε έρμαια των ενστίκτων τους, όπως εκείνος της εν λόγω ιστορίας. Η γυναίκα δεν τον πρόσβαλε, ούτε του φανέρωσε κάτι επιλήψιμο ή δυσάρεστο. Απλώς, με την εγκυμοσύνη της του απέκλειε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει το όνειρό του, που ήταν να αποκτήσει “ένα δικό του σπίτι στη Νίσυρο”. Δεν γνώριζε το νησί, τυχαία το είχε επιλέξει, παρακολουθώντας μια ταινία που εξελισσόταν εκεί. Για να έχει κι αυτός, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, ένα σχέδιο για το μέλλον που να του ζεσταίνει τα φυλλοκάρδια, όταν τον πάγωνε ο φόβος. Εκείνη αδιαφόρησε για την επιθυμία του, επιβάλλοντας τη δική της προοπτική για το κοινό τους μέλλον. Τότε τον κατέκλυσε το αίσθημα της αδικίας και μαζί ο τρόμος μπροστά στη δική του εκμηδένιση.
Ο ψυχασθενής, όπως το παιδί, τα αισθήματά του ούτε να τα ελέγξει μπορεί, ούτε να τα εκφράσει. Μοναδικό όπλο του η σωματική βία απέναντι στον άλλο ή, αν αυτό είναι αδύνατο, η καταφυγή στην απομόνωση. Όπως συμβαίνει σε μία άλλη ιστορία, όπου τον ήρωα “τον πιάνουν κρίσεις πανικού”. Ο τίτλος της ιστορίας, «Κάθε φορά», θα μπορούσε να αναφέρεται σε οτιδήποτε καθημερινό. Εδώ, όμως, πρόκειται για έναν ανεξέλεγκτο φόβο, που παίρνει “κάθε φορά” τις διαστάσεις μίας πρόβας θανάτου. Μόλις μία σελίδα είναι η έκταση αυτής της δεύτερης ιστορίας. Τόσος χώρος χρειάστηκε στον συγγραφέα για να περιγράψει την αδυναμία του ήρωα, καθώς φουσκώνει το κύμα του πανικού, με ακριβολόγο αναφορά των σωματικών συμπτωμάτων, καταλήγοντας με την ανυπόφορη αίσθηση θανατερής μοναξιάς.
Και στις δυο ιστορίες, η αφήγηση δεν δραματοποιεί. Σε αυτό συμβάλλει η χρήση σε όλες τις ιστορίες του τρίτου προσώπου, παρόλο που η εστίαση παρακολουθεί έναν ενδιάθετο λόγο. Αντιθέτως, επιδιώκεται αποδραματοποίηση των τραγικών στοιχείων, που ενυπάρχουν στις περιγραφόμενες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Ιδίως, στη δεύτερη, όπου δεν επιτελείται αφηγηματικά η αποκλιμάκωση της συναισθηματικής έντασης όπως στην πρώτη. Έτσι, όμως, σαν να χάνεται κάτι από το “ψαχνό” του θέματος. Ίσως, να χρειαζόταν κι αυτή η ιστορία μεγαλύτερο κειμενικό χώρο, ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα της κρίσης πανικού. Τα οξεία συμπτώματα να τα διαδεχόταν η περιγραφή της ψυχολογικής βύθισης, που φθάνει μέχρι την καταθλιπτική απάθεια. Με άλλα λόγια, η αίσθηση της μοναξιάς του θανάτου να αποτυπωνόταν αντί να συνοψίζεται με την παράθεση μίας αφοριστικής σκέψης. Πρόκειται, άραγε, για συγγραφική αδυναμία λόγω έλλειψης αντίστοιχης εμπειρίας ή περί αισθητικής επιλογής; Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο.
Καίτοι πρωτοεμφανιζόμενος ο Κυπριώτης, φροντίζει να εκθέσει την ποιητική του, ενιαία, τουλάχιστον γι’ αυτήν την πρώτη δεκάδα ιστοριών. Δεν την αναπτύσσει δοκιμιακά, ως είθισται, αλλά πλάθοντας επί τούτου μία ιστορία. Συγκεκριμένα, την ομότιτλη. Σε αυτήν πρωταγωνιστεί ένας μεταφραστής από την γερμανική, όπως ο ίδιος, που ανακαλύπτει έναν διηγηματογράφο ονόματι Σλάχτερ, που “θα πει σφαγέας”. Αυτός γράφει ιστορίες “με καθημερινούς ανθρώπους”. Ο μεταφραστής διευκρινίζει πως στις ιστορίες τού Σλάχτερ, το σημαντικό δεν είναι το περιεχόμενο αλλά η μορφή. “Κάθε του πρόταση είναι ακριβώς όση πρέπει. Λες και είναι κομμένη με μπαλτά. Και ξεκοκαλισμένη.” Εκ πρώτης όψεως, η παρομοίωση είναι απωθητική, καθώς παραπέμπει μάλλον σε χασάπη παρά σε λεπτουργό τεχνίτη, όπως φανταζόμαστε στα καθ’ ημάς έναν διηγηματογράφο. Αλλά ο μεταφραστής της ιστορίας συνεχίζει. “Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Κάθε πρόταση έχει μόνο ό,τι είναι απαραίτητο. Μόνο ψαχνό.” Άλλωστε, μόνο με παρόμοιους διαλογισμούς, που έχουν την πνοή σκοτεινών κέλτικων μύθων, τελείται και στην ομότιτλη ιστορία ένα φονικό πλήγμα. Έστω και κατά φαντασία, σαν κατάληξη της εκδοχής απόρριψης που αναπτύσσει νοερά ο μεταφραστής αναμένοντας συνάντηση με τον εκδότη των ιστοριών του Σλάχτερ. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αποβεί μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όπως στο γνωστό ανέκδοτο με τον γρύλο, αν κάποτε η εμμονή του μεταφραστή με τον Σλάχτερ εξελιχθεί σε νευρασθένεια. Υπάρχει και μία ακόμη ιστορία, η προτασσόμενη στο βιβλίο, που ξεκινάει όπως το εν λόγω ανέκδοτο. Εκεί, είναι ένας άνθρωπος υπό ιατρική παρακολούθηση, που φαντασιώνεται τον φόνο σαν επανερχόμενο εφιάλτη.
Ο Κυπριώτης, σε συνέντευξή του, διατείνεται πως την ιδέα για ένα διήγημα την πυροδοτεί μία εικόνα, μία φράση, μία ανάμνηση, οτιδήποτε. Γιατί όχι και ένα ανέκδοτο ή και ένα όνομα, όπως του οπαδού της Ευαγγελικής Εκκλησίας Φρανς Όυγκεν Σλάχτερ, που, στις αρχές του 20ου αιώνα μετέφρασε και εξέδωσε υπό τη μορφή βιβλίου τσέπης τη Βίβλο στα γερμανικά. Όταν, πάντως, ζητήθηκε του Κυπριώτη, από μία εφημερίδα, να γράψει ένα κείμενο προς διαφήμιση του βιβλίου του, εκείνος συνέθεσε μία ενδέκατη ιστορία με τίτλο «Το τσεκούρι». To θέμα της είναι οι εντυπώσεις, που δημιουργούν σε υποψήφια αγοράστρια του βιβλίου του τα λεγόμενα περικειμενικά στοιχεία, όπως τίτλος, εικόνα εξωφύλλου, βιογραφικό, κείμενο οπισθόφυλλου, και ακόμη, δυο τρεις φράσεις από τις ιστορίες του, που εκείνη αλιεύει στην τύχη, καθώς το ξεφυλλίζει. Περιγράφεται η περίπτωση ιδιάζουσας κλεπτομανούς, που ορισμένα βιβλία της ασκούν μία μοναδική έλξη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τίτλος του βιβλίου της θυμίζει “το τσεκούρι της Γώγου”, αλλά και “το τσεκούρι του Κάφκα”.
Εδώ, ο συγγραφέας θεωρεί γνωστό τοις πάσι τον στίχο της Γώγου, “Μοναξιά / η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω / είναι τσεκούρι στα χέρια μας / που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει”, καθώς και την σχετική άποψη του Κάφκα, “Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν απάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε, όπως υποφέρουμε για το θάνατο κάποιου, που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας, ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος - ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας.” Και οι δυο συγγραφείς φέρονται ως πρόσωπα με ταραγμένο ψυχισμό και νευρωτικές εμμονές, άρα συγγενή με τους “καθημερινούς ανθρώπους των ιστοριών” του Κυπριώτη.
Εμάς, πάντως, ο Σλάχτερ και η αιματηρή παρομοίωση περί συγγραφής μας θύμισαν το απόφθεγμα του δημοφιλούς Γερμανού συγγραφέα Άρμιν Σένγκμπους: “Εμείς οι συγγραφείς είμαστε όπως οι χασάπηδες, μόνο που εμείς προσπαθούμε την αγελάδα να την επανασυναρμολογήσουμε.” Αν δεχθούμε τον παραλληλισμό συγγραφέα και χασάπη, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο στις ιστορίες του βιβλίου έγινε καλή δουλειά κατά την αφαίρεση του λίπους. Σε ποιες ιστορίες το εναπομείναν είναι καθαρό “ψαχνό”. Ή μήπως, αντιστρόφως, κάπου ο μπαλτάς έφαγε ξώφαλτσα και “ψαχνό”, όπως έχουμε την εντύπωση ότι συνέβη, για παράδειγμα, σε εκείνη γύρω από τις “κρίσεις πανικού”; Αν, επιπροσθέτως, διακρίνουμε την εργασία του συγγραφέα από εκείνη του χασάπη με βάση το ξαναμοντάρισμα της αγελάδας, όπως προτείνει ο Σένγκμπους, αποκτούμε ένα πρόσθετο αξιολογικό κριτήριο. Για να διευκολύνουμε τον επί μέρους σχολιασμό των ιστοριών, αυτές θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ανάλογα με το περιβάλλον μέσα στο οποίο κυοφορείται και εκδηλώνεται η εμμονή ή και η νεύρωση των ηρώων, σε οικογενειακές, υπαρξιακές και σε εκείνες της επαγγελματικής ή και ερασιτεχνικής ενασχόλησης.
Πέντε ανήκουν στην πρώτη κατηγορία: Το «Ευτυχία», που ήδη αναφέραμε. Το «Barbie», όπου η εξαρχής φορτισμένη αφήγηση, πυροδοτημένη από συμβάντα μίας βίαιης επικαιρότητας, αποβαίνει επισφαλής επιλογή για το στήσιμο ενός διηγήματος. Η ερωτική ιστορία, «Η αγάπη κερδίζεται», που σκιαγραφεί με πρωτότυπο τρόπο τη σαδομαζοχιστική σχέση δυο ανδρών. Σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, το κυρίαρχο σχήμα λόγου και ως το πλέον κατάλληλο για την ανάδειξη της νευρωτικής κατάστασης των ηρώων, είναι η επανάληψη. Εδώ, η εν λόγω πειραματική μορφή μάλλον σπρώχνεται στα όριά της, καθώς μία παράγραφος των 58 λέξεων επαναλαμβάνεται αυτούσια 17 φορές, για να ακολουθήσει ως κατακλείδα, μια 18η φορά σε παραλλαγή, καθώς σε αυτήν αντιστρέφονται οι ρόλοι ενεργητικού και παθητικού μέχρι, πιθανώς, και τελικής εξόντωσης του πρώτου. Το διήγημα θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν αλληγορία της σχέσης δυνάστη και δυναστευόμενου. Αν, όμως, αποδώσουμε μία παρόμοια πρόθεση στον συγγραφέα, τότε εκείνος θα πρέπει να βλέπει με απαισιοδοξία τις πάσης φύσεως εξεγέρσεις. Το «Η αχαριστία της ψυχής», που είναι η τέταρτη, με την αχαριστία να περιγράφεται κάτι σαν λέπρα της ψυχής, που οδηγεί στην απομόνωση. Αυτή απέχει μορφικών πειραματισμών, είναι ελλειπτική όσο χρειάζεται, με άλλα λόγια, καθαρό “ψαχνό”. Τέλος, η εντελέστερη με θέμα την οικογένεια ως νοσογόνο εστία, το «Και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», στηριγμένο στο λαϊκό λόγο, αναδεικνύει παραδοσιακές γυναικείες νοοτροπίες. Ο πασχάλιος τίτλος καλλιεργεί προσδοκίες για μία ευοίωνη κατάληξη, που ανατρέπονται από το καλοστημένο “στρίψιμο της βίδας”. Εδώ, η ψυχασθένεια της γυναίκας έχει μια πρώτης τάξεως παθολογική αιτία, τις πολλές εκτρώσεις. Πάντως, ο φόνος μένει και πάλι ως προοπτική.
Τρεις ιστορίες υπαρξιακού άγχους: «Τα κλειδιά του» και το «Κάθε φορά», που έχουμε σχολιάσει, και το «Κόκκινο», όπου ο συγγραφικός “μπαλτάς” θα μπορούσε να είχε αφήσει και μία ιδέα “ψαχνού”. Είναι μάλλον προφανές πως το διήγημα τύπου μπονζάι δεν ταιριάζει στον συγγραφέα. Μένουν οι δυο ιστορίες της τρίτης κατηγορίας, δηλαδή εκείνες της επαγγελματικής ή και ερασιτεχνικής ενασχόλησης. Είναι η ομότιτλη της συλλογής και το «Μία σκέψη απλή». Στην πρώτη, η συνταγή του Σλάχτερ τελεσφόρησε. Η δεύτερη είναι η εκτενέστερη και μάλιστα, με στοχαστικές φιλοδοξίες. Αφορμάται από τον ζωδιακό κύκλο και τον αστρολογικό χάρτη, ανασυσταίνοντας τους συνειρμούς ενός θιασώτη των επιστημονικοφανών θεωριών ανάλυσης της προσωπικότητας, που κατέληξε σκεπτικιστής. Εδώ η αφήγηση υποσκάπτει τη λογική όσων δίνουν πίστη στην ύπαρξη υπεραισθητών δυνάμεων, αλλά και όσων πιστεύουν στα περιθώρια επίτευξης της απόλυτης γνώσης. Μόνο που το μοντάρισμα όλου αυτού του γνωστικού υλικού φαίνεται σαν να έγινε για έναν πολύ ειδικό αναγνώστη. Όσο “ψαχνό” κρατήθηκε, απαρτίζεται από έννοιες και όρους άγνωστους στους αμύητους. Θα χρειαζόταν η έκταση τουλάχιστον νουβέλας για τη λιγότερο κρυπτική αφηγηματική ανάπτυξη ενός παρόμοιου θέματος.
Επιτέλους, και ένας πρωτοεμφανιζόμενος του 2013, που δεν ανεμίζει σημαία τις σπουδές δημιουργικής γραφής και τις διακρίσεις στους ποικίλους διαγωνισμούς διηγήματος. Ούτε παρουσιάζεται ταυτοχρόνως, εν μία νυκτί, ως πεζογράφος και κριτικός. Μόνο μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας δηλώνει. Όσο για τη διακειμενικότητα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει πιθανή “συνομιλία” με τους μεταφραζόμενους συγγραφείς, δεν διαλαλείται και έτσι μένει λανθάνουσα για τους πολλούς, που αγνοούν τα πρωτότυπα έργα. Το βασικότερο οι “ιστορίες ανθρώπων” του Κυπριώτη δεν μολύνονται με γλωσσικούς ξενισμούς. Αν είναι κάτω των 35 ετών, συνιστά μίας πρώτης τάξεως υποψηφιότητα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "H Εποχή" στις 4/5/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου