Β. Μ. Γκάρσιν
«Το κόκκινο λουλούδι»
Μετάφραση:
Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης
Εκδόσεις Πόλις
Μάρτιος 2014
Στη μετάφραση ενός πεζού, κατά κανόνα, δεν δίνεται η ανάλογη σημασία. Κι όμως, το μετάφρασμα είναι αυτό που διαβάζουμε. Για τη λογοτεχνικότητα του πρωτότυπου στηριζόμαστε αναγκαστικά στις απόψεις των ομόγλωσσων του συγγραφέα. Ιδίως, όταν πρόκειται για μία γλώσσα όπως τα ρωσικά, που λιγοστοί, τουλάχιστον αναλογικά με τους αγγλομαθείς ή και γαλλομαθείς, κατέχουν στο βαθμό να είναι σε θέση να εκτιμήσουν το ύφος. Γι’ αυτό το λόγο είναι ευπρόσδεκτες οι πέραν της μίας μεταφράσεις στην περίπτωση αξιόλογων έργων. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ένα διήγημα, που ανήκει στην παρακαταθήκη των κλασικών, όπως «Το κόκκινο λουλούδι» του Βσέβολοντ Μιχαήλοβιτς Γκάρσιν. Δυστυχώς, μόνο επιλεκτικά γνωρίζουμε τις προηγούμενες αποδόσεις του, καθώς οι εκάστοτε μεταφραστές και επιμελητές δεν δίνουν το ιστορικό τους. Δεν αξιολογούν να μνημονεύσουν ούτε καν την πρώτη μετάφραση.
Πάντως, το εν λόγω διήγημα έχει από πολύ νωρίς μεταφραστεί στα καθ’ ημάς και δημοσιευθεί σε περιοδικά. Επίσης, έχει, κατ’ επανάληψη, συμπεριληφθεί σε συλλογές διηγημάτων του Γκάρσιν, όπου συνήθως προτάσσεται και με αυτό τιτλοφορείται η συλλογή. Μία, πιθανώς, από τις πρώτες, με έξι διηγήματα και τίτλο, «Το κόκκινο λουλούδι και άλλα διηγήματα», κυκλοφόρησε το 1921, σε μετάφραση Άννας Σταματελάτου, χωρίς να προσδιορίζεται από ποια γλώσσα έγινε η μετάφραση. Ενώ, στην τελευταία συλλογή με αυτόν τον τίτλο, του 2006, η μετάφραση της Τάνιας Ιακώβου-Ραχματούλινα είναι από το πρωτότυπο. Όπως και μία από τις πρώτες μεταπολεμικές, της Κοραλίας Μακρή. Μόνο που σε αυτήν τη δεύτερη, το προβάδισμα δίνεται σε έτερο διήγημα από τα συνολικά τέσσερα, που συστεγάζονται, με τον τίτλο, «Καλλιτέχνες». Στην έκδοση του 2006, περιλαμβάνονται τα έξι εκείνης του 1921 («Τέσσερις μέρες», «Ένα πολύ σύντομο ρομάντζο», «Το κόκκινο λουλούδι», «Ένα περιστατικό», «Νάντιαζντα Νικολάγιεβνα», «Το παραμύθι του βατράχου και του ρόδου») και ακόμη τρία («Attalea princeps», «Αυτό που δεν έγινε», «Το σινιάλο»), σε αυτά, η μεταπολεμική προσθέτει μόνο ένα, το ομότιτλο. Έτσι, από τα είκοσι διηγήματα, που ο Γκάρσιν φέρεται να έχει συνολικά δημοσιεύσει, εμείς γνωρίζουμε δημοσιευμένα στη γλώσσα μας μόλις τα μισά.
Στην πρόσφατη έκδοση, το διήγημα δημοσιεύεται μόνο του. Ίσως είναι η πρώτη ελληνική του απόδοση, που αυτονομείται σε βιβλίο. Του αξίζει, καθώς πρόκειται για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες τρέλας της παλαιότερης ρωσικής λογοτεχνίας, η οποία, ως γνωστόν, έχει να επιδείξει την εκλεκτότερη σοδειά αυτής της ιδιάζουσας θεματικά περιοχής. «Το κόκκινο λουλουδι», δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1883, τοποθετείται σε ένα ευρύ φάσμα παρόμοιων ιστοριών, που θα μπορούσε να οριοθετηθεί με δυο από τα γνωστότερα πεζά με ήρωες ψυχωτικούς, «Το ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ, δημοσιευμένο το 1835, και το «Θάλαμος Νο 6» του Τσέχωφ, δημοσιευμένο το 1892, που αποτέλεσε στροφή στη διηγηματογραφία του συγγραφέα του. Στο διήγημα του Τσέχωφ υπάρχουν επιδράσεις από «Το κόκκινο λουλούδι». Και τα δυο διαδραματίζονται σε ένα ψυχιατρικό άσυλο, μόνο που στου Τσέχωφ η έμφαση δίνεται στην κοινωνική κριτική. Κατά καλή σύμπτωση, τα δυο διηγήματα μπορούν να διαβαστούν παράλληλα, καθώς το «Θάλαμος Νο 6» επανεκδόθηκε πρόσφατα σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου. Επετειακή έκδοση για τα πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση της εν λόγω μετάφρασης του διηγήματος.
Ο Γκάρσιν αφιερώνει το διήγημά του “στη μνήμη του Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ”, που τον γνώριζε και μάλιστα, σε μία κρίσιμη για εκείνον περίοδο είχε βρει καταφύγιο στο κτήμα του. Έτσι έχουμε εμμέσως μία ακριβέστερη χρονολόγηση της πρώτης δημοσίευσης του διηγήματος, για την οποία δεν δίνεται ούτε το έντυπο ούτε η ακριβής ημερομηνία. Ο Τουργκένιεφ απεβίωσε στις 3 Σεπ. 1883, σε ηλικία 65 ετών. Οπότε το διήγημα θα πρέπει να δημοσιεύτηκε προς το τέλος εκείνης της χρονιάς, που αναφέρεται ως μία από τις λίγες ευτυχισμένες στο σύντομο βίο του Γκάρσιν. Με μία δεύτερη αφιέρωση συμπληρώνεται η άλυσος απότισης φόρου τιμής ανάμεσα στους τρεις Ρώσους διηγηματογράφους, τον πρεσβύτερο κατά μία και πλέον γενιά Τουργκένιεφ και τους δυο νεότερους. Ο Τσέχωφ, πέντε χρόνια μικρότερος του Γκάρσιν, όταν εκείνος πεθαίνει, αφιερώνει στη μνήμη του ένα διήγημά του.
Συμμετρικά, στο ευρωπαϊκό στερέωμα της διηγηματογραφίας, πέντε χρόνια μεγαλύτερος του Γκάρσιν ο Γάλλος διηγηματογράφος Γκυ ντε Μωπασσάν, συμβαδίζει μαζί του. Με ένα χρόνο διαφορά δημοσιεύουν το πρώτο τους διήγημα. Να θυμίσουμε πως ο Μωπασσάν είναι συνομήλικος της δικής μας δυάδας, Βιζυηνού - Παπαδιαμάντη. Για όσους τους γοητεύουν οι συμπτώσεις, αυτοί οι τρεις γεννήθηκαν σε διάστημα δυο ετών: Βιζυηνός 8 Μαρ. 1849, Μωπασσάν 24 Ιουλ. 1850, Παπαδιαμάντης 4 Μαρ. 1851. Ο Μωπασσάν, όπως και ο Γκάρσιν, έγραψε μερικά εκλεκτά διηγήματα με θέμα την τρέλα. Σε αντίθεση με τον Βιζυηνό, επίσης νοσούντα, που δεν άφησε ιστορίες τρέλας. Γενικότερα στα καθ’ ημάς, παρότι δεν έλειψαν οι κατά καιρούς θαμώνες του Δρομοκαΐτειου, αυτοί “οι ωραίοι τρελοί”, μερικοί από τους οποίους έγραψαν από τις ωραιότερες ιστορίες, δεν άφησαν ιστορίες τρέλας. Μεταξύ Γκάρσιν και Βιζυηνού, ένα κοινό σημείο είναι ο μικρός αριθμός διηγημάτων τους. Γύρω στα είκοσι ο Ρώσος, όλα σε έκταση διηγήματος. Πέντε ο Βιζυηνός, αλλά εκτενή, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νουβέλες. Όπως και να έχει, και στις δυο περιπτώσεις, ένας τόμος αρκεί.
Αλλά ποιος είναι αυτός ο μάλλον άγνωστος σήμερα Ρώσος συγγραφέας, που η ιστορικός της ρωσικής λογοτεχνίας Ρουθ Τσέρνοβα χαρακτηρίζει, στο απόσπασμα που επιλέγεται ως επίμετρο του πρόσφατου βιβλιαρίου, ως “ελάσσονα κλασικό”; Κι αυτός ένας ψυχασθενής. Όχι θύμα αφροδίσιου νοσήματος όπως οι Βιζυηνός και Μωπασσάν, αλλά λόγω κληρονομικότητας, από την πλευρά του πατέρα του. Κατά μία εκδοχή, ήταν παρών, οκτώ ετών, όταν εκείνος αυτοκτόνησε. Οι μανιοκαταθλιπτικές κρίσεις άρχισαν να εμφανίζονται από νωρίς, ήδη από την εφηβεία. Οι περίοδοι εγκλεισμού σε ψυχιατρικά ιδρύματα εναλλάσσονταν με διαστήματα κανονικού βίου, κατά τα οποία έγραφε μανιωδώς. Το γράψιμο, όμως, τον αναστάτωνε, ταράζοντας την ευαίσθητη ισορροπία του.
Τα πρώτα του δημοσιεύματα είναι τεχνοκριτικά άρθρα και ποιήματα. Ο Γκάρσιν, γεννημένος το 1855, στάθηκε ένας μύθος για τους νεότερους. Ο πρωτοπόρος Ρώσος θεατράνθρωπος Μέγερχολντ, είκοσι χρόνια μικρότερος του Γκάρσιν, άλλαξε το βαπτιστικό του, υιοθετώντας το δικό του. Γιος αξιωματικού ο Γκάρσιν, καίτοι νεαρός υπήρξε ειρηνιστής, κατετάγη εθελοντής, ως χρέος στη μνήμη του αξιωματικού πατέρα του, στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Αίσθηση προκάλεσε ένα από τα πρώτα διηγήματά του, «Οι τέσσερις μέρες», όπου ο ήρωάς του μένει πληγωμένος στο πεδίο της μάχης επί τέσσερις ημέρες. Στον εσωτερικό μονόλογο, αντανακλώνται τα βιώματα του συγγραφέα, που πληγώθηκε σε μία από τις τελευταίες μάχες εκείνου του Πολέμου, μένοντας επί τόπου αβοήθητος, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Οθωμανό στρατιώτη, που είχε πέσει νεκρός από δική του σφαίρα.
Ο Γκάρσιν μόλις που πρόλαβε να συμπληρώσει τα 33. Στις 19 Μαρ. 1888, στην Αγία Πετρούπολη, πηδάει στο κλιμακοστάσιο, από το κεφαλόσκαλο του διαμερίσματός του στον πέμπτο όροφο. Αποβιώνει πέντε ημέρες αργότερα. Τόσο η αυτοκτονία του όσο και η πίστη του στο καλό και το ωραίο γοητεύουν τη ρωσική διανόηση στο γύρισμα προς τον 20ό αιώνα Η διάχυτη απαισιοδοξία στα διηγήματά του απηχεί τα αισθήματα των πρώτων Ρώσων σοσιαλιστών. Ενστερνιζόμενοι οι Ναρόντνικοι, όπως αποκαλούνται, μαρξιστικές ιδέες, επεδίωξαν αγροτική κινητοποίηση, αλλά προσέκρουσαν στην παθητικότητα των μουζίκων. Στα διηγήματα, πολιτικές και κοινωνικές αναφορές μένουν λανθάνουσες στις παραμυθικής υφής αλληγορίες. Με αποτέλεσμα, καμία ερμηνεία τους να μην είναι τελεσίδικη, όπως και καμία εξιστόρηση της ζωής του αξιόπιστη. Για τον βίο και το έργο του υπάρχουν παραπλήσιες, κάποτε και αντικρουόμενες εκδοχές, κάτι που φαίνεται εν μέρει στον πρόλογο και το επίμετρο της πρόσφατης έκδοσης.
«Το κόκκινο λουλούδι» είναι τυπικό του είδους διηγήματος και του τύπου του εσωτερικού μονόλογου, που ο Γκάρσιν καλλιέργησε. Ο ήρωάς του θυμίζει τον Δον Κιχώτη, που εκλαμβάνει τους ανεμόμυλους για γίγαντες και χυμάει εναντίον τους με ακόντιο και ασπίδα. Αυτός επιτίθεται σε δυο κατακόκκινα λουλούδια, που είχαν φυτρώσει στον κήπο του ψυχιατρείου, καθώς σε αυτά βλέπει ενσωματωμένο όλο το κακό της ανθρωπότητας. Αυτοπροσώπως τον Αριμάν, τον θεό του θανάτου στη ζωροαστρική λατρεία, που φέρεται ως μια μυστηριώδης όσο και τρομακτική ύπαρξη, εχθρική προς τον Θεό. Για τον εαυτό του, φαντασιώνει πως είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο ανδρείος, που θα αφανίσει το κακοποιό πνεύμα. Είναι έτοιμος να θυσιαστεί. Μετά την πρώτη μάχη, ξεριζώνοντας το ένα λουλούδι, πέφτει εξαντλημένος. Συνέρχεται και συνεχίζει. Το κόψιμο ενός τρίτου λουλουδιού, που μόλις έχει προβάλλει, γίνεται νύχτα, όταν ο φύλακας αποκοιμιέται. Η περιγραφή του άθλου του είναι εξαιρετική. Κατορθώνει να λύσει τα δεσμά του, που σημαίνει να απαλλαγεί από τον ζουρλομανδύα. Να περάσει μέσα από το καγκελόφρακτο παράθυρο, να πηδήξει τον φράχτη, γρατσουνισμένος να κόψει το άνθος και να επιστρέψει. Το άλλο πρωί, στο νεκρό πλέον πρόσωπό του έχει αποτυπωθεί ο θρίαμβος του νικητή. Το κόκκινο λουλούδι είναι το τρόπαιο μίας μάχης, νοερής μεν αλλά, όχι γι’ αυτό, λιγότερο άγριας. Κατά μία αλληγορική ανάγνωση, είναι ένας επαναστάτης, δέσμιος, που υφίσταται βασανιστήρια. Άλλωστε, η νοσηλεία στα ψυχιατρικά άσυλα εκείνης της εποχής ακολουθούσε τις κατασταλτικές μεθόδους της φυλακής.
Η αξία του διηγήματος εντοπίζεται στη δύναμη της υποβολής που διαθέτει η αφήγηση. Πέραν της σημασίας που έχει ως μαρτυρία για το πώς ένας ψυχωτικός συνειδητοποιεί την ασθένειά του. Λ.χ., περιγράφει τη σύντομη αναλαμπή διαύγειας κατά το πρωινό ξύπνημα, προτού κατακλυσθεί από τους ερεθισμούς των εξωγενών εντυπώσεων, που επαναφέρουν την κατάσταση της παράνοιας. Ακόμη, αισθητοποιεί τις τεράστιες σωματικές δυνάμεις, οι οποίες δαπανώνται με την υπερενεργητικότητα, που προκαλεί μία ψυχωτική κρίση. Τέλος, ανασυσταίνει κατά μοναδικό τρόπο την αποπνικτική ατμόσφαιρα του ψυχιατρικού ασύλου, ανυπόφορα καταπιεστική, όπως εκείνη που επικρατεί σε χώρους βασανισμού.
Η νέα μετάφραση δεν επιδιώκει την αυτολεξεί απόδοση αλλά περισσότερο φροντίζει την αισθητική της αφήγησης. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού κάποιων όρων ξενίζει. Λ.χ., αναφέρεται ότι “ο Γκάρσιν γεννήθηκε στην επαρχία Μπαχμούτσκι” αντί σε κωμόπολη της περιφέρειας του Αικατερίνοσλαβ, το σημερινό Ντνιπροπετρόφσκ της Δυτικής Ουκρανίας, στις όχθες του Δνείπερου, που τότε αποκαλείτο Μικρορωσία. Εκεί τοποθετείται το ψυχιατρικό ίδρυμα του διηγήματος, οπότε ένας γηγενής θα έπρεπε να αποκληθεί Μικρορώσος και όχι “χαχόλος”, που δεν κυριολεκτεί και φέρει κακόσημη φόρτιση. Επίσης η αμφιταλάντευση του γιατρού, αν θα πρέπει να χορηγήσει μορφίνη ή χλωράλη, δεν θα έπρεπε να απαλειφθεί. Ούτε, όμως, η χλωράλη να αποδοθεί ως χλωροφόρμιο, όπως γίνεται σε άλλες μεταφράσεις. Δείχνει τα αλλοτινά φαρμακευτικά μέσα, όταν η χλωράλη χρησιμοποιείτο ως ηρεμιστικό. Ύστερα, το γλωσσικό ύφος του μεταφράσματος το μολύνουν κάποιες λέξεις ξένες προς τα συμφραζόμενα της εποχής. Λ.χ., η φράση “ορισμένοι που ακολουθούσαν βελτιωμένη διατροφή, έτρωγαν χωριστά” δεν αποδίδει τη διαφορετική μεταχείριση των ασθενών με βάση τα ταξικά τους χαρακτηριστικά και τα χρήματα που διέθεταν οι οικείοι τους.
Στις διάφορες μεταφράσεις, οι αποδόσεις του τίτλου ποικίλλουν. Το επίθετο αποδίδεται ως κόκκινο, ερυθρό ή και άλικο και το ουσιαστικό ως λουλούδι ή και άνθος. Ο γοητευτικότερος τίτλος είναι εκείνος της πρώτης ελληνικής μετάφρασης του διηγήματος, χάρις στη ρομαντική του αχλή. Ο Γκάρσιν αποβιώνει στις 24 Μαρ. 1888, στις 8 Μαΐ. δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ακρόπολις», «Το ερυθρόν ανθύλλιον», σε μετάφραση Θεόδωρου Βελλιανίτη. Φοιτητής τότε ο Βελλιανίτης, μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρωσία κι είχε ξεκινήσει να γράφει στην εφημερίδα του Γαβριηλίδη περί ρωσικής φιλολογίας και να μεταφράζει ρωσικά έργα, έμμετρα και πεζά. Από τους Παξούς η οικογένεια Βελλιανίτη, καταχωρημένη στο Λίμπρο ντ’ Όρο, με τον παππού Μιχαήλ να σταδιοδρομεί στον ρωσικό στρατό. Έτσι, ο Πειραιώτης Βελλιανίτης βρέθηκε παιδί οικογενειακώς στην Οδησσό και απέκτησε η λογοτεχνία μας έναν άριστο μεταφραστή από την ρωσική στην ελληνική. Ο επόμενος και πρεσβύτερος στην ηλικία μεταφραστής, ο Σκυριανός Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης, μετοίκησε από την Ρωσία στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Είναι ο πρώτος, που μεταφράζει και δημοσιεύει στο περιοδικό, «Εκλεκτά μυθιστορήματα», χειμώνα 1892, το έτερο γνωστότερο διήγημα του Γκάρσιν, «Τέσσαρες ημέραι επί του πεδίου της μάχης». Αλλά ποιος έχει ακουστά και ποιος έχει ποτέ ασχοληθεί με τον Μικρορώσο Γκάρσιν και τους Έλληνες ομηλίκους μεταφραστές του! Αυτά θεωρούνται φιλολογική περιττολογία χωρίς κανένα στις μέρες μας αντίκρισμα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/5/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου