Παρίσι. Έφιππο τμήμα της Βέρμαχτ με φόντο την Αψίδα του Θριάμβου.
“Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις”, κατά τον Αντισθένη, που σημαίνει, αν θες να κατανοήσεις το είδος ενός ανθρώπου ή και να εμβαθύνεις σε μία κατάσταση, αλλά και σε ένα τυχόν πράγμα, ανέτρεξε στο όνομά του και μετά προχώρα. Γιατί, λοιπόν, το επώνυμο του εφετινού Νομπελίστα, από την σεφαραδίτικη οικογένεια των Μοδιάνο, να είναι Μοντιανό, κατά ηχομιμητική απόδοση στα ελληνικά του γαλλικού επιθέτου του, και όχι Μοδιάνο ή, έστω, Μοντιάνο, αν υιοθετήσουμε την ετυμολόγησή του από την πόλη Μοντιλιάνο, γειτονική της Φλωρεντίας, όπου κατέφυγαν πολλές οικογένειες μετά το διωγμό τους από την Ισπανία; Το όνομα διασώζεται στη Θεσσαλονίκη, χάρις σε κάποια εξέχοντα μέλη της οικογένειας, εξ ου η Αγορά Μοδιάνο, το Γηροκομείο Μοδιάνο, η Βίλλα Μοδιάνο. Άλλωστε, ο βραβευθείς είναι εγγονός του Νταγιάν Γιάκομπ Μοντιάνο και γιος του Αλμπέρτο Μοντιάνο, αμφότεροι γεννηθέντες στην Θεσσαλονίκη. Με αυτό το όνομα είναι καταχωρημένοι στα ελληνικά αλλά και τα αιγυπτιακά αρχεία, μετά την μετοικεσία τους στην Αλεξάνδρεια.
Ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, Πήτερ Ένγκλουντ, στην ανακοίνωση της βράβευσης, υπογράμμισε ότι στο έργο του Πατρίκ Μοντιάνο κυριαρχεί το θεματικό τρίπτυχο^ χρόνος, μνήμη, ταυτότητα. Εκείνο, όμως, που βάρυνε στην επιλογή είναι το τρίπτυχο^ ο καθορισμένος χρόνος της γερμανικής κατοχής, η συγκεκριμένη μνήμη των εβραϊκών διώξεων, ο ορισμένος τόπος, το Παρίσι. Επίσης, ο ίδιος, στην σουηδική τηλεόραση, αποκάλεσε τον βραβευθέντα “Μαρσέλ Προυστ της εποχής μας”, ενώ, πέρσι, είχε χαρακτηρίσει την Αλίς Μονρό “Τσέχωφ του Καναδά”. Σε παρόμοιες αποφάνσεις είναι προφανής η διάθεση των θεσμοθετών να μεγαλύνουν τους νέους Νομπελίστες. Όσο για τη συγκεκριμένη αναφορά στον Προυστ, θα λέγαμε ότι υπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» και το “έργο εν προόδω” του Μοντιάνο. Μόνο που ο δεύτερος αναψηλαφεί το Παρίσι της Κατοχής και τα μεθεόρτιά του. Έτσι, το μόνο που μπορούσε να αναζητήσει ήταν τον χασματώδη χρόνο θητών και θυμάτων μέσα από την οπτική των παιδιών των εμπλεκομένων, ως ενήλικων στις επόμενες δυο δεκαετίες.
Σαν ένα Βραβείο Νόμπελ αμιγώς λογοτεχνικό, χαιρέτησε ο γαλλικός Τύπος τη βράβευση του Μοντιάνο. Οι εφημερίδες τού αφιέρωσαν ολοσέλιδα σαλόνια, με φωτογραφίες και καταχωρήσεις στα εξώφυλλα. Στη Λιμπερασιόν, μάλιστα, η φωτογραφία καλύπτει ολόκληρο το πρωτοσέλιδο. Του 2007 η φωτογραφία, κολακεύει τον τιμώμενο, που ποζάρει σε στάση σταρ. Η Φιγκαρό προτιμά ένα κάπως κωμικό ενσταντανέ, που τον δείχνει έκπληκτο, σαν να “του έπεσε το Νόμπελ στο κεφάλι”, όπως υπογραμμίζει ο τίτλος. Ενώ, η Μοντ επιλέγει φωτογραφία από τιμητική εκδήλωση του 2010, την οποία στεφανώνει με τον τίτλο, “ο Μοντιάνο στις δέλτους της Ιστορίας”.
Όπως φαίνεται, εφέτος, στη Σουηδική Ακαδημία παρακάμφθηκαν τα εξωλογοτεχνικά κριτήρια, που, μετά την πτώση του Τείχους, έχουν αποβεί καθοριστικά στις επιλογές της. Από το 1990 και ύστερα, κοντά ένα τέταρτο του αιώνα, η κριτική επιτροπή στρέφεται όλο και συχνότερα σε γυναίκες και στους προερχόμενους από χώρες εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ. Μετά, όμως, την περσινή βράβευση της Καναδής Αλίς Μονρό, μάλλον θα εκλείψει για μερικά χρόνια ο παράγων φύλο. Επίσης, και ο δεύτερος παράγοντας έχει καλυφθεί, καθώς, μέσα στην τελευταία δεκαετία, τα μισά περίπου βραβεία δόθηκαν σε χώρες εκτός του αποκαλούμενου Δυτικού Κόσμου και μάλιστα, το προπέρσινο στον Κινέζο Μο Γιαν. Υπήρχε, βεβαίως, σε αναμονή η Ιαπωνία με τον Χαρούκι Μουρακάμι και η Αφρική με τον Κενυάτη Ngugi wa Thiong’o.
Ακόμη, όμως, και παραμερίζοντας τους συγκεκριμένους παράγοντες, ένα γαλλικό Νόμπελ παραμένει έκπληξη. Θυμίζουμε πως η Γαλλία πρωτεύει σε Νόμπελ. Για να ακριβολογούμε, ωστόσο, το εφετινό Νόμπελ δεν είναι το 15ο, όπως κομπάζουν τα γαλλικά πρωτοσέλιδα, αλλά το 14ο. Οι Γάλλοι μετρούν στα δικά τους και το βραβείο του 2000, που δόθηκε στον Κινέζο, γαλλικής υπηκοότητας, Γκάο Ξινγκιάν, όπως μετρούν ως ακέραιο και το μισό του 1904 στον Φρεντερίκ Μιστράλ. Αλλά και η δεύτερη σε Νόμπελ χώρα, οι ΗΠΑ, παρομοίως φουσκώνει τα δικά της σε 12. Η Γαλλία, πάντως, παραμένει κυρίαρχη. Τιμήθηκε με το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1901, που δόθηκε στον ποιητή Συλί Προυντόμ, και μέχρι το 1964, κατείχε μακράν την πρώτη θέση, με την αγγλική λογοτεχνία να ισοφαρίζει, ενώνοντας τις δυνάμεις Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ, αλλά και προσθέτοντας στην αγγλόφωνη ομάδα τον βαρύ όγκο ενός Τσώρτσιλ. Στη συνέχεια, όμως, πληρώνει την άρνηση του Σαρτρ να αποδεχθεί το Νόμπελ. Εκείνος έμεινε μεν πιστός στις αρχές του περί ελευθερίας, αλλά η γαλλική λογοτεχνία υπέστη για μισό αιώνα τη δυσμένεια της Σουηδικής Ακαδημίας. Ενώ, μέχρι το 1964, βραβευόταν κατά μέσο όρο κάθε εξήμισυ χρόνια, το επόμενο Νόμπελ δόθηκε το 1985, και απαιτήθηκε ένας αδιαφιλονίκητος υποψήφιος, όπως ο Κλωντ Σιμόν. Αλλά κι αυτός, ενώ προσφερόταν για υψηλές διακρίσεις από τα τέλη του ’60, που ολοκληρώνει το «Δρομος της Φλάντρας», βραβεύτηκε στα 72 του, ενώ ο συνομήλικός του Αλμπέρ Καμύ είχε τιμηθεί από το 1957, στα 44 του χρόνια. Το μεθεπόμενο, του Ζαν-Μαρί Λε Κλεζιό, ήρθε 23 χρόνια αργότερα. Το εφετινό, λοιπόν, μετά μόλις μία εξαετία, δείχνει σαν έκπληξη.
Την έκπληξη μεγαλώνει το προφίλ του βραβευμένου. Σχετικά νέος, για όσους έχουν την εντύπωση πως ισχύει μία άτυπη ιεράρχηση, τύπου επετηρίδας. Ωστόσο, ο ηλικιακά μέσος όρος των μέχρι σήμερα βραβευθέντων είναι τα 64. Ενώ, ο μέσος όρος των Γάλλων τα 68. Ακριβώς, στο μέσο όρο βρισκόταν ο Κλεζιό, ενώ ο Μοντιάνο, γεννημένος στις 30 Ιουλίου 1945, τον έχει υπερβεί μόλις κατά ένα έτος. Ως βασικότερο, όμως, μειονέκτημα για ένα βραβείο όπως το Νόμπελ, προβάλλει η έλλειψη από το έργο του μίας ιδεολογικής παραμέτρου, καθώς και η απουσία σαφούς πολιτικής ταυτότητας. Τουλάχιστον έτσι περιγράφει τον Μοντιάνο ο εκδότης του, ο Αντουάν Γκαλλιμάρ. Περιέργως, δεν αναφέρεται στην παράμετρο του αντισημιτισμού, που στάθηκε για τον συγγραφέα κινητήριος δύναμη της γραφής του. Και μάλιστα, στην έρευνα των παρισινών αρχείων κατά τη γερμανική κατοχή προηγήθηκε των αμερικανών ιστορικών, που, στηριζόμενοι σε αυτά, υποστήριξαν την εμπλοκή της Κυβέρνησης του Βισύ έναντι της προηγούμενης εκδοχής περί παθητικής αντίστασης. Όπως και να έχει, δήλωσε έκπληκτος, κι ας είναι το πρόσφατο Νόμπελ το 40ο του εκδοτικού του οίκου. Μόνο ο Έλληνας εκδότης του Μοντιάνο, ο Νίκος Γκιώνης, φαίνεται να το περίμενε. Ανεξάρτητα αν δεν φρόντισε να μην τον υπερκεράσει η ζήτηση ενός Νόμπελ.
Για να ακριβολογούμε, ο Μοντιάνο δεν απέκτησε έναν, αλλά, διαδοχικά, επτά εκδότες, γεγονός που πιθανώς να δείχνει μικρή αναγνωσιμότητα των βιβλίων του. Ο καθένας από αυτούς εκδίδει από ένα, εκτός από τον τελευταίο, που μετρά τέσσερα. Το πρώτο βιβλίο του Μοντιάνο στα ελληνικά κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1987, χάρις στην Ιωάννα Χατζηνικολή, την εκδότρια που έφερε στον ελληνικό χώρο πλειάδα Γάλλων συγγραφέων, με κυρίαρχα ονόματα την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και τον Ζακ Λακαριέρ. Ίσως, η Χατζηνικολή να συνέχιζε με τους δικούς της ρυθμούς, αν δεν εμφανίζονταν άλλοι εκδότες πιο εύρωστοι και με διαφορετικά κριτήρια. Αυτό το πρώτο βιβλίο ήταν το ένατο του Μοντιάνο, «Η χαμένη γειτονιά», που είχε κυκλοφορήσει το 1984. Ακολούθησε, το 1988, το έκτο βιβλίο του από τις εκδόσεις Κέδρος, «Οδός σκοτεινών μαγαζιών», που επιλέχθηκε χάρις στο Βραβείο Γκονκούρ του 1978. Το 1992, οι εκδόσεις Οδυσσέας επιλέγουν το πιο πρόσφατο, «Άνθη ερειπίων», του 1991. Ενώ, οι εκδόσεις Λιβάνης, το 1995, το τέταρτο βιβλίο του, «Η βίλα της θλίψης», του 1975, καθώς αυτό μόλις είχε γυριστεί ταινία, με τίτλο «Το άρωμα της Υβόννης». Οι εκδόσεις Καστανιώτης, το 1996, προτιμούν το «Κυριακές του Αυγούστου», του 1986. Το 1999, οι εκδόσεις Πατάκη επιλέγουν το «Ντόρα Μπρούντερ» του 1997. Από εκεί και ύστερα, εντός του 21ου, από τις εκδόσεις Πόλις, έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία: το 2002 το «Η μικρή Μπιζού» του 2001, και συνεχίζουν, το 2004 με το «Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά...» του 1982, το 2005 το «Νυχτερινό ατύχημα» του 2003, και το 2008 το «Στο café της χαμένης νιότης» του 2007.
Δεδομένου ότι στο έργο του Μοντιάνο τιμήθηκε η καθαρή λογοτεχνία, η χαμηλόφωνη και υπαινικτική, που δεν αντιδικεί ούτε καταγγέλλει, το πρωταρχικό σε μία μετάφραση είναι το τι μπόρεσε να διασωθεί από το ύφος, την ατμόσφαιρα, τον ρυθμό. Συνολικά, επτά μεταφραστές δοκιμάστηκαν. Πέντε (Μπάμπης Λυκούδης, η μεταφράστρια και του Λε Κλεζιό Λήδα Παλλαντίου, Καλή Τζώρτζη, Αντώνης Καραβασίλης, Μανώλης Κορνήλιος) μετέφρασαν από ένα βιβλίο, δύο (Βάσω Νικολοπούλου, Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ) ένωσαν τις δυνάμεις τους σε τρία, ενώ ο Αχιλλέας Κυριακίδης μετέφρασε τα δυο από τα τέσσερα βιβλία των εκδόσεων Πόλις, το πρώτο και το τελευταίο. Ευτύχησε στα ελληνικά ο εφετινός Νομπελίστας. Οι μεταφράσεις των βιβλίων του θα χαρακτηρίζονταν από μέτριες έως πολύ καλές. Είναι κρίμα που δεν γνωρίζει ελληνικά για να το διαπιστώσει. Το πιθανότερο να όριζε ως μόνιμο μεταφραστή του τον Κυριακίδη, που, θαυμάζοντας τον Μοντιάνο για το “πώς γράφεται ένας εφιάλτης”, βρήκε το πώς μεταφράζεται.
Παιδί ο Μοντιάνο, τη μόνη άλλη γλώσσα που μίλησε, πλην των γαλλικών, ήταν τα φλαμανδικά. Η μητέρα του είναι η Βελγίδα ηθοποιός Λουίζα Κολπέιν, γνωστή ακόμη σήμερα στη χώρα της από τηλεοπτικές σειρές του ’70. Γεννημένη στην Αμβέρσα το 1918, ξεκίνησε την καριέρα της πριν τον Πόλεμο στις Βρυξέλλες, παίζοντας σε φλαμανδικές ταινίες και μιούζικαλ. Το 1942 αναζήτησε την τύχη της στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Αλμπέρτο Μοντιάνο. Παντρεύτηκαν στην Απελευθέρωση, απέκτησαν δυο γιους, τον Πατρίκ και τον Ρούντυ το 1947, που πέθανε στα δέκα του από λευχαιμία, χώρισαν στις αρχές του ’60. Ο Αλμπέρτο ξαναπαντρεύτηκε και απεβίωσε το 1977, όταν η Λουίζα ήταν τηλεστάρ στη Φλάντρα. Ένα γονικό ζεύγος, που θυμίζει εκείνο του πρόσφατου μυθιστορήματος του Χάρη Βλαβιανoύ «Το αίμα νερό». Τα βιογραφικά του πατέρα Μοντιάνο παραμένουν συγκεχυμένα, με αντικρουόμενες εκδοχές.
Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, πάντως, εκείνος είναι ένας Εβραίος, που στην Κατοχή με πλαστή ταυτότητα φέρεται ως μαυραγορίτης και συνεργάτης των Γερμανών, ενώ εκείνη, με πέντε ταινίες πριν τον Πόλεμο, ανυπομονεί να ξεκινήσει την επόμενη, που προβάλλεται το 1949, ανοίγοντας το δρόμο για άλλες οκτώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Το τελευταίο τους μέλημα ήταν τα παιδιά τους. Απούσα η μητέρα, τα αφήνει νήπια στους γονείς της και μετά, σε μια φίλη της. Ο Πατρίκ βρίσκεται εσωτερικός σε σχολεία, από όπου κατ’ επανάληψη δραπετεύει, περισσότερο περιπλανώμενος στους παρισινούς δρόμους παρά καθήμενος στα θρανία. Από την πόρτα της Σορβόνης πέρασε αλλά δεν βγήκε. Κάπως έτσι τουλάχιστον, σκιαγραφεί ο ίδιος τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
Κατά μία εκδοχή, από το 1967 μέχρι σήμερα, ο Μοντιάνο γράφει το ίδιο βιβλίο, με τον πατέρα στον πρώτο ρόλο, μέχρι που κατακάθισε ο συναισθηματικός φόρτος και ήρθε η σειρά της μητέρας. Η μελέτη του έργου του από τον Τιερρύ Λωράν, που κυκλοφόρησε το 1997, τιτλοφορείται «Το έργο του Πατρίκ Μοντιάνο: ένα αυτομυθιστόρημα». Δανείζεται το νεολογισμό, που εισήγαγε ένας άλλος γαλλοεβραίος συγγραφέας, ο Σερζ Ντουμπρόβσκι, για το δικό του έργο, μεταξύ μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας. Ωστόσο, για το έργο του Μοντιάνο, θεωρήθηκε μάλλον μειωτικός, αδικώντας κατά κάποιο τρόπο τη λογοτεχνικότητά του. Ο τρόπος που παραλλάσσει τα πραγματικά πρόσωπα, με διαφορετικές μεταμορφώσεις από βιβλίο σε βιβλίο, αφίσταται μιας μυθοποιημένης βιογραφίας. Το σίγουρο, όμως, είναι πως σε κάποια βιβλία του, όπως το «Βιβλιάριο της οικογένειας» του 1977 και το μεταγενέστερο, «Μία γενεαλογία», του 2005, το αυτοβιογραφικό στοιχείο υπερτερεί, χωρίς να συμπίπτει με την ακρίβεια πραγματικών συμβάντων. Κατά τα άλλα, η μορφή που δίνει στην αφήγηση, αναζητώντας τα ίχνη προσώπων που εξαφανίστηκαν, έτσι όπως αφορμάται από πραγματικά περιστατικά, λ.χ., στο «Ντόρα Μπρούντερ», θα ταίριαζε στο αυτομυθιστόρημα ενός ερευνητή αρχείων ή ενός ιστορικού της εβραϊκής γενοκτονίας, επικεντρωμένου στη γερμανική κατοχή του Παρισιού.
Ο Μοντιάνο διαθέτει μία συγγραφική φαντασία διαφορετικής γονιμότητας από εκείνη του μπεστσελλερίστα. Πιθανώς γιατί διαμορφώθηκε με το έμμονο πάθος της εβραϊκής ταυτότητας και μοίρας, μηρυκάζοντας για χρόνια την αινιγματική απουσία του πατέρα και το θάνατο ενός μικρότερου αδελφού, τον οποίον δείχνει σαν να τον κουβαλά στη ράχη του. Θυμίζει το καρναβαλικό Δίκωλο στο μυθιστόρημα του Γιάννη Κιουρτσάκη, «Σαν μυθιστόρημα», που στη γαλλική μετάφραση χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος, και γιατί όχι, αφού το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή τον αυτόχειρα μεγαλύτερο αδελφό του αφηγητή. Η βεντάλια της φαντασίας του Μοντιάνο ανοίγει από το πρώτο του βιβλίο, «Πλατεία του αστεριού», με αφηγητή που προβάλλει σαν δικό του alter ego, αλλά ακούει στο όνομα Σλεμιλόβιτς, τον σκωπτικό ήρωα της γίντις παράδοσης. Αυτός, σε κατάσταση παραισθησιακού μετεωρισμού, παίρνει τα διαφορετικά προσωπεία, τα οποία κατά καιρούς ο ίδιος είχε αποδώσει στον πατέρα του.
Παραλλαγές του πατρικού φάσματος ως “Ασκήσεις ύφους”, σύμφωνα και με τον τίτλο του βασικού έργου του Ραιημόντ Κενώ, που στάθηκε προστάτης του στην εφηβεία, μέχρι που τον οδήγησε 23χρονο με το πρώτο του βιβλίο στον Γκαλιμάρ, και δυο χρόνια αργότερα, στην εκκλησία, ως κουμπάρος μαζί με τον Αντρέ Μαλρώ. Ωστόσο, οι “ασκήσεις” του Μοντιάνο είναι πολύ διαφορετικές. Η συνηθέστερη δομή που υιοθετεί για να ξεδιπλώσει την αναζήτηση προσώπων με θολό παρελθόν ή άλλων που τα ίχνη τους χάθηκαν, είναι αυτή του αστυνομικού μυθιστορήματος, χωρίς ψυχολογικές εμβαθύνσεις, επιμένοντας στις λεπτομέρειες και τις σχολαστικά ακριβείς συντεταγμένες του τόπου.
Έτσι ανασταίνει το Παρίσι του ’60, σήμερα πλέον ένα ονειρικό Παρίσι. Σε αυτό περιπλανιέται “η μικρή Μπιζού”, ανακαλώντας παρελθοντικά γεγονότα, που μένουν σαν να κολυμπούν στο χρόνο χωρίς συνδετικό ειρμό. Αλλά και η Λουκί, όπως την αποκαλεί η μποέμικη παρέα του Καφέ στο οποίο συχνάζει, του “Καφέ της χαμένης νεότητας”. Δυο ηρωίδες, που κατατρύχονται από το φάσμα της μητέρας και δίνουν τη λύση της αυτοχειρίας. Το τέλος του πρώτου μυθιστορήματος είναι αισιόδοξο, “η μικρή Μπιζού” επιβιώνει κάνοντας μια καινούρια αρχή. Πολύ πιο ρεαλιστικό το δεύτερο, καθώς η Λουκί δρασκελίζει τα κάγκελα του μπαλκονιού. Πριν πέσει ψελλίζει: “Αυτό είναι. Αφήσου.”. Δυο μυθιστορήματα από τα καλύτερα δείγματα του λογοτεχνικού ύφους του Μοντιάνο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/10/2014.
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου