Κάθε φθινόπωρο και άνοιξη οι εκδότες κοινοποιούν μέσω του Τύπου τους καινούριους τίτλους των βιβλίων, που θα εκδώσουν το αργότερο μέχρι τα Χριστούγεννα για να προλάβουν τα δώρα των εορτών και αντιστοίχως, μέχρι τον Ιούλιο για τις αγορές των καλοκαιρινών διακοπών. Σε αυτούς τους καταλόγους, υπερτερεί μεν σταθερά το μεταφρασμένο μυθιστόρημα, αλλά και η γηγενής πεζογραφία κερδίζει συνεχώς έδαφος. Εφέτος τον Σεπτέμβριο, μάλιστα, η σοδειά του ελληνικού μυθιστορήματος αναγγέλθηκε αυξημένη μετά την κάμψη, που έφερε η οικονομική κρίση. Στα σχετικά ρεπορτάζ των εφημερίδων, ανακοινώθηκαν προσώρας 32 τίτλοι, όπου δεν συμπεριλαμβάνονται οι πρωτοεμφανιζόμενοι. Αυτοί οι τελευταίοι, λόγω του ενδιαφέροντος που προκαλούν, καθιερώθηκε να ομαδοποιούνται και να προβάλλονται επιλεκτικά σε χωριστά ρεπορτάζ. Σε μία πρώτη εξάδα, που παρουσιάστηκε, περιέργως συμπεριλήφθηκε και ο Χειμαρριώτης Χρήστος Αρμάνδος Γκέζος, που είχε εκδώσει το πρώτο βιβλίο του το 2012, μία ποιητική συλλογή που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο για πρωτοεμφανιζόμενους. Το να θεωρείται ως πρώτη εμφάνιση το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο συνιστά μία ακόμη ένδειξη της κυριαρχίας της πεζογραφίας επί της ποίησης, πέραν από την συνήθη απουσία των ποιητικών βιβλίων από τα ρεπορτάζ για τις νέες εκδόσεις.
Αλλά ας παραμείνουμε στους 32 νέους τίτλους της ελληνικής πεζογραφίας και την έκπληξη που μας προκάλεσαν. Όχι αυτοί ακριβώς οι τίτλοι, ούτε η επικράτηση του μυθιστορήματος έναντι μόλις έξι συλλογών διηγήματος, αλλά οι συγγραφείς των βιβλίων. Μείναμε με την αίσθηση ότι ήταν προχτές που διαβάσαμε φρεσκοτυπωμένο βιβλίο τους. Στα ρεπορτάζ, όμως, δεν υπήρχε καμία αναφορά σχετική με τους συγγραφικούς και εκδοτικούς χρόνους. Ενώ, σχολιάστηκαν οι μεταστεγάσεις σε άλλο εκδότη, παρότι τελικά το μόνο που αυτές δείχνουν είναι την αδημονία των συγγραφέων για την έκδοση βιβλίου. Όσο για την πυκνή εκδοτική παρουσία, αυτή επικροτείται, καλοδεχούμενη από όλους σαν ευοίωνο σημείο ανάκαμψης. Τελικά, όμως, σε ποιο βαθμό έχουν οι συγγραφείς πυκνώσει τις εκδόσεις τους; Γιατί η μνήμη παρασύρεται καμιά φορά από τις εντυπώσεις που αφήνει ένα βιβλίο. Υπάρχουν βιβλία που τα θυμάσαι χρόνια και άλλα που έχεις δυσκολία να ανακαλέσεις ακόμη και μέσες άκρες το θέμα τους την επομένη της ανάγνωσης. Μία σύντομη αναζήτηση μας έδωσε τα εξής: Μέσα στο 2014, τρεις συγγραφείς έχουν ήδη εκδώσει μυθιστορήματα και με μυθιστόρημα επανέρχονται (Β. Ραπτόπουλος, Γ.-Ι. Μπαμπασάκης, Α. Κορτώ). Το 2013, εξέδωσαν βιβλίο οκτώ (Μ. Κουμανταρέας, Α. Κυριακίδης, Μ. Μοδινός, Α. Σταμάτης, Λ. Χρηστίδης, Ν. Μάντης, Δ. Ποταμιάνος και ο περυσινός πρωτοεμφανιζόμενος Γιάννης Πλιάγκος). Το 2012, εννέα (Δ. Χαριτόπουλος, Δ. Πετσετίδης, Ν. Αναστασέα, Μ. Μαρκόπουλος, Χ. Χρυσόπουλος, Ε. Μπογιάνου, Ε. Σουρλέγκα, Α. Νικολής, Δ. Μαρίνος). Το 2011, έξι (Σ. Δημητρίου, Λ. Παπαστάθης, Η. Παπαμόσχος, Α. Σμυρλή, Ι. Μπουραζοπούλου, Γ. Μητάς). Το 2010, τρεις (Σ. Καρυδάκης, Μ. Γενάρης, Χ. Οικονόμου). Το 2008, δυο (Τ. Αβέρωφ, Μ. Μήτσορα). Το 2004, ένας (Χ. Βούπουρας).
Όπως φαίνεται, δεν πρόκειται για μνημονική απάτη. Πράγματι, οι ρυθμοί συγγραφής αποβαίνουν αξιοθαύμαστοι. Το 62,5% του φετινού δείγματος εκδίδει βιβλίο σε απόσταση μικρότερη της διετίας, ενώ το 34,4% κατορθώνει την ετήσια έκδοση βιβλίου. Ίσως, αυτή η κάψα να είναι ένας λόγος για τις μεταστεγάσεις που ανακοινώθηκαν. Μη βρίσκοντας έναν αντίστοιχα ενθουσιώδη εκδότη, ο συγγραφέας χτυπάει άλλη πόρτα, ει δυνατόν και μεγαλύτερη. Ιδιαίτερα για τους βραβευθέντες, η αύρα μιας πρόσφατης διάκρισης ανοίγει εύκολα πόρτες. Τρεις από τους βραβευθέντες για το προηγούμενο βιβλίο τους, του 2012, επανέρχονται, με τον Μάντη, που απέσπασε βραβείο μυθιστορήματος, να παρουσιάζει καινούριο μυθιστόρημα. Αυτός ο τελευταίος συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση. Παρουσιάζοντας το υπό έκδοση μυθιστόρημα, αποκαλύπτει το πραγματικό του όνομα. Είναι ο Νίκος Λαμπρόπουλος, που πρωτοεμφανίζεται, με τη συλλογή «Το μάτι του άνθους», ως ποιητής το 2003 και τον επόμενο χρόνο ως μεταφραστής. Το 2006, χαιρετίσαμε την πρώτη εμφάνιση του Νίκου Μάντη ως πολλά υποσχόμενου διηγηματογράφου. Τελικά, προέκυψε μυθιστοριογράφος και μάλιστα, παραγωγικότατος, με τρία μυθιστορήματα εντός πενταετίας.
Αλλά γιατί, μετά τη δημοσιότητα που αποφέρει μία έκδοση, ακόμη και αν δεν τύχει διάκρισης, οι συγγραφείς να φλέγονται για την επόμενη; Μια πρώτη ερμηνεία θα ήταν ότι έχουν αρχίσει να λειτουργούν ως αμιγείς επαγγελματίες. Γιατί δεν μας παραξενεύει, λ.χ., η Λένα Μαντά, που δηλώνει ότι κάθε μήνα Μάη, πάει στον εκδότη της καινούριο βιβλίο; Αλλά για εκείνη το κίνητρο είναι κυρίως οικονομικό, καθώς η συγγραφή αποτελεί βιοποριστική ασχολία. Κάτι που οι εντασσόμενοι στο χώρο της λογοτεχνίας, κατά κανόνα, δεν το κατορθώνουν. Αυτοί επικαλούνται ως κινητήρια δύναμη την αφοσίωσή τους στο γράψιμο. Εδώ, όμως, υπάρχει μία αντίφαση. Αφοσίωση στο γράψιμο θα σήμαινε μεν συνεχή απασχόληση, αλλά χωρίς σταθερούς ρυθμούς έκδοσης. Ενώ, αυτοί, με τις συνεντεύξεις τους και τα βιβλία τους, δείχνουν πως επείγονται. Ακόμη και μία συλλογή διηγημάτων, που θεωρείται διακεκομμένη και απλωμένη σε χρόνο ενασχόληση, γράφεται μέσα σε τρεις μήνες, όπως εξομολογείται η Μήτσορα. “Σε μια καθισιά”, κατά την έκφραση της Βάσιας Τζανακάρη, που εμφανίστηκε το 2008 και εφέτος εξέδωσε το τέταρτο βιβλίο της, καλύπτοντας στο ενδιάμεσο τρία πεζογραφικά είδη, διήγημα, μυθιστόρημα, παιδικό. Ίχνη αυτής της σπουδής μένουν στα βιβλία, πιθανώς και γιατί υστερούμε σε rewriters, που συχνά σημαίνει ανενδοίαστους ως προς το εύρος των παρεμβάσεων. Αλλά και οι συγγραφείς, από την πλευρά τους, δεν πειθαρχούν στις υποδείξεις των επιμελητών. Εξαίρεση αποτελούν οι έχοντες αμερικανική κουλτούρα, όπως, λ.χ., η Σώτη Τριανταφύλλου, που αφήνονται στα χέρια ενός έμπειρου επιμελητή. Τα σημάδια εσπευσμένης γραφής θα μπορούσαν να θεωρηθούν και λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, μία πληροφορία, που αλιεύεται στο Διαδίκτυο, παρατίθεται λεκτικά ανεπεξέργαστη ή τα γλωσσικά ολισθήματα προς ακυρολεξίες και αδόκιμες εκφράσεις πληθαίνουν. Κυρίως, όμως, η σπουδή φαίνεται στην επιλογή του θέματος, που γίνεται ολοένα περισσότερο επικαιρική, όταν δεν ανακυκλώνει γνωστό από προηγούμενα βιβλία υλικό.
Οπότε παραμένει η απορία, ως προς τι η τόση βιασύνη; Μήπως συμβάλλει το αλκοολίκι της προβολής; Μήπως η ανάγκη κάποιων να βρίσκονται, αν όχι στο κέντρο, αλλά, έστω και στις παρυφές της επικαιρότητας, παρακινεί τη συγγραφή, φτάνοντας, με τον τρόπο που γίνεται, στη στρέβλωση; Γιατί περί στρέβλωσης πρόκειται όταν εφαρμόζεις πειθαναγκαστικά ορισμένο ωράριο, με γράψιμο καθορισμένης διάρκειας σε συγκεκριμένες ώρες, όταν επιδιώκεις μεγαλύτερη παραγωγικότητα, με ορισμένο αριθμό σελίδων ημερησίως, όταν πασχίζεις να συνταιριάζεις πλοκή και τρέχοντα “must”, όπως σύγχρονο προφίλ με ένα τσιτάτο του τάδε αμερικανού συγγραφέα ή ένα στίχο του δείνα ποιητή, αλλά ταυτόχρονα, επιζητάς οικολογική φυσιογνωμία, με την απαραίτητη μνεία στα δικαιώματα κάποιου ζωντανού, και βεβαίως, δεν λησμονείς την επίδειξη πολυπολιτισμικού πνεύματος με την ανάμιξη του καλού μετανάστη και του ρέποντα προς τον ρατσισμό εγχώριου και άλλα συναφή. Αν και εδώ, θα μπορούσε να γίνει λόγος περί διαστροφής της συγγραφής, για να θυμηθούμε και το κείμενο «Η διαστροφή της ανάγνωσης», που δημοσίευσε η Ήντιθ Ουώρτον στο «North American Review» πριν 111 χρόνια (στα ελληνικά: Άγρα, 2009).
Μήπως το ζητούμενο για μια τουλάχιστον μερίδα συγγραφέων είναι οι συνεντεύξεις και οι βραδιές παρουσιάσεων του βιβλίου, τα επιστολικά εγκώμια και οι δημοσιευμένες “αγαπησιάρικες” κριτικές; Γιατί οι νέες συγγραφικές τακτικές, πέραν της μεγαλύτερης παραγωγικότητας, τείνουν να γενικεύσουν τη διττή ιδιότητα συγγραφέα-κριτικού, ώστε να μπορεί να λειτουργεί απ’ ευθείας ένα σύστημα αμοιβαιότητας, χωρίς την παρεμβολή τρίτου, όπως γινόταν παλαιότερα. Η Ουώρτον, έχοντας κατά νου την ανώτερη κοινωνική τάξη των Νεοϋορκέζων στις αρχές του περασμένου αιώνα, έκανε λόγο για τον “μηχανικό αναγνώστη”, που θεωρεί καθήκον του να διαβάζει κάθε βιβλίο που συζητιέται. Εκείνη πίστευε πως “όταν αυτός εισβάλλει στην επικράτεια της λογοτεχνίας – συζητά, κριτικάρει, καταδικάζει ή, ακόμα χειρότερα, επαινεί – τότε η διαστροφή της ανάγνωσης γίνεται απειλή για τη λογοτεχνία”. Ένας παρόμοιος αναγνώστης, που είναι μεν “καταναλωτής βιβλίων” αλλά με άποψη, δημιουργεί ή έστω, ενθαρρύνει τον “μηχανικό συγγραφέα”, που ανοίγει το δρόμο στον “μηχανικό κριτικό”. Αυτός ο τελευταίος διαμορφώνεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του “μηχανικού αναγνώστη”, στο σημείο, σήμερα, χάρις και στις δυνατότητες που προσφέρει το Διαδίκτυο, να υποκαθιστά τον συστηματικό κριτικό, κάποτε και τον επαγγελματία. Αυτό το αλληλοεξαρτώμενο τρίπτυχο, που σκιαγραφεί η Ουώρτον, όχι μόνο δεν έχει εκλείψει, αλλά, αντιθέτως, μέσα στα πρώτα χρόνια του 21ου έχει παγιωθεί και με τη δημιουργία θεσμών.
Το να εδραιωθεί ήταν αναμενόμενο. Ήδη, η Ουώρτον παρατηρούσε πως “οι διαστροφές οι πιο δύσκολες να ξεριζωθούν είναι εκείνες που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται αρετές”. Είναι προφανές πως ο χώρος του βιβλίου έχει ανάγκη αυτήν την τριαδική παρουσία. Σήμερα πλέον αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του, γι’ αυτό και προέκυψαν τρόποι αναπαραγωγής και στήριξής του. Ένας πρώτος είναι οι επ’ αμοιβή αναγνώστες, στους οποίους οι εκδότες εμπιστεύονται το έργο της διαλογής. Ένας δεύτερος, οι Λέσχες Ανάγνωσης, που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της ανάγνωσης ως κατά μόνας ηδονή, διαμορφώνοντας “μηχανικούς αναγνώστες”. Ακόμη κι όταν προκύπτει στην ομάδα ένας αυτόβουλος αναγνώστης, η συναναστροφή του με παθητικούς αναγνώστες αποβαίνει μολυντική. Αλλά και γενικότερα, η μετατροπή της ανάγνωσης σε συζήτηση, που γίνεται σε παρεΐστικη ατμόσφαιρα δυσχεραίνει τη συγκέντρωση. Ο ενεργός αναγνώστης έχει ανάγκη τη μόνωση, θέλει χρόνο για να συλλογιστεί, ακόμη και για να αναζητήσει συμπληρωματικά κείμενα, απαραίτητα για μία νοερή συνομιλία με το βιβλίο. Αντ’ αυτού, θα γνωρίσει τον συγγραφέα του, που θα προσκαλέσει η Λέσχη.
Ένας άλλος θεσμός είναι οι Σχολές Δημιουργικής Γραφής, όπου ουσιαστικά εκπαιδεύεται με ταχύ ρυθμό ο “μηχανικός συγγραφέας”. Μπορεί ο επωμιζόμενος την διδασκαλία να συγκαταλέγεται στους λογοτέχνες, όμως η διαδικασία κανονικοποίησης της εμπειρίας της συγγραφής, το καλύτερο που φέρνει είναι έναν μέτριο συγγραφέα. Όσο για τον “μηχανικό κριτικό”, αυτός μπορεί να προκύψει εν μία νυκτί από τους επικρατέστερους μιας Λέσχης, αλλά και από τους ταλαντούχους των Σχολών, όπου προβλέπεται και ειδικός κύκλος μαθημάτων. Και βεβαίως, ο Τύπος προβάλλει τις αρετές του τρίπτυχου. Αναφέρει θαυμαστικά ότι τα καλύτερα βιβλία πάνε από στόμα σε στόμα, ενώ εξάρει τα βραβεία που στηρίζονται στην ψήφο των αναγνωστών. Επίσης, ολοσέλιδες φιλοξενούνται οι συνεντεύξεις συγγραφέων, έστω και του ενός βιβλίου, όταν είναι απόφοιτοι Σχολών Δημιουργικής Γραφής.
Όπως επισημαίνει η Ουώρτον, ο συγγραφέας επιζητά να βαδίσει “στη φαρδιά λεωφόρο που οδηγεί στην έγκριση του μηχανικού αναγνώστη”. “Ευκολοδιάβατη”, ελκύει ακόμη και δημιουργικά ταλέντα, καθώς, μάλιστα, είναι “γεμάτη με ακμαίους συνοδοιπόρους, απορροφά νέους προσκυνητές και μόνο από λαχτάρα για συντροφικότητα”. Αυτή η σπουδή του συγγραφέα σημαίνει σπατάλη χρόνου, δυνάμεων, ενέργειας και βεβαίως, χρημάτων για τον εκδότη, αλλά συχνά και για τον ίδιο, καθώς οι αυτοχρηματοδοτούμενες εκδόσεις αυξάνονται. Μια σπατάλη, όμως, νέου τύπου, που, σε αντίθεση με τις παλαιότερες, εγκωμιάζεται από το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτές οι επαινετές σπατάλες τείνουν να γίνουν χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής. Ένα καλό παράδειγμα είναι η άθληση στα γυμναστήρια, που πολλαπλασιάζονται. Ας πάρουμε την άσκηση στο δημοφιλέστερο αεροβικό μηχάνημα, τον διάδρομο. Από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις έντεκα το βράδυ, νεαρά άτομα περπατούν επί αυτού, διασκελίζουν ή και τρέχουν. Ξοδεύουν χρήματα, καταναλώνουν δυνάμεις και ενέργεια, και βεβαίως, σπαταλούν χρόνο. Όπως ακριβώς οι συγγραφείς, επιδιώκουν, αυτοί δια της καλής εμφανίσεως, την προβολή και επείγονται να την εξασφαλίσουν. Ένας περίπατος, που θα άφηνε και το περιθώριο περισυλλογής, δεν προσφέρεται, γιατί αργεί να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αυτές οι σπατάλες, ως ευάρεστες στον κοινωνικό χώρο, αποφέρουν καλές απολαβές. Μακροχρόνια, ωστόσο, έχουν κόστος. Ως γνωστόν, τα βιβλία πολτοποιούνται γρηγορότερα, όσο για μία σιλουέτα μέσω γυμναστηρίου, αυτή αντέχει μόνο ένα καλοκαίρι.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/10/2014.
1 σχόλιο:
Κυρία Θεοδοσοπούλου, καλημέρα. Είμαι ο Μιχάλης Μακρόπουλος. Διάβασα το άρθρο σας, θα σας απαντήσω λοιπόν για μένα. Έχουν εκδοθεί οχτώ βιβλία μου για ενηλίκους, ένα οδοιπορικό, τρία για παιδιά. Έχω γράψει τριπλάσιο αριθμό κειμένων. Γράφω, τελειώνω, για λίγο σταματώ, έπειτα ξαναπιάνω να γράψω. Τυχαία, κάποια εκδίδονται. Τα πιο πολλά, όχι. Γράφω παράλληλα με τις μεταφράσεις μου, που τις αγαπώ (τις καλές, όσο τα δικά μου κείμενα), κι απ' αυτές ψωμίζομαι. Όμως, γιατί το κάνω; Γιατί έχω έτσι ένα "στάτους"; Εδώ και τέσσερα χρόνια, με την οικογένειά μου, έχω εγκαταλείψει την Αθήνα, μένω στη Λευκάδα, και περνώ τουλάχιστον τρεις μήνες το χρόνο στο Πωγώνι, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η επαφή μου με τ' αθηναϊκά πράγματα είν' ελάχιστη. Η προβολή των βιβλίων μου μέχρι τώρα, είναι επίσης ελάχιστη. Ωστόσο, δεν μπορώ να μη γράφω. Άλλοτε καλύτερα, άλλοτε χειρότερα. Έτσι, γράφοντας, καταλαβαίνω τον κόσμο, τον εαυτό μου μες στον κόσμο. Και, όσο πιο πολύ το κάνω, τόσο περισσότερο τ' αγαπώ, κι όσο περισσότερο το αγαπώ, τόσο πιο πολύ το κάνω. Μπορεί τα κείμενά μου ν' αρέσουν, μπορεί όχι (χαίρομαι όταν αρέσουν). Όμως, είτε εκδοθούν είτε όχι, μου 'ναι αδύνατον να μην τα γράψω. Όλα τούτα (τα κάπως απλοϊκά και πρόχειρα ειπωμένα) σας τα γράφω μ' εκτίμηση. Σας χαιρετώ, Μιχάλης Μακρόπουλος
Δημοσίευση σχολίου