«Γαληνοτάτη
Τιμή στη Χρύσα Μαλτέζου»
Επιμέλεια:
Γ.Κ.Βαρζελιώτη-Κ.Γ.Τσικνάκης
Ε.Κ.Π.Α. Τμήμα
Θεατρικών Σπουδών
Μουσείο Μπενάκη
Δεκέμβριος 2013
Τα σημαντικά πρόσωπα των Γραμμάτων και των Τεχνών απασχολούν τον Τύπο μόνο όταν καταλαμβάνουν μία υψηλή θέση ή τιμώνται με κάποια διάκριση, όπως ένα βραβείο, και βεβαίως, με την τελευτή τους. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι στέκονται φειδωλοί. Δεν μπορεί κανείς να τους ψέξει, δεδομένου ότι κατά την κατάρτιση της ύλης προέχουν τα ενδιαφέροντα του πλατύτερου κοινού. Λ.χ., η είδηση του θανάτου ή ακόμη και του ατυχήματος νεαρού ζεν πρεμιέ, έστω και του ενός σίριαλ, απλώνεται ολοσέλιδη. Αν, μάλιστα, το σίριαλ “τρέχει” ακόμη, γίνεται σαλόνι, με “χτύπημα” στο εξώφυλλο. Ενώ, για μία πνευματική προσωπικότητα αρκεί το μονόστηλο. Με αυτήν τη λογική, το γεγονός ότι η Χρύσα Μαλτέζου απέσπασε το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον δυο φορές, κρίνεται ως ικανοποιητικό. Η πρώτη ήταν το 1998, όταν η Ακαδημία Αθηνών την εξέλεξε στη θέση της Διευθύντριας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας και η δεύτερη, τον Δεκέμβριο του 2011, όπου και πάλι η Ακαδημία την εξέλεξε μέλος της.
Λακωνική η πρώτη μνεία, καθώς ακόμη και οι εμφορούμενοι από το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης, που παίζουν στα δάχτυλα, για παράδειγμα, τα ανά την υφήλιο κινηματογραφικά φεστιβάλ, μετά βίας και εάν έχουν ακουστά το εν λόγω Ινστιτούτο, καίτοι του χρόνου συμπληρώνει αισίως εξηκονταετή επιστημονική διαδρομή. Περισσότερα γνωρίζουν για το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο, ανεξάρτητα αν η άδεια επαναλειτουργίας του μετά τον Πόλεμο, είχε ως αντίδωρο, στο πλαίσιο αμοιβαιότητας των δυο χωρών, την ίδρυση τού Ελληνικού Ινστιτούτου στη Βενετία. Από μία άποψη, αναμενόμενο και ουδόλως κατακριτέο, αφού οι αναφορές στην Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας και τα επιτεύγματά της αραιώνουν όλο και περισσότερο, θεωρούμενες ως ελληνοκεντρικές. Όσο για την Μαλτέζου, τέταρτη κατά σειρά διευθύντρια του Ινστιτούτου επί 14 έτη, πολλά έκανε για την ανάδειξή του σε πόλο έλξης για τις σπουδές της ελληνολατινικής Ανατολής, για τα οποία και βραβεύτηκε. Μόνο που η εκεί θέση της δεν της πρόσφερε μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από όση είχε αποκτήσει με την 25ετη θητεία στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και με την παράλληλη 20ετή ως πανεπιστημιακός δάσκαλος σε Κρήτη και Αθήνα.
Κάπως περισσότερο μνημονεύθηκε στον Τύπο κατά την αναγόρευσή της σε Ακαδημαϊκό. Όπως και να το κάνουμε, το να αποκαλείσαι Αθάνατος, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που το προφίλ των Ακαδημαϊκών εξωραΐζεται, δεν είναι και μικρό πράγμα. Πόσω μάλλον όταν είσαι γυναίκα. Από ιδρύσεως της Ακαδημίας, στους συνολικά - αν δεν σφάλλουμε - 241 ακαδημαϊκούς, εμφανίστηκαν μόλις τέσσερις γυναίκες, με την πρώτη, την πεζογράφο Γαλάτεια Σαράντη, να εκλέγεται το 1997, όταν το Ίδρυμα διήνυε το 71ο έτος ύπαρξής του. Και πάλι, ο μέγιστος αριθμός γυναικών στα έδρανα ήταν τρεις, κι αυτό μόνο για μία πενταετία. Η Μαλτέζου εκλέχτηκε μετά το θάνατο της συνομήλικής της Αγγελικής Λαΐου, τη δεύτερη σε σειρά Ακαδημαϊκό, που είχε εκλεγεί το 1998, νεαρότατη για Ακαδημαϊκός, μόλις 57 ετών. Και οι δυο ιστορικοί, η πρώτη βυζαντινολόγος, η δεύτερη του Νέου Ελληνισμού της περιόδου 1453-1821. Ενδιαμέσως, το 2002, εισέρχεται η πρώτη ποιήτρια, η Κική Δημουλά, καθόλα μάχιμη, τότε στα 70 της. Για όσους τους αρέσουν οι στατιστικές, το ποσοστό των γυναικών Ακαδημαϊκών υπολείπεται του 1.4% και πολύ πιθανόν έτσι να παραμείνει, αν δεν αλλάξει το σύστημα πριμοδότησης των υποψηφίων.
Κατά τα άλλα, η Μαλτέζου, παρά τις διακρίσεις, τις βραβεύσεις και τις 364 δημοσιευμένες εργασίες, δεν συγκαταλέγεται στους διάσημους της ακαδημαϊκής κοινότητας. Κι αυτό, για πλείστους όσους λόγους. Συντείνει, πιθανώς, ότι απέχει της επιφυλλιδογραφίας, ότι δεν δίνει συνεντεύξεις, εκτός κι αν δεν της ζητείται, ή ακόμη, ότι δεν έχει φροντίσει να πλουτίσει την εργογραφία της με αυτοτελείς εκδόσεις. Στην εποχή της εικόνας, παραμένει μία άγνωστη. Το γεγονός, μάλιστα, ότι συνυπάρχει στα ακαδημαϊκά έδρανα με μια προσφιλή βεντέτα των ΜΜΕ, τονίζει την εντύπωση ανθρώπου χαμηλών τόνων. Το αποτέλεσμα είναι η πρόσφατη έκδοση του τόμου προς τιμή της να μνημονευθεί μόνο από τους φορείς που τον εξέδωσαν. Όσο, όμως, κατανοούμε τη δημοσιογραφική λογική, τόσο δεν αντιλαμβανόμαστε τη νοοτροπία της ακαδημαϊκής κοινότητας. Γενικότερα, και ειδικότερα, κατά την κατάρτιση αυτών των πολυσέλιδων τόμων. Υποτίθεται ότι αποτελούν ένδειξη τιμής προς ομότιμους καθηγητές, αλλά οι τιμώμενοι δεν συμμετέχουν. Από όσο γνωρίζουμε μόνο ένας τιμώμενος αντέδρασε σε αυτό το καθεστώς εκπαραθύρωσης, αποκαθιστώντας την σωστή τάξη πραγμάτων. Ο Γ. Π. Σαββίδης, προ εικοσαετίας, όταν υπέδειξε ο δικός του “τιμής ένεκεν” τόμος να περιλαμβάνει δικές του εργασίες. Έτσι, προέκυψε η πολύτιμη «Τράπεζα Πνευματική» με 33 μελέτες του, τις άστεγες μίας τριακονταετίας, που στάθηκε δυστυχώς μεταθανάτια έκδοση.
Ο τόμος της Μαλτέζου φτάνει τις 836 σελίδες. Τυπώθηκε, όπως όλοι αυτοί οι αφιερωματικοί τόμοι, σε 500 αντίτυπα, και βεβαίως, στη συναγωγή δεν υπάρχει δικό της κείμενο. Εκείνη απουσιάζει ακόμη και από τον τίτλο. Με το επίθετο Γαληνοτάτη, προφανώς εξυπακούεται το κυρίαρχο ερευνητικό της αντικείμενο, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, χωρίς να αποκλείεται η ίδια σαν προσωπικότητα να είναι γαληνή έως και γαληνοτάτη. Οπότε μπορεί και να της ταιριάζει ο τίτλος, όπως τα «Τριαντάφυλλα και γιασεμιά» του τιμητικού τόμου για την επίσης ομότιμη καθηγήτρια Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού. Εκεί, γίνεται εμμέσως αναφορά στον Παλαμά και τους «Πεντασυλλάβους» του. Αντιθέτως, στον τόμο του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, ο τίτλος, «Ευκαρπίας έπαινος», στρέφεται εγκωμιαστικά προς τον τιμώμενο. Ο τόμος της Μαρμαρινού περιλαμβάνει 35 μελέτες, της Μαλτέζου 46 και του Μαστροδημήτρη φτάνει τις 56, ισάριθμων, κάθε φορά, μαθητών, συνεργατών, συναδέλφων. Οι τιμώμενοι και το έργο τους προβάλλονται στα προλογικά κείμενα, ενώ προτάσσεται εργογραφία τους. Στον τόμο της Μαλτέζου, την συντάσσει ο Κώστας Τσικνάκης, που επωμίστηκε εξ ημισείας και την επιμέλεια του τόμου. Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα, γιατί ο τιμώμενος να μη συμμετέχει, λ.χ., με ένα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα κείμενο, το οποίο να προηγείται της εργογραφίας. Στον παρόντα τόμο, η τιμώμενη έρχεται από την Αλεξάνδρεια. Μέλος της εκεί Ελληνικής Κοινότητας, απόφοιτος του Αβερώφειου Γυμνασίου, έζησε τη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, που σταδιακά οδήγησε τον αιγυπτιώτικο ελληνισμό σε αμετάκλητη παρακμή. Μπορεί το 1964, νεαρά τότε ιστορικός, να την απωθούσε ως ερευνητικό αντικείμενο η σχέση Βυζαντίου και Αράβων, αλλά το 1992, στους Δελφούς μίλησε για το γυμνάσιό της “έναν μικρότοπο αιγυπτιώτικης ελληνικής κοινωνίας”. Αυτοβιογραφικό κείμενό της πάντως, ως γνώστη δυο από τις σημαντικότερες ελληνικές κοινότητες, Αλεξάνδρειας και Βενετίας, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Στους αφιερωματικούς τόμους, η παράταξη των κειμένων ακολουθεί την αλφαβητική σειρά των συνεργατών. Αυτός μπορεί να είναι ο αυτονόητος κανόνας στις συναγωγές κειμένων, ωστόσο, εδώ, αποσυνθέτει τις θεματικές ενότητες, που έχουν προκύψει από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του τιμώμενου, στα οποία οι συμμετέχοντες επιλέγουν τιμής ένεκεν να επικεντρώσουν τα κείμενά τους. Ύστερα, στην περίπτωση της Μαλτέζου, καθώς αυτοί προέρχονται από τους συγκεκριμένους χώρους στους οποίους εκείνη κατά διαστήματα εργάστηκε, οι συνεργασίες τους, ακόμη κι αν είναι εκτός του φάσματος των δικών της ενδιαφερόντων, συγγενεύουν αναμεταξύ τους. Έτσι, για παράδειγμα, προκύπτουν τρία θεατρολογικά από την τριετή παραμονή της στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού. Κατά τη γνώμη μας, αυτά θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν: Η αρνητική απόφανση του Σπύρου Ευαγγελάτου σχετικά με πιθανολογούμενα ανεβάσματα έργων του Κρητικού Θεάτρου στην Κρήτη κατά την ογδοηκονταετή ενετοκρατία. Η καταφατική απάντηση του Ιωσήφ Βιβιλάκη στο κατά πόσο συμμετείχαν Έλληνες στις πάσης φύσεως παραστάσεις, του Καραγκιόζη συμπεριλαμβανομένου, που δίνονταν τον 17ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Αλιεύουμε, παρεμπιπτόντως, την ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι αποκαλούσαν τους Ρωμιούς “κωμικούς”, όπου ο μελετητής διατυπώνει το ερώτημα: Άραγε, αυτό το ιδιαίτερο κωμικό ταλέντο των ορθόδοξων Ελλήνων ήταν ζήτημα φυλετικής ιδιοσυγκρασίας ή κάποιας ειδικής εκπαίδευσης; Και τρίτο το κείμενο του Πλάτωνα Μαυρομούστακου «Παραστάσεις Αρχαίου Δράματος, ιστορία και επικαιρότητα», όπου προκύπτει μια άλλη πτυχή της φυλετικής ιδιοσυγκρασίας, που αναφέρεται στη σχέση του σημερινού Έλληνα με το αρχαιοελληνικό θέατρο.
Κατά τα άλλα, στον τόμο δημοσιεύονται μελέτες σε πέντε γλώσσες: ελληνιστί 26, στα ιταλικά 12, γαλλικά 4, αγγλικά 2, γερμανικά 2. Όλες συνοδεύονται από περίληψη στα αγγλικά. Παραδόξως, δεν προβλέπεται ελληνική περίληψη. Απουσία, που συνυπολογιζόμενη με την παράλειψη ενός καταλόγου στοιχειώδους σύστασης όσων συμμετέχουν, δείχνει σαν εσωστρεφής αναδίπλωση της κοινότητας στον εαυτό της. Κι όμως, πλην των 500 τόσων επιφανών για τους οποίους φαίνεται να καταρτίστηκε ο τόμος, υπάρχει ένα αναγνωστικό κοινό, που θα ενδιαφερόταν να τον φυλλομετρήσει και να διαβάσει επιλεκτικά κάποια κείμενα. Για παράδειγμα, θα επιθυμούσε να γνωρίζει ποιος είναι αυτός ο Τζίνο Μπενζόνι, που, σύμφωνα με τον τίτλο τού σχετικά σύντομου κειμένου του, θεωρεί ότι «La Grecia e necessaria». Ο λόγος ενός τακτικού καθηγητή σε ιταλικό πανεπιστήμιο έχει διαφορετική βαρύτητα. Ή, επίσης, ένας τίτλος, όπως «Βυζαντινοί αυτοκράτορες στη Βενετία», όταν προέρχεται από έναν συνομήλικο της Μαλτέζου βυζαντινολόγο, που διηύθυνε περισσότερο της δεκαετίας το περιοδικό του Καρλ Κρουμπάχερ «Byzantinische Zeitschrift», τον Πήτερ Σράϊνερ, καθίσταται πλέον ελκυστικός. Μόνο που το κείμενο είναι στην ιταλική και οι ιταλομαθείς παραμένουν μειοψηφία. Οπότε γεννάται η δεύτερη απορία, αν ο τόμος δεν απευθύνεται στους Έλληνες κατόχους τεσσάρων ξένων γλωσσών, γιατί δεν παρατίθενται οι μεταφράσεις αντί του πρωτότυπου. Αν και μεγαλύτερη είναι η απογοήτευση, όταν σε ελληνικό κείμενο παρεμβάλλονται ξενόγλωσσες περικοπές, με τις υποσελίδιες σημειώσεις να δίνουν μόνο τις παραπομπές στις πηγές χωρίς την αναγκαία ελληνική απόδοση. Παράδειγμα, το γενικότερου ενδιαφέροντος κείμενο του σημερινού διευθυντή του Ινστιτούτου Γεωργίου Πλουμίδη, «Βενετία και το Ανατολικό Ζήτημα». Στο σημείο που αναφέρεται στην εκστρατεία των Ορλώφ στο Αιγαίο, η οποία προετοιμαζόταν στη Βενετία, παραθέτει στα ιταλικά τη σύνοψη των στόχων της γαλλικής πολιτικής έναντι Οθωμανών και Ρώσων.
Μία μεγάλη σε έκταση ενότητα αποτελούν τα κείμενα γύρω από την Κρήτη, αν και αυτά δεν υπογράφονται από τους συναδέλφους στο εκεί Πανεπιστήμιο, αλλά κυρίως από υπότροφους στο Ινστιτούτο της Βενετίας και συνεργάτες στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Τα θέματα ποικίλλουν, συνήθως ο ερευνητής εξετάζει μία συγκεκριμένη περίπτωση για να εξάγει γενικότερα συμπεράσματα. Λ.χ., από έναν Καταλανό, που βρέθηκε στην Αστυπάλαια και μετά στον Χάνδακα, τεκμαίρεται η κινητικότητα στο Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη κατά τον 14ο αιώνα (Χ. Γάσπαρης). Αντίστοιχα, από ένα κρητικό βημόθυρο, που εντοπίστηκε στην Κεφαλλονιά, διαφαίνεται η κινητικότητα των κρητικών προσφύγων (Μ. Καζανάκη). Ενώ αυτοί καταφεύγουν στα Επτάνησα, ταυτόχρονα, από τις εκθέσεις των βενετών διοικητών, αναδεικνύονται σε μήλον της έριδος μεταξύ Βενετών και Οθωμανών (Α. Πανοπούλου). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της Μαρίας Πατραμάνη, που παρακολουθεί την πορεία μιας θεομητορικής εικόνας, της Μεσοπαντίτισσας, από τα Σφακιά στα Κύθηρα, επιστρατεύοντας ως μπούσουλα και την ετυμολογία των λέξεων. Αλλά οι Βενετοί, εκτός από τεχνίτες για τα ναυπηγεία και άγιες εικόνες, εποφθαλμιούσαν και το κρητικό μάρμαρο όπως και ελληνικούς κίονες του νησιού. Αυτό τεκμαίρεται με βάση έγγραφα, που αποσπάσματά τους παρατίθενται στα ιταλικά και μένει το περιεχόμενό τους να εικάζεται από τα συμφραζόμενα (Κ. Τσικνάκης).
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ευρύτερα ενδιαφέρουσες μελέτες, καθώς παρουσιάζουν επί μέρους στοιχεία μιας εποχής, που ακόμη ερευνάται και για την οποία δεν υπάρχουν πρόσφορα βιβλία, ούτε δοκιμιακής υφής ούτε μυθοπλαστικής. Για παράδειγμα, ποιος γνωρίζει το γκρεγκέσκο που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες της Βενετίας, κάτι σαν τα γκρήκλις (Γ. Βαρζελιώτη); Ή ποιος θα φανταζόταν πως τα αφορεστοχάρτια του Πατριάρχη βοηθούσαν στην επίλυση ή και την αποφυγή εμπορικών αντιδικιών (Π. Μιχαηλάρης); Λιγότερη έκπληξη προκαλεί η παραποίηση ενός επισήμου εγγράφου για λόγους θρησκευτικής πίστης. Όπως φαίνεται, ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν ο πρώτος διδάξας. Προηγήθηκαν άλλοι, μεταξύ αυτών ο Μανουήλ Γεδεών. Προ αυτού, έγγραφο και δη πατριαρχικό, αλλοίωσε ο Δοσίθεος Β΄Ιεροσολύμων. Μόνο που αυτός είναι λιγότερο γνωστός, καίτοι παρέμεινε στον πατριαρχικό θρόνο επί 38 έτη, δηλαδή περισσότερο του ημίσεως του βίου του (Δ. Αποστολόπουλος).
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτογραφία: Ο Άγιος Γεώργιος της ορθόδοξης κοινότητας στη Βενετία (κέντρο) και (αριστερά) η Φλαγγίνειος Σχολή, όπου στεγάστηκε το Ελληνικό Ινστιτούτο, σε χαρακτικό εποχής.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 5/10/2014.
1 σχόλιο:
καλημέρα καλή εβδομάδα
σπουδαίο κείμενο
Δημοσίευση σχολίου