Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«Νοέμβριος»
Εκδόσεις Πατάκη
Απρίλιος 2014
«Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του Αιγιάννη και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: “τ’ είναι αυτό οπού ’γινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;” Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον...» Αυτά γράφει ο Μακρυγιάννης ενθυμούμενος τη ντροπή και το παράπονό του στα δεκατέσσερα για το ξυλοφόρτωμα από το πρώτο αφεντικό του “ομπρός σε όλον τον κόσμον”. Κοντεύει να τελειώσει το 2014, που κάποιοι παλαιότεροι – καλή ώρα ο Σεφέρης – θα πρότειναν να ανακηρυχτεί Έτος Μακρυγιάννη, χωρίς να τον μνημονεύσουμε. Η φετινή επέτειος των 150 χρόνων από τον θάνατό του εορτάστηκε μόνο τοπικά, σε Κροκύλειο και Λιδωρίκι, χωρίς να υπερβεί τα όρια της ορεινής Δωρίδος, άντε και της Φωκίδας. Υπήρξαν, βεβαίως, οι θεατροποιήσεις των «Απομνημονευμάτων» του. Αυτή η μόδα, που σαρώνει κυριολεκτικά τη νεοελληνική πεζογραφία, απέδειξε, για ακόμη μία φορά, ότι προ ουδενός ορρωδεί.
Η μνημόνευση του Μακρυγιάννη δεν έχει εδώ επετειακό χαρακτήρα. Μας τον θύμισε ο Γιώργος Συμεωνίδης, που, ανήμερα στη γιορτή του ανατρέχει στους Αιγιώργηδες, τον Μεγαλομάρτυρα και τον Νεομάρτυρα των Ιωαννίνων. Με τον δεύτερο, τον φουστανελοφόρο, οκτώ χρόνια μικρότερο του Μακρυγιάννη, “είχε προσωπική σχέση ο παππούς του”. Όταν το κτήμα του έπιασε φωτιά, μια μέρα που εκείνος έλειπε, μόλις γύρισε, έτρεξε κατευθείαν “στην εικόνα του, κρεμασμένη στο χαγιάτι”. Όρθιος μπροστά του, “με υψωμένο το δάχτυλο, έξαλλος του λέει”: «...Εσύ, κοτζάμ άγιος, γιατί δεν έτρεξες να βοηθήσεις να σβήσουνε τη φωτιά πριν προχωρήσει και κάψει το κτήμα; Γιατί, ρε, δεν έτρεξες να ρίξεις ούτε ένα κουβά νερό, ε; Αφορεσμένε! Τρεις μήνες θα κάνω να σ’ ανάψω το καντήλι. Που να χέσω τη φουστανέλα σου...» Πώς του ’ρθε του εγγονού και αρχίζει να ψάχνει τη δική του φουστανέλα από τον Φοιτητικό Χορευτικό Σύλλογο Ηπειρωτών «Η Σαμαρίνα». Την ανασύρει, την φοράει και θυμάται φευγαλέα μια πανέμορφη Ιωάννα από το χορευτικό.
Οσοι άκουσαν τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη να διαβάζει το διήγημα, «Ούτε έναν κουβά νερό», τον Μάιο, στο Βυζαντινό Μουσείο Πολιτισμού, θα πρέπει να εξεπλάγησαν ευχάριστα με την ενημέρωσή του γύρω από τους μεταβυζαντινούς αγιογράφους. Ταυτόχρονα, θα μελαγχόλησαν, καθώς το διήγημα δένει “το λυκόφως του Βυζαντίου” με εκείνο της ζωής. Ο συγγραφέας, όμως, διασκεδάζει τις εντυπώσεις, κλείνοντας το διήγημα με ένα τραγούδι, όχι το «Παιδιά της Σαμαρίνας» που θα αναμενόταν, αλλά ένα δικό του, παραφράζοντας το «Κούρο Σίβο» του Καββαδία: «Η Σαμαρίνα, η Σαμαρίνα όλα τα σβήνει...». Σε εκείνη την εκδήλωση, είχε ξεκινήσει διαβάζοντας ένα άλλο διήγημα για εικόνες και αγιογράφους, ακριβέστερα, για έναν αγιογράφο, παλαιότερο και περιώνυμο, τον υστεροβυζαντινό Μανουήλ Πανσέληνο. Το «Ο κυρ Μανουήλ Πανσέληνος δεσπόζει» είναι το τέταρτο διήγημα του Σκαμπαρδώνη, που εμπνέεται από τον μυστηριακό χώρο του Αγίου Όρους.
Είχε περισσότερο από δέκα χρόνια να θυμηθεί το Όρος. Όπως εξομολογείται ο αφηγητής στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, το «Πάρε το τρανζίστορ στη βάρκα», όπου ψαρεύει με τον παπα-Θεόφιλο στη σκιά του Άθωνα, έχει δέκα πέντε χρόνια να μπει στο Όρος. Πάντως, η πρώτη συλλογή του ανοίγει με το αγιορείτικο διήγημα, «Το ασπιδόνερο». Εκείνο το πρώτο και το τελευταίο της πρόσφατης έχουν το ίδιο θέμα, την ανταπόκριση των ζώων στο μουσικό ερέθισμα. Εκεί είναι το πιο φαρμακερό φίδι, η ασπίδα, εδώ τα δελφίνια, που, για ακόμη μία φορά, συντελούν στην ευφραντική ατμόσφαιρα των θαλασσινών του διηγημάτων. Αντιθέτως, υποβλητική είναι η ατμόσφαιρα στα δυο αγιορείτικα, ενώ στα ενδιάμεσα δυο που διαδραματίζονται στο Όρος («Ιχθύος κατάλυσις», «Πρωινό ρόφημα»), περιγράφονται περιστατικά με εύθυμη διάθεση. Πάντως, στο πρώτο και το τελευταίο, δεν ονοματίζει τους Γέροντες ούτε τις Μονές που ασκητεύουν, πιθανώς θέλοντας να προϊδεάσει για την διαφυγή προς το φανταστικό. Πράγματι, σύμφωνα και με τον τίτλο, δεσπόζει ο Πανσέληνος. Όχι, όμως, μόνο στο Πρωτάτο, όπου οι γνωστές τοιχογραφίες του, αλλά και σε μια υπόγεια εκκλησία, κρυμμένη κάτω από το κελάκι ενός παράξενου Γέροντα, αποκύημα συγγραφικής φαντασίας ερεθισμένης από τη μακρόχρονη κατά Διονυσίου του εκ Φουρνά ανάγνωση.
Γενικότερα, σε αυτήν τη συλλογή, η φαντασία του Σκαμπαρδώνη αναδεικνύεται πλέον οξυμμένη στο να συνθέτει ιστορίες, καθώς επινοεί δαιμονικές συμπτώσεις και ακραίες συγκυρίες. Αναφέραμε τρία από τα 33 διηγήματα της πρόσφατης συλλογής. Για όσους καταγράφουν και αριθμητικά την παρουσία ενός συγγραφέα, είναι η ενάτη συλλογή, φτάνοντας το σύνολο των στεγασμένων σε αυτές διηγημάτων στα 187 μέσα σε μία εικοσιπενταετία. Αυτά, όμως, μπορεί να μην ταυτίζονται με την συνολική παραγωγή του. Ο Σκαμπαρδώνης κάνει δύσκολη τη ζωή μελλοντικών γραμματολόγων, μη αναφέροντας από το 2003 και ύστερα, όπως είναι φιλολογικά επιβεβλημένο, πρώτες δημοσιεύσεις διηγημάτων. Οπότε δεν είναι γνωστά τα ήδη δημοσιευμένα, ούτε αν υπάρχουν δημοσιευμένα που δεν έχουν συμπεριληφθεί. Όσο για τη συγγραφική παρουσία, αυτή δεν μετριέται από την έκδοση βιβλίου, αλλά δημοσίευσης διηγήματος. Και ο Σκαμπαρδώνης, αν δεν σφάλλουμε, συμπληρώνει του χρόνου τριακονταετία. Κατά τα άλλα, η πρόσφατη συλλογή έχει τα περισσότερα διηγήματα όλων, αλλά λιγότερες σελίδες σε σχέση με τις τρεις προηγούμενες. Αρχικά, οι πέντε πρώτες συλλογές ήταν ολιγοσέλιδες, 130 σελίδες η εκτενέστερη. Με το ξεκίνημα, μετά το 2000, της μυθιστοριογραφίας, αυξήθηκαν σε σελίδες και οι συλλογές.
Κατ’ εξαίρεση, σε αυτήν τη συλλογή, ο αριθμός του πλήθους των διηγημάτων αναγράφεται και στο εξώφυλλο, δίκην υπότιτλου. Το 33 θεωρείται μαγικός αριθμός, ο μεγαλύτερος σε δύναμη σαγήνης, όπως και ο Νοέμβριος, που εκλαμβάνεται ως ο πλέον μυστηριώδης μήνας, αλλά και ο μήνας εισόδου στον χειμώνα. Χάρις σε αυτό το χαρακτηριστικό και το συμβολικό του φορτίο επιλέγεται ως τίτλος. Δηλώνεται, άλλωστε, στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου, που εκπέμπει μελαγχολία, αλλά και προϊδεάζει για το θεματικό φάσμα των νέων διηγημάτων. Πλαγίως ο Σκαμπαρδώνης μνημονεύει την αποχώρησή του από τη μάχιμη δημοσιογραφία: “Τώρα που πέρασαν οι παλιές Παρασκευές”. Προσθέτοντας: “νταγιαντώ μ’ αυτά”, που σημαίνει υποφέρω αλλά βαστώ με την ανάκληση παλαιών ιστοριών. Ακριβέστερα, δίνει μια ποιητική εικόνα για τη σχέση αφηγητή και μνήμης, που προβάλλει την ευαίσθητη ισορροπία μίας μυθοπλασίας με αυτοβιογραφική διάσταση. Ο συγγραφέας φαίνεται να διαθέτει περισσότερο χρόνο στο λεκτικό ραφινάρισμα, καθώς αυξάνει ο πλούτος των επί μέρους στολιδιών, ενώ πολλαπλασιάζονται οι πλάγιες νύξεις και οι πολύσημες αναφορές. Συχνά γίνεται κρυπτικός, κλείνοντας ένα διήγημα με στίχο του Θέμη Τζούλη, ή γράφοντας ένα άλλο τύπου μπονζάϊ, όπως το «Σχεδόν πουθενά», με ποιητική σκοτεινότητα και ισόποση ειρωνεία. Μας δίνει, επίσης, την εντύπωση, ότι στο βάθος των περισσότερων διηγημάτων ανασαίνει ένας ιδιότυπος ρομαντισμός.
Τελικά, ο Σκαμπαρδώνης έχει κατορθώσει να χειρίζεται τρεις διαφορετικού τύπου λόγους, χωρίς να νοθεύει τον ένα με τα χαρακτηριστικά του έτερου, όπου μερικά από αυτά ενδέχεται να λειτουργούν ως αδυναμίες. Παράδειγμα, ως κύριο χαρακτηριστικό στο διήγημά του επισημαίνεται η πύκνωση, ενώ το πεζογραφικό του έργο δεν έχει ποτέ χαρακτηριστεί χρονογραφικό. Σε αυτήν τη συλλογή, ριψοκινδυνεύει απόπειρα και στον ποιητικό λόγο. Στο διήγημα «Στο
ΑΤΜ που δίνει ποιήματα» εγκιβωτίζει πολύστιχο ποίημα ως ύμνο οιστρήλατης έμπνευσης προς την Ία, τη γυναίκα των αφιερωματικών μότο των βιβλίων του. Στις συλλογές διηγημάτων, εμφανίζεται άπαξ μόνη της, τριάκις μετά άλλων προσώπων και σκύλων, ενώ στην πρόσφατη απομένει μόνη μετά επτάδας σκύλων συν τα μονίμως επανερχόμενα αδέσποτα. Ακόμη και ο Περικλής Σφυρίδης, που στα 12 ζωοφιλικά του τα οκτώ είναι για σκύλους, διήγημα δεν τους έχει αφιερώσει. Και σε αυτήν τη συλλογή του Σκαμπαρδώνη υπάρχει διήγημα για σκύλο, «Το λουρί που πάει βόλτα», σε υψηλούς τόνους συγκινησιακής φόρτισης. Κατά τα άλλα, προτιμά το εξαιρετικό στην επιλογή των ζωντανών. Αυτό διακρίνεται εξαρχής με το «Μία χελώνα ανάσκελα», το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του στο πρώτο τεύχος του θεσσαλονικιώτικου περιοδικού, «Παραφυάδα».
Στην πρόσφατη συλλογή, σε δέκα διηγήματα πρωταγωνιστούν ή έστω δευτεραγωνιστούν ζωντανά. Σε ένα από αυτά, «Ώσπερ πελεκάν», ξεπροβάλλει στον ανδροκρατούμενο κόσμο του συγγραφέα μια μοναδική γυναίκα αφηγητής. Ίσως, την υποβάλλει το θέμα, η στοργή του πελεκάνου για τα νιογέννητα. Αυτή τη φορά, πάντως, υπερισχύουν τα ζώα της ξηράς, έναντι εκείνων του αέρος, κυρίως της θαλάσσης, που έρχονταν για ένα διάστημα πρώτα στις προτιμήσεις του. Χαρακτηριστική διαφορά στα πρόσφατα είναι ο έντονος ανθρωπομορφισμός. Παράδειγμα τα τρία που τα ζωντανά έχουν τον πρώτο ρόλο: Το «Θαμπό φανάρι», γύρω από τη σφαγή των χοίρων και τον παζολινικής πνοής οργασμό που προηγείται. Θεματικά συγγενεύει με το «Μαρία» του Γιάννη Παλαβού, το υπερβαίνει, όμως, στις προθέσεις κοινωνικής κριτικής, χρησιμοποιώντας για το ζευγάρωμα των ζώων το ρήμα γαμώ, αναφερόμενο κατά τα λεξικά μόνο στη συνεύρεση ανδρός, αλλά και υπαινισσόμενος ότι ο κόσμος των χοίρων έναντι εκείνου των ανθρώπων είναι ευγενικός. Ηπιότερος ο ανθρωπομορφισμός στο «Ο κύριος Cri-cket ίπταται», όπου την παράσταση την κλέβει το γνωστικό εύρος του συγγραφέα σχετικά με τις μουσικές προτιμήσεις και επιδόσεις του κρίκετ, ελληνιστί γρύλος, στην κοινή τριζόνι.
Πάντως, στα ζωοφιλικά του Σκαμπαρδώνη δεν υπάρχει ο έρπων μεταμοντέρνος διδακτισμός. Υπερέχει όλων το συναισθηματικό δέσιμο. Ενδεικτικό το πιο ευφάνταστο «Ταΐζοντας τα μυρμήγκια». Θεατρικό ήθελε να γράψει ο αφηγητής για τον Άρη Βελουχιώτη, όπως εξομολογείται στο παλαιότερο διήγημα «Φωτογραφία με τον Άρη». Προσώρας, έγραψε ένα δεύτερο διήγημα, προβιβάζοντας την ομάδα των 50-60 ανδρών του Άρη σε τάγμα και εξισώνοντάς το αριθμητικά με εκείνο που τους καταδίωκε. Παρενθετικά να σημειώσουμε, ότι η όλη δύναμη που ρίχτηκε εναντίον τους, έφτανε τους 1500. Όταν κινείται κανείς μεταξύ ντοκουμέντου και μυθοπλασίας, κατά κανόνα η ιστορική αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό της λογοτεχνικής. Μένουμε, ωστόσο, με την εντύπωση, ότι αυτή η εξομοίωση είναι μία πρώτη αδικία του αφηγητή σε βάρος του μυθοπλαστικού Βελουχιώτη. Η δεύτερη είναι η κεντρική ιδέα του διηγήματος, που θέλει έναν Μαυροσκούφη εκείνης της ομάδας να ζει 68 χρόνια ταΐζοντας μυρμήγκια, γιατί τον έσωσαν τότε, ξυπνώντας τον εγκαίρως, από την ενέδρα των Εθνοφυλάκων. Μάλλον δεν δείχνει και μεγάλη εκτίμηση απέναντι στο ανάστημα εκείνων των αγρίως καταδιωκόμενων ανδρών.
Από άλλους χρόνους και τον βορειοελλαδίτικο τόπο έρχονται τα ιστορικά πρόσωπα που τον παθιάζουν. Γιατί, εκτός από διηγήματα για γυναίκες, σκύλους και λοιπά ζωντανά, ο κορμός της συλλογής αφορά πρόσωπα. Ήρωες, σαν αλλοπαρμένοι, που ζούνε στον κόσμο τους. Σε αυτήν τη συλλογή, “τρελάρες”, έμμονοι και θερμόαιμοι του παρόντος χρόνου υπολείπονται αριθμητικά σε σχέση με τα πρόσωπα του παρελθόντος. Ο Σκαμπαρδώνης, αλλάζοντας ανάλογα με το πρόσωπο αφηγηματικό τρόπο, ποικίλλοντας τους τόνους και την οπτική γωνία, δίνει μυθιστορηματική χροιά στο απείκασμα μυθικών μορφών της πόλης του και των χώρων με τους οποίους ταυτίστηκαν (Ν. Γ. Πεντζίκης, Τ. Κανελλόπουλος, Σολομών Μόλχο). Δίπλα σε αυτούς, πλάθει δυο εκκεντρικούς ήρωες, που παρουσιάζονται ως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, θείος ο ένας και νουνός ο άλλος του αφηγητή. Τόσο εξωραϊστική η μνήμη του βαφτισιμιού, που θέλει τον νουνό του, ως λοχαγό στον Εμφύλιο, να κυνηγάει αντάρτες σε Νάουσα, Κερδύλλια, Ρεντίνα, με άδειο πιστόλι.
Η μνήμη ωραιοποιεί αλλά και υπονομεύει. Την περιγραφή του Μακεδονομάχου Στέργιου-Τσιούμα, πρωτοπαλίκαρου του Καπετάν Κώττα, μπορεί να την ζήλευε ακόμη και ο Γεώργιος Μόδης, ωστόσο οι υψηλοί τόνοι, κάποια επίθετα, μια φρασούλα προσθέτουν ειρωνικές ανταύγειες. Κι αν υπερβάλλουμε ως προς την ειρωνεία, μένει σίγουρα αίσθηση ματαιότητας, ευκρινέστερη στην σχεδόν επική μνεία της «Απολλωνίας Ίλης», όπου ο Μέγας Αλέξανδρος βυθίζεται στο ημίφως μέσα σε σκηνικό τύπου Ταρκόφσκι. Έτσι κι αλλιώς, αυτή η αίσθηση υφέρπει σε ολόκληρη τη συλλογή. Από το πρώτο διήγημα, με τον αποκαλυπτικό τίτλο, «Ο αυτόλυκος». Σαν μοναχικός λύκος νιώθει εδώ ο αφηγητής – μάταιος αυτόλυκος. Ψυχής παραμυθία, λοιπόν, οι διηγήσεις του Σκαμπαρδώνη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/9/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου