Αλέξης Σταμάτης
«Μελίσσια»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Οκτώβριος 2014
Την 17η Νοεμβρίου, επέλεξε ο Αλέξης Σταμάτης για να παρουσιάσει την καινούριά του δουλειά, παρόλο που ουδεμία σχέση έχει με το Πολυτεχνείο και τον εορτασμό του. Γενικώς, η Ιστορία δεν είναι γι’ αυτόν προνομιούχος χώρος έμπνευσης, όπως συμβαίνει με άλλους συνομήλικούς του. Μόνο προ πενταετίας, στο μυθιστόρημα, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς», εμπλέκει στην υπόθεση την απαγορευμένη πορεία του Πολυτεχνείου, του 1980, με τους δυο νεκρούς. Εφέτος, η παραγωγή που παρουσιάζει είναι δισυπόστατη. Συνίσταται από μία θεατρική πρεμιέρα, με το θεατρικό να κυκλοφορεί και αυτοτελώς σε βιβλίο, και ένα μυθιστόρημα. Αν δεν σφάλλουμε, ούτε χρόνος δεν έχει συμπληρωθεί από το προηγούμενο ανέβασμα έργου του και το προηγούμενο μυθιστόρημα. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, μήπως και βιάζεται. Αν και σε μία περίοδο, όπως η τωρινή, που οι συγγραφείς έχουν εντείνει τους ρυθμούς τους, το σωστό ερώτημα είναι το κατά πόσο αυτή η βιασύνη επηρεάζει το αποτέλεσμα. Το γιατί, όμως, συγγραφείς και καλλιτέχνες επείγονται, ανήκει στα χωρία της κοινωνικής ψυχολογίας.
Μη έχοντας επαρκή εποπτεία της θεατρικής δουλειάς του Σταμάτη, περιοριζόμαστε στο μυθιστόρημα. Όπως και ορισμένα από τα προηγούμενα βιβλία του, το βρίσκουμε ενδιαφέρον. Τώρα, αν θα καλυτέρευε με παραπάνω “ψήσιμο”, είναι μία μάλλον ουτοπική απορία. Ο συγγραφέας κατορθώνει να παραμένει στην ίδια ευρύτερη θεματική περιοχή – υπαρξιακού χαρακτήρα μυθιστορήματα, με κύριο καμβά τις διαπροσωπικές και ιδιαίτερα, τις ενδοοικογενειακές σχέσεις – χωρίς να επαναλαμβάνεται. Επιτυγχάνει και κάτι δυσκολότερο, η γραφή του να εξελίσσεται. Ενώ, κατά κανόνα, αρκετοί πολυγράφοι συγγραφείς μένουν στάσιμοι. Ορισμένοι, μάλιστα, από τους πιο επιτυχημένους, έχουν δώσει τα καλύτερα βιβλία τους στο ξεκίνημα. Ο Σταμάτης άργησε ηλικιακά, με τους τρέχοντες μέσους όρους, να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο έβδομος ελέφας», το οποίο, όμως, δεν θα χαρακτηριζόταν πρωτόλειο. Ωστόσο, η απόσταση που διανύθηκε μέσα σε μία δεκαπενταετία, από εκείνο το πρώτο μέχρι το πρόσφατο, αναπληρώνει την καθυστέρηση κατά την εκκίνηση. Παρόλα αυτά, το στίγμα του Σταμάτη στο λογοτεχνικό τοπίο των νεότερων, που έχει αρχίσει να διαγράφεται, μένει αμφισβητούμενο.
Σε αυτό, πιθανώς, συνέβαλε η μεταπήδησή του από την ποίηση στην πεζογραφία και η κάπως αργοπορημένη έκδοση πρώτου βιβλίου και στις δυο περιοχές. Με πρώτο ποιητικό («Κόσμος γωνία») το 1992, ταξινομείται στους ποιητές της γενιάς του ’80. Τον συμπεριλαμβάνει, για παράδειγμα, ο Νίκος Χουρδάκης στο ονοματολόγιο της εν λόγω γενιάς, που συντάσσει το 1997. Ο Σταμάτης συνεχίζει να γράφει ποίηση, εκδίδοντας έξι συλλογές μέχρι το 2004. Ωστόσο, παραμένει στο περιθώριο αυτής της ποιητικής γενιάς. Κατά μία διαφορετική ταξινόμηση των γενιών, ανά δεκαετία, που τείνει, παρά τον μηχανιστικό της χαρακτήρα, να επικρατήσει, ο Σταμάτης, γεννημένος σε μεταίχμιο έτος, στο γύρισμα της δεκαετίας, θα μπορούσε να ταξινομηθεί και στη γενιά του ’90, καθώς εκδίδει το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του το 1998. Σε αυτήν την αποκαλούμενη, μάλλον καταχρηστικώς, γενιά, διακρίθηκε μία ομάδα, που συσπειρώθηκε, περισσότερο σαν συντροφιά, γύρω από το περιοδικό «Να ένα μήλο». Ο Σταμάτης δεν ήταν στην ομάδα συνεργατών, ούτε στον στενότερο κύκλο της παρέας, που διοργάνωνε θερινές συγγραφικές Συναντήσεις και απονομή Βραβείου του περιοδικού.
Βεβαίως, στοιχεία αυτής της φύσης αφορούν περισσότερο την κοινωνιολογία του συγγραφικού χώρου. Ίσως, όμως, να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στο όνομα, που διαμορφώνει ένας συγγραφέας, και συνακόλουθα, στην υποδοχή των βιβλίων του. Ο Σταμάτης έχει εκδώσει 12 μυθιστορήματα, δυο νουβέλες και δυο συλλογές διηγημάτων. Δεν υστερεί ως προς τον αριθμό των ανά βιβλίο παρουσιάσεων και κριτικών αποτιμήσεων. Το αντίθετο. Στο βαθμό, ωστόσο, που υπάρχει, όπως σε όλους τους τομείς, και στην λογοτεχνική κριτική, ένα άτυπο κατεστημένο, όπου η γνώμη ορισμένων προσώπων βαραίνει, εκεί ο Σταμάτης δείχνει να χωλαίνει. Αυτό, ως ένα βαθμό, έχει αντίχτυπο στις σχετικά περιορισμένες διακρίσεις και βραβεύσεις, που έτυχε ως τώρα. Έτσι, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το εκτενές βιογραφικό, που συντάσσει, δίνοντας έμφαση στην αποδοχή του έργου του εκτός Ελλάδος. Ειδάλλως, τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει, ότι τα δυο πρώτα του μυθιστορήματα, που κυκλοφόρησαν από τον Κέδρο, εκδόθηκαν ταυτόχρονα ή αργότερα, αδιασαφήνιστο, και στη Μεγάλη Βρετανία; Ή, ότι έχει αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε λογοτεχνικά συνέδρια, που σημαίνει ότι συμμετείχε στις συνήθως ομαδικές αποστολές του ΕΚΕΒΙ;
Αντί αυτών, στο βιογραφικό θα έπρεπε να τονίζεται η δεύτερη μεταπήδησή του, από το μυθιστόρημα στο θέατρο, που ξεκίνησε ευκαιριακά προ δεκαετίας και φαίνεται να εξελίσσεται σε μία, ολοένα και πιο συστηματική, ενασχόληση. Όπως συνέβη αρχικά και με την πρώτη μεταπήδηση, δεν εγκαταλείπει την πεζογραφία. Τουλάχιστον προσώρας. Αργότερα, ίσως σταματήσει, καταπώς έκανε με την ποίηση, όταν εδραιώθηκε στη μυθιστοριογραφία. Σε μία προηγούμενη γενιά, εκείνη του Παύλου Μάτεσι και του Κώστα Μουρσελά, η μετακίνηση ήταν αντίθετης φοράς, από το θέατρο στο μυθιστόρημα. Τώρα, οι νεότεροι, ο Σταμάτης ή ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, δυο από τις υποσχόμενες περιπτώσεις, δοκιμάζονται στο θέατρο, κρατώντας το ένα πόδι στο κατακτημένο πεδίο της πεζογραφίας. Πάντως, και τότε και σήμερα, καθοριστικοί στέκονται οι εξωλογοτεχνικοί παράγοντες. Στα τέλη του ’80, ήταν η μόδα του μυθιστορήματος. Με την οικονομική κρίση, ενέσκηψε ο σάλος των θεατροποιήσεων. Από την άλλη, πολλοί είναι εκείνοι που διατυπώνουν ανησυχία για την εύκολη, συχνά και πρόχειρη, λύση των θεατροποιήσεων, αποδίδοντάς την εν μέρει και στην έλλειψη νέων θεατρικών συγγραφέων. Εκείνους, που έρχονται από την πεζογραφία, φαίνεται να μην τους αξιολογούν αντίστοιχα. Μάλιστα, οι κριτικοί του θεάτρου τους μνημονεύουν σαν να μην είναι αυτοί ένας από τους βασικούς συντελεστές μιας παράστασης. Μέρος της ευθύνης το έχουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς, που εναλλάσσουν τα θεατρικά τους με τις θεατροποιήσεις των πεζογραφημάτων τους, δίνοντας έτσι σε αυτά χαρακτήρα πάρεργου.
Στην περίπτωση του Σταμάτη, το φαινόμενο αποκτά πιο σύνθετη μορφή. Τουλάχιστον, όσο αφορά το πρόσφατο μυθιστόρημά του, όπου παρατηρείται, σε μεγάλη έκταση, ώσμωση θεατρικών στοιχείων. Για παράδειγμα, το διαλογικό μέρος είναι εκτενέστερο του αφηγηματικού. Ουσιαστικά, το δεύτερο συνίσταται από τις σκηνικές οδηγίες και τις εις εαυτόν σκέψεις των προσώπων, που διαπλέκονται με τα λόγιά τους. Πρόκειται για ένα θεατρόμορφο μυθιστόρημα, το οποίο, όμως, θα χρειαζόταν ανακατασκευή για να αποτελέσει θεατρική παράσταση. Παρόλο που η δράση παραμένει υποτυπώδης, οι διάλογοι είναι κατά τέτοιο τρόπο πλασμένοι, ώστε το νόημά τους να χάνεται σε μία υπαινικτική πολυσημία, που αναπτερώνει το σασπένς. Πριν από κάθε ατάκα, παρατίθενται οι ενδόμυχες σκέψεις. Ο συνδυασμός των προθέσεων και της εξωτερίκευσής τους είναι αυτός που δίνει μορφή στους χαρακτήρες. Σε αυτήν την υποθετική σκηνή, τα πρόσωπα είναι έξι. Από αυτά, τα τρία, που, μετά την τελική ανατροπή της πλοκής, συναιρούνται σε δυο, παίρνουν υπόσταση τραγικών ηρώων οικογενειακού δράματος, κατά το προσφιλές στους νεότερους πρότυπο ενός Ίψεν. Στα άλλα τρία πρόσωπα υιοθετείται η χαρακτηρολογία αναγνωρίσιμων τύπων της σημερινής καθημερινότητας. Αυτή η επιλογή συμβάλλει στην ανάδειξη της διπολικής σχέσης, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, της οποίας η κλιμάκωση αποτελεί το κυρίως θέμα.
Η βασική ιδέα στο στήσιμο του μυθιστορήματος συμπίπτει, σε γενικές γραμμές, με εκείνη του παλαιότερου μυθιστορήματος, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς». Εκεί, είναι ένας σκηνοθέτης, που συναρμολογεί ψηφίδες του βίου του, ανακαλώντας σκηνές από τις ταινίες του. Εδώ, πρόκειται για μία συγγραφέα, ευρύτερα αγαπητή και σεβαστή, που μπλέκει τα πρόσωπα της ζωής της με τους ήρωες των βιβλίων της. Ο Σταμάτης κινείται, για άλλη μια φορά, με άνεση στο ψυχαναλυτικό πεδίο. Από τα φανερώματα του υποσυνείδητου στα όνειρα προχωρά στις ασύνειδες συστοιχήσεις προσώπων, που, εν πολλοίς, ρυθμίζουν τα συναισθήματά μας. Αυτές οι παραλληλίες, στο προνομιούχα διευρυμένο υποσυνείδητο ενός συγγραφέα, αναμιγνύουν αυθύπαρκτα πρόσωπα και φανταστικά, εξ αντανακλάσεως, πλασμένα.
Όπως στο παλαιότερο μυθιστόρημα, έτσι και εδώ, το κυρίως σώμα τοποθετείται εντός μυθοπλαστικού πλαισίου. Προβλέπονται δυο ολιγοσέλιδα κεφάλαια, το ένα ως εισαγωγή και το άλλο ως κατακλείδα, όπου, αντιστοίχως, παρουσιάζονται και επιλύονται οι αινιγματικές σχέσεις των προσώπων. Ορισμένες επαναλήψεις κατά τη δόμηση του πρόσφατου, όπως, λ.χ., η έμφαση στη μυστηριώδη ταυτότητα δυο προσώπων, θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Όσο για το προάστιο των Μελισσίων, αυτό προσφέρει μόνο τον τίτλο, σε ένα μυθιστόρημα “δωματίου”, όπου ακόμη και οι ανακαλούμενες παρελθοντικές σκηνές είναι εσωτερικών χώρων. Στην παρουσίαση του προηγούμενου μυθιστορήματος, σχολιάζαμε ότι τα περισσότερα βιβλία του Σταμάτη συνιστούν περιπλανήσεις αυτογνωσίας, ανεξάρτητα από την ευφάνταστη αλλαγή των μύθων τους. Όπου η αναζήτηση εαυτού εστιάζει σταθερά στην σχέση παιδιού γονέα. Κατ’ εξαίρεση, στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ο πατέρας είναι ουσιαστικά απών και ολόκληρη τη σκηνή την καλύπτει η ηγεμονική μορφή της μητέρας. Αυτή και ο γιος της παίζουν ένα παιχνίδι εξουσίας και υποταγής μέχρι θανάτου. Ένα παιχνίδι, που, άλλοτε παραπέμπει σε παρτίδα σκακιού ενός μαιτρ με ταλαντούχο νεοφανή και άλλοτε στο δόλιο παιχνίδι μεταξύ γάτας και ποντικού.
Απορούμε πότε θα αποτολμήσει ο Σταμάτης να βάλει ένα τέλος στο φλερτ με το μπεστ-σέλερ. Έτσι κι αλλιώς, ως προς τις πωλήσεις θα μείνει πάντοτε στον ικανοποιητικό, αλλά μηδαμινό για τους μπεστσελερίστες, αριθμό των μερικών χιλιάδων αντιτύπων. Κι αυτό, για τον απλούστατο λόγο, ότι τα ενδιαφέροντα του πλατύτερου, τουτέστιν του γυναικείου, αναγνωστικού κοινού δεν είναι εγκεφαλικά αλλά συναισθηματικά. Το κουράζουν οι αποφάνσεις για τα μεγάλα προβλήματα, κι ας διαθέτουν στοχαστική ωριμότητα. Δεν θέλει αφηρημένες περί έρωτος ιδέες, όσο εύστοχες κι αν είναι, αλλά δράση που να οδηγεί στα άκρα.
Για παράδειγμα, τα εξώφυλλα των βιβλίων του με τις γυναικείες φιγούρες είναι κοινότοπα όσο και παραπλανητικά για το περιεχόμενό τους. Ειδικά, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, καθώς η υπόθεση στρέφεται γύρω από τον ζωγραφικό πίνακα του Κουρμπέ, «Η καταγωγή του κόσμου», ένα εξώφυλλο εμπνευσμένο από αυτόν θα δημιουργούσε πρόσφορες αναγνωστικές προσδοκίες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό ευπώλητου μυθιστορήματος, που προσπαθεί να εξασφαλίσει με μυθοπλαστικές παραχωρήσεις, είναι το χάπι-εντ. Στη δική του περίπτωση, το ευτυχές φινάλε συνίσταται σε επιλόγους που ανακουφίζουν τον αναγνώστη. Αυτό το επιτυγχάνει, εμμένοντας στην ψυχαναλυτική παραμυθία, ότι είναι δυνατή η υπέρβαση ενοχών και συμπλεγμάτων. Κι όμως, για παράδειγμα, στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ο καθυποταγμένος στην μητρική εξουσία γιος, σε όποια από τις δυο μυθιστορηματικές εκδοχές κι αν εκληφθεί, είτε του νηφάλιου είτε του αλκοολικού ομοφυλόφιλου, όλα δείχνουν πως δεν θα κατορθώσει να απαγκιστρωθεί. Πιθανότερο είναι να παραμείνει μέχρι τέλους δίπλα της. Αχώριστοι, ακόμη κι αν τρώνε τις σάρκες τους.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/1/2015.
Φωτογραφία: Η Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της μητέρας στη θεατροποίηση του μυθιστορήματος του Α. Σταμάτη, «Μελίσσια». Η παράσταση ήταν ενταγμένη στο πρόγραμμά «Αναγνώσεις» του Εθνικού Θεάτρου, Άνοιξη 2012.
«Μελίσσια»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Οκτώβριος 2014
Την 17η Νοεμβρίου, επέλεξε ο Αλέξης Σταμάτης για να παρουσιάσει την καινούριά του δουλειά, παρόλο που ουδεμία σχέση έχει με το Πολυτεχνείο και τον εορτασμό του. Γενικώς, η Ιστορία δεν είναι γι’ αυτόν προνομιούχος χώρος έμπνευσης, όπως συμβαίνει με άλλους συνομήλικούς του. Μόνο προ πενταετίας, στο μυθιστόρημα, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς», εμπλέκει στην υπόθεση την απαγορευμένη πορεία του Πολυτεχνείου, του 1980, με τους δυο νεκρούς. Εφέτος, η παραγωγή που παρουσιάζει είναι δισυπόστατη. Συνίσταται από μία θεατρική πρεμιέρα, με το θεατρικό να κυκλοφορεί και αυτοτελώς σε βιβλίο, και ένα μυθιστόρημα. Αν δεν σφάλλουμε, ούτε χρόνος δεν έχει συμπληρωθεί από το προηγούμενο ανέβασμα έργου του και το προηγούμενο μυθιστόρημα. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, μήπως και βιάζεται. Αν και σε μία περίοδο, όπως η τωρινή, που οι συγγραφείς έχουν εντείνει τους ρυθμούς τους, το σωστό ερώτημα είναι το κατά πόσο αυτή η βιασύνη επηρεάζει το αποτέλεσμα. Το γιατί, όμως, συγγραφείς και καλλιτέχνες επείγονται, ανήκει στα χωρία της κοινωνικής ψυχολογίας.
Μη έχοντας επαρκή εποπτεία της θεατρικής δουλειάς του Σταμάτη, περιοριζόμαστε στο μυθιστόρημα. Όπως και ορισμένα από τα προηγούμενα βιβλία του, το βρίσκουμε ενδιαφέρον. Τώρα, αν θα καλυτέρευε με παραπάνω “ψήσιμο”, είναι μία μάλλον ουτοπική απορία. Ο συγγραφέας κατορθώνει να παραμένει στην ίδια ευρύτερη θεματική περιοχή – υπαρξιακού χαρακτήρα μυθιστορήματα, με κύριο καμβά τις διαπροσωπικές και ιδιαίτερα, τις ενδοοικογενειακές σχέσεις – χωρίς να επαναλαμβάνεται. Επιτυγχάνει και κάτι δυσκολότερο, η γραφή του να εξελίσσεται. Ενώ, κατά κανόνα, αρκετοί πολυγράφοι συγγραφείς μένουν στάσιμοι. Ορισμένοι, μάλιστα, από τους πιο επιτυχημένους, έχουν δώσει τα καλύτερα βιβλία τους στο ξεκίνημα. Ο Σταμάτης άργησε ηλικιακά, με τους τρέχοντες μέσους όρους, να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο έβδομος ελέφας», το οποίο, όμως, δεν θα χαρακτηριζόταν πρωτόλειο. Ωστόσο, η απόσταση που διανύθηκε μέσα σε μία δεκαπενταετία, από εκείνο το πρώτο μέχρι το πρόσφατο, αναπληρώνει την καθυστέρηση κατά την εκκίνηση. Παρόλα αυτά, το στίγμα του Σταμάτη στο λογοτεχνικό τοπίο των νεότερων, που έχει αρχίσει να διαγράφεται, μένει αμφισβητούμενο.
Σε αυτό, πιθανώς, συνέβαλε η μεταπήδησή του από την ποίηση στην πεζογραφία και η κάπως αργοπορημένη έκδοση πρώτου βιβλίου και στις δυο περιοχές. Με πρώτο ποιητικό («Κόσμος γωνία») το 1992, ταξινομείται στους ποιητές της γενιάς του ’80. Τον συμπεριλαμβάνει, για παράδειγμα, ο Νίκος Χουρδάκης στο ονοματολόγιο της εν λόγω γενιάς, που συντάσσει το 1997. Ο Σταμάτης συνεχίζει να γράφει ποίηση, εκδίδοντας έξι συλλογές μέχρι το 2004. Ωστόσο, παραμένει στο περιθώριο αυτής της ποιητικής γενιάς. Κατά μία διαφορετική ταξινόμηση των γενιών, ανά δεκαετία, που τείνει, παρά τον μηχανιστικό της χαρακτήρα, να επικρατήσει, ο Σταμάτης, γεννημένος σε μεταίχμιο έτος, στο γύρισμα της δεκαετίας, θα μπορούσε να ταξινομηθεί και στη γενιά του ’90, καθώς εκδίδει το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του το 1998. Σε αυτήν την αποκαλούμενη, μάλλον καταχρηστικώς, γενιά, διακρίθηκε μία ομάδα, που συσπειρώθηκε, περισσότερο σαν συντροφιά, γύρω από το περιοδικό «Να ένα μήλο». Ο Σταμάτης δεν ήταν στην ομάδα συνεργατών, ούτε στον στενότερο κύκλο της παρέας, που διοργάνωνε θερινές συγγραφικές Συναντήσεις και απονομή Βραβείου του περιοδικού.
Βεβαίως, στοιχεία αυτής της φύσης αφορούν περισσότερο την κοινωνιολογία του συγγραφικού χώρου. Ίσως, όμως, να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στο όνομα, που διαμορφώνει ένας συγγραφέας, και συνακόλουθα, στην υποδοχή των βιβλίων του. Ο Σταμάτης έχει εκδώσει 12 μυθιστορήματα, δυο νουβέλες και δυο συλλογές διηγημάτων. Δεν υστερεί ως προς τον αριθμό των ανά βιβλίο παρουσιάσεων και κριτικών αποτιμήσεων. Το αντίθετο. Στο βαθμό, ωστόσο, που υπάρχει, όπως σε όλους τους τομείς, και στην λογοτεχνική κριτική, ένα άτυπο κατεστημένο, όπου η γνώμη ορισμένων προσώπων βαραίνει, εκεί ο Σταμάτης δείχνει να χωλαίνει. Αυτό, ως ένα βαθμό, έχει αντίχτυπο στις σχετικά περιορισμένες διακρίσεις και βραβεύσεις, που έτυχε ως τώρα. Έτσι, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το εκτενές βιογραφικό, που συντάσσει, δίνοντας έμφαση στην αποδοχή του έργου του εκτός Ελλάδος. Ειδάλλως, τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει, ότι τα δυο πρώτα του μυθιστορήματα, που κυκλοφόρησαν από τον Κέδρο, εκδόθηκαν ταυτόχρονα ή αργότερα, αδιασαφήνιστο, και στη Μεγάλη Βρετανία; Ή, ότι έχει αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε λογοτεχνικά συνέδρια, που σημαίνει ότι συμμετείχε στις συνήθως ομαδικές αποστολές του ΕΚΕΒΙ;
Αντί αυτών, στο βιογραφικό θα έπρεπε να τονίζεται η δεύτερη μεταπήδησή του, από το μυθιστόρημα στο θέατρο, που ξεκίνησε ευκαιριακά προ δεκαετίας και φαίνεται να εξελίσσεται σε μία, ολοένα και πιο συστηματική, ενασχόληση. Όπως συνέβη αρχικά και με την πρώτη μεταπήδηση, δεν εγκαταλείπει την πεζογραφία. Τουλάχιστον προσώρας. Αργότερα, ίσως σταματήσει, καταπώς έκανε με την ποίηση, όταν εδραιώθηκε στη μυθιστοριογραφία. Σε μία προηγούμενη γενιά, εκείνη του Παύλου Μάτεσι και του Κώστα Μουρσελά, η μετακίνηση ήταν αντίθετης φοράς, από το θέατρο στο μυθιστόρημα. Τώρα, οι νεότεροι, ο Σταμάτης ή ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, δυο από τις υποσχόμενες περιπτώσεις, δοκιμάζονται στο θέατρο, κρατώντας το ένα πόδι στο κατακτημένο πεδίο της πεζογραφίας. Πάντως, και τότε και σήμερα, καθοριστικοί στέκονται οι εξωλογοτεχνικοί παράγοντες. Στα τέλη του ’80, ήταν η μόδα του μυθιστορήματος. Με την οικονομική κρίση, ενέσκηψε ο σάλος των θεατροποιήσεων. Από την άλλη, πολλοί είναι εκείνοι που διατυπώνουν ανησυχία για την εύκολη, συχνά και πρόχειρη, λύση των θεατροποιήσεων, αποδίδοντάς την εν μέρει και στην έλλειψη νέων θεατρικών συγγραφέων. Εκείνους, που έρχονται από την πεζογραφία, φαίνεται να μην τους αξιολογούν αντίστοιχα. Μάλιστα, οι κριτικοί του θεάτρου τους μνημονεύουν σαν να μην είναι αυτοί ένας από τους βασικούς συντελεστές μιας παράστασης. Μέρος της ευθύνης το έχουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς, που εναλλάσσουν τα θεατρικά τους με τις θεατροποιήσεις των πεζογραφημάτων τους, δίνοντας έτσι σε αυτά χαρακτήρα πάρεργου.
Στην περίπτωση του Σταμάτη, το φαινόμενο αποκτά πιο σύνθετη μορφή. Τουλάχιστον, όσο αφορά το πρόσφατο μυθιστόρημά του, όπου παρατηρείται, σε μεγάλη έκταση, ώσμωση θεατρικών στοιχείων. Για παράδειγμα, το διαλογικό μέρος είναι εκτενέστερο του αφηγηματικού. Ουσιαστικά, το δεύτερο συνίσταται από τις σκηνικές οδηγίες και τις εις εαυτόν σκέψεις των προσώπων, που διαπλέκονται με τα λόγιά τους. Πρόκειται για ένα θεατρόμορφο μυθιστόρημα, το οποίο, όμως, θα χρειαζόταν ανακατασκευή για να αποτελέσει θεατρική παράσταση. Παρόλο που η δράση παραμένει υποτυπώδης, οι διάλογοι είναι κατά τέτοιο τρόπο πλασμένοι, ώστε το νόημά τους να χάνεται σε μία υπαινικτική πολυσημία, που αναπτερώνει το σασπένς. Πριν από κάθε ατάκα, παρατίθενται οι ενδόμυχες σκέψεις. Ο συνδυασμός των προθέσεων και της εξωτερίκευσής τους είναι αυτός που δίνει μορφή στους χαρακτήρες. Σε αυτήν την υποθετική σκηνή, τα πρόσωπα είναι έξι. Από αυτά, τα τρία, που, μετά την τελική ανατροπή της πλοκής, συναιρούνται σε δυο, παίρνουν υπόσταση τραγικών ηρώων οικογενειακού δράματος, κατά το προσφιλές στους νεότερους πρότυπο ενός Ίψεν. Στα άλλα τρία πρόσωπα υιοθετείται η χαρακτηρολογία αναγνωρίσιμων τύπων της σημερινής καθημερινότητας. Αυτή η επιλογή συμβάλλει στην ανάδειξη της διπολικής σχέσης, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, της οποίας η κλιμάκωση αποτελεί το κυρίως θέμα.
Η βασική ιδέα στο στήσιμο του μυθιστορήματος συμπίπτει, σε γενικές γραμμές, με εκείνη του παλαιότερου μυθιστορήματος, «Σκότωσε ό,τι αγαπάς». Εκεί, είναι ένας σκηνοθέτης, που συναρμολογεί ψηφίδες του βίου του, ανακαλώντας σκηνές από τις ταινίες του. Εδώ, πρόκειται για μία συγγραφέα, ευρύτερα αγαπητή και σεβαστή, που μπλέκει τα πρόσωπα της ζωής της με τους ήρωες των βιβλίων της. Ο Σταμάτης κινείται, για άλλη μια φορά, με άνεση στο ψυχαναλυτικό πεδίο. Από τα φανερώματα του υποσυνείδητου στα όνειρα προχωρά στις ασύνειδες συστοιχήσεις προσώπων, που, εν πολλοίς, ρυθμίζουν τα συναισθήματά μας. Αυτές οι παραλληλίες, στο προνομιούχα διευρυμένο υποσυνείδητο ενός συγγραφέα, αναμιγνύουν αυθύπαρκτα πρόσωπα και φανταστικά, εξ αντανακλάσεως, πλασμένα.
Όπως στο παλαιότερο μυθιστόρημα, έτσι και εδώ, το κυρίως σώμα τοποθετείται εντός μυθοπλαστικού πλαισίου. Προβλέπονται δυο ολιγοσέλιδα κεφάλαια, το ένα ως εισαγωγή και το άλλο ως κατακλείδα, όπου, αντιστοίχως, παρουσιάζονται και επιλύονται οι αινιγματικές σχέσεις των προσώπων. Ορισμένες επαναλήψεις κατά τη δόμηση του πρόσφατου, όπως, λ.χ., η έμφαση στη μυστηριώδη ταυτότητα δυο προσώπων, θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Όσο για το προάστιο των Μελισσίων, αυτό προσφέρει μόνο τον τίτλο, σε ένα μυθιστόρημα “δωματίου”, όπου ακόμη και οι ανακαλούμενες παρελθοντικές σκηνές είναι εσωτερικών χώρων. Στην παρουσίαση του προηγούμενου μυθιστορήματος, σχολιάζαμε ότι τα περισσότερα βιβλία του Σταμάτη συνιστούν περιπλανήσεις αυτογνωσίας, ανεξάρτητα από την ευφάνταστη αλλαγή των μύθων τους. Όπου η αναζήτηση εαυτού εστιάζει σταθερά στην σχέση παιδιού γονέα. Κατ’ εξαίρεση, στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ο πατέρας είναι ουσιαστικά απών και ολόκληρη τη σκηνή την καλύπτει η ηγεμονική μορφή της μητέρας. Αυτή και ο γιος της παίζουν ένα παιχνίδι εξουσίας και υποταγής μέχρι θανάτου. Ένα παιχνίδι, που, άλλοτε παραπέμπει σε παρτίδα σκακιού ενός μαιτρ με ταλαντούχο νεοφανή και άλλοτε στο δόλιο παιχνίδι μεταξύ γάτας και ποντικού.
Απορούμε πότε θα αποτολμήσει ο Σταμάτης να βάλει ένα τέλος στο φλερτ με το μπεστ-σέλερ. Έτσι κι αλλιώς, ως προς τις πωλήσεις θα μείνει πάντοτε στον ικανοποιητικό, αλλά μηδαμινό για τους μπεστσελερίστες, αριθμό των μερικών χιλιάδων αντιτύπων. Κι αυτό, για τον απλούστατο λόγο, ότι τα ενδιαφέροντα του πλατύτερου, τουτέστιν του γυναικείου, αναγνωστικού κοινού δεν είναι εγκεφαλικά αλλά συναισθηματικά. Το κουράζουν οι αποφάνσεις για τα μεγάλα προβλήματα, κι ας διαθέτουν στοχαστική ωριμότητα. Δεν θέλει αφηρημένες περί έρωτος ιδέες, όσο εύστοχες κι αν είναι, αλλά δράση που να οδηγεί στα άκρα.
Για παράδειγμα, τα εξώφυλλα των βιβλίων του με τις γυναικείες φιγούρες είναι κοινότοπα όσο και παραπλανητικά για το περιεχόμενό τους. Ειδικά, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, καθώς η υπόθεση στρέφεται γύρω από τον ζωγραφικό πίνακα του Κουρμπέ, «Η καταγωγή του κόσμου», ένα εξώφυλλο εμπνευσμένο από αυτόν θα δημιουργούσε πρόσφορες αναγνωστικές προσδοκίες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό ευπώλητου μυθιστορήματος, που προσπαθεί να εξασφαλίσει με μυθοπλαστικές παραχωρήσεις, είναι το χάπι-εντ. Στη δική του περίπτωση, το ευτυχές φινάλε συνίσταται σε επιλόγους που ανακουφίζουν τον αναγνώστη. Αυτό το επιτυγχάνει, εμμένοντας στην ψυχαναλυτική παραμυθία, ότι είναι δυνατή η υπέρβαση ενοχών και συμπλεγμάτων. Κι όμως, για παράδειγμα, στο πρόσφατο μυθιστόρημα, ο καθυποταγμένος στην μητρική εξουσία γιος, σε όποια από τις δυο μυθιστορηματικές εκδοχές κι αν εκληφθεί, είτε του νηφάλιου είτε του αλκοολικού ομοφυλόφιλου, όλα δείχνουν πως δεν θα κατορθώσει να απαγκιστρωθεί. Πιθανότερο είναι να παραμείνει μέχρι τέλους δίπλα της. Αχώριστοι, ακόμη κι αν τρώνε τις σάρκες τους.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/1/2015.
Φωτογραφία: Η Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της μητέρας στη θεατροποίηση του μυθιστορήματος του Α. Σταμάτη, «Μελίσσια». Η παράσταση ήταν ενταγμένη στο πρόγραμμά «Αναγνώσεις» του Εθνικού Θεάτρου, Άνοιξη 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου