Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Ταξίδι μεταμόρφωσης

 Γιό­χαν Βόλφ­γκαν­γκ φον Γκαί­τε
«Το τα­ξί­δι στην Ιτα­λία»
Ει­σα­γω­γή – Με­τά­φρα­ση
Γιώρ­γος Δε­πά­στας
Εκδό­σεις Ολκός
Νοέμ­βριος 2014


Με τον στί­χο του Βι­ζυη­νού, “με­τε­βλή­θη ε­ντός μου, και ο ρυθ­μός του κό­σμου” –προ­φα­νώς α­πο­κομ­μέ­νο α­πό τα συμ­φρα­ζό­με­να του ποιή­μα­τος «Το φά­σμα μου» στο ο­ποίο α­νή­κει– θα μπο­ρού­σε να συ­νο­ψί­σει κα­νείς τη με­τα­μόρ­φω­ση του Γκαί­τε α­πό “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”. Με θε­τι­κό πρό­ση­μο ο στί­χος του Θρα­κιώ­τη, που θρη­νού­σε τη βύ­θι­σή του α­πό την φαι­δρό­τη­τα στη θλί­ψη, στην πε­ρί­πτω­ση του Γκαί­τε θα ε­ξέ­φρα­ζε τα ζωο­ποιά α­πο­τε­λέ­σμα­τα της τα­ξι­διω­τι­κής του με­ταρ­σίω­σης. Με άλ­λα λό­για, τη φώ­τι­σή του και το πώς, με τον τρό­πο του, έ­γι­νε κι αυ­τός “Έλλη­νας”. Ήδη, το μό­το του βι­βλίου για “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”, “Auch ich in Arkadien!”, προσ­δί­δει ου­το­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα στη μο­να­δι­κό­τη­τα της ε­μπει­ρίας. Απο­τε­λεί ε­πι­τα­τι­κή πα­ραλ­λα­γή της λα­τι­νι­κής ρή­σης “Et in Arcadia ego”, που το­νί­ζει την πα­ρου­σία του στην ει­δυλ­λια­κή Αρκα­δία.
Μό­νο αν εί­χε με­τα­βλη­θεί ε­ντός του ο ρυθ­μός του κό­σμου, θα μπο­ρού­σε η με­τα­μόρ­φω­ση να εί­ναι τό­σο ρι­ζι­κή. Για αυ­τήν την ε­σω­τε­ρι­κή αλ­λα­γή του Γκαί­τε προϊδεά­ζει  κα­τά την ε­πι­στρο­φή του α­κό­μη και η ε­ξω­τε­ρι­κή του εμ­φά­νι­ση. Όταν λοι­πόν, ε­πι­στρέ­φει στην Αυ­λή της Βαϊμά­ρης, σύμ­βου­λος του Δού­κα Κα­ρό­λου Αυ­γού­στου ή­δη α­πό δω­δε­κα­ε­τίας, οι κα­κε­ντρε­χείς σχο­λιά­ζου­ν: “Έφυ­γε έ­νας Απόλ­λω­νας και γύ­ρι­σε έ­νας μπε­κρής” (α­πό την πρό­σφα­τη με­λέ­τη της Ιωάν­νας Οι­κο­νό­μου-Αγο­ρα­στού, «Συ­ζη­τώ­ντας για την Ελλά­δα... στην Αυ­λή της Βαϊμά­ρης... στα χρό­νια του Γκαί­τε», εκδ. University Studio Press). Μία πα­ρό­μοια μαρ­τυ­ρία κα­τα­θέ­τει και ο ί­διος στο η­με­ρο­λό­γιο του τα­ξι­διού. Στο Πα­λέρ­μο, Πά­σχα του 1787, στο πα­λά­τι του Αντι­βα­σι­λέα, έ­νας Μαλ­τέ­ζος, που τον εί­χε συ­να­ντή­σει στην Βαϊμά­ρη ως “τον νέο και δρα­στή­ριο συγ­γρα­φέα του Βέρ­θε­ρου”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί για­τί “έ­χει ξε­χά­σει το ό­νο­μά του”, δεν τον α­να­γνω­ρί­ζει.
Πράγ­μα­τι, στις 3 Σε­πτεμ­βρίου 1786, που α­να­χω­ρεί ο Γκαί­τε α­πό το Κάρλσ­μπα­ντ, εί­ναι, του­λά­χι­στον για τους πολ­λούς, μό­νο “ο συγ­γρα­φέ­ας του Βέρ­θε­ρου”. Ο Γκαί­τε, που “κα­τέ­χει κο­ρυ­φαία θέ­ση στην δια­νο­η­τι­κή ι­στο­ρία της Γερ­μα­νίας κα­τά το 18ο και 19ο αιώ­να” σύμ­φω­να με τις με­τα­θα­νά­τιες α­να­φο­ρές του ελ­λη­νι­κού Τύ­που, “ο αρ­χαϊκώ­τα­τος και νεω­τε­ρι­κώ­τα­τος ποιη­τής” κα­τά τον Πα­λα­μά, θα δια­μορ­φω­θεί με­τά “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι” και χά­ρις στην ευερ­γε­τι­κή του ε­πε­νέρ­γεια. Κα­τά μία ε­κτί­μη­ση, α­πο­τέ­λε­σε το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο γε­γο­νός στη ζωή του. Για­τρεύε­ται α­πό τη με­λαγ­χο­λία και την ψυ­χι­κή κού­ρα­ση των αυ­λι­κών χρό­νων. Γί­νε­ται εύ­θυ­μος, συ­να­να­στρέ­φε­ται λαϊκούς αν­θρώ­πους. Στη Ρώ­μη, ό­που μέ­νει τέσ­σε­ρις μή­νες κα­τε­βαί­νο­ντας προς Νό­το και έ­ντε­κα ε­πι­στρέ­φο­ντας, διά­γει τον μποέ­μι­κο βίο ε­νός φοι­τη­τή. Με­τά δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες στη Νά­πο­λη ση­μειώ­νει στο η­με­ρο­λό­γιό του: “Εί­ναι έ­νας πα­ρά­δει­σος, ο κα­θέ­νας ζει σε έ­να εί­δος με­θυ­σμέ­νης α­νι­διο­τέ­λειας. Το ί­διο συμ­βαί­νει και σ’ ε­μέ­να, δεν α­να­γνω­ρί­ζω καν τον ε­αυ­τό μου, νο­μί­ζω πως εί­μαι τε­λείως άλ­λος άν­θρω­πος. Χθες σκέ­φτη­κα: «Ή ή­σουν ε­ντε­λώς τρε­λός ή εί­σαι τώ­ρα.»” Αυ­τή η ψυ­χι­κή ευε­ξία φέρ­νει την πνευ­μα­τι­κή α­νά­τα­ση, που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στις συγ­γρα­φές του, με πρώ­τη την και­νού­ρια, έμ­με­τρη «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις». Ανα­ζη­τά μια εκ­δο­χή “πιο ζωη­ρή και συ­ντα­ρα­κτι­κή” α­πό την πε­ζό­μορ­φη της Βαϊμά­ρης. “Στην τέ­χνη κα­λό εί­ναι μό­νο το κάλ­λι­στο”, α­πο­φαί­νε­ται. Αλλά­ζει θέ­α­ση, κρι­τή­ρια, α­ξιο­λό­γη­ση αν­θρώ­πων και κα­τα­στά­σεων, βά­ζει τέ­λος στην αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση ποίη­ση-ζω­γρα­φι­κή. Πα­ρά τα χί­λια τό­σα σχέ­δια και α­κουα­ρέ­λες της δια­μο­νής του στην Ιτα­λία, η α­πό­φα­ση να προ­ση­λω­θεί στην ποίη­ση εί­ναι πλέ­ον ει­λημ­μέ­νη. Ολο­κλη­ρώ­νει την «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις», δί­νει δια­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση σε αρ­χι­νι­σμέ­να και μι­σο­τε­λειω­μέ­να έρ­γα. Βρί­σκο­ντας εκ νέ­ου την ορ­μή των χρό­νων της νεό­τη­τας, ξα­να­πιά­νει τον «Φά­ου­στ». 
Το κυ­ρίως έρ­γο του Γκαί­τε εί­ναι προϊόν μέ­σης και ώ­ρι­μης η­λι­κίας. Στο Κάρ­λσμπα­ντ βρί­σκε­ται για ο­λι­γοή­με­ρες δια­κο­πές, χά­ρις στον ε­ορ­τα­σμό των γε­νε­θλίων του. Στις 28 Αυ­γού­στου 1786, έ­κλει­νε τα 37. Τις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες του «Φά­ου­στ» τις γρά­φει λί­γο πριν α­πο­βιώ­σει, στις 23 Μαρ­τίου 1832. Με­σο­στρα­τίς πραγ­μα­τώ­νε­ται το τα­ξί­δι στην Ιτα­λία. Εί­ναι “ό­λα τα ό­νει­ρα της νεό­τη­τάς του”, γεν­νή­μα­τα των πα­τρι­κών α­φη­γή­σεων. Ίσως να μην εί­ναι τυ­χαίο ό­τι τε­λι­κά εκ­πλη­ρώ­νο­νται με­τά τον θά­να­το του με­τρη­μέ­νου και αυ­στη­ρού νο­μι­κού Γά­σπαρ Γκαί­τε. Δυο φο­ρές εί­χε ξε­κι­νή­σει για την Ιτα­λία, αλ­λά κα­θ’ ο­δόν εί­χε αλ­λά­ξει γνώ­μη. Αν και για τη μυ­στι­κή και ε­σπευ­σμέ­νη α­να­χώ­ρη­σή του,  άλ­λοι πα­ρά­γο­ντες, λι­γό­τε­ρο φροϋδι­κοί, μπο­ρεί να στά­θη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­θο­ρι­στι­κοί, ό­πως ο δε­κά­χρο­νος δε­σμός του με την Καρ­λότ­τα φον Στάϊν. Ύστε­ρα, ε­κεί­να τα χρό­νια, ή­ταν έ­ντο­νη η α­ντι­πα­ρά­θε­ση σχε­τι­κά με την υ­πε­ρο­χή της ελ­λη­νι­κής έ­να­ντι της ρω­μαϊκής τέ­χνης, που εί­χαν πυ­ρο­δο­τή­σει οι με­λέ­τες του Βίν­κελ­μαν, με κο­ρυ­φαία την «Ιστο­ρία της Αρχαίας Τέ­χνης», 1764. Στο η­με­ρο­λό­γιο του τα­ξι­διού, ο Γκαί­τε α­να­φέ­ρει μια συ­γκέ­ντρω­ση της Ακα­δη­μίας των Ολυ­μπίων, στην Βι­τσέ­ντσα, με ε­ρώ­τη­μα προς συ­ζή­τη­ση, “αν η ε­πι­νό­η­ση εί­χε προ­σφέ­ρει με­γα­λύ­τε­ρο ό­φε­λος στην τέ­χνη ή η α­πο­μί­μη­ση”.
Το τα­ξί­δι του Βίν­κελ­μαν στην Ιτα­λία, α­πό την Ρώ­μη στο Παί­στουμ  της Κά­τω Ιτα­λίας, την αρ­χαία Πο­σει­δω­νία, και με­τά στις α­να­σκα­φές της Πο­μπηίας και του Ερκου­λά­νε­ου­μ,  έ­γι­νε το 1755. Ο Γκαί­τε α­κο­λου­θεί τα ί­χνη του, με τη σκέ­ψη του σε ε­κεί­νον. “Πριν α­πό τριά­ντα έ­να χρό­νια, την ί­δια ε­πο­χή, ήρ­θε ε­δώ ε­κεί­νος, α­κό­μα πιο τρε­λός α­πό ε­μέ­να”, γρά­φει. Εί­χε δια­βά­σει τις ερ­μη­νείες του, αλ­λά τα λό­για δεν αρ­κού­σαν. Αυ­τός ή­θε­λε να δει “την υ­πέ­ρο­χη ο­μά­δα α­λό­γων στην εκ­κλη­σία του Αγίου Μάρ­κου”, που “α­πό κο­ντά φαί­νο­νται βα­ριά, ε­νώ α­πό την πλα­τεία α­νά­λα­φρα σαν ε­λά­φια”. Να α­πο­λαύ­σει τον Απόλ­λω­να του Μπελ­βε­ντέ­ρε μαρ­μά­ρι­νο α­ντί για το γύ­ψι­νο α­ντί­γρα­φο. Να δει τον δω­ρι­κό ρυθ­μό σε ε­ρεί­πια ναών και πε­σμέ­νες κιο­νο­στοι­χίες και ό­χι σε σκί­τσα. Το ό­νει­ρο του Βίν­κελ­μαν, ό­μως, ο­λο­κλη­ρω­νό­ταν με έ­να ελ­λη­νι­κό τα­ξί­δι. Να α­ντι­κρί­σει και να ψαύ­σει τα πρω­τό­τυ­πα, α­ντί των ελ­λη­νι­στι­κών και ρω­μαϊκών α­ντι­γρά­φων. Δεν το πραγ­μα­το­ποίη­σε. Τον πρό­λα­βε στην Τερ­γέ­στη ο δο­λο­φό­νος του, στα 51 του, το 1768. Ού­τε ο Γκαί­τε κά­νει το ελ­λη­νι­κό τα­ξί­δι, πα­ρό­λο που ο Δού­κας του Βαλ­ντέ­κ, ε­γκα­τε­στη­μέ­νος για κά­ποιο διά­στη­μα στη Νά­πο­λη, τον εί­χε προ­σκα­λέ­σει να τον συ­νο­δεύ­σει. Στις 28 Μαρ­τίου 1787, την πα­ρα­μο­νή της α­να­χώ­ρη­σής του α­πό τη Νά­πο­λη για Σι­κε­λία, ο Γκαί­τε ση­μειώ­νει ό­τι τον εί­χε α­να­στα­τώ­σει η πρό­τα­ση του Δού­κα, προ­σθέ­το­ντας, “Εί­μαι εμ­βρό­ντη­τος.” Απο­μέ­νει στους με­τα­γε­νέ­στε­ρους η α­πο­ρία, για­τί δεν την εί­χε α­πο­δε­χτεί. Φό­βος για τις νέες ε­ντυ­πώ­σεις, ε­νώ δεν εί­χε α­κό­μη α­φο­μοιώ­σει ε­κεί­νες της Ιτα­λίας; Φό­βος για την ε­ντύ­πω­ση που θα του προ­κα­λού­σε το αυ­θε­ντι­κό και α­κέ­ραιο α­ντί για την α­πο­μί­μη­ση και τα εν­σω­μα­τω­μέ­να σπα­ράγ­μα­τα; Μή­πως, αν εί­χε α­πο­τολ­μή­σει το τα­ξί­δι, η «Αχιλ­ληΐδα» του να μην έ­με­νε α­δύ­να­μη μί­μη­ση του Ομη­ρι­κού έ­πους; Εκτός κι αν, α­πλώς, δεν δια­νο­εί­το να αλ­λά­ξει το πρό­γραμ­μά του.
Άλλω­στε πο­τέ η με­τα­μόρ­φω­ση ε­νός ε­νή­λι­κα δεν εί­ναι συ­θέ­με­λη. Ο Γκαί­τε πα­ρα­μέ­νει Γερ­μα­νός, προ­τε­στά­ντης και για ό­σους πι­στεύουν στις ζω­δια­κές προ­βλέ­ψεις, παρ­θέ­νος. Όπως γρά­φει, αυ­τός και ο συ­νο­μή­λι­κος σύ­ντρο­φός του, Γερ­μα­νός ζω­γρά­φος, Γιό­χαν Χάιν­ριχ Βίλ­χελμ Τί­σμπαϊν, “ως γνή­σιοι Γερ­μα­νοί  δεν μπο­ρούν να α­παλ­λα­γούν α­πό σχέ­δια και προο­πτι­κές για ερ­γα­σίες”. Ή, α­κό­μη, ό­ντας στη Νά­πο­λη, ση­μειώ­νει: “Αν δεν με πα­ρό­τρυ­νε η γερ­μα­νι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία και η ε­πι­θυ­μία μου να μα­θαί­νω και να εί­μαι δρα­στή­ριος πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το να δια­σκε­δά­ζω, θα έ­με­να α­κό­μα λί­γο και­ρό σ’ αυ­τό το σχο­λείο της εύ­κο­λης και εύ­θυ­μης ζωής για να ε­πω­φε­λη­θώ πε­ρισ­σό­τε­ρο.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, με τον Τί­σμπαϊν δεν γνω­ρί­στη­κε στη Ρώ­μη, ό­πως α­να­φέ­ρει η υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση. Πρώ­τη έ­γνοιά του, μό­λις φτά­νει στην πό­λη, στις 29 Οκτω­βρίου 1786, εί­ναι να στεί­λει να τον ει­δο­ποιή­σουν πως έ­φθα­σε. Την ε­πο­μέ­νη ε­γκα­θί­στα­ται στο σπί­τι του. “Κι έ­τσι η­σύ­χα­σα α­πό τα τα­ξί­δια και τα παν­δο­χεία”, γρά­φει.
Ο Γκαί­τε, ως  κα­τά­λη­ξη στο βι­βλίο για το “ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”, ε­πι­λέ­γει έ­να πα­ρά­θε­μα α­πό τα ε­λε­γεια­κά «Λυ­πη­ρά» του Οβί­διου. Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, που α­να­φέ­ρε­ται στον Απρί­λιο του 1788, ό­ταν α­πο­χαι­ρε­τά­ει τη Ρώ­μη, μια νύ­χτα με παν­σέ­λη­νο, α­να­λο­γί­ζε­ται πως μία πα­ρό­μοια νύ­χτα α­να­γκά­στη­κε και ο Οβί­διος να την ε­γκα­τα­λεί­ψει, σύμ­φω­να με τους στί­χους που έ­γρα­ψε στην ε­ξο­ρία: “Cum repeto noctem…”  Με τους ί­διους στί­χους, κλεί­νει κι αυ­τός το βι­βλίο του: “Wandelt von jener nacht mir das traurige bild vor die seele,/welche die letzte fur mich war in der romischen stadt…” Μό­νο που τον Οβί­διο τον ε­ξό­ρι­σε ο Οκτα­βια­νός Αύ­γου­στος, ε­νώ ε­κεί­νον κα­νείς δεν τον πιέ­ζει. Θα μπο­ρού­σε να ε­γκα­τα­στα­θεί στη Ρώ­μη, ό­πως εί­χε κά­νει ο Βίν­κελ­μαν. Άγνω­στο το κα­τά πό­σο ο Γκαί­τε εί­χε συ­ναί­σθη­ση του Αύ­γου­στου, τον ο­ποίο κου­βα­λού­σε ε­ντός του και που δεν ή­ταν άλ­λος α­πό την γερ­μα­νι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία του.         
Ο Γκαί­τε στη­ρί­χτη­κε στο η­με­ρο­λό­γιο που κρα­τού­σε α­πό τις 3 Σε­πτεμ­βρίου 1786, ό­ταν ε­γκα­τέ­λει­ψε το Κάρλσ­μπα­ντ, μέ­χρι τις 18 Ιου­νίου 1788, που ε­πέ­στρε­ψε στην Βαϊμά­ρη, κα­θώς και στο πλή­θος των ε­πι­στο­λών, που έ­στελ­νε σε έ­να με­γά­λο κύ­κλο αν­θρώ­πων, πρω­τί­στως στην ε­γκα­τα­λει­φθεί­σα Καρ­λότ­τα, για τη συγ­γρα­φή του τα­ξι­διω­τι­κού βι­βλίου, το ο­ποίο ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε το 1816. Αυ­τός ο σχε­δόν τρια­ντά­χρο­νος ε­τε­ρο­χρο­νι­σμός εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα μια υ­βρι­δι­κή γρα­φή, ό­που την αυ­θορ­μη­σία της η­με­ρο­λο­για­κής εγ­γρα­φής λειαί­νει ο α­να­στο­χα­σμός στο “βιω­μέ­νο α­ντί­κρυ­σμα”. «Το τα­ξί­δι στην Ιτα­λία» δεν α­νή­κει τε­λι­κά, ού­τε στο ποιη­τι­κό ού­τε στο δρα­μα­τι­κό του έρ­γο. Ωστό­σο, πα­ρά τον τίτ­λο του, θα ή­ταν λά­θος να χα­ρα­κτη­ρι­στεί τα­ξι­διω­τι­κό. Δια­τη­ρεί την η­με­ρο­λο­για­κή δο­μή, γέρ­νο­ντας προς τη δο­κι­μια­κή γρα­φή. Έργο ι­διά­ζου­σας βα­ρύ­τη­τας, κα­λύ­πτει για την συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρίο­δο το κε­νό της αυ­το­βιο­γρα­φίας. Μι­κρό το χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα σε έ­ναν βίο που με­τρά 83 έ­τη, αλ­λά κομ­βι­κής ση­μα­σίας, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­πο­τυ­πώ­νει την α­να­γέν­νη­ση του πνευ­μα­τι­κού αν­θρώ­που και συγ­γρα­φέα. Γι’ αυ­τό και πα­ρό­τι πο­λυ­σέ­λι­δο, πλέ­ον των 500 σε­λί­δων, με­τα­φρά­στη­κε κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη σε Γαλ­λία και Αγγλία στη διάρ­κεια του 20ου αιώ­να.
Και­ρός ή­ταν να με­τα­φρα­στεί και στα ελ­λη­νι­κά, κα­θώς του χρό­νου συ­μπλη­ρώ­νε­ται ε­κα­το­ντα­ε­τία α­πό την έκ­δο­ση του πρω­τό­τυ­που. Πό­τε, ό­μως, δό­θη­κε προ­τε­ραιό­τη­τα στις με­τα­φρά­σεις  και εκ­δό­σεις κλα­σι­κών συγ­γρα­φέων; Και ό­πο­τε με­τα­φρά­ζο­νται, το προ­βά­δι­σμα κρα­τούν Άγγλοι και Γάλ­λοι. Πο­λύ με­τά στις ε­πι­λο­γές έρ­χο­νται οι Γερ­μα­νοί. Αν και ως κο­ρυ­φαίος ο  Γκαί­τε ε­ξαι­ρεί­ται. Με­τα­φρά­ζε­ται πριν τον θά­να­τό του. Μό­νο που ε­κεί­νη η πρώ­τη με­τά­φρα­ση γί­νε­ται σε γερ­μα­νι­κό έ­δα­φος α­πό έ­ναν έν­θερ­μο θαυ­μα­στή του, Έλλη­να φοι­τη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Ιέ­να. Τον Ιωάν­νη Πα­πα­δό­που­λο, που ε­πέ­λε­ξε να με­τα­φρά­σει την «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις». Κα­τά τα άλ­λα, με­τά τον θά­να­τό του, με­τα­φρά­ζε­ται ά­ναρ­χα και σκόρ­πια, με ε­πα­να­λή­ψεις «Βέρ­θε­ρου» και κυ­ρίως, «Φά­ου­στ», στον ο­ποίο δο­κι­μά­ζο­νται α­πό τους Αρι­στο­μέ­νη Προ­βε­λέγ­γιο και Γεώρ­γιο Στρα­τή­γη, σε δυο πρώ­τες εκ­δό­σεις του 1887, μέ­χρι τον Πέ­τρο Μάρ­κα­ρη. Εν μέ­σω αυ­τών, η με­τά­φρα­ση του Κώ­στα Χατ­ζό­που­λου για το πρώ­το θε­α­τρι­κό α­νέ­βα­σμα του «Φά­ου­στ», Νοέμ­βριο 1904 στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο.
Με­τά μία τό­σο μα­κρό­χρο­νη κα­θυ­στέ­ρη­ση, θα α­να­με­νό­ταν με­τά­φρα­ση και έκ­δο­ση σε α­κέ­ραια μορ­φή του βι­βλίου α­πό “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”. Σύμ­φω­να με την ει­σα­γω­γή, πα­ρα­λεί­πε­ται το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του τα­ξι­διού, το με­τά την πε­ριή­γη­ση της Σι­κε­λίας, με το αι­τιο­λο­γι­κό ό­τι σε αυ­τό ο Γκαί­τε δεν σχο­λιά­ζει την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή τέ­χνη. Η με­τά­φρα­ση τε­λειώ­νει με την εγ­γρα­φή της 14ης Μαΐου 1787, κα­τά το θα­λασ­σι­νό τα­ξί­δι α­πό Μεσ­σί­να προς Νά­πο­λη. Αντί για την ο­βι­δια­κή κα­τά­λη­ξη του Γκαί­τε, δό­θη­κε μία τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κού πνεύ­μα­τος, που θα πρέ­πει να ε­πι­λέ­χθη­κε λό­γω του α­νεκ­δο­το­λο­γι­κού της χα­ρα­κτή­ρα, προς δια­σκέ­δα­ση του Έλλη­να α­να­γνώ­στη. Προς τού­το, κό­πη­κε στη μέ­ση η πα­ρά­γρα­φος και η α­ντί­στοι­χη η­με­ρο­λο­για­κή εγ­γρα­φή έ­μει­νε η­μι­τε­λής. Εκεί­νο, ό­μως, που πε­ρισ­σό­τε­ρο ζη­μιώ­νει το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι οι ε­πεμ­βά­σεις στο πρώ­το μέ­ρος του τα­ξι­διού. Σε αυ­τό, γί­νε­ται συρ­ρα­φή, με την πα­ρά­λη­ψη α­κέ­ραιων η­με­ρο­λο­για­κών εγ­γρα­φών και τον τε­μα­χι­σμό άλ­λων. Υπο­θέ­του­με πως κρι­τή­ριο στά­θη­καν τα εν­δια­φέ­ρο­ντα του α­να­γνώ­στη, κα­θώς χω­ρία, σχε­τι­κά μα­κρο­σκε­λή, του­ρι­στι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος μέ­νουν α­κέ­ραια, ε­νώ συ­ντο­μεύο­νται άλ­λα, ό­που πα­ρα­τί­θε­νται σκέ­ψεις και α­γω­νίες του Γκαί­τε, σχε­τι­κές με τα γρα­πτά του. Πα­ρα­δό­ξως, πα­ρα­λεί­πε­ται η η­με­ρο­λο­για­κή εγ­γρα­φή της 28ης Μαρ­τίου 1787, που α­φο­ρά την πρό­σκλη­ση για το ελ­λη­νι­κό τα­ξί­δι. 
Στις συ­γκε­κομ­μέ­νες εκ­δό­σεις, εί­θι­σται να δί­νε­ται η έκ­δο­ση στην ο­ποία στη­ρί­χτη­κε η με­τά­φρα­ση. Αν πά­λι, η συρ­ρα­φή εί­ναι έρ­γο του με­τα­φρα­στή, θα α­να­με­νό­ταν ε­πί­σης να α­να­φέ­ρε­ται. Όπως και να έ­χει, σε ό­ποια εκ­δο­χή και αν στη­ρί­χτη­κε η ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, αυ­τό το α­με­ρι­κά­νι­κης σύλ­λη­ψης ε­ξώ­φυλ­λο, γνω­στού Αυ­στρα­λού φω­το­γρά­φου, δεί­χνει α­ταί­ρια­στο. Εκτός κι αν ε­πι­διώ­κε­ται η έκ­δο­ση να ε­κλη­φθεί και ως βι­βλίο του­ρι­στι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, ό­πως ή­δη δια­φη­μί­στη­κε στον Τύ­πο. Στα κα­τά κα­νό­να ε­πι­με­λη­μέ­να βι­βλία των εκ­δό­σεων Ολκός θα ταί­ρια­ζε ο πί­να­κας του Τί­σμπαϊν, που τον φι­λο­τέ­χνη­σε στο τα­ξί­δι. “Με πα­ρα­τη­ρού­σε προ­σε­κτι­κά, και τώ­ρα α­πο­δει­κνύε­ται πως σκο­πεύει να ζω­γρα­φί­σει το πορ­τρέ­το μου... Θέ­λει να με πα­ρου­σιά­σει σε φυ­σι­κό μέ­γε­θος, ως τα­ξι­διώ­τη, τυ­λιγ­μέ­νο σε έ­να λευ­κό πα­νω­φό­ρι, να κά­θο­μαι στο ύ­παι­θρο, πά­νω σε έ­ναν πε­σμέ­νο ο­βε­λί­σκο, α­τε­νί­ζο­ντας στο βά­θος τα ε­ρεί­πια της Κα­μπά­νια ντι Ρό­μα”, ό­πως ο Γκαί­τε ση­μειώ­νει και ό­πως δη­λώ­νει ο τίτ­λος, «Ο Γκαί­τε στην ρω­μαϊκή ε­ξο­χή». Αυ­τόν ε­πέ­λε­ξε, πριν πε­νή­ντα χρό­νια, ο Ώντεν ως ε­ξώ­φυλ­λο για την δι­κή του, αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση, ό­που θεώ­ρη­σε α­πα­ραί­τη­το και έ­ναν ε­κτε­νή πρό­λο­γο.
Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, ό­μως, σε έ­να ξε­νό­γλωσ­σο βι­βλίο εί­ναι η με­τά­φρα­ση. Ο Γιώρ­γος Δε­πά­στας δο­κι­μά­ζε­ται για τρί­τη φο­ρά με έρ­γο του Γκαί­τε. Πριν δέ­κα χρό­νια, εί­χε με­τα­φρά­σει το «Clavigo» για την πα­ρά­στα­ση του Γιάν­νη Χου­βαρ­δά και συ­νέ­χι­σε με πέ­ντε νου­βέ­λες. Και πά­λι στο “ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”, ό­πως εί­ναι ε­πί λέ­ξει α­πο­δι­δό­με­νος ο τίτ­λος του πρω­τό­τυ­που αλ­λά και των αγ­γλι­κών α­πο­δό­σεων, έ­χει ε­πι­τύ­χει έ­ναν ευ­τυ­χή γλωσ­σι­κό διά­πλου. Ακρι­βώς, ό­μως, ε­πει­δή γνω­ρί­ζει τό­σο κα­λά τον συγ­γρα­φέα, την ε­πο­χή του και την Ιτα­λία, ό­πως γρά­φει στην ει­σα­γω­γή, θα α­να­μέ­νο­νταν πιο βο­η­θη­τι­κές υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, αν δεν γνω­ρί­ζει ο α­να­γνώ­στης τον αρ­χι­τέ­κτο­να Αντρέα Παλ­λά­ντιο, α­νοί­γει μία ε­γκυ­κλο­παί­δεια. Το ε­πι­πλέ­ον, που μό­νο ο ει­δή­μων μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει, εί­ναι πλη­ρο­φο­ρίες για τη σχέ­ση του Γκαί­τε με το έρ­γο του Παλ­λά­ντιο. Τι α­ντι­προ­σώ­πευε γι’ αυ­τόν; Για­τί νιώ­θει τό­ση ι­κα­νο­ποίη­ση, ό­ταν βρί­σκει το βι­βλίο του; Ακό­μη, λό­γω των πε­ρι­κο­πών, δεί­χνει α­πα­ραί­τη­το έ­να ε­πι­λο­γι­κό ση­μείω­μα, το ο­ποίο, κα­τ’ αρ­χήν, να δί­νει α­κέ­ραια τη δια­δρο­μή του Γκαί­τε. Λ.χ., τους σταθ­μούς,  ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας το Κάρλσ­μπα­ντ και περ­νώ­ντας τις Άλπεις, μέ­χρι το Τρέ­ντο, ή, τη δια­δρο­μή στη Σι­κε­λία, α­πό το Πα­λέρ­μο στο Τζιρτ­ζέ­ντι. Τέ­λος, μία πε­ρί­λη­ψη του πρω­τό­τυ­που, ώ­στε να κα­λυ­φθεί προ­σώ­ρας και μέ­χρι τη με­τά­φρα­ση ο­λό­κλη­ρου του έρ­γου, η α­δη­μο­νία του α­τυ­χούς α­να­γνώ­στη, που γνω­ρί­ζει μό­νο την ελ­λη­νι­κή.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/1/2015.

Φωτογραφία: Ο Γκαί­τε ό­πως α­πει­κο­νί­ζε­ται στον πί­να­κα του Τί­σμπαϊν, που τον φι­λο­τέ­χνη­σε “στο ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: