Ανδρέας Κάλβος
«Αλληλογραφία»
Εισαγωγή - Σχολιασμός
Δημήτρης Αρβανιτάκης
με τη συνεργασία
Λεύκιου Ζαφειρίου
Μουσείο Μπενάκη
Το πρόσφατο απόκτημα της Βιβλιογραφίας Κάλβου συγκεντρώνει άπαντα τα ευρισκόμενα γράμματα, τα δικά του και τα προς αυτόν. Έρχεται όχι δυο χρόνια μετά θάνατο, όπως “άπαντα τα ευρισκόμενα Σολωμού”, αλλά 145, ενώ έχουν παρέλθει δυο αιώνες από την πρώτη επιστολή του εικοσάχρονου Κάλβου, ευρισκόμενου στη Φλωρεντία, που τυχαίνει να είναι αίτηση για υποτροφία προς τους Βρετανούς τότε “Κυβερνώντες τη Ζάκυνθο”. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο Κάλβος και το έργο του αποκαλύπτονται με καθυστέρηση και βραδείς ρυθμούς. Η πρόσφατη Αλληλογραφία Κάλβου είναι έργο Ζακύνθιου και όχι Κερκυραίου ως ο Ιάκωβος Πολυλάς, που, όντας κοντά μια τριακονταετία νεότερος του Σολωμού, μαθήτευσε δίπλα του. Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, γεννημένος περί τον έναν αιώνα αφότου ο Κάλβος εξέπνευσε, επέλεξε ήδη από μεταπτυχιακός σπουδαστής ως ερευνητικό αντικείμενο τον γενέθλιο τόπο. Χάρις, μάλιστα, σε υποτροφία, που εκείνος, σε αντίθεση με τον Κάλβο, έλαβε, βρέθηκε στη Βενετία, όπου και είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει στο ενετικό παρελθόν της γενέτειράς του. Εντός μίας δεκαπενταετίας εξέδωσε οκτώ, επί συνόλου εννέα, βιβλία γύρω από τη Ζάκυνθο και τα ευκλεή τέκνα της. Εκκινώντας από “το ρεμπελιό των ποπολάρων”, έφθασε στον Κ. Πορφύρη και “τους Καρμπονάρους της Τοσκάνης”, επικεντρώνοντας στη συνέχεια το ενδιαφέρον του στον Κάλβο, με απτό αποτέλεσμα τρία βιβλία κατά το πρώτο ήμισυ της δεύτερης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα.
Μόνο που δεν τον κεντρίζει ο Κάλβος, που “ο Αγώνας μας έδωσε την ποίησή του”, όπως το θέτει ο Κ. Θ. Δημαράς, αλλά ο “Άλλος Κάλβος”. Το Άλλος, όχι όπως το ορίζει ο Γιώργος Ανδρειωμένος, που πρώτος το χρησιμοποίησε για τις επιστημονικές ενασχολήσεις του Κάλβου, αλλά γενικότερα, ο συγγραφέας και ο άνθρωπος, όπως προβάλλει μέσα από κυρίως ιταλικές πηγές. Εξ ολοκλήρου ιταλικές στα δυο πρώτα βιβλία του, που αφορούν, το μεν πρώτο το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ape italiana», το δε δεύτερο το ιταλόγλωσσο κείμενο του Κάλβου «Απολογία της αυτοκτονίας». Εν μέρει και στο τρίτο, την Αλληλογραφία, όπου περιλαμβάνονται και τα επιστολικά τεκμήρια στην ελληνική. Ωστόσο, ένας συγκεντρωτικός κατάλογος πηγών θα έδειχνε τον περιορισμένο χαρακτήρα τους, που διαγράφεται με βάση την αρχειακή παραπομπή στα εκδοτικά σημειώματα κάθε επιστολής.
Πλεονέκτημα των βιβλίων του Αρβανιτάκη συνιστά ο τρόπος που παρουσιάζει το θέμα του, ώστε να προσελκύει το ενδιαφέρον ενός πλατύτερου κοινού. Στην Αλληλογραφία, προτάσσει Εισαγωγή 90 σελίδων, που σημαίνει κοντά το ένα δέκατο των συνολικών σελίδων του δίτομου έργου, χωρισμένη σε επτά κεφάλαια, με εμφατικούς τίτλους. Πρόκειται για ένα κείμενο που υπερβαίνει τις αξιώσεις μιας εισαγωγής, καθώς συνιστά αυτοτελές μελέτημα για τις “τύχες” του Κάλβου από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, από την άποψη της εισαγωγής, που απαιτείται για μία αλληλογραφία, και μάλιστα όχι διμερή, αλλά με πλειάδα προσώπων, ως επί το πλείστον άγνωστων στον Έλληνα αναγνώστη, μένουμε με την εντύπωση ότι υστερεί.
Ο Αρβανιτάκης συνηθίζει την έκθεση του σκεπτικού και των αποτελεσμάτων της έρευνας να την ξεκινάει με ερωτήματα, παραθέτοντας διαδοχικές υποθέσεις εργασίας, ακόμη και εκείνες που δεν τελεσφόρησαν. Με αυτήν την τακτική, είναι σαν να προσθέτει στους συνήθεις οδοδείκτες μιας ερευνητικής διαδρομής και το οδόσημο “αδιέξοδο” προς εξοικονόμηση του χρόνου της ερευνητικής κοινότητας. Από την άλλη, ορισμένα χαρακτηριστικά του αφηγηματικού του τρόπου προκαταλαμβάνουν την περαιτέρω έρευνα. Παράδειγμα, τα πρωθύστερα και τα κοσμητικά επίθετα, όπου τα πρώτα επιτείνουν την εντύπωση όσων έπονται, ενώ τα δεύτερα προδιαθέτουν απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Κάπως έτσι, ο Επτανήσιος λόγιος, που εξέδωσε και βιογράφησε Κάλβο, ο Σπυρίδων Δε Βιάζης, αναφέρεται εκ προοιμίου με το επίθετο “ταπεινός”, αταίριαστο, ακόμη κι αν επιλέγεται προς επίταση της διαφοράς κύρους συγκριτικά με έναν επίσκοπο.
Το τρίτο κεφάλαιο της Εισαγωγής είναι αφιερωμένο στον Δε Βιάζη. Για να τονιστούν οι ιταλικές πηγές, επιλέγεται ο τίτλος «Ένας Ελληνοϊταλός λόγιος για έναν Ιταλοέλληνα ποιητή». Όπως, όμως, χρειάζεται τεκμηρίωση το Ιταλοέλληνας για τον Κάλβο, αντίστοιχα απαιτείται σχολιασμός για το Ελληνοϊταλός, που αποδίδεται στον Δε Βιάζη. Ο Αρβανιτάκης υποστηρίζει πως “είχε μία ελληνοϊταλική ψυχή, όπως και ο Φόσκολο, όπως και ο Κάλβος, όπως και ο Σολωμός”. Υπάρχει, όμως, μία ουσιαστική διαφορά. Γεννημένος στην Κέρκυρα ο Δε Βιάζης, από πατέρα Σικελό ναυτικό και μητέρα Ζακύνθια, δεν έφυγε ποτέ από τα Επτάνησα, μένοντας μέχρι τα 29 του στη γενέτειρα και τα υπόλοιπα 49 στην Ζάκυνθο. Εκείνος, ωστόσο, φέρει ως αδιαμφισβήτητο τεκμήριο επιστολή του Δε Βιάζη προς τον Ντομένικο Μπιαντσίνι, στην οποία αποκαλεί εαυτόν “Ιταλό ως το κόκκαλο”, υποσχόμενος πως “μόλις ολοκληρωθεί η ιστορία της ελληνικής φιλολογίας, που ετοιμάζει, θα την αφιερώσει στον καλό τους βασιλιά, ο οποίος, όπως πιστεύει, είναι άξιος γιος του ευγενούς βασιλιά”, εννοώντας τον Ουμπέρτο Ι και τον πατέρα του, Βιττόριο Εμανουέλ ΙΙ, αρχικά βασιλιά της Σαρδηνίας και πρώτο βασιλιά της ενωμένης Ιταλίας.
Ο Αρβανιτάκης σχολιάζει θαυμαστικά, πως πρόκειται για “μία επιστολή απροσδόκητα εξομολογητική για μας”. Λίγες σελίδες παρακάτω, αναφέρει ότι σώζονται 28 επιστολές του Δε Βιάζη προς τον Μπιαντσίνι, που δείχνουν το πόσο εκείνος τον βοήθησε στη συγγραφή της βιογραφίας Φόσκολο, αλλά και γενικότερα, “στην έγκαιρη βιβλιογραφική του ενημέρωση για τις διορθωτικές του παρεμβάσεις στις εκδόσεις των ιταλών”. Φαίνεται να μην κάνει τον προφανή συλλογισμό, πως ο Κερκυραίος προσπαθεί να προσεγγίσει ως συμπατριώτης τον υψηλά ιστάμενο Μπιαντσίνι, επιδιώκοντας την εύνοιά του. Αναφέρει, απλώς, τον Μπιαντσίνι ως “έναν ιταλό φίλο” του Δε Βιάζη, μελετητή και βιογράφο του Φόσκολο, χωρίς περαιτέρω βιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, ο Μπιαντσίνι δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Κοντά 15 χρόνια μεγαλύτερος του Δε Βιάζη, διπλωμάτης καριέρας, έφθασε μέχρι υπουργικές θέσεις και μέσω αυτής της ισχύος, όντας ανέκαθεν βιβλιόφιλος, κατέληξε σημαντικός συλλέκτης.
Παρεμπιπτόντως, στο ίδιο κεφάλαιο, σύγχυση προκαλεί και η αναφορά πως ο Δε Βιάζης “γεννήθηκε δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Σολωμού και εφτά χρόνια μετά την αναχώρηση του Κάλβου” από τη Ζάκυνθο (στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε απόσπασμα από την βιο-εργογραφία Κάλβου του Λεύκιου Ζαφειρίου, δίνεται το ορθό έτος γέννησης). Με βάση, όμως, το calami lapsus, ο Δε Βιάζης “ανατράφηκε με τις σκιές των δυο ποιητών”, ενώ, όντας οκτώ ετών όταν πέθανε ο πρώτος και 13 όταν αναχώρησε ο δεύτερος πρέπει να είχε εικόνα των ίδιων. Επίσης, το δημοσίευμα του Δε Βιάζη, το 1878, λόγω του οποίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κέρκυρα, το χαρακτηρίζει νεανικό, ενώ έχει το βάρος ενός τριαντάχρονου και ήδη γνωστού ερευνητή.
Στα τρία τελευταία κεφάλαια της Εισαγωγής, παρατίθενται οι διαδοχικές “ανακαλύψεις” επιστολών, μεμονωμένων ή και σε ομάδες, με εκτενή αναφορά στην πρώτη έκδοση της Αλληλογραφίας, την προ πεντηκονταετίας, από τον Μάριο Βίττι, όπου παρουσιάζονται επιστολές της περιόδου 1813-1820. Η δεύτερη έκδοση είναι η πρόσφατη, στην οποία συγκεντρώνεται ένα επιστολικό σώμα, που αποτελείται από 314 χρονολογημένα και 74 αχρονολόγητα τεκμήρια, δηλαδή “επιστολές, σχέδια, σημειώματα”. Παρατάσσονται, οι μεν πρώτες σε χρονολογική σειρά, οι δε δεύτερες σε αλφαβητική, με βάση το επώνυμο του αποστολέα.
Σύμφωνα με το ευρετήριο επιστολογράφων, οι επιστολές, που στάθηκε αδύνατο να χρονολογηθούν, εστάλησαν από 23 πρόσωπα. Εξ αυτών, μόνο πέντε προσώπων, όλες οι επιστολές εντάσσονται στις αχρονολόγητες. Οπότε, στην περίπτωση των 18 επιστολογράφων με μικτού χαρακτήρα επιστολές, θα διευκόλυνε την ανάγνωση οι αχρονολόγητες να ακολουθούν την τελευταία χρονολογημένη ή την πλησιέστερη με βάση τα εσωτερικά τεκμήρια. Παράδειγμα, οι τρεις αχρονολόγητες επιστολές του Χένρυ Ταλκ, όπου η μία χρονολογούμενη εμμέσως εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, ενώ ομαδοποιούμενες απαρτίζουν μέρος από το κεφάλαιο περί “αγγλοφιλίας” του Κάλβου. Παρομοίως, οι εννέα επιστολές του Γκιουζέππε Νάλντι, της συζύγου του και της κόρης του, σκιαγραφούν από κοινού μια από τις μάλλον λιγοστές κοινωνικές σχέσεις του Κάλβου στο Λονδίνο εκτός του κύκλου των μαθητών του. Ενώ στην ακολουθούμενη παράταξη, δηλαδή σύμφωνα με τα μικρά ονόματα της οικογένειας, δεν υπάρχει συνοχή στα αναφερόμενα περιστατικά. Αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να ισχύσει για το σύνολο της Αλληλογραφίας, καθώς με τη χρονολογική διάταξη αναστατώνονται οι θεματικές ενότητες των επιμέρους επιστολικών σωμάτων με ένα πρόσωπο. Συνακόλουθα, χάνεται ο αφηγηματικός μίτος, τόσο πολύτιμος στην ανάγνωση, που αφορμάται, ας πούμε, από απλό εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον.
Το σώμα των 388 επιστολών έχει χωριστεί σε δυο τόμους με βάση το ισόποσο των σελίδων. Αντί αυτού του σχηματικού διαχωρισμού, ο χρονολογικός, που λαμβάνει υπόψη την πρώτη έκδοση των επιστολών της οκταετίας 1813-1820, προσφέρεται για την ανάδειξη των χαρακτηριστικών της Αλληλογραφίας. Στην πρώτη περίοδο, συγκεντρώνονται 350 (276 χρονολογημένες, 74 αχρονολόγητες) επιστολές, 79 επιστολογράφων, εκ των οποίων μόνο τέσσερις ελληνικής καταγωγής, ενώ 29 είναι επιστολές του Κάλβου. Στην δεύτερη περίοδο, της περιπλάνησης και έκδοσης των Ωδών, της εγκατάστασης στην Κέρκυρα και της τελικής στην Αγγλία, σύνολο 49 χρόνια, μόλις 38 επιστολές, πέντε αλληλογράφων, τρεις ελληνικής καταγωγής, με 25 επιστολές δια χειρός Κάλβου.
Με αφορμή την πρώτη έκδοση της Αλληλογραφίας, ο Αρβανιτάκης σχολιάζει πόσο σημαντικός είναι αυτός ο “μικρόκοσμος” των επιστολογράφων στη γνωριμία μας με τον Κάλβο. Και πράγματι, στην ενδιάμεση πεντηκονταετία, οι επιστολογράφοι αγνώστων στοιχείων μειώθηκαν, κάποια από τα “αδειανά ονόματα” συμπληρώθηκαν με εικασίες, μένει, ωστόσο, περί το ένα τρίτο χωρίς στοιχεία, κυρίως προσώπων από την ομάδα των μαθητών και των οικογενειών τους. Για να αναδειχθεί, όμως, αυτός ο “μικρόκοσμος”, τα βιογραφικά χρειάζεται να συνοδεύουν την πρώτη μνεία του προσώπου και όχι μία τυχούσα κατοπινή. Σε αυτήν την περίπτωση, στο Ευρετήριο, ας δινόταν με διακριτό τυπογραφικό στοιχείο η αντίστοιχη σελίδα. Επίσης, στην Εισαγωγή, θα αναμενόταν αυτόνομο κεφάλαιο για τους αλληλογράφους. Εκεί, θα μπορούσε να σχολιαστεί το πλήθος γνωστών και αταύτιστων, οι διαφορετικές εθνικότητες και ιδιότητες, ακόμη το φύλο ή η ιδιότητα με την οποία προέκυψε η σχέση τους με τον Κάλβο. Για παράδειγμα, από τις 54 επιστολές του Κάλβου, οι 12 έχουν παραλήπτη γυναίκες. Έξι τον αριθμό: μία άγνωστη, την φίλη του Φόσκολο Ντόνα Ματζιόττι και τέσσερις μαθήτριές του. Ενώ το σύνολο των παραληπτών μίας καλβικής επιστολής, πέραν των έξι θηλυκών γραφίδων, είναι μόλις 17.
Αυτά τα αριθμητικά δεδομένα αποτελούν και ένδειξη των επιμέρους σωμάτων αλληλογραφίας. Ενδεικτικά, στην πρώτη οκταετία, υπάρχουν η αλληλογραφία με τον Φόσκολο (17 επιστολές, οι τέσσερις Κάλβου) και η μεγαλύτερη όλων, με την αγαπημένη μαθήτρια του Κάλβου Σούζαν Ριντού (50 επιστολές, τρεις Κάλβου), ενώ, στη δεύτερη περίοδο, η αλληλογραφία με τον πρύτανη της Ιονίου Ακαδημίας, Γεώργιο Θεριανό (19 επιστολές, οι 10 Κάλβου). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και αλληλογραφίες μικρότερης έκτασης αλλά επικεντρωμένες σε ένα θέμα. Όπως με τον προστάτη του κόμη Γκίλφορντ, η μονόπλευρη με τον εκδότη του «Ape italiana» Ντε Σάνκτις Μπαρτολομέο, η διαφωτιστική με τον Γραμματέα και τον βοηθό του της Εταιρείας του Βιβλίου των Προσευχών και των Ομιλιών, που έρχεται και ως προσθήκη στο βιβλίο του Ανδρειωμένου «Οι τελευταίες θρησκευτικές μεταφράσεις του Ανδρέα Κάλβου». Στο θρησκευτικό θέμα, εντάσσονται και οι έξι επιστολές του αγγλικανού θεολόγου Φρειδερίκου Νόλαν, μαζί με τη μία διευκρινιστική του Ντανιέλ Ντάρτναλ. Χρήσιμες μπορεί να σταθούν αυτές και στην ανάγνωση του τελευταίου μέρους του βιβλίου, «Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο», του Μιχαήλ Πασχάλη. Έτσι, όμως, οδηγούμαστε στην επίσης ενδιαφέρουσα θεματική ομαδοποίηση των επιστολικών σωμάτων δυο ή και τριών αλληλογράφων. Αλλά τα σχόλια ενός αδαούς δεν έχουν τελειωμό, ούτε, όμως, ο “Άλλος Κάλβος”, που τείνει να γίνει ο κυρίως Κάλβος. Όπως και να έχει, η έκδοση της Αλληλογραφίας θα συνδράμει την περαιτέρω έρευνα, ανοίγοντας για το πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, χάρις και στην διεξοδική Εισαγωγή, ένα παράθυρο στον κόσμο του Κάλβου.
«Αλληλογραφία»
Εισαγωγή - Σχολιασμός
Δημήτρης Αρβανιτάκης
με τη συνεργασία
Λεύκιου Ζαφειρίου
Μουσείο Μπενάκη
Το πρόσφατο απόκτημα της Βιβλιογραφίας Κάλβου συγκεντρώνει άπαντα τα ευρισκόμενα γράμματα, τα δικά του και τα προς αυτόν. Έρχεται όχι δυο χρόνια μετά θάνατο, όπως “άπαντα τα ευρισκόμενα Σολωμού”, αλλά 145, ενώ έχουν παρέλθει δυο αιώνες από την πρώτη επιστολή του εικοσάχρονου Κάλβου, ευρισκόμενου στη Φλωρεντία, που τυχαίνει να είναι αίτηση για υποτροφία προς τους Βρετανούς τότε “Κυβερνώντες τη Ζάκυνθο”. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο Κάλβος και το έργο του αποκαλύπτονται με καθυστέρηση και βραδείς ρυθμούς. Η πρόσφατη Αλληλογραφία Κάλβου είναι έργο Ζακύνθιου και όχι Κερκυραίου ως ο Ιάκωβος Πολυλάς, που, όντας κοντά μια τριακονταετία νεότερος του Σολωμού, μαθήτευσε δίπλα του. Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, γεννημένος περί τον έναν αιώνα αφότου ο Κάλβος εξέπνευσε, επέλεξε ήδη από μεταπτυχιακός σπουδαστής ως ερευνητικό αντικείμενο τον γενέθλιο τόπο. Χάρις, μάλιστα, σε υποτροφία, που εκείνος, σε αντίθεση με τον Κάλβο, έλαβε, βρέθηκε στη Βενετία, όπου και είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει στο ενετικό παρελθόν της γενέτειράς του. Εντός μίας δεκαπενταετίας εξέδωσε οκτώ, επί συνόλου εννέα, βιβλία γύρω από τη Ζάκυνθο και τα ευκλεή τέκνα της. Εκκινώντας από “το ρεμπελιό των ποπολάρων”, έφθασε στον Κ. Πορφύρη και “τους Καρμπονάρους της Τοσκάνης”, επικεντρώνοντας στη συνέχεια το ενδιαφέρον του στον Κάλβο, με απτό αποτέλεσμα τρία βιβλία κατά το πρώτο ήμισυ της δεύτερης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα.
Μόνο που δεν τον κεντρίζει ο Κάλβος, που “ο Αγώνας μας έδωσε την ποίησή του”, όπως το θέτει ο Κ. Θ. Δημαράς, αλλά ο “Άλλος Κάλβος”. Το Άλλος, όχι όπως το ορίζει ο Γιώργος Ανδρειωμένος, που πρώτος το χρησιμοποίησε για τις επιστημονικές ενασχολήσεις του Κάλβου, αλλά γενικότερα, ο συγγραφέας και ο άνθρωπος, όπως προβάλλει μέσα από κυρίως ιταλικές πηγές. Εξ ολοκλήρου ιταλικές στα δυο πρώτα βιβλία του, που αφορούν, το μεν πρώτο το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ape italiana», το δε δεύτερο το ιταλόγλωσσο κείμενο του Κάλβου «Απολογία της αυτοκτονίας». Εν μέρει και στο τρίτο, την Αλληλογραφία, όπου περιλαμβάνονται και τα επιστολικά τεκμήρια στην ελληνική. Ωστόσο, ένας συγκεντρωτικός κατάλογος πηγών θα έδειχνε τον περιορισμένο χαρακτήρα τους, που διαγράφεται με βάση την αρχειακή παραπομπή στα εκδοτικά σημειώματα κάθε επιστολής.
Πλεονέκτημα των βιβλίων του Αρβανιτάκη συνιστά ο τρόπος που παρουσιάζει το θέμα του, ώστε να προσελκύει το ενδιαφέρον ενός πλατύτερου κοινού. Στην Αλληλογραφία, προτάσσει Εισαγωγή 90 σελίδων, που σημαίνει κοντά το ένα δέκατο των συνολικών σελίδων του δίτομου έργου, χωρισμένη σε επτά κεφάλαια, με εμφατικούς τίτλους. Πρόκειται για ένα κείμενο που υπερβαίνει τις αξιώσεις μιας εισαγωγής, καθώς συνιστά αυτοτελές μελέτημα για τις “τύχες” του Κάλβου από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, από την άποψη της εισαγωγής, που απαιτείται για μία αλληλογραφία, και μάλιστα όχι διμερή, αλλά με πλειάδα προσώπων, ως επί το πλείστον άγνωστων στον Έλληνα αναγνώστη, μένουμε με την εντύπωση ότι υστερεί.
Ο Αρβανιτάκης συνηθίζει την έκθεση του σκεπτικού και των αποτελεσμάτων της έρευνας να την ξεκινάει με ερωτήματα, παραθέτοντας διαδοχικές υποθέσεις εργασίας, ακόμη και εκείνες που δεν τελεσφόρησαν. Με αυτήν την τακτική, είναι σαν να προσθέτει στους συνήθεις οδοδείκτες μιας ερευνητικής διαδρομής και το οδόσημο “αδιέξοδο” προς εξοικονόμηση του χρόνου της ερευνητικής κοινότητας. Από την άλλη, ορισμένα χαρακτηριστικά του αφηγηματικού του τρόπου προκαταλαμβάνουν την περαιτέρω έρευνα. Παράδειγμα, τα πρωθύστερα και τα κοσμητικά επίθετα, όπου τα πρώτα επιτείνουν την εντύπωση όσων έπονται, ενώ τα δεύτερα προδιαθέτουν απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Κάπως έτσι, ο Επτανήσιος λόγιος, που εξέδωσε και βιογράφησε Κάλβο, ο Σπυρίδων Δε Βιάζης, αναφέρεται εκ προοιμίου με το επίθετο “ταπεινός”, αταίριαστο, ακόμη κι αν επιλέγεται προς επίταση της διαφοράς κύρους συγκριτικά με έναν επίσκοπο.
Το τρίτο κεφάλαιο της Εισαγωγής είναι αφιερωμένο στον Δε Βιάζη. Για να τονιστούν οι ιταλικές πηγές, επιλέγεται ο τίτλος «Ένας Ελληνοϊταλός λόγιος για έναν Ιταλοέλληνα ποιητή». Όπως, όμως, χρειάζεται τεκμηρίωση το Ιταλοέλληνας για τον Κάλβο, αντίστοιχα απαιτείται σχολιασμός για το Ελληνοϊταλός, που αποδίδεται στον Δε Βιάζη. Ο Αρβανιτάκης υποστηρίζει πως “είχε μία ελληνοϊταλική ψυχή, όπως και ο Φόσκολο, όπως και ο Κάλβος, όπως και ο Σολωμός”. Υπάρχει, όμως, μία ουσιαστική διαφορά. Γεννημένος στην Κέρκυρα ο Δε Βιάζης, από πατέρα Σικελό ναυτικό και μητέρα Ζακύνθια, δεν έφυγε ποτέ από τα Επτάνησα, μένοντας μέχρι τα 29 του στη γενέτειρα και τα υπόλοιπα 49 στην Ζάκυνθο. Εκείνος, ωστόσο, φέρει ως αδιαμφισβήτητο τεκμήριο επιστολή του Δε Βιάζη προς τον Ντομένικο Μπιαντσίνι, στην οποία αποκαλεί εαυτόν “Ιταλό ως το κόκκαλο”, υποσχόμενος πως “μόλις ολοκληρωθεί η ιστορία της ελληνικής φιλολογίας, που ετοιμάζει, θα την αφιερώσει στον καλό τους βασιλιά, ο οποίος, όπως πιστεύει, είναι άξιος γιος του ευγενούς βασιλιά”, εννοώντας τον Ουμπέρτο Ι και τον πατέρα του, Βιττόριο Εμανουέλ ΙΙ, αρχικά βασιλιά της Σαρδηνίας και πρώτο βασιλιά της ενωμένης Ιταλίας.
Ο Αρβανιτάκης σχολιάζει θαυμαστικά, πως πρόκειται για “μία επιστολή απροσδόκητα εξομολογητική για μας”. Λίγες σελίδες παρακάτω, αναφέρει ότι σώζονται 28 επιστολές του Δε Βιάζη προς τον Μπιαντσίνι, που δείχνουν το πόσο εκείνος τον βοήθησε στη συγγραφή της βιογραφίας Φόσκολο, αλλά και γενικότερα, “στην έγκαιρη βιβλιογραφική του ενημέρωση για τις διορθωτικές του παρεμβάσεις στις εκδόσεις των ιταλών”. Φαίνεται να μην κάνει τον προφανή συλλογισμό, πως ο Κερκυραίος προσπαθεί να προσεγγίσει ως συμπατριώτης τον υψηλά ιστάμενο Μπιαντσίνι, επιδιώκοντας την εύνοιά του. Αναφέρει, απλώς, τον Μπιαντσίνι ως “έναν ιταλό φίλο” του Δε Βιάζη, μελετητή και βιογράφο του Φόσκολο, χωρίς περαιτέρω βιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, ο Μπιαντσίνι δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Κοντά 15 χρόνια μεγαλύτερος του Δε Βιάζη, διπλωμάτης καριέρας, έφθασε μέχρι υπουργικές θέσεις και μέσω αυτής της ισχύος, όντας ανέκαθεν βιβλιόφιλος, κατέληξε σημαντικός συλλέκτης.
Παρεμπιπτόντως, στο ίδιο κεφάλαιο, σύγχυση προκαλεί και η αναφορά πως ο Δε Βιάζης “γεννήθηκε δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Σολωμού και εφτά χρόνια μετά την αναχώρηση του Κάλβου” από τη Ζάκυνθο (στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε απόσπασμα από την βιο-εργογραφία Κάλβου του Λεύκιου Ζαφειρίου, δίνεται το ορθό έτος γέννησης). Με βάση, όμως, το calami lapsus, ο Δε Βιάζης “ανατράφηκε με τις σκιές των δυο ποιητών”, ενώ, όντας οκτώ ετών όταν πέθανε ο πρώτος και 13 όταν αναχώρησε ο δεύτερος πρέπει να είχε εικόνα των ίδιων. Επίσης, το δημοσίευμα του Δε Βιάζη, το 1878, λόγω του οποίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κέρκυρα, το χαρακτηρίζει νεανικό, ενώ έχει το βάρος ενός τριαντάχρονου και ήδη γνωστού ερευνητή.
Στα τρία τελευταία κεφάλαια της Εισαγωγής, παρατίθενται οι διαδοχικές “ανακαλύψεις” επιστολών, μεμονωμένων ή και σε ομάδες, με εκτενή αναφορά στην πρώτη έκδοση της Αλληλογραφίας, την προ πεντηκονταετίας, από τον Μάριο Βίττι, όπου παρουσιάζονται επιστολές της περιόδου 1813-1820. Η δεύτερη έκδοση είναι η πρόσφατη, στην οποία συγκεντρώνεται ένα επιστολικό σώμα, που αποτελείται από 314 χρονολογημένα και 74 αχρονολόγητα τεκμήρια, δηλαδή “επιστολές, σχέδια, σημειώματα”. Παρατάσσονται, οι μεν πρώτες σε χρονολογική σειρά, οι δε δεύτερες σε αλφαβητική, με βάση το επώνυμο του αποστολέα.
Σύμφωνα με το ευρετήριο επιστολογράφων, οι επιστολές, που στάθηκε αδύνατο να χρονολογηθούν, εστάλησαν από 23 πρόσωπα. Εξ αυτών, μόνο πέντε προσώπων, όλες οι επιστολές εντάσσονται στις αχρονολόγητες. Οπότε, στην περίπτωση των 18 επιστολογράφων με μικτού χαρακτήρα επιστολές, θα διευκόλυνε την ανάγνωση οι αχρονολόγητες να ακολουθούν την τελευταία χρονολογημένη ή την πλησιέστερη με βάση τα εσωτερικά τεκμήρια. Παράδειγμα, οι τρεις αχρονολόγητες επιστολές του Χένρυ Ταλκ, όπου η μία χρονολογούμενη εμμέσως εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, ενώ ομαδοποιούμενες απαρτίζουν μέρος από το κεφάλαιο περί “αγγλοφιλίας” του Κάλβου. Παρομοίως, οι εννέα επιστολές του Γκιουζέππε Νάλντι, της συζύγου του και της κόρης του, σκιαγραφούν από κοινού μια από τις μάλλον λιγοστές κοινωνικές σχέσεις του Κάλβου στο Λονδίνο εκτός του κύκλου των μαθητών του. Ενώ στην ακολουθούμενη παράταξη, δηλαδή σύμφωνα με τα μικρά ονόματα της οικογένειας, δεν υπάρχει συνοχή στα αναφερόμενα περιστατικά. Αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να ισχύσει για το σύνολο της Αλληλογραφίας, καθώς με τη χρονολογική διάταξη αναστατώνονται οι θεματικές ενότητες των επιμέρους επιστολικών σωμάτων με ένα πρόσωπο. Συνακόλουθα, χάνεται ο αφηγηματικός μίτος, τόσο πολύτιμος στην ανάγνωση, που αφορμάται, ας πούμε, από απλό εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον.
Το σώμα των 388 επιστολών έχει χωριστεί σε δυο τόμους με βάση το ισόποσο των σελίδων. Αντί αυτού του σχηματικού διαχωρισμού, ο χρονολογικός, που λαμβάνει υπόψη την πρώτη έκδοση των επιστολών της οκταετίας 1813-1820, προσφέρεται για την ανάδειξη των χαρακτηριστικών της Αλληλογραφίας. Στην πρώτη περίοδο, συγκεντρώνονται 350 (276 χρονολογημένες, 74 αχρονολόγητες) επιστολές, 79 επιστολογράφων, εκ των οποίων μόνο τέσσερις ελληνικής καταγωγής, ενώ 29 είναι επιστολές του Κάλβου. Στην δεύτερη περίοδο, της περιπλάνησης και έκδοσης των Ωδών, της εγκατάστασης στην Κέρκυρα και της τελικής στην Αγγλία, σύνολο 49 χρόνια, μόλις 38 επιστολές, πέντε αλληλογράφων, τρεις ελληνικής καταγωγής, με 25 επιστολές δια χειρός Κάλβου.
Με αφορμή την πρώτη έκδοση της Αλληλογραφίας, ο Αρβανιτάκης σχολιάζει πόσο σημαντικός είναι αυτός ο “μικρόκοσμος” των επιστολογράφων στη γνωριμία μας με τον Κάλβο. Και πράγματι, στην ενδιάμεση πεντηκονταετία, οι επιστολογράφοι αγνώστων στοιχείων μειώθηκαν, κάποια από τα “αδειανά ονόματα” συμπληρώθηκαν με εικασίες, μένει, ωστόσο, περί το ένα τρίτο χωρίς στοιχεία, κυρίως προσώπων από την ομάδα των μαθητών και των οικογενειών τους. Για να αναδειχθεί, όμως, αυτός ο “μικρόκοσμος”, τα βιογραφικά χρειάζεται να συνοδεύουν την πρώτη μνεία του προσώπου και όχι μία τυχούσα κατοπινή. Σε αυτήν την περίπτωση, στο Ευρετήριο, ας δινόταν με διακριτό τυπογραφικό στοιχείο η αντίστοιχη σελίδα. Επίσης, στην Εισαγωγή, θα αναμενόταν αυτόνομο κεφάλαιο για τους αλληλογράφους. Εκεί, θα μπορούσε να σχολιαστεί το πλήθος γνωστών και αταύτιστων, οι διαφορετικές εθνικότητες και ιδιότητες, ακόμη το φύλο ή η ιδιότητα με την οποία προέκυψε η σχέση τους με τον Κάλβο. Για παράδειγμα, από τις 54 επιστολές του Κάλβου, οι 12 έχουν παραλήπτη γυναίκες. Έξι τον αριθμό: μία άγνωστη, την φίλη του Φόσκολο Ντόνα Ματζιόττι και τέσσερις μαθήτριές του. Ενώ το σύνολο των παραληπτών μίας καλβικής επιστολής, πέραν των έξι θηλυκών γραφίδων, είναι μόλις 17.
Αυτά τα αριθμητικά δεδομένα αποτελούν και ένδειξη των επιμέρους σωμάτων αλληλογραφίας. Ενδεικτικά, στην πρώτη οκταετία, υπάρχουν η αλληλογραφία με τον Φόσκολο (17 επιστολές, οι τέσσερις Κάλβου) και η μεγαλύτερη όλων, με την αγαπημένη μαθήτρια του Κάλβου Σούζαν Ριντού (50 επιστολές, τρεις Κάλβου), ενώ, στη δεύτερη περίοδο, η αλληλογραφία με τον πρύτανη της Ιονίου Ακαδημίας, Γεώργιο Θεριανό (19 επιστολές, οι 10 Κάλβου). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και αλληλογραφίες μικρότερης έκτασης αλλά επικεντρωμένες σε ένα θέμα. Όπως με τον προστάτη του κόμη Γκίλφορντ, η μονόπλευρη με τον εκδότη του «Ape italiana» Ντε Σάνκτις Μπαρτολομέο, η διαφωτιστική με τον Γραμματέα και τον βοηθό του της Εταιρείας του Βιβλίου των Προσευχών και των Ομιλιών, που έρχεται και ως προσθήκη στο βιβλίο του Ανδρειωμένου «Οι τελευταίες θρησκευτικές μεταφράσεις του Ανδρέα Κάλβου». Στο θρησκευτικό θέμα, εντάσσονται και οι έξι επιστολές του αγγλικανού θεολόγου Φρειδερίκου Νόλαν, μαζί με τη μία διευκρινιστική του Ντανιέλ Ντάρτναλ. Χρήσιμες μπορεί να σταθούν αυτές και στην ανάγνωση του τελευταίου μέρους του βιβλίου, «Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο», του Μιχαήλ Πασχάλη. Έτσι, όμως, οδηγούμαστε στην επίσης ενδιαφέρουσα θεματική ομαδοποίηση των επιστολικών σωμάτων δυο ή και τριών αλληλογράφων. Αλλά τα σχόλια ενός αδαούς δεν έχουν τελειωμό, ούτε, όμως, ο “Άλλος Κάλβος”, που τείνει να γίνει ο κυρίως Κάλβος. Όπως και να έχει, η έκδοση της Αλληλογραφίας θα συνδράμει την περαιτέρω έρευνα, ανοίγοντας για το πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, χάρις και στην διεξοδική Εισαγωγή, ένα παράθυρο στον κόσμο του Κάλβου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/1/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου