Στις παράπλευρες απώλειες του θανάτου ενός συγγραφέα μπορεί να ενταχθεί – προφανώς, στα ψιλά – η έτοιμη προς δημοσίευση παρουσίαση πρόσφατου βιβλίου του, αφού, μετά τον θάνατό του, καθίσταται μη δημοσιεύσιμη. Ιδίως, όταν το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Αλλά και γενικότερα, αλλιώς αντιμετωπίζεται το πόνημα ενός συγγραφέα που χαίρει άκρας υγείας, αλλιώς ενός με σοβαρά προβλήματα υγείας και τελείως διαφορετικά, του άρτι αποθανόντος. Οπότε, σίγουρα, πρόκειται για μία δυσάρεστη σύμπτωση. Τώρα, αν τυχαίνει μέσα σε ένα μήνα να αποβιώσουν δυο συγγραφείς, που να έχουν εκδώσει πρόσφατα τα βιβλία τους, για τα οποία τα κείμενα των παρουσιάσεων να έχουν ήδη γραφτεί, τότε έχουμε μία σύμπτωση, από εκείνες που δαιμόνιζαν τον Άρθουρ Καίσλερ και κατέληξε να ζητάει τη λύση στην παραψυχολογία. Αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, του Μένη Κουμανταρέα και του Σεραφείμ Φυντανίδη, αμφότεροι βρίσκονταν στη ζώνη υψηλού κινδύνου, καρκίνος-καρδιά. Φαινόταν, ωστόσο, πως ο “μαύρος χάρος” θα αργήσει στα ραντεβού του, καθώς και οι δύο το χρόνο της συνάντησης τον πάλευαν. Από την άλλη, η περίπτωσή τους δεν παρουσιάζει μία, αλλά σειρά συμπτώσεων.
Οι δυο θάνατοι επήλθαν σε διάστημα μικρότερο του μηνός. Ενώ, τα τελευταία τους βιβλία είχαν εκδοθεί σε απόσταση μηνός. Όπως συμβαίνει εσχάτως με τους γνωστούς συγγραφείς, οι ημερομηνίες κυκλοφορίας των βιβλίων είχαν ανακοινωθεί εκ των προτέρων. 3 Νοεμβρίου η “νεανική αλληλογραφία” του Κουμανταρέα με τον Βασίλη Βασιλικό, ένα μήνα νωρίτερα, η αυτοβιογράφηση του Φυντανίδη. 3 Δεκεμβρίου, ώρα 12.30 μ.μ., στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Θεοχαράκη παρουσιάστηκε το πρώτο, 12 Νοεμβρίου, ώρα 12.30 μ.μ., στο Μέγαρο Μουσικής, το δεύτερο. Τρεις ομιλητές στο πρώτο, τέσσερις στο δεύτερο. Ο ένας κοινός και στα δυο, καθόσον επιμελητής του πρώτου βιβλίου και βοηθός κατά τη συγγραφή του δεύτερου. Ο Κουμανταρέας αποχώρησε βιαίως δυο μέρες μετά την παρουσίαση, κοντά μεσάνυχτα, περί την 11η μ.μ. της Παρασκευής, 5 Δεκεμβρίου. Ο Φυντανίδης απεβίωσε ανήμερα Χριστούγεννα, στις 9 το βράδυ, 25 Δεκεμβρίου. Και οι δυο κηδείες στο Πρώτο Νεκροταφείο, στις 9 Δεκεμβρίου, 2 το μεσημέρι του Κουμανταρέα, στις 27 Δεκεμβρίου, 1 το μεσημέρι του Φυντανίδη.
Ως σύμπτωση μπορεί να θεωρηθεί και ο τρόπος που ο θάνατός τους σχολιάστηκε στον Τύπο. Το γεγονός ότι και οι δυο θάνατοι καλύφθηκαν εκτενώς, ήταν προβλέψιμο. Συνέπεσε, όμως, και η νοοτροπία που επικράτησε στα δημοσιογραφικά κείμενα. Και στις δυο περιπτώσεις, η εστίαση δεν ήταν αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκλιπόντος. Σχετικά με τον θάνατο του Κουμανταρέα, το πολύ μελάνι χύθηκε για τη δολοφονία του και όχι για τον συγγραφέα. Αν αυτή η σκανδαλοθηρίστικη ροπή του Τύπου ήταν αναμενόμενη στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτεταμένη αναφορά στην περίπτωση του Φυντανίδη, όχι στον δικό του θάνατο αλλά στους “θανάτους της «Ελευθεροτυπίας»”, πρώτον, δεύτερο μέχρι τον πιθανολογούμενο τρίτο, ξάφνιασε δυσάρεστα.
Όσο για τα βιβλία, απέμειναν στις ομιλίες κατά τις συνεντεύξεις Τύπου, οι οποίες αναπαρήχθησαν, αναμεμιγμένες με ανεκδοτολογικά σχόλια των συγγραφέων, που ήταν παρόντες. Κι όμως, και τα δυο βιβλία θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν ένα ευρύτερο κοινό, ανεξάρτητα από την επικαιρότητα, που καλλιέργησε ο θάνατος των συγγραφέων τους. Το πρώτο, γιατί αφορά δύο από τους μετρημένους μυθιστοριογράφους της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Αν όχι τους σημαντικότερους, σίγουρα τους δημοφιλέστερους, καθώς κατόρθωσαν τα βιβλία τους να συγκαταλέγονται και στα λογοτεχνικά και στα ευπώλητα. Το δεύτερο («31 αξέχαστα χρόνια», εκδ. Πατάκης), γιατί συνιστά ένα μοναδικό χρονικό δημοσιογραφικής ζωής, έκτασης μιας ακέραιας μεταπολιτευτικής γενιάς, το οποίο, επιπροσθέτως, είναι γραμμένο με υψηλή αίσθηση χιούμορ. Για το πρώτο, που αφορά το λογοτεχνικό πεδίο, παραμερίζοντας την αδημοσίευτη παρουσίαση, θα κάνουμε σκιαγράφηση περιεχομένων, επικεντρωμένη στο βιβλίο. Άλλωστε, κατά μία απόφανση, “έξω από τα βιβλία τους οι συγγραφείς δεν υπάρχουν”. Ανεξάρτητα αν αυτή στα πρόσφατα μετανεοτερικά χρόνια τείνει να αντιστραφεί.
Β.Βασιλικός-Μ.Κουμανταρέας
«Νεανική αλληλογραφία 1954-1960»
Επιμέλεια-Πρόλογος: Θ. Θ. Νιάρχος
Εκδόσεις Τόπος
Κατ’ αρχήν, η έκδοση κάθε αλληλογραφίας έχει ανάγκη υποσελίδιων σημειώσεων. Πόσω μάλλον η συγκεκριμένη, που αφορά τα πρώτα βήματα των δυο συγγραφέων. Απορία προκαλεί η παράληψή τους, που, βεβαίως, δεν χρεώνεται στον επιμελητή. Εκτός, ίσως, από την μη παράθεση απαραίτητων στοιχείων για τα αναφερόμενα πρόσωπα, ιδίως όσα μνημονεύονται μόνο με το μικρό τους όνομα. Από την άλλη, αν οι αλληλογράφοι επιθυμούσαν κάποιες πτυχές να μείνουν μυστικές, θα μπορούσαν να αφαιρέσουν ένα-δυο επιστολές, όπως εκείνη της 18ης Ιανουαρίου 1957. Και πιθανώς, σε μερικές ακόμη επιστολές να απαλείψουν ορισμένες κρυπτικές αναφορές. Έτσι, δεν θα ικανοποιούσαν μεν τον αναγνώστη, αλλά τουλάχιστον δεν θα κέντριζαν την περιέργειά του. Παρότι υπάρχουν τα αυτοβιογραφικά κείμενα αμφοτέρων, δεδομένου ότι αυτά συνομιλούν με μυθοπλαστικές εκδοχές, οι βιογραφίες τους μένουν να γραφούν. Κατά τη γνώμη μας, σημαντικές βιογραφήσεις, όχι μόνο λόγω του συγγραφικού αναστήματος των ίδιων, αλλά και γιατί αμφότεροι δεν στάθηκαν τύποι μονήρεις. Αντιθέτως οι βίοι τους συναντήθηκαν με επιφανή πρόσωπα της γενιάς του ’30 και της πρώτης μεταπολεμικής. Όσο αφορά την Αλληλογραφία, σε μια δεύτερη έκδοση, που σίγουρα θα υπάρξει, μετά το δυσάρεστο τέλος του ενός αλληλογράφου, ο έτερος θα μπορούσε να συμπληρώσει τις ψηφίδες, αντλώντας και από τα υπό τακτοποίηση Αρχεία τους. Αν και υπάρχουν σκοτεινά σημεία, που μόνο ο εκλιπών αλληλογράφος θα μπορούσε να φωτίσει, όπως η συναισθηματική κρίση που τον συντάραζε την Άνοιξη του 1955.
Ας προσδιορίσουμε, όμως, το επίθετο “νεανική” του τίτλου. 17 Μαΐου 1931 γεννήθηκε ο Κουμανταρέας, 18 Νοεμβρίου 1934 ο Βασιλικός, που σημαίνει ότι, όταν γνωρίζονται, ο πρώτος είναι στα 23 και κάνει το στρατιωτικό του στο Ναυτικό και ο δεύτερος στα 20, δευτεροετής της Σχολής Νομικής του Αριστοτελείου. Συνολικά δημοσιεύονται 48 επιστολές, 18 του Κουμανταρέα, 30 του Βασιλικού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανά έτος κατανομή τους: 1954 επιστολές 10 (6 του Κουμανταρέα προς 4 του Βασιλικού), 1955 επιστολές 18 (7 προς 10), 1956 επιστολές 10 (5 προς 5), 1957 πέντε του Βασιλικού, 1958 καμία, 1959 μία του Βασιλικού, 1960 πέντε του Βασιλικού. Μένει η εντύπωση πως μετά την οργισμένη επιστολή, που ο Βασιλικός έγραψε στις 18 Ιανουαρίου 1957, επιστρέφοντας από το ταξίδι του στην Αθήνα για τις εορτές, ο Κουμανταρέας σιώπησε. Αυτό μπορεί να ισχύει μόνο για εκείνο το έτος, που ο Βασιλικός κάνει το στρατιωτικό του, πιθανώς και το επόμενο. Πάντως, τον Οκτώβριο του 1959, που ο Βασιλικός βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, άρτι αφιχθείς, παρακολουθώντας μαθήματα στη Σχολή τηλεοράσεως, μέχρι και τον επόμενο Οκτώβριο, που ετοιμάζεται να επιστρέψει, φαίνεται πως η αμφίπλευρη αλληλογραφία τους έχει αποκατασταθεί. Οι επιστολές του Κουμανταρέα θα παράπεσαν κατά “το μεγάλο ταξίδι πάνω στην ήπειρο της Αμερικής” του Βασιλικού. Απώλεια, γιατί, σύμφωνα με τις απαντητικές του Βασιλικού, θα πρέπει να ήταν εκτενείς, όπως και οι περισσότερες της πρώτης τριετίας, εξομολογητικές για τον εαυτό του, αλλά και διεισδυτικές για την προσωπικότητα του φίλου του.
Αδιευκρίνιστο παραμένει το πότε ακριβώς μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1954, οι δυο αλληλογράφοι γνωρίστηκαν. Αντιθέτως για τον τόπο, οι ίδιοι έδωσαν κατά την παρουσίαση του βιβλίου δυο εκδοχές. Στο πατάρι του Πικαντύλλι ισχυρίζεται ο Κουμανταρέας, στο σπίτι του Χατζιδάκι ο Βασιλικός. Θα μπορούσε να ισχύουν και τα δυο. Από το σπίτι να πήγαν στο μεσημεριανό στέκι του Χατζιδάκι και της παρέας του, όπου ο μονιμότερος θαμώνας ήταν ο Γκάτσος. Ωστόσο, μία λίγο προσεκτικότερη ανάγνωση της πρώτης επιστολής, στις 22 Ιουλίου 1954, του Κουμανταρέα, δείχνει πως δεν θα πρέπει να πρωτοσυναντήθηκαν στο ζαχαροπλαστείο, γιατί τότε αυτός θα ήταν παρών στη γνωριμία Βασιλικού - Γκάτσου. Πάντως, από την πρώτη σελίδα της Αλληλογραφίας γεννιέται στον αναγνώστη η περιέργεια να μάθει περισσότερα για τη σχέση και την αλληλογραφία αμφοτέρων με τον μεγαλύτερό τους, γεννημένο το 1925, και ήδη γνωστό μουσικοσυνθέτη, Χατζιδάκι.
Τα γεγονότα του καθημερινού βίου που τους απασχολούν στην πρώτη τριετία, αυτήν της κυρίως Αλληλογραφίας τους, είναι: Τα σχέδια για καλοκαιρινές διακοπές στη Θάσο, που ναυαγούν. Με την ευκαιρία, ο Καβαλιώτης Βασιλικός μας δίνει εικόνα για το πόσο στοίχιζε τότε ένα παρόμοιο ταξίδι για έναν Αθηναίο. Οι εντυπώσεις από το Πάσχα στην Αθήνα του ’55 και γεύση για το πώς διασκέδαζε η παρέα του Χατζιδάκι. Μία περιπέτεια του Κουμανταρέα με την υγεία του. Οι δύσκολες σχέσεις τους με γονείς και ερωτικούς συντρόφους. Παρατηρούμε πως, παρόλο που έχουν κάνει ελάχιστη παρέα οι δυο τους, Χριστούγεννα 1954 και Πάσχα 1955, τα σχόλια του ενός για τα προσωπικά του άλλου είναι ουσιαστικά, δείχνοντας αμοιβαίο ενδιαφέρον αλλά και διακριτικότητα. Από αυτήν την άποψη, έχει δίκιο ο επιμελητής της έκδοσης, που βλέπει στη σχέση τους μία σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση. Στη δεκαετία του ’60, δυο καλοφτιαγμένοι νέοι άντρες, με ερωτικό ταμπεραμέντο, μη κατασταλαγμένοι, τολμούν. Δοκιμάζουν αμφιταλαντευόμενοι, ακριβώς όπως μετεωρίζονται και στη γραφή τους μεταξύ ποίησης, θεάτρου και πεζογραφίας. Συγκρινόμενοι με εκείνους, οι σημερινοί νέοι, εξήντα χρόνια μετά, δείχνουν αδιαφορία, ακολουθώντας μηχανιστικά τους συρμούς. Κατά τα άλλα, περισσότερες είναι οι αναφορές στη μουσική, χάρις στον δια βίου μουσικόφιλο Αθηναίο, παρά στην πεζογραφία. Όπου προτιμούν τη γαλλική, μάλλον αδιαφορώντας για την ελληνική. Κύριο μέλημα τα δικά τους γραπτά, προέχουν των διασκεδάσεων.
Εδώ, έγκειται το ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον της Αλληλογραφίας τους. Συζητούν τα πρώτα τους βιβλία, που εμείς διαβάζουμε σήμερα. Το 2011, εκδόθηκε για πρώτη φορά το πρώτο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα, «Οι αλεπούδες του Γκόσπερτ», και επανεκδόθηκε το πρώτο του Βασιλικού, «Η διήγηση του Ιάσονα». Αρχές του 2014, ακολούθησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Θύματα ειρήνης». Αμφότερα, με εισαγωγή και φιλολογική φροντίδα του Θανάση Αγάθου, που, μετά την ενδιαφέρουσα μελέτη της γυναίκας στο έργο του Καζαντζάκη, αφοσιώνεται στην έκδοση των σχολιασμένων Απάντων του δεύτερου Έλληνα συγγραφέα, που διεκδικεί με το πολυμεταφρασμένο έργο του θέση στην παγκοσμιοποιημένη λογοτεχνία.
Εκτός αυτών, στην Αλληλογραφία αναφέρεται και το θεατρικό του Βασιλικού, «Στη φυλακή των Φιλίππων», που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο στις 31 Οκτωβρίου 1954, σε σκηνοθεσία Γκάτσου, με τον Χατζιδάκι “ενορχηστρωτή”, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει εαυτόν σε επιστολή του προς τον Βασιλικό. Εκεί, αποκαλεί το έργο “ο Παύλος σου” και έτσι εκδόθηκε μία εικοσαετία αργότερα, «Ο Απόστολος Παύλος στη Φυλακή των Φιλίππων». Ακόμη, περιγράφονται εν εκτάσει σχέδια και δη προχωρημένα για δυο αφηγήματα, που δεν γνωρίζουμε από άλλη πηγή. Ο επιμελητής του Αρχείου Κουμανταρέα θα μπορούσε να συμπληρώσει το ιστορικό του πεζού, «Ο Μυγχάουζεν στο Λιόπεσι!» και να δώσει κάποια πληροφορία για τον «Τειρεσία». Για τα «Εφτά απογεύματα» του Βασιλικού, που, τον Μάιο του 1955, ο ίδιος το χαρακτηρίζει “το πιο δραματικό του βιβλίο”, αποδίδοντας την επινόηση του τίτλου στον Κουμανταρέα, δεν θυμόμαστε να έχουμε διαβάσει κάποιο μεταγενέστερο σχετικό σχόλιο.
Αφορμή της πρώτης επιστολής της Αλληλογραφίας δεν είναι η γνωριμία τους, αλλά το πρώτο βιβλίο του Βασιλικού «Η διήγηση του Ιάσονα». Ο Κουμανταρέας εκφράζεται με την ακριβολογία και την αυτοπεποίθηση κριτικού. Από μια άποψη, κάτι τέτοιο είναι εύκολο, αφού πρόκειται για εγκωμιαστική κρίση. Συνεχίζει, όμως, με την αυστηρή κριτική του θεατρικού, «Στη φυλακή των Φιλίππων», με αποκορύφωμα κριτικού οίστρου την δεκασέλιδη επιστολή της 6ης Ιουλίου 1956, στην οποία εξονυχίζει το «Θύματα ειρήνης». Καλός αποδέκτης ο Βασιλικός, στις 2 Αυγούστου 1956, ευρισκόμενος στο τύπωμα του τρίτου τυπογραφικού, τον πληροφορεί για τις εκτεταμένες αλλαγές που έκανε. Ως κριτικός ο Βασιλικός δείχνει την ευθυκρισία του, στην κριτική τού «Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ». Παράλληλα, φωτίζει τις λογοτεχνικές επιδράσεις του Κουμανταρέα από το στενό του περιβάλλον εκείνης της εποχής, Χατζιδάκι και Γκάτσο, που έχουν παραμείνει άγνωστες. Συγκρατούμε την παρότρυνσή του να γράφει σαν τον Παπαδιαμάντη, που σημαίνει όχι ψυχολογικές ερμηνείες, αλλά για εκείνα τα πράγματα που χάνονται, έχουν όμως μια δεύτερη ζωή στα διηγήματα.
Εκ των υστέρων, ήρθε να προστεθεί μία τελευταία σύμπτωση. Αυτή δεν αφορά τους δυο αποθανόντες, αλλά τον βίο του Κουμανταρέα. Δολοφονήθηκε βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου, ενώ ο φερόμενος ως δολοφόνος του συνελήφθη βράδυ της 5ης Ιανουαρίου. Ο ίδιος, “την ημερομηνία του θανάτου του”, για την οποία ρωτούσε τόσο επίμονα τον “Περαματάρη” στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ο θησαυρός του χρόνου», δεν την έμαθε.
Τελικά, ο Κουμανταρέας στάθηκε μια μάλλον σπάνια περίπτωση Αθηναίου αστού στον συγγραφικό χώρο των δυο-τριών τελευταίων δεκαετιών. Παραμένοντας στο πεδίο των συμπτώσεων, του έτυχε μία σπάνια μορφή καρκίνου του λεμφικού συστήματος. Πρόκειται για το λεγόμενο Λέμφωμα Μανδύας ή αγγλιστί Mantle Lymphoma ή και γερμανιστί Mantel Lymphoma. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το αναφέρει ως Λέμφωμα Mandel, που σημαίνει Λέμφωμα Αμυγδαλιάς. Και ένας ασυνήθης θάνατος.
Οι δυο θάνατοι επήλθαν σε διάστημα μικρότερο του μηνός. Ενώ, τα τελευταία τους βιβλία είχαν εκδοθεί σε απόσταση μηνός. Όπως συμβαίνει εσχάτως με τους γνωστούς συγγραφείς, οι ημερομηνίες κυκλοφορίας των βιβλίων είχαν ανακοινωθεί εκ των προτέρων. 3 Νοεμβρίου η “νεανική αλληλογραφία” του Κουμανταρέα με τον Βασίλη Βασιλικό, ένα μήνα νωρίτερα, η αυτοβιογράφηση του Φυντανίδη. 3 Δεκεμβρίου, ώρα 12.30 μ.μ., στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Θεοχαράκη παρουσιάστηκε το πρώτο, 12 Νοεμβρίου, ώρα 12.30 μ.μ., στο Μέγαρο Μουσικής, το δεύτερο. Τρεις ομιλητές στο πρώτο, τέσσερις στο δεύτερο. Ο ένας κοινός και στα δυο, καθόσον επιμελητής του πρώτου βιβλίου και βοηθός κατά τη συγγραφή του δεύτερου. Ο Κουμανταρέας αποχώρησε βιαίως δυο μέρες μετά την παρουσίαση, κοντά μεσάνυχτα, περί την 11η μ.μ. της Παρασκευής, 5 Δεκεμβρίου. Ο Φυντανίδης απεβίωσε ανήμερα Χριστούγεννα, στις 9 το βράδυ, 25 Δεκεμβρίου. Και οι δυο κηδείες στο Πρώτο Νεκροταφείο, στις 9 Δεκεμβρίου, 2 το μεσημέρι του Κουμανταρέα, στις 27 Δεκεμβρίου, 1 το μεσημέρι του Φυντανίδη.
Ως σύμπτωση μπορεί να θεωρηθεί και ο τρόπος που ο θάνατός τους σχολιάστηκε στον Τύπο. Το γεγονός ότι και οι δυο θάνατοι καλύφθηκαν εκτενώς, ήταν προβλέψιμο. Συνέπεσε, όμως, και η νοοτροπία που επικράτησε στα δημοσιογραφικά κείμενα. Και στις δυο περιπτώσεις, η εστίαση δεν ήταν αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκλιπόντος. Σχετικά με τον θάνατο του Κουμανταρέα, το πολύ μελάνι χύθηκε για τη δολοφονία του και όχι για τον συγγραφέα. Αν αυτή η σκανδαλοθηρίστικη ροπή του Τύπου ήταν αναμενόμενη στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτεταμένη αναφορά στην περίπτωση του Φυντανίδη, όχι στον δικό του θάνατο αλλά στους “θανάτους της «Ελευθεροτυπίας»”, πρώτον, δεύτερο μέχρι τον πιθανολογούμενο τρίτο, ξάφνιασε δυσάρεστα.
Όσο για τα βιβλία, απέμειναν στις ομιλίες κατά τις συνεντεύξεις Τύπου, οι οποίες αναπαρήχθησαν, αναμεμιγμένες με ανεκδοτολογικά σχόλια των συγγραφέων, που ήταν παρόντες. Κι όμως, και τα δυο βιβλία θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν ένα ευρύτερο κοινό, ανεξάρτητα από την επικαιρότητα, που καλλιέργησε ο θάνατος των συγγραφέων τους. Το πρώτο, γιατί αφορά δύο από τους μετρημένους μυθιστοριογράφους της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Αν όχι τους σημαντικότερους, σίγουρα τους δημοφιλέστερους, καθώς κατόρθωσαν τα βιβλία τους να συγκαταλέγονται και στα λογοτεχνικά και στα ευπώλητα. Το δεύτερο («31 αξέχαστα χρόνια», εκδ. Πατάκης), γιατί συνιστά ένα μοναδικό χρονικό δημοσιογραφικής ζωής, έκτασης μιας ακέραιας μεταπολιτευτικής γενιάς, το οποίο, επιπροσθέτως, είναι γραμμένο με υψηλή αίσθηση χιούμορ. Για το πρώτο, που αφορά το λογοτεχνικό πεδίο, παραμερίζοντας την αδημοσίευτη παρουσίαση, θα κάνουμε σκιαγράφηση περιεχομένων, επικεντρωμένη στο βιβλίο. Άλλωστε, κατά μία απόφανση, “έξω από τα βιβλία τους οι συγγραφείς δεν υπάρχουν”. Ανεξάρτητα αν αυτή στα πρόσφατα μετανεοτερικά χρόνια τείνει να αντιστραφεί.
Β.Βασιλικός-Μ.Κουμανταρέας
«Νεανική αλληλογραφία 1954-1960»
Επιμέλεια-Πρόλογος: Θ. Θ. Νιάρχος
Εκδόσεις Τόπος
Κατ’ αρχήν, η έκδοση κάθε αλληλογραφίας έχει ανάγκη υποσελίδιων σημειώσεων. Πόσω μάλλον η συγκεκριμένη, που αφορά τα πρώτα βήματα των δυο συγγραφέων. Απορία προκαλεί η παράληψή τους, που, βεβαίως, δεν χρεώνεται στον επιμελητή. Εκτός, ίσως, από την μη παράθεση απαραίτητων στοιχείων για τα αναφερόμενα πρόσωπα, ιδίως όσα μνημονεύονται μόνο με το μικρό τους όνομα. Από την άλλη, αν οι αλληλογράφοι επιθυμούσαν κάποιες πτυχές να μείνουν μυστικές, θα μπορούσαν να αφαιρέσουν ένα-δυο επιστολές, όπως εκείνη της 18ης Ιανουαρίου 1957. Και πιθανώς, σε μερικές ακόμη επιστολές να απαλείψουν ορισμένες κρυπτικές αναφορές. Έτσι, δεν θα ικανοποιούσαν μεν τον αναγνώστη, αλλά τουλάχιστον δεν θα κέντριζαν την περιέργειά του. Παρότι υπάρχουν τα αυτοβιογραφικά κείμενα αμφοτέρων, δεδομένου ότι αυτά συνομιλούν με μυθοπλαστικές εκδοχές, οι βιογραφίες τους μένουν να γραφούν. Κατά τη γνώμη μας, σημαντικές βιογραφήσεις, όχι μόνο λόγω του συγγραφικού αναστήματος των ίδιων, αλλά και γιατί αμφότεροι δεν στάθηκαν τύποι μονήρεις. Αντιθέτως οι βίοι τους συναντήθηκαν με επιφανή πρόσωπα της γενιάς του ’30 και της πρώτης μεταπολεμικής. Όσο αφορά την Αλληλογραφία, σε μια δεύτερη έκδοση, που σίγουρα θα υπάρξει, μετά το δυσάρεστο τέλος του ενός αλληλογράφου, ο έτερος θα μπορούσε να συμπληρώσει τις ψηφίδες, αντλώντας και από τα υπό τακτοποίηση Αρχεία τους. Αν και υπάρχουν σκοτεινά σημεία, που μόνο ο εκλιπών αλληλογράφος θα μπορούσε να φωτίσει, όπως η συναισθηματική κρίση που τον συντάραζε την Άνοιξη του 1955.
Ας προσδιορίσουμε, όμως, το επίθετο “νεανική” του τίτλου. 17 Μαΐου 1931 γεννήθηκε ο Κουμανταρέας, 18 Νοεμβρίου 1934 ο Βασιλικός, που σημαίνει ότι, όταν γνωρίζονται, ο πρώτος είναι στα 23 και κάνει το στρατιωτικό του στο Ναυτικό και ο δεύτερος στα 20, δευτεροετής της Σχολής Νομικής του Αριστοτελείου. Συνολικά δημοσιεύονται 48 επιστολές, 18 του Κουμανταρέα, 30 του Βασιλικού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανά έτος κατανομή τους: 1954 επιστολές 10 (6 του Κουμανταρέα προς 4 του Βασιλικού), 1955 επιστολές 18 (7 προς 10), 1956 επιστολές 10 (5 προς 5), 1957 πέντε του Βασιλικού, 1958 καμία, 1959 μία του Βασιλικού, 1960 πέντε του Βασιλικού. Μένει η εντύπωση πως μετά την οργισμένη επιστολή, που ο Βασιλικός έγραψε στις 18 Ιανουαρίου 1957, επιστρέφοντας από το ταξίδι του στην Αθήνα για τις εορτές, ο Κουμανταρέας σιώπησε. Αυτό μπορεί να ισχύει μόνο για εκείνο το έτος, που ο Βασιλικός κάνει το στρατιωτικό του, πιθανώς και το επόμενο. Πάντως, τον Οκτώβριο του 1959, που ο Βασιλικός βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, άρτι αφιχθείς, παρακολουθώντας μαθήματα στη Σχολή τηλεοράσεως, μέχρι και τον επόμενο Οκτώβριο, που ετοιμάζεται να επιστρέψει, φαίνεται πως η αμφίπλευρη αλληλογραφία τους έχει αποκατασταθεί. Οι επιστολές του Κουμανταρέα θα παράπεσαν κατά “το μεγάλο ταξίδι πάνω στην ήπειρο της Αμερικής” του Βασιλικού. Απώλεια, γιατί, σύμφωνα με τις απαντητικές του Βασιλικού, θα πρέπει να ήταν εκτενείς, όπως και οι περισσότερες της πρώτης τριετίας, εξομολογητικές για τον εαυτό του, αλλά και διεισδυτικές για την προσωπικότητα του φίλου του.
Αδιευκρίνιστο παραμένει το πότε ακριβώς μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1954, οι δυο αλληλογράφοι γνωρίστηκαν. Αντιθέτως για τον τόπο, οι ίδιοι έδωσαν κατά την παρουσίαση του βιβλίου δυο εκδοχές. Στο πατάρι του Πικαντύλλι ισχυρίζεται ο Κουμανταρέας, στο σπίτι του Χατζιδάκι ο Βασιλικός. Θα μπορούσε να ισχύουν και τα δυο. Από το σπίτι να πήγαν στο μεσημεριανό στέκι του Χατζιδάκι και της παρέας του, όπου ο μονιμότερος θαμώνας ήταν ο Γκάτσος. Ωστόσο, μία λίγο προσεκτικότερη ανάγνωση της πρώτης επιστολής, στις 22 Ιουλίου 1954, του Κουμανταρέα, δείχνει πως δεν θα πρέπει να πρωτοσυναντήθηκαν στο ζαχαροπλαστείο, γιατί τότε αυτός θα ήταν παρών στη γνωριμία Βασιλικού - Γκάτσου. Πάντως, από την πρώτη σελίδα της Αλληλογραφίας γεννιέται στον αναγνώστη η περιέργεια να μάθει περισσότερα για τη σχέση και την αλληλογραφία αμφοτέρων με τον μεγαλύτερό τους, γεννημένο το 1925, και ήδη γνωστό μουσικοσυνθέτη, Χατζιδάκι.
Τα γεγονότα του καθημερινού βίου που τους απασχολούν στην πρώτη τριετία, αυτήν της κυρίως Αλληλογραφίας τους, είναι: Τα σχέδια για καλοκαιρινές διακοπές στη Θάσο, που ναυαγούν. Με την ευκαιρία, ο Καβαλιώτης Βασιλικός μας δίνει εικόνα για το πόσο στοίχιζε τότε ένα παρόμοιο ταξίδι για έναν Αθηναίο. Οι εντυπώσεις από το Πάσχα στην Αθήνα του ’55 και γεύση για το πώς διασκέδαζε η παρέα του Χατζιδάκι. Μία περιπέτεια του Κουμανταρέα με την υγεία του. Οι δύσκολες σχέσεις τους με γονείς και ερωτικούς συντρόφους. Παρατηρούμε πως, παρόλο που έχουν κάνει ελάχιστη παρέα οι δυο τους, Χριστούγεννα 1954 και Πάσχα 1955, τα σχόλια του ενός για τα προσωπικά του άλλου είναι ουσιαστικά, δείχνοντας αμοιβαίο ενδιαφέρον αλλά και διακριτικότητα. Από αυτήν την άποψη, έχει δίκιο ο επιμελητής της έκδοσης, που βλέπει στη σχέση τους μία σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση. Στη δεκαετία του ’60, δυο καλοφτιαγμένοι νέοι άντρες, με ερωτικό ταμπεραμέντο, μη κατασταλαγμένοι, τολμούν. Δοκιμάζουν αμφιταλαντευόμενοι, ακριβώς όπως μετεωρίζονται και στη γραφή τους μεταξύ ποίησης, θεάτρου και πεζογραφίας. Συγκρινόμενοι με εκείνους, οι σημερινοί νέοι, εξήντα χρόνια μετά, δείχνουν αδιαφορία, ακολουθώντας μηχανιστικά τους συρμούς. Κατά τα άλλα, περισσότερες είναι οι αναφορές στη μουσική, χάρις στον δια βίου μουσικόφιλο Αθηναίο, παρά στην πεζογραφία. Όπου προτιμούν τη γαλλική, μάλλον αδιαφορώντας για την ελληνική. Κύριο μέλημα τα δικά τους γραπτά, προέχουν των διασκεδάσεων.
Εδώ, έγκειται το ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον της Αλληλογραφίας τους. Συζητούν τα πρώτα τους βιβλία, που εμείς διαβάζουμε σήμερα. Το 2011, εκδόθηκε για πρώτη φορά το πρώτο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα, «Οι αλεπούδες του Γκόσπερτ», και επανεκδόθηκε το πρώτο του Βασιλικού, «Η διήγηση του Ιάσονα». Αρχές του 2014, ακολούθησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Θύματα ειρήνης». Αμφότερα, με εισαγωγή και φιλολογική φροντίδα του Θανάση Αγάθου, που, μετά την ενδιαφέρουσα μελέτη της γυναίκας στο έργο του Καζαντζάκη, αφοσιώνεται στην έκδοση των σχολιασμένων Απάντων του δεύτερου Έλληνα συγγραφέα, που διεκδικεί με το πολυμεταφρασμένο έργο του θέση στην παγκοσμιοποιημένη λογοτεχνία.
Εκτός αυτών, στην Αλληλογραφία αναφέρεται και το θεατρικό του Βασιλικού, «Στη φυλακή των Φιλίππων», που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο στις 31 Οκτωβρίου 1954, σε σκηνοθεσία Γκάτσου, με τον Χατζιδάκι “ενορχηστρωτή”, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει εαυτόν σε επιστολή του προς τον Βασιλικό. Εκεί, αποκαλεί το έργο “ο Παύλος σου” και έτσι εκδόθηκε μία εικοσαετία αργότερα, «Ο Απόστολος Παύλος στη Φυλακή των Φιλίππων». Ακόμη, περιγράφονται εν εκτάσει σχέδια και δη προχωρημένα για δυο αφηγήματα, που δεν γνωρίζουμε από άλλη πηγή. Ο επιμελητής του Αρχείου Κουμανταρέα θα μπορούσε να συμπληρώσει το ιστορικό του πεζού, «Ο Μυγχάουζεν στο Λιόπεσι!» και να δώσει κάποια πληροφορία για τον «Τειρεσία». Για τα «Εφτά απογεύματα» του Βασιλικού, που, τον Μάιο του 1955, ο ίδιος το χαρακτηρίζει “το πιο δραματικό του βιβλίο”, αποδίδοντας την επινόηση του τίτλου στον Κουμανταρέα, δεν θυμόμαστε να έχουμε διαβάσει κάποιο μεταγενέστερο σχετικό σχόλιο.
Αφορμή της πρώτης επιστολής της Αλληλογραφίας δεν είναι η γνωριμία τους, αλλά το πρώτο βιβλίο του Βασιλικού «Η διήγηση του Ιάσονα». Ο Κουμανταρέας εκφράζεται με την ακριβολογία και την αυτοπεποίθηση κριτικού. Από μια άποψη, κάτι τέτοιο είναι εύκολο, αφού πρόκειται για εγκωμιαστική κρίση. Συνεχίζει, όμως, με την αυστηρή κριτική του θεατρικού, «Στη φυλακή των Φιλίππων», με αποκορύφωμα κριτικού οίστρου την δεκασέλιδη επιστολή της 6ης Ιουλίου 1956, στην οποία εξονυχίζει το «Θύματα ειρήνης». Καλός αποδέκτης ο Βασιλικός, στις 2 Αυγούστου 1956, ευρισκόμενος στο τύπωμα του τρίτου τυπογραφικού, τον πληροφορεί για τις εκτεταμένες αλλαγές που έκανε. Ως κριτικός ο Βασιλικός δείχνει την ευθυκρισία του, στην κριτική τού «Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ». Παράλληλα, φωτίζει τις λογοτεχνικές επιδράσεις του Κουμανταρέα από το στενό του περιβάλλον εκείνης της εποχής, Χατζιδάκι και Γκάτσο, που έχουν παραμείνει άγνωστες. Συγκρατούμε την παρότρυνσή του να γράφει σαν τον Παπαδιαμάντη, που σημαίνει όχι ψυχολογικές ερμηνείες, αλλά για εκείνα τα πράγματα που χάνονται, έχουν όμως μια δεύτερη ζωή στα διηγήματα.
Εκ των υστέρων, ήρθε να προστεθεί μία τελευταία σύμπτωση. Αυτή δεν αφορά τους δυο αποθανόντες, αλλά τον βίο του Κουμανταρέα. Δολοφονήθηκε βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου, ενώ ο φερόμενος ως δολοφόνος του συνελήφθη βράδυ της 5ης Ιανουαρίου. Ο ίδιος, “την ημερομηνία του θανάτου του”, για την οποία ρωτούσε τόσο επίμονα τον “Περαματάρη” στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ο θησαυρός του χρόνου», δεν την έμαθε.
Τελικά, ο Κουμανταρέας στάθηκε μια μάλλον σπάνια περίπτωση Αθηναίου αστού στον συγγραφικό χώρο των δυο-τριών τελευταίων δεκαετιών. Παραμένοντας στο πεδίο των συμπτώσεων, του έτυχε μία σπάνια μορφή καρκίνου του λεμφικού συστήματος. Πρόκειται για το λεγόμενο Λέμφωμα Μανδύας ή αγγλιστί Mantle Lymphoma ή και γερμανιστί Mantel Lymphoma. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το αναφέρει ως Λέμφωμα Mandel, που σημαίνει Λέμφωμα Αμυγδαλιάς. Και ένας ασυνήθης θάνατος.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 18/1/2015.
Φωτογραφία: Ο Μένης Κουμανταρέας κατά την εποχή που αλληλογραφούσε με τον Βασίλη Βασιλικό. Από μιας αρχής, “παίζει πιάνο και γραφομηχανή”. Κατ’ εκείνον, το μυστικό “της νεότητας της ψυχής”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου