Ενα ψευδώνυμο ανέκαθεν άφηνε να διαφανεί μέρος της προσωπικότητας εκείνου που το είχε υιοθετήσει, το βαθύτερο είναι του αλλά και η εποχή του. Παλαιότερα, στο χώρο του βιβλίου, περισσότερο στα λογοτεχνικά περιοδικά, η ψευδωνυμία αποτελούσε προσφιλή συνήθεια. Πριν έναν αιώνα, ο Ξενόπουλος την είχε αναγάγει σε απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή των συνδρομητών στην κίνηση του περιοδικού του, τη γνωστή «Διάπλαση των παίδων». Μεταπολιτευτικά η χρήση ψευδωνύμου υποχώρησε, σχεδόν εξαφανίστηκε στον έντυπο λόγο. Στα λογοτεχνικά περιοδικά, σπάνια εντοπίζεται ψευδώνυμος συνεργάτης. Βεβαίως, κυριαρχεί στον διαδικτυακό χώρο, αλλά εκεί η σκοπιμότητά της και συνακόλουθα, η χρήση της είναι διαφορετικής φύσης. Η απόκρυψη της ταυτότητας δεν εκφράζει παιγνιώδη διάθεση, ούτε αναγκαιότητα οικογενειακή ή επαγγελματική. Εξακολουθεί, πάντως, το είδος του ψευδωνύμου που επιλέγεται να αποτελεί, πέραν όλων των άλλων, και καθρέφτη των καιρών.
Για παράδειγμα, στο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Φρέαρ» (Ιαν. 2015), το βραβείο σε διαγωνισμό “μικροδιηγήματος”, που έθετε ως όριο τις 150 λέξεις και τη λέξη “φρέαρ” να βρίσκεται ενσωματωμένη στο κείμενο, δόθηκε στον φέροντα το ψευδώνυμο Π. Ένιγουεϊ. Τι μπορεί να δηλώνει ένα παρόμοιο ψευδώνυμο; Μήπως κάποιον με στραμμένους τους οφθαλμούς προς τον αγγλόφωνο κόσμο ή έναν φανατικό της ξένης λογοτεχνίας; “Πολύ ενδιαφέρουσα θα είταν μια ψυχαναλυτική μελέτη πάνω στα λογοτεχνικά μας ψευδώνυμα”, αποφαινόταν ο Στράτης Μυριβήλης, με αφορμή εκείνα παλαιότερων εποχών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεννιέται η πρόσθετη απορία για το πώς μπορεί να λειτούργησε το ψευδώνυμο στην τριμελή κριτική επιτροπή (Δ. Νόλλας, Μ. Κουγιουτζή, Γ. Παλαβός). Επηρέασε τους κριτές ή το προσπέρασαν ως αδιάφορο, εστιάζοντας στο συγκεκριμένο “μικροδιήγημα”, που τιτλοφορείται «Φρέαρ» και έχει περισσότερο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα; Δείχνει, πάντως, κομμένο και ραμμένο στα γούστα των μελών της, όπου το μοναδικό βιβλίο του νεότερου έχει τίτλο «Το αστείο». Με μόλις 32 λέξεις, δεν θα χαρακτηριζόταν διήγημα, ούτε καν “μικροδιήγημα”. Είναι περισσότερο ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, με κύριο χαρακτηριστικό τη διακειμενικότητα. Πιθανώς, η διάκριση του διηγήματος του κυρίου Ένιγουεϊ να αποτελεί αντίδραση στο γιγαντωμένο μυθιστόρημα και γι’ αυτό να εκφράζει ένα επίλεκτο τμήμα της σημερινής λογοτεχνικής κοινότητας. Όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι η ψευδωνυμία δεν είχε διαρρεύσει προ της βράβευσης, καθώς, τελικά, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον του Διαδικτύου.
Εναν αιώνα πίσω, οι έφηβοι, που απάρτισαν τη “γενιά του ’20”, επέλεγαν ελληνοπρεπή ψευδώνυμα για να τα υποβάλλουν στο κριτήριο του Ξενόπουλου και έτσι να γίνουν αποδεκτοί ως διαπλασόπουλα. Δίκην παραδείγματος, θυμίζουμε τα ψευδώνυμα ορισμένων ποιητών από τους πρωτοκλασάτους της λεγόμενης και “γενιάς του Καρυωτάκη”. Πλην του Καρυωτάκη, που ξεκίνησε ως διαπλασόπουλο, με το όνομά του. Ενώ, όταν το ψευδώνυμο τέθηκε ως προϋπόθεση συμμετοχής, είχε ήδη στραφεί σε άλλα “παιδικά περιοδικά”. Ως “Αιθήρ” καταγράφηκε ο Λαπαθιώτης, ως “Κορινθιακόν κύμα” ο Ιωάννης Οικονομόπουλος, που μετέπειτα προτίμησε το Ρώμος Φιλύρας, ως “Νικητής της Αύριον” ο Μήτσος Παπανικολάου. Όπως θυμίζει η Έλλη Φιλοκύπρου στο βιβλίο της, που έχει ως θέμα την εν λόγω γενιά, ήταν “μια ομάδα ποιητών που συνέθεσαν ποιήματα απαισιοδοξίας και ήττας σε μια εποχή εθνικής έξαρσης και νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων”. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως τα ψευδώνυμά τους προμήνυαν τον ρομαντισμό που διέκρινε τη μετέπειτα στάση τους. Εξαίρεση αποτελεί το Τέλλος Άγρας του Ευαγγέλου Γ. Ιωάννου, το οποίο, αντί για διάθεση φυγής, διαπνέεται από εθνική υπερηφάνεια. Σύμφωνα με τη διατύπωση, που βρίσκουμε στα λήμματα παλαιότερων εγκυκλοπαιδειών, “το Τέλλος Άγρας είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητού Ευαγγέλου Γ. Ιωάννου”. Μόνο που δεν υπάρχει καμία λογοτεχνική εμφάνιση του Ευαγγέλου Γ. Ιωάννου. Αυτός υπήρξε μόνο δημόσιος υπάλληλος. Εξαρχής, ο άνθρωπος των γραμμάτων, ποιητής και κριτικός, εμφανίστηκε με το όνομα ενός Μακεδονομάχου. Για να ακριβολογούμε, με το ψευδώνυμο ενός Μακεδονομάχου. Δηλαδή, πρόκειται για δάνειο ψευδώνυμο.
Αν ο Ευάγγελος Γ. Ιωάννου πήρε υποχρεωτικά ψευδώνυμο για να δημοσιεύει στη «Διάπλαση των παίδων» και να συμμετέχει στους διαγωνισμούς της, ο Σαράντος Αγαπηνός, καθόσον ανθυπολοχαγός, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, χρειάστηκε ψευδώνυμο για να περάσει στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία. Το Τέλλος ήταν υποκοριστικό του ονόματός του, Σαράντος ή και Σαραντέλος, γι’ αυτό απαντάται και με ένα λάμδα. Ως δευτερότοκος γιος είχε πάρει το όνομα του εκ μητρός πάππου, του Λάκωνα Σαράντου Μαλτσινιώτη. Ο πατέρας του, εφέτης στο Ναύπλιο, το 1880, που γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, φρόντισε να τον γράψει στα Μητρώα Αρρένων της δικής του γενέτειρας, τους Γαργαλιάνους. Εκεί, δήλωσε και τους τρεις γιους του για να συνεχιστεί το ένδοξο γένος των Αγαπηνών. Μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο πατέρας και ο αδελφός του πατέρα του, οπλαρχηγοί στον Αγώνα του 1821, Δημογέροντες. Οι πατρικές φιλοδοξίες επαληθεύτηκαν. Ο δευτερότοκος γιος του κατόρθωσε να γραφεί στις δέλτους της Ιστορίας, αλλά ως Τέλλος Άγρας.
Άγρας, όπως η Αγροτέρα Άρτεμις, καθώς παιδιόθεν ονειρευόταν να βγει προς άγραν των Τούρκων, για να εκδικηθεί το κυνήγι από τους Τούρκους των Ελλήνων αξιωματικών στον Πόλεμο του 1897. Αυτήν την ντροπή επεδίωκαν τότε να ξεπλύνουν οι νεαροί Ευέλπιδες. Ο Αγαπηνός δεν ήθελε τη θέση στη Φρουρά της Αθήνας, που, ως αριστούχος της Σχολής, εδικαιούτο. Ζητούσε από τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο μετάθεση στη μεθοριακή γραμμή. Ανθυπολοχαγός, απόφοιτος της Σχολής Εύελπιδων, αλλά του 1891, ήταν και ο Παύλος Μελάς. Δέκα χρόνια μεγαλύτερος του Αγαπηνού, εκείνος συμμετείχε το 1897 και στις πολεμικές επιχειρήσεις του λεγόμενου “ατυχούς Πολέμου”. Οι δυο καπετάνιοι, ο Μίκης Ζέζας, όπως ήταν το ψευδώνυμο του Μελά, και ο Τέλλος Άγρας, έπεσαν θύματα δόλου Βούλγαρων κομιτατζήδων. Στον Μακεδονικό Αγώνα συνέβαλαν πρωτίστως μαχόμενοι. Στην έκβαση, όμως, του Αγώνα, βάρυνε ο μύθος, που καλλιεργήθηκε γύρω από αυτούς και τον θάνατό τους. Από μια σημερινή, πραγματίστικη άποψη, και οι δυο διαπνέονταν από πατριωτικό ρομαντισμό. Το ίδιο και ο, κατά 19 χρόνια νεότερος του Καπετάν Άγρα, ποιητής Τέλλος Άγρας.
Κάποιοι, σε διαφορετικές εποχές, είχαν απορήσει με την επιλογή του ψευδώνυμου. Ένας από αυτούς, ο Νάσος Δετζώρτζης, δώδεκα χρόνια μικρότερος του Άγρα, που τον διάβαζε από το δημοτικό στη «Διάπλαση των παίδων». Δεκαετίες αργότερα, αφού γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι, σε κείμενό του, δημοσιευμένο πολύ μετά τον θάνατο του Άγρα, απορεί: “Τι άβυσσους μπορεί να έκρυβε από τότε...τι ειρωνεία η εκλογή ενός τέτοιου ψευδωνύμου από ένα παιδί έντεκα χρόνων, που ήταν να γίνει ο ήσυχος συνεσταλμένος άνθρωπος...” Ενώ, ο Μυριβήλης, νεκρολογώντας τον, αναρωτιέται, “Γιατί τάχα πήρε αυτό το ψευδώνυμο”, καθώς τον συγκρίνει, “ασθενικό και δειλό”, με “τον λεβέντη και άφοβο Μακεδονομάχο Καπετάνιο”. Και συνεχίζει τα ρητορικά του ερωτήματα: “Ο ποιητής Ιωάννου από τι ψυχόρμητο τάχα σπρωγμένος πήρε τόνομα του ήρωα Τέλλου Άγρα; Ήταν η λαχτάρα του για την αντρίκεια λεβεντιά που τούλειπε και την ποθούσε, ή απλώς τόνε τράβηξε η μουσική των ήχων και του τονισμού που περιέχεται στις τέσσερις συλλαβές;”
Λησμονεί ο Μυριβήλης, πως ο ίδιος, εννέα χρόνια μεγαλύτερος του Άγρα, τον Σεπτέμβριο του 1912, μαζί με άλλους Λέσβιους φοιτητές, ζητούσε από τον Βενιζέλο να στρατευθεί, καθώς είχε αρχίσει η επιστράτευση για την προέλαση στο μακεδονικό χώρο, που σήμανε το ξεκίνημα του πρώτου Βαλκανικού πολέμου. Εκείνο το φθινόπωρο, ο Ιωάννου έφθανε στην Αθήνα για να γραφεί στο Γυμνάσιο και να αρχίσει να δημοσιεύει ως Τέλλος Άγρας στη «Διάπλαση των Παίδων», δίνοντας τις μάχες των διαγωνισμών της. Είχε από την προηγούμενη χρονιά εγκεκριμένο το ψευδώνυμό του, που όλα δείχνουν, πως το είχε επιλέξει πολύ νωρίτερα. Τότε, συμμετείχε στους διαγωνισμούς και έτερου περιοδικού που εξέδιδε το Γαλλικό Λύκειο Αθηνών, το «Παιδικός Αστήρ». Μάλιστα, στον δεύτερο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού, άνοιξη του 1912, επαινούνται τα διηγήματα Άγρα και Καρυωτάκη. Μαχόταν με σθένος, αν κρίνουμε από τα παράπονά του, όταν παίρνει ένα δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό της «Διάπλασης των Παίδων». Ούτε ασθενικός ούτε δειλός, αλλά ένα “enfant sublime”, σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, που, ευθύς εξ αρχής, τον ξεχώρισε.
Και οι δύο, πάντως, καθώς και άλλοι που εκφράζουν παρόμοιες απορίες, εμμένουν στην ηλικία του Ευάγγελου Ιωάννου, όταν επέλεξε το εν λόγω ψευδώνυμο, παρακάμπτοντας τον χρόνο, που έγινε αυτό και την ατμόσφαιρα που τότε επικρατούσε. Από το 1907, ο Ιωάννου ήταν συνδρομητής του περιοδικού με το όνομά του. Δεκέμβριο 1910, που ο Ξενόπουλος επισήμως έφτιαξε Στήλη Συνεργασίας Συνδρομητών, και μάλιστα, με τον αυστηρό κανονισμό, οι συνδρομητές να πάρουν ψευδώνυμα, έσπευσε από τους πρώτους να υποβάλει το δικό του προς έγκριση. Μήπως, όμως, το είχε επιλέξει πολύ νωρίτερα; Στις 7 Ιουνίου 1907, οι Βούλγαροι απαγχονίζουν τον Καπετάν Άγρα και τον σύντροφό του Αντώνη Μίγγα. Στις 9 Ιουνίου, παραμονή της Πεντηκοστής, Ψυχοσάββατο, τους βρίσκουν οι συμπολεμιστές τους και γίνεται η ταφή τους. Την επομένη φθάνει η είδηση στο Υπουργείο με τηλεγράφημα του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρου Κορομηλά. Στις 14 Ιουνίου, έχουν την είδηση πρωτοσέλιδο οι ελληνικές εφημερίδες. Στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο» του 1908, ο Μακεδονομάχος και συμπολεμιστής του Καπετάν Άγρα, Κων. Μαζαράκης-Αινιάν δημοσιεύει νεκρολογία.
Στις 23 Ιουνίου 1907, “τον νέο μάρτυρα θρήνησε, τον Τέλλο τον Αγαπηνό”, και ο Σουρής από τις στήλες του «Ρωμηού». Οχτώ χρόνων, δηλαδή ακριβώς το 1907, εξομολογείται ο Ιωάννου, πως έγραψε το πρώτο ποίημά του, επηρεασμένος από τα σατιρικά του Σουρή, καθώς ο πατέρας του, σχολάρχης τότε στο Λαύριο, παρακολουθούσε τον «Ρωμηό». Αλλά στην οικία του σχολάρχη έφθαναν ακόμη η «Εστία» του Δροσίνη αλλά και “η προστάτις των λαϊκών τάξεων” «Εσπερινή» του Πέτρου Γιάνναρου, με τα δραματικά μυθιστορήματα σε συνέχειες. Εκεί, διάβασε ο Ιωάννου, παιδί του δημοτικού, το μυθιστόρημα «Ο Κατσαντώνης της Μακεδονίας» και έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα. Μήπως, λοιπόν, το 1907, όταν γράφεται συνδρομητής με το όνομά του, σε κατάσταση οιστρηλασίας από όσα διαβάζει και ακούει να συζητούν οι μεγάλοι, αποφασίζει το ψευδώνυμό του;
Η ψευδώνυμη συνωνυμία Μακεδονομάχου και ποιητή έχει προκαλέσει αρκετή σύγχυση. Όταν, για παράδειγμα, στα οδωνυμικά, βρίσκεις οδό Τέλλου Άγρα, πρέπει να κάνεις βόλτα στη γειτονιά για να διαπιστώσεις κατά πόσο οι παράπλευροι δρόμοι φέρουν ονόματα στρατιωτικών ή ποιητών. Λ.χ., στην Αγία Παρασκευή, η οδός Τέλλου Άγρα τέμνει την Παύλου Μελά και την Στρατάρχου Παπάγου. Άρα, εκεί τίμησαν τον Μακεδονομάχο. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, η “γενιά του Καρυωτάκη”, με εξαίρεση το ζεύγος Καρυωτάκη-Πολυδούρη, δεν ήλκυσε δημοτικές αρχές και λοιπούς υπεύθυνους για τις ονομασίες δρόμων και δρομίσκων της περιοχής πρωτευούσης. Στις εγκυκλοπαίδειες παρατηρείται ευταξία, προηγείται το λήμμα του Μακεδονομάχου, έπεται του ποιητή. Ως προς την έκταση, τα κριτήρια είναι τα ιδεολογικά της κάθε εποχής. Συν τω χρόνω, μικραίνει το λήμμα του Μακεδονομάχου, φτάνοντας σήμερα να είναι μόλις το ένα τέταρτο εκείνου του ποιητή. Αναμενόμενο. Μόνη παραφωνία αποτελεί η ιστοσελίδα της BiblioNet του ΕΚΕΒΙ, όπου το λήμμα για τον Τέλλο Άγρα εικονογραφείται με τη φωτογραφία του Καπετάν Άγρα. Που σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι, αλλά και όσοι τη συμβουλεύονται, αγνοούν αμφοτέρους, τουλάχιστον φυσιογνωμικά. Τι άλλο να υποθέσουμε; Μόνο προχειρότητα;
Για παράδειγμα, στο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Φρέαρ» (Ιαν. 2015), το βραβείο σε διαγωνισμό “μικροδιηγήματος”, που έθετε ως όριο τις 150 λέξεις και τη λέξη “φρέαρ” να βρίσκεται ενσωματωμένη στο κείμενο, δόθηκε στον φέροντα το ψευδώνυμο Π. Ένιγουεϊ. Τι μπορεί να δηλώνει ένα παρόμοιο ψευδώνυμο; Μήπως κάποιον με στραμμένους τους οφθαλμούς προς τον αγγλόφωνο κόσμο ή έναν φανατικό της ξένης λογοτεχνίας; “Πολύ ενδιαφέρουσα θα είταν μια ψυχαναλυτική μελέτη πάνω στα λογοτεχνικά μας ψευδώνυμα”, αποφαινόταν ο Στράτης Μυριβήλης, με αφορμή εκείνα παλαιότερων εποχών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεννιέται η πρόσθετη απορία για το πώς μπορεί να λειτούργησε το ψευδώνυμο στην τριμελή κριτική επιτροπή (Δ. Νόλλας, Μ. Κουγιουτζή, Γ. Παλαβός). Επηρέασε τους κριτές ή το προσπέρασαν ως αδιάφορο, εστιάζοντας στο συγκεκριμένο “μικροδιήγημα”, που τιτλοφορείται «Φρέαρ» και έχει περισσότερο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα; Δείχνει, πάντως, κομμένο και ραμμένο στα γούστα των μελών της, όπου το μοναδικό βιβλίο του νεότερου έχει τίτλο «Το αστείο». Με μόλις 32 λέξεις, δεν θα χαρακτηριζόταν διήγημα, ούτε καν “μικροδιήγημα”. Είναι περισσότερο ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, με κύριο χαρακτηριστικό τη διακειμενικότητα. Πιθανώς, η διάκριση του διηγήματος του κυρίου Ένιγουεϊ να αποτελεί αντίδραση στο γιγαντωμένο μυθιστόρημα και γι’ αυτό να εκφράζει ένα επίλεκτο τμήμα της σημερινής λογοτεχνικής κοινότητας. Όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι η ψευδωνυμία δεν είχε διαρρεύσει προ της βράβευσης, καθώς, τελικά, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον του Διαδικτύου.
Εναν αιώνα πίσω, οι έφηβοι, που απάρτισαν τη “γενιά του ’20”, επέλεγαν ελληνοπρεπή ψευδώνυμα για να τα υποβάλλουν στο κριτήριο του Ξενόπουλου και έτσι να γίνουν αποδεκτοί ως διαπλασόπουλα. Δίκην παραδείγματος, θυμίζουμε τα ψευδώνυμα ορισμένων ποιητών από τους πρωτοκλασάτους της λεγόμενης και “γενιάς του Καρυωτάκη”. Πλην του Καρυωτάκη, που ξεκίνησε ως διαπλασόπουλο, με το όνομά του. Ενώ, όταν το ψευδώνυμο τέθηκε ως προϋπόθεση συμμετοχής, είχε ήδη στραφεί σε άλλα “παιδικά περιοδικά”. Ως “Αιθήρ” καταγράφηκε ο Λαπαθιώτης, ως “Κορινθιακόν κύμα” ο Ιωάννης Οικονομόπουλος, που μετέπειτα προτίμησε το Ρώμος Φιλύρας, ως “Νικητής της Αύριον” ο Μήτσος Παπανικολάου. Όπως θυμίζει η Έλλη Φιλοκύπρου στο βιβλίο της, που έχει ως θέμα την εν λόγω γενιά, ήταν “μια ομάδα ποιητών που συνέθεσαν ποιήματα απαισιοδοξίας και ήττας σε μια εποχή εθνικής έξαρσης και νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων”. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως τα ψευδώνυμά τους προμήνυαν τον ρομαντισμό που διέκρινε τη μετέπειτα στάση τους. Εξαίρεση αποτελεί το Τέλλος Άγρας του Ευαγγέλου Γ. Ιωάννου, το οποίο, αντί για διάθεση φυγής, διαπνέεται από εθνική υπερηφάνεια. Σύμφωνα με τη διατύπωση, που βρίσκουμε στα λήμματα παλαιότερων εγκυκλοπαιδειών, “το Τέλλος Άγρας είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητού Ευαγγέλου Γ. Ιωάννου”. Μόνο που δεν υπάρχει καμία λογοτεχνική εμφάνιση του Ευαγγέλου Γ. Ιωάννου. Αυτός υπήρξε μόνο δημόσιος υπάλληλος. Εξαρχής, ο άνθρωπος των γραμμάτων, ποιητής και κριτικός, εμφανίστηκε με το όνομα ενός Μακεδονομάχου. Για να ακριβολογούμε, με το ψευδώνυμο ενός Μακεδονομάχου. Δηλαδή, πρόκειται για δάνειο ψευδώνυμο.
Αν ο Ευάγγελος Γ. Ιωάννου πήρε υποχρεωτικά ψευδώνυμο για να δημοσιεύει στη «Διάπλαση των παίδων» και να συμμετέχει στους διαγωνισμούς της, ο Σαράντος Αγαπηνός, καθόσον ανθυπολοχαγός, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, χρειάστηκε ψευδώνυμο για να περάσει στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία. Το Τέλλος ήταν υποκοριστικό του ονόματός του, Σαράντος ή και Σαραντέλος, γι’ αυτό απαντάται και με ένα λάμδα. Ως δευτερότοκος γιος είχε πάρει το όνομα του εκ μητρός πάππου, του Λάκωνα Σαράντου Μαλτσινιώτη. Ο πατέρας του, εφέτης στο Ναύπλιο, το 1880, που γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, φρόντισε να τον γράψει στα Μητρώα Αρρένων της δικής του γενέτειρας, τους Γαργαλιάνους. Εκεί, δήλωσε και τους τρεις γιους του για να συνεχιστεί το ένδοξο γένος των Αγαπηνών. Μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο πατέρας και ο αδελφός του πατέρα του, οπλαρχηγοί στον Αγώνα του 1821, Δημογέροντες. Οι πατρικές φιλοδοξίες επαληθεύτηκαν. Ο δευτερότοκος γιος του κατόρθωσε να γραφεί στις δέλτους της Ιστορίας, αλλά ως Τέλλος Άγρας.
Άγρας, όπως η Αγροτέρα Άρτεμις, καθώς παιδιόθεν ονειρευόταν να βγει προς άγραν των Τούρκων, για να εκδικηθεί το κυνήγι από τους Τούρκους των Ελλήνων αξιωματικών στον Πόλεμο του 1897. Αυτήν την ντροπή επεδίωκαν τότε να ξεπλύνουν οι νεαροί Ευέλπιδες. Ο Αγαπηνός δεν ήθελε τη θέση στη Φρουρά της Αθήνας, που, ως αριστούχος της Σχολής, εδικαιούτο. Ζητούσε από τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο μετάθεση στη μεθοριακή γραμμή. Ανθυπολοχαγός, απόφοιτος της Σχολής Εύελπιδων, αλλά του 1891, ήταν και ο Παύλος Μελάς. Δέκα χρόνια μεγαλύτερος του Αγαπηνού, εκείνος συμμετείχε το 1897 και στις πολεμικές επιχειρήσεις του λεγόμενου “ατυχούς Πολέμου”. Οι δυο καπετάνιοι, ο Μίκης Ζέζας, όπως ήταν το ψευδώνυμο του Μελά, και ο Τέλλος Άγρας, έπεσαν θύματα δόλου Βούλγαρων κομιτατζήδων. Στον Μακεδονικό Αγώνα συνέβαλαν πρωτίστως μαχόμενοι. Στην έκβαση, όμως, του Αγώνα, βάρυνε ο μύθος, που καλλιεργήθηκε γύρω από αυτούς και τον θάνατό τους. Από μια σημερινή, πραγματίστικη άποψη, και οι δυο διαπνέονταν από πατριωτικό ρομαντισμό. Το ίδιο και ο, κατά 19 χρόνια νεότερος του Καπετάν Άγρα, ποιητής Τέλλος Άγρας.
Κάποιοι, σε διαφορετικές εποχές, είχαν απορήσει με την επιλογή του ψευδώνυμου. Ένας από αυτούς, ο Νάσος Δετζώρτζης, δώδεκα χρόνια μικρότερος του Άγρα, που τον διάβαζε από το δημοτικό στη «Διάπλαση των παίδων». Δεκαετίες αργότερα, αφού γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι, σε κείμενό του, δημοσιευμένο πολύ μετά τον θάνατο του Άγρα, απορεί: “Τι άβυσσους μπορεί να έκρυβε από τότε...τι ειρωνεία η εκλογή ενός τέτοιου ψευδωνύμου από ένα παιδί έντεκα χρόνων, που ήταν να γίνει ο ήσυχος συνεσταλμένος άνθρωπος...” Ενώ, ο Μυριβήλης, νεκρολογώντας τον, αναρωτιέται, “Γιατί τάχα πήρε αυτό το ψευδώνυμο”, καθώς τον συγκρίνει, “ασθενικό και δειλό”, με “τον λεβέντη και άφοβο Μακεδονομάχο Καπετάνιο”. Και συνεχίζει τα ρητορικά του ερωτήματα: “Ο ποιητής Ιωάννου από τι ψυχόρμητο τάχα σπρωγμένος πήρε τόνομα του ήρωα Τέλλου Άγρα; Ήταν η λαχτάρα του για την αντρίκεια λεβεντιά που τούλειπε και την ποθούσε, ή απλώς τόνε τράβηξε η μουσική των ήχων και του τονισμού που περιέχεται στις τέσσερις συλλαβές;”
Λησμονεί ο Μυριβήλης, πως ο ίδιος, εννέα χρόνια μεγαλύτερος του Άγρα, τον Σεπτέμβριο του 1912, μαζί με άλλους Λέσβιους φοιτητές, ζητούσε από τον Βενιζέλο να στρατευθεί, καθώς είχε αρχίσει η επιστράτευση για την προέλαση στο μακεδονικό χώρο, που σήμανε το ξεκίνημα του πρώτου Βαλκανικού πολέμου. Εκείνο το φθινόπωρο, ο Ιωάννου έφθανε στην Αθήνα για να γραφεί στο Γυμνάσιο και να αρχίσει να δημοσιεύει ως Τέλλος Άγρας στη «Διάπλαση των Παίδων», δίνοντας τις μάχες των διαγωνισμών της. Είχε από την προηγούμενη χρονιά εγκεκριμένο το ψευδώνυμό του, που όλα δείχνουν, πως το είχε επιλέξει πολύ νωρίτερα. Τότε, συμμετείχε στους διαγωνισμούς και έτερου περιοδικού που εξέδιδε το Γαλλικό Λύκειο Αθηνών, το «Παιδικός Αστήρ». Μάλιστα, στον δεύτερο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού, άνοιξη του 1912, επαινούνται τα διηγήματα Άγρα και Καρυωτάκη. Μαχόταν με σθένος, αν κρίνουμε από τα παράπονά του, όταν παίρνει ένα δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό της «Διάπλασης των Παίδων». Ούτε ασθενικός ούτε δειλός, αλλά ένα “enfant sublime”, σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, που, ευθύς εξ αρχής, τον ξεχώρισε.
Και οι δύο, πάντως, καθώς και άλλοι που εκφράζουν παρόμοιες απορίες, εμμένουν στην ηλικία του Ευάγγελου Ιωάννου, όταν επέλεξε το εν λόγω ψευδώνυμο, παρακάμπτοντας τον χρόνο, που έγινε αυτό και την ατμόσφαιρα που τότε επικρατούσε. Από το 1907, ο Ιωάννου ήταν συνδρομητής του περιοδικού με το όνομά του. Δεκέμβριο 1910, που ο Ξενόπουλος επισήμως έφτιαξε Στήλη Συνεργασίας Συνδρομητών, και μάλιστα, με τον αυστηρό κανονισμό, οι συνδρομητές να πάρουν ψευδώνυμα, έσπευσε από τους πρώτους να υποβάλει το δικό του προς έγκριση. Μήπως, όμως, το είχε επιλέξει πολύ νωρίτερα; Στις 7 Ιουνίου 1907, οι Βούλγαροι απαγχονίζουν τον Καπετάν Άγρα και τον σύντροφό του Αντώνη Μίγγα. Στις 9 Ιουνίου, παραμονή της Πεντηκοστής, Ψυχοσάββατο, τους βρίσκουν οι συμπολεμιστές τους και γίνεται η ταφή τους. Την επομένη φθάνει η είδηση στο Υπουργείο με τηλεγράφημα του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρου Κορομηλά. Στις 14 Ιουνίου, έχουν την είδηση πρωτοσέλιδο οι ελληνικές εφημερίδες. Στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο» του 1908, ο Μακεδονομάχος και συμπολεμιστής του Καπετάν Άγρα, Κων. Μαζαράκης-Αινιάν δημοσιεύει νεκρολογία.
Στις 23 Ιουνίου 1907, “τον νέο μάρτυρα θρήνησε, τον Τέλλο τον Αγαπηνό”, και ο Σουρής από τις στήλες του «Ρωμηού». Οχτώ χρόνων, δηλαδή ακριβώς το 1907, εξομολογείται ο Ιωάννου, πως έγραψε το πρώτο ποίημά του, επηρεασμένος από τα σατιρικά του Σουρή, καθώς ο πατέρας του, σχολάρχης τότε στο Λαύριο, παρακολουθούσε τον «Ρωμηό». Αλλά στην οικία του σχολάρχη έφθαναν ακόμη η «Εστία» του Δροσίνη αλλά και “η προστάτις των λαϊκών τάξεων” «Εσπερινή» του Πέτρου Γιάνναρου, με τα δραματικά μυθιστορήματα σε συνέχειες. Εκεί, διάβασε ο Ιωάννου, παιδί του δημοτικού, το μυθιστόρημα «Ο Κατσαντώνης της Μακεδονίας» και έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα. Μήπως, λοιπόν, το 1907, όταν γράφεται συνδρομητής με το όνομά του, σε κατάσταση οιστρηλασίας από όσα διαβάζει και ακούει να συζητούν οι μεγάλοι, αποφασίζει το ψευδώνυμό του;
Η ψευδώνυμη συνωνυμία Μακεδονομάχου και ποιητή έχει προκαλέσει αρκετή σύγχυση. Όταν, για παράδειγμα, στα οδωνυμικά, βρίσκεις οδό Τέλλου Άγρα, πρέπει να κάνεις βόλτα στη γειτονιά για να διαπιστώσεις κατά πόσο οι παράπλευροι δρόμοι φέρουν ονόματα στρατιωτικών ή ποιητών. Λ.χ., στην Αγία Παρασκευή, η οδός Τέλλου Άγρα τέμνει την Παύλου Μελά και την Στρατάρχου Παπάγου. Άρα, εκεί τίμησαν τον Μακεδονομάχο. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, η “γενιά του Καρυωτάκη”, με εξαίρεση το ζεύγος Καρυωτάκη-Πολυδούρη, δεν ήλκυσε δημοτικές αρχές και λοιπούς υπεύθυνους για τις ονομασίες δρόμων και δρομίσκων της περιοχής πρωτευούσης. Στις εγκυκλοπαίδειες παρατηρείται ευταξία, προηγείται το λήμμα του Μακεδονομάχου, έπεται του ποιητή. Ως προς την έκταση, τα κριτήρια είναι τα ιδεολογικά της κάθε εποχής. Συν τω χρόνω, μικραίνει το λήμμα του Μακεδονομάχου, φτάνοντας σήμερα να είναι μόλις το ένα τέταρτο εκείνου του ποιητή. Αναμενόμενο. Μόνη παραφωνία αποτελεί η ιστοσελίδα της BiblioNet του ΕΚΕΒΙ, όπου το λήμμα για τον Τέλλο Άγρα εικονογραφείται με τη φωτογραφία του Καπετάν Άγρα. Που σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι, αλλά και όσοι τη συμβουλεύονται, αγνοούν αμφοτέρους, τουλάχιστον φυσιογνωμικά. Τι άλλο να υποθέσουμε; Μόνο προχειρότητα;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 1/3/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου