8 Μαρτίου, η ημέρα της Γυναίκας. Για εκείνες, ημέρα γιορτής. Για εκείνους, επέτειος εορταστική ή ημέρα ήττας; Μεγάλο ή μικρό κακό να έχεις γυναίκα χειραφετημένη στο κεφάλι σου; Καλός ή κακός οιωνός να γεννηθείς την ημέρα της Γυναίκας; Θα γίνεις μεγάλος εραστής ή πιστός σύζυγος; Μετέωρα ερωτήματα για όσους ρέπουν προς την αστρολογία και προσδίδουν μεταφυσικές διαστάσεις σε αριθμητικές και άλλες συμπτώσεις. Απαισιόδοξα απαντούν οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη, που η γέννησή του, για μιας ημέρας καθυστέρηση, δεν συνέπεσε με την ημέρα της Γυναίκας: “Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν. / Για τη μάχη που κερδήθηκε. / Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.” Κι όμως, ο ίδιος υπήρξε ένας ερωτευμένος που παντρεύτηκε και τίποτα δεν τελείωσε. Παρά μερικούς μήνες θα προλάβαινε τη χρυσή επέτειο του γάμου του. Την επαύριον της σημερινής, 105ης ημέρας της Γυναίκας, θα γιόρταζε τα ενενηκοστά γενέθλιά του, γεννηθείς την 9η Μαρτίου 1925. Απεβίωσε δέκα χρόνια νωρίτερα, στις 23 Ιουνίου 2005, έχοντας συμπληρώσει κοντά μισό αιώνα έγγαμου βίου. Ρομαντικός ή συντηρητικός; Ίσως και τα δυο, με τον ιδιαίτερο τρόπο, που ορισμένοι Αριστεροί παλαιάς κοπής κατάφερναν να τα συνδυάζουν.
Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν και ξαναερωτεύτηκαν. Για όλα του έρωτα που ποτέ δεν τελειώνουν. Θα του απαντούσε ο φίλος του, ποιητής, Νάσος Βαγενάς, εκείνος γεννημένος την ημέρα της Γυναίκας, 8 Μαρτίου 1945, και εσαεί ερωτευμένος με τη Γυναίκα. Αλλά σερφάροντας στην ιστοσελίδα της BiblioNet, που ενίοτε σφάλλει, αλλά εξασφαλίζει άκοπα δημοσιεύσεις σε ακατατόπιστους, ανακαλύπτεις κι άλλους εορτάζοντες σήμερα τα γενέθλιά τους. Και για να παραμείνουμε στον “Όμιλο Φίλων Μανόλη Αναγνωστάκη”, σήμερα έχει γενέθλια ο Αλέξης Πολίτης – γεννημένος ίδια μέρα, ίδιο χρόνο με τον Βαγενά, για την ώρα, που είναι απαραίτητη στο υπολογισμό του ωροσκόπου, δυστυχώς, η BiblioNet δεν παρέχει πληροφορίες. Κι αυτός, εικάζουμε, με τον ίδιο στίχο θα απαντούσε, αν ήταν ποιητής. Αλλά είναι θεωρητικός και όλα, πλην του έρωτα, “τα ρομαντικά χρόνια”, “τις χαμηλές φωνές ποιητών”, τα αντιμετωπίζει αποκαθαρμένα ρομαντισμού. Ακόμη και “την ποιητική συνάντηση Καβάφη-Αναγνωστάκη”, στα ορεινά Ρούστικα Ρεθύμνου, πατρικό τόπο του ποιητή, ως πανεπιστημιακός θα πρέπει άψογα να την συντόνισε, αλλά στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος χώρου, εικάζουμε πως δεν θα πρέπει να ενέδωσε.
Υπάρχουν, όμως, και θεωρητικοί, φύσει παιγνιώδεις σε όλες τις εκφάνσεις του βίου. Αυτή ήταν η περίπτωση ενός άλλου νεοελληνιστή φιλόλογου, του Γ. Π. Σαββίδη, γεννημένου την μεθεπομένη της ημέρας της Γυναίκας. Την ερχόμενη Τετάρτη θα γιόρταζε τα 86α γενέθλιά του. Ήταν τέσσερα χρόνια νεότερος του Αναγνωστάκη, γεννηθείς στις 11 Μαρτίου 1929. Απεβίωσε δέκα χρόνια νωρίτερα από εκείνον, αλλά τον ίδιο μήνα, στις 11 Ιουνίου 1995.
Χάρις στην ημέρα της Γυναίκας, μνημονεύουμε τέσσερις επιφανείς των Γραμμάτων, εκ των οποίων οι δυο έδωσαν, οι άλλοι δυο εξακολουθούν, ακμαίοι πάντοτε, να δίνουν μέρος της πνευματικής τους ευρωστίας –μεγαλύτερο ή μικρότερο, θέμα ταμπεραμέντου– στη Γυναίκα. Εκείνο, όμως, που ενδιαφέρει ένα πλατύτερο κοινό, δεν είναι προφανώς οι επιδόσεις τους στο ερωτικό άθλημα, αλλά η θέση τους στο χώρο της λογοτεχνίας, καθώς πρόκειται για μία τετράδα προσώπων με επιρροή και πέραν των βιολογικών ορίων. Γιατί, αν ο λόγος του ζώντος ασκεί εξουσία, του τεθνεώτος απολαύει ισχύ θέσφατου. Αν, βεβαίως, υπάρχει κύκλος Αποστόλων, ήτοι φίλων και μαθητών. Η συγκεκριμένη τετράδα, δυο ποιητές δυο μελετητές, τον διαθέτει. Ανήκουν σε δυο διαφορετικές γενιές, την πρώτη και τη γενιά του ’70, ανάμεσα στις οποίες, υπερπηδώντας την πιο χαμηλόφωνη και κάπως συμπλεγματική δεύτερη, αναπτύχθηκε από νωρίς γόνιμο δίκτυο επαφών.
Τέσσερα πρόσωπα σημαίνει έξι διαπροσωπικές σχέσεις. Εδώ, διακρίνουμε τέσσερις φιλικές σχέσεις, μία φιλολογικής αντιπαλότητας και μια λανθάνουσα. Ως φιλικές τεκμαίρονται, από λογοτεχνικές παρουσιάσεις και αφιερωματικές δημοσιεύσεις, οι σχέσεις των δύο πρεσβύτερων με τους δύο νεότερους, όπου οι σχέσεις Αναγνωστάκη-Βαγενά και Σαββίδη-Πολίτη στάθηκαν στενότερες. Εμφανούς αντιπαλότητας είναι η σχέση των δυο νεότερων. Αμφότεροι νεοελληνιστές φιλόλογοι έχουν διαρκούς χαρακτήρα κριτικές διαμάχες, όπου “τση γκιόστρας το παιχνίδι” λαμβάνει κάθε φορά χώρα σε ανοιχτή αρένα, τουτέστιν με εκτενή δημοσιεύματα και δη, σε συνέχειες. Πέραν αυτών, υπάρχουν οι κριτικές που ο Σαββίδης γράφει ή δεν γράφει για τους δυο ποιητές. Ούτε ο Αναγνωστάκης ούτε ο Βαγενάς ανήκουν στους μετρημένους ποιητές της πρώτης και της γενιάς του ’70, αντιστοίχως, που αγαπά. Για τον ποιητή Αναγνωστάκη, δεν υπάρχει κριτική. Αν δεν σφάλλουμε, καθώς τα βιβλιογραφικά στοιχεία είναι ελλιπή. Η Βιβλιογραφία Αναγνωστάκη καταρτίζεται, του Σαββίδη έμεινε στο Σχεδίασμα του Δεκεμβρίου 1994.
Λανθάνουσα μένει η σχέση των δυο τεθνεώτων. Τα όποια τεκμήρια χάνονται με την αναχώρηση προσώπων ενός στενού κύκλου. Ποιοι θυμούνται πρόσωπα και καταστάσεις από την προδικτατορική Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα της δεκαετίας του ’80; Δυο πολύ κοντινοί άνθρωποι του Αναγνωστάκη απεβίωσαν μέσα στη δεκαετία από τον θάνατό του. Πρώτος έφυγε ο φίλος του από το 1951, ισόβιος κριτικός του έργου του από το πρώτο του βιβλίο, Αλέξ. Αργυρίου. Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του ποιητή, αποχώρησε τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο εκείνου. Μετά άλλα τέσσερα χρόνια απεβίωσε η Νόρα Αναγνωστάκη. Η άλλοτε ποτέ απόφοιτος της νομικής, Αθηναία Νόρα Βαρβέρη, που εγκατέλειψε επάγγελμα, τόπο, όνομα για να ακολουθήσει τον άντρα της ζωής της, έφυγε στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Ημερομηνία, που έχει χροιά παραίτησης.
Για τη συνάντηση Αναγνωστάκη - Σαββίδη στον Τύπο, μένει ένα βιβλίο και η κριτική του παρουσίαση. Είναι «Η χαμηλή φωνή», που εκδόθηκε Δεκέμβριο 1990. Όπως διευκρινίζεται ήδη από το εξώφυλλο, πρόκειται για “μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη”, με προσδιοριστικό υπότιτλο, “Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς”. Λιγότερο από μήνα αργότερα, δημοσιεύτηκε η κριτική του Σαββίδη, που διαφοροποιείται της γενικότερης τότε θερμής υποδοχής. Όχι τόσο λόγω των διαφωνιών που διατυπώνει, όσο χάρις στις πλαγίως ειρωνικές παρατηρήσεις, που αποτελούν χαρακτηριστικό των κριτικών του προσεγγίσεων.
Οι ευθείες βολές αφορούν κυρίως τον προλογιστή, Αλέξ. Αργυρίου, παρόλο που η συμβολή του στην έκδοση παρουσιάζεται περιορισμένη. Το όνομά του δεν αναγράφεται στη σελίδα τίτλου του βιβλίου και ο τίτλος του προλόγου του είναι μινιμαλιστικός, «Ένα σχόλιο (Ίσως όχι εντελώς περιττό...)». Ο Σαββίδης βρίσκει “χαλαρό” τον πρόλογο, κρίνοντας πως ο Αργυρίου ματαιοπονεί προσπαθώντας να διακρίνει μείζονες και ελάσσονες ποιητές. Ως έμμεσα υπόλογο αντιμετωπίζει τον Αναγνωστάκη, που δεν ανέπτυξε ο ίδιος το σκεπτικό της ανθολόγησης, αλλά και γιατί δεν εξέδωσε την προσωποπαγή αυθεντική μορφή της ανθολογίας του, που συμπεριλάμβανε καθαρολόγους της πρώτης αθηναϊκής σχολής, μείζονες και νεοτερικούς με τα χαμηλόφωνα ποιήματά τους. Αντ’ αυτών, προσαρμοζόμενος σε αλλότρια κριτήρια, ανθολόγησε “ελάσσονες”, όπως Λαπαθιώτη και Πορφύρα, που λέγεται ότι δεν του άρεσαν. Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο Σαββίδης συνοψίζει την ανθολογία με αριθμητικά στοιχεία: 160 ποιήματα, 30 άνδρες-2 γυναίκες, μέσος όρος 5 ποιήματα ανά συγγραφέα, 6 ανθολογούνται με ένα ποίημα, 9 με περισσότερα των 5, 12 ο Μελαχρινός, 15 ο Καρυωτάκης, 17 ο Άγρας. Ενώ, σημειώνει στην χρονολογική παράταξη την “αινιγματική” πρόταξη του Γρυπάρη, αμέσως μετά τον Μαβίλη.
Αυτές οι παρατηρήσεις πρόσφεραν την αφορμή στον Ανθολόγο για μία απάντηση. Να επισημάνει τα λάθη της συνοπτικής παρουσίασης: 149 ποιήματα, μικρότερος μέσος όρος, με 10 ποιήματα ανθολογείται ο Μελαχρινός, ή ακόμη, ότι, στην παράθεση, υπάρχουν κι άλλες παρεκκλίσεις από την ηλικιακή σειρά. Και με την ευκαιρία, να λύσει απορίες, σκιαγραφώντας το ποιητικό του σύμπαν από τις απαρχές της δημιουργίας του μέχρι τις σατιρικές εκβλαστήσεις του τέλους. Το πώς είχε αρχίσει την ανθολογία από τα μαθητικά του χρόνια αντιγράφοντας τα ποιήματα με το χέρι, τη μεγάλη συμπάθεια που είχε στη ρίμα και την παραδοσιακή στιχουργία, το γιατί να προηγείται ο Γρυπάρης ή να πρωτεύει σε “καλά ποιήματα” ο Άγρας. Απάντηση εκ μέρους του Αναγνωστάκη ή δημόσια σχόλια δεν υπήρξαν.
Γράφοντας προ εβδομάδων για τα “ποιητικά” του Τέλλου Άγρα, αναφέραμε πως την τελευταία ανθολογία “χαμηλής φωνής” την έκανε ένας τελευταίος ρομαντικός. Εκεί, υπαινισσόμαστε τον Αναγνωστάκη. Χαρακτηρίζεις, όμως, τον Αναγνωστάκη ρομαντικό; Γιατί όχι; Ήταν φύση εσωστρεφής. Ήταν απαισιόδοξος. Έκανε ουτοπικές επιλογές. Τα ποιήματά του διαπνέονται από ευαισθησία, συναισθηματισμό, νοσταλγία. “Πολλά είναι κουρδισμένα στον παραδοσιακό τρόπο γραφής.” Αν ο χαρακτηρισμός ρομαντικός ξενίζει στην περίπτωσή του, είναι γιατί δείχνει να έρχεται σε αντίθεση με το εννοιολογικά κατηγορηματικό αριστερός. Αλλά, σήμερα, το αριστερός κατέληξε ετικέτα-ομπρέλα για τους πλέον διιστάμενους χαρακτήρες και ετερόκλιτες συμπεριφορές. Εκείνος ανήκε σε μια προ καιρού αφανισθείσα δράκα από ρομαντικούς επαναστάτες.
Στην ΕΠΟΝ, στο Κόμμα, έγκλειστος στις φυλακές Επταπυργίου υπό την απειλή εκτέλεσης της θανατικής ποινής. Μετά, στη σύντομη προδικτατορική “άνοιξη”, ένας από τους στυλοβάτες στα πολιτιστικά της Αριστεράς. Αργότερα, όταν η απογοήτευση αρχίζει να πυκνώνει, κάνει την εκ διαμέτρου αντίθετη ουτοπική επιλογή, αυτήν της σιωπής. Δεν αντέχεται, όμως, η σιωπή από ένα τόσο γόνιμο ποιητικό ταμπεραμέντο. Τότε, ανοίγει λαγούμι στη σάτιρα, με τον Μανούσο Φάσση, που “συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να λιμνάζει στα τελματώδη νερά της ομοιοκαταληξίας”. Μέχρι που εντοπίζουν το λαγούμι του καραδοκούντες φιλόλογοι και το φλομώνουν με δοξαστικά αέρια. Εκείνος το εγκαταλείπει. Σιωπά και ο Μανούσος Φάσσης. Τότε είναι που θυμάται την παιδιόθεν φιλαναγνωσία του. Εκδίδει την χαμηλόφωνη ανθολογία με καμιά τριανταριά ποιητές, στήνει τη σειρά πεζογραφικής παράδοσης με προπέτασμα τους μείζονες, να ανοίγουν το δρόμο στους άλλους που “κανείς δεν τους ήξερε”. Βρήκαν οι νεοελληνιστές να αρμέγουν. Μέχρι που “παραδίνεται” ολοσχερώς στην κοινωνικότητα της συντρόφου του, παρευρισκόμενος σε βραδινές μαζώξεις, στις οποίες όλο και λιγοστεύουν τα πρόσώπα συγγενούς ταμπεραμέντου. Εκείνος συνεχίζει να υπομειδιά αινιγματικά. Ίσως, και ενθυμούμενος τους Λαυρέντιους, που είχε την τύχη να συναπαντήσει στο ζόρικο βίο του.
Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν και ξαναερωτεύτηκαν. Για όλα του έρωτα που ποτέ δεν τελειώνουν. Θα του απαντούσε ο φίλος του, ποιητής, Νάσος Βαγενάς, εκείνος γεννημένος την ημέρα της Γυναίκας, 8 Μαρτίου 1945, και εσαεί ερωτευμένος με τη Γυναίκα. Αλλά σερφάροντας στην ιστοσελίδα της BiblioNet, που ενίοτε σφάλλει, αλλά εξασφαλίζει άκοπα δημοσιεύσεις σε ακατατόπιστους, ανακαλύπτεις κι άλλους εορτάζοντες σήμερα τα γενέθλιά τους. Και για να παραμείνουμε στον “Όμιλο Φίλων Μανόλη Αναγνωστάκη”, σήμερα έχει γενέθλια ο Αλέξης Πολίτης – γεννημένος ίδια μέρα, ίδιο χρόνο με τον Βαγενά, για την ώρα, που είναι απαραίτητη στο υπολογισμό του ωροσκόπου, δυστυχώς, η BiblioNet δεν παρέχει πληροφορίες. Κι αυτός, εικάζουμε, με τον ίδιο στίχο θα απαντούσε, αν ήταν ποιητής. Αλλά είναι θεωρητικός και όλα, πλην του έρωτα, “τα ρομαντικά χρόνια”, “τις χαμηλές φωνές ποιητών”, τα αντιμετωπίζει αποκαθαρμένα ρομαντισμού. Ακόμη και “την ποιητική συνάντηση Καβάφη-Αναγνωστάκη”, στα ορεινά Ρούστικα Ρεθύμνου, πατρικό τόπο του ποιητή, ως πανεπιστημιακός θα πρέπει άψογα να την συντόνισε, αλλά στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος χώρου, εικάζουμε πως δεν θα πρέπει να ενέδωσε.
Υπάρχουν, όμως, και θεωρητικοί, φύσει παιγνιώδεις σε όλες τις εκφάνσεις του βίου. Αυτή ήταν η περίπτωση ενός άλλου νεοελληνιστή φιλόλογου, του Γ. Π. Σαββίδη, γεννημένου την μεθεπομένη της ημέρας της Γυναίκας. Την ερχόμενη Τετάρτη θα γιόρταζε τα 86α γενέθλιά του. Ήταν τέσσερα χρόνια νεότερος του Αναγνωστάκη, γεννηθείς στις 11 Μαρτίου 1929. Απεβίωσε δέκα χρόνια νωρίτερα από εκείνον, αλλά τον ίδιο μήνα, στις 11 Ιουνίου 1995.
Χάρις στην ημέρα της Γυναίκας, μνημονεύουμε τέσσερις επιφανείς των Γραμμάτων, εκ των οποίων οι δυο έδωσαν, οι άλλοι δυο εξακολουθούν, ακμαίοι πάντοτε, να δίνουν μέρος της πνευματικής τους ευρωστίας –μεγαλύτερο ή μικρότερο, θέμα ταμπεραμέντου– στη Γυναίκα. Εκείνο, όμως, που ενδιαφέρει ένα πλατύτερο κοινό, δεν είναι προφανώς οι επιδόσεις τους στο ερωτικό άθλημα, αλλά η θέση τους στο χώρο της λογοτεχνίας, καθώς πρόκειται για μία τετράδα προσώπων με επιρροή και πέραν των βιολογικών ορίων. Γιατί, αν ο λόγος του ζώντος ασκεί εξουσία, του τεθνεώτος απολαύει ισχύ θέσφατου. Αν, βεβαίως, υπάρχει κύκλος Αποστόλων, ήτοι φίλων και μαθητών. Η συγκεκριμένη τετράδα, δυο ποιητές δυο μελετητές, τον διαθέτει. Ανήκουν σε δυο διαφορετικές γενιές, την πρώτη και τη γενιά του ’70, ανάμεσα στις οποίες, υπερπηδώντας την πιο χαμηλόφωνη και κάπως συμπλεγματική δεύτερη, αναπτύχθηκε από νωρίς γόνιμο δίκτυο επαφών.
Τέσσερα πρόσωπα σημαίνει έξι διαπροσωπικές σχέσεις. Εδώ, διακρίνουμε τέσσερις φιλικές σχέσεις, μία φιλολογικής αντιπαλότητας και μια λανθάνουσα. Ως φιλικές τεκμαίρονται, από λογοτεχνικές παρουσιάσεις και αφιερωματικές δημοσιεύσεις, οι σχέσεις των δύο πρεσβύτερων με τους δύο νεότερους, όπου οι σχέσεις Αναγνωστάκη-Βαγενά και Σαββίδη-Πολίτη στάθηκαν στενότερες. Εμφανούς αντιπαλότητας είναι η σχέση των δυο νεότερων. Αμφότεροι νεοελληνιστές φιλόλογοι έχουν διαρκούς χαρακτήρα κριτικές διαμάχες, όπου “τση γκιόστρας το παιχνίδι” λαμβάνει κάθε φορά χώρα σε ανοιχτή αρένα, τουτέστιν με εκτενή δημοσιεύματα και δη, σε συνέχειες. Πέραν αυτών, υπάρχουν οι κριτικές που ο Σαββίδης γράφει ή δεν γράφει για τους δυο ποιητές. Ούτε ο Αναγνωστάκης ούτε ο Βαγενάς ανήκουν στους μετρημένους ποιητές της πρώτης και της γενιάς του ’70, αντιστοίχως, που αγαπά. Για τον ποιητή Αναγνωστάκη, δεν υπάρχει κριτική. Αν δεν σφάλλουμε, καθώς τα βιβλιογραφικά στοιχεία είναι ελλιπή. Η Βιβλιογραφία Αναγνωστάκη καταρτίζεται, του Σαββίδη έμεινε στο Σχεδίασμα του Δεκεμβρίου 1994.
Λανθάνουσα μένει η σχέση των δυο τεθνεώτων. Τα όποια τεκμήρια χάνονται με την αναχώρηση προσώπων ενός στενού κύκλου. Ποιοι θυμούνται πρόσωπα και καταστάσεις από την προδικτατορική Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα της δεκαετίας του ’80; Δυο πολύ κοντινοί άνθρωποι του Αναγνωστάκη απεβίωσαν μέσα στη δεκαετία από τον θάνατό του. Πρώτος έφυγε ο φίλος του από το 1951, ισόβιος κριτικός του έργου του από το πρώτο του βιβλίο, Αλέξ. Αργυρίου. Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του ποιητή, αποχώρησε τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο εκείνου. Μετά άλλα τέσσερα χρόνια απεβίωσε η Νόρα Αναγνωστάκη. Η άλλοτε ποτέ απόφοιτος της νομικής, Αθηναία Νόρα Βαρβέρη, που εγκατέλειψε επάγγελμα, τόπο, όνομα για να ακολουθήσει τον άντρα της ζωής της, έφυγε στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Ημερομηνία, που έχει χροιά παραίτησης.
Για τη συνάντηση Αναγνωστάκη - Σαββίδη στον Τύπο, μένει ένα βιβλίο και η κριτική του παρουσίαση. Είναι «Η χαμηλή φωνή», που εκδόθηκε Δεκέμβριο 1990. Όπως διευκρινίζεται ήδη από το εξώφυλλο, πρόκειται για “μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη”, με προσδιοριστικό υπότιτλο, “Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς”. Λιγότερο από μήνα αργότερα, δημοσιεύτηκε η κριτική του Σαββίδη, που διαφοροποιείται της γενικότερης τότε θερμής υποδοχής. Όχι τόσο λόγω των διαφωνιών που διατυπώνει, όσο χάρις στις πλαγίως ειρωνικές παρατηρήσεις, που αποτελούν χαρακτηριστικό των κριτικών του προσεγγίσεων.
Οι ευθείες βολές αφορούν κυρίως τον προλογιστή, Αλέξ. Αργυρίου, παρόλο που η συμβολή του στην έκδοση παρουσιάζεται περιορισμένη. Το όνομά του δεν αναγράφεται στη σελίδα τίτλου του βιβλίου και ο τίτλος του προλόγου του είναι μινιμαλιστικός, «Ένα σχόλιο (Ίσως όχι εντελώς περιττό...)». Ο Σαββίδης βρίσκει “χαλαρό” τον πρόλογο, κρίνοντας πως ο Αργυρίου ματαιοπονεί προσπαθώντας να διακρίνει μείζονες και ελάσσονες ποιητές. Ως έμμεσα υπόλογο αντιμετωπίζει τον Αναγνωστάκη, που δεν ανέπτυξε ο ίδιος το σκεπτικό της ανθολόγησης, αλλά και γιατί δεν εξέδωσε την προσωποπαγή αυθεντική μορφή της ανθολογίας του, που συμπεριλάμβανε καθαρολόγους της πρώτης αθηναϊκής σχολής, μείζονες και νεοτερικούς με τα χαμηλόφωνα ποιήματά τους. Αντ’ αυτών, προσαρμοζόμενος σε αλλότρια κριτήρια, ανθολόγησε “ελάσσονες”, όπως Λαπαθιώτη και Πορφύρα, που λέγεται ότι δεν του άρεσαν. Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο Σαββίδης συνοψίζει την ανθολογία με αριθμητικά στοιχεία: 160 ποιήματα, 30 άνδρες-2 γυναίκες, μέσος όρος 5 ποιήματα ανά συγγραφέα, 6 ανθολογούνται με ένα ποίημα, 9 με περισσότερα των 5, 12 ο Μελαχρινός, 15 ο Καρυωτάκης, 17 ο Άγρας. Ενώ, σημειώνει στην χρονολογική παράταξη την “αινιγματική” πρόταξη του Γρυπάρη, αμέσως μετά τον Μαβίλη.
Αυτές οι παρατηρήσεις πρόσφεραν την αφορμή στον Ανθολόγο για μία απάντηση. Να επισημάνει τα λάθη της συνοπτικής παρουσίασης: 149 ποιήματα, μικρότερος μέσος όρος, με 10 ποιήματα ανθολογείται ο Μελαχρινός, ή ακόμη, ότι, στην παράθεση, υπάρχουν κι άλλες παρεκκλίσεις από την ηλικιακή σειρά. Και με την ευκαιρία, να λύσει απορίες, σκιαγραφώντας το ποιητικό του σύμπαν από τις απαρχές της δημιουργίας του μέχρι τις σατιρικές εκβλαστήσεις του τέλους. Το πώς είχε αρχίσει την ανθολογία από τα μαθητικά του χρόνια αντιγράφοντας τα ποιήματα με το χέρι, τη μεγάλη συμπάθεια που είχε στη ρίμα και την παραδοσιακή στιχουργία, το γιατί να προηγείται ο Γρυπάρης ή να πρωτεύει σε “καλά ποιήματα” ο Άγρας. Απάντηση εκ μέρους του Αναγνωστάκη ή δημόσια σχόλια δεν υπήρξαν.
Γράφοντας προ εβδομάδων για τα “ποιητικά” του Τέλλου Άγρα, αναφέραμε πως την τελευταία ανθολογία “χαμηλής φωνής” την έκανε ένας τελευταίος ρομαντικός. Εκεί, υπαινισσόμαστε τον Αναγνωστάκη. Χαρακτηρίζεις, όμως, τον Αναγνωστάκη ρομαντικό; Γιατί όχι; Ήταν φύση εσωστρεφής. Ήταν απαισιόδοξος. Έκανε ουτοπικές επιλογές. Τα ποιήματά του διαπνέονται από ευαισθησία, συναισθηματισμό, νοσταλγία. “Πολλά είναι κουρδισμένα στον παραδοσιακό τρόπο γραφής.” Αν ο χαρακτηρισμός ρομαντικός ξενίζει στην περίπτωσή του, είναι γιατί δείχνει να έρχεται σε αντίθεση με το εννοιολογικά κατηγορηματικό αριστερός. Αλλά, σήμερα, το αριστερός κατέληξε ετικέτα-ομπρέλα για τους πλέον διιστάμενους χαρακτήρες και ετερόκλιτες συμπεριφορές. Εκείνος ανήκε σε μια προ καιρού αφανισθείσα δράκα από ρομαντικούς επαναστάτες.
Στην ΕΠΟΝ, στο Κόμμα, έγκλειστος στις φυλακές Επταπυργίου υπό την απειλή εκτέλεσης της θανατικής ποινής. Μετά, στη σύντομη προδικτατορική “άνοιξη”, ένας από τους στυλοβάτες στα πολιτιστικά της Αριστεράς. Αργότερα, όταν η απογοήτευση αρχίζει να πυκνώνει, κάνει την εκ διαμέτρου αντίθετη ουτοπική επιλογή, αυτήν της σιωπής. Δεν αντέχεται, όμως, η σιωπή από ένα τόσο γόνιμο ποιητικό ταμπεραμέντο. Τότε, ανοίγει λαγούμι στη σάτιρα, με τον Μανούσο Φάσση, που “συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να λιμνάζει στα τελματώδη νερά της ομοιοκαταληξίας”. Μέχρι που εντοπίζουν το λαγούμι του καραδοκούντες φιλόλογοι και το φλομώνουν με δοξαστικά αέρια. Εκείνος το εγκαταλείπει. Σιωπά και ο Μανούσος Φάσσης. Τότε είναι που θυμάται την παιδιόθεν φιλαναγνωσία του. Εκδίδει την χαμηλόφωνη ανθολογία με καμιά τριανταριά ποιητές, στήνει τη σειρά πεζογραφικής παράδοσης με προπέτασμα τους μείζονες, να ανοίγουν το δρόμο στους άλλους που “κανείς δεν τους ήξερε”. Βρήκαν οι νεοελληνιστές να αρμέγουν. Μέχρι που “παραδίνεται” ολοσχερώς στην κοινωνικότητα της συντρόφου του, παρευρισκόμενος σε βραδινές μαζώξεις, στις οποίες όλο και λιγοστεύουν τα πρόσώπα συγγενούς ταμπεραμέντου. Εκείνος συνεχίζει να υπομειδιά αινιγματικά. Ίσως, και ενθυμούμενος τους Λαυρέντιους, που είχε την τύχη να συναπαντήσει στο ζόρικο βίο του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/3/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου