Ιωάννα Παρασκευοπούλου
«Το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ιστορικά οράματα 1834-2013»
Εκδόσεις Πόλις
Μάιος 2015
«Το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ιστορικά οράματα 1834-2013»
Εκδόσεις Πόλις
Μάιος 2015
Ισως,
μία μελέτη με θέμα ένα νεκροταφείο να μην αποτελεί την
καλύτερη ιδέα για την Κυριακή των εκλογών. Πιθανόν, να μην
είναι ούτε καν κατάλληλη επιλογή, καθώς μπορεί να
παρερμηνευθεί και να εκληφθεί ότι εκφράζει πνεύμα ηττοπάθειας
ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τη δυσχερή
μελλοντική πορεία της χώρας. Γενικότερα, ο λόγος περί
νεκροταφείων δείχνει παράταιρος μία ημέρα, που θεωρείται
“εορτή της δημοκρατίας”. Ωστόσο, το κύριο χαρακτηριστικό
αυτής της όλως ιδιαίτερης Κυριακής είναι η μεγάλη
συγκινησιακή φόρτιση, με κυρίαρχα συναισθήματα την αγωνία,
κάποτε το φόβο, σίγουρα την ανασφάλεια. Ένα σημαντικό μέρος
του πληθυσμού θα πρέπει να πνίγεται από το άγχος. Παρά την
έλλειψη σχετικών στατιστικών μετρήσεων, αυτή η ψυχολογική
κατάσταση, ενδεχομένως να αυξάνει τις πιθανότητες να
επέλθει το μοιραίο, αδόκητα και πρόωρα, ιδίως σε επιρρεπείς
ηλικίες, όπως εκείνες των μάχιμων ενηλίκων, προ παντός ανδρών.
Φιλοσοφώντας προς κατευνασμό του εκνευρισμού, ποιος δεν
ανακαλεί τη ρήση του Ευαγγελιστή, “ματαιότης ματαιοτήτων, τα
πάντα ματαιότης”. Οπότε, σχεδόν αναπόφευκτα, η συνειρμική
αλληλουχία οδηγεί στο χώρο του νεκροταφείου. Για την τόσο
ποθητή, σε ημέρα έντασης, ψυχική γαλήνη, προβάλλει ως τόπος
αναπαύσεως. Φωτεινός, χλοερός, δροσιστικός, τουτέστιν,
πραϋντικός.
Ας μην λησμονούμε, πως, μετά τον εκχριστιανισμό, κυρίαρχη πίστη αποτέλεσε ο λόγος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που ορίζει πως “ο τόπος κομητήριον ωνόμασται, ίνα μάθης ότι οι τετελευτηκότες και ενταύθα κείμενοι ου τεθνήκασι, αλλά κοιμώνται”. Η χριστιανική παραμυθία παραμέρισε το αρχαίο νεκροτάφιον και στη θέση του πρόκρινε το κοιμητήριο. Λέξη γλυκόηχη, πρόσφορη για το πλέξιμο στίχων. “Σε κοιμητήριο είναι στημένα / δυο κυπαρίσσια / αδελφωμένα / που πρασινίζουνε μες στους σταυρούς”, γράφει ο Σολωμός. Μέχρι ο αντισυμβατικός Ηλίας Πετρόπουλος, στους στερνούς του μήνες, όταν συνταίριαζε καταγραφές περιδιαβάσεων σε νεκροταφεία, προσθέτοντας εναγώνιες σημειώσεις, το «Ελλάδος κοιμητήρια» επέλεξε ως τίτλο γι’ αυτό που αποκαλούσε “το βιβλίο της ζωής του”.
Παραδόξως, στο θέμα του θανάτου, πιθανώς και σε άλλα παρεμφερούς ευαισθησίας, ο επιχειρούμενος σήμερα αποχριστιανισμός βραδυπορεί, αυτός μάλιστα της γλώσσας περισσότερο από τον ιδεολογικό. Όταν το ζεύγος Γιάλομ, ο Ίρβιν και η Μέρλιν, ετοίμασε την αντίστοιχη καταγραφή για τις ΗΠΑ, αντίστοιχο τίτλο πρόκρινε: «The american resting places: Four hundred years of History through our cemeteries and burial grounds». Παρεμβαίνει, όμως, ο Έλληνας μεταφραστής και αποδίδει τους τόπους αναπαύσεως ως νεκροταφεία. Η χριστιανική Ευρώπη προτίμησε τη λέξη κοιμητήριο για την ονοματοδοσία “του τόπου αιωνίας αναπαύσεως”. Από το coemeterium λατινιστί, προέκυψαν, κατά την αγγλική, γαλλική, ιταλική φωνητική προσαρμογή, αντιστοίχως, τα cemetery, cimetiere, cimitero. Μόνο οι Γερμανοί, αντί για το ελληνικό δάνειο, προτίμησαν να πλάσουν δική τους λέξη, προτάσσοντας την ειρήνη της κοιμήσεως: friedhof. Παρομοίως, η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη, αν δεν σφάλλουμε, σημαίνει “το σπίτι του επόμενου κόσμου”. Η ονομασία “το σπίτι των τάφων” είναι μεταγενέστερη, όπως το begrabnisplatz ή το graveyard, και αντιστοιχεί στη λέξη νεκροταφείο, που μαρτυρείται από το 1833. Ένα χρόνο αργότερα, 1834, τοποθετεί την ίδρυση του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών η Ιωάννα Παρασκευοπούλου, γεννημένη μετά ενάμιση αιώνα, το 1984.
“Ενάμιση χρόνο επισκεπτόταν μνήματα και διάβαζε, έγραφε και σκεφτόταν μόνο για τάφους και θανάτους. Η επιστημονική της ηθική είχε εξαντληθεί.” Όμως, ο επιβλέπων καθηγητής, Γιώργος Κρητικός της ζητά να γράψει τα συμπεράσματα από όσα διάβασε. Επί λέξει, της είπε, “είσαι το χόμπιτ με το δαχτυλίδι, έχεις φτάσει στο βουνό και πρέπει να πας στην κορυφή, μην τα παρατάς”. Και εκείνη θυμήθηκε το ανθρωποειδές από το «Χόμπιτ» και τη συνέχειά του, τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», “αδιαφόρησε για το βάρος της κατάθλιψης και έγραψε αφ’ υψηλού τα συμπεράσματα”. Αυτά εξομολογείται στο προλογικό κεφάλαιο με τις “ευχαριστίες”. Άλλη λογοτεχνική αναφορά στη μελέτη της δεν υπάρχει. Όποιος αναμένει μνεία στον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο και την βραβευμένη ποιητική του συλλογή «Στόνοι» ή παράθεση πεισιθάνατων στίχων από τον «Φανό του Κοιμητηρίου Αθηνών», θα απογοητευτεί. Αλλά, ακριβώς, στη μνεία του Τόλκιν αντί του υιού Παπαρρηγόπουλου, και γενικότερα στην ευρωπαϊκή οπτική αντί της ελληνοκεντρικής, έγκειται το ενδιαφέρον της μελέτης. Άλλωστε, τόσο ο επιβλέπων καθηγητής όσο και η αντιπρύτανης του Χαροκόπειου Ευαγγελία Γεωργιτσογιάννη, που την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη θεματική των νεκροταφείων, ολοκλήρωσαν μεταπτυχιακές σπουδές, αντιστοίχως, σε Αγγλία και Γαλλία. Η δεύτερη, μάλιστα, προσέγγισε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα νεκροταφεία, όταν ερεύνησε τα γλυπτά μνημεία της ελληνικής κοινότητας στο Σουλινά της Ρουμανίας. Παρομοίως, η Παρασκευοπούλου, στο βιογραφικό της, αποκαλύπτει ότι ετοιμάζει τις βαλίτσες της για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, όπου θα ερευνήσει “τον θεσμό των νεκροταφείων στην Ευρώπη”.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι παρατηρήσεις της αποκτούν διαφορετική αξία. Εκ πρώτης όψεως, ορισμένες λεκτικές επιλογές της ξενίζουν. Φροντίζει, ωστόσο, να διευκρινίσει το πώς τις αντιλαμβάνεται, μετά μία ανανοηματοδότηση σύμφωνη με το τρέχον εκσυγχρονιστικό πνεύμα. Όπως, για παράδειγμα, ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, «Το μοντέρνο νεκροταφείο», όπου και εισάγει στο θέμα της μελέτης της. Πιθανώς, νεωτερίζον, έστω και νεωτερικό, αλλά μοντέρνο δεν θα χαρακτηριζόταν το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Μάλλον εννοεί συγχρονικό της εποχής του. Επίσης, ο υπότιτλος της μελέτης, “ιστορικά οράματα” δεν φαίνεται να ταιριάζει στο ρομαντικό-κλασικιστικό πνεύμα των Βαυαρών, αλλά ούτε στους σχεδιασμούς των εκάστοτε δημάρχων, είτε πραγματοποιούνται είτε μένουν σκέτες προθέσεις. Οράματα ή και οραματισμοί ενέχουν την έννοια του ιδανικού, εκτός κι αν στενέψουν νοηματικά, όπως συμβαίνει στον λόγο των πολιτικών, όπου εκφράζουν το αγγλικό vision, που δηλώνει διορατική ικανότητα. Όπως και να έχει, τα γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, από τα πλέον αρχαιοπρεπή μέχρι τα εξιδανικευμένα ρεαλιστικά, γενικότερα, η αποθεωτική παρουσία των νεκρών στη μαρμάρινη νεκρόπολη, μάλλον δεν δείχνουν “ιδεολογικό θρίαμβο του ορθολογισμού επί της μεταφυσικής”, που, κατά τη μελετήτρια, χαρακτηρίζει “το μοντέρνο νεκροταφείο”.
Το αντικείμενο της μελέτης είναι συγκεκριμένο. Αφορά το αρχειακό υλικό και το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο και συγκεντρώνεται με επιμέλεια. Αποδελτιώνονται οι Πράξεις Δημοτικού Συμβουλίου Αθηνών σε χρονικό βάθος 172 ετών. Αυτό σημαίνει 111 Συνεδριάσεις, κατανεμημένες στους τρεις αιώνες ύπαρξης του Νεκροταφείου: 1841-1899, 23. Εικοστός, 69. 2000-2012, 19. Λανθάνουν τα πρώτα χρόνια, από τις 5 Μαΐ. 1834, όταν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Βασιλικό Διάταγμα, που απαγόρευε ταφές στις εκκλησίες και στους πέριξ αυτών χώρους. Κατά τον Δημήτριο Καμπούρογλου, η τελευταία ταφή, που έγινε μέσα σε εκκλησία, ήταν μίας μαίας στην παριλισσία Αγία Φωτεινή. Πάντως, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, σώζεται έγγραφο της Γραμματείας των Στρατιωτικών, της 8ης Απρ. 1835, με το οποίο ενημερώνεται ο Όθωνας, ότι απαγορεύτηκαν οι ενταφιασμοί περί την Πηγή Καλλιρόη, λόγω ακαταλληλότητας του τόπου. Ενώ, έτερο έγγραφο, από τον Δεκ. του 1837, αναφέρεται στην περιτείχιση του Νεκροταφείου. Ενδιαμέσως, το 1835, νομοθετήθηκε ο θεσμός των Δημάρχων. Επίσης, στα τέλη του 1835 αλλάζει ο Βαυαρός υπεύθυνος του Δήμου για το κτηματολόγιο και την τοπογραφική αποτύπωση. Αποχωρεί ο αρχιτέκτων υπολοχαγός Γουλιέλμος Βάιλερ και αναλαμβάνει ο Φρειδερίκος Στάουφερτ, που είναι και ο πρώτος υπεύθυνος μηχανικός για το Νεκροταφείο.
Ίσως, να μην ήταν περιττή μία αναζήτηση της μελετήτριας και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, προς περαιτέρω εξακρίβωση του έτους ή και της ημερομηνίας ίδρυσης. Παρατηρείται, πάντως, μεγαλύτερη ερευνητική προσπάθεια για τα δυο αλλόθρησκα τμήματά του, το προτεσταντικό και το εβραϊκό. Στη Βιβλιογραφία της μελέτης χωλαίνουν οι ελληνικές πηγές, όπου υπάρχουν κυρίως βιβλία γενικότερου εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντος και ελάχιστα επί του συγκεκριμένου θέματος της μελέτης. Ακόμη και στα πρώτα, κάποτε δίνεται αντί του πρωτότυπου παραπομπή στην αγγλική μετάφραση, όπως στην «Ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας. 1839-1970» του Άλκη Ξανθάκη.
Δεν το αναφέρουμε για να υποδείξουμε παραλήψεις της μελέτης, αλλά, ακριβώς, γιατί πιστεύουμε ότι δεν εκφράζουν αμέλεια. Η Παρασκευοπούλου αναπτύσσει απόψεις και αξιολογήσεις, που γίνονται ευκρινέστερες στην συγκριτική αντιμετώπιση του κυρίως Νεκροταφείου και των δυο αλλόθρησκων τμημάτων του, στα οποία αφιερώνει το δεύτερο κεφάλαιο, εξ ημισείας. Σε αυτό, οι προθέσεις της δηλώνονται ήδη με τους τίτλους: το προτεσταντικό τμήμα τιτλοφορείται «Μια φιλελεύθερη νεκρόπολη», το εβραϊκό «Μια ρομαντική νεκρόπολη». Σε καθένα, αναφέρεται συνοπτικά στο θρήσκευμα, εξαίροντας τους πρωτοστάτες, όπου και αναπτύσσει το πώς αντιλαμβάνεται τους δυο χαρακτηρισμούς, φιλελεύθερος και ρομαντικός. Σε αντιστοιχία, ασκεί αυστηρή κριτική στις ελλαδικές αρχές, κρατικές και δημοτικές. Δεν αρκείται στην παράθεση γεγονότων, αλλά προχωράει σε ιδεολογικές ερμηνείες, διατυπωμένες από καθέδρας, σε ειρωνικούς, συχνά εμφατικούς, τόνους.
Μάλλον θα αγγίξει τις λεπτές χορδές ορισμένων αναγνωστών η άποψη, πως το εβραϊκό είναι το πιο “φιλολογικό” τμήμα μέσα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Η μελετήτρια, πάντως, την αιτιολογεί: “τα επιτύμβια επιγράμματα αφηγούνται διαρκώς πόσο σημαντικοί είναι οι νεκροί, ως άνθρωποι και μόνο, μιλώντας για πηγαία καθολικά χαρακτηριστικά”. Παραπέμπει στο Επίμετρο, όπου παρατίθενται επιλεκτικά κάποια από τα ταφικά Επιγράμματα. Μόνο που αυτή η παραπομπή απουσιάζει. Το πιθανότερο, ο Δαίμων του Τυπογραφείου παρενέβη, θεωρώντας πως, σε μελέτη ελληνικού νεκροταφείου, τόση έκταση στο αλλόθρησκο στοιχείο συνιστά έλλειψη του μέτρου. Πέραν της φιλολογικής ανωτερότητας του εβραϊκού τμήματος, αυτό, πάντα κατά την μελετήτρια, υπερτερεί και ως προς τον ρομαντικό χαρακτήρα. Ως κατακλείδα έρχεται η απόφανση: “Το Εβραϊκό Νεκροταφείο, όχι μόνο αισθητικά, αλλά και φιλοσοφικά, αποτελεί το πιο ρομαντικό ή, για την ακρίβεια, τον μοναδικό πραγματικά ρομαντικό χώρο του Α΄ Νεκροταφείου.”
Είθισται, φιλολογικό να αποκαλείται το νεκροταφείο μίας πόλης, όπου βρίσκονται ενταφιασμένοι οι επιφανέστεροι των λογίων. Παράδειγμα, το Περ Λασαίζ του Παρισιού, όπου ο τάφος και του Μπαλζάκ. Αν και το λίγο παλαιότερο, του Μονπαρνάς, διεκδικεί μερίδιο, όπου έχει ταφεί και το ζευγος Σαρτρ-Μποβουάρ. Εκεί, ενταφιάστηκε ο Αδαμάντιος Κοραής, που, από το 1877, συγκαταλέγεται στους επιφανείς του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Κάτι που διαφεύγει παντελώς μίας μελέτης δέσμιας συγκεκριμένου αρχειακού υλικού, από το οποίο απουσιάζουν, για παράδειγμα, τα αρχεία των εφημερίδων, και το οποίο σχετίζεται άμεσα με τον τόπο, είναι ο πάνδημος χαρακτήρας ταφής ορισμένων επιφανών προσώπων. Η ταφή του Παλαμά, την 28η Φεβ. 1943, με την πατριωτική έξαρση και το μνημειώδες, “Ηχήστε σάλπιγγες” του Σικελιανού ή, επίσης, η εκφορά και ταφή του Σεφέρη στις 22 Σεπ. 1971, λαϊκό προσκύνημα και αντιδικτατορική διαδήλωση, συνιστούν αμφότερα ιστορικά γεγονότα, ταυτιζόμενα ευθέως με το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Τέλος, όσο αφορά το ρομαντισμό του χώρου, σώζεται μόνο ως μαρτυρία ποιητών, εν πολλοίς λησμονημένων, Δρίβας, Παπατσώνης, Ανθίας και άλλοι “καταραμένοι” του Μεσοπολέμου. Αισθαντικές ψυχές, που η μελαγχολία τα βράδια τους έφερνε στο Νεκροταφείο. Τα εξομολογείται ένας από αυτούς, ο Νίκος Βέλμος, στο περιοδικό του, το «Φραγκέλιο». Αλλά πως να φτάσει αυτός ο ρομαντισμός, υπό μία έννοια ακραίος, στους νεότερους δάσκαλους και φοιτητές, όταν τα λησμονούν οι παλαιότεροι, που, σήμερα, καταρτίζουν εγκυκλοπαίδειες, λεξικά και γραμματολογίες. Παρόλα αυτά, ως χώρος έχει εδώ και καιρό ενταχθεί στους Τουριστικούς Περιπάτους του αθηναϊκού κέντρου.
Ας μην λησμονούμε, πως, μετά τον εκχριστιανισμό, κυρίαρχη πίστη αποτέλεσε ο λόγος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που ορίζει πως “ο τόπος κομητήριον ωνόμασται, ίνα μάθης ότι οι τετελευτηκότες και ενταύθα κείμενοι ου τεθνήκασι, αλλά κοιμώνται”. Η χριστιανική παραμυθία παραμέρισε το αρχαίο νεκροτάφιον και στη θέση του πρόκρινε το κοιμητήριο. Λέξη γλυκόηχη, πρόσφορη για το πλέξιμο στίχων. “Σε κοιμητήριο είναι στημένα / δυο κυπαρίσσια / αδελφωμένα / που πρασινίζουνε μες στους σταυρούς”, γράφει ο Σολωμός. Μέχρι ο αντισυμβατικός Ηλίας Πετρόπουλος, στους στερνούς του μήνες, όταν συνταίριαζε καταγραφές περιδιαβάσεων σε νεκροταφεία, προσθέτοντας εναγώνιες σημειώσεις, το «Ελλάδος κοιμητήρια» επέλεξε ως τίτλο γι’ αυτό που αποκαλούσε “το βιβλίο της ζωής του”.
Παραδόξως, στο θέμα του θανάτου, πιθανώς και σε άλλα παρεμφερούς ευαισθησίας, ο επιχειρούμενος σήμερα αποχριστιανισμός βραδυπορεί, αυτός μάλιστα της γλώσσας περισσότερο από τον ιδεολογικό. Όταν το ζεύγος Γιάλομ, ο Ίρβιν και η Μέρλιν, ετοίμασε την αντίστοιχη καταγραφή για τις ΗΠΑ, αντίστοιχο τίτλο πρόκρινε: «The american resting places: Four hundred years of History through our cemeteries and burial grounds». Παρεμβαίνει, όμως, ο Έλληνας μεταφραστής και αποδίδει τους τόπους αναπαύσεως ως νεκροταφεία. Η χριστιανική Ευρώπη προτίμησε τη λέξη κοιμητήριο για την ονοματοδοσία “του τόπου αιωνίας αναπαύσεως”. Από το coemeterium λατινιστί, προέκυψαν, κατά την αγγλική, γαλλική, ιταλική φωνητική προσαρμογή, αντιστοίχως, τα cemetery, cimetiere, cimitero. Μόνο οι Γερμανοί, αντί για το ελληνικό δάνειο, προτίμησαν να πλάσουν δική τους λέξη, προτάσσοντας την ειρήνη της κοιμήσεως: friedhof. Παρομοίως, η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη, αν δεν σφάλλουμε, σημαίνει “το σπίτι του επόμενου κόσμου”. Η ονομασία “το σπίτι των τάφων” είναι μεταγενέστερη, όπως το begrabnisplatz ή το graveyard, και αντιστοιχεί στη λέξη νεκροταφείο, που μαρτυρείται από το 1833. Ένα χρόνο αργότερα, 1834, τοποθετεί την ίδρυση του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών η Ιωάννα Παρασκευοπούλου, γεννημένη μετά ενάμιση αιώνα, το 1984.
“Ενάμιση χρόνο επισκεπτόταν μνήματα και διάβαζε, έγραφε και σκεφτόταν μόνο για τάφους και θανάτους. Η επιστημονική της ηθική είχε εξαντληθεί.” Όμως, ο επιβλέπων καθηγητής, Γιώργος Κρητικός της ζητά να γράψει τα συμπεράσματα από όσα διάβασε. Επί λέξει, της είπε, “είσαι το χόμπιτ με το δαχτυλίδι, έχεις φτάσει στο βουνό και πρέπει να πας στην κορυφή, μην τα παρατάς”. Και εκείνη θυμήθηκε το ανθρωποειδές από το «Χόμπιτ» και τη συνέχειά του, τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», “αδιαφόρησε για το βάρος της κατάθλιψης και έγραψε αφ’ υψηλού τα συμπεράσματα”. Αυτά εξομολογείται στο προλογικό κεφάλαιο με τις “ευχαριστίες”. Άλλη λογοτεχνική αναφορά στη μελέτη της δεν υπάρχει. Όποιος αναμένει μνεία στον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο και την βραβευμένη ποιητική του συλλογή «Στόνοι» ή παράθεση πεισιθάνατων στίχων από τον «Φανό του Κοιμητηρίου Αθηνών», θα απογοητευτεί. Αλλά, ακριβώς, στη μνεία του Τόλκιν αντί του υιού Παπαρρηγόπουλου, και γενικότερα στην ευρωπαϊκή οπτική αντί της ελληνοκεντρικής, έγκειται το ενδιαφέρον της μελέτης. Άλλωστε, τόσο ο επιβλέπων καθηγητής όσο και η αντιπρύτανης του Χαροκόπειου Ευαγγελία Γεωργιτσογιάννη, που την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη θεματική των νεκροταφείων, ολοκλήρωσαν μεταπτυχιακές σπουδές, αντιστοίχως, σε Αγγλία και Γαλλία. Η δεύτερη, μάλιστα, προσέγγισε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα νεκροταφεία, όταν ερεύνησε τα γλυπτά μνημεία της ελληνικής κοινότητας στο Σουλινά της Ρουμανίας. Παρομοίως, η Παρασκευοπούλου, στο βιογραφικό της, αποκαλύπτει ότι ετοιμάζει τις βαλίτσες της για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, όπου θα ερευνήσει “τον θεσμό των νεκροταφείων στην Ευρώπη”.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι παρατηρήσεις της αποκτούν διαφορετική αξία. Εκ πρώτης όψεως, ορισμένες λεκτικές επιλογές της ξενίζουν. Φροντίζει, ωστόσο, να διευκρινίσει το πώς τις αντιλαμβάνεται, μετά μία ανανοηματοδότηση σύμφωνη με το τρέχον εκσυγχρονιστικό πνεύμα. Όπως, για παράδειγμα, ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, «Το μοντέρνο νεκροταφείο», όπου και εισάγει στο θέμα της μελέτης της. Πιθανώς, νεωτερίζον, έστω και νεωτερικό, αλλά μοντέρνο δεν θα χαρακτηριζόταν το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Μάλλον εννοεί συγχρονικό της εποχής του. Επίσης, ο υπότιτλος της μελέτης, “ιστορικά οράματα” δεν φαίνεται να ταιριάζει στο ρομαντικό-κλασικιστικό πνεύμα των Βαυαρών, αλλά ούτε στους σχεδιασμούς των εκάστοτε δημάρχων, είτε πραγματοποιούνται είτε μένουν σκέτες προθέσεις. Οράματα ή και οραματισμοί ενέχουν την έννοια του ιδανικού, εκτός κι αν στενέψουν νοηματικά, όπως συμβαίνει στον λόγο των πολιτικών, όπου εκφράζουν το αγγλικό vision, που δηλώνει διορατική ικανότητα. Όπως και να έχει, τα γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, από τα πλέον αρχαιοπρεπή μέχρι τα εξιδανικευμένα ρεαλιστικά, γενικότερα, η αποθεωτική παρουσία των νεκρών στη μαρμάρινη νεκρόπολη, μάλλον δεν δείχνουν “ιδεολογικό θρίαμβο του ορθολογισμού επί της μεταφυσικής”, που, κατά τη μελετήτρια, χαρακτηρίζει “το μοντέρνο νεκροταφείο”.
Το αντικείμενο της μελέτης είναι συγκεκριμένο. Αφορά το αρχειακό υλικό και το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο και συγκεντρώνεται με επιμέλεια. Αποδελτιώνονται οι Πράξεις Δημοτικού Συμβουλίου Αθηνών σε χρονικό βάθος 172 ετών. Αυτό σημαίνει 111 Συνεδριάσεις, κατανεμημένες στους τρεις αιώνες ύπαρξης του Νεκροταφείου: 1841-1899, 23. Εικοστός, 69. 2000-2012, 19. Λανθάνουν τα πρώτα χρόνια, από τις 5 Μαΐ. 1834, όταν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Βασιλικό Διάταγμα, που απαγόρευε ταφές στις εκκλησίες και στους πέριξ αυτών χώρους. Κατά τον Δημήτριο Καμπούρογλου, η τελευταία ταφή, που έγινε μέσα σε εκκλησία, ήταν μίας μαίας στην παριλισσία Αγία Φωτεινή. Πάντως, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, σώζεται έγγραφο της Γραμματείας των Στρατιωτικών, της 8ης Απρ. 1835, με το οποίο ενημερώνεται ο Όθωνας, ότι απαγορεύτηκαν οι ενταφιασμοί περί την Πηγή Καλλιρόη, λόγω ακαταλληλότητας του τόπου. Ενώ, έτερο έγγραφο, από τον Δεκ. του 1837, αναφέρεται στην περιτείχιση του Νεκροταφείου. Ενδιαμέσως, το 1835, νομοθετήθηκε ο θεσμός των Δημάρχων. Επίσης, στα τέλη του 1835 αλλάζει ο Βαυαρός υπεύθυνος του Δήμου για το κτηματολόγιο και την τοπογραφική αποτύπωση. Αποχωρεί ο αρχιτέκτων υπολοχαγός Γουλιέλμος Βάιλερ και αναλαμβάνει ο Φρειδερίκος Στάουφερτ, που είναι και ο πρώτος υπεύθυνος μηχανικός για το Νεκροταφείο.
Ίσως, να μην ήταν περιττή μία αναζήτηση της μελετήτριας και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, προς περαιτέρω εξακρίβωση του έτους ή και της ημερομηνίας ίδρυσης. Παρατηρείται, πάντως, μεγαλύτερη ερευνητική προσπάθεια για τα δυο αλλόθρησκα τμήματά του, το προτεσταντικό και το εβραϊκό. Στη Βιβλιογραφία της μελέτης χωλαίνουν οι ελληνικές πηγές, όπου υπάρχουν κυρίως βιβλία γενικότερου εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντος και ελάχιστα επί του συγκεκριμένου θέματος της μελέτης. Ακόμη και στα πρώτα, κάποτε δίνεται αντί του πρωτότυπου παραπομπή στην αγγλική μετάφραση, όπως στην «Ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας. 1839-1970» του Άλκη Ξανθάκη.
Δεν το αναφέρουμε για να υποδείξουμε παραλήψεις της μελέτης, αλλά, ακριβώς, γιατί πιστεύουμε ότι δεν εκφράζουν αμέλεια. Η Παρασκευοπούλου αναπτύσσει απόψεις και αξιολογήσεις, που γίνονται ευκρινέστερες στην συγκριτική αντιμετώπιση του κυρίως Νεκροταφείου και των δυο αλλόθρησκων τμημάτων του, στα οποία αφιερώνει το δεύτερο κεφάλαιο, εξ ημισείας. Σε αυτό, οι προθέσεις της δηλώνονται ήδη με τους τίτλους: το προτεσταντικό τμήμα τιτλοφορείται «Μια φιλελεύθερη νεκρόπολη», το εβραϊκό «Μια ρομαντική νεκρόπολη». Σε καθένα, αναφέρεται συνοπτικά στο θρήσκευμα, εξαίροντας τους πρωτοστάτες, όπου και αναπτύσσει το πώς αντιλαμβάνεται τους δυο χαρακτηρισμούς, φιλελεύθερος και ρομαντικός. Σε αντιστοιχία, ασκεί αυστηρή κριτική στις ελλαδικές αρχές, κρατικές και δημοτικές. Δεν αρκείται στην παράθεση γεγονότων, αλλά προχωράει σε ιδεολογικές ερμηνείες, διατυπωμένες από καθέδρας, σε ειρωνικούς, συχνά εμφατικούς, τόνους.
Μάλλον θα αγγίξει τις λεπτές χορδές ορισμένων αναγνωστών η άποψη, πως το εβραϊκό είναι το πιο “φιλολογικό” τμήμα μέσα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Η μελετήτρια, πάντως, την αιτιολογεί: “τα επιτύμβια επιγράμματα αφηγούνται διαρκώς πόσο σημαντικοί είναι οι νεκροί, ως άνθρωποι και μόνο, μιλώντας για πηγαία καθολικά χαρακτηριστικά”. Παραπέμπει στο Επίμετρο, όπου παρατίθενται επιλεκτικά κάποια από τα ταφικά Επιγράμματα. Μόνο που αυτή η παραπομπή απουσιάζει. Το πιθανότερο, ο Δαίμων του Τυπογραφείου παρενέβη, θεωρώντας πως, σε μελέτη ελληνικού νεκροταφείου, τόση έκταση στο αλλόθρησκο στοιχείο συνιστά έλλειψη του μέτρου. Πέραν της φιλολογικής ανωτερότητας του εβραϊκού τμήματος, αυτό, πάντα κατά την μελετήτρια, υπερτερεί και ως προς τον ρομαντικό χαρακτήρα. Ως κατακλείδα έρχεται η απόφανση: “Το Εβραϊκό Νεκροταφείο, όχι μόνο αισθητικά, αλλά και φιλοσοφικά, αποτελεί το πιο ρομαντικό ή, για την ακρίβεια, τον μοναδικό πραγματικά ρομαντικό χώρο του Α΄ Νεκροταφείου.”
Είθισται, φιλολογικό να αποκαλείται το νεκροταφείο μίας πόλης, όπου βρίσκονται ενταφιασμένοι οι επιφανέστεροι των λογίων. Παράδειγμα, το Περ Λασαίζ του Παρισιού, όπου ο τάφος και του Μπαλζάκ. Αν και το λίγο παλαιότερο, του Μονπαρνάς, διεκδικεί μερίδιο, όπου έχει ταφεί και το ζευγος Σαρτρ-Μποβουάρ. Εκεί, ενταφιάστηκε ο Αδαμάντιος Κοραής, που, από το 1877, συγκαταλέγεται στους επιφανείς του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Κάτι που διαφεύγει παντελώς μίας μελέτης δέσμιας συγκεκριμένου αρχειακού υλικού, από το οποίο απουσιάζουν, για παράδειγμα, τα αρχεία των εφημερίδων, και το οποίο σχετίζεται άμεσα με τον τόπο, είναι ο πάνδημος χαρακτήρας ταφής ορισμένων επιφανών προσώπων. Η ταφή του Παλαμά, την 28η Φεβ. 1943, με την πατριωτική έξαρση και το μνημειώδες, “Ηχήστε σάλπιγγες” του Σικελιανού ή, επίσης, η εκφορά και ταφή του Σεφέρη στις 22 Σεπ. 1971, λαϊκό προσκύνημα και αντιδικτατορική διαδήλωση, συνιστούν αμφότερα ιστορικά γεγονότα, ταυτιζόμενα ευθέως με το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Τέλος, όσο αφορά το ρομαντισμό του χώρου, σώζεται μόνο ως μαρτυρία ποιητών, εν πολλοίς λησμονημένων, Δρίβας, Παπατσώνης, Ανθίας και άλλοι “καταραμένοι” του Μεσοπολέμου. Αισθαντικές ψυχές, που η μελαγχολία τα βράδια τους έφερνε στο Νεκροταφείο. Τα εξομολογείται ένας από αυτούς, ο Νίκος Βέλμος, στο περιοδικό του, το «Φραγκέλιο». Αλλά πως να φτάσει αυτός ο ρομαντισμός, υπό μία έννοια ακραίος, στους νεότερους δάσκαλους και φοιτητές, όταν τα λησμονούν οι παλαιότεροι, που, σήμερα, καταρτίζουν εγκυκλοπαίδειες, λεξικά και γραμματολογίες. Παρόλα αυτά, ως χώρος έχει εδώ και καιρό ενταχθεί στους Τουριστικούς Περιπάτους του αθηναϊκού κέντρου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/9/2015.
1 σχόλιο:
Ο Βέλμος και η παρέα του "Φραγκέλιου" στο Α' Νεκροταφείο. Βόλτες, αναφορές στους σημαντικούς γλύπτες του και συζητήσεις με τον νεκροφύλακα... Τι τεράστιο θέμα!!!
Δημοσίευση σχολίου