Ηλίας Λ. Παπαμόσχος
«Η αλεπού της σκάλας
και άλλες ιστορίες»
Εκδόσεις Κίχλη
Ιούνιος 2015
«Η αλεπού της σκάλας
και άλλες ιστορίες»
Εκδόσεις Κίχλη
Ιούνιος 2015
Αισίως, τα εκατόστισε ο Ηλίας Παπαμόσχος, με άκλειστα τα πενήντα και παρότι ξεκίνησε σχετικά αργά, κοντά σαραντάρης. Αναφερόμαστε, προφανώς, στα διηγήματά του, ειδικότερα, τα δημοσιευμένα σε βιβλίο, καθώς, τα τελευταία χρόνια, με τα μπλογκ και τις λοιπές ηλεκτρονικές αναρτήσεις, τα δημοσιοποιημένα μπορεί να είναι πολύ περισσότερα. Καίτοι μόνιμος κάτοικος Καστοριάς, εδώ και σχεδόν μία εικοσαετία, κατόρθωσε να σπάσει το φράγμα του 0λύμπου, που αρκετούς Βορειοελλαδίτες συγγραφείς, ιδίως διηγηματογράφους, είχε ανακόψει στο παρελθόν, και να εκδώσει πέντε συλλογές διηγημάτων, μέσα σε έντεκα χρόνια, σε τρεις εκδοτικούς οίκους, αθηναϊκούς, δυο μεγάλους και τον τρίτο, προσώρας μικρό, αλλά με τη φήμη επίλεκτων εκδόσεων. Η πρόσφατη συλλογή είναι η πιο ολιγοσέλιδη, αν και μετρά 23 διηγήματα. Όταν, προ τετραετίας, σχολιάζαμε την τέταρτη συλλογή, αθροίζαμε λανθασμένα το σύνολο του τότε έργου του σε 76 διηγήματα, ενώ ανερχόταν σε 77.
Η αβλεψία είχε προκύψει, γιατί στηριζόμαστε στις σελίδες των περιεχομένων, όπου, στο πρώτο βιβλίο, καταγράφονται 15 διηγήματα αντί 16, καθώς παραλείπεται το τελευταίο, με τίτλο «Νόστος». Σε αυτό, ο συγγραφέας δηλώνει ευθέως τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των γραπτών του, εξομολογούμενος τον δικό του νόστο. “Γύρισα στο γενέθλιο τοπίο, το διαυγές και γενναιόδωρο, που υπομονετικά τόσα χρόνια με περίμενε, φυλάγοντας στο χώμα του τους πόθους που δεν κάρπισαν αλλού...” Καταληκτικά, προσθέτει, “Την ευτυχία μου μηρυκάζω και πίσω δεν κοιτώ...” Υπερβάλλει ως προς την διάρκεια και το επώδυνο της αποδημίας του, καταπώς κάνουν συνήθως οι μυθοπλάστες. Μόλις δώδεκα χρόνια κράτησε ο ξενιτεμός του, συνυπολογιζομένων των σπουδών. Κι όμως, σε συνέντευξη, προ τριετίας, εμμένει: “Στην Αθήνα δημιούργησα συνθήκες ασφυξίας. Ήξερα πως το κοίτασμα βρισκόταν στη γενέτειρα.”
Γεωλόγος σπούδασε ο Παπαμόσχος, παρά τις ενδιάμεσες αλλότριες απασχολήσεις του, σε επιχειρήσεις βιβλίων και δερμάτων, θα θυμάται πως η συσσώρευση ορυκτών κατάλληλων προς εκμετάλλευση περιορίζεται σε ορισμένα μόνο στρώματα γης. Τουτέστιν “το κοίτασμα” κάποτε σώζεται. Εξαρχής, έτυχε ευνοϊκής κριτικής υποδοχής, που κατέληξε εγκωμιαστική, καθώς παλαιότεροι μάστορες διηγηματογράφοι τού έδωσαν το χρίσμα, οπότε και οι νεότεροι βιβλιοπαρουσιαστές ανεβάζουν τους τόνους. Αυτή η ευθυνόφοβη τακτική είναι χαρακτηριστική της λογοτεχνικής κριτικής, ιδίως τα τελευταία χρόνια, και δείχνει τον ετερόφωτο τρόπο που γράφεται. Αυτό μπορεί να το εκμεταλλευθεί ένας συγγραφέας, που διαισθάνεται πως η έμπνευσή του στραγγίζει. Όντας σίγουρος πως δεν θα γίνει αντιληπτό, νοθεύει ελαφρώς την πραμάτειά του με ό,τι του βρίσκεται.
Ένας, όμως, που διαθέτει λογοτεχνική συνείδηση, δεν πρέπει να εφησυχάζει, καθώς ο κίνδυνος έκπτωσης καραδοκεί, ιδίως όταν προσεγγίζει τα μολυσμένα αθηναϊκά ύδατα. Με αυτό το σκεπτικό, μένει ερώτημα, κατά πόσο ο Παπαμόσχος τα εκατόστισε τα διηγήματά του. Ή μήπως η καινούρια συλλογή αποτελείται μεν από 23 σύντομα πεζά, αλλά πολύ λιγότερα είναι τα αντλημένα από “το κοίτασμα”. Προς καθησύχαση, ο συγγραφέας πρόσθεσε το σύντομο κείμενο του οπισθόφυλλου: “Αν κάτι δένει τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό είναι ο τόπος... ” Μα ο τόπος δένει τις ιστορίες και των τεσσάρων προηγούμενων βιβλίων του. Γιατί, σε αυτό ειδικά, υψώνει σημαία την εντοπιότητα. Μας θυμίζει τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων οικοδομημάτων, που σπεύδουν, τελειώνοντας την καταπάτηση, να αναρτήσουν την γαλανόλευκη. Κατά τα άλλα, ο Παπαμόσχος φαίνεται να θεωρεί, πως η γλώσσα, κατ’ επέκταση και το ύφος, αρκούν για να χαρακτηριστεί το πεζό, διήγημα. Κι όμως, το διήγημα είναι κάτι περισσότερο. Αλλά οι σχοινοτενείς ιστορίες, από την μία, που σερβίρονται δίκην διηγήματος, και στο άλλο άκρο, το βάφτισμα του οιουδήποτε σύντομου πεζού, μέχρι και της μίας φράσης, σε μπονζάι διήγημα, όπου, παρεμπιπτόντως, αμφότερα μπορεί να διαθέτουν ύφος, μάλλον έχουν θολώσει την περί διηγήματος αντίληψη. Όπως και να έχει, αυτήν τη φορά, δεν αναφέρεται στο οπισθόφυλλο ως τόπος η Καστοριά, αλλά πιο αόριστα, πως “η πυξίδα των ιστοριών σημαδεύει τον βορρά.”
Από τα πεζά της πρόσφατης συλλογής, που πιστεύουμε ότι διαφοροποιούνται, είναι και τα 13 που είχαν πρώτη δημοσίευση σε έντυπο. Και στις προηγούμενες συλλογές, συμπεριλαμβάνονται ορισμένες ιστορίες, που έχουν πρώτες δημοσιεύσεις. Ξεκινούν από την εφημερίδα «Οδός» της Καστοριάς, ενώ, από την τρίτη συλλογή, προστίθενται δημοσιεύσεις σε ένα θεσσαλονικιώτικο περιοδικό και τρία αθηναϊκά. Στην πρόσφατη, υπάρχουν δημοσιεύσεις, επιπροσθέτως, σε δυο αθηναϊκές εφημερίδες. Αυτές έχουν τον διαφορετικό χαρακτήρα ενός κατά παραγγελία κειμένου. Λ.χ., το καταληκτικό διήγημα δημοσιεύθηκε σε ειδική έκδοση εφημερίδας για το Δεκαπενταύγουστο του 2013, η οποία έχει τον τίτλο, «Μήτηρ Θεού, μητέρα των ανθρώπων». Οκτώ άλλα δημοσιεύτηκαν στη στήλη με “πρωτότυπα σύντομα κείμενα” που κρατούσε ο συγγραφέας το 2011 σε ένθετο έτερης εφημερίδας. Σε αυτά, ο συγγραφέας επανέρχεται στα θέματα των διηγημάτων του, όπως τα κυνήγια ή τα πάθη της γιαγιάς. Διαφέρει, όμως, η αφήγηση. Λείπει το χαρακτηριστικό πεισιθάνατο κλίμα, που αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο των διηγημάτων του. Σαν να γίνονται παραχωρήσεις μην και χαλάσει η διάθεση του αναγνώστη εφημερίδας. Επιπλέον, εκείνα της μόνιμης στήλης συχνά επιδιώκουν κάποιον επικαιρικό χαρακτήρα, ενώ προσδίδουν διδακτική χροιά στο δέσιμο του μύθου, επιστρατεύοντας, προς έμφαση, αποφθεγματικές φράσεις.
Ειδικά, το επετειακό του Δεκαπενταύγουστου τείνει προς μια “πρόζα που πάει να χορέψει”, μακράν “της πυκνότητας του ποιητικού λόγου”. Αλλά και μερικά από τα ανέκδοτα, όπως το ομότιτλο, που, σε ένα κρεσέντο ζωοφιλίας, προσθέτει έναν ακόμη τίτλο με αλεπούδες, αυτή “στη σκάλα”, ενώ η προηγούμενη, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, είναι “στην πλαγιά”. “Ο Σεφέρης είναι για μένα σχολείο. Είναι ένα χειρουργείο της γλώσσας”, έχει δηλώσει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του. Ο Σεφέρης, λοιπόν, έχει αποφανθεί, πως παρόμοια πρόζα είναι “κακή πρόζα”. Μπορεί να έχει δίκιο ο ποιητής, ταιριάζει, ωστόσο, σε ένα κείμενο αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ή στη νεκρολογία αγαπητής φίλης, που τιτλοφορείται «Κοτσύφι» και είναι το ένα από τα δυο κείμενα τα δημοσιευμένα στην καστοριανή εφημερίδα. Σε αυτό, ο αφηγητής, καθώς προσπαθεί να συνταιριάσει τις ροδιές με τον μύθο της Περσεφόνης, παραλλάσσοντας και συμπληρώνοντας τον μύθο του κότσυφα, φαίνεται σαν να δοκιμάζεται αφηγηματικά. Κάτι, που γίνεται εμφανέστερο στην κατακλείδα του διηγήματος, όπου και δυσκολεύεται να δέσει τα παράταιρα ευρήματα. Η οπτική αλλάζει, με την αφιέρωση του κειμένου, “στη Νένη Τσαδήλα”, και την ημερομηνία δημοσίευσης, 5/2/2015. Σχεδόν συνομήλικη του συγγραφέα η Ελένη Τσαδήλα, ηθοποιός, σκηνοθέτις, κυρίως δημιουργός του Πολιτιστικού Συλλόγου «Το σπασμένο ρόδι», απεβίωσε, μόλις συμπληρωμένα τα πενήντα, στις 15/1/2015.
Ο Παπαμόσχος συνηθίζει αφιερώσεις και μότο. Μέχρι που υπάρχει και μόνιμος, σε κάθε συλλογή, αποδέκτης αφιερωματικού διηγήματος. Στην πρόσφατη συλλογή, αν δεν σφάλλουμε, οι αφιερώσεις δείχνουν προς Καστοριανούς. Για τα μότο, προτιμά ξένους συγγραφείς και από Έλληνες, μόνο ποιητές. Στην πρόσφατη, τα δυο μότο, με στίχους από το «ΥΓ.» του Μανόλη Αναγνωστάκη, σηματοδοτούν εμμέσως ως σκηνικό χώρο των διηγημάτων την Θεσσαλονίκη, ενώ ο κυρίως κορμός μένει εντός της γενέθλιας περιμέτρου. Κατ’ εξαίρεση, προβλέπεται μότο για ολόκληρη τη συλλογή, αλλά όχι κάτι ηχηρό, όπως το απόφθεγμα από την “βίβλο” των Ταοϊστών του πρώτου βιβλίου, ούτε εμπειρίκειο, όπως στο τρίτο. Πρόκειται για δάνεια φράση από διήγημα Καστοριανού, του Γιώργου Γκολομπία. Στο σχολιασμό της προηγούμενης συλλογής, με αφορμή το ομότιτλο διήγημα, «Ο μυς της καρδιάς», που έχει ως θέμα τον οδυνηρό θάνατο “του φίλου του Γιώργου”, παρατηρούσαμε πως θα αναμενόταν να τον ονοματίζει. Είχε προηγηθεί, στην τρίτη συλλογή, ένα αφιερωμένο σε εκείνον διήγημα, «Τούρτα τάρτα», από εκείνα τα λιγοστά εύθυμα, με τις μικροαπολαύσεις, τα χούγια και τα πάθη γιαγιάδων και παππούδων.
Με το μότο της πρόσφατης συλλογής, εξοφλεί τα δάνεια από το φίλο του, όπως, μεταξύ άλλων, οι γερόντισσες, αλλά και η βαριά, λιμναία ατμόσφαιρα. Τα εξοφλεί ή μήπως, τα δικαιολογεί, καθώς, με το μότο, φαίνεται να διεκδικεί μερίδιο: “Μπορεί όμως κι από μόνος μου να ήξερα την ιστορία.” Αυτό, πάντως, θα ήταν πληρέστερο, με αναφορά του συγκεκριμένου διηγήματος, «Το άρρωστο σπίτι», από το οποίο έχει αντληθεί. Είναι ένα από τα επτά διηγήματα της μίας και μοναδικής, μεταθανάτιας συλλογής, που απέκτησε ο Γκολομπίας, με τίτλο, «Ψάχνοντας το χρυσάφι». Εκεί, θα πρέπει να το διάβασε ο Παπαμόσχος. Αν και η πρώτη δημοσίευσή του είναι στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Το Παραμιλητό», χειμώνας 1988-89. Μόλις πέντε χρόνια διαφορά ηλικίας έχουν ο Γκολομπίας και ο Παπαμόσχος, όμως υπάρχει αισθητή διαφορά. Είναι ενδεικτικό, πως ο Γκολομπίας και δυο-τρεις φίλοι της γενιάς του ’80, για να εκφραστούν, έφτιαξαν «Το Παραμιλητό», ενώ ο Παπαμόσχος, ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος και τέσσερις ακόμη, όλοι πρωτοεμφανισθέντες μέσα στη πρώτη δεκαετία του 21ου συγκρότησαν “μια κλειστή ηλεκτρονική παρέα σε ένα μπλογκ”.
Στον Κουτσιαμπασάκο, όμως, θα επανέλθουμε. Σε απόσταση ημερών, είχαν εκδώσει την πρώτη συλλογή τους ο Κουτσιαμπασάκος και ο Παπαμόσχος, Φεβ.-Μάρ. 2004, σε μικρή απόσταση και την τελευταία, Μάρ.-Ιούν. 2015. Μόνο που για τον πρώτο, ήταν μεταθανάτια έκδοση, φροντίδα δυο φίλων, όπως και εκείνη του Γκολομπία. Κατά σύμπτωση, με επτά διηγήματα την είχε ορίσει ο Κουτσιαμπασάκος, πριν την σώσει σε “φάκελο”. Και σε αυτόν αφιερώνει διήγημα ο Παπαμόσχος, το συντομότερο της συλλογής, μόλις έντεκα σειρές, με τίτλο, «Η ζωή είναι». Κρυπτικό: στο γραφείο των χειρούργων, σε γυάλα μια έκτοπη κύηση, στον μαυροπίνακα, σχεδιασμένη μια μήτρα με τη συνοδευτική φράση, “η ζωή είναι ο ψαλμός 129”, δηλαδή η «Ωδή των αναβαθμών», “…ήλπισεν η ψυχή μου επί τον Κύριον από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός...” Έμμεση μνεία της περιπέτειας, που πέρασαν και οι δυο σε νοσοκομείο, από όπου μόνο ο ένας εξήλθε.
Μπορεί το διήγημα να χαρακτηρίζεται μπονζάι, πάντως, είναι ένα από τα καλύτερα της πρόσφατης συλλογής, όπου ξεχωρίζουν περί τα δέκα, που πολιορκούν το ίδιο πάντοτε θέμα, το τρίπτυχο, αρρώστια-θάνατος-πένθος. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί πρόσωπα, με μέλημα να περιγράψει, μέσα από τη δική τους οδύνη, τον πανικό “που του οργώνει την κοιλιά”. Μόνο για την ασθένεια και τον θάνατο της Νένης Τσαδήλα, καταφεύγει στους μύθους. Πιθανώς να συμβάλλει η δημοσίευση του κειμένου στην εφημερίδα του τόπου τους.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να εμπνευστεί μία ιστορία για το συναπάντημά της με τον Γκολομπία. Δική της ιδέα ήταν η μεταμόρφωση ενός διηγήματος του Γκολομπία σε θεατρική παράσταση. Χάρις σε εκείνη το διήγημα, «Ο άγιος Ζαμπλακάς», που είχε παραληφθεί στη συλλογή, βγήκε από το περιθώριο, το χάρηκαν οι Καστοριανοί σε παράσταση και μετά, σε βιβλιάριο. Ήταν εκείνοι οι δυο πρόωρα αποχωρήσαντες, που είχαν εκφράσει την αντισυμβατικότητά τους και με αυτό το “άτακτο” διήγημα, πλασμένο “από παραμύθι του λαού”. Πιο κομφορμιστές οι επιζώντες, μένουν στους κατηχητικούς μύθους. Στο βιβλίο του Παπαμόσχου, μόνο “πετεινοί λαλίστατοι” ζευγαρώνουν, μόνο “λιβελούλες” φτάνουν στον “ερωτικό παροξυσμό”. Είθε, μέχρι να τα εκατοστίσει, ολίγον να τα αρτύσει κι ας αμαρτήσει.
Η αβλεψία είχε προκύψει, γιατί στηριζόμαστε στις σελίδες των περιεχομένων, όπου, στο πρώτο βιβλίο, καταγράφονται 15 διηγήματα αντί 16, καθώς παραλείπεται το τελευταίο, με τίτλο «Νόστος». Σε αυτό, ο συγγραφέας δηλώνει ευθέως τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των γραπτών του, εξομολογούμενος τον δικό του νόστο. “Γύρισα στο γενέθλιο τοπίο, το διαυγές και γενναιόδωρο, που υπομονετικά τόσα χρόνια με περίμενε, φυλάγοντας στο χώμα του τους πόθους που δεν κάρπισαν αλλού...” Καταληκτικά, προσθέτει, “Την ευτυχία μου μηρυκάζω και πίσω δεν κοιτώ...” Υπερβάλλει ως προς την διάρκεια και το επώδυνο της αποδημίας του, καταπώς κάνουν συνήθως οι μυθοπλάστες. Μόλις δώδεκα χρόνια κράτησε ο ξενιτεμός του, συνυπολογιζομένων των σπουδών. Κι όμως, σε συνέντευξη, προ τριετίας, εμμένει: “Στην Αθήνα δημιούργησα συνθήκες ασφυξίας. Ήξερα πως το κοίτασμα βρισκόταν στη γενέτειρα.”
Γεωλόγος σπούδασε ο Παπαμόσχος, παρά τις ενδιάμεσες αλλότριες απασχολήσεις του, σε επιχειρήσεις βιβλίων και δερμάτων, θα θυμάται πως η συσσώρευση ορυκτών κατάλληλων προς εκμετάλλευση περιορίζεται σε ορισμένα μόνο στρώματα γης. Τουτέστιν “το κοίτασμα” κάποτε σώζεται. Εξαρχής, έτυχε ευνοϊκής κριτικής υποδοχής, που κατέληξε εγκωμιαστική, καθώς παλαιότεροι μάστορες διηγηματογράφοι τού έδωσαν το χρίσμα, οπότε και οι νεότεροι βιβλιοπαρουσιαστές ανεβάζουν τους τόνους. Αυτή η ευθυνόφοβη τακτική είναι χαρακτηριστική της λογοτεχνικής κριτικής, ιδίως τα τελευταία χρόνια, και δείχνει τον ετερόφωτο τρόπο που γράφεται. Αυτό μπορεί να το εκμεταλλευθεί ένας συγγραφέας, που διαισθάνεται πως η έμπνευσή του στραγγίζει. Όντας σίγουρος πως δεν θα γίνει αντιληπτό, νοθεύει ελαφρώς την πραμάτειά του με ό,τι του βρίσκεται.
Ένας, όμως, που διαθέτει λογοτεχνική συνείδηση, δεν πρέπει να εφησυχάζει, καθώς ο κίνδυνος έκπτωσης καραδοκεί, ιδίως όταν προσεγγίζει τα μολυσμένα αθηναϊκά ύδατα. Με αυτό το σκεπτικό, μένει ερώτημα, κατά πόσο ο Παπαμόσχος τα εκατόστισε τα διηγήματά του. Ή μήπως η καινούρια συλλογή αποτελείται μεν από 23 σύντομα πεζά, αλλά πολύ λιγότερα είναι τα αντλημένα από “το κοίτασμα”. Προς καθησύχαση, ο συγγραφέας πρόσθεσε το σύντομο κείμενο του οπισθόφυλλου: “Αν κάτι δένει τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό είναι ο τόπος... ” Μα ο τόπος δένει τις ιστορίες και των τεσσάρων προηγούμενων βιβλίων του. Γιατί, σε αυτό ειδικά, υψώνει σημαία την εντοπιότητα. Μας θυμίζει τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων οικοδομημάτων, που σπεύδουν, τελειώνοντας την καταπάτηση, να αναρτήσουν την γαλανόλευκη. Κατά τα άλλα, ο Παπαμόσχος φαίνεται να θεωρεί, πως η γλώσσα, κατ’ επέκταση και το ύφος, αρκούν για να χαρακτηριστεί το πεζό, διήγημα. Κι όμως, το διήγημα είναι κάτι περισσότερο. Αλλά οι σχοινοτενείς ιστορίες, από την μία, που σερβίρονται δίκην διηγήματος, και στο άλλο άκρο, το βάφτισμα του οιουδήποτε σύντομου πεζού, μέχρι και της μίας φράσης, σε μπονζάι διήγημα, όπου, παρεμπιπτόντως, αμφότερα μπορεί να διαθέτουν ύφος, μάλλον έχουν θολώσει την περί διηγήματος αντίληψη. Όπως και να έχει, αυτήν τη φορά, δεν αναφέρεται στο οπισθόφυλλο ως τόπος η Καστοριά, αλλά πιο αόριστα, πως “η πυξίδα των ιστοριών σημαδεύει τον βορρά.”
Από τα πεζά της πρόσφατης συλλογής, που πιστεύουμε ότι διαφοροποιούνται, είναι και τα 13 που είχαν πρώτη δημοσίευση σε έντυπο. Και στις προηγούμενες συλλογές, συμπεριλαμβάνονται ορισμένες ιστορίες, που έχουν πρώτες δημοσιεύσεις. Ξεκινούν από την εφημερίδα «Οδός» της Καστοριάς, ενώ, από την τρίτη συλλογή, προστίθενται δημοσιεύσεις σε ένα θεσσαλονικιώτικο περιοδικό και τρία αθηναϊκά. Στην πρόσφατη, υπάρχουν δημοσιεύσεις, επιπροσθέτως, σε δυο αθηναϊκές εφημερίδες. Αυτές έχουν τον διαφορετικό χαρακτήρα ενός κατά παραγγελία κειμένου. Λ.χ., το καταληκτικό διήγημα δημοσιεύθηκε σε ειδική έκδοση εφημερίδας για το Δεκαπενταύγουστο του 2013, η οποία έχει τον τίτλο, «Μήτηρ Θεού, μητέρα των ανθρώπων». Οκτώ άλλα δημοσιεύτηκαν στη στήλη με “πρωτότυπα σύντομα κείμενα” που κρατούσε ο συγγραφέας το 2011 σε ένθετο έτερης εφημερίδας. Σε αυτά, ο συγγραφέας επανέρχεται στα θέματα των διηγημάτων του, όπως τα κυνήγια ή τα πάθη της γιαγιάς. Διαφέρει, όμως, η αφήγηση. Λείπει το χαρακτηριστικό πεισιθάνατο κλίμα, που αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο των διηγημάτων του. Σαν να γίνονται παραχωρήσεις μην και χαλάσει η διάθεση του αναγνώστη εφημερίδας. Επιπλέον, εκείνα της μόνιμης στήλης συχνά επιδιώκουν κάποιον επικαιρικό χαρακτήρα, ενώ προσδίδουν διδακτική χροιά στο δέσιμο του μύθου, επιστρατεύοντας, προς έμφαση, αποφθεγματικές φράσεις.
Ειδικά, το επετειακό του Δεκαπενταύγουστου τείνει προς μια “πρόζα που πάει να χορέψει”, μακράν “της πυκνότητας του ποιητικού λόγου”. Αλλά και μερικά από τα ανέκδοτα, όπως το ομότιτλο, που, σε ένα κρεσέντο ζωοφιλίας, προσθέτει έναν ακόμη τίτλο με αλεπούδες, αυτή “στη σκάλα”, ενώ η προηγούμενη, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, είναι “στην πλαγιά”. “Ο Σεφέρης είναι για μένα σχολείο. Είναι ένα χειρουργείο της γλώσσας”, έχει δηλώσει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του. Ο Σεφέρης, λοιπόν, έχει αποφανθεί, πως παρόμοια πρόζα είναι “κακή πρόζα”. Μπορεί να έχει δίκιο ο ποιητής, ταιριάζει, ωστόσο, σε ένα κείμενο αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ή στη νεκρολογία αγαπητής φίλης, που τιτλοφορείται «Κοτσύφι» και είναι το ένα από τα δυο κείμενα τα δημοσιευμένα στην καστοριανή εφημερίδα. Σε αυτό, ο αφηγητής, καθώς προσπαθεί να συνταιριάσει τις ροδιές με τον μύθο της Περσεφόνης, παραλλάσσοντας και συμπληρώνοντας τον μύθο του κότσυφα, φαίνεται σαν να δοκιμάζεται αφηγηματικά. Κάτι, που γίνεται εμφανέστερο στην κατακλείδα του διηγήματος, όπου και δυσκολεύεται να δέσει τα παράταιρα ευρήματα. Η οπτική αλλάζει, με την αφιέρωση του κειμένου, “στη Νένη Τσαδήλα”, και την ημερομηνία δημοσίευσης, 5/2/2015. Σχεδόν συνομήλικη του συγγραφέα η Ελένη Τσαδήλα, ηθοποιός, σκηνοθέτις, κυρίως δημιουργός του Πολιτιστικού Συλλόγου «Το σπασμένο ρόδι», απεβίωσε, μόλις συμπληρωμένα τα πενήντα, στις 15/1/2015.
Ο Παπαμόσχος συνηθίζει αφιερώσεις και μότο. Μέχρι που υπάρχει και μόνιμος, σε κάθε συλλογή, αποδέκτης αφιερωματικού διηγήματος. Στην πρόσφατη συλλογή, αν δεν σφάλλουμε, οι αφιερώσεις δείχνουν προς Καστοριανούς. Για τα μότο, προτιμά ξένους συγγραφείς και από Έλληνες, μόνο ποιητές. Στην πρόσφατη, τα δυο μότο, με στίχους από το «ΥΓ.» του Μανόλη Αναγνωστάκη, σηματοδοτούν εμμέσως ως σκηνικό χώρο των διηγημάτων την Θεσσαλονίκη, ενώ ο κυρίως κορμός μένει εντός της γενέθλιας περιμέτρου. Κατ’ εξαίρεση, προβλέπεται μότο για ολόκληρη τη συλλογή, αλλά όχι κάτι ηχηρό, όπως το απόφθεγμα από την “βίβλο” των Ταοϊστών του πρώτου βιβλίου, ούτε εμπειρίκειο, όπως στο τρίτο. Πρόκειται για δάνεια φράση από διήγημα Καστοριανού, του Γιώργου Γκολομπία. Στο σχολιασμό της προηγούμενης συλλογής, με αφορμή το ομότιτλο διήγημα, «Ο μυς της καρδιάς», που έχει ως θέμα τον οδυνηρό θάνατο “του φίλου του Γιώργου”, παρατηρούσαμε πως θα αναμενόταν να τον ονοματίζει. Είχε προηγηθεί, στην τρίτη συλλογή, ένα αφιερωμένο σε εκείνον διήγημα, «Τούρτα τάρτα», από εκείνα τα λιγοστά εύθυμα, με τις μικροαπολαύσεις, τα χούγια και τα πάθη γιαγιάδων και παππούδων.
Με το μότο της πρόσφατης συλλογής, εξοφλεί τα δάνεια από το φίλο του, όπως, μεταξύ άλλων, οι γερόντισσες, αλλά και η βαριά, λιμναία ατμόσφαιρα. Τα εξοφλεί ή μήπως, τα δικαιολογεί, καθώς, με το μότο, φαίνεται να διεκδικεί μερίδιο: “Μπορεί όμως κι από μόνος μου να ήξερα την ιστορία.” Αυτό, πάντως, θα ήταν πληρέστερο, με αναφορά του συγκεκριμένου διηγήματος, «Το άρρωστο σπίτι», από το οποίο έχει αντληθεί. Είναι ένα από τα επτά διηγήματα της μίας και μοναδικής, μεταθανάτιας συλλογής, που απέκτησε ο Γκολομπίας, με τίτλο, «Ψάχνοντας το χρυσάφι». Εκεί, θα πρέπει να το διάβασε ο Παπαμόσχος. Αν και η πρώτη δημοσίευσή του είναι στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Το Παραμιλητό», χειμώνας 1988-89. Μόλις πέντε χρόνια διαφορά ηλικίας έχουν ο Γκολομπίας και ο Παπαμόσχος, όμως υπάρχει αισθητή διαφορά. Είναι ενδεικτικό, πως ο Γκολομπίας και δυο-τρεις φίλοι της γενιάς του ’80, για να εκφραστούν, έφτιαξαν «Το Παραμιλητό», ενώ ο Παπαμόσχος, ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος και τέσσερις ακόμη, όλοι πρωτοεμφανισθέντες μέσα στη πρώτη δεκαετία του 21ου συγκρότησαν “μια κλειστή ηλεκτρονική παρέα σε ένα μπλογκ”.
Στον Κουτσιαμπασάκο, όμως, θα επανέλθουμε. Σε απόσταση ημερών, είχαν εκδώσει την πρώτη συλλογή τους ο Κουτσιαμπασάκος και ο Παπαμόσχος, Φεβ.-Μάρ. 2004, σε μικρή απόσταση και την τελευταία, Μάρ.-Ιούν. 2015. Μόνο που για τον πρώτο, ήταν μεταθανάτια έκδοση, φροντίδα δυο φίλων, όπως και εκείνη του Γκολομπία. Κατά σύμπτωση, με επτά διηγήματα την είχε ορίσει ο Κουτσιαμπασάκος, πριν την σώσει σε “φάκελο”. Και σε αυτόν αφιερώνει διήγημα ο Παπαμόσχος, το συντομότερο της συλλογής, μόλις έντεκα σειρές, με τίτλο, «Η ζωή είναι». Κρυπτικό: στο γραφείο των χειρούργων, σε γυάλα μια έκτοπη κύηση, στον μαυροπίνακα, σχεδιασμένη μια μήτρα με τη συνοδευτική φράση, “η ζωή είναι ο ψαλμός 129”, δηλαδή η «Ωδή των αναβαθμών», “…ήλπισεν η ψυχή μου επί τον Κύριον από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός...” Έμμεση μνεία της περιπέτειας, που πέρασαν και οι δυο σε νοσοκομείο, από όπου μόνο ο ένας εξήλθε.
Μπορεί το διήγημα να χαρακτηρίζεται μπονζάι, πάντως, είναι ένα από τα καλύτερα της πρόσφατης συλλογής, όπου ξεχωρίζουν περί τα δέκα, που πολιορκούν το ίδιο πάντοτε θέμα, το τρίπτυχο, αρρώστια-θάνατος-πένθος. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί πρόσωπα, με μέλημα να περιγράψει, μέσα από τη δική τους οδύνη, τον πανικό “που του οργώνει την κοιλιά”. Μόνο για την ασθένεια και τον θάνατο της Νένης Τσαδήλα, καταφεύγει στους μύθους. Πιθανώς να συμβάλλει η δημοσίευση του κειμένου στην εφημερίδα του τόπου τους.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να εμπνευστεί μία ιστορία για το συναπάντημά της με τον Γκολομπία. Δική της ιδέα ήταν η μεταμόρφωση ενός διηγήματος του Γκολομπία σε θεατρική παράσταση. Χάρις σε εκείνη το διήγημα, «Ο άγιος Ζαμπλακάς», που είχε παραληφθεί στη συλλογή, βγήκε από το περιθώριο, το χάρηκαν οι Καστοριανοί σε παράσταση και μετά, σε βιβλιάριο. Ήταν εκείνοι οι δυο πρόωρα αποχωρήσαντες, που είχαν εκφράσει την αντισυμβατικότητά τους και με αυτό το “άτακτο” διήγημα, πλασμένο “από παραμύθι του λαού”. Πιο κομφορμιστές οι επιζώντες, μένουν στους κατηχητικούς μύθους. Στο βιβλίο του Παπαμόσχου, μόνο “πετεινοί λαλίστατοι” ζευγαρώνουν, μόνο “λιβελούλες” φτάνουν στον “ερωτικό παροξυσμό”. Είθε, μέχρι να τα εκατοστίσει, ολίγον να τα αρτύσει κι ας αμαρτήσει.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτογραφία: Λιβελούλες σε στιγμή συνεύρεσης.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/9/2015.
2 σχόλια:
!!!!!!!!!!!
Κυρία Θεοδοσοπούλου,
επιτρέψτε μου μερικές επισημάνσεις στα γραφόμενά σας:
Γράφετε: «[…] σχεδόν συνομήλικη του συγγραφέα η Ελένη Τσαδήλα [..]
Η Ελένη ["Νένη"] Τσαδήλα πέθανε λίγο προτού κλείσει τα 55της.
Γράφετε: «[…] Θα μπορούσε, ωστόσο, να εμπνευστεί μία ιστορία για το συναπάντημά της με τον Γκολομπία».
Mάλλον …άδικη η παραίνεσή σας προς τον συγγραφέα και για τα «ρόδια» του. Ας μην ξεχνάμε πως η Νένη εργάστηκε ακάματα με τον πολιτιστικό Σύλλογο «Σπασμένο ρόδι» της Καστοριάς του οποίου υπήρξε η ψυχή και το αίμα. Η σύλληψη του Παπαμόσχου να μιλήσει τόσο αφαιρετικά και «κρυπτικά» με το κοτσύφι που τσιμπολογά τα ατρύγητα ρόδια το καταχείμωνο ήταν ευρηματική. H Nένη Τσαδήλα φυσικά συναντήθηκε πρώτα με τον έργο του Παπαμόσχου και πολύν καιρό αργότερα με το έργο του Γκολομπία (μετά το θάνατο του Γιώργου-όταν κυκλοφόρησαν τα διηγήματά του). Με το "Σπασμένο ρόδι" παρουσίασε δραματοποιημένα στην Καστοριά και στη Θεσσαλονίκη διηγήματα από την πρώτη του Συλλογή «Καλό ταξίδι κούκλα μου» πριν κάμποσα χρόνια.
Γράφετε: «[…] Ο άγιος Ζαμπλακάς», που είχε παραληφθεί στη συλλογή, βγήκε από το περιθώριο, το χάρηκαν οι Καστοριανοί σε παράσταση και μετά, σε βιβλιάριο[…]
Είναι αλήθεια πως οι καστοριανοί χάρηκαν μεν την παράσταση (όσοι λίγοι κι εκλεκτοί την παρακολούθησαν). Το « βιβλιάριο» όμως το οποίο κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου σε 500 αριθμημένα αντίτυπα τα οποία διανεμήθηκαν χέρι-χέρι ή στάλθηκαν σε λίγους ανά την Ελλάδα, δυστυχώς δεν το χάρηκαν ΚΑΘΟΛΟΥ.
Απορίας άξιον ωστόσο παραμένει, το γεγονός ότι τα Μέλη του συλλόγου «Σπασμένο Ρόδι» -χάρη στην απίστευτη στάση της προέδρου του !!- ουδόλως ενδιαφέρθηκαν να αποκτήσουν αντίτυπα του μικρού βιβλίου και τήρησαν αποκαρδιωτική απόσταση και σιωπή σε όποια απόπειρα επικοινωνίας για το συγκεκριμένο θέμα.
Οι βογατσιώτες -της γενέτειρας του Γ. Γκολομπία επίσης δεν θέλησαν [ στα πλαίσια των «Δραγουμείων 2014» ] ούτε την μαγνητοσκοπημένη προβολή της παράστασης του "Ζαμπλακά" , όσο ακόμα η Νένη ζούσε και της άξιζε να τιμηθεί- αλλά ούτε και την δωρεάν διανομή, με την ευκαιρία της προβολής, αυτού του μικρού βιβλίου.
Ελπίζω πως τώρα τακτοποιούνται ορισμένες -όχι ιδαίτερα βεβαια σημαντικες- πραγματολογικού περιεχομένου ασάφειες ή στρεβλώσεις.
Δημοσίευση σχολίου