Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Ύστατο απόθεμα γραφής

Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος
«Δρό­μοι»
Εκδό­σεις Πα­τά­κης
Μάιος 2015
Ο Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος, στην πρό­σφα­τα εκ­δο­θεί­σα, δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, δο­κι­μά­ζει δια­φο­ρε­τι­κούς α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους. Δεν φαί­νε­ται να στο­χεύει στην ε­ξά­σκη­ση προς τε­λειο­ποίη­ση της τε­χνι­κής του, ού­τε στην ε­πί­δει­ξη μέ­ρι­μνας πε­ρί τη μορ­φή. Πρό­θε­σή του εί­ναι μάλ­λον να α­να­δεί­ξει το θέ­μα του, που, κα­τά μία ά­πο­ψη, πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό στα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Αν και ως προς αυ­τό, δεν υ­πάρ­χει ο­μο­φω­νία. Κα­τ’ ε­μάς, ο κυ­ρίως θε­μα­τι­κός καμ­βάς, πά­νω στον ο­ποίο υ­φαί­νε­ται ο ι­στός των ι­στο­ριών, α­νή­κει στο πε­δίο της κοι­νω­νι­κής ψυ­χο­λο­γίας. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, α­φο­ρά την ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση, α­πό δυ­σά­ρε­στη μέ­χρι και δρα­μα­τι­κή, που βρί­σκε­ται κά­ποιος, ε­πει­δή κου­βα­λά ελ­λι­πή πρόσ­λη­ψη της ε­ξω­τε­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Οι Άλλοι, που τον πε­ρι­βάλ­λουν, δί­νουν ως σή­μα­τα της διά­θε­σης και των προ­θέ­σεών τους, κι­νή­σεις, πρά­ξεις, λό­για. Με αυ­τά, ό­μως, μό­νο πλα­σμα­τι­κές εκ­δο­χές μπο­ρεί ε­κεί­νος να φα­ντα­σιώ­σει για ό­σα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται γύ­ρω του. Εί­ναι έ­νας πρω­τα­γω­νι­στής, που στη­ρί­ζει το πλά­σι­μο του ρό­λου του, δη­λα­δή τις δι­κές του κι­νή­σεις α­ντα­πό­κρι­σης, πρά­ξεις και α­πα­ντή­σεις, σε α­μι­γώς υ­πο­κει­με­νι­κές ερ­μη­νείες και συ­χνά στρε­βλές α­ντι­λή­ψεις.
Με άλ­λα λό­για, το θέ­μα εί­ναι οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, ό­πως δια­μορ­φώ­νο­νται και ε­πη­ρεά­ζουν την αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Ένα α­ντι­κεί­με­νο, για το ο­ποίο έ­χουν δια­τυ­πω­θεί πλεί­στες ό­σες κοι­νω­νιο-ψυ­χο­λο­γι­κές θεω­ρίες, σε συν­δυα­σμό με έ­ρευ­νες, που ε­στιά­ζουν στην κα­θη­με­ρι­νή ε­μπει­ρία του α­στι­κού χώ­ρου. Μό­νο, ό­μως,  μέ­σα α­πό μία α­φή­γη­ση ε­σω­τε­ρι­κής ε­στία­σης, η ε­πι­κοι­νω­νία με τον Άλλο α­να­δει­κνύε­ται σε δια­νο­η­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή δο­κι­μα­σία, αλ­λά και πε­ρι­πέ­τεια. Το πό­σο ε­πώ­δυ­νη μπο­ρεί αυ­τή να α­πο­βεί, ε­ξαρ­τά­ται α­πό το ε­γώ της δρά­σης. Γι’ αυ­τό και η α­φή­γη­ση πο­λιορ­κεί το σκε­πτό­με­νο ε­γώ σε πρώ­το πρό­σω­πο και σε ε­νε­στω­τι­κό χρό­νο. Για το πα­ρελ­θόν του δί­νο­νται - σε ό­σες ι­στο­ρίες δί­νο­νται - λι­γο­στές και ως ε­πί το πλεί­στον, έμ­με­σες πλη­ρο­φο­ρίες. Το πρό­σω­πο πα­ρα­μέ­νει ε­σκεμ­μέ­να αό­ρι­στο, κα­θώς εν­δια­φέ­ρει η α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα ε­νός συ­γκε­κρι­μέ­νου αν­θρώ­πι­νου τύ­που και ό­χι, η φροϋδι­κή σκια­γρά­φη­ση μίας ψυ­χο­σύ­στα­σης.
Στη γε­νι­κό­τη­τά του, το θέ­μα στε­ρεί­ται πρω­το­τυ­πίας. Τον Κου­τσια­μπα­σά­κο, ό­μως, τον α­πα­σχο­λεί συ­γκε­κρι­μέ­νος χα­ρα­κτή­ρας, που κι αυ­τός δεν δεί­χνει ε­ξαι­ρε­τι­κός, κα­θώς α­νή­κει στην με­γά­λη ο­μά­δα, ε­κεί­νων που δυ­σκο­λεύο­νται στις κοι­νω­νι­κές ε­πα­φές. Τον πο­λιορ­κεί συ­στη­μα­τι­κά, σε ό­λο το φά­σμα των συ­να­να­στρο­φών του, ε­παγ­γελ­μα­τι­κές, φι­λι­κές, ε­ρω­τι­κές. Στη συλ­λο­γή, υ­πάρ­χουν διη­γή­μα­τα για κα­θε­μία α­πό αυ­τές τις πτυ­χές κοι­νω­νι­κό­τη­τας. Εναλ­λάσ­σε­ται το πρό­σω­πο, αλ­λά μό­νο γραμ­μα­τι­κά, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας δο­κι­μά­ζει τη δια­φο­ρε­τι­κή αί­σθη­ση, μιας κά­ποιας α­πο­στα­σιο­ποίη­σης, έ­στω και σχη­μα­τι­κής, που καλ­λιερ­γεί το τρί­το έ­να­ντι του πρώ­του προ­σώ­που. Σκια­γρα­φεί έ­ναν τύ­πο, που δεν δια­κρί­νε­ται στις πα­ρέες. Αυ­τόν που μι­λά­ει λί­γο και, κα­τά κα­νό­να, συμ­φω­νεί με τη γνώ­μη του Άλλου. Συ­χνά την ε­πι­κρο­τεί με εν­θου­σια­σμό, σαν να ε­πι­διώ­κει να ε­ξα­σφα­λί­σει έ­τσι με­γα­λύ­τε­ρη συμ­με­το­χή. Τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες σκέ­ψεις του δεν τις εκ­στο­μί­ζει, μό­νο τις α­να­κυ­κλώ­νει εν­δο­μύ­χως.
Από την πλευ­ρά της πρόσ­λη­ψης, δυ­σκο­λεύε­ται να α­πο­δε­χτεί φι­λι­κές χει­ρο­νο­μίες, α­κό­μη κι ό­ταν δεί­χνουν αυ­θόρ­μη­τες. Στις συ­μπε­ρι­φο­ρές των Άλλων, υ­πο­ψιά­ζε­ται σκο­τει­νά κί­νη­τρα και συ­νω­μο­σίες. Ακό­μη και στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός ζη­τιά­νου στο συρ­μό του Ηλεκ­τρι­κού, δεν εν­δί­δει σε φι­λαν­θρω­πι­κά αι­σθή­μα­τα, αλ­λά δυ­σπι­στεί, υ­πο­ψια­ζό­με­νος πως πρό­κει­ται για ε­παγ­γελ­μα­τία του εί­δους. Αντί, πά­ντως, της ε­πί­θε­σης ή έ­στω της ε­πι­θε­τι­κής ά­μυ­νας, λ.χ., στην ορ­γα­νω­μέ­νη γλωσ­σο­φα­γιά των συ­να­δέλ­φων του, ε­πι­λέ­γει τη  φυ­γή α­πό τις πα­ρέες και τέ­λος, α­κό­μη και α­πό τη θέ­ση ερ­γα­σίας του. Εί­ναι γνω­στό πως μο­να­δι­κή λύ­ση του α­να­σφα­λούς α­πο­μέ­νει η πα­ραί­τη­ση. Η α­να­σύν­θε­ση των συ­νειρ­μών, έ­τσι ό­πως α­να­κα­λούν σω­ρευ­τι­κά πα­ρα­πλή­σια συμ­βά­ντα, συ­νο­ψί­ζο­ντας τα αι­σθή­μα­τα που αυ­τά γεν­νούν, α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν τη βά­σα­νο του πνευ­μα­τι­κού λε­πτο­λο­γή­μα­τος, ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό συ­να­κό­λου­θο της ε­σω­στρέ­φειας. Το πώς αυ­τή η ε­σω­στρε­φής τά­ση προσ­λαμ­βά­νε­ται διαι­σθη­τι­κά α­πό τον Άλλο και τον τρέ­πει σε φυ­γή, το δεί­χνει ε­πι­γραμ­μα­τι­κά σε μία ι­στο­ρία η έκ­βα­ση της ε­ρω­τι­κής προ­σέγ­γι­σης που ο ή­ρωας για χρό­νια ε­πι­θυ­μού­σε. “Το πρωί, δεν εί­παν να ξα­να­βρε­θούν. Και οι δυο το εί­δαν ό­ταν ξύ­πνη­σαν ό,τι συ­νέ­βη, συ­νέ­βη για ε­κεί­νο το βρά­δυ.” Ένας πα­ρό­μοιος τύ­πος μπο­ρεί να αι­σθαν­θεί ά­νε­τα μό­νο μέ­σα σε μία ο­μά­δα κοι­νω­νι­κά μειο­νε­κτού­ντων. Στο διή­γη­μα, ε­πι­λέ­γο­νται οι με­τα­νά­στες, αλ­λά θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη.
Σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, ο χα­ρα­κτή­ρας φω­τί­ζε­ται σε σχε­τι­κά με­γά­λη κλί­μα­κα χρό­νου, κα­λύ­πτο­ντας τα πρώ­τα χρό­νια του ε­παγ­γελ­μα­τι­κού του βίου. Σαν α­πο­τέ­λε­σμα, η ε­σω­τε­ρι­κή α­σφυ­ξία ε­νός γρα­φείου σε Τρά­πε­ζα α­πο­τυ­πώ­νε­ται με πα­ρα­στά­σεις, που δη­μιουρ­γού­νται με ε­πάλ­λη­λες συ­νει­δη­σια­κές ζυ­μώ­σεις. Σε α­ντί­θε­ση, με το ε­πό­με­νο, ό­που ο χρό­νος ε­κτεί­νε­ται σε έ­να πρωι­νό. Εύ­στο­χα η α­φή­γη­ση εκ­κι­νεί α­πό το πρωι­νό ξύ­πνη­μα, ό­ταν η έ­ντα­ση μιας αγ­χώ­δους νεύ­ρω­σης εί­ναι υ­ψη­λή, κα­θώς τρο­φο­δο­τεί­ται πα­ρα­σι­τι­κά α­πό τις ζωο­γό­νες δυ­νά­μεις του ύ­πνου. Μό­νη λύ­ση α­πο­βαί­νει η κί­νη­ση. Στην ά­φω­νη α­πο­μό­νω­ση της κα­τ’ ι­δίαν συ­νο­μι­λίας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ξε­κί­νη­μα του μο­νό­λο­γου. Μία προ­στα­κτι­κή α­πό­τα­ση προς ε­αυ­τόν, που ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται: “Το θέ­μα εί­ναι το κε­φά­λι να μέ­νει ψη­λά...Οι σκέ­ψεις να μην το βα­ραί­νουν...Το βλέμ­μα να στε­νεύει, κά­θε­το να γυ­ρί­ζει σε σέ­να...Το έ­να πό­δι μπρο­στά, το άλ­λο πί­σω. Το άλ­λο μπρο­στά, το έ­να πί­σω...” Πε­ρί­πα­τος στο κέ­ντρο της πό­λης, με εμ­φα­νή προ­σπά­θεια, η ροή των ε­ντυ­πώ­σεων α­πό την ε­ξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να ε­ξο­στρα­κί­ζει την  ε­φιαλ­τι­κά ε­πι­τα­χυ­νό­με­νη δί­νη των σκέ­ψεων. “Το βλέμ­μα κρέ­με­ται σε πρό­σω­πα.” Σχε­δόν α­συ­ναί­σθη­τα α­να­λο­γί­ζε­ται: “Γε­νι­κά η ευ­δαι­μο­νία δεν με κα­θη­συ­χά­ζει... Προ­τι­μώ τα στε­νά...” Τό­σο πλα­γίως, ο συγ­γρα­φέ­ας συ­στή­νει τον α­γο­ρα­φο­βι­κό ή­ρωά του.
Επτά τα διη­γή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής, ε­πτά και της πρώ­της, εκ­δο­μέ­νης πριν δέ­κα χρό­νια. Για την α­κρί­βεια, στην πρώ­τη ή­ταν ο­κτώ, μό­νο που στο τε­λευ­ταίο, «Αδεια­νή κα­ρέ­κλα», ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­πει­ρά­ται να συν­δέ­σει χα­λα­ρά τα διη­γή­μα­τα α­να­με­τα­ξύ τους, με κά­ποιους ή­ρωες να ε­πα­νεμ­φα­νί­ζο­νται, ε­νώ α­φη­γη­τής εί­ναι έ­νας συγ­γρα­φέ­ας που α­να­ζη­τεί θέ­μα για το βι­βλίο του. Κα­τά τα άλ­λα, ε­κτός α­πό την πε­ρι­γρα­φι­κή δει­νό­τη­τα, που πα­ρα­μέ­νει κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Κου­τσια­μπα­σά­κου, τα δυο βι­βλία δια­φέ­ρουν ου­σια­στι­κά. Στο πρώ­το, υ­πήρ­χαν οι τό­ποι –η ο­μί­χλη στη λί­μνη της Κα­στο­ριάς, το πε­τρώ­δες και ε­ρη­μι­κό της Πίν­δου– α­κό­μη, η τρυ­φε­ρό­τη­τα του έ­ρω­τα, εί­τε μα­ταιω­μέ­νου εί­τε με αί­σια κα­τά­λη­ξη, κυ­ρίως, η νο­σταλ­γία. Στη δεύ­τε­ρη, η α­φή­γη­ση ποι­κίλ­λει, με στα­θε­ρή πα­ρά­με­τρο την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, «Ψ συν Χ», γραμ­μέ­νο σαν σε μορ­φή σε­να­ρίου. Το θέ­μα εί­ναι η ψυ­χο­γρά­φη­ση μίας ε­ρω­τι­κής σχέ­σης και μέ­σω αυ­τής δυο διι­στά­με­νων χα­ρα­κτή­ρων. Σε τρί­το πρό­σω­πο η α­φή­γη­ση, ε­στιά­ζει στη γυ­ναί­κα. Με δυ­σκο­λία στις ε­ρω­τι­κές της σχέ­σεις, ό­ταν δη­μιουρ­γεί έ­ναν δε­σμό, α­φο­σιώ­νε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου. Αδυ­να­τεί να συλ­λά­βει τον ψυ­χι­σμό ε­κεί­νου και το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό του μοί­ρα­σμα α­νά­με­σα στην ί­δια και την πρώην, ό­πως αυ­τό εκ­δη­λώ­νε­ται με α­φορ­μή την εμ­φά­νι­ση καρ­κί­νου, που λει­τουρ­γεί ως προ­αγ­γε­λία θα­νά­του. Χω­ρίς κα­τα­φυ­γές στον θείο Φρόυ­ντ, η α­φή­γη­ση, μάλ­λον λα­κω­νι­κή, το δεί­χνει με ε­νάρ­γεια. Μό­νο που σε αυ­τό το διή­γη­μα η πα­ραί­τη­ση της γυ­ναί­κας φτά­νει μέ­χρι τα ό­ρια της αυ­το­χει­ρίας.
Δύο α­πό τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής εί­ναι μι­κρής έ­κτα­σης και φαι­νο­με­νι­κά, δια­φο­ρο­ποιού­νται θε­μα­τι­κά. Από μία ά­πο­ψη, ο κε­ντρι­κός ή­ρωας θα μπο­ρού­σε να ε­ξει­κο­νί­ζει η­λι­κια­κά το πριν και το με­τά ε­κεί­νου των διη­γη­μά­των, που α­πο­τε­λούν τον κυ­ρίως κορ­μό της συλ­λο­γής. Στο έ­να, πε­ρι­γρά­φε­ται μία έ­ξο­δος α­πό την Παι­δό­πο­λη ε­νός α­γο­ριού, που έ­χει ε­κεί με­γα­λώ­σει. Αφορ­μή μία Πρω­το­χρο­νιά και η φι­λο­ξε­νία, που του προ­σφέ­ρει έ­να ζευ­γά­ρι, το πι­θα­νό­τε­ρο ως συμ­με­το­χή σε φι­λαν­θρω­πι­κή χει­ρο­νο­μία, αλ­λά και δι­κής του α­νά­γκης, κα­θό­σον ά­κλη­ρο με στο­μω­μέ­να τα αι­σθή­μα­τα, ι­δίως τα μη­τρι­κά της γυ­ναί­κας. Το διή­γη­μα αν­τλεί­ται α­πό το ί­διο βιω­μα­τι­κό υ­λι­κό με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­τσια­μπα­σά­κου, «Πό­λη παι­διών». Υπαι­νι­κτι­κό, πα­ρα­κο­λου­θεί την ο­πτι­κή του παι­διού, κα­τορ­θώ­νο­ντας να α­πο­δώ­σει την αμ­φι­θυ­μία του α­πέ­να­ντι στους δυο τό­σο δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους δια­βίω­σης: τον ι­δρυ­μα­τι­κό και τον οι­κο­γε­νεια­κό. Στο δεύ­τε­ρο σύ­ντο­μο διή­γη­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας κι­νεί­ται σε έ­να με­τα­φυ­σι­κό πε­δίο, πο­λιορ­κώ­ντας την ι­δέα μίας ε­νύ­πνιας ε­πί­σκε­ψης του Χά­ρο­ντα. Δεν εί­ναι πα­ρά ε­φιάλ­της, που θα μπο­ρού­σε να ξε­κι­νά­ει α­πό πα­λαιές ε­μπει­ρίες βίαιης α­πο­μά­κρυν­σης α­πό την οι­κο­γε­νεια­κή του ε­στία. Πρό­κει­ται για α­φη­γη­μα­τι­κή α­πό­πει­ρα, που θα χρεια­ζό­ταν ε­πι­πλέ­ον ε­πε­ξερ­γα­σία. Το ί­διο και σε κά­ποια άλ­λα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Εκεί, ο­ρι­σμέ­νες λε­κτι­κές ε­πι­λο­γές μοιά­ζουν ά­στο­χες, ε­νώ κά­ποια  με­τα­φο­ρι­κά σχή­μα­τα φαί­νε­ται να πά­σχουν νο­η­μα­τι­κά. Αυ­τά, κα­τα­πώς προϊδεά­ζουν τα δυο προ­η­γού­με­να βι­βλία του, ο Κου­τσια­μπα­σά­κος θα τα ε­πι­με­λεί­το δεό­ντως.
Μό­νο που, α­πό αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, δεν γεύ­τη­κε την ευ­χα­ρί­στη­ση της έκ­δο­σης. Όχι, για­τί την α­πέρ­ρι­ψαν οι εκ­δό­τες, αλ­λά για­τί δεν πρό­λα­βε να την υ­πο­βάλ­λει στην κρί­ση τους. Εκδό­θη­κε έ­να χρό­νο με­τά τον θά­να­τό του (8/1/2014), με πρω­το­βου­λία φί­λων του, που ε­ντό­πι­σαν τα ε­πτά διη­γή­μα­τα σε έ­ντυ­πη και η­λεκ­τρο­νι­κή μορ­φή. Βρί­σκο­νταν ε­ντός φα­κέ­λου, ό­που στην έ­ντυ­πη υ­πήρ­χε σε­λί­δα με τους τίτ­λους των διη­γη­μά­των, ε­νώ στην η­λεκ­τρο­νι­κή, ο τίτ­λος του συ­νό­λου, «Δρό­μοι». Οι ε­πι­με­λη­τές της έκ­δο­σης δεν δί­νουν πλη­ρο­φο­ρίες για τις πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις, ού­τε για το πό­τε γρά­φτη­καν τα διη­γή­μα­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πά­ντως, σε συ­νέ­ντευ­ξή του (27/4/2013), δη­λώ­νει πως, ε­κεί­νον τον και­ρό, δεν έ­γρα­φε τί­πο­τα, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ε­πι­γραμ­μα­τι­κά, “Αγρα­νά­παυ­ση”. Τον Οκτ. του 2012 εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το μυ­θι­στό­ρη­μά του. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, ό­χι μό­νο φι­λο­λο­γι­κό, αν τα διη­γή­μα­τα γρά­φτη­καν πα­ράλ­λη­λα. Ας πλη­ρο­φο­ρού­σαν, του­λά­χι­στον, για την η­με­ρο­μη­νία που φέ­ρει ο η­λεκ­τρο­νι­κός φά­κε­λος. Αντ’ αυ­τού, παίρ­νουν ο­ρι­σμέ­νες πρω­το­βου­λίες, που πι­στεύου­με πως προ­δί­δουν το συγ­γρα­φι­κό ύ­φος και ή­θος.
Προ­σθέ­τουν Πα­ράρ­τη­μα με δέ­κα κεί­με­να του Κου­τσια­μπα­σά­κου. Σύμ­φω­να με το Επί­με­τρο του Κώ­στα Κα­βα­νό­ζη, που ε­πέ­χει θέ­ση ει­σα­γω­γής στο Πα­ράρ­τη­μα, τα ο­κτώ ε­πι­λέ­γο­νται α­πό το η­λεκ­τρο­νι­κό μπλο­γκ μιας ε­ξα­με­λούς πα­ρέ­ας συ­νο­μη­λί­κων, με πρε­σβύ­τε­ρο τον Κου­τσια­μπα­σά­κο, γεν­νη­μέ­νο το 1965, και νεό­τε­ρο, τον Σπύ­ρο Γιαν­να­ρά, το 1972. Ενώ, δυο κεί­με­να εμ­φα­νί­ζο­νται ως συρ­ρα­φές. Φαί­νε­ται να τα έ­γρα­ψαν οι ε­πι­ζώ­ντες, α­να­κα­λώ­ντας κου­βέ­ντες του α­πο­θα­νό­ντος στις δια ζώ­σης συ­να­ντή­σεις της ο­μά­δας. Δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, ποια εί­ναι αυ­τά τα δυο. Πά­ντως, το προ­τασ­σό­με­νο, με τίτ­λο «Το κω­λα­ρά­κι», αλ­λά και το δεύ­τε­ρο στη σει­ρά, δεί­χνουν ε­κτός του δι­κού του α­φη­γη­μα­τι­κού κλί­μα­τος. Όπως και να έ­χει, τα κεί­με­να α­ξιο­λο­γού­νται α­πό τους ε­πι­με­λη­τές ως ε­φά­μιλ­λα των διη­γη­μά­των. Υπό­σχο­νται, μά­λι­στα, έκ­δο­ση του συ­νό­λου. Αν την πραγ­μα­το­ποιή­σουν, του­λά­χι­στον, ας προσ­διο­ρί­σουν ποια εί­ναι του Κου­τσια­μπα­σά­κου.
Με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­ρία προ­κα­λεί η ει­σα­γω­γή του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά. Κα­τ’ αρ­χήν, οι λαν­θα­σμέ­νες α­να­φο­ρές, ό­πως ό­τι τα κεί­με­να του Πα­ραρ­τή­μα­τος εί­ναι εν­νέα α­ντί για δέ­κα ή ό­τι ο Κου­τσια­μπα­σά­κος πέ­θα­νε σα­ρα­ντα­ε­πτά­χρο­νος α­ντί σα­ρα­ντα­εν­νιά­χρο­νος ή έ­στω σα­ρα­ντα­ο­χτά­χρο­νος, α­να­λό­γως με την η­με­ρο­μη­νία γεν­νή­σεως. Με­τά ο τρό­πος, που α­να­φέ­ρε­ται στους ο­μό­τε­χνούς του, δί­νει ε­ντύ­πω­ση α­φ’ υ­ψη­λού, σαν ο ί­διος να μην α­νή­κει στο σι­νά­φι τους. Επί­σης, ο τρό­πος, με τον ο­ποίο πα­ρου­σιά­ζει τον α­πο­βιώ­σα­ντα, ό­σο και να εί­ναι ει­λι­κρι­νής, λε­κτι­κά δεί­χνει υ­περ­βο­λι­κός. Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση, πως με­τα­θα­νά­τιες εκ­δό­σεις, ό­πως αυ­τή του Κου­τσια­μπα­σά­κου, ε­πι­βάλ­λουν πιο δια­κρι­τι­κή με­τα­χεί­ρι­ση. Κο­χλά­ζο­ντα συ­ναι­σθή­μα­τα και α­νε­ξέ­λε­γκτοι εν­θου­σια­σμοί η­θι­κού χρέ­ους πρέ­πει να φιλ­τρά­ρο­νται ε­πι­με­λώς. Σε α­ντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση, κα­τα­λή­γουν ζη­μιο­γό­να. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/10/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: