«Κονδυλοφόρος»
Tόμος 13. 2014
University Studio Press
Ιούλιος 2015
Tόμος 13. 2014
University Studio Press
Ιούλιος 2015
Σταθερά ετεροχρονισμένη, αλλά χωρίς να αθετεί το ετήσιο ραντεβού της, κυκλοφόρησε και εφέτος αυτή η μοναδική, αν δεν σφάλλουμε, “έκδοση νεότερης ελληνικής φιλολογίας”. Η ίδια τακτικότητα χαρακτηρίζει και τη δομή κάθε τεύχους: το κυρίως σώμα, με σχεδόν σταθερό αριθμό μελετημάτων, των οποίων προτάσσονται νεκρολογίες, η ενότητα «Μονοκοντυλιές» με συντομότερα κείμενα, μία δεύτερη, μικρότερη σε έκταση, ενότητα, το «Μελανοδοχείο», με βιβλιοκρισίες, που, κατά κανόνα, περιορίζεται στην παρουσίαση μίας μόνο έκδοσης, και την ακροτελεύτια νεότευκτη ενότητα, την βιβλιογραφική. Συστατικά στοιχεία των συνεργατών του τεύχους δεν δίνονται, εκτός από την αναγραφή στο τέλος κάθε κειμένου της πανεπιστημιακής έδρας του συγγραφέα.
Ξεκινούμε με την τελευταία πολύτιμη ενότητα, καθώς η βιβλιογράφηση δεν θεωρείται από τους φιλολόγους ως απαραίτητο έργο, προτασσόμενο θεωρητικών διανοίξεων. Στο πρόσφατο τεύχος, βιβλιογραφείται από την Χρ. Ηλιάδου το τριμηνιαίο περιοδικό «Αργώ», ένα από τα τρία λογοτεχνικά με αυτήν τη μυθολογική ονομασία. Πρόκειται για το πρώτο, το αλεξανδρινό, και το μακροβιότερο, αφού έφτασε τα 19 τεύχη σε μία περίοδο τεσσεράμισι ετών (Απρ. 1923-Δεκ. 1927). Ενώ, η πειραϊκή «Αργώ», δεκαεννιά χρόνια αργότερα, εκκινώντας τον χειμώνα της μεγάλης πείνας, δεκαπενθήμερη, έμεινε στα 12 τεύχη σε 14 μήνες. Όσο, για την καβαλιώτικη, είκοσι χρόνια αργότερα, στην “κουτσή άνοιξη” της δεκαετίας του ’60, μηνιαία, μόλις που συμπλήρωσε έξι τεύχη μέχρι Σεπ. 1962. Παραδόξως, και οι τρεις άφησαν το ίχνος τους, εν μέρει, χάρις και στους ψευδώνυμους συνεργάτες τους.
Η μεταπολεμική με τον Θανάση Χιλιώτη, η κατοχική με τον Σωτήρη Λεωνιδάκη, τον οποίον δεν αναφέρει η συντάκτρια του Λήμματος της πρόσφατης «Εγκυκλοπαίδειας του ελληνικού τύπου», προφανώς αγνοώντας σε ποιόν ανήκει το ψευδώνυμο, και τέλος, η αλεξανδρινή, χάρις στην “δράκα των νέων Αλεξαντρινών”, που την δημιούργησαν. Κατ’ ανάγκη, ψευδώνυμοι, πειθαρχούντες στην συντηρητική αλεξανδρινή κοινωνία της εποχής. Σύμφωνα με μαρτυρία ενός από αυτούς (δεν αποκλείουμε να πρόκειται για τον αταύτιστο Άλκη, που συντάσσει τη μόνιμη στήλη των «Σημειωμάτων»), δύο από αυτούς, με το πρώτο τεύχος ανα χείρας, πήραν το θάρρος και επισκέφτηκαν τον Καβάφη, που ήταν ήδη ενήμερος για την έκδοση του νέου περιοδικού από σχετική καταχώρηση στη «Νέα Ζωή», το μοναδικό λογοτεχνικό περιοδικό, Απρ. 1923. Γλαφυρή η περιγραφή του εικοσαετούς συντάκτη, ευφραδής ο ίδιος, φαίνεται πως τον έπεισαν. Άνοιξε το συρτάρι και τους έδωσε δυο ποιήματα σε πρώτη δημοσίευση. Και καλά το “ιστοριογενές” «Άννα Κομνηνή», που φύλαγε κοντά πενταετία, αλλά τους παρέδωσε και το “ηδονικό” «Να μείνει».
Αν το πρόσφατο τεύχος του «Κονδυλοφόρου» κλείνει με την Βιβλιογραφία ενός αλεξανδρινού περιοδικού, ανοίγει με τη μνημόνευση δυο θανόντων εντός του έτους, μη Θεσσαλονικέων, οι οποίοι, όμως, έζησαν και δίδαξαν στην πόλη. Του Εμμανουήλ Κριαρά και του Δημήτρη Σπάθη. Το έργο αναλαμβάνουν, αντιστοίχως, η φιλόλογος Κ. Δ. Πηδώνια, πρώτη τη τάξει συνεργάτρια του Κριαρά, που συντάσσει μία γλαφυρά στρογγυλεμένη νεκρολογία, και η θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη, που δημοσιεύει έναν υφολογικά επιμελημένο επικήδειο λόγο. Γεννηθείς ο Κριαράς στις 28 Νοε. 1906, στον Πειραιά, με καταγωγή από τα Σφακιά Κρήτης, απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς, στο σπίτι του, αργά το βράδυ, Παρασκευή, 22 Αυγ. 2014. Νεότερος ο Σπάθης, γεννηθείς στις 11 Νοε. 1925, στο Κάιρο, απεβίωσε από οξύ πνευμονικό οίδημα, σε αθηναϊκό νοσοκομείο, πρωί Δευτέρας, 29 Δεκ. 2014. Παρόμοιες πληροφορίες δεν δίνονται από τις δυο “μαθήτριές” τους. Δεν δικαιούνται, όμως, οι τεθνεώτες, ως μία ύστατη ένδειξη σεβασμού, την ακριβολόγο αναφορά της αναχώρησής τους, αντί εκείνου του στερούμενου νοήματος, “πλήρης ημερών”, που καλύπτει ηλικιακό φάσμα τουλάχιστον εικοσαετίας; Ή, για τους μη συμπληρώσαντες την ηλικιακή πληρότητα, της αναφοράς δυο ηλικιών, καθώς ο γράφων δεν ανατρέχει σε εξακρίβωση της ημερομηνίας γεννήσεως; Ύστερα, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται κάποιος, από κάτι πηγαίνει, και έχει σημασία, αν βρισκόταν στο κρεβάτι του και αν είχε κάποιο δικό του δίπλα, ή, λόγω ηλικίας, του παράστεκε μόνο η αλλοδαπή οικιακή βοηθός.
Βεβαίως, οι νεκρολογίες εστιάζουν και ορθά στον άνθρωπο και το έργο. Ούτε, όμως, ως προς αυτό φαίνεται να ακριβολογούν, καθώς δεν αναφέρονται στις ιδιότητες του προσώπου, αλλά εξαίρουν τις αρετές του. Παρομοίως, δεν δίνουν τα χαρακτηριστικά του έργου του, αλλά το εκθειάζουν. Αυτή η αδυναμία πρόταξης μίας στοιχειώδους αντικειμενικής αναφοράς δεν επιδεικνύεται μόνο στις νεκρολογίες, αλλά απλώνεται σε ολόκληρο το φάσμα κριτικού λόγου. Από νεκρολογίες μέχρι βιβλιοπαρουσιάσεις. Για παράδειγμα, στο τεύχος, ο Γ. Παπαθεοδώρου παρουσιάζει τη μονογραφία της Έ. Φιλοκύπρου για “την ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη”, που εκδόθηκε το 2013, με τη συμπλήρωση 25ετίας από το θάνατό του. Σχολιασμός αμιγώς επαινετικός, τόσο στα επί μέρους όσο και επί του συνόλου. Πανεπιστημιακός πανεπιστημιακού μόνο καλό λόγο χρωστάει. Με αυτήν, όμως, την τακτική, δεν καλλιεργείται διάλογος γύρω από τα κείμενα, που θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμος για τους συγγραφείς, αλλά και για την συντακτική ομάδα του περιοδικού κατά την αξιολόγηση του τεύχους και κατ’ επέκταση, των συνεργατών.
Ενίοτε, ωστόσο, πανεπιστημιακός πανεπιστημιακού μάτι βγάζει. Στα 26 χρόνια ύπαρξης του περιοδικού, από το 1989 μέχρι το 2000, με τον τίτλο «Μολυβδοκονδυλοπελεκητής» για τους πρώτους επτά τόμους, και από το 2002 μέχρι σήμερα, με τον τίτλο «Κονδυλοφόρος» για τους 13 επόμενους, δεν υπήρξε καμία αποτίμηση του εγχειρήματος. Τουλάχιστον σε έντυπο ευρύτερης κυκλοφορίας, προσιτό σε κάποιον, όπως εμείς, που δεν ανήκει στην πανεπιστημιακή κοινότητα, ούτε καν στον φιλολογικό χώρο. Εξαιρείται μία πρόσφατη, συνοπτική, σε ομιλία, που εκφωνήθηκε σε βραδιά αφιερωμένη στον ιδρυτή του περιοδικού, Γ. Π. Σαββίδη, με τη συμπλήρωση εικοσαετίας από τον θάνατό του. Δεν θα την χαρακτηρίζαμε λιβελογραφική, καθώς ο λίβελος στρέφεται εμπαθώς εναντίον ενός προσώπου ή ομάδας προσώπων, χωρίς αναγκαστικά να στρεβλώνει τα δεδομένα. Γι’ αυτό και είναι καλή ιδέα, οι λίβελοι να μένουν χωρίς απάντηση. Η συγκεκριμένη, όμως, αναφορά δεν ακριβολογεί. Επιπροσθέτως, η εσφαλμένη εικόνα που δημιουργείται, θίγει τον αποθανόντα τιμώμενο. Παραδόξως, δεν υπήρξε απάντηση, διορθωτική των δεδομένων, όταν η εν λόγω ομιλία δημοσιεύτηκε, μαζί με τις άλλες δυο εκείνης της τιμητικής βραδιάς, σε “Περιοδικό των βιβλίων”, ευρείας κυκλοφορίας.
Η σελίδα του Ex Libris, όπου έχουμε παρουσιάσει αρκετά τεύχη του περιοδικού, δεν έχει ούτε το ένα χιλιοστό της αναγνωσιμότητας του “Περιοδικού των βιβλίων”, ωστόσο, για να είμαστε συνεπείς στο δικό μας μετρημένο κοινό, σημειώνουμε τα ακριβή δεδομένα σχετικά με το περιοδικό του Σαββίδη και της μεταθανάτιας συνέχισής του. Δυσκολίες ως προς την εξεύρεση εκδότη είχε ο Σαββίδης, ήδη από τον τέταρτο τόμο, του 1992, όταν διακόπηκε η σχέση με τις εκδόσεις Νεφέλη. Με καθυστέρηση, ο τέταρτος τόμος εκδόθηκε το 1993 από την Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και την ένδειξη Β΄ Περίοδος. Να σημειώσουμε, πως ο Σαββίδης είχε επιλέξει για τον εαυτό του τον τίτλο “Διευθυντής Συντάξεως”. Στον 4ο τόμο, προστίθεται ως “Συνδιευθύντρια συντάξεως” η Μ. Μητσού, που αναλαμβάνει και την επιμέλεια έκδοσης. Ακολουθεί ο πέμπτος, διπλός 1995-6, μετά τον θάνατό του, με “Υπεύθυνη συντάξεως” την Μητσού. Με τον θάνατο, 23 Μαρ. 1998, του διευθυντή της Βικελαίας, Νίκου Γιανναδάκη, αναζητείται και πάλι εκδότης. Οι δυο επόμενοι τόμοι, ο έκτος, διπλός 1998-9, και ο έβδομος του 2000, εκδίδονται από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού και την ένδειξη Γ΄ Περίοδος. Παραμένει η ίδια “Υπεύθυνη συντάξεως”, ενώ καταρτίζεται επταμελής Συντακτική επιτροπή (Ν. Βαγενάς, D. Haas, Χ. Λ. Καράογλου, R. Lavagnini, P. Mackidge, Μ. Πιερής, Α. Πολίτης). Με την ανάληψη, το 1999, της Μητσού θέσης καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και την εκπεφρασμένη επιθυμία του Διευθυντή του Σπουδαστηρίου, Μανόλη Σαββίδη, να χρησιμοποιήσει τον τίτλο σε παρεμφερή έκδοση, η Συντακτική επιτροπή εξασφαλίζει, μέσω του ενός Θεσσαλονικιού μέλους της, εκδότη στη συμπρωτεύουσα, και μετακομίζει την έδρα του περιοδικού εκεί. Η Συντακτική επιτροπή γίνεται οκταμελής, καθώς προστίθεται η Μητσού, ενώ την “Γραμματεία σύνταξης” αναλαμβάνει ο Καράογλου. Από τότε, το σχήμα μένει σταθερό, μόνο, στον 10ο τόμο, αποχωρεί ο Πιερής και αναλαμβάνει η Ν. Δεληγιαννάκη. Όσο για την αναγκαία αλλαγή τίτλου, τιμώντας τη μνήμη του ιδρυτή, ελάχιστα τον διαφοροποίησαν. Ο “παιχνιδιάρικος” χαρακτήρας του θυσιάστηκε, όμως το περιοδικό παρέμεινε το ίδιο. Πιστό στις θεματικές εμμονές του ιδρυτή του, όπως δείχνουν τα Ευρετήρια, που κατήρτισε η Μ. Σακελλαρίου και δημοσιεύθηκαν στον 11ο τόμο.
Στο περιοδικό της πρώτης περιόδου, υπάρχει ως μότο η “αθησαύριστη παραλλαγή”, που είχε εμπνεύσει τον τίτλο: “Εκκλησιά πελεκητή,/ ποίος σε πελέκησε,/ -Ο γιός του πελεκητή. –Νά ’χα εγώ τα σύνεργα του γιού του πελεκητή,/ θα σε πελεκούσα,/ πολύ καλύτερ’ από το γιό του πελεκητή.” Μήπως, τελικά, πελεκητής πελεκητή έβγαλε το μάτι, από θαυμασμό για την Εκκλησιά, την κονδυλοπελεκητή; Όπως και να έχει, ένα περιοδικό δεν κρίνεται από τον “παλιομοδίτικο” ή μοντέρνο τίτλο του, γιατί τότε σύμπασα η φιλολογική κοινότητα θα έπρεπε να αγκαλιάσει τα περιοδικά μεγάλου σχήματος, με τους μοδάτους αγγλιστί τίτλους. Κάποια, ωστόσο, μέλη της ενδίδουν, αλλά, κατά το ρητό, “τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, την δόξαν (διάβαζε: αναγνωρισιμότητα, λόγω και αναρτήσεως στα περίπτερα) ουδείς”. Εμείς, πάντως, πιθανώς “παλιομοδίτικα”, επιμένουμε, πως ένα περιοδικό κρίνεται μόνο εκ των κειμένων.
Στο τρέχον τεύχος, δημοσιεύονται εννέα μελετήματα, σε χρονολογική παράταξη σύμφωνη με το θέμα. Προτάσσονται δυο κείμενα για τον «Απόκοπο» του Μπεργαδή και ακολουθούν δυο για Καβάφη. Η συνέχεια με ποιητές του 20ου: η γενιά του ’30, με κείμενα για Σεφέρη και Βρεττάκο, η πρώτη μεταπολεμική, με Αναγνωστάκη, η δεύτερη, με τον Κύπριο Θεοδόση Νικολάου, δέκα χρόνια από το θάνατό του. Το τελευταίο κείμενο, του Γ. Μιχαηλίδη από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου, έχει ως θέμα την «Άνθιση και κρίση του βιβλίου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», εστιάζοντας στην, “ευρωπαϊκού χαρακτήρα”, κρίση των ετών 1930-31. Όπου δίνονται σχετικά περιορισμένα στοιχεία για την ελληνική περίπτωση, ενώ η παρατήρηση, πως θα πρέπει να διαχωριστεί η κρίση των εκδοτικών οίκων από την κρίση του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου και την κρίση της ανάγνωσης είναι γενικότερης ισχύος και για να συζητηθεί θα πρέπει να οριστεί το πως νοούνται οι δυο τελευταίες κρίσεις.
Αφενός μεν η στενότητα χώρου, αλλά, κυρίως, η αναρμοδιότητά μας, όταν, μάλιστα, τα εν λόγω φιλολογικά μελετήματα καλύπτουν τόσο ευρύ θεματικό φάσμα, βάζουν φραγή στην περαιτέρω κρίση της Εκκλησιάς της κονδυλοπελεκητής. Μόνο μία παρατήρηση: Αφορά τρία μελετήματα, όπου, αν δινόταν στο διαθέσιμο ερευνητικό υλικό μία πιο συντομευμένη μορφή, η εικόνα πιστεύουμε πως θα ήταν ευκρινέστερη. Στις δυο περιπτώσεις, που οι συγγραφείς βρίσκονται στις αρχές της πανεπιστημιακής τους πορείας, αυτή η υστέρηση ως προς την οικονομία του κειμένου, μπορεί να κατανοηθεί. Μένουν προς σχολιασμό δυο μελετήματα, που εμείς τουλάχιστον κρίνουμε ως σημαντικά, το ένα από τα δυο καβαφικά και εκείνο για τον Σεφέρη. Εν αναμονή του επόμενου τόμου, του 2015, εικάζουμε αφιερωμένου στον ιδρυτή του περιοδικού. Σε αυτήν την περίπτωση, ευκταίο θα ήταν, να μην κυκλοφορήσει ετεροχρονισμένα.
Ξεκινούμε με την τελευταία πολύτιμη ενότητα, καθώς η βιβλιογράφηση δεν θεωρείται από τους φιλολόγους ως απαραίτητο έργο, προτασσόμενο θεωρητικών διανοίξεων. Στο πρόσφατο τεύχος, βιβλιογραφείται από την Χρ. Ηλιάδου το τριμηνιαίο περιοδικό «Αργώ», ένα από τα τρία λογοτεχνικά με αυτήν τη μυθολογική ονομασία. Πρόκειται για το πρώτο, το αλεξανδρινό, και το μακροβιότερο, αφού έφτασε τα 19 τεύχη σε μία περίοδο τεσσεράμισι ετών (Απρ. 1923-Δεκ. 1927). Ενώ, η πειραϊκή «Αργώ», δεκαεννιά χρόνια αργότερα, εκκινώντας τον χειμώνα της μεγάλης πείνας, δεκαπενθήμερη, έμεινε στα 12 τεύχη σε 14 μήνες. Όσο, για την καβαλιώτικη, είκοσι χρόνια αργότερα, στην “κουτσή άνοιξη” της δεκαετίας του ’60, μηνιαία, μόλις που συμπλήρωσε έξι τεύχη μέχρι Σεπ. 1962. Παραδόξως, και οι τρεις άφησαν το ίχνος τους, εν μέρει, χάρις και στους ψευδώνυμους συνεργάτες τους.
Η μεταπολεμική με τον Θανάση Χιλιώτη, η κατοχική με τον Σωτήρη Λεωνιδάκη, τον οποίον δεν αναφέρει η συντάκτρια του Λήμματος της πρόσφατης «Εγκυκλοπαίδειας του ελληνικού τύπου», προφανώς αγνοώντας σε ποιόν ανήκει το ψευδώνυμο, και τέλος, η αλεξανδρινή, χάρις στην “δράκα των νέων Αλεξαντρινών”, που την δημιούργησαν. Κατ’ ανάγκη, ψευδώνυμοι, πειθαρχούντες στην συντηρητική αλεξανδρινή κοινωνία της εποχής. Σύμφωνα με μαρτυρία ενός από αυτούς (δεν αποκλείουμε να πρόκειται για τον αταύτιστο Άλκη, που συντάσσει τη μόνιμη στήλη των «Σημειωμάτων»), δύο από αυτούς, με το πρώτο τεύχος ανα χείρας, πήραν το θάρρος και επισκέφτηκαν τον Καβάφη, που ήταν ήδη ενήμερος για την έκδοση του νέου περιοδικού από σχετική καταχώρηση στη «Νέα Ζωή», το μοναδικό λογοτεχνικό περιοδικό, Απρ. 1923. Γλαφυρή η περιγραφή του εικοσαετούς συντάκτη, ευφραδής ο ίδιος, φαίνεται πως τον έπεισαν. Άνοιξε το συρτάρι και τους έδωσε δυο ποιήματα σε πρώτη δημοσίευση. Και καλά το “ιστοριογενές” «Άννα Κομνηνή», που φύλαγε κοντά πενταετία, αλλά τους παρέδωσε και το “ηδονικό” «Να μείνει».
Αν το πρόσφατο τεύχος του «Κονδυλοφόρου» κλείνει με την Βιβλιογραφία ενός αλεξανδρινού περιοδικού, ανοίγει με τη μνημόνευση δυο θανόντων εντός του έτους, μη Θεσσαλονικέων, οι οποίοι, όμως, έζησαν και δίδαξαν στην πόλη. Του Εμμανουήλ Κριαρά και του Δημήτρη Σπάθη. Το έργο αναλαμβάνουν, αντιστοίχως, η φιλόλογος Κ. Δ. Πηδώνια, πρώτη τη τάξει συνεργάτρια του Κριαρά, που συντάσσει μία γλαφυρά στρογγυλεμένη νεκρολογία, και η θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη, που δημοσιεύει έναν υφολογικά επιμελημένο επικήδειο λόγο. Γεννηθείς ο Κριαράς στις 28 Νοε. 1906, στον Πειραιά, με καταγωγή από τα Σφακιά Κρήτης, απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς, στο σπίτι του, αργά το βράδυ, Παρασκευή, 22 Αυγ. 2014. Νεότερος ο Σπάθης, γεννηθείς στις 11 Νοε. 1925, στο Κάιρο, απεβίωσε από οξύ πνευμονικό οίδημα, σε αθηναϊκό νοσοκομείο, πρωί Δευτέρας, 29 Δεκ. 2014. Παρόμοιες πληροφορίες δεν δίνονται από τις δυο “μαθήτριές” τους. Δεν δικαιούνται, όμως, οι τεθνεώτες, ως μία ύστατη ένδειξη σεβασμού, την ακριβολόγο αναφορά της αναχώρησής τους, αντί εκείνου του στερούμενου νοήματος, “πλήρης ημερών”, που καλύπτει ηλικιακό φάσμα τουλάχιστον εικοσαετίας; Ή, για τους μη συμπληρώσαντες την ηλικιακή πληρότητα, της αναφοράς δυο ηλικιών, καθώς ο γράφων δεν ανατρέχει σε εξακρίβωση της ημερομηνίας γεννήσεως; Ύστερα, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται κάποιος, από κάτι πηγαίνει, και έχει σημασία, αν βρισκόταν στο κρεβάτι του και αν είχε κάποιο δικό του δίπλα, ή, λόγω ηλικίας, του παράστεκε μόνο η αλλοδαπή οικιακή βοηθός.
Βεβαίως, οι νεκρολογίες εστιάζουν και ορθά στον άνθρωπο και το έργο. Ούτε, όμως, ως προς αυτό φαίνεται να ακριβολογούν, καθώς δεν αναφέρονται στις ιδιότητες του προσώπου, αλλά εξαίρουν τις αρετές του. Παρομοίως, δεν δίνουν τα χαρακτηριστικά του έργου του, αλλά το εκθειάζουν. Αυτή η αδυναμία πρόταξης μίας στοιχειώδους αντικειμενικής αναφοράς δεν επιδεικνύεται μόνο στις νεκρολογίες, αλλά απλώνεται σε ολόκληρο το φάσμα κριτικού λόγου. Από νεκρολογίες μέχρι βιβλιοπαρουσιάσεις. Για παράδειγμα, στο τεύχος, ο Γ. Παπαθεοδώρου παρουσιάζει τη μονογραφία της Έ. Φιλοκύπρου για “την ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη”, που εκδόθηκε το 2013, με τη συμπλήρωση 25ετίας από το θάνατό του. Σχολιασμός αμιγώς επαινετικός, τόσο στα επί μέρους όσο και επί του συνόλου. Πανεπιστημιακός πανεπιστημιακού μόνο καλό λόγο χρωστάει. Με αυτήν, όμως, την τακτική, δεν καλλιεργείται διάλογος γύρω από τα κείμενα, που θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμος για τους συγγραφείς, αλλά και για την συντακτική ομάδα του περιοδικού κατά την αξιολόγηση του τεύχους και κατ’ επέκταση, των συνεργατών.
Ενίοτε, ωστόσο, πανεπιστημιακός πανεπιστημιακού μάτι βγάζει. Στα 26 χρόνια ύπαρξης του περιοδικού, από το 1989 μέχρι το 2000, με τον τίτλο «Μολυβδοκονδυλοπελεκητής» για τους πρώτους επτά τόμους, και από το 2002 μέχρι σήμερα, με τον τίτλο «Κονδυλοφόρος» για τους 13 επόμενους, δεν υπήρξε καμία αποτίμηση του εγχειρήματος. Τουλάχιστον σε έντυπο ευρύτερης κυκλοφορίας, προσιτό σε κάποιον, όπως εμείς, που δεν ανήκει στην πανεπιστημιακή κοινότητα, ούτε καν στον φιλολογικό χώρο. Εξαιρείται μία πρόσφατη, συνοπτική, σε ομιλία, που εκφωνήθηκε σε βραδιά αφιερωμένη στον ιδρυτή του περιοδικού, Γ. Π. Σαββίδη, με τη συμπλήρωση εικοσαετίας από τον θάνατό του. Δεν θα την χαρακτηρίζαμε λιβελογραφική, καθώς ο λίβελος στρέφεται εμπαθώς εναντίον ενός προσώπου ή ομάδας προσώπων, χωρίς αναγκαστικά να στρεβλώνει τα δεδομένα. Γι’ αυτό και είναι καλή ιδέα, οι λίβελοι να μένουν χωρίς απάντηση. Η συγκεκριμένη, όμως, αναφορά δεν ακριβολογεί. Επιπροσθέτως, η εσφαλμένη εικόνα που δημιουργείται, θίγει τον αποθανόντα τιμώμενο. Παραδόξως, δεν υπήρξε απάντηση, διορθωτική των δεδομένων, όταν η εν λόγω ομιλία δημοσιεύτηκε, μαζί με τις άλλες δυο εκείνης της τιμητικής βραδιάς, σε “Περιοδικό των βιβλίων”, ευρείας κυκλοφορίας.
Η σελίδα του Ex Libris, όπου έχουμε παρουσιάσει αρκετά τεύχη του περιοδικού, δεν έχει ούτε το ένα χιλιοστό της αναγνωσιμότητας του “Περιοδικού των βιβλίων”, ωστόσο, για να είμαστε συνεπείς στο δικό μας μετρημένο κοινό, σημειώνουμε τα ακριβή δεδομένα σχετικά με το περιοδικό του Σαββίδη και της μεταθανάτιας συνέχισής του. Δυσκολίες ως προς την εξεύρεση εκδότη είχε ο Σαββίδης, ήδη από τον τέταρτο τόμο, του 1992, όταν διακόπηκε η σχέση με τις εκδόσεις Νεφέλη. Με καθυστέρηση, ο τέταρτος τόμος εκδόθηκε το 1993 από την Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και την ένδειξη Β΄ Περίοδος. Να σημειώσουμε, πως ο Σαββίδης είχε επιλέξει για τον εαυτό του τον τίτλο “Διευθυντής Συντάξεως”. Στον 4ο τόμο, προστίθεται ως “Συνδιευθύντρια συντάξεως” η Μ. Μητσού, που αναλαμβάνει και την επιμέλεια έκδοσης. Ακολουθεί ο πέμπτος, διπλός 1995-6, μετά τον θάνατό του, με “Υπεύθυνη συντάξεως” την Μητσού. Με τον θάνατο, 23 Μαρ. 1998, του διευθυντή της Βικελαίας, Νίκου Γιανναδάκη, αναζητείται και πάλι εκδότης. Οι δυο επόμενοι τόμοι, ο έκτος, διπλός 1998-9, και ο έβδομος του 2000, εκδίδονται από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού και την ένδειξη Γ΄ Περίοδος. Παραμένει η ίδια “Υπεύθυνη συντάξεως”, ενώ καταρτίζεται επταμελής Συντακτική επιτροπή (Ν. Βαγενάς, D. Haas, Χ. Λ. Καράογλου, R. Lavagnini, P. Mackidge, Μ. Πιερής, Α. Πολίτης). Με την ανάληψη, το 1999, της Μητσού θέσης καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και την εκπεφρασμένη επιθυμία του Διευθυντή του Σπουδαστηρίου, Μανόλη Σαββίδη, να χρησιμοποιήσει τον τίτλο σε παρεμφερή έκδοση, η Συντακτική επιτροπή εξασφαλίζει, μέσω του ενός Θεσσαλονικιού μέλους της, εκδότη στη συμπρωτεύουσα, και μετακομίζει την έδρα του περιοδικού εκεί. Η Συντακτική επιτροπή γίνεται οκταμελής, καθώς προστίθεται η Μητσού, ενώ την “Γραμματεία σύνταξης” αναλαμβάνει ο Καράογλου. Από τότε, το σχήμα μένει σταθερό, μόνο, στον 10ο τόμο, αποχωρεί ο Πιερής και αναλαμβάνει η Ν. Δεληγιαννάκη. Όσο για την αναγκαία αλλαγή τίτλου, τιμώντας τη μνήμη του ιδρυτή, ελάχιστα τον διαφοροποίησαν. Ο “παιχνιδιάρικος” χαρακτήρας του θυσιάστηκε, όμως το περιοδικό παρέμεινε το ίδιο. Πιστό στις θεματικές εμμονές του ιδρυτή του, όπως δείχνουν τα Ευρετήρια, που κατήρτισε η Μ. Σακελλαρίου και δημοσιεύθηκαν στον 11ο τόμο.
Στο περιοδικό της πρώτης περιόδου, υπάρχει ως μότο η “αθησαύριστη παραλλαγή”, που είχε εμπνεύσει τον τίτλο: “Εκκλησιά πελεκητή,/ ποίος σε πελέκησε,/ -Ο γιός του πελεκητή. –Νά ’χα εγώ τα σύνεργα του γιού του πελεκητή,/ θα σε πελεκούσα,/ πολύ καλύτερ’ από το γιό του πελεκητή.” Μήπως, τελικά, πελεκητής πελεκητή έβγαλε το μάτι, από θαυμασμό για την Εκκλησιά, την κονδυλοπελεκητή; Όπως και να έχει, ένα περιοδικό δεν κρίνεται από τον “παλιομοδίτικο” ή μοντέρνο τίτλο του, γιατί τότε σύμπασα η φιλολογική κοινότητα θα έπρεπε να αγκαλιάσει τα περιοδικά μεγάλου σχήματος, με τους μοδάτους αγγλιστί τίτλους. Κάποια, ωστόσο, μέλη της ενδίδουν, αλλά, κατά το ρητό, “τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, την δόξαν (διάβαζε: αναγνωρισιμότητα, λόγω και αναρτήσεως στα περίπτερα) ουδείς”. Εμείς, πάντως, πιθανώς “παλιομοδίτικα”, επιμένουμε, πως ένα περιοδικό κρίνεται μόνο εκ των κειμένων.
Στο τρέχον τεύχος, δημοσιεύονται εννέα μελετήματα, σε χρονολογική παράταξη σύμφωνη με το θέμα. Προτάσσονται δυο κείμενα για τον «Απόκοπο» του Μπεργαδή και ακολουθούν δυο για Καβάφη. Η συνέχεια με ποιητές του 20ου: η γενιά του ’30, με κείμενα για Σεφέρη και Βρεττάκο, η πρώτη μεταπολεμική, με Αναγνωστάκη, η δεύτερη, με τον Κύπριο Θεοδόση Νικολάου, δέκα χρόνια από το θάνατό του. Το τελευταίο κείμενο, του Γ. Μιχαηλίδη από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου, έχει ως θέμα την «Άνθιση και κρίση του βιβλίου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», εστιάζοντας στην, “ευρωπαϊκού χαρακτήρα”, κρίση των ετών 1930-31. Όπου δίνονται σχετικά περιορισμένα στοιχεία για την ελληνική περίπτωση, ενώ η παρατήρηση, πως θα πρέπει να διαχωριστεί η κρίση των εκδοτικών οίκων από την κρίση του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου και την κρίση της ανάγνωσης είναι γενικότερης ισχύος και για να συζητηθεί θα πρέπει να οριστεί το πως νοούνται οι δυο τελευταίες κρίσεις.
Αφενός μεν η στενότητα χώρου, αλλά, κυρίως, η αναρμοδιότητά μας, όταν, μάλιστα, τα εν λόγω φιλολογικά μελετήματα καλύπτουν τόσο ευρύ θεματικό φάσμα, βάζουν φραγή στην περαιτέρω κρίση της Εκκλησιάς της κονδυλοπελεκητής. Μόνο μία παρατήρηση: Αφορά τρία μελετήματα, όπου, αν δινόταν στο διαθέσιμο ερευνητικό υλικό μία πιο συντομευμένη μορφή, η εικόνα πιστεύουμε πως θα ήταν ευκρινέστερη. Στις δυο περιπτώσεις, που οι συγγραφείς βρίσκονται στις αρχές της πανεπιστημιακής τους πορείας, αυτή η υστέρηση ως προς την οικονομία του κειμένου, μπορεί να κατανοηθεί. Μένουν προς σχολιασμό δυο μελετήματα, που εμείς τουλάχιστον κρίνουμε ως σημαντικά, το ένα από τα δυο καβαφικά και εκείνο για τον Σεφέρη. Εν αναμονή του επόμενου τόμου, του 2015, εικάζουμε αφιερωμένου στον ιδρυτή του περιοδικού. Σε αυτήν την περίπτωση, ευκταίο θα ήταν, να μην κυκλοφορήσει ετεροχρονισμένα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/10/2015.
Φωτογραφία: Ο θεατρολόγος Δημήτρης Σπάθης, για τον οποίο δημοσιεύεται νεκρολογία στον τόμο.
2 σχόλια:
Α. Είναι αλήθεια πως έχω πολύ καιρό, ίσως και χρόνια, να διαβάσω νέα κείμενα της ιστοσελίδας της κ. Μ. Θεοδοσοπούλου. Ίσως γιατι η συγγρ. δεν είναι προσιτή για απευθείας προσωπικό διάλογο και επεξηγήσεις, αφού ποτέ δεν είχα email της (ούτε ακόμη και για να την ευχαριστήσω για την ευγενική σποραδική αποστολή βιβλίων της), ίσως και γιατι η λαφαζάνεια και κωνσταντοπουλική εκδοχή του αριστερισμού της «Εποχής» έχει πάψει να με εμπνέει από καιρό...
Ανώνυμες αναφορές/υπαινιγμούς σε συγκεκριμένο ενθυμητικό και κριτικό κείμενό μου εντόπισα σε ορισμένα σημεία της βιβλιοπαρουσίασής της, και τους σχολιάζω με όλη τη δυνατή συντομία:
1. Αν η κ. Μάρη Θ. ψάξει καλύτερα τα περιοδικά, θα βρει και παλιότερες ανάλογες κρίσεις μου. Εκεί θα δει ότι τίποτε δεν «στρεβλώνεται» και καμία «ακριβολογία» δεν λείπει. Εκείνο που δεν καταλαβαίνει κανείς είναι το γιατί η γράφουσα στοιχίζεται σαν πειθήνια στρατιωτίνα πίσω από το «μανιφέστο» της συντακτικής επιτροπής του περ. αυτού, για να αποφανθεί ότι «η [...] εικόνα που δημιουργείται, θίγει τον αποθανόντα τιμώμενο»: τις κρίσεις μου τις έχω διατυπώσει σε δύο έως τώρα συμπόσια/συνέδρια, όπως και στις παραπάνω, παλιότερες δημοσιευμένες κρίσεις μου, και κανείς από τους άλλους ακροατές/αναγνώστες δεν παραπονέθηκε για μη ακριβολογία ή «θίξιμο». Όσο το γιατί η απάντησή μου στη συγκεκριμένη επιστολή των «Κονδυλοφόρων» δεν δημοσιεύτηκε στο ίδιο τεύχος (όπως ήταν δεοντολογικά σωστό να γίνει), ας το ρωτήσει στον την νήσσαν ποιήσαντα και ποιούντα κ. Η. Κανέλλη και στις μάρτυρες του συμβάντος και των τεκταινομένων κκ. Μ. Αθανασοπούλου και Μ. Καραμπίνη-Ιατρού. Εν πάσῃ περιπτώσει μια πρώτη απάντησή μου στο The book’s journal έχει ήδη σταλεί ηλεκτρονικά, αλλά και είναι αναρτημένη στον ιστότοπο Academia.edu
2. Πάλι καλά που η κ. Μάρη Θ. παραδέχεται πως ο τίτλος και ο χαρακτήρας του «Μολυβδοκονδυλοπελεκητή» (με τα συχνά παρεμβατικά κτλ. σχόλια του Γ. Π. Σαββίδη κ.ά.) έπεσαν «θυσία» της συμβατικότητας κάποιων μετριοτήτων. Όσο για το αν ο «νέος» τίτλος, «Κονδυλοφόρος», «τιμά τη μνήμη του ιδρυτή», ας ερωτηθεί πρώτα το υπέροχο πνεύμα του, στο υπερπέραν, από τις πνευματιστικά υπερβέβαιες γι᾽ αυτό «χήρες» και τα «ορφανά» του.
3. Η συνήθως τόσο καλά πληροφορημένη, «Άργος του τύπου» κ. Μάρη Θ. θα ξέρει, φαίνεται, να έχω ενδώσει πολλές φορές στην «αναγνωρισιμότητα» (που πράγματι μου χρειάζεται, και όντως επειγόντως...) και στην αγάπη της «δόξας», οι οποίες, κατά τη γνώμη της, πετυχαίνονται μέσω των «περιοδικών μεγάλου σχήματος, με τους μοδάτους αγγλιστί τίτλους» και «λόγω και αναρτήσεως στα περίπτερα». Ας την πληροφορήσουν και πάλι οι κκ. Μ. Αθανασοπούλου και Μ. Καραμπίνη-Ιατρού για το ποιος και πώς και πότε τελικά «ενέδωσε» στη δημοσίευση στο συγκεκριμένο αθηναϊκό περιοδικό. (Όσο για τους καβαφικούς συνειρμούς τού ρήματος «ενδίδουν», της χαρίζονται, γιατι εκείνη που φανερώνει ανάλογο πάθος δεν είναι παρά η βιβλιοπαρουσίασή της.)
4. Τέλος, δεν γνωρίζω ούτε ποια ήταν η «εκπεφρασμένη επιθυμία του Διευθυντή του Σπουδαστηρίου [Νέου Ελληνισμού], Μανόλη Σαββίδη, να χρησιμοποιήσει τον τίτλο [«Μολυβδοκονδυλοπελεκητής»] σε παρεμφερή έκδοση», ούτε ποια είναι αυτή η έκδοση, ούτε αν κυκλοφορεί. Για μένα, το πιθανότερο είναι πως δεν θέλησε να χαραμίσει έναν τόσο χαριτωμένο τίτλο χαλαλίζοντάς τον σε άχαρες φιλολογικές «συντροφίες»-συνονθυλεύματα. Αλλά, ζώντας μακριά από το Κλεινόν Άστυ και τα κουτσομπολιά Λεκανών και Πεδίων, ομολογώ πως για τέτοιες πληροφορίες θα μου χρειάζεται διαρκώς briefing (ελπίζω πως ο όρος αυτός της ιμπεριαλιστικής γλώσσας να μην δημιουργήσει, και αυτός, αλλεργία στην Εποχιακιά γράφουσα).
Γ. Κεχαγιόγλου
Δημοσίευση σχολίου