Οι στροφές της εγχώριας πεζογραφίας προς συγκεκριμένα θέματα δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Εμφανίζεται μάλλον ως επακόλουθο κοινωνικών τάσεων, κυρίως, ιδεολογικών και οικονομικών. Με το γύρισμα του αιώνα, ωστόσο, αυτές οι μεταστροφές ενδιαφέροντος έγιναν συχνότερες. Συμβάλλει, πιθανώς, η αύξηση του εκδοτικού ρυθμού των συγγραφέων και ταυτόχρονα, η πλήθυνσή τους, με την παρατηρούμενη συρροή νέων. Εντείνεται έτσι η αναζήτηση θεματογραφίας, επικαιρικού χαρακτήρα, ελκυστικής για ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα, επεκτείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ συγγραφέων, που μπορεί, όχι σπάνια, να πάρει και λανθάνουσα μορφή διαγκωνισμού. Αυτό το λανθάνον στοιχείο καταγράφεται στην τρέχουσα πεζογραφία ως μία εντόπια και συγχρονική διακειμενικότητα. Καθώς, μάλιστα, τα εν λόγω δάνεια συχνά αφορούν μερικούς διακριτούς έως και εντυπωτικούς, θεματικούς πυρήνες, ελκύουν την προσοχή ακόμη και του περιστασιακού αναγνώστη, ανεξάρτητα αν παρακάμπτονται από την κριτική, μάλλον λόγω διακριτικότητας.
Μία παρόμοια στροφή, που αποδείχτηκε μακροχρόνια και απέκτησε πολυάριθμους θιασώτες, ήταν η μυθοπλαστική εκμετάλλευση της δεκαετίας του ’40, με κυρίαρχη την περίοδο του Εμφυλίου. Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα μυθιστορήματα, που υιοθέτησαν τη μετανεωτερική –ή μήπως μετα-αναθεωρητική;–οπτική επάνω σ’ εκείνη την τραυματική σε εθνικό επίπεδο εμπειρία, η συγκεκριμένη εμπόλεμη δεκαετία εξακολουθεί, ίσως πλέον σε μικρότερο βαθμό, να τροφοδοτεί την πεζογραφία. Αν και εκείνο, που κυρίως έμεινε από αυτήν την μυθοπλαστική τάση, είναι η μετανεωτερική οπτική, που επεκτάθηκε σε όλο το εύρος των κοντά 200 ετών νεοελληνικής ιστορίας, ξακρίζοντας για μυθιστορηματική αναθεώρηση, από τα πρόσωπα και τα συμβάντα, τις κορυφώσεις. Χρειάστηκε να έρθει και δη, να στρογγυλοκαθίσει, η κρίση, με το εντυπωσιακά αναπεπταμένο θεματικό φάσμα, από τα ζωτικά της επιβίωσης μέχρι τις ιδεολογικές αναψηλαφήσεις, για να παραμεριστούν οι μετανεωτερικές απομυθοποιήσεις. Καθοριστικός πρέπει να στάθηκε ο ρόλος του αναγνωστικού κοινού, που ζητούσε “ζωντανές” ιστορίες, ως συμπλήρωμα αναψυχής στην φύσει τερατολόγο τηλεοπτική ενημέρωση.
Η πεζογραφία της κρίσης, όπως την έχουν ήδη βαφτίσει, παρακολουθεί την κρίση από το ξεκίνημά της. Αν θεωρηθεί ως αφετηρία η ανακοίνωση της ένταξης της χώρας στο ΔΝΤ από τον τότε πρωθυπουργό, στις 23 Απρ. 2010, από το ακριτικό Καστελόριζο, τότε, ως πρώτο βιβλίο της εν λόγω κατηγορίας, θα πρέπει να εγγραφεί η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη, «Λαγού μαλλί». Καθώς η κρίση, αντί να υποχωρήσει, δυνάμωνε και επεκτεινόταν, άρχισαν να πληθαίνουν τα σχετικά πεζά. Ορισμένα επικεντρώνονταν σε κάποια από τα επιμέρους συμβάντα, κοντά όμως σε αυτά, πολλά πεζά με διαφορετική εστίαση, επέλεγαν το σκηνικό της κρίσης ως φόντο. Η φαινομενική ευκολία ενός θέματος, που παρέμενε στο κέντρο της επικαιρότητας, προσέλκυσε αρχικά τους νεότερους συγγραφείς, παρακινώντας και αρκετούς πρωτοεμφανιζόμενους, οι περισσότεροι ακόμη στα “θρανία” των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Στη συνέχεια, προέκυψαν διηγήματα, μυθιστορήματα, μέχρι συλλογές ιστοριών και συναγωγές διηγημάτων περισσότερων συγγραφέων. Με τα πρόσφατα μπεστ-σέλερ της Ρέας Γαλανάκη, «Η άκρα ταπείνωση», εστιασμένο στην κρίση, και της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Το φαράγγι», πλαγίως συσχετισμένο, όλα δείχνουν πως η πεζογραφία της κρίσης δεν έχει κλείσει τον κύκλο της. Αντιθέτως, συνεχίζεται.
Στην πρόσφατη σοδειά, ωστόσο, αρχίζει να διακρίνεται ευκρινέστερα, μία από εδώ και αρκετό καιρό εκκολαπτόμενη τάση, που συνδυάζεται με αλλαγή οπτικής, αυτή τη φορά, όχι σε επίπεδο ιδεολογίας, όπως στην περίπτωση των ανασκευασμένων ιστορικών μυθιστορημάτων, αλλά στο χώρο των ηθών. Είναι μία στροφή της πεζογραφίας, αν, βεβαίως, εξελιχθεί σε στροφή, προς τον ερωτικό τομέα. Όπως φαίνεται, ως αντιστάθμισμα στην γενικότερη ψυχοσυναισθηματική και διανοητική καταπόνηση από την κρίση, δεν προσέλκυσε το πρότυπο των ρομάντσων, αλλά η σεξουαλική όψη των αισθηματικών ιστοριών. Πρόκειται, όμως, για παρεπόμενο της κρίσης, αντίστοιχο με εκείνο της κατάκλυσης των αστικών κέντρων από χώρους πόσης και εστίασης; Ή, είναι και επακόλουθο των κοινωνικών αλλαγών σε θέματα επαναπροσδιορισμού του φυσιολογικού στις σεξουαλικές πράξεις και ορμές; Αυτό το δεύτερο ερώτημα προκύπτει ως πιθανό, δεδομένου ότι ο θόρυβος, που προκαλεί το «Σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων», επισκίασε ή μάλλον διασκέδασε την αφόρητη επικαιρότητα της κρίσης. Κάπως έτσι, πλήθυναν και στην πεζογραφία οι ομοφυλόφιλοι έρωτες, καθώς και άλλες σεξουαλικές αποκλίσεις. Ως γνωστόν, ό,τι απασχολεί τα ΜΜΕ, επηρεάζει ένα ευρύτερο κοινό και βεβαίως, τους συγγραφείς. Καθώς έχουν τις κεραίες τους τεντωμένες, αντιλήφθηκαν τάχιστα πως έχουν πλέον το ελεύθερο να πλάθουν “βιτσιόζους” ήρωες και να περιγράφουν τις λεγόμενες άλλοτε “ανωμαλίες”, χωρίς να φοβούνται πως τα βιβλία τους θα απεμποληθούν από τα σχολικά εγχειρίδια.
Άλλωστε, πριν από τους συγγραφείς, πρώτοι οι νεότεροι λεξικογράφοι φρόντισαν να αποκαθάρουν τους ορισμούς ορισμένων λέξεων, με πρώτον αυτόν της ομοφυλοφιλίας, από σπιλωτικές συνδηλώσεις, ώστε να συμβαδίζουν με το σημερινό πολιτικώς ορθό. Λ.χ., το «Λεξικό της Πρωίας», του 1933, ορίζει την ομοφυλοφιλία ως γενετήσιο διαστροφή. Το «Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, που εκδίδει τον πρώτο τόμο το 1936 και τον ένατο το 1950, στον έκτο τόμο, υιοθετεί για την ομοφυλοφιλία τον ίδιο ακριβώς ορισμό. Ούτε το «Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης» του Ιωαν. Σταματάκου, έκδοση του 1971, διαφοροποιείται. Ωστόσο, τα δυο «Λεξικά της κοινής νεοελληνικής», του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη και του Γ. Μπαμπινιώτη, εκδόσεις του 1998, παρακάμπτουν τα περί διαστροφής, με τον περιγραφικό ορισμό, που παρατίθεται επεξηγηματικά και στα παλαιότερα λεξικά: “σεξουαλική σχέση ατόμου προς άτομο του ιδίου φύλου”. Διατηρούν, πάντως, για άλλες παρεκκλίσεις, όπως, λ.χ., για την κοπρολαγνεία (στου Τριανταφυλλίδη με ει, καθώς η λατινική εκδοχή coprolagnea ετυμολογείται ως δάνειο της ελληνικής, στου Μπαμπινιώτη, με ι, ετυμολογώντας τη λέξη από την αγγλική, coprolagnia), τη λέξη διαστροφή. Με ει απαντάται η λέξη και στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα. Εκεί, όμως, ορίζεται ως σεξουαλική απόκλιση, ενώ, για την ομοφυλοφιλία επιλέγεται η περιγραφική απόδοση. Στου Μπαμπινιώτη, καταχωρείται, για πρώτη φορά σε ελληνικό λεξικό ή και εγκυκλοπαίδεια, η λέξη ουρολαγνία, επίσης με ι ως αγγλικό δάνειο.
Μην βιαστείτε να περιγελάσετε την λεξικογραφική μας εντρύφηση. Αν την συμμερίζονταν οι συντάκτες του περιβόητου Συμφώνου, και βεβαίως οι πολιτικοί, καθώς και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες, δεν θα διέπρατταν αυτήν τη μεγάλη αδικία απέναντι σε μία μειοψηφία, που μόνη της αμαρτία στάθηκε η μη ανοχή άλλου κάτω από την ίδια στέγη. Να θυμίσουμε πως η πρωταρχική υποχρέωση των έγγαμων είναι η συγκατοίκηση. Αυστηρό το οικογενειακό δίκιο, αναγνωρίζει ως αυτοτελή, όπως λέγεται, λόγο διαζυγίου την εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης. Αυτή η δέσμευση, με το περιβόητο Σύμφωνο, επεκτείνεται σε όλες τις συγκατοικήσεις δύο ατόμων, που πληρούν τουλάχιστον το ένα από τα εξής δυο: να είναι του αυτού βιολογικού φύλου ή ομοεθνείς. Για παράδειγμα, δεν προστατεύεται από το Σύμφωνο η συμβίωση Έλληνα με αλλοδαπή, αλλά αυτοί έχουν τον πολιτικό γάμο. Δεν θα αργήσει κάποιος μονήρης να καταφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οπότε θα γίνει μεγαλύτερος θόρυβος και βεβαίως, θα προκύψουν νέα μυθιστορήματα. Προς το παρόν, ας δούμε, με βάση το τρέχον πολιτικώς ορθό, τι δεν θεωρείται πλέον “διαστροφή”, για να γνωρίζουν και οι συγγραφείς τις κόκκινες γραμμές των σχολικών βιβλίων. Κάποτε, είθε όσο το δυνατόν αργότερα, θα φύγει η γαλλική φινέτσα από το ΥΠΠΟ και μπορεί να επανέλθει τριπολιτσιώτικη μαγκούρα.
Οπως και να έχει, η στροφή της πεζογραφίας προς τα ερωτικά δεν συνάντησε αντιδράσεις, όπως η παλαιότερη στα χωρία της Ιστορίας. Οι συγγραφείς, μετά τα πρώτα ανοίγματα, μάλλον διερευνητικού χαρακτήρα, προς μία ελευθεριάζουσα οπτική, εγκατέλειψαν την επιφυλακτικότητα του υπαινικτικού και ελλειπτικού λόγου. Οι υποθέσεις των πεζών τους έγιναν τολμηρότερες, οι περιγραφές ωμότερες, ο ρεαλισμός σκληρότερος. Ως θέμα η ανδρική ομοφυλοφιλία, που ήταν για χρόνια η πιο συχνά απαντώμενη μορφή ομοφυλοφιλίας, έχει υποχωρήσει, παραχωρώντας την πρώτη θέση στον λεσβιασμό. Στην πεζογραφική σοδειά του 2015, καταγράφουμε τον λεσβιακό έρωτα στο μυθιστόρημα, «Η Αλεξάνδρα», του Ανδρέα Μήτσου, που θα ήταν μάλλον εντελέστερο χωρίς αυτόν. Άλλη σκευή απαιτεί η περιγραφή του αφηγητή να παίρνει μάτι, όπως σε ένα από τα πρώτα του διηγήματα, και άλλη το πλάσιμο γυναικείου ομοφυλόφιλου χαρακτήρα. Επίσης, τα λεσβιακά διηγήματα της Έλ. Μαρούτσου, στη συλλογή, «Οι χυδαίες ορχιδέες», και ως διάνθισμα, την μονόπλευρη ερωτική έλξη προς τη φίλη της, στο μυθιστόρημα, «Ήμισυ του παντός» της Δ. Κολλιάκου.
Στην τρέχουσα παραγωγή, ωστόσο, η πιο αρεστή μορφή ομοφυλοφιλίας είναι η ρέπουσα προς την παιδεραστία, όπου, συχνότερα, πρόκειται για άτομο στην εφηβεία. Θυμίζουμε από την σοδειά του 2014, το μυθιστόρημα, «7 θυμοί», του Χρήστου Βούπουρα. Και βεβαίως, το πρόσφατο του Μένη Κουμανταρέα, «Η σειρήνα της ερήμου». Παραμένοντας στην σεξουαλική απόκλιση της ομοφυλοφιλίας, ένα άλλο σημείο, που δεν φαίνεται δευτερεύον, στο οποίο διαφοροποιείται η πρόσφατη πεζογραφική τάση από την αποκαλούμενη “γκέι λογοτεχνία”, είναι η σεξουαλική ταυτότητα του συγγραφέα. Παλαιότερα, που ο βιογραφισμός αποτελούσε μέρος της κριτικής προσέγγισης, ήταν γνωστό πως η ομοφυλόφιλη λογοτεχνία γραφόταν, κυρίως, με βάση προσωπικές εμπειρίες. Στα σημερινά πεζά, από όσο γνωρίζουμε και λόγω του ότι η ομοφυλόφιλη ταυτότητα δεν αποκρύβεται πλέον, αυτός ο κανόνας δεν ισχύει. Άλλωστε, τα ανοίγματα των συγγραφέων προς σεξουαλικές αποκλίσεις, που εξακολουθούν, τουλάχιστον λεξικογραφικά, να αποδίδονται ως στρεβλώσεις του σεξουαλικού ενστίκτου ή και ψυχοπαθολογικές διαστροφές, δείχνουν πως θα πρέπει να πρόκειται για αναζητήσεις, μακράν του βιωματικού πεδίου.
Έδαφος κερδίζει και η αιμομιξία, που ξεκίνησε από θείους και ανίψια, ως τρυφερές ομοφυλόφιλες επαφές ή και ασελγείς ετεροφυλόφιλες. Συν τω χρόνω, το ενδιαφέρον των συγγραφέων στράφηκε στις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ εξ αίματος συγγενών πρώτου βαθμού, τουτέστιν γονέων μετά τέκνων. Από τους τέσσερις συνδυασμούς, στην πρόσφατη πεζογραφία καταγράφονται οι τρεις. Μένει ταμπού η σχέση πατήρ-υιός, που πέρασε στον κινηματογράφο, στην εκδοχή, ο υιός τραβεστί-ο πατήρ εν αγνοία της ταυτότητας του ερωτικού συντρόφου του. Στην εν λόγω απόκλιση, θα επανέλθουμε με αφορμή τη συλλογή, «Τα όνειρα μού δέλουν», του Σωτήρη Δημητρίου. Για να ολοκληρώσουμε, όμως, με τις πιο σκανδαλιάρικες περιπτώσεις της πρόσφατης ερωτικής στροφής, καταγράφουμε στα καινοφανή, τουλάχιστον στα καθ’ ημάς, την ουρολαγνία ή και ουροφιλία, όπου, σύμφωνα με τον ορισμό, η σεξουαλική διέγερση προκαλείται από τη θέα, την όσφρηση ή και την κατάποση ούρων, συχνότερα, πρόκειται για υγρά προσφιλούς προσώπου. Σε δυο πρόσφατα βιβλία, το μυθιστόρημα της Ε. Σωτηροπούλου, «Τι μένει από τη νύχτα», και τα διηγήματα του Δημητρίου, περιγράφονται περιστατικά βρώσης τροφίμου ή πιπιλίσματος πράγματος, εμποτισμένου στα σωματικά υγρά.
Όταν ανοίγεις το παράθυρο σε νέους ανέμους, κάποιες πρώτες επισημάνσεις με κριτική διάθεση είναι μάλλον αναγκαίες. Βεβαίως, μόνο από αισθητικής πλευράς, καθώς οι θεματικές επιλογές ανήκουν πλέον στο απυρόβλητο. Ουδείς κριτικός καταφεύγει σήμερα στη χρήση του ξεχασμένου όρου “ασεμνολογία”. Αυτός βρίσκεται βαθιά θαμμένος στα νεκροταφεία των λεξικών.
Μία παρόμοια στροφή, που αποδείχτηκε μακροχρόνια και απέκτησε πολυάριθμους θιασώτες, ήταν η μυθοπλαστική εκμετάλλευση της δεκαετίας του ’40, με κυρίαρχη την περίοδο του Εμφυλίου. Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα μυθιστορήματα, που υιοθέτησαν τη μετανεωτερική –ή μήπως μετα-αναθεωρητική;–οπτική επάνω σ’ εκείνη την τραυματική σε εθνικό επίπεδο εμπειρία, η συγκεκριμένη εμπόλεμη δεκαετία εξακολουθεί, ίσως πλέον σε μικρότερο βαθμό, να τροφοδοτεί την πεζογραφία. Αν και εκείνο, που κυρίως έμεινε από αυτήν την μυθοπλαστική τάση, είναι η μετανεωτερική οπτική, που επεκτάθηκε σε όλο το εύρος των κοντά 200 ετών νεοελληνικής ιστορίας, ξακρίζοντας για μυθιστορηματική αναθεώρηση, από τα πρόσωπα και τα συμβάντα, τις κορυφώσεις. Χρειάστηκε να έρθει και δη, να στρογγυλοκαθίσει, η κρίση, με το εντυπωσιακά αναπεπταμένο θεματικό φάσμα, από τα ζωτικά της επιβίωσης μέχρι τις ιδεολογικές αναψηλαφήσεις, για να παραμεριστούν οι μετανεωτερικές απομυθοποιήσεις. Καθοριστικός πρέπει να στάθηκε ο ρόλος του αναγνωστικού κοινού, που ζητούσε “ζωντανές” ιστορίες, ως συμπλήρωμα αναψυχής στην φύσει τερατολόγο τηλεοπτική ενημέρωση.
Η πεζογραφία της κρίσης, όπως την έχουν ήδη βαφτίσει, παρακολουθεί την κρίση από το ξεκίνημά της. Αν θεωρηθεί ως αφετηρία η ανακοίνωση της ένταξης της χώρας στο ΔΝΤ από τον τότε πρωθυπουργό, στις 23 Απρ. 2010, από το ακριτικό Καστελόριζο, τότε, ως πρώτο βιβλίο της εν λόγω κατηγορίας, θα πρέπει να εγγραφεί η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη, «Λαγού μαλλί». Καθώς η κρίση, αντί να υποχωρήσει, δυνάμωνε και επεκτεινόταν, άρχισαν να πληθαίνουν τα σχετικά πεζά. Ορισμένα επικεντρώνονταν σε κάποια από τα επιμέρους συμβάντα, κοντά όμως σε αυτά, πολλά πεζά με διαφορετική εστίαση, επέλεγαν το σκηνικό της κρίσης ως φόντο. Η φαινομενική ευκολία ενός θέματος, που παρέμενε στο κέντρο της επικαιρότητας, προσέλκυσε αρχικά τους νεότερους συγγραφείς, παρακινώντας και αρκετούς πρωτοεμφανιζόμενους, οι περισσότεροι ακόμη στα “θρανία” των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Στη συνέχεια, προέκυψαν διηγήματα, μυθιστορήματα, μέχρι συλλογές ιστοριών και συναγωγές διηγημάτων περισσότερων συγγραφέων. Με τα πρόσφατα μπεστ-σέλερ της Ρέας Γαλανάκη, «Η άκρα ταπείνωση», εστιασμένο στην κρίση, και της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Το φαράγγι», πλαγίως συσχετισμένο, όλα δείχνουν πως η πεζογραφία της κρίσης δεν έχει κλείσει τον κύκλο της. Αντιθέτως, συνεχίζεται.
Στην πρόσφατη σοδειά, ωστόσο, αρχίζει να διακρίνεται ευκρινέστερα, μία από εδώ και αρκετό καιρό εκκολαπτόμενη τάση, που συνδυάζεται με αλλαγή οπτικής, αυτή τη φορά, όχι σε επίπεδο ιδεολογίας, όπως στην περίπτωση των ανασκευασμένων ιστορικών μυθιστορημάτων, αλλά στο χώρο των ηθών. Είναι μία στροφή της πεζογραφίας, αν, βεβαίως, εξελιχθεί σε στροφή, προς τον ερωτικό τομέα. Όπως φαίνεται, ως αντιστάθμισμα στην γενικότερη ψυχοσυναισθηματική και διανοητική καταπόνηση από την κρίση, δεν προσέλκυσε το πρότυπο των ρομάντσων, αλλά η σεξουαλική όψη των αισθηματικών ιστοριών. Πρόκειται, όμως, για παρεπόμενο της κρίσης, αντίστοιχο με εκείνο της κατάκλυσης των αστικών κέντρων από χώρους πόσης και εστίασης; Ή, είναι και επακόλουθο των κοινωνικών αλλαγών σε θέματα επαναπροσδιορισμού του φυσιολογικού στις σεξουαλικές πράξεις και ορμές; Αυτό το δεύτερο ερώτημα προκύπτει ως πιθανό, δεδομένου ότι ο θόρυβος, που προκαλεί το «Σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων», επισκίασε ή μάλλον διασκέδασε την αφόρητη επικαιρότητα της κρίσης. Κάπως έτσι, πλήθυναν και στην πεζογραφία οι ομοφυλόφιλοι έρωτες, καθώς και άλλες σεξουαλικές αποκλίσεις. Ως γνωστόν, ό,τι απασχολεί τα ΜΜΕ, επηρεάζει ένα ευρύτερο κοινό και βεβαίως, τους συγγραφείς. Καθώς έχουν τις κεραίες τους τεντωμένες, αντιλήφθηκαν τάχιστα πως έχουν πλέον το ελεύθερο να πλάθουν “βιτσιόζους” ήρωες και να περιγράφουν τις λεγόμενες άλλοτε “ανωμαλίες”, χωρίς να φοβούνται πως τα βιβλία τους θα απεμποληθούν από τα σχολικά εγχειρίδια.
Άλλωστε, πριν από τους συγγραφείς, πρώτοι οι νεότεροι λεξικογράφοι φρόντισαν να αποκαθάρουν τους ορισμούς ορισμένων λέξεων, με πρώτον αυτόν της ομοφυλοφιλίας, από σπιλωτικές συνδηλώσεις, ώστε να συμβαδίζουν με το σημερινό πολιτικώς ορθό. Λ.χ., το «Λεξικό της Πρωίας», του 1933, ορίζει την ομοφυλοφιλία ως γενετήσιο διαστροφή. Το «Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, που εκδίδει τον πρώτο τόμο το 1936 και τον ένατο το 1950, στον έκτο τόμο, υιοθετεί για την ομοφυλοφιλία τον ίδιο ακριβώς ορισμό. Ούτε το «Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης» του Ιωαν. Σταματάκου, έκδοση του 1971, διαφοροποιείται. Ωστόσο, τα δυο «Λεξικά της κοινής νεοελληνικής», του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη και του Γ. Μπαμπινιώτη, εκδόσεις του 1998, παρακάμπτουν τα περί διαστροφής, με τον περιγραφικό ορισμό, που παρατίθεται επεξηγηματικά και στα παλαιότερα λεξικά: “σεξουαλική σχέση ατόμου προς άτομο του ιδίου φύλου”. Διατηρούν, πάντως, για άλλες παρεκκλίσεις, όπως, λ.χ., για την κοπρολαγνεία (στου Τριανταφυλλίδη με ει, καθώς η λατινική εκδοχή coprolagnea ετυμολογείται ως δάνειο της ελληνικής, στου Μπαμπινιώτη, με ι, ετυμολογώντας τη λέξη από την αγγλική, coprolagnia), τη λέξη διαστροφή. Με ει απαντάται η λέξη και στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα. Εκεί, όμως, ορίζεται ως σεξουαλική απόκλιση, ενώ, για την ομοφυλοφιλία επιλέγεται η περιγραφική απόδοση. Στου Μπαμπινιώτη, καταχωρείται, για πρώτη φορά σε ελληνικό λεξικό ή και εγκυκλοπαίδεια, η λέξη ουρολαγνία, επίσης με ι ως αγγλικό δάνειο.
Μην βιαστείτε να περιγελάσετε την λεξικογραφική μας εντρύφηση. Αν την συμμερίζονταν οι συντάκτες του περιβόητου Συμφώνου, και βεβαίως οι πολιτικοί, καθώς και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες, δεν θα διέπρατταν αυτήν τη μεγάλη αδικία απέναντι σε μία μειοψηφία, που μόνη της αμαρτία στάθηκε η μη ανοχή άλλου κάτω από την ίδια στέγη. Να θυμίσουμε πως η πρωταρχική υποχρέωση των έγγαμων είναι η συγκατοίκηση. Αυστηρό το οικογενειακό δίκιο, αναγνωρίζει ως αυτοτελή, όπως λέγεται, λόγο διαζυγίου την εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης. Αυτή η δέσμευση, με το περιβόητο Σύμφωνο, επεκτείνεται σε όλες τις συγκατοικήσεις δύο ατόμων, που πληρούν τουλάχιστον το ένα από τα εξής δυο: να είναι του αυτού βιολογικού φύλου ή ομοεθνείς. Για παράδειγμα, δεν προστατεύεται από το Σύμφωνο η συμβίωση Έλληνα με αλλοδαπή, αλλά αυτοί έχουν τον πολιτικό γάμο. Δεν θα αργήσει κάποιος μονήρης να καταφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οπότε θα γίνει μεγαλύτερος θόρυβος και βεβαίως, θα προκύψουν νέα μυθιστορήματα. Προς το παρόν, ας δούμε, με βάση το τρέχον πολιτικώς ορθό, τι δεν θεωρείται πλέον “διαστροφή”, για να γνωρίζουν και οι συγγραφείς τις κόκκινες γραμμές των σχολικών βιβλίων. Κάποτε, είθε όσο το δυνατόν αργότερα, θα φύγει η γαλλική φινέτσα από το ΥΠΠΟ και μπορεί να επανέλθει τριπολιτσιώτικη μαγκούρα.
Οπως και να έχει, η στροφή της πεζογραφίας προς τα ερωτικά δεν συνάντησε αντιδράσεις, όπως η παλαιότερη στα χωρία της Ιστορίας. Οι συγγραφείς, μετά τα πρώτα ανοίγματα, μάλλον διερευνητικού χαρακτήρα, προς μία ελευθεριάζουσα οπτική, εγκατέλειψαν την επιφυλακτικότητα του υπαινικτικού και ελλειπτικού λόγου. Οι υποθέσεις των πεζών τους έγιναν τολμηρότερες, οι περιγραφές ωμότερες, ο ρεαλισμός σκληρότερος. Ως θέμα η ανδρική ομοφυλοφιλία, που ήταν για χρόνια η πιο συχνά απαντώμενη μορφή ομοφυλοφιλίας, έχει υποχωρήσει, παραχωρώντας την πρώτη θέση στον λεσβιασμό. Στην πεζογραφική σοδειά του 2015, καταγράφουμε τον λεσβιακό έρωτα στο μυθιστόρημα, «Η Αλεξάνδρα», του Ανδρέα Μήτσου, που θα ήταν μάλλον εντελέστερο χωρίς αυτόν. Άλλη σκευή απαιτεί η περιγραφή του αφηγητή να παίρνει μάτι, όπως σε ένα από τα πρώτα του διηγήματα, και άλλη το πλάσιμο γυναικείου ομοφυλόφιλου χαρακτήρα. Επίσης, τα λεσβιακά διηγήματα της Έλ. Μαρούτσου, στη συλλογή, «Οι χυδαίες ορχιδέες», και ως διάνθισμα, την μονόπλευρη ερωτική έλξη προς τη φίλη της, στο μυθιστόρημα, «Ήμισυ του παντός» της Δ. Κολλιάκου.
Στην τρέχουσα παραγωγή, ωστόσο, η πιο αρεστή μορφή ομοφυλοφιλίας είναι η ρέπουσα προς την παιδεραστία, όπου, συχνότερα, πρόκειται για άτομο στην εφηβεία. Θυμίζουμε από την σοδειά του 2014, το μυθιστόρημα, «7 θυμοί», του Χρήστου Βούπουρα. Και βεβαίως, το πρόσφατο του Μένη Κουμανταρέα, «Η σειρήνα της ερήμου». Παραμένοντας στην σεξουαλική απόκλιση της ομοφυλοφιλίας, ένα άλλο σημείο, που δεν φαίνεται δευτερεύον, στο οποίο διαφοροποιείται η πρόσφατη πεζογραφική τάση από την αποκαλούμενη “γκέι λογοτεχνία”, είναι η σεξουαλική ταυτότητα του συγγραφέα. Παλαιότερα, που ο βιογραφισμός αποτελούσε μέρος της κριτικής προσέγγισης, ήταν γνωστό πως η ομοφυλόφιλη λογοτεχνία γραφόταν, κυρίως, με βάση προσωπικές εμπειρίες. Στα σημερινά πεζά, από όσο γνωρίζουμε και λόγω του ότι η ομοφυλόφιλη ταυτότητα δεν αποκρύβεται πλέον, αυτός ο κανόνας δεν ισχύει. Άλλωστε, τα ανοίγματα των συγγραφέων προς σεξουαλικές αποκλίσεις, που εξακολουθούν, τουλάχιστον λεξικογραφικά, να αποδίδονται ως στρεβλώσεις του σεξουαλικού ενστίκτου ή και ψυχοπαθολογικές διαστροφές, δείχνουν πως θα πρέπει να πρόκειται για αναζητήσεις, μακράν του βιωματικού πεδίου.
Έδαφος κερδίζει και η αιμομιξία, που ξεκίνησε από θείους και ανίψια, ως τρυφερές ομοφυλόφιλες επαφές ή και ασελγείς ετεροφυλόφιλες. Συν τω χρόνω, το ενδιαφέρον των συγγραφέων στράφηκε στις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ εξ αίματος συγγενών πρώτου βαθμού, τουτέστιν γονέων μετά τέκνων. Από τους τέσσερις συνδυασμούς, στην πρόσφατη πεζογραφία καταγράφονται οι τρεις. Μένει ταμπού η σχέση πατήρ-υιός, που πέρασε στον κινηματογράφο, στην εκδοχή, ο υιός τραβεστί-ο πατήρ εν αγνοία της ταυτότητας του ερωτικού συντρόφου του. Στην εν λόγω απόκλιση, θα επανέλθουμε με αφορμή τη συλλογή, «Τα όνειρα μού δέλουν», του Σωτήρη Δημητρίου. Για να ολοκληρώσουμε, όμως, με τις πιο σκανδαλιάρικες περιπτώσεις της πρόσφατης ερωτικής στροφής, καταγράφουμε στα καινοφανή, τουλάχιστον στα καθ’ ημάς, την ουρολαγνία ή και ουροφιλία, όπου, σύμφωνα με τον ορισμό, η σεξουαλική διέγερση προκαλείται από τη θέα, την όσφρηση ή και την κατάποση ούρων, συχνότερα, πρόκειται για υγρά προσφιλούς προσώπου. Σε δυο πρόσφατα βιβλία, το μυθιστόρημα της Ε. Σωτηροπούλου, «Τι μένει από τη νύχτα», και τα διηγήματα του Δημητρίου, περιγράφονται περιστατικά βρώσης τροφίμου ή πιπιλίσματος πράγματος, εμποτισμένου στα σωματικά υγρά.
Όταν ανοίγεις το παράθυρο σε νέους ανέμους, κάποιες πρώτες επισημάνσεις με κριτική διάθεση είναι μάλλον αναγκαίες. Βεβαίως, μόνο από αισθητικής πλευράς, καθώς οι θεματικές επιλογές ανήκουν πλέον στο απυρόβλητο. Ουδείς κριτικός καταφεύγει σήμερα στη χρήση του ξεχασμένου όρου “ασεμνολογία”. Αυτός βρίσκεται βαθιά θαμμένος στα νεκροταφεία των λεξικών.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/2/2016.
Φωτο: Ένα από τα 12 σχέδια του Νταίηβιντ Χώκνεϋ για 14 ερωτικά ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, σε αγγλική μετάφραση του 1967.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου