Ολιγάριθμες είναι οι “γράφουσες” Ελληνίδες, που συγκρατούν οι Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ανάμεσα σε αυτές, μετριούνται στα δάχτυλα όσες επέλεξαν να εμφανιστούν στα γράμματα με διπλό επίθετο. Οι παλαιότερες είναι ισάριθμες με τους αντίστοιχους άρρενες “γράφοντες”, που φέρουν διπλά επίθετα. Εκείνοι τιμούσαν τους δυο πατρογονικούς τους κλάδους, εκείνες, τον πατρικό και τον γαμήλιο. Δίκην παραδείγματος, στους 183 πεζογράφους, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους μέχρι την απριλιανή δικτατορία, απαντώνται 25 “γράφουσες”, όπου μόνο μία διατηρεί διπλό όνομα έναντι τριών ανδρών. Αντιστοίχως, στην ποίηση, στους 169, από την εποχή του Παλαμά μέχρι και την πρώτη μεταπολεμική γενιά, συγκρατούνται μόλις 15, πέντε εξ αυτών με διπλό όνομα έναντι ενός ανδρός.
Κατά κανόνα, για τις ύπανδρες, το όνομα το καθορίζει η σχέση μεταξύ του χρόνου νύμφευσης και εκείνου της πρώτης συγγραφικής εμφάνισης. Ανάλογα, ποιο από τα δυο προκύπτει πρώτο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, παρεμβαίνει καθοριστικά η προσωπικότητα της “γράφουσας” σε σχέση με εκείνη του εκλεκτού της. Λ.χ., η Γαλάτεια Καζαντζάκη ξεκινά ως Αλεξίου, επίσης η Ρίτα Μπούμη-Παπά, ως Μπούμη, μετά το γάμο, όμως, η μεν πρώτη διαγράφει το πατρικό, ενώ, η δεύτερη το διατηρεί, προσθέτοντας το συζυγικό. Ως ένα βαθμό, παίζει ρόλο και η εποχή. Άλλο ο γάμος το 1911 και άλλο το 1936. Όπως δείχνει και η περίπτωση της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, που πρωτοδημοσιεύει συζευγμένη, έχοντας διατηρήσει το διπλό επώνυμο.
Ένα όνομα
Αλλά έτσι κι αλλιώς, με μονό ή διπλό όνομα, οι περισσότερες από τις “γράφουσες”, ακόμη και εκείνες, που το όνομά τους γράφτηκε στις δέλτους της Ιστορίας, σπανίως αναφέρονται. Κατ’ εξαίρεση, μία “γράφουσα” με διπλό όνομα, από τις πολλές που έμειναν στα ψιλά γράμματα της Ιστορίας, κάθε τόσο, όλο και κάποιος την μνημονεύει. Αφορμή δεν στέκεται η ίδια, ούτε το έργο της. Πρόκειται για την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, που απαντάται και ως Κλεαρέτη Μαλάμου-Δίπλα, αλλά η πρώτη εκδοχή είναι εκείνη που προκαλεί το ενδιαφέρον. Την ύστερη φήμη της, κυρίως μεταπολεμικά, την οφείλει στον Κ. Γ. Καρυωτάκη, που μεταμόρφωσε το ονοματεπώνυμό της σε στίχο. Πιο συγκεκριμένα, στον στίχο του, το Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, είναι γραμμένο εντός εισαγωγικών ωσάν τίτλος. Μαζί με τον στίχο, που ακολουθεί, “και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου”, αποτελεί το τρίτο από τα εννέα δίστιχα, που απαρτίζουν το ποίημα, «Σταδιοδρομία», από το τρίτο μέρος, «Σάτιρες», της τρίτης ποιητικής συλλογής του, «Ελεγείες και σάτιρες».
Το τελευταίο αυτό βιβλίο του Καρυωτάκη κυκλοφόρησε μέσα στο τρίτο δεκαήμερο Δεκ. 1927. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ποίημα μαζί με το ακριβώς προηγούμενό του στην παράταξη του βιβλίου, «Μικρή ασυμφωνία εις α μείζον», έτυχαν προδημοσίευσης (σε αντίστροφη σειρά) προς διαφήμιση της έκδοσης, στη φιλολογική «Κυριακή» της εφ. «Ελεύθερον Βήμα», στις 20 Νοε. Το πρώτο ποίημα, γνωστότερο με τον πρώτο στίχο του, “Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,”, συνοδευόταν από την υποσημείωση: “Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δε θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο.” Το δεύτερο, καθώς ο ποιητής το δημοσίευσε χωρίς επεξηγηματική υποσημείωση, καλλιέργησε σε μεταγενέστερους, που αγνοούσαν την “γράφουσα”, έναν γρίφο γύρω από τον συγκεκριμένο στίχο.
Τι επιζητούσε ο Καρυωτάκης να δείξει; Ο Γ. Π. Σαββίδης, στη σχολιασμένη έκδοση των Απάντων Καρυωτάκη του 1992, αφήνει την πιθανότητα ο δεύτερος στίχος του δίστιχου να ενέχει “τυπογραφική αβλεψία της εφημερίδας”, προτείνοντας ως σωστότερη την παραλλαγή “και δίπλα σ’ αυτήν τ’ όνομά μου”. Στην επόμενη εικοσαετία, ο προβληματισμός γύρω από τον γρίφο του εν λόγω δίστιχου έμεινε μετέωρος ανάμεσα στο πρωτότυπο και την διορθωτική εικασία του Σαββίδη. Ο Απ. Μπενάτσης, το 2004, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, σχολιάζει: “Το ποιητικό υποκείμενο δεν αναφέρει το δικό του όνομα, ενώ παραθέτει ολόκληρο το επώνυμο της συναδέλφου του. Δηλώνει με τρόπο αυτό ότι αυτή είναι γνωστή, ενώ αυτός παραμένει άγνωστος... Διαπιστώνουμε ότι το «αυτό» αναφέρεται σε μία γυναίκα... μιλάει για την Κλεαρέτη σαν να μην ήταν πρόσωπο, αλλά πράγμα”. Ο Τ. Καγιαλής σπεύδει να τον διορθώσει, υποδεικνύοντας πως το όνομα βρίσκεται εντός εισαγωγικών, οπότε το ουδέτερο γένος της αντωνυμίας είναι ορθό. Και συνεχίζει, ερμηνεύοντας τις προθέσεις του ποιητή: “Εκείνο, που φαντάζεται με αποτροπιασμό δίπλα στο όνομά του, δεν είναι η συγγραφέας αυτοπροσώπως, αλλά το εμβληματικό ονοματεπώνυμό της.”
Ο Μπενάτσης συνεχίζει, επισημαίνοντας τη “διακειμενική σχέση”, που υπάρχει μεταξύ δίστιχου και ποιήματος του Εγγονόπουλου, με τίτλο, «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου», από τη συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», που έχει ως μότο: “... Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, / και δίπλα σ’ αυτή τ’ όνομά μου. / Κ. Καρυωτάκης”. Εικάζει αντιπαράθεση του νεότερου προς τον πρεσβύτερο ποιητή: Ο Εγγονόπουλος “αποκαθιστά την Κλεαρέτη ως πρόσωπο”, ενώ το καρυωτακικό “αυτό” είχε “υποτιμητική σημασία”. Ο Καγιαλής επιμένει: “Όχι μόνο δεν αποκαθιστά τη συγγραφέα, αλλά μετατρέπει μια σκωπτική αναφορά στο όνομά της σε άκομψο λίβελο (τον οποίο χρεώνει στον Καρυωτάκη, η υπογραφή του οποίου εμφανίζεται φαρδιά πλατιά κάτω από τον παραλλαγμένο στίχο).”
Σχετικά με το ποίημα του Εγγονόπουλου, υπάρχει και η παλαιότερη ερμηνεία του Κ. Βούλγαρη. Στο βιβλίο του για τον Καρυωτάκη, το 1989, σχολιάζει τη σχέση των δυο ποιητών: “Η αγωνιώδης αισιοδοξία του Εγγονόπουλου για την ατέρμονο ζωή του Καρυωτάκη... τον κάνει να του στέλνει καρτ-ποστάλ της Πρέβεζας με το ποίημα «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»”. Αυτή η αλληγορική ερμηνεία βρίσκεται μάλλον πλησιέστερα στα αισθήματα του Εγγονόπουλου, καθώς συμφωνεί και με την απόφανσή του, “στο Μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν... αυτοί μόνοι οι τρεις: Καρυωτάκης, Παρθένης και Κόντογλους”. Άλλωστε, το μότο, με τις παραλλαγές που επιφέρει στο δίστιχο και την υπογραφή του Καρυωτάκη χωρίς το αρχικό του πατρώνυμου, έχει άτυπο χαρακτήρα επιστολής. Ένα ποίημα δίκην επιστολής, με την εικόνα της Πρέβεζας, που είδε αυτός δίπλα σε εκείνη με τις “κάργες” ή και τις “κουρούνες” του Αυτόχειρα. Ένα ποίημα, που τοποθετεί τον Τριπολιτσιώτη ανάμεσα σε δυο Πρεβεζάνους, την Δίπλα-Μαλάμου και τον προσφιλή του ήρωα, Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον “Μουτσανά”, γιο του προεπαναστατικού Ανδρέα Βρούτση, γνωστού και ως Μουτσανά.
Να προσθέσουμε και μία πτυχή του ποιήματος, που πιθανόν διαφεύγει των σημερινών μελετητών. Για τον Εγγονόπουλο, το Δίπλα-Μαλάμου θα πρέπει να ήταν πράγματι εμβληματικό, καθώς πάντρευε τον Ευρυτάνα κλεφταρματωλό Βασίλη Δίπλα, νουνό του Κατσαντώνη, με την Σουλιώτικη οικογένεια των Μαλαμαίων. Έτσι, στο ποίημα, υπάρχει συμμετρία ανάμεσα σε δυο ζεύγη ηρωικώς πεσόντων προ και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ο Εγγονόπουλος, με την υπερρεαλιστική του προσέγγιση, να ακούει στις καρυωτακικές “κάργιες” το στίχο του δημοτικού άσματος: “πολλή τουρκιά μας πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδι”.
Ο Σάββας Παύλου, το 2011, στο βιβλίο του, «Μικροφιλολογικά και άλλα», σχολιάζει με τον χαρακτηριστικό τρόπο του, μεταξύ ειρωνείας και ρομαντισμού: “Πρέπει να λογιστούμε όλοι μας την πίκρα της ευγενούς δέσποινας, ποιήτριας και πεζογράφου Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, όταν συνειδητοποίησε...πως δεν ήταν παρά ο στίχος του Καρυωτάκη.” Κι όμως, εκείνη δεν θα πρέπει να πικράθηκε, δεδομένου πως, για τους συγκαιρινούς της, ήταν μία γνωστή συγγραφέας. Το 1929, μάλιστα, το δεύτερο βιβλίο της είναι το πρώτο βιβλίο “γράφουσας”, που τιμάται με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Ένας στίχος
Η πρώτη ποιητική συλλογή της, «Στο διάβα μου», είχε κυκλοφορήσει αρχές 1922. Η δεύτερη του Καρυωτάκη, «Νηπενθή», Αύγ. 1921. Για το δικό της βιβλίο είχαν δημοσιευτεί τουλάχιστον τρεις κριτικές, μεταξύ των οποίων μία ευνοϊκή του Ξενόπουλου, ενώ, για του Καρυωτάκη έξι. Αμφότερα είχαν παρουσιαστεί στο περιοδικό «Ο Νουμάς», αλλά από διαφορετικούς κριτικούς. Σε ένα περιοδικό, όμως, ο καθ’ ύλην αρμόδιος είχε γράψει και για τα δυο βιβλία. Ήταν ο Μ. Εσπερινός στο ετήσιο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου». Πιστεύουμε πως ο καρυωτακικός στίχος ορμάται από αυτές τις δυο κριτικές, που δημοσιεύτηκαν στον 10ο τόμο του 1922 και ο οποίος κυκλοφόρησε Αύγ. 1923. Αυτές ήταν και οι τελευταίες κρίσεις για τα ποιητικά τους βιβλία. Δημοσιεύτηκαν εν παρατάξει μαζί με άλλες επτά, συγκεντρωμένες στο τέλος του τόμου, με κοινό τίτλο, «Βιβλιοκρισίες», και κοινή υπογραφή. Τέταρτη στη σειρά του Καρυωτάκη, όγδοη της Δίπλα-Μαλάμου. Ο κριτικός είχε σταθεί αυστηρός και για τις δυο, περισσότερο για εκείνη του Καρυωτάκη. Οπόταν θα ταίριαζε σε αμφότερες ως συμπέρασμα, ο πρώτος στίχος από το δεύτερο δίστιχο του ποιήματος «Σταδιοδρομία»: “«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»”. Αυτός ο στίχος ζευγαρώνει με τον στίχο, “θα γράψουν οι εφημερίδες.” και προηγείται του δίστιχου της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου.
Εικάζουμε πως ο Καρυωτάκης, με αυτό το ποίημα, σαρκάζει την μελλοντική τύχη της τρίτης συλλογής του, καθώς φαντασιώνεται πως θα είναι όμοια με της προηγούμενης. Εκκινεί από τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος της δεύτερης συλλογής του, “Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά.”, παραλλάσσοντάς τον, “Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω / σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.” Συνεχίζει, στο επόμενο δίστιχο, με την ετυμηγορία των κριτικών. Και καταλήγει με την εικόνα από τις σελίδες του εντύπου που φιλοξένησε την τελευταία κριτική παρουσίαση του βιβλίου του, την οποία διαδέχθηκε σιωπή και, πιθανώς, απούλητα αντίτυπα, παρακαταθήκη στο Βιβλιοπωλείο του Βασιλείου, “το στέκι του”. Γιατί, όμως, επιλέγει την Δίπλα-Μαλάμου και όχι κάποιον άλλο από τους κρινόμενους; Συμβάλλει, σίγουρα, η ομοιοκαταληξία, επιπροσθέτως, όμως, είναι και η πιο αδύναμη περίπτωση. Όχι όσο αφορά το βιβλίο της, που, το πιθανότερο, ο Καρυωτάκης αγνοεί, αλλά επειδή είναι “γράφουσα” και δη πρωτοεμφανιζόμενη.
Όσο για τον υπαίτιο κριτικό αυτής της κειμενικής εικόνας, είναι ψευδώνυμος. Άνοιξη 1924, ο Καρυωτάκης γνωρίστηκε με τον Ε. Ιωάννου, γνωστό ήδη ως Τέλλο Άγρα. Τότε, ίσως και ευθύς εξαρχής, ήξερε πως εκείνος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Μ. Εσπερινός, που ο Άγρας χρησιμοποίησε μόνο σε αυτήν τη δημοσίευση. Παραμένει ζητούμενο το κατά πόσο το γνώριζε η Δίπλα-Μαλάμου. Ο Άγρας δημοσίευσε κριτικές για δυο ακόμη βιβλία της, αυτά πεζογραφικά, το 1929, υπογράφοντας με τα αρχικά του, και το 1935, ολογράφως. Πέραν αυτών, συντάσσει και το αντίστοιχο λήμμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, μεταξύ πλείστων άλλων, γραμμένων την περίοδο κατάρτισής της (1926-1934). Το συγκεκριμένο θα πρέπει να γράφτηκε λίγο μετά την βράβευσή της από την Ακαδημία, το 1930.
Το λήμμα δημιούργησε έναν ακόμη γρίφο, αυτήν τη φορά, γύρω από την ηλικία της. Οι σχετικές αναφορές κυμαίνονται μέσα σε μία δεκατριετία, 1886-1898. Ο Νίκος Σαραντάκος, στη διαδικτυακή συνομιλία του με τον Παύλου, εκφράζει την απορία του: “Όλες οι πηγές που συμβουλεύτηκα, διαδικτυακές και χάρτινες, λένε πως γεννήθηκε το 1897. Σε ένα βιβλίο, ωστόσο, του 2007, έκδοση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, δίνεται το 1886.” Να σημειώσουμε πως, στην εν λόγω έκδοση, δεν δημοσιεύεται ημερολόγιό της, όπως αναφέρει, αλλά οι ομιλίες από εκδήλωση, όπου δίνονται περικοπές από το ημερολόγιο, που παραμένει ανέκδοτο. Παρότι στην προμετωπίδα, αλλά και σε όλες τις αναφορές του βιβλίου, αναφέρεται το 1886, στην πρόσκληση της εκδήλωσης, που αναπαράγεται στο βιβλίο, δίνεται το 1897.
Μία συγγραφέας
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η διακύμανση του έτους γέννησής της, ανάλογα και με την παλαιότητα του εντύπου. Θα ήταν, πάντως, άδικο να το αποδώσουμε σε δική της πρόθεση προς απόκρυψη της ηλικίας της, καθώς δημοσιεύει από πολύ νωρίς. Στο λήμμα του Άγρα, φέρεται γεννηθείσα το 1894. Την καταχωρεί ως Μαλάμου-Δίπλα, με τόπο γέννησης την Λευκάδα, αντί της Πρέβεζας. Στα λοιπά στοιχεία, τα πάει καλύτερα, αν και αναφέρει εσφαλμένα το περιοδικό και το χρόνο πρώτης εμφάνισης. Γεννημένος ο ίδιος το 1899, μάλλον στηρίζεται σε προγενέστερες πηγές. Το 1894, δίνεται και στο σύντομο ανυπόγραφο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Ελευθερουδάκη. Ενώ, ο Νίκος Σφυρόερας, στη συνέντευξη, που της παίρνει το 1938, δίνει χρονολογία γέννησης το 1898.
Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, ο Δημ. Σταμέλος δίνει το 1897, που υιοθετεί και ο Σαββίδης στα Άπαντα Καρυωτάκη. Προηγήθηκαν η Αθηνά Ταρσούλη, στο «Ελληνίδες ποιήτριες» (1951), με χρονολογία το 1897, ο Γ. Κορδάτος, στην «Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1962), το 1898, και ο Μιχ. Περάνθης, στην πεντάτομη «Ελληνική πεζογραφία» (1967), που, από τυπογραφική αβλεψία, δίνει 1897 και 1898. Δυο ακόμη παλαιότερες Ιστορίες την αναφέρουν, του Βουτιερίδη, χωρίς βιογραφικά στοιχεία, και του Νίκου Παππά, με χρονολογία το 1888. Στο έκτο μέρος της Ιστορίας του, «Η γυναικεία λογοτεχνία στην Ελλάδα», όπου παρατάσσει τις συγγραφείς ανά γενιά, την τοποθετεί σε εκείνη του 1900-1910, μαζί με την Ταρσούλη και την Καζαντζάκη. Ενώ, την Πολυδούρη, στην επόμενη, του 1920.
Το 2016, μετά τη διευθέτηση του έτους γέννησης της Δίπλα-Μαλάμου, χάρις στα βιογραφικά στοιχεία, που συγκεντρώνει η Λευκαδίτισσα Ναταλία Κατηφόρη, ξανασυναντιούνται ο Καρυωτάκης και αυτή. Επετειακό έτος για αμφοτέρους, καθώς συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση του πρώτου και 130 από εκείνης. Η επέτειος δίνει μια ευκαιρία προς επανεξέταση της ποιήτριας όσο, βέβαια, και της πεζογράφου Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου. Την αρχή έκανε η Μάρα Ψάλτη, με την εκτενή κριτική παρουσίαση της ποιήτριας, εστιάζοντας στην ερωτική πτυχή. Θα επανέλθουμε.
Κατά κανόνα, για τις ύπανδρες, το όνομα το καθορίζει η σχέση μεταξύ του χρόνου νύμφευσης και εκείνου της πρώτης συγγραφικής εμφάνισης. Ανάλογα, ποιο από τα δυο προκύπτει πρώτο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, παρεμβαίνει καθοριστικά η προσωπικότητα της “γράφουσας” σε σχέση με εκείνη του εκλεκτού της. Λ.χ., η Γαλάτεια Καζαντζάκη ξεκινά ως Αλεξίου, επίσης η Ρίτα Μπούμη-Παπά, ως Μπούμη, μετά το γάμο, όμως, η μεν πρώτη διαγράφει το πατρικό, ενώ, η δεύτερη το διατηρεί, προσθέτοντας το συζυγικό. Ως ένα βαθμό, παίζει ρόλο και η εποχή. Άλλο ο γάμος το 1911 και άλλο το 1936. Όπως δείχνει και η περίπτωση της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, που πρωτοδημοσιεύει συζευγμένη, έχοντας διατηρήσει το διπλό επώνυμο.
Ένα όνομα
Αλλά έτσι κι αλλιώς, με μονό ή διπλό όνομα, οι περισσότερες από τις “γράφουσες”, ακόμη και εκείνες, που το όνομά τους γράφτηκε στις δέλτους της Ιστορίας, σπανίως αναφέρονται. Κατ’ εξαίρεση, μία “γράφουσα” με διπλό όνομα, από τις πολλές που έμειναν στα ψιλά γράμματα της Ιστορίας, κάθε τόσο, όλο και κάποιος την μνημονεύει. Αφορμή δεν στέκεται η ίδια, ούτε το έργο της. Πρόκειται για την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, που απαντάται και ως Κλεαρέτη Μαλάμου-Δίπλα, αλλά η πρώτη εκδοχή είναι εκείνη που προκαλεί το ενδιαφέρον. Την ύστερη φήμη της, κυρίως μεταπολεμικά, την οφείλει στον Κ. Γ. Καρυωτάκη, που μεταμόρφωσε το ονοματεπώνυμό της σε στίχο. Πιο συγκεκριμένα, στον στίχο του, το Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, είναι γραμμένο εντός εισαγωγικών ωσάν τίτλος. Μαζί με τον στίχο, που ακολουθεί, “και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου”, αποτελεί το τρίτο από τα εννέα δίστιχα, που απαρτίζουν το ποίημα, «Σταδιοδρομία», από το τρίτο μέρος, «Σάτιρες», της τρίτης ποιητικής συλλογής του, «Ελεγείες και σάτιρες».
Το τελευταίο αυτό βιβλίο του Καρυωτάκη κυκλοφόρησε μέσα στο τρίτο δεκαήμερο Δεκ. 1927. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ποίημα μαζί με το ακριβώς προηγούμενό του στην παράταξη του βιβλίου, «Μικρή ασυμφωνία εις α μείζον», έτυχαν προδημοσίευσης (σε αντίστροφη σειρά) προς διαφήμιση της έκδοσης, στη φιλολογική «Κυριακή» της εφ. «Ελεύθερον Βήμα», στις 20 Νοε. Το πρώτο ποίημα, γνωστότερο με τον πρώτο στίχο του, “Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,”, συνοδευόταν από την υποσημείωση: “Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δε θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο.” Το δεύτερο, καθώς ο ποιητής το δημοσίευσε χωρίς επεξηγηματική υποσημείωση, καλλιέργησε σε μεταγενέστερους, που αγνοούσαν την “γράφουσα”, έναν γρίφο γύρω από τον συγκεκριμένο στίχο.
Τι επιζητούσε ο Καρυωτάκης να δείξει; Ο Γ. Π. Σαββίδης, στη σχολιασμένη έκδοση των Απάντων Καρυωτάκη του 1992, αφήνει την πιθανότητα ο δεύτερος στίχος του δίστιχου να ενέχει “τυπογραφική αβλεψία της εφημερίδας”, προτείνοντας ως σωστότερη την παραλλαγή “και δίπλα σ’ αυτήν τ’ όνομά μου”. Στην επόμενη εικοσαετία, ο προβληματισμός γύρω από τον γρίφο του εν λόγω δίστιχου έμεινε μετέωρος ανάμεσα στο πρωτότυπο και την διορθωτική εικασία του Σαββίδη. Ο Απ. Μπενάτσης, το 2004, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, σχολιάζει: “Το ποιητικό υποκείμενο δεν αναφέρει το δικό του όνομα, ενώ παραθέτει ολόκληρο το επώνυμο της συναδέλφου του. Δηλώνει με τρόπο αυτό ότι αυτή είναι γνωστή, ενώ αυτός παραμένει άγνωστος... Διαπιστώνουμε ότι το «αυτό» αναφέρεται σε μία γυναίκα... μιλάει για την Κλεαρέτη σαν να μην ήταν πρόσωπο, αλλά πράγμα”. Ο Τ. Καγιαλής σπεύδει να τον διορθώσει, υποδεικνύοντας πως το όνομα βρίσκεται εντός εισαγωγικών, οπότε το ουδέτερο γένος της αντωνυμίας είναι ορθό. Και συνεχίζει, ερμηνεύοντας τις προθέσεις του ποιητή: “Εκείνο, που φαντάζεται με αποτροπιασμό δίπλα στο όνομά του, δεν είναι η συγγραφέας αυτοπροσώπως, αλλά το εμβληματικό ονοματεπώνυμό της.”
Ο Μπενάτσης συνεχίζει, επισημαίνοντας τη “διακειμενική σχέση”, που υπάρχει μεταξύ δίστιχου και ποιήματος του Εγγονόπουλου, με τίτλο, «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου», από τη συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», που έχει ως μότο: “... Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, / και δίπλα σ’ αυτή τ’ όνομά μου. / Κ. Καρυωτάκης”. Εικάζει αντιπαράθεση του νεότερου προς τον πρεσβύτερο ποιητή: Ο Εγγονόπουλος “αποκαθιστά την Κλεαρέτη ως πρόσωπο”, ενώ το καρυωτακικό “αυτό” είχε “υποτιμητική σημασία”. Ο Καγιαλής επιμένει: “Όχι μόνο δεν αποκαθιστά τη συγγραφέα, αλλά μετατρέπει μια σκωπτική αναφορά στο όνομά της σε άκομψο λίβελο (τον οποίο χρεώνει στον Καρυωτάκη, η υπογραφή του οποίου εμφανίζεται φαρδιά πλατιά κάτω από τον παραλλαγμένο στίχο).”
Σχετικά με το ποίημα του Εγγονόπουλου, υπάρχει και η παλαιότερη ερμηνεία του Κ. Βούλγαρη. Στο βιβλίο του για τον Καρυωτάκη, το 1989, σχολιάζει τη σχέση των δυο ποιητών: “Η αγωνιώδης αισιοδοξία του Εγγονόπουλου για την ατέρμονο ζωή του Καρυωτάκη... τον κάνει να του στέλνει καρτ-ποστάλ της Πρέβεζας με το ποίημα «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»”. Αυτή η αλληγορική ερμηνεία βρίσκεται μάλλον πλησιέστερα στα αισθήματα του Εγγονόπουλου, καθώς συμφωνεί και με την απόφανσή του, “στο Μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν... αυτοί μόνοι οι τρεις: Καρυωτάκης, Παρθένης και Κόντογλους”. Άλλωστε, το μότο, με τις παραλλαγές που επιφέρει στο δίστιχο και την υπογραφή του Καρυωτάκη χωρίς το αρχικό του πατρώνυμου, έχει άτυπο χαρακτήρα επιστολής. Ένα ποίημα δίκην επιστολής, με την εικόνα της Πρέβεζας, που είδε αυτός δίπλα σε εκείνη με τις “κάργες” ή και τις “κουρούνες” του Αυτόχειρα. Ένα ποίημα, που τοποθετεί τον Τριπολιτσιώτη ανάμεσα σε δυο Πρεβεζάνους, την Δίπλα-Μαλάμου και τον προσφιλή του ήρωα, Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον “Μουτσανά”, γιο του προεπαναστατικού Ανδρέα Βρούτση, γνωστού και ως Μουτσανά.
Να προσθέσουμε και μία πτυχή του ποιήματος, που πιθανόν διαφεύγει των σημερινών μελετητών. Για τον Εγγονόπουλο, το Δίπλα-Μαλάμου θα πρέπει να ήταν πράγματι εμβληματικό, καθώς πάντρευε τον Ευρυτάνα κλεφταρματωλό Βασίλη Δίπλα, νουνό του Κατσαντώνη, με την Σουλιώτικη οικογένεια των Μαλαμαίων. Έτσι, στο ποίημα, υπάρχει συμμετρία ανάμεσα σε δυο ζεύγη ηρωικώς πεσόντων προ και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ο Εγγονόπουλος, με την υπερρεαλιστική του προσέγγιση, να ακούει στις καρυωτακικές “κάργιες” το στίχο του δημοτικού άσματος: “πολλή τουρκιά μας πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδι”.
Ο Σάββας Παύλου, το 2011, στο βιβλίο του, «Μικροφιλολογικά και άλλα», σχολιάζει με τον χαρακτηριστικό τρόπο του, μεταξύ ειρωνείας και ρομαντισμού: “Πρέπει να λογιστούμε όλοι μας την πίκρα της ευγενούς δέσποινας, ποιήτριας και πεζογράφου Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, όταν συνειδητοποίησε...πως δεν ήταν παρά ο στίχος του Καρυωτάκη.” Κι όμως, εκείνη δεν θα πρέπει να πικράθηκε, δεδομένου πως, για τους συγκαιρινούς της, ήταν μία γνωστή συγγραφέας. Το 1929, μάλιστα, το δεύτερο βιβλίο της είναι το πρώτο βιβλίο “γράφουσας”, που τιμάται με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Ένας στίχος
Η πρώτη ποιητική συλλογή της, «Στο διάβα μου», είχε κυκλοφορήσει αρχές 1922. Η δεύτερη του Καρυωτάκη, «Νηπενθή», Αύγ. 1921. Για το δικό της βιβλίο είχαν δημοσιευτεί τουλάχιστον τρεις κριτικές, μεταξύ των οποίων μία ευνοϊκή του Ξενόπουλου, ενώ, για του Καρυωτάκη έξι. Αμφότερα είχαν παρουσιαστεί στο περιοδικό «Ο Νουμάς», αλλά από διαφορετικούς κριτικούς. Σε ένα περιοδικό, όμως, ο καθ’ ύλην αρμόδιος είχε γράψει και για τα δυο βιβλία. Ήταν ο Μ. Εσπερινός στο ετήσιο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου». Πιστεύουμε πως ο καρυωτακικός στίχος ορμάται από αυτές τις δυο κριτικές, που δημοσιεύτηκαν στον 10ο τόμο του 1922 και ο οποίος κυκλοφόρησε Αύγ. 1923. Αυτές ήταν και οι τελευταίες κρίσεις για τα ποιητικά τους βιβλία. Δημοσιεύτηκαν εν παρατάξει μαζί με άλλες επτά, συγκεντρωμένες στο τέλος του τόμου, με κοινό τίτλο, «Βιβλιοκρισίες», και κοινή υπογραφή. Τέταρτη στη σειρά του Καρυωτάκη, όγδοη της Δίπλα-Μαλάμου. Ο κριτικός είχε σταθεί αυστηρός και για τις δυο, περισσότερο για εκείνη του Καρυωτάκη. Οπόταν θα ταίριαζε σε αμφότερες ως συμπέρασμα, ο πρώτος στίχος από το δεύτερο δίστιχο του ποιήματος «Σταδιοδρομία»: “«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»”. Αυτός ο στίχος ζευγαρώνει με τον στίχο, “θα γράψουν οι εφημερίδες.” και προηγείται του δίστιχου της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου.
Εικάζουμε πως ο Καρυωτάκης, με αυτό το ποίημα, σαρκάζει την μελλοντική τύχη της τρίτης συλλογής του, καθώς φαντασιώνεται πως θα είναι όμοια με της προηγούμενης. Εκκινεί από τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος της δεύτερης συλλογής του, “Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά.”, παραλλάσσοντάς τον, “Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω / σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.” Συνεχίζει, στο επόμενο δίστιχο, με την ετυμηγορία των κριτικών. Και καταλήγει με την εικόνα από τις σελίδες του εντύπου που φιλοξένησε την τελευταία κριτική παρουσίαση του βιβλίου του, την οποία διαδέχθηκε σιωπή και, πιθανώς, απούλητα αντίτυπα, παρακαταθήκη στο Βιβλιοπωλείο του Βασιλείου, “το στέκι του”. Γιατί, όμως, επιλέγει την Δίπλα-Μαλάμου και όχι κάποιον άλλο από τους κρινόμενους; Συμβάλλει, σίγουρα, η ομοιοκαταληξία, επιπροσθέτως, όμως, είναι και η πιο αδύναμη περίπτωση. Όχι όσο αφορά το βιβλίο της, που, το πιθανότερο, ο Καρυωτάκης αγνοεί, αλλά επειδή είναι “γράφουσα” και δη πρωτοεμφανιζόμενη.
Όσο για τον υπαίτιο κριτικό αυτής της κειμενικής εικόνας, είναι ψευδώνυμος. Άνοιξη 1924, ο Καρυωτάκης γνωρίστηκε με τον Ε. Ιωάννου, γνωστό ήδη ως Τέλλο Άγρα. Τότε, ίσως και ευθύς εξαρχής, ήξερε πως εκείνος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Μ. Εσπερινός, που ο Άγρας χρησιμοποίησε μόνο σε αυτήν τη δημοσίευση. Παραμένει ζητούμενο το κατά πόσο το γνώριζε η Δίπλα-Μαλάμου. Ο Άγρας δημοσίευσε κριτικές για δυο ακόμη βιβλία της, αυτά πεζογραφικά, το 1929, υπογράφοντας με τα αρχικά του, και το 1935, ολογράφως. Πέραν αυτών, συντάσσει και το αντίστοιχο λήμμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, μεταξύ πλείστων άλλων, γραμμένων την περίοδο κατάρτισής της (1926-1934). Το συγκεκριμένο θα πρέπει να γράφτηκε λίγο μετά την βράβευσή της από την Ακαδημία, το 1930.
Το λήμμα δημιούργησε έναν ακόμη γρίφο, αυτήν τη φορά, γύρω από την ηλικία της. Οι σχετικές αναφορές κυμαίνονται μέσα σε μία δεκατριετία, 1886-1898. Ο Νίκος Σαραντάκος, στη διαδικτυακή συνομιλία του με τον Παύλου, εκφράζει την απορία του: “Όλες οι πηγές που συμβουλεύτηκα, διαδικτυακές και χάρτινες, λένε πως γεννήθηκε το 1897. Σε ένα βιβλίο, ωστόσο, του 2007, έκδοση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, δίνεται το 1886.” Να σημειώσουμε πως, στην εν λόγω έκδοση, δεν δημοσιεύεται ημερολόγιό της, όπως αναφέρει, αλλά οι ομιλίες από εκδήλωση, όπου δίνονται περικοπές από το ημερολόγιο, που παραμένει ανέκδοτο. Παρότι στην προμετωπίδα, αλλά και σε όλες τις αναφορές του βιβλίου, αναφέρεται το 1886, στην πρόσκληση της εκδήλωσης, που αναπαράγεται στο βιβλίο, δίνεται το 1897.
Μία συγγραφέας
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η διακύμανση του έτους γέννησής της, ανάλογα και με την παλαιότητα του εντύπου. Θα ήταν, πάντως, άδικο να το αποδώσουμε σε δική της πρόθεση προς απόκρυψη της ηλικίας της, καθώς δημοσιεύει από πολύ νωρίς. Στο λήμμα του Άγρα, φέρεται γεννηθείσα το 1894. Την καταχωρεί ως Μαλάμου-Δίπλα, με τόπο γέννησης την Λευκάδα, αντί της Πρέβεζας. Στα λοιπά στοιχεία, τα πάει καλύτερα, αν και αναφέρει εσφαλμένα το περιοδικό και το χρόνο πρώτης εμφάνισης. Γεννημένος ο ίδιος το 1899, μάλλον στηρίζεται σε προγενέστερες πηγές. Το 1894, δίνεται και στο σύντομο ανυπόγραφο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Ελευθερουδάκη. Ενώ, ο Νίκος Σφυρόερας, στη συνέντευξη, που της παίρνει το 1938, δίνει χρονολογία γέννησης το 1898.
Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, ο Δημ. Σταμέλος δίνει το 1897, που υιοθετεί και ο Σαββίδης στα Άπαντα Καρυωτάκη. Προηγήθηκαν η Αθηνά Ταρσούλη, στο «Ελληνίδες ποιήτριες» (1951), με χρονολογία το 1897, ο Γ. Κορδάτος, στην «Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1962), το 1898, και ο Μιχ. Περάνθης, στην πεντάτομη «Ελληνική πεζογραφία» (1967), που, από τυπογραφική αβλεψία, δίνει 1897 και 1898. Δυο ακόμη παλαιότερες Ιστορίες την αναφέρουν, του Βουτιερίδη, χωρίς βιογραφικά στοιχεία, και του Νίκου Παππά, με χρονολογία το 1888. Στο έκτο μέρος της Ιστορίας του, «Η γυναικεία λογοτεχνία στην Ελλάδα», όπου παρατάσσει τις συγγραφείς ανά γενιά, την τοποθετεί σε εκείνη του 1900-1910, μαζί με την Ταρσούλη και την Καζαντζάκη. Ενώ, την Πολυδούρη, στην επόμενη, του 1920.
Το 2016, μετά τη διευθέτηση του έτους γέννησης της Δίπλα-Μαλάμου, χάρις στα βιογραφικά στοιχεία, που συγκεντρώνει η Λευκαδίτισσα Ναταλία Κατηφόρη, ξανασυναντιούνται ο Καρυωτάκης και αυτή. Επετειακό έτος για αμφοτέρους, καθώς συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση του πρώτου και 130 από εκείνης. Η επέτειος δίνει μια ευκαιρία προς επανεξέταση της ποιήτριας όσο, βέβαια, και της πεζογράφου Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου. Την αρχή έκανε η Μάρα Ψάλτη, με την εκτενή κριτική παρουσίαση της ποιήτριας, εστιάζοντας στην ερωτική πτυχή. Θα επανέλθουμε.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/2/2016.
Φωτογραφία: Προτομή της συγγραφέως στο Δημοτικό Κήπο της πόλης της Λευκάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου