«Το ελληνικόν διήγημα
Η ανθολογία
του Κωνστ. Φ. Σκόκου»
Τόμοι Α΄Β΄
Φιλολογική επιμέλεια
Κ. Κωστίου – Ν. Φαλαγκάς
Ίδρυμα Ουράνη
Ιανουάριος 2014
Παλαιότερα, οι ανθολογίες ποιημάτων και διηγημάτων αποτελούσαν καθρέφτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας της εποχής τους. Σήμερα, δεν έχουν παρόμοιο χαρακτήρα, ιδιαίτερα οι ανθολογίες διηγημάτων, που πληθαίνουν και είναι κυρίως θεματικές. Σε αυτές, η επιλογή των συγγραφέων δεν γίνεται με κριτήριο την αντιπροσωπευτικότητα του συνόλου, αλλά με βάση ειδικότερων παραμέτρων, κάποτε εξωλογοτεχνικών. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες ανθολογίες με αξιώσεις γραμματολογίας. Ως πιο πρόσφατη μπορεί να θεωρηθεί αυτή των εκδόσεων Σοκόλη, που ολοκληρώθηκε το 1998. Στα ενδιάμεσα χρόνια, η εν λόγω ανθολογία-γραμματολογία, όντας και η μοναδική, δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως μία αντιπροσωπευτική ανθολόγηση, αλλά έχει αποκτήσει την εγκυρότητα της οριστικής καταγραφής. Αυτή η αποδοχή, χωρίς να έχει προηγηθεί η βάσανος της κριτικής ιδίως σε ότι αφορά “την παλαιότερη πεζογραφία μας”, είναι επισφαλής, καθώς συντείνει στο να ατονήσουν οι περαιτέρω ερευνητικές προσπάθειες.
Τη δυνατότητα ενός πρώτου ελέγχου της γραμματολογικής αξίας της συγκεκριμένης ανθολόγησης προσφέρουν οι επανεκδόσεις παλαιότερων ανθολογιών. Ανάμεσα σε αυτές, τρεις διακρίνονται, λόγω και του σχετικά μεγάλου αριθμού συγγραφέων που περιλαμβάνουν. Πέραν, όμως, του πλήθους των προσώπων, το ενδιαφέρον τους έγκειται στο ότι, καίτοι έργο ενός, το κυρίως σώμα των ανθολογούμενων κέρδισε το στοίχημα της επιβεβαίωσης. Κατά χρονολογική σειρά έκδοσης, έχουμε την ανθολογία του 1896, τα «Ελληνικά Διηγήματα», με εκδότη τον Γεώργιο Κασδόνη, και δυο ανθολογίες του 1920, τα «55 Ελληνικά Διηγήματα», σε επιμέλεια Κώστα Ι. Καρζή, με εκδότη τον Μιχαήλ Σ. Ζηκάκη, και τη δίτομη «Το Ελληνικόν Διήγημα», σε εκλογή και επιμέλεια του Κωνστ. Φ. Σκόκου, με εκδότη τον Ιωάννη Κολλάρο, διάδοχο του Κασδόνη στο Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Χάρις στην επιμονή του Γ. Παπακώστα, οι δυο από αυτές, του 1896 και η δεύτερη του 1920, επανεκδόθηκαν μέσα στην τελευταία δεκαετία. Η πρώτη, το 2004, σε επιμέλεια του ιδίου. Είχε προηγηθεί, το 1998, η επανέκδοσή της, σε επιμέλεια Β. Τωμαδάκη, στη Σειρά μελετημάτων του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που δεν έτυχε πλατύτερης παρουσίασης. Η δεύτερη είναι αυτή που επανεκδόθηκε πρόσφατα. Η σύγκριση των τριών ανθολογιών με εκείνη του Σοκόλη θέτει ένα διττό ερώτημα. Πρέπει να επαινέσουμε τους παλαιούς για το ανεπτυγμένο αισθητήριό τους ή να ψέξουμε τους νεότερους για ερευνητική οκνηρία και εφησυχασμό με τα έτοιμα;
Να θυμίσουμε πως το τμήμα της ανθολογίας-γραμματολογίας Σοκόλη, το αφιερωμένο “στην παλαιότερη πεζογραφία μας”, ορίζεται χρονικά “από ιδρύσεως ελληνικού κράτους ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο” και είναι χωρισμένο σε τρεις περιόδους: 1830-1880, 1880-1900, 1900-1914, όπου αντιστοίχως ανθολογούνται, 26, 28, 24 συγγραφείς. Πρόκειται για εννέα τόμους, χωρισμένους σε τρεις ενότητες, με επί μέρους επιμελητές τους Ν. Βαγενά, Κ. Στεργιόπουλο, Γ. Δάλλα. Επίσης, να διευκρινίσουμε πως οι συγκρίσεις αφορούν τους συγγραφείς της γενιάς του 1880 και της πρώτης ομάδας του 20ου αιώνα. Εξαιρούνται, δηλαδή, οι συγγραφείς της πρώτης πεντηκονταετίας του ελληνικού κράτους, καθώς οι τρεις παλαιότεροι ανθολόγοι περιορίζονται σε μετρημένους επιφανείς, ήδη αποθανόντες το 1920: ο Κασδόνης στους Α. Ρ. Ραγκαβή, Δ. Βικέλα, Ε. Ροΐδη και Α. Βλάχο, ο Σκόκος προσθέτει σε αυτούς τους τέσσερις, στον δεύτερο τόμο, τον Ν. Δραγούμη, ενώ ο Καρζής ανθολογεί μόνο τους Βικέλα και Ροΐδη.
Αρχικά, θα πρέπει να δώσουμε μία εικόνα της ανθολογίας Καρζή, που δεν έχει επανεκδοθεί. Στην εισαγωγή της πρόσφατης επανέκδοσης της ανθολογίας Σκόκου, δίνεται μία συγκριτική περιγραφή, στην οποία εντοπίζονται οι εξής ανακρίβειες: Η εν λόγω ανθολογία 55 διηγημάτων περιλαμβάνει 52 και όχι 50 συγγραφείς, που σημαίνει ότι με δυο διηγήματα ανθολογούνται τρεις (Δημ. Καμπούρογλου, Κ. Παλαμάς, Μ. Μητσάκης) και όχι πέντε, όπως αναφέρεται. Επίσης, οι 52 του Καρζή δεν ανθολογούνται όλοι στου Σκόκου, παρά μόνο οι 48 (29 στον πρώτο τόμο, 19 στον δεύτερο). Παραλείπονται οι Γ. Ψυχάρης, Πολ. Δημητρακόπουλος, Δημ. Ταγκόπουλος, Ηλίας Σταύρου. Με το ίδιο διήγημα στις δυο ανθολογίες, Σκόκου και Καρζή, παρουσιάζονται επτά και όχι έξι (στους Ι. Πολυλά, Γ. Δροσίνη, Μητσάκη, Ι. Γκίκα, Π. Βλαστό, Ι. Ζερβό, που αναφέρονται, προστίθεται ο Εμμ. Λυκούδης με το «Μαρασμός»).
Για τις δυο ενδιαφέρουσες περιόδους 1880-1900 και 1900-1914, αφαιρώντας τους παλαιότερους, η ανθολογία του Κασδόνη ανθολογεί 30 στους συνολικά 34, του Σκόκου 63 στους συνολικά 68 (27 πρώτο τόμο, 36 δεύτερο), του Καρζή 50 στους συνολικά 52 και του Σοκόλη 52 επί συνόλου 78. Οι αριθμοί συγκλίνουν μεν, αλλά διαφοροποιούνται στα επιμέρους πρόσωπα. Ορισμένοι συγγραφείς απαντώνται σε μία ή και σε δυο ανθολογίες, αλλά δεν διασώζονται στου Σοκόλη. Μένει ζητούμενο κατά πόσο οι εν λόγω συγγραφείς, οι, τρόπον τινά, σήμερα “άστεγοι”, επανεξετάστηκαν και απορρίφθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για 25 συγγραφείς, που ανθολογούνται ως εξής: Δυο της γενιάς του 1880 (Αριστ. Ρούκης, Θ. Βελλιανίτης) απαντώνται μόνο στου Κασδόνη. Δυο από τους νεότερους (Αντώνης Σπηλιωτόπουλος, Λ. Αστέρης) ανθολογούνται στου Κασδόνη και στον δεύτερο τόμο του Σκόκου. Ενώ, ο δεύτερος, που προχωράει σε μια ευρύτερη ανθολόγηση, στον πρώτο τόμο συγκρατεί δυο νεότερους (Μαρίνος Σιγούρος, Ευστράτιος Ευστρατιάδης), στον δεύτερο άλλους 18 (τέσσερις παλαιότερους Δημ. Πανταζής, Σκόκος, Αγαθ. Κωνσταντινίδης, Γ. Στρατήγης, και 14 νεότερους Π. Αξιώτης, Γ. Τσοκόπουλος, Π. Παναγόπουλος, Ι. Ζερβός, Ι. Γκίκας, Γ. Αδρακτάς, Α. Παπαδόπουλος, Ν. Πετιμεζας, Δημ. Καλογερόπουλος, Κ. Μακρίδης, Λ. Κανελλόπουλος, Μ. Φιλήντας, Σ. Σκίπης, Γ. Πελλερέν). Από αυτούς, ο Καρζής συγκρατεί τους δυο του πρώτου τόμου και τους επτά πρώτους του δεύτερου, ενώ προσθέτει τον νεότερο Ηλ. Σταύρου.
Στην εισαγωγή της πρόσφατης επανέκδοσης της ανθολογίας Σκόκου, διατυπώνεται η άποψη πως ο Σκόκος βασίστηκε κατά πολύ στην ανθολογία Κασδόνη. Όπως φαίνεται, ως διαπίστωση, θα πρέπει να γενικευθεί. Τόσο οι δυο ανθολογίες του 1920 όσο και του Σοκόλη υιοθέτησαν σχεδόν στο ακέραιο τις επιλογές του Κασδόνη. Οι 26 συγγραφείς του Κασδόνη (αφού αφαιρέσουμε τους 4 “άστεγους”), οι 20 της γενιάς του 1880 (Α. Παπαδιαμάντης, Α. Μωραϊτίδης, Γ. Βιζυηνός, Μ. Μητσάκης, Ι. Κονδυλάκης, Αλεξ. Παπαδοπούλου, Εμ. Λυκούδης, Ι. Πολυλάς, Χαρ. Άννινος, Γ. Δροσίνης, Δ. Καμπούρογλου, Ι. Δαμβέργης, Α. Κουρτίδης, Α. Εφταλιώτης, Χ. Χρηστοβασίλης, Α. Καρκαβίτσας, Κ. Κρυστάλλης, Γ. Βλαχογιάννης, Κ. Παλαμάς, Γ. Ψυχάρης) και οι έξι της επόμενης (Π. Νιρβάνας, Γ. Ξενόπουλος, Ν. Επισκοπόπουλος, Κώστας Πασαγιάννης, Δ. Χατζόπουλος, Γ. Βώκος) υπάρχουν στις δυο ανθολογίες του 1920 (με εξαίρεση τον Ψυχάρη που απουσιάζει από τον Σκόκο και τον Βώκο που απουσιάζει και από τις δυο, όπου συμβάλλουν οι ιδιαίτερες συνθήκες του βίου του μετά το 1913), ενώ στου Σοκόλη υπάρχει ακέραιο το σώμα των 26. Αν και στο λήμμα του Βώκου, το έργο του απαξιώνεται, σχεδόν καθ’ ολοκληρία. Παρόμοιας διάθεσης λήμματα, όπου οι σημερινοί απορρίπτουν το έργο του συγγραφέα που ανέλαβαν να παρουσιάσουν, συνιστούν βασική αδυναμία της εν λόγω ανθολογίας από την οπτική του στάτους τής γραμματολογίας που διεκδικεί.
Σε αυτούς τους 26, του Σοκόλη προσθέτει 13 συγγραφείς από το κοινό σώμα των ανθολογιών Σκόκου και Καρζή, δυο της γενιάς του 1880 (Κ. Μεταξάς-Βοσπορίτης, Α. Τραυλαντώνης) και 11 νεότερους (Κ. Ράδος, Γ. Καμπύσης, Κ. Χατζόπουλος, Κ. Θεοτόκης, Κ. Παρορίτης, Δ. Βουτυράς, Π. Βλαστός, Γ. Καζαντζάκη, Ζ. Παπαντωνίου, Σπ. Μελάς, Πλ. Ροδοκανάκης). Επίσης, τρεις που ανθολογούνται μόνο από τον Σκόκο, έναν της γενιάς του 1880 (Αρ. Παπαδοπούλου) και δυο νεότερους (Γ. Καμπύσης, Σπ. Πασαγιάννης). Ακόμη, δυο που ανθολογούνται μόνο από τον Καρζή, έναν παλαιότερο (Πολ. Δημητρακόπουλος) και ένα νεότερο (Δημ. Ταγκόπουλος). Τελικά, μένει να αναφέρουμε ποιους συγγραφείς “ανακάλυψαν” οι γραμματολόγοι, που δεν υπάρχουν στις παλαιότερες ανθολογίες. Τρεις της γενιάς του 1880 (Αλ. Πάλλης, Κ. Παρρέν, Ν. Σπανδωνής) και τέσσερις από τους νεότερους (Ίων Δραγούμης, Π. Δέλτα. Δ. Κόκκινος, Χρ. Χρηστομάνος). Παρατηρούμε ότι πρόκειται για σημαντικές προσωπικότητες, με έργο ιστορικό, κοινωνικό ή και μυθιστορηματικό του τύπου του αναγνώσματος. Δηλαδή, όχι αμιγώς λογοτεχνικό. Άρα, αν η ανθολογία-γραμματολογία Σοκόλη συνιστά τον “λογοτεχνικό κανόνα” για την περίοδο 1880-1914, αυτός είχε διαμορφωθεί εκ των ενόντων από τις τρεις ανθολογίες. Μόνο για την πρώτη περίοδο, 1830-1880, υπήρξε έρευνα που απέφερε νέα ονόματα.
Να σημειώσουμε ότι στην εισαγωγή της πρόσφατης έκδοσης έχουν παρεισφρύσει κάποιες λανθασμένες αναφορές, που μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση. Λ.χ., ότι οι ανθολογούμενοι του Σκόκου είναι 61 αντί 68 ή πως ανθολογεί δυο παλαιότερους αντί πέντε. Επίσης, τα ποσοστά της γυναικείας πεζογραφίας που δίνονται, 3,4% και 5,9% για τις ανθολογίες αντιστοίχως Κασδόνη και Σκόκου, συσκοτίζουν, δεδομένου ότι ο πρώτος ανθολογεί μόλις μία, ποσοστό 2,9%, και ο δεύτερος τέσσερις, ποσοστό 5,88%. Αλλά και σήμερα, που δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στις αφανείς του παρελθόντος, στου Σοκόλη προστέθηκαν μόλις τρεις (στην πρώτη περίοδο η Μ. Μηχανίδου και οι νεότερες Παρρέν, Δέλτα), ποσοστό 8,97. Στον Σκόκο, ωστόσο, αποδίδεται “μεροληψία και αποδεκατιστική λογική”.
Γενικότερα, η εισαγωγή δεν καλοσυστήνει τον Σκόκο. Η επιλογή του να παραθέσει βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων χαρακτηρίζεται μεν “πολύτιμη”, αλλά ακυρώνεται με την παρατήρηση ότι “τα υπερβολικά πολλά πραγματολογικά λάθη υπονομεύουν τη χρησιμότητα αυτών των βιογραφικών σημειωμάτων”. Όπως αναφέρεται ήδη από τον πρόλογο, “η Ανθολογία βρίθει λαθών”, τα οποία “κρίθηκε σκόπιμο να διορθωθούν”, αλλά “σιωπηρώς”. Ωστόσο, μόνο τα προφανή τυπογραφικά λάθη διορθώνονται σιωπηρώς, ενώ τα λάθη του ανθολόγου έχουν την ιστορικότητά τους. Παράδειγμα, ο εκδημοτικισμός και οι απλοποιήσεις πολλών τίτλων από τον Σκόκο. Επίσης, κάποια σφάλματα, όπως, λ.χ., η αναφορά της χρονολογίας έκδοσης του βιβλίου του Ν. Δραγούμη, «Ιστορικαί Αναμνήσεις», το 1874, ως ημερομηνία θανάτου του. Η σιωπηρή διόρθωση αποκαθιστά την ορθή χρονολογία θανάτου, το 1879, αλλά δεν αναφέρει τις χρονολογίες των δυο πρώτων εκδόσεων του βιβλίου, 1874 και 1879. Ή, ακόμη, η αναφορά του 1890 ως χρονολογία έκδοσης της «Πάπισσας Ιωάννας» αντί του 1866, που, το πιθανότερο, οφείλεται σε lapsus του Σκόκου, καθώς το 1890 μεταφράστηκε το βιβλίο, «Η αληθής Πάπισσα Ιωάννα».
Ύστερα, με το “σιωπηρώς”, φορτώνονται στον Σκόκο και λάθη της πρόσφατης επανέκδοσης. Για παράδειγμα, ο Τσοκόπουλος για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912, δημοσίευσε “φυλλάδιο”, με “ακριβή εξιστόρηση των αφορμών, προπαρασκευής, εξελίξεως και αποτελεσμάτων του παμβαλκανικού κατά της Τουρκίας πολέμου”, αλλά και βιβλίο, «Από τα πεδία των μαχών», ως “επισκέπτης, όταν ακόμη τα πτώματα ήταν άταφα”. Εντυπώσεις, λοιπόν, όχι Ιστορία. Τώρα, αν αυτές ενσωματώθηκαν σε “Ιστορία” στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, θα έπρεπε να διευκρινίζεται. Παρομοίως, για τα θεατρικά του Τσοκόπουλου, στου Σκόκου δίνεται η χρονολογία ανεβάσματος μίας παράστασης, ενώ, οι διορθώσεις δίνουν αυτήν της έκδοσης βιβλίου. Κατ’ εξαίρεση και χωρίς διευκρίνιση, για το έμμετρο παραμύθι “Της Ωριάς το κάστρο”, τίτλος που συμφωνεί με το δημοτικό άσμα, δίνεται η χρονολογία ανεβάσματος, με διορθωμένο τον τίτλο, «Το κάστρο της Ωριάς». Όπως κι αν έχει, καταλήγουμε με ένα νόθο βιογραφικό, που ούτε το τότε αντικατοπτρίζει ούτε για το σήμερα είναι επαρκές. Τέλος, για τους ανθολογούμενους συγγραφείς, που δεν υπάρχουν τα έτοιμα βιογραφικά του Σοκόλη, εκείνα του Σκόκου ελάχιστα διαφοροποιούνται, με λανθασμένες ορισμένες διορθώσεις.
Η πρώτη από τις έξι ενότητες της εισαγωγής αναγγέλλεται ότι “σκιαγραφεί το πορτρέτο του εκδότη της Ανθολογίας”. Μόνο που, για ακόμη μία φορά, ο Σκόκος μένει με ένα ημιτελές “πορτρέτο”. Εκτενής, ως συνήθως, είναι η αναφορά στο Ημερολόγιο, που εξέδιδε, όχι “επί τριάντα δυο χρόνια” αλλά επί τριάντα τρία, από το 1886 (συμπεριλαμβανομένου) έως το 1918. Ενώ, για τον βίο του, αντλούνται πληροφορίες από το Ημερολόγιο και κυρίως, από τα “αυτοβιογραφικά κείμενα” του Ξενόπουλου. Μόνο που αυτά γράφτηκαν για το πλατύ κοινό. Έτσι, μαθαίνουμε περισσότερα για την σύζυγο του Σκόκου, Αδριανή, το γένος Επισκοπόπουλου. Παρά τα κενά, σταχυολογώντας απόψεις, η απόφανση είναι κατηγορηματική: “Ο Σκόκος υπήρξε ένας ακαταπόνητος εργάτης του πνεύματος, μια ευφρόσυνη φωνή, που ανταποκρινόταν στο μέσο γούστο της εποχής.”
Να σημειώσουμε την ερευνητική εργασία του Ν. Φαλαγκά, που παρουσιάζεται στο Επίμετρο: κριτικά κείμενα για την ανθολογία Σκόκου, συγκριτικός πίνακας περιεχομένων με άλλες ανθολογίες, κατάλογος προηγούμενων και πρώτων δημοσιεύσεων των διηγημάτων. Μένει ζητούμενο, κατά πόσο παρεισφρέουν, και εδώ, κάποια σφάλματα. Λ.χ., ο Λυκούδης εμφανίζεται να έχει δημοσιεύσει διαφορετικό διήγημα στις ανθολογίες Σκόκου και Καρζή. Σε εισαγωγικό “σημείωμα”, δίνονται “οι εκδοτικές αρχές” κατά τη διόρθωση. Διευκρινίζεται πως “έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί μεν η ιστορικότητα της ορθογραφίας και της γλωσσικής μορφής των κειμένων”, αλλά και να μην αποθαρρύνονται οι νέοι. Στην πράξη, λ.χ., η γραία εκσυγχρονίζεται σε γριά. Βεβαίως, αν είναι να προσέλθουν οι νέοι, χαλάλι το συγγραφικό ύφος.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/7/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου