Νίκη Τρουλλινού
«Το τελευταίο καλοκαίρι
της αθωότητας»
Εκδόσεις Εστίας
Μάρτιος 2014
Η Νίκη Τρουλλινού έχει ήδη συμπληρώσει είκοσι συναπτά έτη συγγραφικής παρουσίας, καθώς το πρώτο βιβλίο της εκδόθηκε το 1995 αλλά περιείχε πεζά ήδη δημοσιευμένα. Τον Μάρτιο του 2007, όταν συμπλήρωνε μία διαφορετική εικοσαετία, εκείνη της μάχιμης δικηγορίας, και το γράψιμο αναβαθμιζόταν γι’ αυτήν από ερασιτεχνική σε κύρια ενασχόληση, δήλωνε σε συνέντευξή της ότι “αγαπά το διήγημα”. Πρόσθετε, μάλιστα, πως νομίζει ότι ταιριάζει στον χαρακτήρα της, τονίζοντας, “Είναι τα μικρά πράγματα που προτιμώ”. Κι όμως, παρ’ ελπίδα, το επόμενο βιβλίο, που εκδόθηκε Ιανουάριο 2009, ήταν μυθιστόρημα. Με αυτό φαίνεται πως άνοιξαν οι πόρτες του μεγάλου εκδοτικού οίκου, που “δύσκολα εκδίδει διηγήματα”, όπως παρατηρούσε στην προαναφερθείσα συνέντευξη. Οπότε, βρέθηκε κι αυτή, έστω και λίγο καθυστερημένα, “στον αστερισμό του μυθιστορήματος”, που τότε πίστευε και ορθά ότι ζούσαμε. Αν ως κριτήριο ληφθεί η κριτική υποδοχή, αυτή η πρώτη μεταπήδηση από το διήγημα στο μυθιστόρημα θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχημένη.
Ωστόσο, παρότι το επόμενο βιβλίο της, με τα τρέχοντα στάνταρ, σχετικά αργεί, εκδίδεται εφέτος, δηλαδή μετά πέντε έτη, χρονική απόσταση που προοιωνίζεται μυθιστόρημα, αυτό είναι συλλογή διηγημάτων. Όπου, και πάλι αλλάζει ο εκδότης. Αυτήν τη φορά, η υποδοχή υπερβαίνει σε θέρμη όλες τις προηγούμενες, εκείνης του μυθιστορήματος συμπεριλαμβανομένης. Μέχρι που εκφράστηκε η άποψη ότι πρόκειται για μακράν το καλύτερο βιβλίο της, ενώ η ίδια αναφέρεται πλέον μεταξύ των αναγνωρισμένων μαστόρων του είδους διήγημα, διεκδικώντας σχεδόν τη μονοκρατορία της θήλειας μαστόρισσας. Νεόκοπη κριτικός λογοτεχνίας, μάλιστα, συμπεριλαμβάνει τη συλλογή στις λιγοστές που “ανανεώνουν την εμπιστοσύνη μας στο είδος του διηγήματος”. Βεβαίως, στον καιρό της κρίσης, το κέλευσμα του “positive thinking” και ως έξωθεν ερχόμενο, βρίσκει μεγάλη απήχηση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για συγγραφείς που έχουν επαινεθεί στο παρελθόν, οπότε ο βιβλιοπαρουσιαστής που επείγεται διαβάζει τις κριτικές αντί του έργου. Ωστόσο, κατά μία άλλη ανάγνωση, η επιστροφή της Τρουλλινού στο διήγημα, όπως επιγράφει τα πεζά της, προβληματίζει. Κατ’ αρχήν, μπορεί να μην πρόκειται για επιστροφή αλλά περί αγρανάπαυσης, εν αναμονή ανάκτησης της γονιμοποιού δύναμης, που απαιτεί ένας μυθιστορηματικός διάπλους. Άλλωστε, από τα συνολικά 21 πεζά, τα εννέα έχουν δημοσιευτεί εντός της ενδιάμεσης πενταετίας, αρχής γενομένης από την επομένη της έκδοσης του μυθιστορήματος. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να διατηρεί κάποιος συγγραφέας την αναγνωρισιμότητά του.
Κυρίως, όμως, προβληματίζει το κατά πόσο πρόκειται για διηγήματα, όπως ήταν τα προηγούμενα δικά της πεζά, και όχι για ιστορίες, από αυτές που βγαίνουν στα απόνερα ενός μυθιστορήματος. Οπότε αναφύεται και το γενικότερο ερώτημα, αν είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να παλινδρομεί ανάμεσα στις δυο φόρμες. Με το πρόσφατο βιβλίο της, η Τρουλλινού αριθμεί 50 διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Τα 29 προ μυθιστορήματος, μοιρασμένα σε τρεις συλλογές, τα 21 μετά, σε μία συλλογή. Θα διακινδυνεύαμε την άποψη πως πρόκειται για ιστορίες. Μάλιστα, θα προχωρούσαμε στην υπόθεση εργασίας ότι αυτό είναι επακόλουθο της συγγραφής του μυθιστορήματος. Με άλλα λόγια, διατεινόμαστε, ότι άπαξ και κάποιος ενδώσει στη μυθιστοριογραφία, η επιστροφή στο διήγημα είναι δύσκολη.
Η Τρουλλινού, όπως παρατηρούσαμε με αφορμή την πρώτη συλλογή διηγημάτων της, είχε δείξει ότι διαθέτει αίσθημα αφηγηματικής οικονομίας διηγηματογράφου. Το κύριο χαρακτηριστικό ήταν ο βραχύς λόγος, που δημιουργεί ατμόσφαιρα και μετακενώνει αισθήματα, έτσι όπως πυκνώνει τις περιγραφές με το ρήμα ή το ουσιαστικό στα νοούμενα, ή γέρνει προς τη μεταφορική σημασία των λέξεων, αφήνοντας τελικά αίσθηση έλλειψης. Με το μυθιστόρημα πέρασε σε ένα λόγο αναλυτικό. Η χρήση παρόμοιου λόγου, που είναι πλησιέστερα στον κοινό τρόπο διατύπωσης, κατά κανόνα παγιώνεται και ως ευχερέστερη. Εξ ου, και οι απώλειες σε διηγηματογράφους, εφόσον ενδώσουν στις σειρήνες της αγοράς. Στη συνέχεια, μπορεί να γράφουν σύντομα πεζά, αλλά αυτά είναι “short stories”, που διαφέρουν από το μυθιστόρημα μόνο ως προς την έκταση.
Στα πρόσφατα πεζά της Τρουλλινού, οι αφηγηματικοί τρόποι είναι μεν διαφορετικοί, αλλά δείχνουν δουλεμένοι. Με το κατάλληλο μοντάρισμα των επιμέρους σκηνών, αποφεύγονται πλατειασμοί και συγκινησιακά κρετσέντα. Αυτή η συρραφή, που επιτρέπει χρονικά πηδήματα, δίνει αίσθηση πύκνωσης, διαφορετικού, όμως, τύπου από εκείνη του διηγήματος. Εδώ, πρόκειται μάλλον για επινοήματα μοντερνίστικης μυθιστοριογραφίας. Ένα παράδειγμα επιτυχημένου μονταρίσματος συνιστά το ομότιτλο, πρώτο στην παράταξη, διήγημα της συλλογής. Σε άλλα, όπως το «Σκοτεινός θάλαμος», η τεχνική δείχνει να πάσχει στην εκτέλεσή της. Αλλά και το σχήμα λόγου της μεταφοράς διαφοροποιείται. Στο διήγημα, είναι σύνδρομο στοιχείο της ελλειπτικής αφήγησης, ενώ, στο μυθιστόρημα, συμβάλλει στην εκφραστική δύναμη των περιγραφών, που κερδίζει ένα πλατύτερο αναγνωστικό κοινό. Ένα παράδειγμα παρόμοιου φορτισμένου λόγου από το «Πάμε μια βόλτα στο Κατίν»: “Οι οργανώσεις, που είχαν αλωνίσει κιόλας τα στάχυα της νιότης τους”, γράφει για τις κομματικές οργανώσεις με την οπτική ενός, περασμένα τα πενήντα, “δραπέτη στον λειμώνα των εξομολογήσεων που αναμόχλευε παλιές ιστορίες”. Τον ίδιο στόχο έχουν και τα εμφατικά ξεκινήματα ορισμένων ιστοριών, όπως το “Ήταν ο θάνατος που μας έφερε πάλι κοντά” στο «Μεταφυσικές ακροβασίες». Όσο για την αίσθηση της έλλειψης, που αφήνει το διήγημα, ουδόλως σχετίζεται με το “ανοιχτό τέλος”, κι αυτό ένα μοντερνίστικο στοιχείο, που προτιμάται σε ορισμένα πεζά της συλλογής. Κυρίως εκείνα που δείχνουν σαν αφηγηματικές παρεκβάσεις ή επεισόδια του μυθιστορήματος, επικεντρωμένα σε δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ή και κάποια άλλα, με δομή σκαριφήματος, που θα μπορούσαν να απλωθούν σε νουβέλα ή, ακόμη, και σε μυθιστόρημα.
Πιθανώς και να μακρηγορούμε γύρω από την ειδολογική διαφορά διηγήματος και ιστορίας, αλλά ο σκοπός είναι καλός. Αν μετριαστεί ο μύθος περί νέας άνθησης του διηγήματος, μπορεί και να αναχαιτιστεί κάπως η πρόσφατη μόδα της διηγηματογραφίας. Κι αυτό, επειδή, με τα ψέματα και τα πες πες, τελικά θα πιστέψουμε ότι ζούμε στον φωτεινό αστερισμό του διηγήματος. Κατά τα άλλα, έχουν και οι ιστορίες, όπως κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος, ποιοτική διαβάθμιση. Υπάρχουν επιτυχημένοι μυθιστοριογράφοι, που βραβεύτηκαν για τις ιστορίες τους. Λ.χ., ο Μένης Κουμανταρέας και η Ρέα Γαλανάκη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με την περίπτωση της Τρουλλινού, που με τις προηγούμενες συλλογές, εκείνες με τα διηγήματα, έμεινε στους επιλαχόντες της βραχείας λίστας. Άλλωστε, οι ιστορίες, τόσο με τον τρόπο γραφής όσο και με την σαφώς διαγεγραμμένη υπόθεση, έχουν το ατού να ελκύουν πλατύτερο αναγνωστικό κοινό. Γεγονός, που επηρεάζει τους κριτές, καθώς επιζητούν για τις επιλογές τους την έξωθεν καλή μαρτυρία. Αν και τελικά, μία καθοριστική παράμετρος είναι το θέμα του προς βράβευση βιβλίου.
Το θέμα στα βιβλία της Τρουλλινού παραμένει σταθερό. Ούτε στο πρόσφατο αλλάζει. Είναι ο επιλεκτικός και περίπλοκος τρόπος που δουλεύει η μνήμη, με μόνιμο δρομοδείχτη το συναίσθημα. Μόνο που στην πρόσφατη συλλογή, όπως και στο μυθιστόρημα, η μνήμη εστιάζει σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τα τέλη της Δικτατορίας και την αρχή της Μεταπολίτευσης. Ούτε ο αφηγητής αλλάζει, παρόλο που η αφήγηση διαφοροποιείται. Άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, με τον λόγο να μοιράζεται σε διαφορετικές γυναίκες και άνδρες, αυτοί λιγότεροι, όλοι τους παραπλήσιας ηλικίας. Ωστόσο, υπάρχει πάντα σαν προέκταση της δικής τους φωνής, εκείνη του αφηγητή, που αποτιμά και ασκεί κριτική. Αυτό το διευκολύνει η δομή αρκετών ιστοριών σε δυο χρονικά επίπεδα, το τότε της νεότητας και το τώρα. Στο πρόσφατο βιβλίο, ωστόσο, σαν να αλλάζει η σχέση αφηγητή και προσώπων, καθώς εκείνος προβάλλει περισσότερο απόλυτος. Είτε εξωραΐζει είτε καταδικάζει καταστάσεις το κάνει μετ’ επιτάσεως. Παράδειγμα: Προς ηρωοποίηση χρησιμοποιείται μία φράση κλισέ, “Οι παλιοί, οι μπαρουτοκαπνισμένοι του Πολυτεχνείου”. Προς χλεύη επιστρατεύονται περιγελαστικά επίθετα, “Το άγγιγμα των Αγίων Ολυμπιακών Αγώνων τα στρίμωξε όλα στα μεταμοντέρνα παπούτσια.” Καταλήγει, ωστόσο, ειρωνεία, η κριτική να έρχεται από τη γενιά που πρωταγωνίστησε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Γνωστά πρόσωπα, όπως “ο σκηνοθέτης των μεγάλων πλάνων που επέμενε να χώνει τα δάχτυλα στον τύπο των ήλων της Ιστορίας”, και κυρίως, οι τόποι δεν κατονομάζονται, αλλά δηλώνονται περιφραστικά πλην όμως πεντακάθαρα. Στον αναγνώστη μυθιστορημάτων και ιστοριών δεν αρέσουν οι λογοτεχνίζουσες νύξεις. Οι εκτενέστερες περιγραφές αφορούν τόπους, με πρώτη και καλύτερη την Κρήτη, γενέτειρα της συγγραφέως. Εδώ, η αφήγηση γίνεται μακροπερίοδη, μόνο που δεν έχει τη φιδίσια χάρη των αλλοτινών περιγραφών. Η παράταξη των προτάσεων έχει έναν τυποποιημένο χαρακτήρα, σχεδόν μηχανιστικό, με συνδετικό τις άνω τελείες. Συνήθως, και πάλι προς μεγέθυνση των εντυπώσεων, χρησιμοποιείται ο πληθυντικός, καταλήγοντας σε ξεφτισμένες φράσεις. Λ.χ., “κι η γιαγιά, γυναίκα ταλαιπωρημένη από Κατοχές και Δικτατορίες, από διώξεις και συμβιβασμούς...”
Εκτός από τις ιστορίες, που συγγενεύουν με το μυθιστόρημα, υπάρχει μία “σύντομη ιστορία” γραμμένη κατά παραγγελία με δοσμένο το θέμα και αρκετές άλλες, που, εν μέρει ή αποκλειστικά, αντανακλούν την οπτική του σημερινού ευαισθητοποιημένου πολίτη. Στην κατά παραγγελία, ζητήθηκε πεζό έως 300 λέξεις που να στεγάζεται κάτω από τον γενικό τίτλο «Η δική μας Ελλάδα». Κατά την συνοδευτική επεξήγηση του παραγγελιοδότη, που ήταν η Εταιρεία Συγγραφέων, θα έπρεπε, εν έτει 2012, “να δείχνει πως η χώρα μας έχει και τις φωτεινές της πλευρές, έχει δηλαδή τις αντιστάσεις της, την ιδιαίτερη ψυχή της”. Το πεζό της Τρουλλινού, «Τα πορτοκάλια του Δαιδάλου», είναι μια ουτοπική φαντασίωση αλληλέγγυας συμπεριφοράς. Την προκάλεσε ένα τυχαίο συμβάν, που έκανε τους ανθρώπους “να κοιταχτούν χωρίς τεθλασμένες”. Έχει τη χροιά περισσότερο παραμυθιού. Μόνο που ούτε καν μικρά παιδιά δεν θα το πίστευαν. Βεβαίως, τοποθετείται σε εμπορικό πεζόδρομο της πόλης του Ηρακλείου, που οδηγεί στην πλατεία Λιονταριών, όπου μπορεί οι άνθρωποι να προστρέχουν ακόμη σε βοήθεια.
Κεντρικό πρόσωπο του κατά παραγγελία πεζού είναι ένας αχθοφόρος, πιθανώς παραγιός μανάβη, που αναφέρεται ως “παιδί, χωρίς όνομα, χωρίς τόπο προέλευσης”. Σε αυτήν τη συλλογή, κύριο μέλημα της συγγραφέως φαίνεται να είναι τα κοινωνικά προτάγματα, από την προστασία των ζώων μέχρι τη συμπαράσταση στους μετανάστες. Σε ένα διήγημα («Η Τόντο»), κυριαρχεί το σοκ που προκαλεί βιαιοπραγία κατά γάτας, ανεξάρτητα αν αυτή κατούρησε τον θύτη. Σε ένα άλλο («Σίδερα, παλιοσίδερα και άλλα συναφή»), σκύλος εμφανίζεται ως νοήμονας σύντροφος και τηλεθεατής, παρακαθήμενος του αφηγητή. Μεγαλύτερη είναι η παρουσία των μεταναστών: σε τρία διηγήματα πρωταγωνιστούν και σε τέσσερα εμφανίζονται ως δευτεραγωνιστές. Ο αγλαϊσμός τους πλησιάζει εκείνον των ηρώων του Πολυτεχνείου, αν δεν τον υπερβαίνει, όταν γίνονται συγκρίσεις με τη συμπεριφορά των ντόπιων, όπως στο «Ακορντεόν ανάπηρο» ή στο «Η ξένη», που έχουν στόχο να εξάρουν την αξιοπρεπή και φιλική στάση τους. Στην κατακλείδα ενός άλλου διηγήματος («Μικρές ιστορίες για όνειρα»), δίνονται σχεδόν επικές διαστάσεις στην “Αλβανή παραδουλεύτρα, που με τα πόδια είχε περάσει βουνά και διάσελα κάπου στα 1990”
Σε αυτά τα διηγήματα, η συγκίνηση αφήνεται ανεξέλεγκτη, ανταμείβοντας όσες αγόρασαν το βιβλίο χάριν του τίτλου του, που υπόσχεται τη συναισθηματική φόρτιση του μπεστ σέλερ. Αν και το βούρκωμα θα το φέρει η ιστορία του τυφλού μετανάστη στη Γερμανία από την Ανατολία και της Γερμανίδας πόρνης. Ένας λόγος παραπάνω, γιατί αγγίζει μία άλλη ευαίσθητη χορδή, καθώς τιτλοφορείται «1989» και τοποθετείται στο Κρόϊτσμπεργκ, προάστιο του Δυτικού Βερολίνου που κυκλωνόταν ασφυκτικά από το Τείχος. Κατά μία άποψη, παρόμοιες ιστορίες είναι αναμενόμενες από μία συγγραφέα αριστερών καταβολών, όπως η Τρουλλινού. Με τον εξόφθαλμο, όμως, τρόπο, που στήνονται, αφήνουν την εντύπωση ενός νέου τύπου διδακτισμού. Κάποτε, φτάνουν να αποδυναμώνουν και το λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες της πρόσφατης συλλογής, «Η φωτογραφία», θα μπορούσε να μείνει ανοιχτή σε διαφορετικές αναγνώσεις, αν δεν την περιόριζε η συγγραφέας στο γένος των Εβραίων, με το όνομα της ηρωίδας και μια κατακλείδια αναφορά. Έτσι, πάντως, το θεματικό φάσμα της συλλογής μεγαλώνει, εξισορροπώντας τα αλλοτινά δεινά με τις σημερινές ευαίσθητες περιοχές αντιπαράθεσης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/9/2014.
Φωτογραφία: Ηράκλειο. Η Πλατεία Λιονταριών, εδώ προβάλλει η οδός Δαιδάλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου