Ανδρέας Μήτσου
«Η εξαίσια γυναίκα
και τα ψάρια»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Μάρτιος 2014
Ο Ανδρέας Μήτσου θα ανέμενε κανείς να προβληθεί ευρύτερα με το τελευταίο μυθιστόρημά του, το προπέρσινο, «Ο κίτρινος στρατιώτης». Άλλωστε, ως μυθιστοριογράφος έχει αποσπάσει τις δυο σημαντικές βραβεύσεις της 33 ετών θητείας του στη γραφή. Η κριτική, όμως, το προσπέρασε, αναφερόμενη κυρίως στο ιστορικό του περιεχόμενο, το οποίο ανάγεται στο Αφρικανικό Μέτωπο του τελευταίου Πολέμου, έναν σχεδόν παρθένο χώρο για την μετά τον Τσίρκα και τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» πεζογραφία. Το βιβλίο, βεβαίως, προκάλεσε ικανό αριθμό συνεντεύξεων και κριτικών, όπως συνήθως συμβαίνει με τα βιβλία του Μήτσου, έχουμε, ωστόσο, την εντύπωση ότι δεν επισημάνθηκαν οι λογοτεχνικές του αξιώσεις. Ίσως και γιατί εμφανίστηκε, αφού η μόδα του ιστορικού μυθιστορήματος μετα-αναθεωρητικού χαρακτήρα είχε υποχωρήσει.
Την αναμενόμενη καταξίωση φαίνεται να την φέρνει η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων. Γεγονός, που, εκ πρώτης όψεως, ξενίζει, καθώς, μέχρι σήμερα, ο Μήτσου σχολιάστηκε περισσότερο ως μυθιστοριογράφος παρά ως διηγηματογράφος. Είναι ενδεικτικό ότι, παρόλο που το κυρίως έργο του το απαρτίζουν συλλογές διηγημάτων, δεν έχει τιμηθεί με κάποιο βραβείο διηγήματος, πέραν του Βραβείου Ουράνη, το οποίο λογαριάζεται περισσότερο ως γενικότερη συγγραφική αναγνώριση. Με το που κυκλοφόρησε, ωστόσο, η πρόσφατη ένατη συλλογή του, η κριτική κινήθηκε σε υψηλούς τόνους, αποδίδοντάς του χαρακτηρισμούς, όπως “έξοχος δημιουργός”, “μάστορας” και τα λοιπά συναφή. Καμιά από τις προηγούμενες συλλογές του δεν έτυχε τόσο ενθουσιώδους υποδοχής. Τα ευμενή, μάλιστα, σχόλια ήρθαν και από κριτικούς, που, στο παρελθόν, είχαν σταθεί φειδωλοί σε επαίνους. Ενώ, για την πρόσφατη, ουδείς επεσήμανε πιθανές αδυναμίες. Αντιθέτως, φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία για το αψεγάδιαστο του εγχειρήματος. Μπορεί και πάλι κανείς να εικάσει, ότι αυτό οφείλεται σε μία όψιμη λογοτεχνική μόδα, αυτήν του διηγήματος.
Πέραν, όμως, από τις τυχόν κρατούσες μόδες, καθοριστικά συμβάλλει η θεματική περιοχή, στην οποία κινούνται τα διηγήματα μίας οποιασδήποτε συλλογής. Το ενδιαφέρον ενός πλατύτερου αναγνωστικού κοινού, γαλουχημένου με μυθιστορήματα, συνήθως κερδίζουν συλλογές με ένα θεματικό κύκλο. Πολύ περισσότερο, λοιπόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που η συλλογή εμφανίζεται με αμιγή θεματικό πυρήνα, τον ερωτικό. Επιπροσθέτως, αυτός ο πυρήνας την τελευταία περίοδο βρίσκεται σε υποχώρηση, καθώς, στα χρόνια της κρίσης, οι πεζογράφοι μας έχουν στρέψει την προσοχή τους στα πάθη των πάσης φύσεως αθλίων της χώρας.
Εξαρχής, στα βιβλία του Μήτσου, το ερωτικό στοιχείο είναι έντονο. Διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα αποπνέουν έναν ιδιόμορφο ερωτισμό, που, εν πολλοίς, οφείλεται στον αφηγητή. Σαν έτοιμο από καιρό, τον παρουσιάζει ο Μήτσου στην πρώτη ολιγοσέλιδη συλλογή διηγημάτων του, «Ένα μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό», και έκτοτε μόνο αραιά και πού τον αποχωρίζεται. Μαζί του ωριμάζει συγγραφικά, παρακολουθώντας τον να χάνει το κάλλος της νεότητας αλλά όχι και το σφρίγος του. Το βασικότερο, ο αφηγητής του παραμένει ένας “εξαίσιος” νάρκισσος. Στην πρόσφατη συλλογή, του δίνει το ρόλο του εγκαταλελειμμένου εραστή. Ρόλος, που αποβαίνει κορυφαίος, αφού η εγκατάλειψη ήρθε μετά από έναν μεγάλο έρωτα. Επιστρατεύουμε αυτόν τον υπερθετικού βαθμού χαρακτηρισμό, όχι γιατί ο ερωτικός δεσμός μακροημέρευσε – έτσι κι αλλιώς, η διάρκειά του δεν προσδιορίζεται – αλλά για δυο διαφορετικούς λόγους: Πρώτον, είναι ένας έρωτας παράνομος και ως γνωστόν όλοι οι έρωτες που μένουν εκτός θρησκευτικών και θεσμικών πλαισίων είναι πλέον συνταρακτικοί. Δεύτερον και σημαντικότερο, το οποίο αναφέρεται στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου ώστε να λειτουργήσει ως δέλεαρ, είναι ένας έρωτας “για μία πολύ μικρότερή του γυναίκα”. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι ο εραστής φέρει το βάρος συζύγου και τέκνων, γίνεται καλύτερα αντιληπτό το πόσο λυτρωτικά αυτός βίωσε τον έρωτα με “την εξαίσια γυναίκα”.
Η ερωτική ιστορία, με την έννοια της παρελθοντικής αναδρομής, λανθάνει. Άλλωστε, σε μία δοκιμασία, όπως αυτή της εγκατάλειψης, τα πριν όπως και τα μετά σκοτεινιάζουν. Οπότε η αφήγηση διαγράφει κύκλους στο ακανθώδες παρόν. Ο εγκαταλειφθείς, με πεισιθάνατους συνειρμούς, κλώθει τον ιστό της χωρίς να κρατά συνέχεια και διαδοχή στο χρόνο. Δεν ανακαλεί τη σκηνή της εγκατάλειψης, αλλά αφήνεται σε φαντασιώσεις εκδίκησης. Όπως γλείφεις ένα πονεμένο δάχτυλο για να μαλακώσει ο πόνος, έτσι και εκείνος πλάθει ποικιλία ευφάνταστων ιστοριών. Αλλάζει σε τέτοιο σημείο τα συμβάντα, ώστε σε μία ιστορία να εμφανίζεται ως θύτης αντί για θύμα («Οι ατμοί του κορμιού»), ενώ, κατά μία άλλη, φθάνει στο σημείο να λοιδορεί την αγαπημένη γυναίκα («Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια»). Γίνεται φανερό μέσα από τους αφηγηματικούς τρόπους, ότι νοθεύει την πραγματικότητα που βίωσε με τις επιθυμίες του, αλλά και δηλητηριάζει τις ημέρες του με τα εφιαλτικά όνειρα που γεννούν οι ολιγόυπνες νύχτες του.
Σε πείσμα των εκδοτών, που ζητούν από τους συγγραφείς μυθιστορήματα, μέχρι να τα απαιτούν όταν πρόκειται για κάποιον νεότερο, ο Μήτσου, αυτήν τη φορά, προσήλθε με διηγήματα. Παρότι διέθετε τα υλικά για ένα μυθιστόρημα, προτίμησε να στήσει δέκα εννέα διηγήματα. Όπως δηλώνεται και με τον τίτλο της συλλογής, όλες οι αφηγήσεις, που πλάσθηκαν από την “διάσπαση” της ερωτικής ιστορίας, στρέφονται γύρω από “την εξαίσια γυναίκα”. Ακόμη και συμβάντα της καθημερινότητας του αφηγητή, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης, αποκτούν αλλόκοτη προοπτική και έκβαση («Ο “Λαμπράκης” κι εγώ»). Παρομοίως, παιδικές ή εφηβικές αναμνήσεις, καθώς φορτίζονται από τα πρόσφατα αισθήματα, φθάνουν σε απρόσμενες κορυφώσεις («Το σερσέγκι», «Ο δίχρωμος λύκος»). Αλλά και όταν εκείνος θυμάται την συγγραφική του ιδιότητα και αφηγηματικά παραχωρεί τη θέση του σε άλλα πρόσωπα, εγκιβωτίζοντας, κατά μία ερμηνεία, τις ιστορίες τους, οι παράταιροι έρωτες που εκείνα πλέκουν και οι ακραίες συμπεριφορές των ηρώων τους δείχνουν σαν αντικατοπτρισμοί του έμμονου πάθους από το οποίο κατατρύχεται («Το τέρας», «Εικασίες για τα άγρια ζώα», «Οι έρωτες των άλλων», «Κληρονομικά συμπτώματα»). Με άλματα από τις ξένες ιστορίες στη δική του, επιταχύνει τον ρυθμό της αφήγησης, εγκαταλείποντας το στέρεο πλαίσιο της πραγματικότητας. Εδώ, ο Μήτσου αναμιγνύει εικόνες ενός εγγονοπουλικού υπερρεαλισμού, που απαντώνται σε παλαιότερα διηγήματά του, με σκηνές μαγικού ρεαλισμού, μέσω των οποίων αποδίδει τις μεταμορφώσεις “της εξαίσιας γυναίκας” και του αφηγητή. Σε ένα διήγημα, εκείνη παίρνει τη μορφή μίας μεγαλόσωμης γίδας με λευκό τρίχωμα και γαλάζια μάτια. Παραμένει, όμως, και ως γίδα, ερωτική και άπιστη («Το πιο βολικό ψέμα»). Σε ένα άλλο διήγημα, είναι εκείνος που μεταμορφώνεται σε κάτι “σαν δικέφαλος αετός”, εγκαταλείποντας την οικογενειακή εστία, όπως θα επιθυμούσε να κάνει ο άτολμος αφηγητής («Το πουλί»). Επίσης, σε ένα δεύτερο, ο αφηγητής, “κληρονόμος πουλιών”, πετάει, “έστω και με σπασμένα φτερά”, επαληθεύοντας το στίχο του Σαχτούρη, που τοποθετείται ως μότο («Κωνσταντίνος ο τετραδάχτυλος»). Παρενθετικά να σημειώσουμε, ότι τα περισσότερα μότο στα διηγήματα είναι επιλεγμένα ώστε να προετοιμάζουν για την έκβαση των ιστοριών.
Δεδομένου ότι η ποσότητα ορίζει την ποιότητα, κάποιοι ίσως να αποφανθούν, ότι το εξαιρετικό των ευρημάτων – πρωτότυπων, ανακυκλούμενων από παλαιότερες διηγήσεις ή και δάνειων – λειτουργεί πληθωριστικά. Μία προσεκτικότερη, ωστόσο, ανάγνωση δείχνει πως, στον κύκλο των συγκεκριμένων διηγημάτων, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως η στάχτη που κατακάθεται μετά την ερωτική πυρκαγιά ή η εντύπωση του σάπιου εκεί που έτρεχαν τα ζωοποιά νερά του έρωτα, σκιαγραφούν το ψυχικό τοπίο μετά την εγκατάλειψη.
“Την εξαίσια γυναίκα” όλα την θυμίζουν. Εκείνη εμπνέει στον αφηγητή τα αισθήματα κακεντρέχειας μέχρι και μίσους, που τον οδηγούν σε πράξεις βίας. Με εκείνη αναμετριέται, όταν βλέπει όρθια μπροστά του τη “μεγάλη χελώνα”, με το όνομά της χαραγμένο από τον ίδιο στο καύκαλο της κοιλιάς («Μια χελώνα τον Δεκαπενταύγουστο»). Ή αγριεμένο το “ολόλευκο Λαμπραντόρ”, το σκυλί της, που εκείνη τού είχε δώσει το όνομά της («Φτηνό τίμημα»). Ανθρωπόμορφα τα ζωντανά στις φαντασιώσεις του, τον παρασύρουν σε άγριους τρόπους θανάτωσής τους. Τα δυο διηγήματα, ιδιαίτερα το δεύτερο, υποδηλώνουν τα συγκρουόμενα αισθήματα, που γεννά μία αιφνίδια και αναίτια εγκατάλειψη. Μοναδικό σφάλμα του εραστή στάθηκε το γεγονός ότι αγάπησε πολύ και επιπλέον, έκανε το λάθος να το εξομολογηθεί. Έτσι διαλύθηκε η γοητεία ενός μεγάλου έρωτα, που φανερώνεται και από τις πράξεις αποκοτιάς, στις οποίες καταφεύγει. Μέχρι “μπουκαδόρος” σε ξένους κήπους έγινε, για να της προσφέρει κάθε μέρα από ένα τριαντάφυλλο («Ο μπουκαδόρος και οι άπιστες γυναίκες»). Πιστεύοντας ότι τα ρόδα γιατρεύουν μέχρι και νεοπλασίες, έφθασε να της προσφέρει, επί τριάντα μήνες, κοντά χίλια ρόδα («Ο Αιγύπτιος»).
Μόλις σε δυο διηγήματα, ο χρόνος γυρίζει πίσω, στον ευτυχισμένο καιρό πριν την διάλυση του ερωτικού δεσμού. Στο ομότιτλο της συλλογής και στο «Άντρες ευάλωτοι το Πάσχα». Το πρώτο θα αναμενόταν να είναι ένας ύμνος, πλεγμένος με την ανάμνησή της. Δείχνει, ωστόσο, περισσότερο σαν μίας νοσηρής έμπνευσης εκδίκηση. Ο αφηγητής φαντασιώνεται έναν έρωτα της εφηβείας, που παρέμεινε για δεκαετίες ανεκπλήρωτος, με εκείνη να παντρεύεται φίλο του και ο ίδιος να αρκείται στο ρόλο του κουμπάρου. Τριάντα χρόνια χρειάστηκε να αναμένει ο κουμπάρος, μέχρι να έρθει η σειρά του. Στην πρώτη απόπειρα συνεύρεσης, εκείνη, καίτοι πλέον σαρανταπεντάρα, τού φαίνεται ως αναδυόμενη Αφροδίτη. Μόνο που “το υπέροχο αιδοίο” της ανέδιδε μία απαίσια μυρωδιά “ψαρίλας”. Μέσω της εντέχνως στημένης μυθοπλασίας, εξηγείται η αιτία της αδενικής ανωμαλίας που την προξενούσε. Ωστόσο, και μόνο η αναφορά της λέξης “ψαρίλα” παραπέμπει σε μία από τις χυδαίες αναφορές στο γυναικείο αιδοίο, που συνηθιζόταν παλαιότερα και η οποία εδώ λειτουργεί εντελώς απομυθοποιητικά, υποβιβάζοντας έναν μεγάλο έρωτα στο επίπεδο συνεύρεσης με κοινή γυναίκα.
Στο δεύτερο διήγημα περιγράφεται ένας παράνομος έρωτας, μέσα από τις τακτικές συνευρέσεις του ζεύγους σε απόμερο ξενοδοχείο. Το σκηνικό είναι γνώριμο από παλαιότερα πεζά του Μήτσου. Εδώ, όμως, προχωράει σε μία ενδιαφέρουσα αποτύπωση της ψυχολογικής εξάρτησης και της ανάγκης μετά τον χωρισμό για υποκατάστατο. Εκείνος μένει προσκολλημένος στη ρουτίνα των επισκέψεων στο ξενοδοχείο, ενώ αγκιστρώνεται στην πρώτη γυναίκα που τυχαίνει να χτυπήσει την πόρτα του δωματίου. Τελικά, ο αφηγητής, ούτε καινούρια ερωτική σύντροφο σταυρώνει, αφού ο αγχώδης εναγκαλισμός ενός απέλπιδος απωθεί, ούτε τις ενοχές του ξορκίζει. Αυτό το δεύτερο φανερώνεται σε ένα άλλο διήγημα, που κινείται στο χώρο του υπερβατικού. Μεταξύ πραγματικότητας και ενυπνίου, η φωνή της μάνας, δεκατρία χρόνια νεκρής, ανακαλεί τον μοιχό υιό στον ορθό δρόμο («Η φωνή της»).
Αρητα σπονδυλωτό μυθιστόρημα τα 19 διηγήματα, συμπληρώνονται με ένα ύστατο, το εικοστό, γραμμένο με εμφανώς διαφορετική στόχευση. Είναι το πρώτο πεζό, στο οποίο ο Μήτσου αποπειράται ανανοηματοδότηση των ιστορικών δεδομένων. Κάπως καθυστερημένα, ακολουθεί κι αυτός το παράδειγμα άλλων συγγραφέων της ίδιας γενιάς, που έχουν υιοθετήσει τα μετα-αναθεωρητικά ανοίγματα του Θανάση Βαλτινού. Στο διήγημα, ο προσδιορισμός του τόπου παραμένει αόριστος. Αναφέρεται μία κωμόπολη στον Αμβρακικό, η οποία επανέρχεται στα βιβλία του και ταυτίζεται με την Αμφιλοχία. Η αφήγηση εκκινεί με την εκτέλεση Γερμανών από αντάρτες χωρίς ονομαστικές αναφορές. Θα μπορούσε να συνιστά ευθεία αντανάκλαση της υποχώρησης των ανταρτών μετά τη Μάχη της Αμφιλοχίας, Ιούνιο 1944. Αφού εκείνοι είχαν καταλάβει εξ εφόδου την κωμόπολη, αιφνιδιάζοντας γερμανική φρουρά και χωροφυλακή, με την άφιξη γερμανικών ενισχύσεων, επανήλθαν στα ορεινά της Ευρυτανίας, παίρνοντας μαζί τους Γερμανούς αιχμαλώτους. Κατά τα ιστορικώς μαρτυρημένα, μόλις έφθασαν σε ασφαλείς θέσεις, τους απελευθέρωσαν, αφού τους αφαίρεσαν οπλισμό και ρουχισμό. Τον τελευταίο τον αντάλλαξαν με τον δικό τους. Μυθιστορηματική αδεία, πρόκειται για ένα “τσούρμο” κακομούτσουνων και κοντόχοντρων ανδρών, πάνοπλων, που γυμνώνει ολοσχερώς τους Γερμανούς και ηδονιζόμενο σαδιστικά τους εκτελεί.
Η αφήγηση αναπαραγάγει την ιστορία μίας αντάρτισσας από χωριό του Βάλτου, τόπο καταγωγής του συγγραφέα, που στάθηκε μάρτυρας της εκτέλεσης, συνδράμοντας έναν Γερμανό κατά τη διαφυγή του. Η γυναίκα είναι το μοναδικό πρόσωπο, που αποκτά ιστορική υπόσταση, καθώς αναφέρεται πως άγαλμά της έχει στηθεί σε παράλια πλατεία της κωμόπολης. Υπάρχει πράγματι άγαλμα αντάρτισσας σε πλατεία της Αμφιλοχίας και δη, επώνυμης, που εκτελέστηκε ως πληροφοριοδότης των ανταρτών. Η αφήγηση, όμως, επιφυλάσσει μία πιο πιπεράτη εκδοχή. Η γυναίκα δεν γυρόφερνε το Διοικητήριο των Γερμανών για να παρακολουθεί τις κινήσεις τους, αλλά για να βλέπει, έστω και εκ του μακρόθεν, τον διασωθέντα Γερμανό, τον οποίο είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα. «Το θαύμα του έρωτα», όπως είναι ο τίλος του διηγήματος, συντελέστηκε, όταν τον είδε ολόγυμνο και αντίκρισε την “στητή κι ολόρθη” φύση του.
Το διήγημα έχει δημοσιευτεί πριν την έκδοση του μυθιστορήματος «Ο κίτρινος στρατιώτης». Μάλλον εκ παραδρομής, δεν αναφέρεται ανάμεσα στα δημοσιευμένα της συλλογής. Εκ πρώτης όψεως, δείχνει σαν παρείσακτο. Μπορεί, ωστόσο, να τοποθετηθεί κάτω από την ομπρέλα ενός τρελού, μέχρι θανάτου, έρωτα. Άλλωστε και ο αφηγητής του κυρίως σώματος του βιβλίου, κατά μία εκδοχή («Κωνσταντίνος ο τετραδάχτυλος»), φθάνει μέχρι την αυτοκτονία.
Παρατηρούμε ότι οι συγγραφείς της γενιάς του ‘80 όχι μόνο αναζητούν όλο και συχνότερα την έμπνευση στα προσωπικά τους βιώματα, αλλά και το δηλώνουν ευθαρσώς στις συνεντεύξεις τους. Στην περίπτωση του Μήτσου, όπως και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, μένει ζητούμενο κατά πόσο η μετανεοτερικού χαρακτήρα αναδιήγηση ξεκινά από ακούσματα ή είναι αποκύημα γόνιμης φαντασίας. Λ.χ., στο πρώτο διήγημα της συλλογής, «Πρόβατα επί σφαγή», εμπνευσμένο από “την εξαίσια γυναίκα”, παρατίθεται ως κατακλείδα διήγηση του “κίτρινου στρατιώτη”, πατέρα του αφηγητή, όπου οι στρατιώτες στο Αλαμέιν, επιτιθέμενοι στους Γερμανούς, αντί να κραυγάζουν “Αέρααα!”, “βέλαζαν ως πρόβατα επί σφαγή”. Έρωτας - θάνατος, δηλαδή.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 31/8/2014.
Φωτογραφία: Έργο του Σαλβαντόρ Νταλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου