Τασία Βενέτη
«Τού χιονιού»
Εκδόσεις Το Ροδακιό
Αύγουστος 2013
Την περασμένη Κυριακή, στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της Νίκης Τρουλλινού μας είχε προβληματίσει ο ειδολογικός χαρακτηρισμός διηγήματα, που συνόδευε στο εξώφυλλο τον τίτλο. Κι αυτό, γιατί είχαμε την άποψη, πως το σύνολο των είκοσι ένα πεζών της συλλογής θα το αντιπροσώπευε καλύτερα ο όρος ιστορίες. Σήμερα, επανερχόμαστε στο δίπολο διηγήματα-ιστορίες, με αφορμή μία άλλη συλλογή είκοσι οκτώ πεζών, αυτήν της Τασίας Βενέτη. Εδώ έχει επιλεγεί ο χαρακτηρισμός ιστορίες, ενώ εμείς, αυτή τη φορά, θα προκρίναμε ως προσδιοριστικό εκείνον του διηγήματος. Ακριβολογώντας, και στις δυο συλλογές, όπως και σε μερικές ακόμη, όχι και πολλές, αφού κατά κανόνα αρκεί ο χαρακτηρισμός ιστορίες, πρόκειται για ιστορίες και έναν αριθμό μετρημένων διηγημάτων. Το θέμα είναι ποιο κρίνεται ως το ουσιώδες γνώρισμα, που πρέπει να προβληθεί σε αντιδιαστολή, είτε προς το προηγούμενο έργο του συγγραφέα, όπως είναι η περίπτωση της Τρουλλινού, είτε ως προς την εντύπωση, που μπορεί να δημιουργηθεί σχετικά με το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως συμβαίνει με την Βενέτη.
Και οι δύο συγγραφείς εμφανίστηκαν όψιμα, τουλάχιστον με τις ισχύουσες σήμερα εκδοτικές συνθήκες, δείχνοντας πως θα μπορούσαν να έχουν επιτυχή παρουσία στη σύντομη φόρμα. Η Τρουλλινού έχει ήδη επαληθεύσει τις αισιόδοξες προβλέψεις με τέσσερις συλλογές πεζών. Εκείνη παρουσιάστηκε με βιβλίο στην αθηναϊκή αγορά το 2002, σε ηλικία πενήντα παρά κάτι. Εξαρχής ήταν φανερό, πως διέθετε συγγραφική συνείδηση και είχε τη φιλοδοξία να γράψει διήγημα. Η Βενέτη, επτά χρόνια μικρότερη, παρουσιάστηκε πέρυσι πλησιάζοντας τα πενήντα πέντε. Διαθέτει συγγραφικό ένστικτο και μάλλον καμία φιλοδοξία. Ούτε καν αυτήν της έκδοσης βιβλίου. Εκτός, ίσως, από συλλογή ποιημάτων, καθώς την παρότρυναν, μετά τη δημοσίευση ποιημάτων της στον Τύπο της γενέτειράς της, που σημαίνει τα έντυπα της επαρχίας Φιλιατών.
Ο προσδιορισμός διηγήματα, κατά προτίμηση στο εξώφυλλο και όχι στη σελίδα τίτλου, θα σύσταινε κάπως το βιβλίο αυτής της πρωτοεμφανιζόμενης και παντελώς άγνωστης στο αθηναϊκό κοινό συγγραφέως. Θα απομάκρυνε εκ προοιμίου τυχόν σύγχυση με γυναικείες αφηγήσεις ιστορικού, λαογραφικού ή και ηθογραφικού χαρακτήρα. Κατά την πάγια, ωστόσο, τακτική του εκδοτικού οίκου, αφήνεται να κολυμπήσει στα βαθιά, χωρίς “αυτάκι” με βιογραφικό ούτε κειμενάκι οπισθόφυλλου, με εξώφυλλο έναν πίνακα του Αλέκου Κτενά. Είναι έργο διακοσμητικού τύπου, ενώ ένα από τα γυναικεία γυμνά του, παρότι εκ πρώτης όψεως δεν θα ταίριαζε στις ιστορίες, τουλάχιστον θα προϊδέαζε το μεγαλύτερο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού, που είναι οι γυναίκες, πως το βιβλίο το αφορά. Ωστόσο, παρά την περιορισμένη προβολή του βιβλίου στον αθηναϊκό Τύπο, συμπεριλήφθηκε στα επτά βιβλία της βραχείας λίστας πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Μόνο που το βιβλίο της Βενέτη δείχνει σαν παράταιρο. Βρίσκεται δηλαδή εκτός της αισθητικής αντίληψης περί λογοτεχνίας της κριτικής επιτροπής, όπως αυτή φάνηκε ευκρινέστερα με τις βραβεύσεις.
Εκείνο, πάντως, που κυρίως μνημόνευσαν οι κριτικοί, είναι η “βουνίσια” γλώσσα του βιβλίου. Όπως οι ιθαγενείς τρελαίνονταν με καθρεφτάκια και φανταχτερά μπιχλιμπίδια, αυτοί ενθουσιάζονται με διηγήματα και ντοπιολαλιές. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την ηπειρωτική και δη, της περιοχής Μουργκάνας Φιλιατών, καθώς, σε αυτήν την περίπτωση, μπορούν να δείξουν το εύρος της λογοτεχνικής τους εποπτείας, αναφέροντας τα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου. Ανεξάρτητα αν αυτά είναι ξένα προς την ατμόσφαιρα και τον κόσμο του βιβλίου της Βενέτη. Ενώ, στα διηγήματα του Δημήτρη Χατζή ή του Μιχάλη Γκανά, που συγγενεύουν με κάποιες ιστορίες της Βενέτη αλλά δεν γράφονται στη ντοπιολαλιά, δεν έγινε καμία μνεία. Σήμερα, πάντως, η έννοια της ντοπιολαλιάς έχει περιοριστεί στις ιδιωματικές λέξεις, οι οποίες και περισώζονται, αφού γι’ αυτές προβλέπεται γλωσσάρι. Ενώ το πιο πολύτιμο κομμάτι, που πρώτο χάνεται με την εγκατάλειψη μίας περιοχής, είναι οι παρεκκλίνουσες συντακτικές δομές της. Αν και εκείνο που αποβαίνει ακόμη πιο ευάλωτο στο χρόνο είναι η μεταφορική χρήση των λέξεων.
Σε αυτές τις πτυχές της γλώσσας, διαφοροποιούνται δυο συγγραφείς που επιστρατεύουν λόγια της ίδιας ντοπιολαλιάς. Αλλά και σε αυτές φανερώνεται εκείνος που διαθέτει γλωσσικό αισθητήριο και δεν είναι απλός καταγραφέας, ήτοι συλλέκτης αφηγήσεων. Η Βενέτη το διαθέτει. Επιπροσθέτως, η δική της απόδοση της ντοπιολαλιάς δεν θα χαρακτηριζόταν δωρική, όπως αντρών συγγραφέων από την ίδια περιοχή. Ούτε κοφτός είναι ο ρυθμός, ούτε βραχείς οι προτάσεις, και τα επίθετα δεν λείπουν. Παραμένει, ωστόσο, λιτός λόγος της καθημερινής κουβέντας. Στις ιστορίες γίνεται μερικές φορές μέχρι και γλαφυρός. Ακόμη, όμως, και στα σύντομα διηγήματα, της μίας σελίδας ή και της μίας παραγράφου, δεν αφυδατώνεται. Η πύκνωση του διηγήματος, αυτή η καινούρια δημοσιογραφική καραμέλα, γίνεται εδώ κυρίως με την εστίαση.
Γράφτηκε στο συνοδευτικό Δελτίο Τύπου πως είναι η δύναμη της γλώσσας, με την παλαιότητα του ιδιώματος όπως πρόσθεσαν άλλοι, που κάνει την πραγματικότητα λογοτεχνία. Πιστεύουμε πως παρόμοιες αποφάνσεις συνιστούν υπερβολές μιας εποχής, όπου η γλώσσα αλλοιώνεται και πολλοί τρομάζουν πως θα εκφυλιστεί. Δεν αρκεί, όμως, μόνο η γλώσσα. Για να μεταμορφωθεί η περασμένη πραγματικότητα σε λογοτεχνία χρειάζονται “μύθια” και ιστορίες. Αλλά ποια είναι η πραγματικότητα του βιβλίου της Βενέτη; Εκ πρώτης όψεως, εκείνη σε κάποιο από τα 34 χωριά της Μουργκάνας. Δεν κατονομάζεται, όπως δεν προσδιορίζεται και ο γενέθλιος τόπος της, πέραν του εντοπισμού του στο Νομό της Θεσπρωτίας. Ο χρόνος είναι ακόμη πιο αόριστος, καθώς απλώνεται σε μια τριακονταετία, από τη γερμανική Κατοχή μέχρι περίπου το 1975. Όπως εξομολογείται η συγγραφέας σε συνέντευξή της, η πραγματικότητα των ιστοριών της είναι ο αντικατοπτρισμός από τις αφηγήσεις εκείνων που έζησαν Κατοχή-Εμφύλιο-πολιτική προσφυγιά ή κατέφυγαν προς επιβίωση στη μετανάστευση των δεκαετιών ’50-’60. Λόγω ηλικίας λείπει το βιωματικό απόθεμα του βίαιου εκπατρισμού, που στοιχειοθετεί το «Μητριά Πατρίδα» του Γκανά, όπως, βεβαίως, και το ιδεολογικό φορτίο των διηγημάτων του Χατζή.
“Με τις κουβέντες των γιαγιάδων της” έστησε η Βενέτη τον αλλοτινό κόσμο. Είναι ένας κόσμος γυναικών, που έδειξαν την δύναμή τους όχι επαναστατώντας, αλλά αντέχοντας. Είναι Ρωμιές, όπως οι Ηπειρώτισσες του Χατζή και οι γραίες του Παπαδιαμάντη, κυρίως αυτές οι δεύτερες μαζί με τις εγγόνες τους. Όταν υπάρχουν στην οικογένεια άντρες, αυτοί αποτελούν απειλή, είτε για καιρό πολέμου πρόκειται είτε για ταραγμένες εποχές αλλά χωρίς εχθροπραξίες. Το ίδιο συμβαίνει και όταν εμπλέκονται στη διήγηση άντρες ομαδικά. Γερμανοί ή αντάρτες φέρνουν την καταστροφή^ καίνε σπίτια, παίρνουν ομήρους, επιστρατεύουν. Το 1974, που η δεκατετράχρονη τότε συγγραφέας βρέθηκε “μόνιμος κάτοικος Αμερικής” και “οι κουβέντες των γιαγιάδων της” δεν μπορούσαν πια να την φτάσουν και να την συντροφέψουν, διάβαζε τα γράμματα από την οικογένεια και έγραφε. Πότε γράφτηκαν οι ιστορίες του βιβλίου δεν το αποκαλύπτει. Το μόνο που εξομολογείται, είναι πως ξεκίνησε, όταν οι πόνοι της δικής της ζωής την παραζόρισαν. Τότε θυμήθηκε μια παλιά συμβουλή, που παρότρυνε, όταν κάτι σε βασανίζει, να το γράφεις, μέχρι να πάψει να πονάει.
Η κάθαρση έρχεται με ιστορίες, που είναι εστιασμένες στις τραγικές καταστάσεις των ανθρώπων, αλλά καταλήγουν με μία θυμόσοφη αποστροφή, παρηγορητική, συχνά σαν βγαλμένη από παραμύθι. Ήδη, στους τίτλους υπάρχει μία νότα καθησυχαστική, ακόμη κι αν η ιστορία αναφέρεται στις πιο οδυνηρές πλευρές του Εμφυλίου, όπως το «Για ένα καλύτερο αύριο» και το «Μη, ψυχούλες, μη». Τις περισσότερες φορές τα ξεκινήματα είναι χαμηλόφωνα περιγραφικά, συχνά διαλογικά. Μετά, σιγά-σιγά, σωρεύονται τα “πάθια”, ατομικά, περισσότερα της οικογένειας, ακόμη, λόγω εποχής, της κοινότητας ή και του λαού ολόκληρου.
Σε μια εποχή, που θάλλει η διακειμενικότητα, η Βενέτη συμπληρώνει την προφορική ιστορία, που έμαθε παιδί δίπλα στο τζάκι ακούγοντας ιστορίες “του χιονιού”, με αναγνωστικές εμπειρίες από Αίσωπο και Άντερσεν, αλλά και από τα επίλεκτα της γενιάς του 1880, του συντοπίτη της τραγουδιστή Κρυστάλλη συμπεριλαμβανομένου, στην προ πεντηκονταετίας ανθολόγηση των εκδόσεων Πεχλιβανίδη. Μιας μορφής παρθενογένεση κατορθώνει η Βενέτη, όντας, όπως φαίνεται, ακόμη και μετά την έκδοση του βιβλίου αμόλυντη από τον συγγραφικό ιό, που σκοτώνει ακόμη και τις καλύτερες γραφίδες, κυριολεκτικά αφανίζοντας φερέλπιδες και πρωτοεμφανιζόμενους. Αν και η αθωότητα στο αρχιπέλαγος της ελληνικής πεζογραφίας, όπου κολυμπούν καρχαρίες, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Στραγγίζοντας τις υποθέσεις από τα πεζά της, για την καθεμία θυμάσαι να έχεις διαβάσει περισσότερες της μίας ιστορίες. Κι όμως, οι δικές της έχουν διαφορετική υφή, έτσι όπως ξετυλίγονται μέσα από το λόγο των γυναικών για άλλες γυναίκες, συμπάσχοντας σαν να είναι κοινός ο φόρτος των δεινών. Υστερούν εκείνες, που δημιουργούν την εντύπωση πως έχουν αυτοβιογραφικό υπόβαθρο («Μιά Κατοχή», «Η κούκλα»). Διασκεδαστικές νότες υπάρχουν στις τρεις τέσσερις με ήρωα ένα αγόρι, που πρέπει να τα βγάλει πέρα με τα γίδια, την πείνα, την εξ ουρανού βοήθεια σε τροφή και ένδυση, μέχρι και με το τέρας της καθαρεύουσας που έκανε την εμφάνισή του με το πρώτο Πάτερ ημών.
Αυτές, όμως, που εντυπώνονται είναι οι ιστορίες των γυναικών, παρόλο που στις περιγραφές δεν διακρίνεται καμία τάση ηρωοποίησης. Προβάλλει μόνο η βαθιά σχέση τους με τη γη, σαν από εκεί να αντλούν τη δύναμή τους. Στο «Ένα σωρό παλικάρια», υπάρχει μια πνοή αγιότητας, που ευφραίνει κι ας καταλήγει με τον θρήνο και τον κοπετό κηδείας. Η γυναίκα είχε χάσει στη σειρά άντρα, μάνα, πατέρα, γαμπρό, αδερφή, αδερφό, νύφη και έμεινε με εφτά παιδιά, ένα το δικό της. Εκείνο βρήκαν να πάρουν όμηρο οι Γερμανοί, εκείνη η ομάδα έτυχε να πέσει σε ενέδρα και πήγαν όλοι πλην ενός από σφαίρες ελληνικές. Κι όμως, ήταν γλυκιά, “το αγαθό της πλεόναζε, αγιούλα ήταν”. Από την ίδια ανθεκτική στόφα είναι η γυναίκα του Αλέξη, που δούλευε το φουρνέλο στο άνοιγμα του δρόμου προς το χωριό. “Γκαστρωμένη” η Αλέξαινα, έριξε στη φωτιά εισιτήρια και διαβατήρια, αποτρέποντας οριστικά τη μετανάστευση στη μακρινή Αυστραλία. Για την αποκοτιά της έφταιγαν οι «Κουβέντες από δω ως τον ήλιο», προειδοποιεί ο τίτλος. Σωστή ηρωίδα η κοπέλα που πήρε ο Κίτσιος, “δεν είχε φοβηθεί ζωντανό και πεθαμένο”, αλλά η πεθερά την έριξε «Στο βαθύ» του ποταμιού. Ακόμη πιο άγριος ο πατέρας του γαμπρού που προξένεψαν στην ορφανή με τα μάτια τα «Τόσο μαύρα». Πάντως, και στις τρεις έτυχε καλός άντρας. Γιατί υπάρχουν άλλες άτυχες, όπως εκείνη στο «Πόσο άτυχη!!» ή η άλλη που την άφησε με ανήλικα στη Νυρεμβέργη. Αυτή είναι η “γιγαντόψυχη” Θανασούλα, στο «Έτσι χορεύουν τα βουνά», η κορυφαία των ηρωίδων της Βενέτη. Ένας θηλυκός Ζορμπάς.
Το φάσμα των Ρωμιών γυναικών της Μουργκάνας το συμπληρώνουν οι γιαγιάδες. Όλες τους προστατευτικές, που στην ανάγκη υψώνουν ανάστημα για να προστατέψουν τα κορίτσιά τους. Με «Το μαχαίρι» πάντοτε ορθό, πήγε η γιαγιά και γύρισε στο παραπέτασμα, για να δει ένα κομμάτι από τη διαμελισμένη οικογένειά της. Υπάρχουν, όμως, και οι παραλογισμένες από έρωτα. Στο «Παλιά ιστορία» με άρωμα Βιζυηνού, που η συγγραφέας τον έχει διαβάσει, και στο «Τι ’ναι, μάνα», συμπλήρωμα στου Θεοτόκη το «Πίστομα», που μπορεί και να μην το έχει διαβάσει. Συναντάμε, πάντως, στη συλλογή ένα άλλο διήγημα που αναμετριέται με εκείνο του Κερκυραίου, το «Εδώ κοιτάξτε». Για βιβλία σαν της Βενέτη, λυπάται κανείς, που ο βίος τους είναι τόσο βραχύς. Με τα όριο ηλικίας που θέσπισαν οι ειδήμονες των κρατικών βραβεύσεων, χάνεται μια ακόμη ευκαιρία μνημόνευσής του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 21/9/2014.
Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας, 1965.
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό βιβλίο!
δεν του λείπει η Αγία νοσταλγία, το κέφι , το χιουμορ. Τιμιο βιβλιο. Το ιδίωμα παίρνει απλώς το μερτικό του βυθισμένο μέσα στον αριστοτεχνικό τροπο γραφής της Βενέτη.
Τα δανεια ποιητικου λογου απο τον Γκανα ("απο αυτόν τον δρόμο άδειασε η πατρίδα"-ή κάτι τέτοιο-)
τα τρομερα λογοπαίγνια "σάβανα-βάσανα", "αγιουλα-γιαγιούλα" δείχνουν μια συγγραφέα ώριμη και λιαν αξιόλογη.
Μιά ένσταση για το σχόλιο σας ως προς το εξώφυλλο: άραγε είναι μήπως αυτό που βλέπουμε τα κοφτερά βουνά της Μουργκάνας ή μήπως Χοηφόρες-μαυροντυμένες γυναίκες της Ηπείρου;
Δημοσίευση σχολίου