Φοίβος Ι. Πιομπίνος
«Επίσκεψη σε μιά έκθεση
και άλλα διηγήματα»
Εκδόσεις Κίχλη
Απρίλιος 2015
«Επίσκεψη σε μιά έκθεση
και άλλα διηγήματα»
Εκδόσεις Κίχλη
Απρίλιος 2015
Με το πέμπτο βιβλίο, ο Φοίβος Πιομπίνος αποτολμά ένα δεύτερο πεζογραφικό εγχείρημα. Αυτήν τη φορά πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων, που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως συνέχεια του πρώτου πεζογραφικού βιβλίου του, που είχε εκδοθεί το 1996. Εκείνο τιτλοφορείται «Σπουδή θανάτου», τίτλος που το πρώτο σκέλος του εμπεριέχει το στοιχείο της δοκιμής προς βελτίωση των αφηγηματικών τρόπων. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε να αποτελεί προσχέδιο για κάτι πιο σύνθετο και εκτενές. Κατά μία άποψη, πιθανώς μέσω του τίτλου, να υποδηλώνεται μία φάση προετοιμασίας. Στο πρόσφατο, απουσιάζει η σελίδα, αριστερά της σελίδας τίτλου, όπου παρατίθενται με αναλυτική ειδολογική αναφορά τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, με αποτέλεσμα να παραμένει γριφώδης ο αφηγηματικός χαρακτήρας εκείνης της πρώτης «Σπουδής θανάτου». Αντιθέτως, ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου προλαμβάνει τις όποιες εικασίες, χαρακτηρίζοντας τα έντεκα συνολικά πεζά διηγήματα. Σωστότερα, πρόκειται, ως επί το πλείστον, για εκτενή αφηγήματα, των οποίων η έκταση κυμαίνεται από πέντε μέχρι και είκοσι επτά σελίδες. Εκείνο πάντως, που, αυτήν τη φορά, αποκρύπτεται είναι ότι πρόκειται και πάλι για μία “σπουδή θανάτου”, γραμμένη σε περίοδο συγγραφικής ωριμότητας.
Ο Πιομπίνος συνιστά μία ιδιότυπη περίπτωση συγγραφέα ευρείας παιδείας, είδος που τείνει να εκλείψει. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν διακρίνεται μέσα από το βιογραφικό στο “αυτάκι” του βιβλίου. Αντιθέτως, εκεί δίνεται η εντύπωση ενός συγγραφέα με σκευή και ενδιαφέροντα θετικού προσανατολισμού. Η γερμανική γυμνασιακή παιδεία, οι πανεπιστημιακές σπουδές οικονομικών και η μακρόχρονη τραπεζοϋπαλληλική υπηρεσία δεν συνάδουν – φαινομενικά τουλάχιστον – με τα βιβλία, που έχει κατά καιρούς εκδώσει. Λίγο πριν το ξεκίνημα του υπαλληλικού σταδίου του, εκδίδει το «Έλληνες αγιογράφοι μέχρι το 1821», ενώ, 25 χρόνια αργότερα, το «Στάμος. Μία μαρτυρία για τον ζωγράφο». Έρχεται έτσι να καλύψει ένα ευρύ εικαστικό φάσμα, που ξεκινά από την μεταβυζαντινή ζωγραφική και φθάνει στον αμερικανικό αφαιρετικό εξπρεσιονισμό.
Όσο αφορά τις μεταφραστικές του ενασχολήσεις, η αναφορά στο βιογραφικό, ότι “μεταφράζει γαλλική, γερμανική και ιταλική λογοτεχνία”, μένει αόριστη και πιστεύουμε πως δημιουργεί λανθασμένη εντύπωση. Ιδιαίτερα σήμερα, που έχουν πληθύνει όσοι μεταφράζουν από περισσότερες της μίας γλώσσες και καταπιάνονται με ποικίλους συγγραφείς, συμμορφούμενοι με τις επιταγές των εκδοτικών οίκων, με τους οποίους συνεργάζονται. Σιγά-σιγά εξαφανίζονται οι περιπτώσεις μεταφραστών αφοσιωμένων σε έναν συγγραφέα ή, έστω, σε συγγραφείς κοινής αισθητικής. Ο Πιομπίνος είναι ένας από τους μετρημένους μεταφραστές γαλλικής νουβέλας και μεταπολιτευτικά, ο σημαντικότερος μεταφραστής του Γκυ ντε Μωπασσάν. Στο πρόσφατο βιβλίο, οι αυτοτελείς εκδόσεις μεταφράσεων Μωπασσάν δεν αναφέρονται. Μία μοναδική μνεία συναντάμε στο επιλογικό σημείωμα: “Όπως τα αφηγήματα του Γκυ ντε Μωπασσάν δεν προέκυψαν από επινόηση της πλούσιας φαντασίας του αλλά βασίστηκαν σε πραγματικά περιστατικά, πράγμα που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν έπαψε ποτέ να τονίζει, παρόμοια κι εγώ επιθυμώ να διευκρινίσω πως και στα δικά μου διηγήματα, που περιλαμβάνονται στην παρούσα συλλογή, όλα τα επιμέρους στοιχεία τους έχουν αντληθεί μέσα από τη ζωή και επομένως δεν αποτελούν προϊόντα συγγραφικής επινόησης.” Μία παρόμοια εξομολόγηση συνιστά μεν συγγραφική εντιμότητα, αλλά, στις ημέρες μας, ξενίζει, αν δεν προδίδει κιόλας ότι ο συγγραφέας βρίσκεται κάτω από τη βαριά σκιά του γάλλου διηγηματογράφου.
Όπως και να έχει, η άσκηση στη μετάφραση δίνει φτερά στον διηγηματογράφο. Άλλωστε, μία παρόμοια μαθητεία πόρρω απέχει από την εκμάθηση της διήγησης στα ταχύρρυθμα σεμινάρια των Σχολών Δημιουργικής Γραφής. Είναι προφανές πως, σήμερα πια, ο Πιομπίνος κατέχει την τέχνη τού πώς στήνεται ένα διήγημα. Είτε πρόκειται για ένα διήγημα κλασσικού τύπου είτε για μία κατά Μωπασσάν “ιστοριούλα”, σύντομη ή και εκτενή. Ιδιαίτερα στα διηγήματα, που απλώνονται σε έκταση νουβέλας, προοικονομεί την αφήγηση – αν και σε μερικές περιπτώσεις καθ’ υπερβολή – ώστε να επιτυγχάνεται αφηγηματική οικονομία, με τις επιμέρους ιστορίες να “χωνεύονται” αβίαστα στον αφηγηματικό ιστό, υποβοηθώντας την γρήγορη ανέλιξη.
Βασικό στοιχείο στο διήγημα του Πιομπίνου αποβαίνει ο αφηγητής, που παρεμβαίνει ποικιλοτρόπως. Κάποτε αυτή η παρέμβαση επεκτείνεται, φθάνοντας να προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη. Μέσα, πάντως, από την οπτική του αφηγητή, σκιτσάρονται τύποι και πλάθονται χαρακτήρες, προδιαθέτοντας για το ποιόν τους και προδικάζοντας την κατάληξη. Στις μακριές προτάσεις, με την επιδέξια χρήση τής, κατά κανόνα, δυσκολοχείριστης άνω τελείας, ο αφηγητής ενσωματώνει απόψεις και εκτιμήσεις μίας συγκεκριμένης θεώρησης των πραγμάτων.
Χαρακτηρίσαμε την πρόσφατη συλλογή μία δεύτερη “σπουδή θανάτου”, καθώς ο μαρασμός και ο θάνατος, μαζί με τη διαφοροποίηση, έως και μετάλλαξη, των κοινωνικών ηθών, επανέρχονται σε όλα τα αφηγήματα. Ακόμη και όταν δεν αποτελούν το κυρίως θέμα, συνιστούν σταθερό μοτίβο. Ο τρόπος που ο αφηγητής ανιστορεί “τον βίο και την πολιτεία” των ηρώων – ενός ή και περισσότερων σε κάθε μία ιστορία – εξαίροντας τα πάθη τους, παραπέμπει σε αφήγηση συναξαριστή. Μόνο που στη δική του περίπτωση, πρόκειται για συναξάρια σύγχρονων “αγίων” αλλά και “αμαρτωλών”. Συχνά, μάλιστα, αυτά των δεύτερων – υπό μία έννοια απόβλητων – καταλήγουν πλέον συναρπαστικά. Πιθανώς, γιατί ο αφηγητής δεν κρύβει πως “γέρνει” προς το μέρος τους. Εκτός από τις περιπέτειες των κεντρικών χαρακτήρων, παραθέτει εν συνόψει τους βίους των προσώπων που τους περιβάλλουν, σε μία προσπάθεια να χωρέσει όσο γίνεται μεγαλύτερο κομμάτι από έναν κόσμο που φεύγει: την Ελλάδα του Μεσοπολέμου μέχρι και των τριών – τεσσάρων πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Στο αφηγηματικό συναξάρι, ξεχωριστή θέση ή, μάλλον ακριβέστερα, την πρωτοκαθεδρία, κατέχουν οι πρόσφυγες από την Μικρασία, που, στα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αναμιγνύονται, σε μία δύσκολη συμβίωση, με τους εσωτερικούς μετανάστες. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του κατά Πιομπίνου διηγήματος αποτελούν οι τίτλοι που επιλέγει. Είναι προφανές ότι δεν στοχεύει στους κρυπτικούς τίτλους με τις αμφίσημες συνδηλώσεις, ούτε σε εκείνους ποιητικής πνοής. Προτιμά τίτλους, που, εκ πρώτης όψεως, δείχνουν κοινότοποι, αποβαίνουν, όμως, δηλωτικοί του θεματικού πυρήνα. Μετά την ανάγνωση των διηγημάτων, γίνεται αντιληπτή η χροιά ειρωνείας, που λανθάνει σε αυτήν την ακριβολογία. Παράδειγμα, ο τίτλος «Θερινές διακοπές» μίας ιστορίας συνεπτυγμένης σε διήγημα αλά Πόε. Το θέμα στο εν λόγω διήγημα είναι οι “θερινές διακοπές” τριών γυναικών, για τις οποίες διακοπές ελάχιστα μαθαίνουμε, αφού διακόπτονται πριν συμπληρωθεί το πρώτο εικοσιτετράωρο. Φίλες οι δυο, Αθηναίες, αντιπροσωπεύουν τις τρέχουσες κοινωνικές συμπεριφορές και νοοτροπίες. Η τρίτη, τυχαία γνωριμία των δυο πάνω στο πλοίο, είναι μία “επαρχιωτοπούλα”, από φτωχή, αγροτική οικογένεια της ορεινής Κρήτης. Αυτή, χάρις στη στερημένη ζωή της, φαίνεται να παίρνει θέση στο “εικονοστάσι” του αφηγητή. Συνειρμό, που τον υποβάλλει ο συγγραφέας με την τελευταία σκηνή του απρόσμενου θανάτου της, όπου ανακαλεί τον εικονογραφικό αναγεννησιακό τύπο της “πιετά”. Κατά τη γνώμη μας, ένα αδύναμο σημείο σε αυτό το διήγημα αποτελεί η περιγραφή του πλοίου και της αναχώρησης από τον Πειραιά για μικρό νησί των Δυτικών Κυκλάδων. Δείχνει ως περιττός αναχρονισμός, καθώς παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές. Ίσως, αυτό να οφείλεται σε ίχνος, που άφησε εκείνο το πρώτο “σχεδίασμα” του διηγήματος, προ εικοσαετίας.
Η εικαστική ματιά του συγγραφέα προσθέτει και σε άλλα διηγήματα χαρακτηριστικές πινελιές. Για παράδειγμα, στο καταληκτικό διήγημα, με τον επίσης δηλωτικό τίτλο, «Η Μαντάμ Κετί», γύρω από “τον βίο και την πολιτεία” δυο αδελφών, γεννημένων και μεγαλωμένων στην “κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη”, η μικρότερη, που κατέληξε η διασημότερη “μαντάμα” ολόκληρου του Λιβάνου, κάθε βράδυ προσεύχεται σε εικόνα του “Εσταυρωμένου”, αντίγραφο πίνακα του προαναγεννησιακού ιταλού ζωγράφου Τσιμαμπούε.
Οι “αμαρτωλοί” ήρωες τονίζονται περαιτέρω, καθώς, σε αντίθεση με τους ηθικούς και φρόνιμους, ονοματίζουν με τα παρωνύμιά τους τα διηγήματα. Η “μαντάμ Κετί”, όπως και η Παρθένα, που πήρε το όνομά της από τον αγιογράφο και ιερομάρτυρα Παρθένιο αλλά ήταν γνωστή με το παρωνύμιο η “Μάνα του Λόχου”, γιατί βοηθούσε αφιλοκερδώς τη “φανταρία” να εκτονώνεται, και τέλος, ο “Λάκης απ’ το Χαϊδάρι”, που φαντάρος έζησε το μεγάλο έρωτα στις διαταγές του διοικητή του στρατοπέδου, “τσατσά” στα εξήντα του σε οίκο ανοχής της πλατείας Βάθης, είναι οι τρεις αρτιότερα πλασμένοι χαρακτήρες. Έτσι, μάλιστα, όπως ο αφηγητής εξιστορεί τα πάθη τους, ανυψώνονται σε μάρτυρες παλαιότερων δύσκολων καιρών. Συντομότερες είναι οι αφηγήσεις για τους “αγίους” με τη βασανισμένη ζωή. Εκείνους της πρώτης γενιάς, όπως ο “μπάρμπα Προκόπης”, που διαισθάνεται το θάνατο να έρχεται και σκηνοθετεί το «Ηλιοβασίλεμα της ζωής» του στον Γαλατά του Πόρου, όπου ρίζωσε φεύγοντας κυνηγημένος από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Αλλά και τους δεύτερης γενιάς, καθώς ο Αναστάσης, γιος πρόσφυγα από το Νέβ-Σεχίρ της Καππαδοκίας, που, μέσα από τη διήγηση, δείχνει να επισπεύδει το θάνατό του. Γιατί σαν θεία τιμωρία μοιάζει η ανακοπή καρδιάς, όταν θέλησε να αλλάξει τους ρυθμούς της ζωής του, δίνοντας αντιπαροχή το “σαραβαλιασμένο παράσπιτο”, κάπου στη δυτική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης για να κατοικήσει κι αυτός «Στο καινούριο διαμέρισμα». Άλλος ένας ειρωνικός τίτλος, αφού μόνο μερικές ώρες πέρασε στο τεσσάρι του πέμπτου ορόφου. Σε αυτούς θα μπορούσε να στοιχηθεί και ο κυρ Βασίλης, εσωτερικός μετανάστης από την ορεινή Αρκαδία, που βρήκε μια “μεγαλοκοπέλα” –“τσοπάνα” από τα μέρη του – για να του σταθεί στα γεράματα, αλλά, κατά τραγική ειρωνεία, έλαχε σε αυτόν η «Γηροκόμησή» της. Κατά τον ειρμό της διήγησης, και εδώ, είναι η αλλαγή του ρυθμού της ζωής, που έφερε το “βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο”.
Οι βίοι “αγίων” και “αμαρτωλών” χαρακτηρίζονται από ευρηματική πλοκή, ταυτόχρονα, όμως, αντανακλούν εποχές, ανασταίνοντας ανθρώπους και τόπους. Σε δεινό τοπιογράφο αναδεικνύεται ο συγγραφέας, μόνο που κάποτε οι αφηγηματικοί χρωματισμοί γίνονται πολύ έντονοι. Κατ’ αντιστοιχία, σε ορισμένα τμήματα διηγημάτων, οδεύοντας προς το τέλος, τα αισθήματα αποδίδονται περισσότερο δραματικά του αναγκαίου. Δίκην παραδείγματος, το διήγημα «Η ανεπιθύμητη», όπου το “ψαχνό” της ιστορίας τοποθετείται στη δεκαετία του ’40, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, στο καταληκτικό κομμάτι, που είναι σε παρόντα χρόνο, η συναισθηματική φόρτιση, με τον αφηγητή να σχολιάζει, υπερβάλλοντας σε επιθετικούς προσδιορισμούς, το αδικεί. Κατά τα άλλα, το αφηγηματικό σχήμα, που δοκιμάζει σε αυτό το διήγημα, όπως και στα συντομότερα, «Ματαιωμένα γενέθλια» και «Η φωτογραφία», αντιπαραθέτοντας δυο χρόνους, σε απόσταση μίας γενιάς, δύσκολο να στηθεί αφηγηματικά χωρίς να δημιουργείται η αίσθηση του ζορισμένου, στην περίπτωση των εν λόγω διηγημάτων αποβαίνει λειτουργικό.
Ο Πιομπίνος δεν ακολουθεί μόδες. Το διήγημα «Η φωτογραφία» είχε “σχεδιαστεί”, και αυτό, προ εικοσαετίας. Σήμερα, οι πάντες, από πολιτικούς μέχρι τηλεστάρ, και από εικαστικούς μέχρι συγγραφείς, δημοσιεύουν περιγραφές φωτογραφιών, όπου η συντριπτική πλειοψηφία τους αυτοβιογραφείται. Ορισμένοι συγγραφείς αποπειρώνται να στήσουν μυθοποιητική διήγηση. Ο αφηγητής του Πιομπίνου το κατορθώνει στοιχίζοντας δυο φωτογραφίες, μία παλαιότερη τραβηγμένη πριν την Μικρασιατική Καταστροφή στο Αϊβαλί και μία δεύτερη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στην Κοκκινιά. Ουσιαστικά, το διήγημα αποβαίνει σπουδή προώρως θανόντων.
Μένει το πρώτο διήγημα, που αποτελεί σίγουρα το πιο φιλόδοξο μορφικά βήμα στη διηγηματογραφία του Πιομπίνου, χωρίς, ωστόσο, οι δυο κύριοι χαρακτήρες να απέχουν από τους υπόλοιπους της συλλογής. Ο τίτλος του, ο οποίος υιοθετείται και ως τίτλος της συλλογής, παραπέμπει στην πιο σύγχρονη εικαστική έκφανση, αυτή των εικαστικών δρώμενων. Ακριβέστερα, αναφέρεται σε συγκεκριμένη εικαστική εγκατάσταση, όπου ο εκθεσιακός χώρος αποτελεί μέρος του σκηνογραφικού πλαισίου στο διήγημα, ενώ το φινάλε παρουσιάζεται ως προέκταση της ίδιας της έκθεσης. Διόλου απίθανο να αποτελεί προάγγελο του επόμενου διηγηματικού βηματισμού του Πιομπίνου.
Ο Πιομπίνος συνιστά μία ιδιότυπη περίπτωση συγγραφέα ευρείας παιδείας, είδος που τείνει να εκλείψει. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν διακρίνεται μέσα από το βιογραφικό στο “αυτάκι” του βιβλίου. Αντιθέτως, εκεί δίνεται η εντύπωση ενός συγγραφέα με σκευή και ενδιαφέροντα θετικού προσανατολισμού. Η γερμανική γυμνασιακή παιδεία, οι πανεπιστημιακές σπουδές οικονομικών και η μακρόχρονη τραπεζοϋπαλληλική υπηρεσία δεν συνάδουν – φαινομενικά τουλάχιστον – με τα βιβλία, που έχει κατά καιρούς εκδώσει. Λίγο πριν το ξεκίνημα του υπαλληλικού σταδίου του, εκδίδει το «Έλληνες αγιογράφοι μέχρι το 1821», ενώ, 25 χρόνια αργότερα, το «Στάμος. Μία μαρτυρία για τον ζωγράφο». Έρχεται έτσι να καλύψει ένα ευρύ εικαστικό φάσμα, που ξεκινά από την μεταβυζαντινή ζωγραφική και φθάνει στον αμερικανικό αφαιρετικό εξπρεσιονισμό.
Όσο αφορά τις μεταφραστικές του ενασχολήσεις, η αναφορά στο βιογραφικό, ότι “μεταφράζει γαλλική, γερμανική και ιταλική λογοτεχνία”, μένει αόριστη και πιστεύουμε πως δημιουργεί λανθασμένη εντύπωση. Ιδιαίτερα σήμερα, που έχουν πληθύνει όσοι μεταφράζουν από περισσότερες της μίας γλώσσες και καταπιάνονται με ποικίλους συγγραφείς, συμμορφούμενοι με τις επιταγές των εκδοτικών οίκων, με τους οποίους συνεργάζονται. Σιγά-σιγά εξαφανίζονται οι περιπτώσεις μεταφραστών αφοσιωμένων σε έναν συγγραφέα ή, έστω, σε συγγραφείς κοινής αισθητικής. Ο Πιομπίνος είναι ένας από τους μετρημένους μεταφραστές γαλλικής νουβέλας και μεταπολιτευτικά, ο σημαντικότερος μεταφραστής του Γκυ ντε Μωπασσάν. Στο πρόσφατο βιβλίο, οι αυτοτελείς εκδόσεις μεταφράσεων Μωπασσάν δεν αναφέρονται. Μία μοναδική μνεία συναντάμε στο επιλογικό σημείωμα: “Όπως τα αφηγήματα του Γκυ ντε Μωπασσάν δεν προέκυψαν από επινόηση της πλούσιας φαντασίας του αλλά βασίστηκαν σε πραγματικά περιστατικά, πράγμα που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν έπαψε ποτέ να τονίζει, παρόμοια κι εγώ επιθυμώ να διευκρινίσω πως και στα δικά μου διηγήματα, που περιλαμβάνονται στην παρούσα συλλογή, όλα τα επιμέρους στοιχεία τους έχουν αντληθεί μέσα από τη ζωή και επομένως δεν αποτελούν προϊόντα συγγραφικής επινόησης.” Μία παρόμοια εξομολόγηση συνιστά μεν συγγραφική εντιμότητα, αλλά, στις ημέρες μας, ξενίζει, αν δεν προδίδει κιόλας ότι ο συγγραφέας βρίσκεται κάτω από τη βαριά σκιά του γάλλου διηγηματογράφου.
Όπως και να έχει, η άσκηση στη μετάφραση δίνει φτερά στον διηγηματογράφο. Άλλωστε, μία παρόμοια μαθητεία πόρρω απέχει από την εκμάθηση της διήγησης στα ταχύρρυθμα σεμινάρια των Σχολών Δημιουργικής Γραφής. Είναι προφανές πως, σήμερα πια, ο Πιομπίνος κατέχει την τέχνη τού πώς στήνεται ένα διήγημα. Είτε πρόκειται για ένα διήγημα κλασσικού τύπου είτε για μία κατά Μωπασσάν “ιστοριούλα”, σύντομη ή και εκτενή. Ιδιαίτερα στα διηγήματα, που απλώνονται σε έκταση νουβέλας, προοικονομεί την αφήγηση – αν και σε μερικές περιπτώσεις καθ’ υπερβολή – ώστε να επιτυγχάνεται αφηγηματική οικονομία, με τις επιμέρους ιστορίες να “χωνεύονται” αβίαστα στον αφηγηματικό ιστό, υποβοηθώντας την γρήγορη ανέλιξη.
Βασικό στοιχείο στο διήγημα του Πιομπίνου αποβαίνει ο αφηγητής, που παρεμβαίνει ποικιλοτρόπως. Κάποτε αυτή η παρέμβαση επεκτείνεται, φθάνοντας να προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη. Μέσα, πάντως, από την οπτική του αφηγητή, σκιτσάρονται τύποι και πλάθονται χαρακτήρες, προδιαθέτοντας για το ποιόν τους και προδικάζοντας την κατάληξη. Στις μακριές προτάσεις, με την επιδέξια χρήση τής, κατά κανόνα, δυσκολοχείριστης άνω τελείας, ο αφηγητής ενσωματώνει απόψεις και εκτιμήσεις μίας συγκεκριμένης θεώρησης των πραγμάτων.
Χαρακτηρίσαμε την πρόσφατη συλλογή μία δεύτερη “σπουδή θανάτου”, καθώς ο μαρασμός και ο θάνατος, μαζί με τη διαφοροποίηση, έως και μετάλλαξη, των κοινωνικών ηθών, επανέρχονται σε όλα τα αφηγήματα. Ακόμη και όταν δεν αποτελούν το κυρίως θέμα, συνιστούν σταθερό μοτίβο. Ο τρόπος που ο αφηγητής ανιστορεί “τον βίο και την πολιτεία” των ηρώων – ενός ή και περισσότερων σε κάθε μία ιστορία – εξαίροντας τα πάθη τους, παραπέμπει σε αφήγηση συναξαριστή. Μόνο που στη δική του περίπτωση, πρόκειται για συναξάρια σύγχρονων “αγίων” αλλά και “αμαρτωλών”. Συχνά, μάλιστα, αυτά των δεύτερων – υπό μία έννοια απόβλητων – καταλήγουν πλέον συναρπαστικά. Πιθανώς, γιατί ο αφηγητής δεν κρύβει πως “γέρνει” προς το μέρος τους. Εκτός από τις περιπέτειες των κεντρικών χαρακτήρων, παραθέτει εν συνόψει τους βίους των προσώπων που τους περιβάλλουν, σε μία προσπάθεια να χωρέσει όσο γίνεται μεγαλύτερο κομμάτι από έναν κόσμο που φεύγει: την Ελλάδα του Μεσοπολέμου μέχρι και των τριών – τεσσάρων πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Στο αφηγηματικό συναξάρι, ξεχωριστή θέση ή, μάλλον ακριβέστερα, την πρωτοκαθεδρία, κατέχουν οι πρόσφυγες από την Μικρασία, που, στα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αναμιγνύονται, σε μία δύσκολη συμβίωση, με τους εσωτερικούς μετανάστες. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του κατά Πιομπίνου διηγήματος αποτελούν οι τίτλοι που επιλέγει. Είναι προφανές ότι δεν στοχεύει στους κρυπτικούς τίτλους με τις αμφίσημες συνδηλώσεις, ούτε σε εκείνους ποιητικής πνοής. Προτιμά τίτλους, που, εκ πρώτης όψεως, δείχνουν κοινότοποι, αποβαίνουν, όμως, δηλωτικοί του θεματικού πυρήνα. Μετά την ανάγνωση των διηγημάτων, γίνεται αντιληπτή η χροιά ειρωνείας, που λανθάνει σε αυτήν την ακριβολογία. Παράδειγμα, ο τίτλος «Θερινές διακοπές» μίας ιστορίας συνεπτυγμένης σε διήγημα αλά Πόε. Το θέμα στο εν λόγω διήγημα είναι οι “θερινές διακοπές” τριών γυναικών, για τις οποίες διακοπές ελάχιστα μαθαίνουμε, αφού διακόπτονται πριν συμπληρωθεί το πρώτο εικοσιτετράωρο. Φίλες οι δυο, Αθηναίες, αντιπροσωπεύουν τις τρέχουσες κοινωνικές συμπεριφορές και νοοτροπίες. Η τρίτη, τυχαία γνωριμία των δυο πάνω στο πλοίο, είναι μία “επαρχιωτοπούλα”, από φτωχή, αγροτική οικογένεια της ορεινής Κρήτης. Αυτή, χάρις στη στερημένη ζωή της, φαίνεται να παίρνει θέση στο “εικονοστάσι” του αφηγητή. Συνειρμό, που τον υποβάλλει ο συγγραφέας με την τελευταία σκηνή του απρόσμενου θανάτου της, όπου ανακαλεί τον εικονογραφικό αναγεννησιακό τύπο της “πιετά”. Κατά τη γνώμη μας, ένα αδύναμο σημείο σε αυτό το διήγημα αποτελεί η περιγραφή του πλοίου και της αναχώρησης από τον Πειραιά για μικρό νησί των Δυτικών Κυκλάδων. Δείχνει ως περιττός αναχρονισμός, καθώς παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές. Ίσως, αυτό να οφείλεται σε ίχνος, που άφησε εκείνο το πρώτο “σχεδίασμα” του διηγήματος, προ εικοσαετίας.
Η εικαστική ματιά του συγγραφέα προσθέτει και σε άλλα διηγήματα χαρακτηριστικές πινελιές. Για παράδειγμα, στο καταληκτικό διήγημα, με τον επίσης δηλωτικό τίτλο, «Η Μαντάμ Κετί», γύρω από “τον βίο και την πολιτεία” δυο αδελφών, γεννημένων και μεγαλωμένων στην “κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη”, η μικρότερη, που κατέληξε η διασημότερη “μαντάμα” ολόκληρου του Λιβάνου, κάθε βράδυ προσεύχεται σε εικόνα του “Εσταυρωμένου”, αντίγραφο πίνακα του προαναγεννησιακού ιταλού ζωγράφου Τσιμαμπούε.
Οι “αμαρτωλοί” ήρωες τονίζονται περαιτέρω, καθώς, σε αντίθεση με τους ηθικούς και φρόνιμους, ονοματίζουν με τα παρωνύμιά τους τα διηγήματα. Η “μαντάμ Κετί”, όπως και η Παρθένα, που πήρε το όνομά της από τον αγιογράφο και ιερομάρτυρα Παρθένιο αλλά ήταν γνωστή με το παρωνύμιο η “Μάνα του Λόχου”, γιατί βοηθούσε αφιλοκερδώς τη “φανταρία” να εκτονώνεται, και τέλος, ο “Λάκης απ’ το Χαϊδάρι”, που φαντάρος έζησε το μεγάλο έρωτα στις διαταγές του διοικητή του στρατοπέδου, “τσατσά” στα εξήντα του σε οίκο ανοχής της πλατείας Βάθης, είναι οι τρεις αρτιότερα πλασμένοι χαρακτήρες. Έτσι, μάλιστα, όπως ο αφηγητής εξιστορεί τα πάθη τους, ανυψώνονται σε μάρτυρες παλαιότερων δύσκολων καιρών. Συντομότερες είναι οι αφηγήσεις για τους “αγίους” με τη βασανισμένη ζωή. Εκείνους της πρώτης γενιάς, όπως ο “μπάρμπα Προκόπης”, που διαισθάνεται το θάνατο να έρχεται και σκηνοθετεί το «Ηλιοβασίλεμα της ζωής» του στον Γαλατά του Πόρου, όπου ρίζωσε φεύγοντας κυνηγημένος από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Αλλά και τους δεύτερης γενιάς, καθώς ο Αναστάσης, γιος πρόσφυγα από το Νέβ-Σεχίρ της Καππαδοκίας, που, μέσα από τη διήγηση, δείχνει να επισπεύδει το θάνατό του. Γιατί σαν θεία τιμωρία μοιάζει η ανακοπή καρδιάς, όταν θέλησε να αλλάξει τους ρυθμούς της ζωής του, δίνοντας αντιπαροχή το “σαραβαλιασμένο παράσπιτο”, κάπου στη δυτική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης για να κατοικήσει κι αυτός «Στο καινούριο διαμέρισμα». Άλλος ένας ειρωνικός τίτλος, αφού μόνο μερικές ώρες πέρασε στο τεσσάρι του πέμπτου ορόφου. Σε αυτούς θα μπορούσε να στοιχηθεί και ο κυρ Βασίλης, εσωτερικός μετανάστης από την ορεινή Αρκαδία, που βρήκε μια “μεγαλοκοπέλα” –“τσοπάνα” από τα μέρη του – για να του σταθεί στα γεράματα, αλλά, κατά τραγική ειρωνεία, έλαχε σε αυτόν η «Γηροκόμησή» της. Κατά τον ειρμό της διήγησης, και εδώ, είναι η αλλαγή του ρυθμού της ζωής, που έφερε το “βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο”.
Οι βίοι “αγίων” και “αμαρτωλών” χαρακτηρίζονται από ευρηματική πλοκή, ταυτόχρονα, όμως, αντανακλούν εποχές, ανασταίνοντας ανθρώπους και τόπους. Σε δεινό τοπιογράφο αναδεικνύεται ο συγγραφέας, μόνο που κάποτε οι αφηγηματικοί χρωματισμοί γίνονται πολύ έντονοι. Κατ’ αντιστοιχία, σε ορισμένα τμήματα διηγημάτων, οδεύοντας προς το τέλος, τα αισθήματα αποδίδονται περισσότερο δραματικά του αναγκαίου. Δίκην παραδείγματος, το διήγημα «Η ανεπιθύμητη», όπου το “ψαχνό” της ιστορίας τοποθετείται στη δεκαετία του ’40, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, στο καταληκτικό κομμάτι, που είναι σε παρόντα χρόνο, η συναισθηματική φόρτιση, με τον αφηγητή να σχολιάζει, υπερβάλλοντας σε επιθετικούς προσδιορισμούς, το αδικεί. Κατά τα άλλα, το αφηγηματικό σχήμα, που δοκιμάζει σε αυτό το διήγημα, όπως και στα συντομότερα, «Ματαιωμένα γενέθλια» και «Η φωτογραφία», αντιπαραθέτοντας δυο χρόνους, σε απόσταση μίας γενιάς, δύσκολο να στηθεί αφηγηματικά χωρίς να δημιουργείται η αίσθηση του ζορισμένου, στην περίπτωση των εν λόγω διηγημάτων αποβαίνει λειτουργικό.
Ο Πιομπίνος δεν ακολουθεί μόδες. Το διήγημα «Η φωτογραφία» είχε “σχεδιαστεί”, και αυτό, προ εικοσαετίας. Σήμερα, οι πάντες, από πολιτικούς μέχρι τηλεστάρ, και από εικαστικούς μέχρι συγγραφείς, δημοσιεύουν περιγραφές φωτογραφιών, όπου η συντριπτική πλειοψηφία τους αυτοβιογραφείται. Ορισμένοι συγγραφείς αποπειρώνται να στήσουν μυθοποιητική διήγηση. Ο αφηγητής του Πιομπίνου το κατορθώνει στοιχίζοντας δυο φωτογραφίες, μία παλαιότερη τραβηγμένη πριν την Μικρασιατική Καταστροφή στο Αϊβαλί και μία δεύτερη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στην Κοκκινιά. Ουσιαστικά, το διήγημα αποβαίνει σπουδή προώρως θανόντων.
Μένει το πρώτο διήγημα, που αποτελεί σίγουρα το πιο φιλόδοξο μορφικά βήμα στη διηγηματογραφία του Πιομπίνου, χωρίς, ωστόσο, οι δυο κύριοι χαρακτήρες να απέχουν από τους υπόλοιπους της συλλογής. Ο τίτλος του, ο οποίος υιοθετείται και ως τίτλος της συλλογής, παραπέμπει στην πιο σύγχρονη εικαστική έκφανση, αυτή των εικαστικών δρώμενων. Ακριβέστερα, αναφέρεται σε συγκεκριμένη εικαστική εγκατάσταση, όπου ο εκθεσιακός χώρος αποτελεί μέρος του σκηνογραφικού πλαισίου στο διήγημα, ενώ το φινάλε παρουσιάζεται ως προέκταση της ίδιας της έκθεσης. Διόλου απίθανο να αποτελεί προάγγελο του επόμενου διηγηματικού βηματισμού του Πιομπίνου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/9/2015.
Λεζάντα φωτογραφίας: Εσταυρωμένος του Τσιμαμπούε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου