Φαίδων Ταμβακάκης
«Η αναπαλαίωση»
Εκδόσεις Εστίας
Απρίλιος 2015
«Η αναπαλαίωση»
Εκδόσεις Εστίας
Απρίλιος 2015
Με την εκπνοή του Αυγούστου και την ημερολογιακή έναρξη του φθινοπώρου αδειάζουν τα παράκτια των θαλασσών από τα γιώτ με τις βαριές πολύστροφες μηχανές. Επιστρέφουν οίκαδε “οι καπετάνιοι του γλυκού νερού”, αφήνοντας τους μερακλήδες ιστιοπλόους να αφουγκράζονται τις φθινοπωρινές πνοές του ανέμου. Στον σεπτεμβριάτικο ορίζοντα, πινελιές τα λευκά πανάκια τους, που κι αυτά οσονούπω θα χαθούν. Σε αυτήν τη μελαγχολική συγκυρία, η νουβέλα του Φαίδωνα Ταμβακάκη καθίσταται μοναδικό ανάγνωσμα. Περισσότερο πρόσφορο για όσους πάσχουν από σύνδρομο στέρησης θάλασσας-ήλιου-ελευθερίας. Έστω, σχετικής ελευθερίας, όπως η άνευ περιορισμών κατανάλωση τροφής και ποτού, η χωρίς πρόγραμμα ανάπαυση, και ίσως, για τους πιο τυχερούς, μία κάποια, μπορεί και λαθραία, ερωτική περιπέτεια.
Μία θαλασσινή νουβέλα, που εκδίδεται 72 χρόνια μετά την παντελώς ξεχασμένη νουβέλα «Θάλασσα» του Κώστα Σούκα. Πειραιώτης o Σούκας, Αλεξανδρινός ο Ταμβακάκης, και οι δυο με μυθιστόρημα ξεκίνησαν και για μυθιστόρημα βραβεύτηκαν. Τις νουβέλες, αμφότεροι τις έγραψαν καβατζαρισμένα τα πενήντα. Ο Σούκας, πάντως, με τη νουβέλα του καταξιώθηκε και χάρις σε αυτήν παρέμεινε έως σήμερα, 34 χρόνια μετά το θάνατό του, γνωστός. Όσο, βεβαίως, μπορεί να είναι γνωστός, σε επιλήσμονες καιρούς, ταχείας πολτοποίησης βιβλίων, ένας συγγραφέας του Μεσοπολέμου. Ας περιοριστούμε, όμως, στην πρόσφατη νουβέλα, γιατί οι όποιες αναφορές στην προηγούμενη θα μας ωθούσαν σε πιθανούς φιλολογισμούς.
Ο χαρακτηρισμός νουβέλα, που δίνει ο Ταμβακάκης στο καινούριο βιβλίο του, θα μπορούσε να οφείλεται στο ολιγοσέλιδο και μόνο του κειμένου, δεδομένου του μηχανιστικού τρόπου που γίνεται συνήθως η ειδολογική κατάταξη. Τελικά, όμως, ο εν λόγω χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στην ταυτότητα του πεζού, αφού αυτό συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά, με τα οποία παλαιότεροι θεωρητικοί όριζαν αυτό το ενδιάμεσο είδος. Γενικότερα, πάντως, η νουβέλα στην καθαρόαιμη μορφή της τείνει τα τελευταία χρόνια να εξαφανιστεί στις συμπληγάδες των δυο γειτονικών ειδών. Τα περισσότερα πεζά που αποκαλούμε νουβέλες είναι, είτε μίνι μυθιστορήματα είτε μέγα διηγήματα, που σημαίνει μακριές ιστορίες. Όταν με το μυθιστόρημα “ταξιδεύει” ο κυρίως όγκος των αναγνωστών και με το διήγημα εκστασιάζονται όσοι επιθυμούν να προβάλλουν εαυτούς ως λογοτεχνικά μυημένους, που να βρεθεί η διάθεση για νουβέλα;
Ο Ταμβακάκης δεν προτείνει μόνο μία άξια του ονόματός της νουβέλα, αλλά, επιπροσθέτως, αποτολμά μία ερωτική νουβέλα. Αυτό κι αν συνιστά εξαίρεση – πιθανώς και αποκοτιά – στην περίοδο κρίσης, που διανύουμε τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι δυνατόν η χώρα να βυθίζεται και οι συγγραφείς να πλέκουν ειδύλλια. Για αυτό και εκείνοι, συμπάσχοντας με τα δεινά του ελληνικού λαού, γράφουν, κατά κανόνα, δραματικές ιστορίες. Οι περισσότεροι, μη έχοντας προσωπικές εμπειρίες από βάσανα οικονομικής στενότητας, πόσω μάλλον ανέχειας, κατά την αφήγηση και τη μυθοπλασία, υπερβάλλουν στους θλιβερούς τόνους του ζόφου.
Σε αντίθεση, η ιστορία του Ταμβακάκη, έτσι όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τους διαλογισμούς του κεντρικού ήρωα, αποβαίνει ρεαλιστική, ενώ δεν απουσιάζει η κριτική για κάποιες άσχημες ή και στραβές πλευρές μίας χώρας, που παραπαίει ανάμεσα σε παραδοσιακά και ξενόφερτα πρότυπα. Ταυτόχρονα, καθώς η αφήγηση επικεντρώνεται σε ένα ζευγάρι και τον ναυαγισμένο έρωτά του, εξασφαλίζεται η σφιχτοδεμένη πλοκή, που απαιτείται σε μία νουβέλα. Κατά τα άλλα, δεν πρόκειται για ένα “ρομάντσο του παλιού καιρού”, ούτε για έναν μεγάλο έρωτα. Από μία άποψη, η ιστορία των δυο κεντρικών προσώπων, του Κωνσταντίνου και της Πηνελόπης, θα χαρακτηριζόταν αντιπροσωπευτική της εποχής, στην οποία τοποθετείται. Ή, ακριβέστερα, τις εποχές, αφού εκτυλίσσεται σε δυο διαφορετικούς χρόνους, με δυο “σμιξίματα”, που απέχουν μία εικοσαετία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ξεκινάει και κάπου εκεί κοντά τελειώνει η πρώτη φάση της σχέσης τους. Σε ένα κάπως αόριστο σήμερα, λαμβάνει χώρα η προσπάθεια αναθέρμανσή της. Τότε, εκείνος βάδιζε τα τριάντα, ενώ εκείνη ήταν στο δεύτερο έτος της Αρχιτεκτονικής. Δεν αναφέρεται η καταγωγή του, ούτε το επάγγελμα που ασκεί στα τριάντα του. Συνήθως, παρόμοια μυθοπλαστικά “γεμίσματα” οδηγούν σε παρεκβάσεις και στην παράθεση παράλληλων διηγήσεων για άλλα πρόσωπα, που διευκολύνουν τη μετάλλαξη μίας νουβέλας σε μυθιστόρημα. Εκείνο, που απαιτεί η δομή της νουβέλας, είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη ανάδειξη του χαρακτήρα γύρω από τον οποίο πλέκεται. Εδώ, ο χαρακτήρας συντίθεται μέσα από τον τρόπο, με τον οποίο ο αφηγητής ανακαλεί, χρωματίζοντας συναισθηματικά, παρελθοντικά συμβάντα.
Εκείνο, πάντως, που προέχει και τον συστήνει είναι το χόμπυ του, η ιστιοπλοΐα. Δεν έχει φιλοδοξίες για μεγάλους άθλους ή για διακρίσεις πρωταθλητή σε ράλι. Μόνο όνειρα κάνει για μακρινά, υπερπόντια ταξίδια, τα οποία, άκρες-μέσες, και μνημονεύει. Τους ήρωες των εφηβικών και νεανικών χρόνων δεν τους αντλεί από ιστορικά αναγνώσματα, ούτε από μυθιστορήματα. Τα αγαπημένα του αναγνώσματα είναι τα απομνημονεύματα διάσημων ιστιοπλόων. Αναφέρει ονόματα, τολμηρά εγχειρήματα, ημιτελείς ιστορίες. Η εύστοχη διασπορά των στοιχείων, τα συνειρμικά άλματα, κυρίως η πύκνωση των αναφορών δείχνει την αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας, που έχει κατακτήσει ο συγγραφέας.
Όταν πρωτοσυνάντησε την Πηνελόπη, στα πλάνα του δεν υπήρχε χώρος για σοβαρή σχέση. Τον βόλευαν οι παράλληλες σχέσεις, κατά προτίμηση με χαρωπές γυναίκες, που θα προσαρμόζονταν εύκολα στη ζωή ενός παθιασμένου ιστιοπλόου. Από αυτήν την άποψη, παρουσιάζεται ως ένας τύπος του αστικού αθηναϊκού χώρου εκείνων των χρόνων. Αντιθέτως, η συριανή Πηνελόπη ήθελε οικογένεια και αγαπούσε τα παιδιά. Ούτε, όμως, “στον παπά και τον κουμπάρο” κατόρθωσε να οδηγήσει τον Κωνσταντίνο, ούτε το παιδί μαζί του αποτόλμησε να κρατήσει. Τυπική συμπεριφορά της γυναίκας, που μόλις αρχίζει να δοκιμάζει τους δρόμους της χειραφέτησης. “Όταν χάνει τον Κωνσταντίνο, ρίχνει μαύρη πέτρα στην αθηναϊκή ζωή, και βρίσκει τον εαυτό της αναπαλαιώνοντας αρχοντικά στο νησί της.” Όσο για εκείνον, η Πηνελόπη ήταν μία από τις πολλές σχέσεις του. Στα ενδιάμεσα χρόνια, όσες φορές το χόμπυ του τον έφερε στη Σύρο, ποτέ δεν σκέφτηκε να την αναζητήσει.
Είκοσι χρόνια αργότερα, κοινωνικά και φυλετικά πρότυπα έχουν αλλάξει. Όχι, όμως, και οι χαρακτήρες. Εκείνος παραμένει χαλαρός και διχασμένος. Το ορίζει ο συγγραφέας και με το αριστοτέλειο μότο του βιβλίου: “Όμοια γαρ ως επί το πολύ τα μέλλοντα τοις γεγονόσι...” Υπεισέρχεται, όμως, η ανασφάλεια της ηλικίας, που δίνει στον έρωτα με μία νεότερη γυναίκα διαφορετική αξία. Εκείνη, εσαεί δοτική, είναι μία σύγχρονη Πηνελόπη. Δεν είναι προφανώς τυχαία η επιλογή του ονόματος. Πιστή παραμένει στον έρωτά της, όπως η μυθολογική συνονόματή της, αλλά αρκετά αυτάρκης πλέον, ώστε να θέτει τα δικά της όρια υποχώρησης, ή μάλλον, αποδοχής. Αν παρακολουθούσαμε τους δικούς της διαλογισμούς, μπορεί να υπήρχαν ρομαντικές νότες, όπως κινήσεις τρυφερότητας, λόγια νοσταλγίας. Τώρα, στις περιγραφές του πενηντάρη Κωνσταντίνου, υπερισχύει ο αισθησιασμός. Στις πιο ηδονικές σελίδες, που έχει γράψει η γενιά του Ταμβακάκη, η λεγόμενη γενιά του ’80, συγκαταλέγονται οι μετρημένες της νουβέλας, που περιγράφουν τις δυο, όλες κι όλες, ερωτικές συνευρέσεις του ζεύγους κατά την επανασύνδεσή του.
Το πιο εύστοχο εύρημα του Ταμβακάκη είναι ο τίτλος του βιβλίου: Η αναπαλαίωση, δηλαδή η επαναφορά στην αρχική μορφή, αντικαθιστώντας οτιδήποτε έχει καταστραφεί και αφαιρώντας μεταγενέστερες, αλλότριες προσθήκες. Εδώ, η αναπαλαίωση μάλλον νοείται εις τριπλούν. Η αναπαλαίωση των νεοκλασσικών, με την οποία καταπιάνεται η Πηνελόπη. Η επισκευή και συντήρηση του ιστορικού σκάφους, που έχει αγοράσει ο Κωνσταντίνος, κινέζικης κατασκευής του 1933. Και το κυριότερο, η ανανέωση της ερωτικής τους σχέσης. Αυτήν, όμως, την τελευταία αναπαλαίωση οι δυο πλευρές του ζεύγους την αντιλαμβάνονται μάλλον διαφορετικά. Εκείνος θα επιθυμούσε οι ρόλοι να επανέλθουν λίγο-πολύ στην αρχική τους μορφή. Ενώ, εκείνη αντιλαμβάνεται την αναπαλαίωση της σχέσης στο πρότυπο της αναπαλαίωσης μίας κατοικίας. Αυτό σημαίνει, με μία δόση προσγειωμένου ρομαντισμού, να διασωθεί το εξωτερικό κέλυφος, αλλά εσωτερικά, καταλλήλως διαμορφωμένο, ώστε να διαθέτει τα κομφόρ μίας σύγχρονης κατοικίας.
Στις ενδιαφέρουσες σελίδες αυτής της θαλασσινής νουβέλας, που διαδραματίζεται στη στεριά, χάρις στις εμπειρίες του ιστιοπλόου, που διαθέτει ο Ταμβακάκης, αρμενίζοντας από τα φοιτητικά του χρόνια, ανασταίνονται δυο Έλληνες καραβομαραγκοί. “Άλλης εποχής, ο πρώτος είχε δει τον πόλεμο, ο άλλος εξηντάρης, είχε περάσει ξυστά.” Ανασυνθέτει τις κουβέντες τους, τα μυστικά της τέχνης τους, αλλά και τον καημό τους για την ναυπηγική παράδοση, που σταδιακά σβήνει. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, με την ενεργή συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πάντοτε αφορμάται από τις καλύτερες προθέσεις. Από το ξερίζωμα της ελιάς μέχρι τη θεαματική εξολόθρευση των καϊκιών αλιείας. Αναπλάθοντας ο συγγραφέας σχετικές διηγήσεις, συριανές και άλλες, που είχε ακούσει, μεταγγίζει την ένταση ανάλογων συμβάντων. Η περιγραφή δείχνει σαν μία κινηματογραφική σεκάνς, με υπότιτλους τα αισθήματα αγανάκτησης, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. Μόνο ένας πίνακας σύλληψης αντίστοιχης εκείνης της Γκουέρνικα θα μπορούσε να τα εκφράσει.
Σχετικά με τις ιστιοπλοϊκές γνώσεις του συγγραφέα, να σημειώσουμε πως, αν ποτέ ευτυχήσει να αποκτήσει έκδοση Απάντων, η νουβέλα, με την πληθώρα ονομάτων ιστιοπλόων και σκαφών, θα απαιτούσε εκτενή υπομνηματισμό. Το μόνο οικείο όνομα είναι εκείνο του Αντρέα Ζέππου, γνωστό από το ομότιτλο ρεμπέτικο του Γιάννη Παπαϊωάννου. Επίσης, λιγότερο γνωστό, το παλαιό σκαρί, που φέρει το όνομά του και το οποίο σώζεται. Συμπληρωματικά, να σημειώσουμε ότι ψηφίδες από τον βίο και την πολιτεία του Ζέππου παρατίθενται στο βιβλίο του Ευάγγελου Αθηναίου, «Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος. Γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου», 2012. Καλό να το διαβάσουν μερικοί νεο-αριστερόφρονες, μπας και φωτιστούν καλύτερα, ας πούμε, γύρω από τα Δεκεμβριανά στην περιοχή του Πειραιά. Τέλος, να προσθέσουμε ότι ο Ευαγ. Αθηναίος, θανών πρόσφατα (13/8/2015) σε ηλικία 81 ετών, ήταν στην πειραιώτικη φιλολογική παρέα του Κώστα Σούκα, που προαναφέρθηκε στην εισαγωγή.
Μία θαλασσινή νουβέλα, που εκδίδεται 72 χρόνια μετά την παντελώς ξεχασμένη νουβέλα «Θάλασσα» του Κώστα Σούκα. Πειραιώτης o Σούκας, Αλεξανδρινός ο Ταμβακάκης, και οι δυο με μυθιστόρημα ξεκίνησαν και για μυθιστόρημα βραβεύτηκαν. Τις νουβέλες, αμφότεροι τις έγραψαν καβατζαρισμένα τα πενήντα. Ο Σούκας, πάντως, με τη νουβέλα του καταξιώθηκε και χάρις σε αυτήν παρέμεινε έως σήμερα, 34 χρόνια μετά το θάνατό του, γνωστός. Όσο, βεβαίως, μπορεί να είναι γνωστός, σε επιλήσμονες καιρούς, ταχείας πολτοποίησης βιβλίων, ένας συγγραφέας του Μεσοπολέμου. Ας περιοριστούμε, όμως, στην πρόσφατη νουβέλα, γιατί οι όποιες αναφορές στην προηγούμενη θα μας ωθούσαν σε πιθανούς φιλολογισμούς.
Ο χαρακτηρισμός νουβέλα, που δίνει ο Ταμβακάκης στο καινούριο βιβλίο του, θα μπορούσε να οφείλεται στο ολιγοσέλιδο και μόνο του κειμένου, δεδομένου του μηχανιστικού τρόπου που γίνεται συνήθως η ειδολογική κατάταξη. Τελικά, όμως, ο εν λόγω χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στην ταυτότητα του πεζού, αφού αυτό συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά, με τα οποία παλαιότεροι θεωρητικοί όριζαν αυτό το ενδιάμεσο είδος. Γενικότερα, πάντως, η νουβέλα στην καθαρόαιμη μορφή της τείνει τα τελευταία χρόνια να εξαφανιστεί στις συμπληγάδες των δυο γειτονικών ειδών. Τα περισσότερα πεζά που αποκαλούμε νουβέλες είναι, είτε μίνι μυθιστορήματα είτε μέγα διηγήματα, που σημαίνει μακριές ιστορίες. Όταν με το μυθιστόρημα “ταξιδεύει” ο κυρίως όγκος των αναγνωστών και με το διήγημα εκστασιάζονται όσοι επιθυμούν να προβάλλουν εαυτούς ως λογοτεχνικά μυημένους, που να βρεθεί η διάθεση για νουβέλα;
Ο Ταμβακάκης δεν προτείνει μόνο μία άξια του ονόματός της νουβέλα, αλλά, επιπροσθέτως, αποτολμά μία ερωτική νουβέλα. Αυτό κι αν συνιστά εξαίρεση – πιθανώς και αποκοτιά – στην περίοδο κρίσης, που διανύουμε τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι δυνατόν η χώρα να βυθίζεται και οι συγγραφείς να πλέκουν ειδύλλια. Για αυτό και εκείνοι, συμπάσχοντας με τα δεινά του ελληνικού λαού, γράφουν, κατά κανόνα, δραματικές ιστορίες. Οι περισσότεροι, μη έχοντας προσωπικές εμπειρίες από βάσανα οικονομικής στενότητας, πόσω μάλλον ανέχειας, κατά την αφήγηση και τη μυθοπλασία, υπερβάλλουν στους θλιβερούς τόνους του ζόφου.
Σε αντίθεση, η ιστορία του Ταμβακάκη, έτσι όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τους διαλογισμούς του κεντρικού ήρωα, αποβαίνει ρεαλιστική, ενώ δεν απουσιάζει η κριτική για κάποιες άσχημες ή και στραβές πλευρές μίας χώρας, που παραπαίει ανάμεσα σε παραδοσιακά και ξενόφερτα πρότυπα. Ταυτόχρονα, καθώς η αφήγηση επικεντρώνεται σε ένα ζευγάρι και τον ναυαγισμένο έρωτά του, εξασφαλίζεται η σφιχτοδεμένη πλοκή, που απαιτείται σε μία νουβέλα. Κατά τα άλλα, δεν πρόκειται για ένα “ρομάντσο του παλιού καιρού”, ούτε για έναν μεγάλο έρωτα. Από μία άποψη, η ιστορία των δυο κεντρικών προσώπων, του Κωνσταντίνου και της Πηνελόπης, θα χαρακτηριζόταν αντιπροσωπευτική της εποχής, στην οποία τοποθετείται. Ή, ακριβέστερα, τις εποχές, αφού εκτυλίσσεται σε δυο διαφορετικούς χρόνους, με δυο “σμιξίματα”, που απέχουν μία εικοσαετία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ξεκινάει και κάπου εκεί κοντά τελειώνει η πρώτη φάση της σχέσης τους. Σε ένα κάπως αόριστο σήμερα, λαμβάνει χώρα η προσπάθεια αναθέρμανσή της. Τότε, εκείνος βάδιζε τα τριάντα, ενώ εκείνη ήταν στο δεύτερο έτος της Αρχιτεκτονικής. Δεν αναφέρεται η καταγωγή του, ούτε το επάγγελμα που ασκεί στα τριάντα του. Συνήθως, παρόμοια μυθοπλαστικά “γεμίσματα” οδηγούν σε παρεκβάσεις και στην παράθεση παράλληλων διηγήσεων για άλλα πρόσωπα, που διευκολύνουν τη μετάλλαξη μίας νουβέλας σε μυθιστόρημα. Εκείνο, που απαιτεί η δομή της νουβέλας, είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη ανάδειξη του χαρακτήρα γύρω από τον οποίο πλέκεται. Εδώ, ο χαρακτήρας συντίθεται μέσα από τον τρόπο, με τον οποίο ο αφηγητής ανακαλεί, χρωματίζοντας συναισθηματικά, παρελθοντικά συμβάντα.
Εκείνο, πάντως, που προέχει και τον συστήνει είναι το χόμπυ του, η ιστιοπλοΐα. Δεν έχει φιλοδοξίες για μεγάλους άθλους ή για διακρίσεις πρωταθλητή σε ράλι. Μόνο όνειρα κάνει για μακρινά, υπερπόντια ταξίδια, τα οποία, άκρες-μέσες, και μνημονεύει. Τους ήρωες των εφηβικών και νεανικών χρόνων δεν τους αντλεί από ιστορικά αναγνώσματα, ούτε από μυθιστορήματα. Τα αγαπημένα του αναγνώσματα είναι τα απομνημονεύματα διάσημων ιστιοπλόων. Αναφέρει ονόματα, τολμηρά εγχειρήματα, ημιτελείς ιστορίες. Η εύστοχη διασπορά των στοιχείων, τα συνειρμικά άλματα, κυρίως η πύκνωση των αναφορών δείχνει την αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας, που έχει κατακτήσει ο συγγραφέας.
Όταν πρωτοσυνάντησε την Πηνελόπη, στα πλάνα του δεν υπήρχε χώρος για σοβαρή σχέση. Τον βόλευαν οι παράλληλες σχέσεις, κατά προτίμηση με χαρωπές γυναίκες, που θα προσαρμόζονταν εύκολα στη ζωή ενός παθιασμένου ιστιοπλόου. Από αυτήν την άποψη, παρουσιάζεται ως ένας τύπος του αστικού αθηναϊκού χώρου εκείνων των χρόνων. Αντιθέτως, η συριανή Πηνελόπη ήθελε οικογένεια και αγαπούσε τα παιδιά. Ούτε, όμως, “στον παπά και τον κουμπάρο” κατόρθωσε να οδηγήσει τον Κωνσταντίνο, ούτε το παιδί μαζί του αποτόλμησε να κρατήσει. Τυπική συμπεριφορά της γυναίκας, που μόλις αρχίζει να δοκιμάζει τους δρόμους της χειραφέτησης. “Όταν χάνει τον Κωνσταντίνο, ρίχνει μαύρη πέτρα στην αθηναϊκή ζωή, και βρίσκει τον εαυτό της αναπαλαιώνοντας αρχοντικά στο νησί της.” Όσο για εκείνον, η Πηνελόπη ήταν μία από τις πολλές σχέσεις του. Στα ενδιάμεσα χρόνια, όσες φορές το χόμπυ του τον έφερε στη Σύρο, ποτέ δεν σκέφτηκε να την αναζητήσει.
Είκοσι χρόνια αργότερα, κοινωνικά και φυλετικά πρότυπα έχουν αλλάξει. Όχι, όμως, και οι χαρακτήρες. Εκείνος παραμένει χαλαρός και διχασμένος. Το ορίζει ο συγγραφέας και με το αριστοτέλειο μότο του βιβλίου: “Όμοια γαρ ως επί το πολύ τα μέλλοντα τοις γεγονόσι...” Υπεισέρχεται, όμως, η ανασφάλεια της ηλικίας, που δίνει στον έρωτα με μία νεότερη γυναίκα διαφορετική αξία. Εκείνη, εσαεί δοτική, είναι μία σύγχρονη Πηνελόπη. Δεν είναι προφανώς τυχαία η επιλογή του ονόματος. Πιστή παραμένει στον έρωτά της, όπως η μυθολογική συνονόματή της, αλλά αρκετά αυτάρκης πλέον, ώστε να θέτει τα δικά της όρια υποχώρησης, ή μάλλον, αποδοχής. Αν παρακολουθούσαμε τους δικούς της διαλογισμούς, μπορεί να υπήρχαν ρομαντικές νότες, όπως κινήσεις τρυφερότητας, λόγια νοσταλγίας. Τώρα, στις περιγραφές του πενηντάρη Κωνσταντίνου, υπερισχύει ο αισθησιασμός. Στις πιο ηδονικές σελίδες, που έχει γράψει η γενιά του Ταμβακάκη, η λεγόμενη γενιά του ’80, συγκαταλέγονται οι μετρημένες της νουβέλας, που περιγράφουν τις δυο, όλες κι όλες, ερωτικές συνευρέσεις του ζεύγους κατά την επανασύνδεσή του.
Το πιο εύστοχο εύρημα του Ταμβακάκη είναι ο τίτλος του βιβλίου: Η αναπαλαίωση, δηλαδή η επαναφορά στην αρχική μορφή, αντικαθιστώντας οτιδήποτε έχει καταστραφεί και αφαιρώντας μεταγενέστερες, αλλότριες προσθήκες. Εδώ, η αναπαλαίωση μάλλον νοείται εις τριπλούν. Η αναπαλαίωση των νεοκλασσικών, με την οποία καταπιάνεται η Πηνελόπη. Η επισκευή και συντήρηση του ιστορικού σκάφους, που έχει αγοράσει ο Κωνσταντίνος, κινέζικης κατασκευής του 1933. Και το κυριότερο, η ανανέωση της ερωτικής τους σχέσης. Αυτήν, όμως, την τελευταία αναπαλαίωση οι δυο πλευρές του ζεύγους την αντιλαμβάνονται μάλλον διαφορετικά. Εκείνος θα επιθυμούσε οι ρόλοι να επανέλθουν λίγο-πολύ στην αρχική τους μορφή. Ενώ, εκείνη αντιλαμβάνεται την αναπαλαίωση της σχέσης στο πρότυπο της αναπαλαίωσης μίας κατοικίας. Αυτό σημαίνει, με μία δόση προσγειωμένου ρομαντισμού, να διασωθεί το εξωτερικό κέλυφος, αλλά εσωτερικά, καταλλήλως διαμορφωμένο, ώστε να διαθέτει τα κομφόρ μίας σύγχρονης κατοικίας.
Στις ενδιαφέρουσες σελίδες αυτής της θαλασσινής νουβέλας, που διαδραματίζεται στη στεριά, χάρις στις εμπειρίες του ιστιοπλόου, που διαθέτει ο Ταμβακάκης, αρμενίζοντας από τα φοιτητικά του χρόνια, ανασταίνονται δυο Έλληνες καραβομαραγκοί. “Άλλης εποχής, ο πρώτος είχε δει τον πόλεμο, ο άλλος εξηντάρης, είχε περάσει ξυστά.” Ανασυνθέτει τις κουβέντες τους, τα μυστικά της τέχνης τους, αλλά και τον καημό τους για την ναυπηγική παράδοση, που σταδιακά σβήνει. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, με την ενεργή συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πάντοτε αφορμάται από τις καλύτερες προθέσεις. Από το ξερίζωμα της ελιάς μέχρι τη θεαματική εξολόθρευση των καϊκιών αλιείας. Αναπλάθοντας ο συγγραφέας σχετικές διηγήσεις, συριανές και άλλες, που είχε ακούσει, μεταγγίζει την ένταση ανάλογων συμβάντων. Η περιγραφή δείχνει σαν μία κινηματογραφική σεκάνς, με υπότιτλους τα αισθήματα αγανάκτησης, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. Μόνο ένας πίνακας σύλληψης αντίστοιχης εκείνης της Γκουέρνικα θα μπορούσε να τα εκφράσει.
Σχετικά με τις ιστιοπλοϊκές γνώσεις του συγγραφέα, να σημειώσουμε πως, αν ποτέ ευτυχήσει να αποκτήσει έκδοση Απάντων, η νουβέλα, με την πληθώρα ονομάτων ιστιοπλόων και σκαφών, θα απαιτούσε εκτενή υπομνηματισμό. Το μόνο οικείο όνομα είναι εκείνο του Αντρέα Ζέππου, γνωστό από το ομότιτλο ρεμπέτικο του Γιάννη Παπαϊωάννου. Επίσης, λιγότερο γνωστό, το παλαιό σκαρί, που φέρει το όνομά του και το οποίο σώζεται. Συμπληρωματικά, να σημειώσουμε ότι ψηφίδες από τον βίο και την πολιτεία του Ζέππου παρατίθενται στο βιβλίο του Ευάγγελου Αθηναίου, «Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος. Γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου», 2012. Καλό να το διαβάσουν μερικοί νεο-αριστερόφρονες, μπας και φωτιστούν καλύτερα, ας πούμε, γύρω από τα Δεκεμβριανά στην περιοχή του Πειραιά. Τέλος, να προσθέσουμε ότι ο Ευαγ. Αθηναίος, θανών πρόσφατα (13/8/2015) σε ηλικία 81 ετών, ήταν στην πειραιώτικη φιλολογική παρέα του Κώστα Σούκα, που προαναφέρθηκε στην εισαγωγή.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/8/2015.
Λεζάντα φωτογραφίας: Ο Αντρέας Ζέππος (αριστερά) και το καΐκι του (δεξιά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου