Τέλλος Άγρας
«Κριτικά»
Πέμπτος Τόμος, 2
«Παράρτημα – Σημειώσεις»
Φιλολογική επιμέλεια
Κώστας Στεργιόπουλος
Εκδόσεις Ερμής
Νοέμβριος 2014
«Κριτικά»
Πέμπτος Τόμος, 2
«Παράρτημα – Σημειώσεις»
Φιλολογική επιμέλεια
Κώστας Στεργιόπουλος
Εκδόσεις Ερμής
Νοέμβριος 2014
Στο προηγούμενο φύλλο σχολιάσαμε τον πέμπτο τόμο των «Κριτικών» του Τέλλου Άγρα, που εκδόθηκε είκοσι χρόνια μετά τον τέταρτο, ολοκληρώνοντας το εγχείρημα της συγκέντρωσης των κριτικών του κειμένων. Όπως φαίνεται, όμως, υπάρχει ακόμη υπόλοιπο, με “ασυγκέντρωτα” κείμενα, του οποίου δεν προσδιορίζεται η έκταση. Εν τέλει, τα «Κριτικά» προέκυψαν με διαδοχικά ξεδιαλέγματα. Η αρχική προσπάθεια ήταν να διασωθεί “το κύριο σώμα”. Το ξεδιάλεγμα δεν το επέβαλε μόνο η πληθώρα των κριτικών κειμένων του Άγρα, που θα δυσκόλευε το εκδοτικό εγχείρημα, αλλά και η μέριμνα να μείνει “απ’ έξω ό,τι θα αποτελούσε παραφωνία σε σχέση με την υπόλοιπη προσφορά του”. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τη θεματική δομή των «Κριτικών». Από εκεί και πέρα, στην θεματική προτεραιότητα, που δόθηκε κατά την κατάρτιση των διαδοχικών τόμων, πιστεύουμε ότι ελήφθησαν υπόψη τα ενδιαφέροντα του αναγνωστικού κοινού της Μεταπολίτευσης, δηλαδή οι προτιμήσεις των παιδιών και των εγγονιών του Άγρα.
Αφού το έργο δεν σχεδιάστηκε ως ολότητα Απάντων, αποκλειόταν η χρονολογική σειρά, που θα αποτύπωνε την εξέλιξη της κριτικής σκέψης του Άγρα, της τέχνης και της τεχνικής του. Η παράμετρος του χρόνου εμφανίζεται στις επιλογικές “σημειώσεις” κάθε τόμου, όπου δίνονται τα στοιχεία για τις πρώτες δημοσιεύσεις. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη στις επιμέρους ενότητες των τόμων, κατά την παράταξη των προσώπων, καθώς όλα τα σχετικά με έναν συγγραφέα δημοσιεύματα συγκεντρώνονται σε ένα κεφάλαιο. Και πάλι, η παράταξη των προσώπων δεν γίνεται κατά ηλικιακή σειρά, αλλά συνυφασμένη με άλλα γραμματολογικά κριτήρια. Έτσι καταρτίστηκαν οι πέντε τόμοι. Έκαστος με ορισμένους συγγραφείς, χωρισμένος στο “κύριο σώμα” και το “παράρτημα”, με τα συντομότερα κείμενα για την συγκεκριμένη συγγραφική ομάδα. Ειδικά, στον πέμπτο τόμο, προέκυψαν περισσότερα του ενός “παραρτήματα”, που έφτασαν σε ίση έκταση με το “κύριο σώμα”. Κάπως έτσι, προέκυψε ο Πέμπτος τόμος 1 και ο Πέμπτος τόμος 2, ως τόμος, αποκλειστικά “παραρτημάτων”, που σημαίνει, κυρίως, “άρθρα και βιβλιοκρισίες”. Στις “σημειώσεις”, ο Κώστας Στεργιόπουλος θεωρεί αναγκαίο να αιτιολογήσει τη διάσωσή τους: Σε αυτές, “έχει πει ανάμεσα σ’ ένα πλήθος υπεκφυγές και προχειρότητες λόγο καίριο, έχει κάνει θαυμάσιες παρατηρήσεις, που άλλοτε θίγουν θέματα για πρώτη φορά, άλλοτε συμπληρώνουν πρόσφατα μελετήματά του κι άλλοτε φωτίζουν κι αναπτύσσουν συμπληρωματικά τις κριτικές του θέσεις, την κριτική του μέθοδο και τις αισθητικές πεποιθήσεις του.”
Μια παρόμοια εκτίμηση δείχνει, ότι η βιβλιοκρισία δεν γίνεται αντιληπτή ως διακριτό είδος δοκιμιακού λόγου. Επίσης, προϋποθέτει ότι κριτικές θέσεις, κριτική μέθοδος και αισθητικές αντιλήψεις είναι εξαρχής δεδομένες. Σαν να μην προκύπτουν από την τριβή μέσω της βιβλιοκρισίας. Σαν να μην συμβάλλει η ανάδραση, που εξασφαλίζει η συγγραφή της. Αυτή, όμως, είναι η συνήθης εκτίμηση ενός φιλόλογου χωρίς συστηματική παρουσία βιβλιοκριτικού. Ο Στεργιόπουλος, στην παλαιότερη μελέτη του για τον Άγρα, εκφράζει πιο απόλυτα την άποψη του φιλόλογου. Θεωρεί πως ο Άγρας εφάρμοσε την αρχή του “μη θίγε τα κακώς κείμενα”. Επίσης, παρατηρεί ότι “σπάνια έγραψε τη γνώμη του ολόκληρη για τους ζωντανούς και τους συγχρόνους του. Πιο συχνά, την είπε μισή ή την αποσιώπησε. Κι ακόμα πιο συχνά, δεξιοτεχνικότατα την έκρυψε μέσα στις γραμμές... Απόφευγε γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει... Ή και αρκετές φορές, γιατί δεν είχε αποκρυσταλλώσει γνώμη”.
Αυτό, όμως, που εκείνος αντιλαμβάνεται ως υπεκφυγή, δηλαδή την μη ρητή απόφανση, συνάδει με τον χαρακτήρα ενός κριτικού κειμένου συγχρονικού με το αντικείμενό του, δηλαδή την έκδοση του βιβλίου. Η βιβλιοκρισία θεωρείται, ιδιαίτερα από τους πανεπιστημιακούς, ενασχόληση που “γίνεται στο πόδι”, στα διαλείμματα του καθημερινού επαγγελματικού μόχθου. Αυτή η εκτίμηση δεν αλλάζει ούτε όταν πρόκειται για την εργασία κάποιου μισθοδοτούμενου ως κριτικού βιβλίου. Απαξίωση, που έχει καταγραφεί και στα πρακτικά των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, καθώς υπήρξε πρόταση οι βιβλιοκριτικοί να μην συμμετέχουν στις κριτικές επιτροπές, όπως επίσης, οι συναγωγές βιβλιοκριτικών να εξαιρούνται από τα υποψήφια προς βράβευση βιβλία.
Με ένα παρόμοιο σκεπτικό, δεν προέκυψε ένας έκτος τόμος στα «Κριτικά» του Άγρα με τίτλο, Βιβλιοκρισίες, αλλά ο Πέμπτος Τόμος 2, ως “παράρτημα” των μελετημάτων. Μένουμε με την εντύπωση, πως αυτό θα έχει ως συνέπεια αντίστοιχο παραμερισμό από τον αναγνώστη. Κι όμως, από όσο μπορούμε να κρίνουμε, με βάση τις βιβλιοκρισίες του Άγρα για συγγραφείς, οι οποίοι επιβίωσαν της παραγραφής που επιφέρει ο χρόνος, και για συγκεκριμένα βιβλία, που έτυχαν πρόσφατης επανέκδοσης, αυτές δεν φαίνεται να έχουν φθαρεί, ούτε να έχουν τα χαρακτηριστικά μίας παρωχημένης κριτικής θεώρησης. Οι παρατηρήσεις του δεν εμφανίζονται σαν αναλαμπές σε ένα ασπόνδυλο κείμενο, με, διπλωματικής φύσεως, αποσιωπήσεις. Για τα πρόσωπα, έχει σαφώς διαμορφωμένη άποψη, την οποία διατυπώνει μετά επιχειρημάτων.
Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της βιβλιοκρισίας τύπου Άγρα δίνει η κριτική του παρουσίαση της δεύτερης συλλογής διηγημάτων του Πέτρου Πικρού, «Σα θα γίνουμε άνθρωποι», που εκδόθηκε το 1924 και επανεκδόθηκε το 1930, χωρίς “τον μικρόν, αλλά εμβαθυσμένον και μεστόν πρόλογο”, όπως τον χαρακτηρίζει ο Άγρας, ξεκινώντας την κριτική του. Στην φιλολογική επανέκδοση του 2009, η επιμελήτρια Χρ. Ντουνιά προτάσσει την κριτική του Άγρα στις συνολικά δέκα που αναδημοσιεύει. Όπως προτάσσει και την κριτική του για την πρώτη συλλογή του Πικρού, «Χαμένα κορμιά», όπου φτάνουν τις 15 οι βιβλιοκρισίες που συγκεντρώνει. Αυτή η πρώτη κριτική του Άγρα για τον Πικρό δεν στεγάστηκε στα «Κριτικά», παρόλο που δημοσιεύτηκε στο βραχύβιο αλλά γνωστό στην εποχή του λογοτεχνικό περιοδικό, «Κριτική», των Α. Παπαδήμα και Μ. Φιλήντα. Απορία προκαλεί η απουσία βιβλιοκρισίας του Άγρα για το μυθιστόρημα του Πικρού, το «Τουμπεκί», που εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα και με το οποίο συμπληρώνεται η τριλογία. Ούτε η Ντουνιά αναφέρει κριτική Άγρα στις μόλις πέντε που εντοπίζει. Μένει στα “ασυγκέντρωτα”, λανθάνει ή μήπως δεν γράφτηκε; Αυτή η τελευταία εκδοχή παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί θα σήμαινε πως τον κριτικό τον αναχαίτισε το προκλητικό θέμα του βιβλίου και η αριστερή ιδεολογία του συγγραφέα του.
Ο τόμος των “παραρτημάτων” είναι χωρισμένος σε πέντε ενότητες: “άρθρα και βιβλιοκρισίες για ποίηση”, αντιστοίχως “άρθρα και βιβλιοκρισίες για πεζογραφία”, “άρθρα και επιστολές”, “άρθρα και βιβλιοκρισίες στα γαλλικά” και μία πρόσθετη ενότητα, με τα λήμματα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία. Σε αντίθεση με τα “παραρτήματα” των άλλων τόμων, εδώ δεν γίνεται αναφορά στους συγγραφείς του πέμπτου τόμου. Έτσι έχουμε την κριτική ματιά του Άγρα για πλειάδα άλλων συγγραφέων. Τουλάχιστον για είκοσι ποιητές και ορισμένους, μοιρασμένους μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, όπως για τα ποιητικά του Μυριβήλη και του Σκαρίμπα. Επίσης, για 23 πεζογράφους και μερικούς ακόμη, αν προσθέσουμε τα άρθρα στο γαλλόφωνο δεκαπενθήμερο περιοδικό «L’ Hellenisme Contemporain», με το οποίο συνεργαζόταν από το ξεκίνημά του, Δεκ. 1935.
Σε αυτόν τον ημίτομο, συναντάμε, σε σχέση με τους προηγούμενους τόμους, περισσότερους συγγραφείς, που δεν άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου, για τους οποίους θα ήταν χρήσιμα κάποια βιογραφικά στοιχεία. Γιατί μπορεί και ένας αξιόλογος συγγραφέας να μην διασωθεί. Παντού και πάντοτε, παίζουν το ρόλο τους οι διασυνδέσεις και τα μέσα, ακόμη και στη μεταθανάτια μνήμη. Πολλοί, μάλιστα, από αυτούς τους παραγραμμένους έχουν εκδώσει περισσότερα του ενός βιβλία, τα οποία έτυχαν υπολογίσιμης αποδοχής από τους συγκαιρινούς τους κριτικούς. Παράδειγμα, η περίπτωση του Μιχ. Δαμιράλη, που ο Άγρας συμπεριλαμβάνει, και μάλιστα με φωτογραφία, στους 70 της ανθολογίας του «Οι Νέοι», του 1922, και για του οποίου τη δεύτερη ποιητική συλλογή, δώδεκα χρόνια αργότερα, δημοσιεύει κριτική. Φαίνεται, όμως, πως ο Δαμιράλης διασώθηκε μόνο ως μεταφραστής του Σαίξπηρ. Άλλη περίπτωση συνιστά ο γνώριμος του Άγρα, Γεώργιος Δούρας, του οποίου παρουσιάζει τις τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές, ενώ για μία ακόμη, αυτή εν μέρει σε ελεύθερο στίχο, δημοσιεύει άρθρο στα γαλλικά. Για τα βιβλία του Δούρα, που απεβίωσε το 1965, στα 70 του, και άλλοι δημοσίευσαν κριτικές, ενώ οι εκδόσεις Ίκαρος εξέδωσαν τα Άπαντά του. Τα βιογραφικά χρειάζονται όχι μόνο για να γνωρίσουμε καλύτερα έναν συγγραφέα, αλλά και για να σταθμίσουμε πληρέστερα μία βιβλιοκρισία.
Ένα χαρακτηριστικό των βιβλιοκρισιών του Άγρα είναι ο προσωπικός τους χαρακτήρας. Εισαγωγικά, ο κριτικός δίνει ψηφίδες αυτοβιογραφίας, διασκεδάζοντας με συναισθηματικούς τόνους ένα είδος από τη φύση του στεγνό. Υπάρχουν κάποια σύντομα άρθρα, όπως οι «Ολίγες λέξεις για την Πολυδούρη» ή εκείνο για την Ανθούλα Βαφοπούλου, που έχουν διάσταση αφηγήματος. Όσο αφορά, πάντως, τις γυναίκες συγγραφείς, ελάχιστα τον απασχολούν. Γράφει μόλις για έξι, με συγκατάβαση και μετρημένους επαίνους, όπου διακρίνεται μία υποδόρια ειρωνεία. Αυστηρότερος στέκεται στα εκτενή κείμενα του πρώτου ημίτομου, για τις περιπτώσεις των Αιμιλία Δάφνη, Κλ. Δίπλα-Μαλάμου, Τ. Σταύρου. Πιθανώς, γιατί δεν γράφει για εκείνες που θεωρεί σημαντικές, όπως την “άφθαστη Πηνελόπη Δέλτα”, την οποία, λ.χ., τοποθετεί υψηλότερα από την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Σε αυτήν την ιεράρχηση, συμβάλλει ότι, στην κριτική της πεζογραφίας, δίνει το κύριο βάρος στην υπόθεση, τους ήρωες, τα νοήματα και δευτερευόντως, στη μορφή. Σε μία, πάντως, από τις βιβλιοκρισίες για τις θήλειες γραφίδες αποκαλύπτει την γενικότερη οπτική του: “Πώς ν’ ανοίξη κανείς μια γυναικεία συλλογή στίχων, χωρίς να είναι απαραίτητα συγκαταβατικός και χωρίς ν’ απαλλαχτή απ’ την επίσημη φορεσιά του κριτικού;” Μήπως ολίγον μισογύνης; Ή, πρόκειται για άποψη αντιπροσωπευτική μίας εποχής;
Όπως και να έχει, ο κριτικός Άγρας δεν αποκρύβει γνωριμίες και φιλίες, εκθέτει εξαρχής τυχόν ιδεολογικές διαφορές, πρωτίστως δεν γράφει από καθέδρας. Όταν υπάρχει ειρωνεία, μένει διακριτικά διαβρωτική. Στις αντιπαραθέσεις του με συγγραφείς, κυρίως τις επιστολικές, υιοθετεί μεν ήπιους τόνους, αλλά παραμένει σταθερός στη γνώμη του. Λαμπρή η ιδέα να συμπεριληφθούν οι επιστολές, καθώς συμπληρώνουν το προφίλ του κριτικού. Αλλά και του ανθρώπου, όπως, λ.χ., η ανταλλαγή επιστολών με Μ. Καραγάτση και Γ. Θεοτοκά. Απερίφραστες κάποιες θέσεις του, ίσως και ρομαντικές. Όπως η απόφανσή του, “η λογική μου αποκρούει τον κομμουνισμό, [...] αλλά θα ήμουν ευτυχέστερος αν όλοι έχουν ψωμί να χορτάσουν και δουλειά.”
Εποπτική εικόνα των «Κριτικών» δίνει το Ευρετήριο όλων των τόμων της Μαρίας Στασινοπούλου, το οποίο παρατίθεται στο τέλος του δεύτερου ημίτομου. Τη συνολική εικόνα για το κριτικό έργο του Άγρα, ελλείψει προσώρας εργογραφίας του, θα συμπλήρωνε μία χρονολογικής τάξης βιβλιογραφική παράθεση των κριτικών του κειμένων. Ακόμη και ένα σχεδίασμα εργογραφίας, που θα περιοριζόταν στα συγκεντρωμένα κείμενα των «Κριτικών», ήταν απαραίτητο, για να υπάρχει μία εικόνα του κριτικού συναρτήσει του χρόνου.
“Αλλά θα τα ξαναπούμε...”. Με αυτήν την αισιόδοξη φράση κλείνει το τελευταίο του κείμενο ο Άγρας. Αλλά δεν έμελλε να τα ξαναπούν. Εκείνο το κείμενο αφορά τη νέα μετάφραση από τον Νικόλαο Ποριώτη της «Ανδρομάχης» του Ευριπίδη, που είχε εκδοθεί το 1943 από τον Κώστα Γκοβόστη. “Άρρωστος για λίγες μέρες στο κρεβάτι”, ο Άγρας, αντί να διαβάζει τις νέες εκδόσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας, εντρυφεί στους τραγικούς. Και εμείς, καλή ώρα, αντί να διαβάζουμε τα φιλόδοξα μυθιστορήματα που μόλις κυκλοφόρησαν, φιλολογίζουμε με Άγρα. “Αλλά εμείς θα τα ξαναπούμε...” για τους ρομαντικούς Άγρα και Φιλύρα, για τον αντιρομαντικό Καβάφη, αλλά και για τους μυθιστοριογράφους μας, που περνούν κρίση ηλικίας. Δεν κινδυνεύουμε από αδέσποτη σφαίρα. Μόνο από αδέσποτα σκυλιά, βιαστικούς μηχανόβιους και εκνευρισμένους συγγραφείς.
Αφού το έργο δεν σχεδιάστηκε ως ολότητα Απάντων, αποκλειόταν η χρονολογική σειρά, που θα αποτύπωνε την εξέλιξη της κριτικής σκέψης του Άγρα, της τέχνης και της τεχνικής του. Η παράμετρος του χρόνου εμφανίζεται στις επιλογικές “σημειώσεις” κάθε τόμου, όπου δίνονται τα στοιχεία για τις πρώτες δημοσιεύσεις. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη στις επιμέρους ενότητες των τόμων, κατά την παράταξη των προσώπων, καθώς όλα τα σχετικά με έναν συγγραφέα δημοσιεύματα συγκεντρώνονται σε ένα κεφάλαιο. Και πάλι, η παράταξη των προσώπων δεν γίνεται κατά ηλικιακή σειρά, αλλά συνυφασμένη με άλλα γραμματολογικά κριτήρια. Έτσι καταρτίστηκαν οι πέντε τόμοι. Έκαστος με ορισμένους συγγραφείς, χωρισμένος στο “κύριο σώμα” και το “παράρτημα”, με τα συντομότερα κείμενα για την συγκεκριμένη συγγραφική ομάδα. Ειδικά, στον πέμπτο τόμο, προέκυψαν περισσότερα του ενός “παραρτήματα”, που έφτασαν σε ίση έκταση με το “κύριο σώμα”. Κάπως έτσι, προέκυψε ο Πέμπτος τόμος 1 και ο Πέμπτος τόμος 2, ως τόμος, αποκλειστικά “παραρτημάτων”, που σημαίνει, κυρίως, “άρθρα και βιβλιοκρισίες”. Στις “σημειώσεις”, ο Κώστας Στεργιόπουλος θεωρεί αναγκαίο να αιτιολογήσει τη διάσωσή τους: Σε αυτές, “έχει πει ανάμεσα σ’ ένα πλήθος υπεκφυγές και προχειρότητες λόγο καίριο, έχει κάνει θαυμάσιες παρατηρήσεις, που άλλοτε θίγουν θέματα για πρώτη φορά, άλλοτε συμπληρώνουν πρόσφατα μελετήματά του κι άλλοτε φωτίζουν κι αναπτύσσουν συμπληρωματικά τις κριτικές του θέσεις, την κριτική του μέθοδο και τις αισθητικές πεποιθήσεις του.”
Μια παρόμοια εκτίμηση δείχνει, ότι η βιβλιοκρισία δεν γίνεται αντιληπτή ως διακριτό είδος δοκιμιακού λόγου. Επίσης, προϋποθέτει ότι κριτικές θέσεις, κριτική μέθοδος και αισθητικές αντιλήψεις είναι εξαρχής δεδομένες. Σαν να μην προκύπτουν από την τριβή μέσω της βιβλιοκρισίας. Σαν να μην συμβάλλει η ανάδραση, που εξασφαλίζει η συγγραφή της. Αυτή, όμως, είναι η συνήθης εκτίμηση ενός φιλόλογου χωρίς συστηματική παρουσία βιβλιοκριτικού. Ο Στεργιόπουλος, στην παλαιότερη μελέτη του για τον Άγρα, εκφράζει πιο απόλυτα την άποψη του φιλόλογου. Θεωρεί πως ο Άγρας εφάρμοσε την αρχή του “μη θίγε τα κακώς κείμενα”. Επίσης, παρατηρεί ότι “σπάνια έγραψε τη γνώμη του ολόκληρη για τους ζωντανούς και τους συγχρόνους του. Πιο συχνά, την είπε μισή ή την αποσιώπησε. Κι ακόμα πιο συχνά, δεξιοτεχνικότατα την έκρυψε μέσα στις γραμμές... Απόφευγε γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει... Ή και αρκετές φορές, γιατί δεν είχε αποκρυσταλλώσει γνώμη”.
Αυτό, όμως, που εκείνος αντιλαμβάνεται ως υπεκφυγή, δηλαδή την μη ρητή απόφανση, συνάδει με τον χαρακτήρα ενός κριτικού κειμένου συγχρονικού με το αντικείμενό του, δηλαδή την έκδοση του βιβλίου. Η βιβλιοκρισία θεωρείται, ιδιαίτερα από τους πανεπιστημιακούς, ενασχόληση που “γίνεται στο πόδι”, στα διαλείμματα του καθημερινού επαγγελματικού μόχθου. Αυτή η εκτίμηση δεν αλλάζει ούτε όταν πρόκειται για την εργασία κάποιου μισθοδοτούμενου ως κριτικού βιβλίου. Απαξίωση, που έχει καταγραφεί και στα πρακτικά των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, καθώς υπήρξε πρόταση οι βιβλιοκριτικοί να μην συμμετέχουν στις κριτικές επιτροπές, όπως επίσης, οι συναγωγές βιβλιοκριτικών να εξαιρούνται από τα υποψήφια προς βράβευση βιβλία.
Με ένα παρόμοιο σκεπτικό, δεν προέκυψε ένας έκτος τόμος στα «Κριτικά» του Άγρα με τίτλο, Βιβλιοκρισίες, αλλά ο Πέμπτος Τόμος 2, ως “παράρτημα” των μελετημάτων. Μένουμε με την εντύπωση, πως αυτό θα έχει ως συνέπεια αντίστοιχο παραμερισμό από τον αναγνώστη. Κι όμως, από όσο μπορούμε να κρίνουμε, με βάση τις βιβλιοκρισίες του Άγρα για συγγραφείς, οι οποίοι επιβίωσαν της παραγραφής που επιφέρει ο χρόνος, και για συγκεκριμένα βιβλία, που έτυχαν πρόσφατης επανέκδοσης, αυτές δεν φαίνεται να έχουν φθαρεί, ούτε να έχουν τα χαρακτηριστικά μίας παρωχημένης κριτικής θεώρησης. Οι παρατηρήσεις του δεν εμφανίζονται σαν αναλαμπές σε ένα ασπόνδυλο κείμενο, με, διπλωματικής φύσεως, αποσιωπήσεις. Για τα πρόσωπα, έχει σαφώς διαμορφωμένη άποψη, την οποία διατυπώνει μετά επιχειρημάτων.
Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της βιβλιοκρισίας τύπου Άγρα δίνει η κριτική του παρουσίαση της δεύτερης συλλογής διηγημάτων του Πέτρου Πικρού, «Σα θα γίνουμε άνθρωποι», που εκδόθηκε το 1924 και επανεκδόθηκε το 1930, χωρίς “τον μικρόν, αλλά εμβαθυσμένον και μεστόν πρόλογο”, όπως τον χαρακτηρίζει ο Άγρας, ξεκινώντας την κριτική του. Στην φιλολογική επανέκδοση του 2009, η επιμελήτρια Χρ. Ντουνιά προτάσσει την κριτική του Άγρα στις συνολικά δέκα που αναδημοσιεύει. Όπως προτάσσει και την κριτική του για την πρώτη συλλογή του Πικρού, «Χαμένα κορμιά», όπου φτάνουν τις 15 οι βιβλιοκρισίες που συγκεντρώνει. Αυτή η πρώτη κριτική του Άγρα για τον Πικρό δεν στεγάστηκε στα «Κριτικά», παρόλο που δημοσιεύτηκε στο βραχύβιο αλλά γνωστό στην εποχή του λογοτεχνικό περιοδικό, «Κριτική», των Α. Παπαδήμα και Μ. Φιλήντα. Απορία προκαλεί η απουσία βιβλιοκρισίας του Άγρα για το μυθιστόρημα του Πικρού, το «Τουμπεκί», που εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα και με το οποίο συμπληρώνεται η τριλογία. Ούτε η Ντουνιά αναφέρει κριτική Άγρα στις μόλις πέντε που εντοπίζει. Μένει στα “ασυγκέντρωτα”, λανθάνει ή μήπως δεν γράφτηκε; Αυτή η τελευταία εκδοχή παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί θα σήμαινε πως τον κριτικό τον αναχαίτισε το προκλητικό θέμα του βιβλίου και η αριστερή ιδεολογία του συγγραφέα του.
Ο τόμος των “παραρτημάτων” είναι χωρισμένος σε πέντε ενότητες: “άρθρα και βιβλιοκρισίες για ποίηση”, αντιστοίχως “άρθρα και βιβλιοκρισίες για πεζογραφία”, “άρθρα και επιστολές”, “άρθρα και βιβλιοκρισίες στα γαλλικά” και μία πρόσθετη ενότητα, με τα λήμματα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία. Σε αντίθεση με τα “παραρτήματα” των άλλων τόμων, εδώ δεν γίνεται αναφορά στους συγγραφείς του πέμπτου τόμου. Έτσι έχουμε την κριτική ματιά του Άγρα για πλειάδα άλλων συγγραφέων. Τουλάχιστον για είκοσι ποιητές και ορισμένους, μοιρασμένους μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, όπως για τα ποιητικά του Μυριβήλη και του Σκαρίμπα. Επίσης, για 23 πεζογράφους και μερικούς ακόμη, αν προσθέσουμε τα άρθρα στο γαλλόφωνο δεκαπενθήμερο περιοδικό «L’ Hellenisme Contemporain», με το οποίο συνεργαζόταν από το ξεκίνημά του, Δεκ. 1935.
Σε αυτόν τον ημίτομο, συναντάμε, σε σχέση με τους προηγούμενους τόμους, περισσότερους συγγραφείς, που δεν άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου, για τους οποίους θα ήταν χρήσιμα κάποια βιογραφικά στοιχεία. Γιατί μπορεί και ένας αξιόλογος συγγραφέας να μην διασωθεί. Παντού και πάντοτε, παίζουν το ρόλο τους οι διασυνδέσεις και τα μέσα, ακόμη και στη μεταθανάτια μνήμη. Πολλοί, μάλιστα, από αυτούς τους παραγραμμένους έχουν εκδώσει περισσότερα του ενός βιβλία, τα οποία έτυχαν υπολογίσιμης αποδοχής από τους συγκαιρινούς τους κριτικούς. Παράδειγμα, η περίπτωση του Μιχ. Δαμιράλη, που ο Άγρας συμπεριλαμβάνει, και μάλιστα με φωτογραφία, στους 70 της ανθολογίας του «Οι Νέοι», του 1922, και για του οποίου τη δεύτερη ποιητική συλλογή, δώδεκα χρόνια αργότερα, δημοσιεύει κριτική. Φαίνεται, όμως, πως ο Δαμιράλης διασώθηκε μόνο ως μεταφραστής του Σαίξπηρ. Άλλη περίπτωση συνιστά ο γνώριμος του Άγρα, Γεώργιος Δούρας, του οποίου παρουσιάζει τις τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές, ενώ για μία ακόμη, αυτή εν μέρει σε ελεύθερο στίχο, δημοσιεύει άρθρο στα γαλλικά. Για τα βιβλία του Δούρα, που απεβίωσε το 1965, στα 70 του, και άλλοι δημοσίευσαν κριτικές, ενώ οι εκδόσεις Ίκαρος εξέδωσαν τα Άπαντά του. Τα βιογραφικά χρειάζονται όχι μόνο για να γνωρίσουμε καλύτερα έναν συγγραφέα, αλλά και για να σταθμίσουμε πληρέστερα μία βιβλιοκρισία.
Ένα χαρακτηριστικό των βιβλιοκρισιών του Άγρα είναι ο προσωπικός τους χαρακτήρας. Εισαγωγικά, ο κριτικός δίνει ψηφίδες αυτοβιογραφίας, διασκεδάζοντας με συναισθηματικούς τόνους ένα είδος από τη φύση του στεγνό. Υπάρχουν κάποια σύντομα άρθρα, όπως οι «Ολίγες λέξεις για την Πολυδούρη» ή εκείνο για την Ανθούλα Βαφοπούλου, που έχουν διάσταση αφηγήματος. Όσο αφορά, πάντως, τις γυναίκες συγγραφείς, ελάχιστα τον απασχολούν. Γράφει μόλις για έξι, με συγκατάβαση και μετρημένους επαίνους, όπου διακρίνεται μία υποδόρια ειρωνεία. Αυστηρότερος στέκεται στα εκτενή κείμενα του πρώτου ημίτομου, για τις περιπτώσεις των Αιμιλία Δάφνη, Κλ. Δίπλα-Μαλάμου, Τ. Σταύρου. Πιθανώς, γιατί δεν γράφει για εκείνες που θεωρεί σημαντικές, όπως την “άφθαστη Πηνελόπη Δέλτα”, την οποία, λ.χ., τοποθετεί υψηλότερα από την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Σε αυτήν την ιεράρχηση, συμβάλλει ότι, στην κριτική της πεζογραφίας, δίνει το κύριο βάρος στην υπόθεση, τους ήρωες, τα νοήματα και δευτερευόντως, στη μορφή. Σε μία, πάντως, από τις βιβλιοκρισίες για τις θήλειες γραφίδες αποκαλύπτει την γενικότερη οπτική του: “Πώς ν’ ανοίξη κανείς μια γυναικεία συλλογή στίχων, χωρίς να είναι απαραίτητα συγκαταβατικός και χωρίς ν’ απαλλαχτή απ’ την επίσημη φορεσιά του κριτικού;” Μήπως ολίγον μισογύνης; Ή, πρόκειται για άποψη αντιπροσωπευτική μίας εποχής;
Όπως και να έχει, ο κριτικός Άγρας δεν αποκρύβει γνωριμίες και φιλίες, εκθέτει εξαρχής τυχόν ιδεολογικές διαφορές, πρωτίστως δεν γράφει από καθέδρας. Όταν υπάρχει ειρωνεία, μένει διακριτικά διαβρωτική. Στις αντιπαραθέσεις του με συγγραφείς, κυρίως τις επιστολικές, υιοθετεί μεν ήπιους τόνους, αλλά παραμένει σταθερός στη γνώμη του. Λαμπρή η ιδέα να συμπεριληφθούν οι επιστολές, καθώς συμπληρώνουν το προφίλ του κριτικού. Αλλά και του ανθρώπου, όπως, λ.χ., η ανταλλαγή επιστολών με Μ. Καραγάτση και Γ. Θεοτοκά. Απερίφραστες κάποιες θέσεις του, ίσως και ρομαντικές. Όπως η απόφανσή του, “η λογική μου αποκρούει τον κομμουνισμό, [...] αλλά θα ήμουν ευτυχέστερος αν όλοι έχουν ψωμί να χορτάσουν και δουλειά.”
Εποπτική εικόνα των «Κριτικών» δίνει το Ευρετήριο όλων των τόμων της Μαρίας Στασινοπούλου, το οποίο παρατίθεται στο τέλος του δεύτερου ημίτομου. Τη συνολική εικόνα για το κριτικό έργο του Άγρα, ελλείψει προσώρας εργογραφίας του, θα συμπλήρωνε μία χρονολογικής τάξης βιβλιογραφική παράθεση των κριτικών του κειμένων. Ακόμη και ένα σχεδίασμα εργογραφίας, που θα περιοριζόταν στα συγκεντρωμένα κείμενα των «Κριτικών», ήταν απαραίτητο, για να υπάρχει μία εικόνα του κριτικού συναρτήσει του χρόνου.
“Αλλά θα τα ξαναπούμε...”. Με αυτήν την αισιόδοξη φράση κλείνει το τελευταίο του κείμενο ο Άγρας. Αλλά δεν έμελλε να τα ξαναπούν. Εκείνο το κείμενο αφορά τη νέα μετάφραση από τον Νικόλαο Ποριώτη της «Ανδρομάχης» του Ευριπίδη, που είχε εκδοθεί το 1943 από τον Κώστα Γκοβόστη. “Άρρωστος για λίγες μέρες στο κρεβάτι”, ο Άγρας, αντί να διαβάζει τις νέες εκδόσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας, εντρυφεί στους τραγικούς. Και εμείς, καλή ώρα, αντί να διαβάζουμε τα φιλόδοξα μυθιστορήματα που μόλις κυκλοφόρησαν, φιλολογίζουμε με Άγρα. “Αλλά εμείς θα τα ξαναπούμε...” για τους ρομαντικούς Άγρα και Φιλύρα, για τον αντιρομαντικό Καβάφη, αλλά και για τους μυθιστοριογράφους μας, που περνούν κρίση ηλικίας. Δεν κινδυνεύουμε από αδέσποτη σφαίρα. Μόνο από αδέσποτα σκυλιά, βιαστικούς μηχανόβιους και εκνευρισμένους συγγραφείς.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/7/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου