Τέλλος Άγρας
«Κριτικά»
Πέμπτος Τόμος, 1
«Δικοί μας και ξένοι»
Φιλολογική επιμέλεια
Κώστας Στεργιόπουλος
Εκδόσεις Ερμής
Μάιο 2014
Με έναν πέμπτο τόμο ολοκληρώνονται άπαντα τα «Κριτικά» του Τέλλου Άγρα. Μόνο που τα εναπομείναντα από τους προηγούμενους τέσσερις τόμους κριτικά κείμενά του υπερέβησαν την έκταση ενός τόμου, που ορίζεται περίπου στις 500 σελίδες, και χρειάστηκαν δυο τόμοι. Ακριβέστερα, ο πέμπτος χωρίστηκε σε δυο ημίτομους ίσης έκτασης. Και πάλι, όμως, ο Κώστας Στεργιόπουλος, στις επιλογικές “σημειώσεις” του τόμου, επισημαίνει επιμέρους κείμενα ή και ενότητες κειμένων, που δεν συμπεριελήφθησαν ως δευτερεύουσας σημασίας. Εκτός από τα λανθάνοντα, που δεν μπορεί να αποκλειστούν, δεδομένου ότι ο Άγρας, από αρχής μέχρι τέλους, συμμετείχε σε περισσότερα του ενός έντυπα, κάθε είδους, είτε σε μόνιμη βάση είτε με σποραδικές συνεργασίες. Είκοσι έξι είναι τα χρόνια παρουσίας του ως κριτικός. Από τον Νοέ. του 1918 στο περιοδικό «Βωμός», μέχρι και μετά θάνατο, τον Δεκ. του 1944, που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» ένα τελευταίο κείμενο που είχε δώσει. Σχετικά με άλλους κριτικούς, μάλλον λίγα ως θητεία κριτικού, πιθανώς και να υπολείπονται του μέσου όρου, είναι, όμως, πολλά για αυτόν, που εκμέτρησε τον βίον στα 45.
Τη δυσκολία του έργου την γνώριζε ο επιμελητής πολύ πριν το ξεκινήσει. Στις “σημειώσεις” αναφέρει, ότι η “προσπάθεια ξεκίνησε πριν από τριάντα χρόνια”, που σημαίνει, δεδομένου ότι αυτές φέρουν ημερομηνία “Οκτώβριος 2010”, πως τοποθετεί την εκκίνηση το 1980. Τότε, όμως, εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των «Κριτικών». Άρα, η “προσπάθεια” χρονολογείται από πολύ νωρίτερα. Η σπερματική ιδέα πιθανώς να προέκυψε κατά την τριετία, “Μάρτη 1955-Μάρτη 1958”, που έγραφε τη μελέτη «Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής». Τελικά, ο Στεργιόπουλος θα πρέπει να νιώθει ικανοποίηση, καθώς τα «Κριτικά» ήταν έτοιμα εγκαίρως για το επετειακό 2014. 12 Νοε. 1944 απεβίωσε ο Άγρας, Νοέ. 2014 αναγράφει ο κολοφώνας του δεύτερου ημίτομου. Σε αντίθεση, με παλαιότερη έκδοση βιβλίου του Άγρα, που επιμελείτο και η οποία δεν ήταν έτοιμη στην ώρα της, για την επέτειο, τότε, των είκοσι χρόνων από το θάνατό του. Επρόκειτο για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, «Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας», που του την εμπιστεύτηκε ο ίδιος ο Άγρας στο νοσοκομείο. “Χωρίς να προλάβει να την καθαρογράψει, ούτε να ταξινομήσει τα ποιήματα”. Η καθυστέρηση δεν ήταν από ολιγωρία του Στεργιόπουλου. Ας όψονται οι εκδότες, που δεν ενδιαφέρονταν, κατά την “κουτσή” αλλά νομπελοφόρα άνοιξη εκείνης της δεκαετίας, για Άγρα. Πάλι καλά που βρέθηκαν οι εκδόσεις Φέξη και πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το τύπωμα Απρ. 1966.
Αντιθέτως, σήμερα, αντικειμενικοί παράγοντες, όπως η συμπλήρωση 70 χρόνων από το θάνατό του, αλλά και η γενικότερη νοοτροπία, που έχει επικρατήσει στο πιθανώς μικρό, αλλά υπολογίσιμο, τμήμα του αναγνωστικού κοινού ελληνικής λογοτεχνίας, ευνοούν τον Άγρα και τη γενιά του. Στην γενικότερη απώθηση προς τα μείζονα, έργα και πρόσωπα, που έχει προκύψει μάλλον από αντίδραση, κερδίζουν οι θεωρούμενοι ως ήσσονες. Ο Άγρας, τουλάχιστον ως κριτικός, ανήκει στους μείζονες, όμως ο πέμπτος τόμος υποτίθεται ότι συγκεντρώνει το έλασσον τμήμα του έργου του. Αυτό, με δεδομένο ότι, το 1995, με την έκδοση του τέταρτου τόμου, θεωρήθηκε πως ο αρχικός στόχος, που ήταν να παρουσιαστεί “το κύριο σώμα του κριτικού του έργου”, είχε πραγματωθεί. Ευτυχώς, ο επιμελητής επανήλθε και ο εκδοτικός οίκος, παρά την παρέλευση εικοσαετίας, στάθηκε και πάλι πρόθυμος. Έτσι κι αλλιώς, παραμένει εκδοτικός οίκος μακρόπνοων εγχειρημάτων. Αφού ολοκλήρωσε, αρχές 2014, τα “αυτοβιογραφικά” της Πηνελόπης Δέλτα, με το τρίτομο μυθιστόρημα «Ρωμιοπούλες», ήρθε η σειρά των «Κριτικών» του Άγρα. Παρόλο που με συγγραφείς όπως η Δέλτα και ο Άγρας, το σύνολο πάντοτε αφήνει υπόλοιπο. Άλλωστε υπολείπονται και άλλες σημαντικές πτυχές των κατάλοιπών τους. Όπως η επιστολική, καθώς αμφότεροι στάθηκαν πληθωρικοί αλληλογράφοι. Και βεβαίως, λείπει η βιβλιογράφησή τους.
Ας προσδιορίσουμε, όμως, σε τι ακριβώς συνίσταται το τμήμα των δημοσιευμάτων, που τελικά στεγάστηκε στον πέμπτο τόμο των «Κριτικών». Όπου, θα πρέπει να σχολιαστεί το γιατί είχε παραμεριστεί, δηλαδή κατά πόσο ήταν ακριβοδίκαια η θεώρησή του ως έλασσον. Αν και για αυτόν τον χαρακτηρισμό απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση. Είναι εκείνο που αναφέρεται σε ήσσονες συγγραφείς και βιβλία κατώτερης ποιότητας ως προς το περιεχόμενό τους ή και μικρότερης σημασίας; Ή, εκείνο που, αυτό καθ’ εαυτό, κρίνεται ως κριτικά υποδεέστερο; Πρωτίστως, το δεύτερο, καθώς ο Στεργιόπουλος, ήδη από το 1983, που ολοκληρώνει την ενότητα των τριών πρώτων τόμων, ευαγγελίζεται έναν πέμπτο για τους νεώτερους συγγραφείς, ιδιαίτερα μερικούς της γενιάς του ’30. Αυτοί έμειναν εκτός, κατά το πρώτο ξεδιάλεγμα, γιατί τα σχετικά κείμενα δεν κρίθηκαν αρκούντως εκτενή, άρα και ολοκληρωμένα. Στην προκειμένη περίπτωση ως έλασσον θεωρήθηκε εκείνο, που, λόγω περιορισμένης έκτασης, δεν επιτρέπει συστηματική ανάπτυξη θέσεων και επιχειρημάτων.
Ευκολότερο, όμως, δείχνει να αναφέρουμε τι θεωρήθηκε ως “το κύριο σώμα του κριτικού του έργου”. Από την ποίηση, τα κείμενα για Καβάφη και Παλαμά, που κάλυψαν τον πρώτο τόμο, και τα κείμενα για τη δεκάδα συγγραφέων του δεύτερου, «Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα» (κατά τη γραμματολογική σειρά, που δεν είναι ούτε αμιγώς χρονολογική ούτε μόνο αξιολογική ως προς τα κείμενα: Αρ. Προβελέγγιος, Γ. Δροσίνης, Λ. Μαβίλης, Ι. Γρυπάρης, Μ. Μαλακάσης, Λ. Πορφύρας, Άγ. Σημηριώτης, Απ. Μελαχρινός, Κ. Καρυωτάκης, Ν. Λαπαθιώτης). Από την πεζογραφία, κείμενα για τους εννέα του τρίτου τόμου, «Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας» (Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης και επτά από τους παλαιότερους που εμφανίστηκαν πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πάλι, κατά γραμματολογική σειρά: Α. Τραυλαντώνης, Κ. Θεοτόκης, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Κ. Χρηστομάνος, Κ. Χατζόπουλος, Π. Ροδοκανάκης). Στον τέταρτο τόμο, που εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, «Γενικά και ειδικά θέματα», συγκεντρώθηκαν οι θεωρητικές απόψεις του Άγρα.
Προφανώς, δεν είναι και λίγοι οι μείζονες ποιητές και πεζογράφοι, για τους οποίους έγραψε ο Άγρας, που πέρασαν σε αναμονή. Για ορισμένους από αυτούς, ο Άγρας είχε δημοσιεύσει επαρκούς έκτασης κείμενα, για περισσότερους άρθρα και βιβλιοκρισίες. Στον πρώτο ημίτομο, χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, καταχωρήθηκαν τα μεγαλύτερα κείμενα. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει κείμενα για 23 συγγραφείς συν ένα σημαντικό για τη “λογοτεχνική Θεσσαλονίκη”, δημοσιευμένο το 1935. Στις “σημειώσεις”, αναμενόταν να εξαρθεί η αξία του εν λόγω κειμένου σχετικά με την εποχή του. Αντί αυτού, γίνεται αναφορά σε “χοντρά λάθη”, χαρακτηρισμός που αφορμάται από τη σημερινή γνώση των πραγμάτων. Σχετικά με το κείμενο του Άγρα, ο Αλέξ. Αργυρίου σχολιάζει: “Στο μελέτημα «Πρόσωπα και κείμενα (Μια ματιά στη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη)» του Άγρα για πρώτη φορά επισημαίνεται η ιδιαιτερότητα των Θεσσαλονικέων συγγραφέων. Δεν είχε επικρατήσει ακόμη ο όρος σχολή της Θεσσαλονίκης.” Από ανώνυμο σχόλιο στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», διαφαίνεται πως μέρος της αντίδρασης, που είχε τότε προκαλέσει το συγκεκριμένο κείμενο, αφορά το κατά πόσο οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς θα αποκαλούντο Ευρωπαίοι, αστοί ή επαρχιώτες. Σημειωτέον, αυτή η ευαισθησία των Θεσσαλονικέων μην και χαρακτηριστεί η λογοτεχνία τους επαρχιακή συνεχίστηκε μέχρι και τη δεκαετία του ’80.
Ο κάπως αόριστος τίτλος της πρώτης ενότητας, «Για δικά μας πρόσωπα και κείμενα», επιτρέπει τη συστέγαση όλων των παλαιότερων, κυρίως ποιητών και κάποιων πεζογράφων. Ορισμένοι υπολογίζονται ως μείζονες και άλλοι, ως υπολειπόμενοι. Αν και η συγκεκριμένη διάκριση είναι συνάρτηση της εποχής. Αυτό φαίνεται και από τον αριθμό των κειμένων για ορισμένους συγγραφείς, σήμερα λησμονημένους, αλλά και τον εγκωμιαστικό τρόπο αναφοράς για κάποιους άλλους, που δεν συμπεριελήφθησαν στις μεταπολεμικές γραμματολογίες και ανθολογίες. Όπως, λ.χ., ο Κωνσταντινοπολίτης Απόστολος Μαμμέλης, που επαινέθηκε από τους Άγρα και Κλέωνα Παράσχο, αλλά διαγράφτηκε από τους μεταγενέστερους. Ανασύρθηκε, ωστόσο, από τον Γ. Π. Σαββίδη.
Σε αυτό το πρώτο μέρος, βρίσκει τη θέση του το κείμενο για τον Κάλβο. Σχετικά σύντομο, με τον σμικρύνοντα τη σημασία του τίτλο «Μερικές σημειώσεις». Στην ισχύουσα, ωστόσο, σήμερα ανθολόγηση των σημαντικότερων κειμένων για τον Κάλβο, τοποθετείται δεύτερο, κοντά μισό αιώνα μετά το πρώτο, του Παλαμά, προτασσόμενο εκείνων της γενιάς του ’30. Δεν θα νοούντο «Κριτικά» Άγρα, χωρίς αυτό, αλλά και χωρίς τα κείμενα για τους Βηλαρά και Πάλλη, που δείχνουν εμβάθυνση στο γλωσσικό και οξυμένο κριτήριο στην αποτίμηση του έργου τους. Μετά έρχονται τα κείμενα του Άγρα για τέσσερις πεζογράφους, με πρώτο, τη νεκρολογία για τον ποιητή και “τελευταίο διδάσκαλο της νεοελληνικής ηθογραφίας”, Χρ. Χριστοβασίλη. Οι βιβλιοκρισίες για τους Δημ. Βουτυρά και Διον. Κόκκινο αναδεικνύουν έναν τρόπο παρουσίασης, που επιμένει στον αναλυτικό σχολιασμό πλοκής και προσώπων και ο οποίος, με την επικράτηση της αφηγηματολογίας, θεωρείται παρωχημένος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κείμενα για τον Ξενόπουλο, όπου ο Άγρας ανασταίνει, με αφηγηματική γλαφυρότητα, το γραφείο του, τον άνθρωπο, αλλά και συστήνει επαρκώς τον συγγραφέα.
Τα άλλα 16 κείμενα αφορούν ποιητές. Οι έξι εμφανίστηκαν μετά το 1900 και ανήκουν στους “επιγόνους” της παλαμικής ποίησης. Εδώ, δεν ακολουθείται η γραμματολογική σειρά. Προτάσσεται ο Μάρκος Τσιριμώκος, λόγω εκτενούς αναφοράς. Συνολικά, οκτώ κείμενα, η νεκρολογία του και επτά βιβλιοκρισίες, δημοσιευμένες την περίοδο 1927-1934. Υπάλληλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη από το 1927 ο Άγρας, τον είχε διευθυντή μέχρι την αποχώρηση εκείνου. Ακολουθούν συντομότερα κείμενα για τους Μιχ. Αργυρόπουλο, Ν. Χαντζάρα, Ρήγα Γκόλφη, Αιμιλία Δάφνη, Γ. Αθάνα. Επίσης, για τους Αλέκο Φωτιάδη, Μαμμέλη, Αθ. Κυριαζή και την ποιήτρια και διηγηματογράφο Κλ. Δίπλα-Μαλάμου, τους οποίους οι μεταπολεμικοί γραμματολόγοι άφησαν στα παραλειπόμενα. Η ενότητα συμπληρώνεται με πέντε από τους νεορομαντικούς ποιητές, συμπληρώνοντας την τριάδα του δεύτερου τόμου: Ρώμο Φιλύρα, Παράσχο, Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, Μ. Παπανικολάου, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο. Το τελευταίο κείμενο, είναι η νεκρολογία για τον Αναστάσιο Δρίβα (απεβίωσε Απρ. 1942), που εντάσσεται στους νεωτερικούς. Πρώτος ο Άγρας, ποιητής με “φορμαρισμένους σε τεχνική” στίχους, σχολιάζει τον απελευθερωμένο στίχο του ομήλικου φίλου του.
Στον πρώτο ημίτομο, οι άλλες τρεις ενότητες αφορούν, η δεύτερη, ξενόγλωσσα δημοσιεύματα για ξένους συν τους Ζαν Μωρεάς και Εμπειρίκο και η τέταρτη, κείμενα φιλολογικά, επίλεκτα κριτικά και θεατρικά. Απομένει η τρίτη ενότητα, με τίτλο, «Πρόσωπα και κείμενα της νεότερης πεζογραφίας μας», όπου συγκεντρώνονται βιβλιοκρισίες για πεζογράφους της γενιάς του Μεσοπολέμου. Έντεκα (Θρ. Καστανάκης, Η. Βενέζης, Τ. Σταύρου, Γ. Θεοτοκάς, Α. Τερζάκης, Θ. Πετσάλης, Κ. Μπαστιάς, Γ. Σκαρίμπας, Στ. Ξεφλούδας, Αλ. Γιαννόπουλος, Ειρήνη Αθηναία), που επιβιώνουν στις γραμματολογίες, συν την περίπτωση του Πέτρου Αφθονιάτη. Σε αυτούς, θα πρέπει να προσθέσουμε τον Θεσσαλονικιό Γιώργο Δέλιο, που τον μνημονεύει στο κείμενο για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης ως “τον πρώτο κατά την αξία δόκιμο διηγηματογράφο” της. Ενώ, για ακόμη εννέα (Ν. Νικολαΐδης, Π. Χάρης, Π. Πικρός, Ν. Κατηφόρης, Ε. Αλεξίου, Γ. Σφακιανάκης, Κ. Παπά, Τ. Αθανασιάδης) υπάρχουν βιβλιοκρισίες στα ελληνικά και για τέσσερις (Φ. Κόντογλου, Γ. Ν. Άμποτ, Κ. Πολίτης, Π. Πρεβελάκης) στα γαλλικά, οι οποίες τοποθετούνται στον δεύτερο ημίτομο.
Εδώ, ως μοναδικό κριτήριο, λαμβάνεται η έκταση μιας βιβλιοκρισίας. Έτσι, όμως, διαγράφεται η σημαντική παράμετρος του χρόνου δημοσίευσής της σχετικά με την εξελικτική πορεία ενός συγγραφέα. Είναι πολύ σημαντικότερη η βιβλιοκρισία για τον πρωτοεμφανιζόμενο της εποχής του Άγρα, που σήμερα συγκαταλέγεται στους μείζονες, από το εκτενές μελέτημα για τον σημαντικό της εποχής του, που το όνομά του βυθίστηκε στην αφάνεια. Όπως παρατηρεί ο Στεργιόπουλος, θα μπορούσε να συγκροτηθεί τόμος με τους μεσοπολεμικούς, αντίστοιχος εκείνου για τους παλαιότερους, που θα έδινε γενικότερη εικόνα για την κριτική τους πρόσληψη από τον Άγρα. Με βάση τους πρωτοεμφανιζόμενους της εποχής του, θα σταθμίζαμε το κριτικό του αισθητήριο. Τελικά, οι μεσοπολεμικοί δεν αποτέλεσαν τόμο, ούτε καν μία ενότητα. Μοιράστηκαν, τα εκτενέστερα στο τρίτο μέρος του πρώτου ημίτομου και τα υπόλοιπα στο δεύτερο παράρτημα του δεύτερου ημίτομου.
Συνολικά, ο Άγρας πρόλαβε να δημοσιεύσει κριτικές για 25 μεσοπολεμικούς, που είναι οι σημαντικοί στους 50 ή 53, που συγκρατεί μία σημερινή γραμματολογία. Ακόμη να εκφραστεί θαυμαστικά για τον Στρατή Δούκα, να επισημάνει το πρώτο μυθιστόρημα του Ν. Γ. Πεντζίκη, που είχε εκδοθεί ψευδωνύμως, και να μνημονεύσει πολλαπλώς τον Καζαντζάκη. Για τους υπόλοιπους, ας όψεται η “αδέσποτη σφαίρα” που τον πρόλαβε στη γονιμότερη περίοδο για έναν κριτικό. Στα εκτενέστερα κείμενα, προτάσσεται ένα θεωρητικό, «Το αυριανό μυθιστόρημα», δημοσιευμένο Ιαν. 1936, με αφορμή κείμενο, που είχε δημοσιεύσει ο Αντρέας Καραντώνης, «Το μυθιστόρημα των νέων», Δεκ. 1935. Αυτός ο λόγος περί νεοελληνικού μυθιστορήματος, την παράδοση που έχει σε σύγκριση με την ποίηση, κυρίως, τη διάκριση του μυθιστορήματος που γράφουν οι συνομήλικοι του Άγρα και οι νεότεροί του, συνεχίζεται με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις μέχρι σήμερα.
Στα «Κριτικά» του Άγρα και συγκεκριμένα, στο δεύτερο ημίτομο, θα επανέλθουμε για να σχολιάσουμε το μάλλον παραγνωρισμένο είδος της βιβλιοκρισίας.
«Κριτικά»
Πέμπτος Τόμος, 1
«Δικοί μας και ξένοι»
Φιλολογική επιμέλεια
Κώστας Στεργιόπουλος
Εκδόσεις Ερμής
Μάιο 2014
Με έναν πέμπτο τόμο ολοκληρώνονται άπαντα τα «Κριτικά» του Τέλλου Άγρα. Μόνο που τα εναπομείναντα από τους προηγούμενους τέσσερις τόμους κριτικά κείμενά του υπερέβησαν την έκταση ενός τόμου, που ορίζεται περίπου στις 500 σελίδες, και χρειάστηκαν δυο τόμοι. Ακριβέστερα, ο πέμπτος χωρίστηκε σε δυο ημίτομους ίσης έκτασης. Και πάλι, όμως, ο Κώστας Στεργιόπουλος, στις επιλογικές “σημειώσεις” του τόμου, επισημαίνει επιμέρους κείμενα ή και ενότητες κειμένων, που δεν συμπεριελήφθησαν ως δευτερεύουσας σημασίας. Εκτός από τα λανθάνοντα, που δεν μπορεί να αποκλειστούν, δεδομένου ότι ο Άγρας, από αρχής μέχρι τέλους, συμμετείχε σε περισσότερα του ενός έντυπα, κάθε είδους, είτε σε μόνιμη βάση είτε με σποραδικές συνεργασίες. Είκοσι έξι είναι τα χρόνια παρουσίας του ως κριτικός. Από τον Νοέ. του 1918 στο περιοδικό «Βωμός», μέχρι και μετά θάνατο, τον Δεκ. του 1944, που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» ένα τελευταίο κείμενο που είχε δώσει. Σχετικά με άλλους κριτικούς, μάλλον λίγα ως θητεία κριτικού, πιθανώς και να υπολείπονται του μέσου όρου, είναι, όμως, πολλά για αυτόν, που εκμέτρησε τον βίον στα 45.
Τη δυσκολία του έργου την γνώριζε ο επιμελητής πολύ πριν το ξεκινήσει. Στις “σημειώσεις” αναφέρει, ότι η “προσπάθεια ξεκίνησε πριν από τριάντα χρόνια”, που σημαίνει, δεδομένου ότι αυτές φέρουν ημερομηνία “Οκτώβριος 2010”, πως τοποθετεί την εκκίνηση το 1980. Τότε, όμως, εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των «Κριτικών». Άρα, η “προσπάθεια” χρονολογείται από πολύ νωρίτερα. Η σπερματική ιδέα πιθανώς να προέκυψε κατά την τριετία, “Μάρτη 1955-Μάρτη 1958”, που έγραφε τη μελέτη «Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής». Τελικά, ο Στεργιόπουλος θα πρέπει να νιώθει ικανοποίηση, καθώς τα «Κριτικά» ήταν έτοιμα εγκαίρως για το επετειακό 2014. 12 Νοε. 1944 απεβίωσε ο Άγρας, Νοέ. 2014 αναγράφει ο κολοφώνας του δεύτερου ημίτομου. Σε αντίθεση, με παλαιότερη έκδοση βιβλίου του Άγρα, που επιμελείτο και η οποία δεν ήταν έτοιμη στην ώρα της, για την επέτειο, τότε, των είκοσι χρόνων από το θάνατό του. Επρόκειτο για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, «Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας», που του την εμπιστεύτηκε ο ίδιος ο Άγρας στο νοσοκομείο. “Χωρίς να προλάβει να την καθαρογράψει, ούτε να ταξινομήσει τα ποιήματα”. Η καθυστέρηση δεν ήταν από ολιγωρία του Στεργιόπουλου. Ας όψονται οι εκδότες, που δεν ενδιαφέρονταν, κατά την “κουτσή” αλλά νομπελοφόρα άνοιξη εκείνης της δεκαετίας, για Άγρα. Πάλι καλά που βρέθηκαν οι εκδόσεις Φέξη και πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το τύπωμα Απρ. 1966.
Αντιθέτως, σήμερα, αντικειμενικοί παράγοντες, όπως η συμπλήρωση 70 χρόνων από το θάνατό του, αλλά και η γενικότερη νοοτροπία, που έχει επικρατήσει στο πιθανώς μικρό, αλλά υπολογίσιμο, τμήμα του αναγνωστικού κοινού ελληνικής λογοτεχνίας, ευνοούν τον Άγρα και τη γενιά του. Στην γενικότερη απώθηση προς τα μείζονα, έργα και πρόσωπα, που έχει προκύψει μάλλον από αντίδραση, κερδίζουν οι θεωρούμενοι ως ήσσονες. Ο Άγρας, τουλάχιστον ως κριτικός, ανήκει στους μείζονες, όμως ο πέμπτος τόμος υποτίθεται ότι συγκεντρώνει το έλασσον τμήμα του έργου του. Αυτό, με δεδομένο ότι, το 1995, με την έκδοση του τέταρτου τόμου, θεωρήθηκε πως ο αρχικός στόχος, που ήταν να παρουσιαστεί “το κύριο σώμα του κριτικού του έργου”, είχε πραγματωθεί. Ευτυχώς, ο επιμελητής επανήλθε και ο εκδοτικός οίκος, παρά την παρέλευση εικοσαετίας, στάθηκε και πάλι πρόθυμος. Έτσι κι αλλιώς, παραμένει εκδοτικός οίκος μακρόπνοων εγχειρημάτων. Αφού ολοκλήρωσε, αρχές 2014, τα “αυτοβιογραφικά” της Πηνελόπης Δέλτα, με το τρίτομο μυθιστόρημα «Ρωμιοπούλες», ήρθε η σειρά των «Κριτικών» του Άγρα. Παρόλο που με συγγραφείς όπως η Δέλτα και ο Άγρας, το σύνολο πάντοτε αφήνει υπόλοιπο. Άλλωστε υπολείπονται και άλλες σημαντικές πτυχές των κατάλοιπών τους. Όπως η επιστολική, καθώς αμφότεροι στάθηκαν πληθωρικοί αλληλογράφοι. Και βεβαίως, λείπει η βιβλιογράφησή τους.
Ας προσδιορίσουμε, όμως, σε τι ακριβώς συνίσταται το τμήμα των δημοσιευμάτων, που τελικά στεγάστηκε στον πέμπτο τόμο των «Κριτικών». Όπου, θα πρέπει να σχολιαστεί το γιατί είχε παραμεριστεί, δηλαδή κατά πόσο ήταν ακριβοδίκαια η θεώρησή του ως έλασσον. Αν και για αυτόν τον χαρακτηρισμό απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση. Είναι εκείνο που αναφέρεται σε ήσσονες συγγραφείς και βιβλία κατώτερης ποιότητας ως προς το περιεχόμενό τους ή και μικρότερης σημασίας; Ή, εκείνο που, αυτό καθ’ εαυτό, κρίνεται ως κριτικά υποδεέστερο; Πρωτίστως, το δεύτερο, καθώς ο Στεργιόπουλος, ήδη από το 1983, που ολοκληρώνει την ενότητα των τριών πρώτων τόμων, ευαγγελίζεται έναν πέμπτο για τους νεώτερους συγγραφείς, ιδιαίτερα μερικούς της γενιάς του ’30. Αυτοί έμειναν εκτός, κατά το πρώτο ξεδιάλεγμα, γιατί τα σχετικά κείμενα δεν κρίθηκαν αρκούντως εκτενή, άρα και ολοκληρωμένα. Στην προκειμένη περίπτωση ως έλασσον θεωρήθηκε εκείνο, που, λόγω περιορισμένης έκτασης, δεν επιτρέπει συστηματική ανάπτυξη θέσεων και επιχειρημάτων.
Ευκολότερο, όμως, δείχνει να αναφέρουμε τι θεωρήθηκε ως “το κύριο σώμα του κριτικού του έργου”. Από την ποίηση, τα κείμενα για Καβάφη και Παλαμά, που κάλυψαν τον πρώτο τόμο, και τα κείμενα για τη δεκάδα συγγραφέων του δεύτερου, «Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα» (κατά τη γραμματολογική σειρά, που δεν είναι ούτε αμιγώς χρονολογική ούτε μόνο αξιολογική ως προς τα κείμενα: Αρ. Προβελέγγιος, Γ. Δροσίνης, Λ. Μαβίλης, Ι. Γρυπάρης, Μ. Μαλακάσης, Λ. Πορφύρας, Άγ. Σημηριώτης, Απ. Μελαχρινός, Κ. Καρυωτάκης, Ν. Λαπαθιώτης). Από την πεζογραφία, κείμενα για τους εννέα του τρίτου τόμου, «Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας» (Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης και επτά από τους παλαιότερους που εμφανίστηκαν πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πάλι, κατά γραμματολογική σειρά: Α. Τραυλαντώνης, Κ. Θεοτόκης, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Κ. Χρηστομάνος, Κ. Χατζόπουλος, Π. Ροδοκανάκης). Στον τέταρτο τόμο, που εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, «Γενικά και ειδικά θέματα», συγκεντρώθηκαν οι θεωρητικές απόψεις του Άγρα.
Προφανώς, δεν είναι και λίγοι οι μείζονες ποιητές και πεζογράφοι, για τους οποίους έγραψε ο Άγρας, που πέρασαν σε αναμονή. Για ορισμένους από αυτούς, ο Άγρας είχε δημοσιεύσει επαρκούς έκτασης κείμενα, για περισσότερους άρθρα και βιβλιοκρισίες. Στον πρώτο ημίτομο, χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, καταχωρήθηκαν τα μεγαλύτερα κείμενα. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει κείμενα για 23 συγγραφείς συν ένα σημαντικό για τη “λογοτεχνική Θεσσαλονίκη”, δημοσιευμένο το 1935. Στις “σημειώσεις”, αναμενόταν να εξαρθεί η αξία του εν λόγω κειμένου σχετικά με την εποχή του. Αντί αυτού, γίνεται αναφορά σε “χοντρά λάθη”, χαρακτηρισμός που αφορμάται από τη σημερινή γνώση των πραγμάτων. Σχετικά με το κείμενο του Άγρα, ο Αλέξ. Αργυρίου σχολιάζει: “Στο μελέτημα «Πρόσωπα και κείμενα (Μια ματιά στη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη)» του Άγρα για πρώτη φορά επισημαίνεται η ιδιαιτερότητα των Θεσσαλονικέων συγγραφέων. Δεν είχε επικρατήσει ακόμη ο όρος σχολή της Θεσσαλονίκης.” Από ανώνυμο σχόλιο στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», διαφαίνεται πως μέρος της αντίδρασης, που είχε τότε προκαλέσει το συγκεκριμένο κείμενο, αφορά το κατά πόσο οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς θα αποκαλούντο Ευρωπαίοι, αστοί ή επαρχιώτες. Σημειωτέον, αυτή η ευαισθησία των Θεσσαλονικέων μην και χαρακτηριστεί η λογοτεχνία τους επαρχιακή συνεχίστηκε μέχρι και τη δεκαετία του ’80.
Ο κάπως αόριστος τίτλος της πρώτης ενότητας, «Για δικά μας πρόσωπα και κείμενα», επιτρέπει τη συστέγαση όλων των παλαιότερων, κυρίως ποιητών και κάποιων πεζογράφων. Ορισμένοι υπολογίζονται ως μείζονες και άλλοι, ως υπολειπόμενοι. Αν και η συγκεκριμένη διάκριση είναι συνάρτηση της εποχής. Αυτό φαίνεται και από τον αριθμό των κειμένων για ορισμένους συγγραφείς, σήμερα λησμονημένους, αλλά και τον εγκωμιαστικό τρόπο αναφοράς για κάποιους άλλους, που δεν συμπεριελήφθησαν στις μεταπολεμικές γραμματολογίες και ανθολογίες. Όπως, λ.χ., ο Κωνσταντινοπολίτης Απόστολος Μαμμέλης, που επαινέθηκε από τους Άγρα και Κλέωνα Παράσχο, αλλά διαγράφτηκε από τους μεταγενέστερους. Ανασύρθηκε, ωστόσο, από τον Γ. Π. Σαββίδη.
Σε αυτό το πρώτο μέρος, βρίσκει τη θέση του το κείμενο για τον Κάλβο. Σχετικά σύντομο, με τον σμικρύνοντα τη σημασία του τίτλο «Μερικές σημειώσεις». Στην ισχύουσα, ωστόσο, σήμερα ανθολόγηση των σημαντικότερων κειμένων για τον Κάλβο, τοποθετείται δεύτερο, κοντά μισό αιώνα μετά το πρώτο, του Παλαμά, προτασσόμενο εκείνων της γενιάς του ’30. Δεν θα νοούντο «Κριτικά» Άγρα, χωρίς αυτό, αλλά και χωρίς τα κείμενα για τους Βηλαρά και Πάλλη, που δείχνουν εμβάθυνση στο γλωσσικό και οξυμένο κριτήριο στην αποτίμηση του έργου τους. Μετά έρχονται τα κείμενα του Άγρα για τέσσερις πεζογράφους, με πρώτο, τη νεκρολογία για τον ποιητή και “τελευταίο διδάσκαλο της νεοελληνικής ηθογραφίας”, Χρ. Χριστοβασίλη. Οι βιβλιοκρισίες για τους Δημ. Βουτυρά και Διον. Κόκκινο αναδεικνύουν έναν τρόπο παρουσίασης, που επιμένει στον αναλυτικό σχολιασμό πλοκής και προσώπων και ο οποίος, με την επικράτηση της αφηγηματολογίας, θεωρείται παρωχημένος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κείμενα για τον Ξενόπουλο, όπου ο Άγρας ανασταίνει, με αφηγηματική γλαφυρότητα, το γραφείο του, τον άνθρωπο, αλλά και συστήνει επαρκώς τον συγγραφέα.
Τα άλλα 16 κείμενα αφορούν ποιητές. Οι έξι εμφανίστηκαν μετά το 1900 και ανήκουν στους “επιγόνους” της παλαμικής ποίησης. Εδώ, δεν ακολουθείται η γραμματολογική σειρά. Προτάσσεται ο Μάρκος Τσιριμώκος, λόγω εκτενούς αναφοράς. Συνολικά, οκτώ κείμενα, η νεκρολογία του και επτά βιβλιοκρισίες, δημοσιευμένες την περίοδο 1927-1934. Υπάλληλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη από το 1927 ο Άγρας, τον είχε διευθυντή μέχρι την αποχώρηση εκείνου. Ακολουθούν συντομότερα κείμενα για τους Μιχ. Αργυρόπουλο, Ν. Χαντζάρα, Ρήγα Γκόλφη, Αιμιλία Δάφνη, Γ. Αθάνα. Επίσης, για τους Αλέκο Φωτιάδη, Μαμμέλη, Αθ. Κυριαζή και την ποιήτρια και διηγηματογράφο Κλ. Δίπλα-Μαλάμου, τους οποίους οι μεταπολεμικοί γραμματολόγοι άφησαν στα παραλειπόμενα. Η ενότητα συμπληρώνεται με πέντε από τους νεορομαντικούς ποιητές, συμπληρώνοντας την τριάδα του δεύτερου τόμου: Ρώμο Φιλύρα, Παράσχο, Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, Μ. Παπανικολάου, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο. Το τελευταίο κείμενο, είναι η νεκρολογία για τον Αναστάσιο Δρίβα (απεβίωσε Απρ. 1942), που εντάσσεται στους νεωτερικούς. Πρώτος ο Άγρας, ποιητής με “φορμαρισμένους σε τεχνική” στίχους, σχολιάζει τον απελευθερωμένο στίχο του ομήλικου φίλου του.
Στον πρώτο ημίτομο, οι άλλες τρεις ενότητες αφορούν, η δεύτερη, ξενόγλωσσα δημοσιεύματα για ξένους συν τους Ζαν Μωρεάς και Εμπειρίκο και η τέταρτη, κείμενα φιλολογικά, επίλεκτα κριτικά και θεατρικά. Απομένει η τρίτη ενότητα, με τίτλο, «Πρόσωπα και κείμενα της νεότερης πεζογραφίας μας», όπου συγκεντρώνονται βιβλιοκρισίες για πεζογράφους της γενιάς του Μεσοπολέμου. Έντεκα (Θρ. Καστανάκης, Η. Βενέζης, Τ. Σταύρου, Γ. Θεοτοκάς, Α. Τερζάκης, Θ. Πετσάλης, Κ. Μπαστιάς, Γ. Σκαρίμπας, Στ. Ξεφλούδας, Αλ. Γιαννόπουλος, Ειρήνη Αθηναία), που επιβιώνουν στις γραμματολογίες, συν την περίπτωση του Πέτρου Αφθονιάτη. Σε αυτούς, θα πρέπει να προσθέσουμε τον Θεσσαλονικιό Γιώργο Δέλιο, που τον μνημονεύει στο κείμενο για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης ως “τον πρώτο κατά την αξία δόκιμο διηγηματογράφο” της. Ενώ, για ακόμη εννέα (Ν. Νικολαΐδης, Π. Χάρης, Π. Πικρός, Ν. Κατηφόρης, Ε. Αλεξίου, Γ. Σφακιανάκης, Κ. Παπά, Τ. Αθανασιάδης) υπάρχουν βιβλιοκρισίες στα ελληνικά και για τέσσερις (Φ. Κόντογλου, Γ. Ν. Άμποτ, Κ. Πολίτης, Π. Πρεβελάκης) στα γαλλικά, οι οποίες τοποθετούνται στον δεύτερο ημίτομο.
Εδώ, ως μοναδικό κριτήριο, λαμβάνεται η έκταση μιας βιβλιοκρισίας. Έτσι, όμως, διαγράφεται η σημαντική παράμετρος του χρόνου δημοσίευσής της σχετικά με την εξελικτική πορεία ενός συγγραφέα. Είναι πολύ σημαντικότερη η βιβλιοκρισία για τον πρωτοεμφανιζόμενο της εποχής του Άγρα, που σήμερα συγκαταλέγεται στους μείζονες, από το εκτενές μελέτημα για τον σημαντικό της εποχής του, που το όνομά του βυθίστηκε στην αφάνεια. Όπως παρατηρεί ο Στεργιόπουλος, θα μπορούσε να συγκροτηθεί τόμος με τους μεσοπολεμικούς, αντίστοιχος εκείνου για τους παλαιότερους, που θα έδινε γενικότερη εικόνα για την κριτική τους πρόσληψη από τον Άγρα. Με βάση τους πρωτοεμφανιζόμενους της εποχής του, θα σταθμίζαμε το κριτικό του αισθητήριο. Τελικά, οι μεσοπολεμικοί δεν αποτέλεσαν τόμο, ούτε καν μία ενότητα. Μοιράστηκαν, τα εκτενέστερα στο τρίτο μέρος του πρώτου ημίτομου και τα υπόλοιπα στο δεύτερο παράρτημα του δεύτερου ημίτομου.
Συνολικά, ο Άγρας πρόλαβε να δημοσιεύσει κριτικές για 25 μεσοπολεμικούς, που είναι οι σημαντικοί στους 50 ή 53, που συγκρατεί μία σημερινή γραμματολογία. Ακόμη να εκφραστεί θαυμαστικά για τον Στρατή Δούκα, να επισημάνει το πρώτο μυθιστόρημα του Ν. Γ. Πεντζίκη, που είχε εκδοθεί ψευδωνύμως, και να μνημονεύσει πολλαπλώς τον Καζαντζάκη. Για τους υπόλοιπους, ας όψεται η “αδέσποτη σφαίρα” που τον πρόλαβε στη γονιμότερη περίοδο για έναν κριτικό. Στα εκτενέστερα κείμενα, προτάσσεται ένα θεωρητικό, «Το αυριανό μυθιστόρημα», δημοσιευμένο Ιαν. 1936, με αφορμή κείμενο, που είχε δημοσιεύσει ο Αντρέας Καραντώνης, «Το μυθιστόρημα των νέων», Δεκ. 1935. Αυτός ο λόγος περί νεοελληνικού μυθιστορήματος, την παράδοση που έχει σε σύγκριση με την ποίηση, κυρίως, τη διάκριση του μυθιστορήματος που γράφουν οι συνομήλικοι του Άγρα και οι νεότεροί του, συνεχίζεται με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις μέχρι σήμερα.
Στα «Κριτικά» του Άγρα και συγκεκριμένα, στο δεύτερο ημίτομο, θα επανέλθουμε για να σχολιάσουμε το μάλλον παραγνωρισμένο είδος της βιβλιοκρισίας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 5/7/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου