Δέσποινα Μπάτρη
«Ή όλοι ή κανείς»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Φεβ. 2015
Το πρώτο βιβλίο της Δέσποινας Μπάτρη αποτελεί την πρώτη παγκοσμιοποιημένη συλλογή ιστοριών, που κυκλοφόρησε στα καθ’ ημάς. Αυτό, όσο τουλάχιστον ανακαλούμε μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Οι ιστορίες τοποθετούνται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Για να ακριβολογούμε, σε πέντε σημεία, σε πέντε διαφορετικές χώρες και σε τρεις ηπείρους. Αντίστοιχα, απομακρυσμένα χρονικά είναι μεταξύ τους τα συμβάντα που ανιστορούνται. Σύμφωνα με συνέντευξη της συγγραφέως, έναυσμα για να γραφούν οι ιστορίες στάθηκε η στάση ζωής του πατέρα της, στον οποίο και αφιερώνει το βιβλίο. Πιο συγκεκριμένα, μία ιστορία, γύρω από ένα ατύχημα, όπου εκείνος έδειξε αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση, σώζοντας τη ζωή ενός φίλου του.
Όπως εξομολογείται, αυτή η υπέρβαση του προσωπικού συμφέροντος ή και απλώς, της προσωπικής άνεσης, χάριν ενός μέλους της οικογένειας ή ακόμη και ενός ξένου, γι’ αυτήν “ως παιδί αποτελούσε μυστήριο”. Έτσι, μετά από χρόνια, φαίνεται πως έβαλε στόχο να ανακαλύψει από πού “πηγάζει αυτή η δύναμη αυτοθυσίας”. Άρχισε να αναζητάει ανθρώπους, που να θέτουν ιεραρχικά τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα προς όφελος των άλλων. Κάνει λόγο για “εξαντλητική έρευνα”, ώστε να γειώσει, τρόπον τινά, τις ιστορίες της, με την “αναφορά υπαρκτών προσώπων και συντελεσμένων γεγονότων”. Κάπως έτσι εντόπισε “θυσίες καθημερινών ανθρώπων” και αφηγήθηκε τις ιστορίες τους, πλάθοντας κάθε φορά έναν μυθιστορηματικό ήρωα, που να συνδιαλέγεται με το υπαρκτό πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο, η συγγραφέας διατείνεται πως “φωτίζει” συγκεκριμένη κάθε φορά πτυχή του πραγματικού προσώπου.
Γιατί, όμως, αποφάσισε, ειδικά τώρα, να εκδώσει ένα βιβλίο με αυτό το θέμα; Όπως η ίδια θέλει να το παρουσιάζει, πρόκειται για ακόμη ένα βιβλίο, που η ελληνική λογοτεχνία το οφείλει εν μέρει στην τρέχουσα κρίση. Την επιθυμία της να υπογραμμίσει την πολυτιμότητα της αυταπάρνησης, που φτάνει στα όρια της αυτοθυσίας, την συσχετίζει με τον ατομικισμό, που εμφανίζεται υπερτροφικός σε κάθε δύσκολη περίοδο, έναντι του φθίνοντος αλτρουισμού. Η Μπάτρη δεν το βλέπει ως αναμενόμενη στάση, που υπαγορεύεται και από το ένστικτο επιβίωσης. Αντιθέτως, πιστεύει, ότι τη λύση στα δύσκολα δεν τη δίνει η επικέντρωση εις εαυτόν, αλλά η υπέρβαση του εγώ. Το κατά πόσο τέτοιου είδους βιβλία θεραπεύουν εγωκεντρικές συμπεριφορές, μένει ζητούμενο. Το βασικό είναι πως χαιρετίστηκε από τους πρώτους βιβλιοπαρουσιαστές ως αξιόλογο, με την πρόβλεψη, μάλιστα, ότι θα συζητηθεί.
Ας δούμε αναλυτικότερα αυτές τις ιστορίες, καθώς άλλες οι συγγραφικές προθέσεις και ο συχνά εξωραϊσμένος τρόπος παρουσίασής τους και άλλες οι πραγματώσεις τους. Κατ’ αρχήν, με τον χαρακτηρισμό καθημερινοί άνθρωποι για εκείνους που της ενέπνευσαν τις ιστορίες, δεν εννοεί “ανθρώπους της διπλανής πόρτας”. Εδώ, το καθημερινός είναι αδόκιμο, καθώς παραπέμπει σε έναν οποιονδήποτε ή και μέσο κοινό χαρακτήρα και όχι στις εξαιρετικές περιπτώσεις χαρακτήρων, όπως είναι αυτές, που εκείνη επέλεξε. Κι αυτό, γιατί η “εξαντλητική έρευνα”, όπως φαίνεται, δεν έγινε στο καθημερινό της περιβάλλον, αλλά στα εξαιρετικά συμβάντα των ΜΜΕ. Αυτό ισχύει για τις τέσσερις από τις πέντε ιστορίες, που διαδραματίζονται εκτός Ελλάδος. Στις δυο από αυτές, η αναφορά γίνεται σε συγκεκριμένο διάσημο υπαρκτό πρόσωπο, ενώ, στις δυο άλλες, παραμένει κάπως αόριστη. Συνάγεται, ωστόσο, εμμέσως, από τα συμφραζόμενα της κάθε ιστορίας σε συνδυασμό με την αντίστοιχη σχετική ειδησεογραφία.
Η συγγραφέας πιστεύει πως “η πραγματικότητα είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη από την φαντασία” αυτήν καθ’ εαυτήν. Αυτό το επαληθεύουν οι ιστορίες της, τις οποίες εφεξής θα αποκαλούμε διηγήματα, εφόσον η ίδια έτσι τις χαρακτηρίζει, καίτοι εκτενείς, επιδεχόμενες συμπύκνωση, αλλά και μυθοπλαστικό άπλωμα. Το πρώτο, λοιπόν, διήγημα, που, εν μέρει, στηρίζεται σε προσωπικές εμπειρίες, υπολείπεται σε ενδιαφέρον, κυρίως, πάσχει μορφικά, δείχνοντας σε ορισμένα σημεία έλλειψη αφηγηματικής άνεσης. Σε αντίθεση με τα άλλα τέσσερα, που κερδίζουν τις εντυπώσεις με την πρωτοτυπία του θέματος. Σε αυτά, η Μπάτρη επιδεικνύει φαντασία κατά την ανάπλαση του πρωτογενούς υλικού. Τόση, μάλιστα, που, σε δυο ιστορίες, υπερβαίνει τους φραγμούς της αληθοφάνειας. Όσο για τον αφηγηματικό τρόπο, παραμένει σταθερός. Ενιαία τριτοπρόσωπη αφήγηση, με διαδοχικές αλλαγές οπτικής γωνίας από το ένα ή περισσότερα υπαρκτά πρόσωπα στο μυθιστορηματικό. Η αφήγηση χωρίζεται σε μικρά τμήματα, με τίτλους στίχους από τραγούδι ή κάποια παράμετρο, που να καταδεικνύει την παρέλευση του χρόνου.
Το βασικό χαρακτηριστικό των ιστοριών είναι η υπερβάλλουσα συγκινησιακή φόρτιση. Από μία άποψη, οι δραματικοί τόνοι είναι αναμενόμενοι. Για να αποτελέσει ένα γεγονός είδηση και μάλιστα διεθνούς εμβέλειας, θα πρέπει κατά κανόνα να είναι τραγικής υφής, η οποία δημοσιογραφικά διογκώνεται προς το τραγικότερο. Αυτοί οι υψηλοί τόνοι μπορούν να παρασύρουν έναν συγγραφέα, ιδιαίτερα τον νέο στη συγγραφική τέχνη, προς μία μελοδραματική αναδιήγηση. Αν και αυτό δεν αποτελεί αυτονόητα συγγραφική αδυναμία. Μπορεί, συνήθως, να αποδίδεται σε ό,τι αποκαλείται παραλογοτεχνία, αλλά, χάρις σε παρόμοια, τρόπον τινά, μειονεκτήματα, το βιβλίο διαδίδεται “από στόμα σε στόμα”, που σημαίνει πως αρέσει σε ένα πλατύτερο, κυρίως γυναικείο, κοινό. Και οι ιστορίες της Μπάτρη, καθώς στρέφονται γύρω από σχέσεις ερωτικές ή και οικογενειακές, διαθέτουν εκείνο το είδος του πάθους ή και της απελπισίας, που συγκινεί.
Το πρώτο διήγημα ενσωματώνει την ιστορία του πατέρα της συγγραφέως και έχει ως τίτλο τα δικά του λόγια, που αποτέλεσαν και τον τίτλο του βιβλίου. Είναι το μόνο, που τοποθετείται στην Ελλάδα. Αν και δεν προσδιορίζεται η πόλη, θα μπορούσε να συμβαίνει στην Αθήνα και τα περίχωρά της, ενώ η παράπλευρη ιστορία του πατέρα της γυναίκας που αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα του διηγήματος, διαδραματίζεται στην Μακρόνησο. Όπως και στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα, πρόκειται για εκδρομή στο νησί. Όχι, όμως, όπως σε εκείνο, για επίσκεψη στον ιστορικό τόπο, αλλά για κυνήγι. Καμιά “δεκαριά άτομα” πηγαίνουν εκδρομή με καΐκι, “όλοι νέοι, νιόπαντροι οι περισσότεροι με μωρά παιδιά”. Ανέκαθεν γεμάτο οχιές το νησί, τσίμπησαν έναν, την ίδια ώρα που σηκώθηκε αέρας. Μπροστά στο “μπουρίνι”, ο καπετάνιος και όλη η ομάδα των εκδρομέων σταύρωσαν τα χέρια. Μόνο ο πατέρας, με την απειλή του όπλου, έδωσε το σύνθημα, “Ή όλοι ή κανείς”. Έτσι, γύρισαν χωρίς αβαρίες, σώζοντας και τον φιδιασμένο φίλο τους.
Την ιστορία την διηγείται δυο και πλέον δεκαετίες αργότερα, ένας φίλος του πατέρα της γυναίκας. Εκείνη την ανακαλεί σε μία δύσκολη ώρα. Βρίσκεται στο μαιευτήριο, έχοντας γεννήσει ένα νεκρό βρέφος. Η περιγραφή της περιβάλλουσας χαρμόσυνης ατμόσφαιρας έναντι της δικής της θλίψης, καίτοι σχοινοτενής, δεν επιτυγχάνει να ενσωματώσει την πατρική περιπέτεια σε μία συνειρμική διαδοχή. Την αποδυναμώνει, μάλιστα, καθώς την εναλλάσσει με μία παλαιότερη ιστορία που συνέβη στην ίδια. Τότε, από δική της αμέλεια, ο σκύλος της είχε βρει τραγικό θάνατο. Ο τρόπος που παρατίθενται αναμνήσεις και ενοχές, πηδώντας από τη μία ιστορία στην άλλη, δείχνει μηχανιστικός, μόνο και μόνο για να φανεί η εγωιστική νοοτροπία της γυναίκας. Όσο για την εξομοίωση της αγάπης προς τον σκύλο και το βρέφος, έχει την ζέση των σημερινών φιλόζωων, σε ακραία έκφανση. Όπως και να έχει, το διήγημα δεν κατορθώνει να αποτυπώσει τη γυναικεία ψυχολογία. Πώς είναι δυνατό, πριν μερικές ώρες να έχει χάσει το βρέφος, που κυοφόρησε επί εννέα μήνες, και μόνο με την ανάμνηση της θαρραλέας στάσης του πατέρα της, να αρχίσει να ντύνεται και να βάφεται, έτοιμη να αναχωρήσει από την κλινική με τον σύντροφό της, που οσονούπω θα ερχόταν να την πάρει. Όπου, υποτίθεται ότι εκείνος, ως πατέρας του νεκρού βρέφους, παρέμεινε παντελώς αμέτοχος. Ως προς αυτό το τελευταίο, μένει ζητούμενο κατά πόσο πρόκειται για εντύπωση, που δημιουργείται από τη συγγραφέα ηθελημένα ή από αφηγηματική αδεξιότητα.
Στη σειρά παράταξης των διηγημάτων στο βιβλίο, το επόμενο διήγημα διαδραματίζεται στα βουνά της Βόρειας Αλβανίας. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από το έθιμο της σότας, άμεσα συσχετισμένο με το νόμο του αίματος. Δηλαδή τη βεντέτα, που απαντάται και στην Κρήτη και η οποία ορίζει, στην περίπτωση φόνου ή προσβολής της τιμής, η θιγμένη οικογένεια να παίρνει εκδίκηση. Ρητά απαγορεύεται η εμπλοκή των γυναικών. Στην Αλβανία, ωστόσο, ελλείψει αρσενικών, μια κόρη ή αδελφή, που θέλει να εκδικηθεί, μπορεί να γίνει σότα. Στα αλβανικά, η λέξη σημαίνει το ψεύτικο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη κόβει τα μαλλιά της, ντύνεται ανδρικά και το βασικότερο, ορκίζεται πως δεν θα την αγγίξει αρσενικό χέρι.
Στην ιστορία της Μπάτρη, η μεγαλύτερη από πέντε αδελφές, όταν σκοτώνουν τον πατέρα τους για κτηματική διαφορά, γίνεται σότα και αναλαμβάνει επικεφαλής της οικογένειας. Υπερβαίνει, όμως, το ρόλο της, φθάνοντας να σκοτώσει τον άντρα που ερωτεύτηκε και μάλιστα, επί τόπου, μετά τη συνεύρεσή τους. Πράξη που απαντάται μόνο στο βασίλειο των μελισσών. Ωστόσο, η δραματική όσο και γλαφυρή αφήγηση το προβάλλει ως πράξη αυταπάρνησης για τις αδελφές της. Η ιστορία παρουσιάζεται αναδρομικά, όταν γερόντισσα πλέον η σότα, αναζητά σε παλαιό σεντούκι το τελευταίο φουστάνι, ένα βυσσινί, που είχε φορέσει. Έτσι, όμως, αντιπαρατίθεται μία συμπεριφορά πρωτόγνωρης αγριότητας, που θυμίζει μαινάδα, σε έναν υπερχειλίζοντα συναισθηματισμό, δημιουργώντας σύγχυση στην όποια απόπειρα ψυχογράφησης της γυναίκας. Σε αντίθεση με την πραγματικότητα, που εικάζουμε πως ενέπνευσε την ιστορία, όπου μία θαρραλέα σότα, που έμεινε γνωστή ως “η Σότα της Τροπόγιας”, θέρισε με καλάσνικοφ εκείνους που είχαν σκοτώσει τα αδέλφιά της. Η πράξη της αποτέλεσε είδηση, γιατί αφορούσε βεντέτα δυο οικογενειών στη γενέτειρα του Σαλί Μπερίσα και εκείνος ήταν που την είχε ξεκινήσει πριν κοντά είκοσι χρόνια. Άλλη ιστορία σότας, που να απασχόλησε ευρύτερα τον Τύπο, δεν ανακαλούμε.
Ακόμη πιο βάρβαρη δείχνει η τέταρτη ιστορία, πάλι με αδελφές, αυτή τη φορά, τέσσερις Πακιστανές. Οι τρεις αυτοκτονούν για να μπορέσει η νεότερη, που είναι ακόμη σε ηλικία γάμου, να πάρει τη λιγοστή προίκα, που έχει εξοικονομήσει ο πατέρας τους, και να παντρευτεί. Πράξη αυτοθυσίας, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λιθοβολισμό της δεκαεξάχρονης ανιψιάς τους, γιατί ανταποκρίθηκε στο χαμόγελο ενός άντρα, στον οποίο και πρωτοστάτησαν. Το πιθανότερο, η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία από τον σχετικά πρόσφατο λιθοβολισμό στην Λαχόρη εγκύου από τους συγγενείς της, που ως είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Ακόμη, όμως, και σε αυτές τις κοινωνίες, παρόμοιες πρωτόγονες ενέργειες τις αναλαμβάνουν αποκλειστικά άνδρες.
Μένουν δυο ιστορίες, στις οποίες προσδιορίζεται επακριβώς το έναυσμα. Πρωταγωνιστούν άνδρες και η ανάπλασή τους, εκτός από την προσθήκη ενός μυθιστορηματικού προσώπου, εκτενής, μένει πιστή ή έστω, παρά τις ευφάνταστες μυθοπλαστικές προσθήκες, κοντά στα συμβάντα. Η πρώτη στρέφεται γύρω από το αυτοκινητιστικό ατύχημα στη λίμνη Ερεβάν της Αρμενίας, που έβαλε οριστικό τέλος στην καριέρα “του παγκόσμιου πρωταθλητή κατ’ επανάληψη στην ελεύθερη κατάδυση”, Σαβάρς Καραπετιάν. Στις 16 Σεπ. 1976, ένα λεωφορείο με 92 επιβάτες βυθίστηκε στα παγωμένα νερά της λίμνης, ο δύτης απεγκλώβισε περί τους 30, 20 λέγεται πως επιβίωσαν. Ο ίδιος έμεινε ανάπηρος.
Η δεύτερη στηρίζεται στη θαρραλέα στάση του Πλοιάρχου Χανς Λάνγκσντορφ, κυβερνήτη “του θωρηκτού τσέπης Γκραφ Σπέε”, στη ναυμαχία, που έγινε στα ανοιχτά, έξω από το λιμάνι του Μοντεβιδέο, τον Δεκ. του 1939. Εκείνος, αφού απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εξασφάλισε την τύχη του πληρώματος, βύθισε το πλοίο του και αυτοκτόνησε. Ο διεθνής Τύπος τον αποκάλεσε “Πρίγκιπα της Τιμής” και έτσι καταγράφηκε στην Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, η περιπέτειά του έγινε ταινία. Η Μπάτρη πλέκει μία εξόχως συγκινητική εκδοχή, τονίζοντας την ολιγοψυχία του Πλοιάρχου μπροστά στην αυτοκτονία, που απαιτεί ο κώδικας τιμής. Έτσι καθιστά πιο ανθρώπινο τον άτεγκτο Γερμανό στρατιωτικό.
Συνοψίζοντας, στις ιστορίες της Μπάτρη υπάρχει το στοιχείο του εξαιρετικού, στα μάτια όμως ενός Δυτικού με τη σημερινή νοοτροπία. Χάρις σ’ αυτό κερδίζουν το ενδιαφέρον.
«Ή όλοι ή κανείς»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Φεβ. 2015
Το πρώτο βιβλίο της Δέσποινας Μπάτρη αποτελεί την πρώτη παγκοσμιοποιημένη συλλογή ιστοριών, που κυκλοφόρησε στα καθ’ ημάς. Αυτό, όσο τουλάχιστον ανακαλούμε μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Οι ιστορίες τοποθετούνται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Για να ακριβολογούμε, σε πέντε σημεία, σε πέντε διαφορετικές χώρες και σε τρεις ηπείρους. Αντίστοιχα, απομακρυσμένα χρονικά είναι μεταξύ τους τα συμβάντα που ανιστορούνται. Σύμφωνα με συνέντευξη της συγγραφέως, έναυσμα για να γραφούν οι ιστορίες στάθηκε η στάση ζωής του πατέρα της, στον οποίο και αφιερώνει το βιβλίο. Πιο συγκεκριμένα, μία ιστορία, γύρω από ένα ατύχημα, όπου εκείνος έδειξε αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση, σώζοντας τη ζωή ενός φίλου του.
Όπως εξομολογείται, αυτή η υπέρβαση του προσωπικού συμφέροντος ή και απλώς, της προσωπικής άνεσης, χάριν ενός μέλους της οικογένειας ή ακόμη και ενός ξένου, γι’ αυτήν “ως παιδί αποτελούσε μυστήριο”. Έτσι, μετά από χρόνια, φαίνεται πως έβαλε στόχο να ανακαλύψει από πού “πηγάζει αυτή η δύναμη αυτοθυσίας”. Άρχισε να αναζητάει ανθρώπους, που να θέτουν ιεραρχικά τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα προς όφελος των άλλων. Κάνει λόγο για “εξαντλητική έρευνα”, ώστε να γειώσει, τρόπον τινά, τις ιστορίες της, με την “αναφορά υπαρκτών προσώπων και συντελεσμένων γεγονότων”. Κάπως έτσι εντόπισε “θυσίες καθημερινών ανθρώπων” και αφηγήθηκε τις ιστορίες τους, πλάθοντας κάθε φορά έναν μυθιστορηματικό ήρωα, που να συνδιαλέγεται με το υπαρκτό πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο, η συγγραφέας διατείνεται πως “φωτίζει” συγκεκριμένη κάθε φορά πτυχή του πραγματικού προσώπου.
Γιατί, όμως, αποφάσισε, ειδικά τώρα, να εκδώσει ένα βιβλίο με αυτό το θέμα; Όπως η ίδια θέλει να το παρουσιάζει, πρόκειται για ακόμη ένα βιβλίο, που η ελληνική λογοτεχνία το οφείλει εν μέρει στην τρέχουσα κρίση. Την επιθυμία της να υπογραμμίσει την πολυτιμότητα της αυταπάρνησης, που φτάνει στα όρια της αυτοθυσίας, την συσχετίζει με τον ατομικισμό, που εμφανίζεται υπερτροφικός σε κάθε δύσκολη περίοδο, έναντι του φθίνοντος αλτρουισμού. Η Μπάτρη δεν το βλέπει ως αναμενόμενη στάση, που υπαγορεύεται και από το ένστικτο επιβίωσης. Αντιθέτως, πιστεύει, ότι τη λύση στα δύσκολα δεν τη δίνει η επικέντρωση εις εαυτόν, αλλά η υπέρβαση του εγώ. Το κατά πόσο τέτοιου είδους βιβλία θεραπεύουν εγωκεντρικές συμπεριφορές, μένει ζητούμενο. Το βασικό είναι πως χαιρετίστηκε από τους πρώτους βιβλιοπαρουσιαστές ως αξιόλογο, με την πρόβλεψη, μάλιστα, ότι θα συζητηθεί.
Ας δούμε αναλυτικότερα αυτές τις ιστορίες, καθώς άλλες οι συγγραφικές προθέσεις και ο συχνά εξωραϊσμένος τρόπος παρουσίασής τους και άλλες οι πραγματώσεις τους. Κατ’ αρχήν, με τον χαρακτηρισμό καθημερινοί άνθρωποι για εκείνους που της ενέπνευσαν τις ιστορίες, δεν εννοεί “ανθρώπους της διπλανής πόρτας”. Εδώ, το καθημερινός είναι αδόκιμο, καθώς παραπέμπει σε έναν οποιονδήποτε ή και μέσο κοινό χαρακτήρα και όχι στις εξαιρετικές περιπτώσεις χαρακτήρων, όπως είναι αυτές, που εκείνη επέλεξε. Κι αυτό, γιατί η “εξαντλητική έρευνα”, όπως φαίνεται, δεν έγινε στο καθημερινό της περιβάλλον, αλλά στα εξαιρετικά συμβάντα των ΜΜΕ. Αυτό ισχύει για τις τέσσερις από τις πέντε ιστορίες, που διαδραματίζονται εκτός Ελλάδος. Στις δυο από αυτές, η αναφορά γίνεται σε συγκεκριμένο διάσημο υπαρκτό πρόσωπο, ενώ, στις δυο άλλες, παραμένει κάπως αόριστη. Συνάγεται, ωστόσο, εμμέσως, από τα συμφραζόμενα της κάθε ιστορίας σε συνδυασμό με την αντίστοιχη σχετική ειδησεογραφία.
Η συγγραφέας πιστεύει πως “η πραγματικότητα είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη από την φαντασία” αυτήν καθ’ εαυτήν. Αυτό το επαληθεύουν οι ιστορίες της, τις οποίες εφεξής θα αποκαλούμε διηγήματα, εφόσον η ίδια έτσι τις χαρακτηρίζει, καίτοι εκτενείς, επιδεχόμενες συμπύκνωση, αλλά και μυθοπλαστικό άπλωμα. Το πρώτο, λοιπόν, διήγημα, που, εν μέρει, στηρίζεται σε προσωπικές εμπειρίες, υπολείπεται σε ενδιαφέρον, κυρίως, πάσχει μορφικά, δείχνοντας σε ορισμένα σημεία έλλειψη αφηγηματικής άνεσης. Σε αντίθεση με τα άλλα τέσσερα, που κερδίζουν τις εντυπώσεις με την πρωτοτυπία του θέματος. Σε αυτά, η Μπάτρη επιδεικνύει φαντασία κατά την ανάπλαση του πρωτογενούς υλικού. Τόση, μάλιστα, που, σε δυο ιστορίες, υπερβαίνει τους φραγμούς της αληθοφάνειας. Όσο για τον αφηγηματικό τρόπο, παραμένει σταθερός. Ενιαία τριτοπρόσωπη αφήγηση, με διαδοχικές αλλαγές οπτικής γωνίας από το ένα ή περισσότερα υπαρκτά πρόσωπα στο μυθιστορηματικό. Η αφήγηση χωρίζεται σε μικρά τμήματα, με τίτλους στίχους από τραγούδι ή κάποια παράμετρο, που να καταδεικνύει την παρέλευση του χρόνου.
Το βασικό χαρακτηριστικό των ιστοριών είναι η υπερβάλλουσα συγκινησιακή φόρτιση. Από μία άποψη, οι δραματικοί τόνοι είναι αναμενόμενοι. Για να αποτελέσει ένα γεγονός είδηση και μάλιστα διεθνούς εμβέλειας, θα πρέπει κατά κανόνα να είναι τραγικής υφής, η οποία δημοσιογραφικά διογκώνεται προς το τραγικότερο. Αυτοί οι υψηλοί τόνοι μπορούν να παρασύρουν έναν συγγραφέα, ιδιαίτερα τον νέο στη συγγραφική τέχνη, προς μία μελοδραματική αναδιήγηση. Αν και αυτό δεν αποτελεί αυτονόητα συγγραφική αδυναμία. Μπορεί, συνήθως, να αποδίδεται σε ό,τι αποκαλείται παραλογοτεχνία, αλλά, χάρις σε παρόμοια, τρόπον τινά, μειονεκτήματα, το βιβλίο διαδίδεται “από στόμα σε στόμα”, που σημαίνει πως αρέσει σε ένα πλατύτερο, κυρίως γυναικείο, κοινό. Και οι ιστορίες της Μπάτρη, καθώς στρέφονται γύρω από σχέσεις ερωτικές ή και οικογενειακές, διαθέτουν εκείνο το είδος του πάθους ή και της απελπισίας, που συγκινεί.
Το πρώτο διήγημα ενσωματώνει την ιστορία του πατέρα της συγγραφέως και έχει ως τίτλο τα δικά του λόγια, που αποτέλεσαν και τον τίτλο του βιβλίου. Είναι το μόνο, που τοποθετείται στην Ελλάδα. Αν και δεν προσδιορίζεται η πόλη, θα μπορούσε να συμβαίνει στην Αθήνα και τα περίχωρά της, ενώ η παράπλευρη ιστορία του πατέρα της γυναίκας που αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα του διηγήματος, διαδραματίζεται στην Μακρόνησο. Όπως και στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα, πρόκειται για εκδρομή στο νησί. Όχι, όμως, όπως σε εκείνο, για επίσκεψη στον ιστορικό τόπο, αλλά για κυνήγι. Καμιά “δεκαριά άτομα” πηγαίνουν εκδρομή με καΐκι, “όλοι νέοι, νιόπαντροι οι περισσότεροι με μωρά παιδιά”. Ανέκαθεν γεμάτο οχιές το νησί, τσίμπησαν έναν, την ίδια ώρα που σηκώθηκε αέρας. Μπροστά στο “μπουρίνι”, ο καπετάνιος και όλη η ομάδα των εκδρομέων σταύρωσαν τα χέρια. Μόνο ο πατέρας, με την απειλή του όπλου, έδωσε το σύνθημα, “Ή όλοι ή κανείς”. Έτσι, γύρισαν χωρίς αβαρίες, σώζοντας και τον φιδιασμένο φίλο τους.
Την ιστορία την διηγείται δυο και πλέον δεκαετίες αργότερα, ένας φίλος του πατέρα της γυναίκας. Εκείνη την ανακαλεί σε μία δύσκολη ώρα. Βρίσκεται στο μαιευτήριο, έχοντας γεννήσει ένα νεκρό βρέφος. Η περιγραφή της περιβάλλουσας χαρμόσυνης ατμόσφαιρας έναντι της δικής της θλίψης, καίτοι σχοινοτενής, δεν επιτυγχάνει να ενσωματώσει την πατρική περιπέτεια σε μία συνειρμική διαδοχή. Την αποδυναμώνει, μάλιστα, καθώς την εναλλάσσει με μία παλαιότερη ιστορία που συνέβη στην ίδια. Τότε, από δική της αμέλεια, ο σκύλος της είχε βρει τραγικό θάνατο. Ο τρόπος που παρατίθενται αναμνήσεις και ενοχές, πηδώντας από τη μία ιστορία στην άλλη, δείχνει μηχανιστικός, μόνο και μόνο για να φανεί η εγωιστική νοοτροπία της γυναίκας. Όσο για την εξομοίωση της αγάπης προς τον σκύλο και το βρέφος, έχει την ζέση των σημερινών φιλόζωων, σε ακραία έκφανση. Όπως και να έχει, το διήγημα δεν κατορθώνει να αποτυπώσει τη γυναικεία ψυχολογία. Πώς είναι δυνατό, πριν μερικές ώρες να έχει χάσει το βρέφος, που κυοφόρησε επί εννέα μήνες, και μόνο με την ανάμνηση της θαρραλέας στάσης του πατέρα της, να αρχίσει να ντύνεται και να βάφεται, έτοιμη να αναχωρήσει από την κλινική με τον σύντροφό της, που οσονούπω θα ερχόταν να την πάρει. Όπου, υποτίθεται ότι εκείνος, ως πατέρας του νεκρού βρέφους, παρέμεινε παντελώς αμέτοχος. Ως προς αυτό το τελευταίο, μένει ζητούμενο κατά πόσο πρόκειται για εντύπωση, που δημιουργείται από τη συγγραφέα ηθελημένα ή από αφηγηματική αδεξιότητα.
Στη σειρά παράταξης των διηγημάτων στο βιβλίο, το επόμενο διήγημα διαδραματίζεται στα βουνά της Βόρειας Αλβανίας. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από το έθιμο της σότας, άμεσα συσχετισμένο με το νόμο του αίματος. Δηλαδή τη βεντέτα, που απαντάται και στην Κρήτη και η οποία ορίζει, στην περίπτωση φόνου ή προσβολής της τιμής, η θιγμένη οικογένεια να παίρνει εκδίκηση. Ρητά απαγορεύεται η εμπλοκή των γυναικών. Στην Αλβανία, ωστόσο, ελλείψει αρσενικών, μια κόρη ή αδελφή, που θέλει να εκδικηθεί, μπορεί να γίνει σότα. Στα αλβανικά, η λέξη σημαίνει το ψεύτικο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη κόβει τα μαλλιά της, ντύνεται ανδρικά και το βασικότερο, ορκίζεται πως δεν θα την αγγίξει αρσενικό χέρι.
Στην ιστορία της Μπάτρη, η μεγαλύτερη από πέντε αδελφές, όταν σκοτώνουν τον πατέρα τους για κτηματική διαφορά, γίνεται σότα και αναλαμβάνει επικεφαλής της οικογένειας. Υπερβαίνει, όμως, το ρόλο της, φθάνοντας να σκοτώσει τον άντρα που ερωτεύτηκε και μάλιστα, επί τόπου, μετά τη συνεύρεσή τους. Πράξη που απαντάται μόνο στο βασίλειο των μελισσών. Ωστόσο, η δραματική όσο και γλαφυρή αφήγηση το προβάλλει ως πράξη αυταπάρνησης για τις αδελφές της. Η ιστορία παρουσιάζεται αναδρομικά, όταν γερόντισσα πλέον η σότα, αναζητά σε παλαιό σεντούκι το τελευταίο φουστάνι, ένα βυσσινί, που είχε φορέσει. Έτσι, όμως, αντιπαρατίθεται μία συμπεριφορά πρωτόγνωρης αγριότητας, που θυμίζει μαινάδα, σε έναν υπερχειλίζοντα συναισθηματισμό, δημιουργώντας σύγχυση στην όποια απόπειρα ψυχογράφησης της γυναίκας. Σε αντίθεση με την πραγματικότητα, που εικάζουμε πως ενέπνευσε την ιστορία, όπου μία θαρραλέα σότα, που έμεινε γνωστή ως “η Σότα της Τροπόγιας”, θέρισε με καλάσνικοφ εκείνους που είχαν σκοτώσει τα αδέλφιά της. Η πράξη της αποτέλεσε είδηση, γιατί αφορούσε βεντέτα δυο οικογενειών στη γενέτειρα του Σαλί Μπερίσα και εκείνος ήταν που την είχε ξεκινήσει πριν κοντά είκοσι χρόνια. Άλλη ιστορία σότας, που να απασχόλησε ευρύτερα τον Τύπο, δεν ανακαλούμε.
Ακόμη πιο βάρβαρη δείχνει η τέταρτη ιστορία, πάλι με αδελφές, αυτή τη φορά, τέσσερις Πακιστανές. Οι τρεις αυτοκτονούν για να μπορέσει η νεότερη, που είναι ακόμη σε ηλικία γάμου, να πάρει τη λιγοστή προίκα, που έχει εξοικονομήσει ο πατέρας τους, και να παντρευτεί. Πράξη αυτοθυσίας, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λιθοβολισμό της δεκαεξάχρονης ανιψιάς τους, γιατί ανταποκρίθηκε στο χαμόγελο ενός άντρα, στον οποίο και πρωτοστάτησαν. Το πιθανότερο, η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία από τον σχετικά πρόσφατο λιθοβολισμό στην Λαχόρη εγκύου από τους συγγενείς της, που ως είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Ακόμη, όμως, και σε αυτές τις κοινωνίες, παρόμοιες πρωτόγονες ενέργειες τις αναλαμβάνουν αποκλειστικά άνδρες.
Μένουν δυο ιστορίες, στις οποίες προσδιορίζεται επακριβώς το έναυσμα. Πρωταγωνιστούν άνδρες και η ανάπλασή τους, εκτός από την προσθήκη ενός μυθιστορηματικού προσώπου, εκτενής, μένει πιστή ή έστω, παρά τις ευφάνταστες μυθοπλαστικές προσθήκες, κοντά στα συμβάντα. Η πρώτη στρέφεται γύρω από το αυτοκινητιστικό ατύχημα στη λίμνη Ερεβάν της Αρμενίας, που έβαλε οριστικό τέλος στην καριέρα “του παγκόσμιου πρωταθλητή κατ’ επανάληψη στην ελεύθερη κατάδυση”, Σαβάρς Καραπετιάν. Στις 16 Σεπ. 1976, ένα λεωφορείο με 92 επιβάτες βυθίστηκε στα παγωμένα νερά της λίμνης, ο δύτης απεγκλώβισε περί τους 30, 20 λέγεται πως επιβίωσαν. Ο ίδιος έμεινε ανάπηρος.
Η δεύτερη στηρίζεται στη θαρραλέα στάση του Πλοιάρχου Χανς Λάνγκσντορφ, κυβερνήτη “του θωρηκτού τσέπης Γκραφ Σπέε”, στη ναυμαχία, που έγινε στα ανοιχτά, έξω από το λιμάνι του Μοντεβιδέο, τον Δεκ. του 1939. Εκείνος, αφού απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εξασφάλισε την τύχη του πληρώματος, βύθισε το πλοίο του και αυτοκτόνησε. Ο διεθνής Τύπος τον αποκάλεσε “Πρίγκιπα της Τιμής” και έτσι καταγράφηκε στην Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, η περιπέτειά του έγινε ταινία. Η Μπάτρη πλέκει μία εξόχως συγκινητική εκδοχή, τονίζοντας την ολιγοψυχία του Πλοιάρχου μπροστά στην αυτοκτονία, που απαιτεί ο κώδικας τιμής. Έτσι καθιστά πιο ανθρώπινο τον άτεγκτο Γερμανό στρατιωτικό.
Συνοψίζοντας, στις ιστορίες της Μπάτρη υπάρχει το στοιχείο του εξαιρετικού, στα μάτια όμως ενός Δυτικού με τη σημερινή νοοτροπία. Χάρις σ’ αυτό κερδίζουν το ενδιαφέρον.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/6/2015.
Φωτογραφία: Ένας από τους ήρωες της Μπάτρη, ο Αρμένιος παγκόσμιος πρωταθλητής κολύμβησης Σαβάρς Καραπετιάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου