Ρέα Γαλανάκη
«Η Άκρα Ταπείνωση»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Απρ. 2015
Στο πρόσφατο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη λανθάνει μία αισιόδοξη διάθεση, ουτοπική ή, ενδεχομένως, ιδεολογικής παρόρμησης. Από τον τίτλο μέχρι την κατάληξη του βιβλίου, η αναφορά γίνεται σε παρελθόντα χρόνο και όχι σε έναν διαρκή ενεστώτα. Η «Άκρα Ταπείνωση» είναι ο εικονογραφικός τύπος της βυζαντινής τέχνης, που παραπέμπει στην εσχάτη ταπείνωση, τον δια του Σταυρού θάνατο. Σε αυτόν συμπεριλαμβάνεται το Θείο Πάθος, νοούμενο, όμως, ως προάγγελος της Αναστάσεως. Σε πρώτο πλάνο τοποθετημένο το στοιχείο της ταπείνωσης, υποθέτει ως συνοδευτικό εκείνο της δόξας. Στην εικόνα του κρητικού αγιογράφου της πρώιμης μεταβυζαντινής περιόδου Νικόλαου Τζαφούρη, ο Ιησούς πλαισιώνεται από την Παναγία και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αν δεν σφάλλουμε, η συγκεκριμένη εικόνα ανήκει στις συλλογές του Μουσείου Ιστορίας Τέχνης της Βιέννης και όχι, όπως αναφέρεται, του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, όπου βρίσκεται η «Μεταμόρφωση» του Τζαφούρη. Όπως και να έχει, ένας τόσο βαρύνων τίτλος εκλαμβάνεται με όλο το φορτίο των αλληγορικών συνδηλώσεών του. Της Αναστάσεως συμπεριλαμβανομένης.
Στο μυθιστόρημα, η “Άκρα Ταπείνωση” του αθηναϊκού άστεως πραγματώνεται με την πυρπόληση του νεοκλασικού στη γωνία των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά, όπου βρισκόταν το κινηματοθέατρο «Αττικόν» και στον υπόγειο χώρο, η κινηματογραφική αίθουσα «Απόλλων», τη νύχτα της 12ης Φεβ. 2012. Η Γαλανάκη, σε συνέντευξή της, εξομολογείται: “Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτε άλλο την περίοδο αυτή παρά μόνο με όσα συγκλόνισαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.” Γιατί, άραγε, νιώθει την επιτακτική ανάγκη να γράψει το δικό της μυθιστόρημα της κρίσης, ενόσω αυτή συνεχίζεται και το αθηναϊκό άστυ μένει επί ξύλου κρεμάμενο; Στην τρέχουσα επικαιρότητα, καμία καταστροφή νεοκλασικού, ούτε καν της νεοκλασικής τριλογίας του Χάνσεν, θα εδικαιούτο τον μεγαλύνοντα τίτλο της “Άκρας Ταπείνωσης” του αθηναϊκού άστεως. Πλην του Παρθενώνος.
Η Γαλανάκη έχει δείξει ότι δεν επείγεται. Ακολουθεί τους δικούς της εκδοτικούς ρυθμούς, που δεν φαίνεται να αλλάζουν. 1975, «Πλην εύχαρις» - 2015, «Η Άκρα Ταπείνωση». Δηλαδή, 40 χρόνια, 15 βιβλία, περίπου ένα βιβλίο ανά τριετία. Η μετάβαση από την ποίηση στο μυθιστόρημα γίνεται το 1989. Τότε, και όχι το 1975, είπε η επιστήθια φίλη της από τα πρώτα φοιτητικά τους χρόνια, Φρίντα Λιάππα, το “Εγεννήθη συγγραφέας”. Σήμερα πλέον, με έξι μυθιστορήματα σε 25 χρόνια, η Γαλανάκη έχει καταχωρηθεί στους επιφανέστερους μυθιστοριογράφους της περιόδου μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Γιατί, λοιπόν, τόση βιασύνη για ένα, εκ πρώτης όψεως, επικαιρικό έβδομο μυθιστόρημα; Μετρούμε τρία ιστορικά μυθιστορήματα, μία μυθιστορηματική τοιχογραφία, ένα ρομάντσο και ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Γιατί ένα δεύτερο σύγχρονο και μάλιστα, εν θερμώ; Ως μόνη προφανής απάντηση, δείχνει η διάθεση της συγγραφέως να παρέμβει. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πρόκληση, με συγκεκριμένο στόχο, κατά τα φαινόμενα, διττό. Να υπερασπιστεί τη γενιά της και το ευρωπαϊκό ιδεώδες, εκθέτοντας τη δική της άποψη.
Της γενιάς του Πολυτεχνείου, πρωτοδημοσιεύει ποιήματα στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Η Συνέχεια», που αποτελούσε συνέχεια στα «Δεκαοκτώ κείμενα». Άρα, η πρώτη εμφάνιση, που γίνεται Μάρ. 1973, μεταξύ των γεγονότων Νομικής και Πολυτεχνείου, συνιστά αφ’ εαυτής και πολιτική πράξη. Φοιτήτρια του Καποδιστριακού είχε προλάβει τη Νεολαία Λαμπράκη. Στη Μεταπολίτευση, συμμετέχει στην περιοδική έκδοση «Θούριος», που σημαίνει την ιδεολογική συμπόρευση, κατά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, με την ευρωκομουνιστική τάση, το λεγόμενο ΚΚΕ Εσωτερικού. Στα χρόνια της τωρινής κρίσης, η γενιά του Πολυτεχνείου, που έχει πιστωθεί και δια του ονόματός της τη μοναδική εξέγερση του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, βρίσκεται, αφενός μεν αντιμέτωπη με τους εξεγερμένους του νέου αιώνα και αφετέρου, υπόλογη για την “Άκρα Ταπείνωση” της Ελλάδος από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους ταγμένους να τηρούν αυστηρά, όχι τον εβραϊκό νόμο, όπως εκείνοι που σταύρωσαν τον Ιησού, αλλά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συστήθηκε προς υπεράσπιση αξιών και ιδανικών.
Με άλλα λόγια, εύστοχος ο τίτλος για ένα οπωσδήποτε ενδιαφέρον συγγραφικό εγχείρημα. Το πρώτο που θα αναμενόταν, είναι το πλάσιμο χαρακτήρων, που να μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτόν τον πολλαπλό και πολύσημο διάλογο. Κάτι σαν τους σημερινούς ενήλικες, που κάποτε απάρτιζαν την παρέα της Γαλανάκη στα χρόνια της Δικτατορίας. Εκείνους που, κατά ομολογία της, μαζεύονταν στο “ισόγειο της Τσιμισκή”. Τους στοχαστικούς, θαρραλέους, ελευθέριους. Επίσης, αναμένονταν μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές, που να στοιχίζονται με τους ρομαντικούς ήρωες των ιστορικών μυθιστορημάτων της. Μεταξύ των άλλων, αναμενόταν οι γυναίκες εκείνης της γενιάς να σέρνουν τον χορό. Αλλά η συγγραφέας έκανε μία διαφορετική επιλογή, που θυμίζει τους στίχους του Σεφέρη:
“Κι ά σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή.” Είναι από τους καταληκτικούς στίχους του τελευταίου ποιήματος, «Τελευταίος σταθμός», της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Το ποίημα φέρει την ένδειξη “Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44”, το λιμάνι κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, που ήταν ο “τελευταίος σταθμός” στο ταξίδι του. Βρισκόμαστε στη φάση της επιστροφής των ελληνικών διπλωματικών υπηρεσιών από την Αίγυπτο στην Ελλάδα. Ο Σεφέρης δεν γνώρισε τη φρίκη της Κατοχής, αλλά μόνο τις μηχανορραφίες πολιτικών προσώπων, γηγενών και συμμαχικών. Αισιοδοξεί πως όλα τελείωσαν. Αποδείχτηκε ότι τα χειρότερα ήταν μπροστά του. Και η Γαλανάκη δεν γνώρισε τη φρίκη της κρίσης, ούτε εκείνης της νύχτας που καιγόταν για άλλη μία φορά η Αθήνα, ούτε την άλλη των άστεγων. Παρακολουθεί, όμως, ως πολιτικοποιημένη συγγραφέας, όσα γίνονται σε πολιτικό επίπεδο. Και αισιοδοξεί, όπως ο ποιητής τον Οκτ. του ’44. Είθε, αυτή να μην διαψευστεί.
Πράγματι, η Γαλανάκη ξεκίνησε με δυο γυναικεία πρόσωπα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ως “δυο ώριμες κυρίες” τις πρωτοπαρουσιάζει, που υπήρξαν “φοιτήτριες επί Χούντας”, καθηγήτριες Μέσης Εκπαίδευσης, φιλόλογος η μία, τεχνικός απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών η λίγο νεότερη. Στον παροντικό χρόνο της μυθοπλασίας, την 10η Φεβ. 2012, ημέρα Παρασκευή, που εορτάζει τα γενέθλιά της η μικρότερη, είναι πλέον συνταξιούχοι. Ένα δίδυμο, το οποίο θα μπορούσε να κατέβει την μεθεπόμενη στη διαδήλωση για τα καινούρια μέτρα, που θα ψηφίζονταν, το βράδυ εκείνης της Κυριακής, στη Βουλή. Και εκεί, αντιμέτωπες οι δυο γυναίκες με τα γεγονότα, να προβληματιστούν για τη γενιά τους και τη γενιά των παιδιών τους, για τη δική τους εξέγερση αλλά και εκείνη των παιδιών τους. Όμως, η συγγραφέας αφαίρεσε ένα μέρος της προσωπικότητάς τους, για να τις καταστήσει αντηχεία του δικού της λόγου, που θέλει να είναι παρηγορητικός σαν παραμύθι. Αλλά και ιδεολογικά αποκρυσταλλωμένος, όπως δείχνουν κάποιες μανιχαϊστικές πτυχές στο πλάσιμο των άλλων προσώπων.
Από τις δυο γυναίκες κράτησε τη μνήμη των νεανικών τους χρόνων και ακέραιο τον συναισθηματικό τους κόσμο. Τα υπόλοιπα σκοτείνιασαν λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Η μία, πιθανώς με κληρονομικό από τη μητρική πλευρά στίγμα σχιζοφρένειας, κατατρύχεται από φωνές, η άλλη, καθηλωμένη σε έναν παρελθοντικό χρόνο, ίσως και να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας. Επινόησε, όμως, γι’ αυτές ένα φορτισμένο παρελθόν, που το πλάθει με θραύσματα από δικές της εμπειρίες, κάποιες από αυτές ήδη χωνεμένες σε παλαιότερα μυθιστορήματά της. Για τη μία, έναν αρχαιολόγο πατέρα, εγκαταλελειμμένο από μία “άτακτη” σύζυγο, που εμφυσά στην κόρη του το πάθος για τους ελληνικούς μύθους και το κλεινόν άστυ. Και εκείνη μένει δια βίου ανύμφευτη, πιστή στον “ιεροφάντη” πατέρα, ένας θηλυκός Τειρεσίας, με το χάρισμα της προφητείας. Για την άλλη, “έναν μακρόχρονο έρωτα” που “είχε θεριέψει στα χρόνια της δικτατορίας” και είχε τελειώσει κάμποσα χρόνια μετά, όταν έγινε ο γάμος. Φύση καλλιτεχνική και ρομαντική, φαντασιώνει πως σαν “νύμφη ανύμφευτη” απέκτησε τον γιο της, μοναδικό πλέον άντρα της ζωής της.
Εμφανίζονται σαν “αλαφροΐσκιωτες πλην άκακες κυρίες”, που συνομιλούν με φαντάσματα και ίσκιους. Έγκλειστες, αρχικά σε άσυλο και μετά τα μέτρα αποασυλοποίησης, σε διαμέρισμα-ξενώνα, υπό επιτήρηση. Με αυτό το μυθοπλαστικό εύρημα, η Γαλανάκη έχει την ευχέρεια να απευθυνθεί σε ένα πλατύτερο κοινό, πλάθοντας ήρωες οικείους σε αυτό, παρμένους όχι από τα παραμύθια, αλλά μάλλον από τα σίριαλ, που τα έχουν προ πολλού υποκαταστήσει. Το δίδυμο των ηρωίδων θυμίζει το τηλεοπτικό δίδυμο της δημοφιλούς σειράς «Παρά πέντε». Κατ’ αρχήν, είναι η σύμπτωση των ονομάτων, του μυθιστορήματος Θηρεσία η σοφή και Θεονύμφη, του σίριαλ Σοφία και Θεοπούλα. Ύστερα, η συμπεριφορά τους, όταν αποφασίζουν να βγούνε κρυφά μόνες τους, με “καρναβαλικό ντύσιμο”, για να μην τις αναγνωρίσουν, που θυμίζει μεγάλα παιδιά. Δείχνουν “τρελές και αδέσποτες”, όπως και οι δυο ηλικιωμένες γειτόνισσες του σίριαλ, όταν και εκείνες παίρνουν τους δρόμους. Κωμικές οι δικές τους περιπέτειες αν και σε χέρια δολοφόνων, τραγικές αρχικά του μυθιστορηματικού διδύμου, δείχνουν στη συνέχεια, καρικατουρίστικες, όταν διαβιώνουν υπό άθλιες συνθήκες άστεγες και πέφτουν θύματα ενός νταβατζή αστέγων και λοιπών λιμοκτονούντων. Μάλλον το λιγότερο αληθοφανές τμήμα του μυθιστορήματος, αλλά, όπως λέει και ο ποιητής, “η φρίκη δεν κουβεντιάζεται”.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος στρέφεται γύρω από την κυριακάτικη έξοδο των δυο γυναικών και τη διαδήλωση της 12ης Φεβ. 2012. Τριμερές, προβλέπεται συμμετρικά, προλογικό και εξόδιο μέρος, με πέντε κεφάλαια έκαστο. Στο πρώτο, παρουσιάζεται ο θίασος των ηρώων, ενώ, στο τρίτο, περιγράφεται η αλλαγή που επήλθε εκείνη τη νύχτα στη ζωή τους. Το εκτενές μεσαίο τμήμα, με 18 κεφάλαια, παρακολουθεί την εξέλιξη των δραματικών γεγονότων και τα μεθεόρτια, εστιάζοντας στα διαφορετικά πρόσωπα. Όλους τους ήρωες τους γνωρίζουμε μέσα από τον λεκτικά και φραστικά λειασμένο λόγο του αφηγητή.
Μικρός ο θίασος, νομοτελειακά σχεδιασμένος. Την επιτήρηση των δυο γυναικών την έχει αναλάβει μία Κρητικιά χήρα, από το χωριό Απάνω Ρίζα, σήμερα Επάνω Βιάννου, το οποίο ηρωικά είχε αντιμετωπίσει τους Γερμανούς βοηθώντας τους αντάρτες και σε αντιστοιχία, με το ίδιο θάρρος εξεδίωξε τους Χρυσαυγίτες στην προεκλογική περίοδο των πρώτων εκλογών του 2012, στις 6 Μαΐου. Από αριστερή οικογένεια, κλέφτηκε με αστυνομικό και απέκτησε “μονογενή κανακάρη”, που βγήκε Χρυσαυγίτης. Συμμετρικά, ο γιος της μίας από τις δυο κυρίες, της Θεονύμφης, αυτός γιος πολιτευτή, από τους ήρωες της γενιάς του Πολυτεχνείου, που κατέληξαν παμπόνηροι της διαπλοκής, βγήκε “ανάρχας”, ανάμεσα σε αυτούς που “βάζανε τις ανίερες φωτιές και που κάνανε στάχτη τα κτίρια”.
Ο αφηγητής στέκεται μεροληπτικός απέναντι στο δίδυμο. Του ενός παραθέτει μόνο τις πράξεις, του άλλου παρουσιάζει, ως παντεπόπτης, εκ των έσω, σκέψεις, αμφιταλαντεύσεις, ευγενή αισθήματα. Έτσι, ο Χρυσαυγίτης μένει στυγνός ρατσιστής, με δολοφονικά ένστικτα. Αντίθετα, ο “ανάρχας” φανερώνεται ιδεολόγος, εμφορούμενος από “επαναστατική πίστη”, επίγονος έστω μακρινός εκείνων του Πολυτεχνείου. Όμοια μεροληπτικός δείχνεται ο αφηγητής απέναντι στη γενιά του Πολυτεχνείου, που τη δικαιώνει με ένα άλλο δίπολο. Ο φίλος του πολιτευτή, γιατρός, που έχει αναλάβει την εποπτεία των δυο κυριών, και αυτός εμπλεκόμενος στο ρέον μαύρο χρήμα, αλλά, παρακολουθώντας τον εκ των έσω, προβάλλουν καθαρτήριες οι ενοχές. Όμοια προβλέπονται “καλοί” και “κακοί” στο περιθωριακό χώρο των αστέγων, όπου ο αφηγητής καταφεύγει στο νεολογισμό του νεοάστεγου, κατά το νεοαστός.
Στα μυθιστορήματα της Γαλανάκη, λείπουν οι φεμινίστριες. Υπάρχουν μόνο δυνατές γυναίκες, δοτικές στην αγάπη. Στο πρόσφατο, η Κρητικιά μάνα και στη νεότερη γενιά, η κοινωνική λειτουργός. Κόρη αυτή Καισαριανιώτη περιπτερά, χωρισμένη με παιδί, προσπαθεί να στήσει σπιτικό με τον ανερμάτιστο αριστερό επαναστάτη. Επιμένει κι ας αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα του εγχειρήματος. Ο θίασος συμπληρώνεται με τη γυναίκα που καθαρίζει τον ξενώνα-διαμέρισμα. Ως αναγνώστες, απορούμε για την επιμονή των συγγραφέων στο στερεότυπο του δεινοπαθούντος μετανάστη. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, εμφανίζεται το τρίτο κύμα, μετά τους Αλβανούς και τους Σλαβόφωνους, οι εξ Αφρικής ερχόμενοι. Κατοικούν σε ένα μέρος που αποκαλείται “κοτέτσι”, αλλά δείχνει εμπνευσμένο από “τις κάμερες γύρω από μία αυλή” του Παπαδιαμάντη. Από την Αίγυπτο η παραδουλεύτρα του μυθιστορήματος, με ένα αγοράκι αγνώστου πατρός, που ακούει στο όνομα Ισμαήλ. Η συμπαράσταση στον μετανάστη γίνεται αποθεωτική στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου η Αιγύπτια τακιμιάζει με έναν Μουσταφά και ο αφηγητής τους παρουσιάζει ως το εναπομένον στήριγμα των δυο κυριών, αποκαλώντας τους “μελαχρινή αγία τριάδα”.
Επική θα χαρακτηριζόταν η περιγραφή της πορείας κατά τη διαδήλωση, που εξελίσσεται σε δραματική, όταν παρακολουθεί τα συμβάντα επί της πλατείας Συντάγματος, που παρουσιάζεται σαν σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Στο διανθισμένο ύφος της αφήγησης, χάρις στο πλήθος των υποκοριστικών και των γλαφυρών προσωποποιήσεων και παρομοιώσεων, υπερισχύει η ποιητική ευαισθησία. Τις όποιες εκλαϊκευτικές όψεις του μυθιστορήματος τις αντισταθμίζουν με το παραπάνω οι παραστατικές αλληγορίες και οι εκφοβιστικοί μύθοι, που λειτουργούν και ως λανθάνων σύνδεσμος με το ιστορικό μυθιστόρημα. Κορυφαίος στέκεται ο επινοημένος μύθος, που προκύπτει από τη συνένωση του μύθου για τη γένεση της Ευρώπης με εκείνον για τη γένεση του Μινώταυρου, και ο οποίος θέλει την Ευρώπη μεταμορφωμένη σε Μινώταυρο να επιβιώνει για πάντα. Αλλά χωρίς τον μύθο της θανάτωσης του Μινώταυρου, πώς θα απελευθερώνονταν οι Αθηναίοι από την κυριαρχία της Μινωικής Κρήτης; Κατά συμβολική προέκταση τώρα, πώς άραγε οι μακρινοί επίγονοι θα απελευθερωθούν από τον θηλυκό Μινώταυρο της Ευρώπης;
«Η Άκρα Ταπείνωση»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Απρ. 2015
Στο πρόσφατο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη λανθάνει μία αισιόδοξη διάθεση, ουτοπική ή, ενδεχομένως, ιδεολογικής παρόρμησης. Από τον τίτλο μέχρι την κατάληξη του βιβλίου, η αναφορά γίνεται σε παρελθόντα χρόνο και όχι σε έναν διαρκή ενεστώτα. Η «Άκρα Ταπείνωση» είναι ο εικονογραφικός τύπος της βυζαντινής τέχνης, που παραπέμπει στην εσχάτη ταπείνωση, τον δια του Σταυρού θάνατο. Σε αυτόν συμπεριλαμβάνεται το Θείο Πάθος, νοούμενο, όμως, ως προάγγελος της Αναστάσεως. Σε πρώτο πλάνο τοποθετημένο το στοιχείο της ταπείνωσης, υποθέτει ως συνοδευτικό εκείνο της δόξας. Στην εικόνα του κρητικού αγιογράφου της πρώιμης μεταβυζαντινής περιόδου Νικόλαου Τζαφούρη, ο Ιησούς πλαισιώνεται από την Παναγία και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αν δεν σφάλλουμε, η συγκεκριμένη εικόνα ανήκει στις συλλογές του Μουσείου Ιστορίας Τέχνης της Βιέννης και όχι, όπως αναφέρεται, του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, όπου βρίσκεται η «Μεταμόρφωση» του Τζαφούρη. Όπως και να έχει, ένας τόσο βαρύνων τίτλος εκλαμβάνεται με όλο το φορτίο των αλληγορικών συνδηλώσεών του. Της Αναστάσεως συμπεριλαμβανομένης.
Στο μυθιστόρημα, η “Άκρα Ταπείνωση” του αθηναϊκού άστεως πραγματώνεται με την πυρπόληση του νεοκλασικού στη γωνία των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά, όπου βρισκόταν το κινηματοθέατρο «Αττικόν» και στον υπόγειο χώρο, η κινηματογραφική αίθουσα «Απόλλων», τη νύχτα της 12ης Φεβ. 2012. Η Γαλανάκη, σε συνέντευξή της, εξομολογείται: “Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτε άλλο την περίοδο αυτή παρά μόνο με όσα συγκλόνισαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.” Γιατί, άραγε, νιώθει την επιτακτική ανάγκη να γράψει το δικό της μυθιστόρημα της κρίσης, ενόσω αυτή συνεχίζεται και το αθηναϊκό άστυ μένει επί ξύλου κρεμάμενο; Στην τρέχουσα επικαιρότητα, καμία καταστροφή νεοκλασικού, ούτε καν της νεοκλασικής τριλογίας του Χάνσεν, θα εδικαιούτο τον μεγαλύνοντα τίτλο της “Άκρας Ταπείνωσης” του αθηναϊκού άστεως. Πλην του Παρθενώνος.
Η Γαλανάκη έχει δείξει ότι δεν επείγεται. Ακολουθεί τους δικούς της εκδοτικούς ρυθμούς, που δεν φαίνεται να αλλάζουν. 1975, «Πλην εύχαρις» - 2015, «Η Άκρα Ταπείνωση». Δηλαδή, 40 χρόνια, 15 βιβλία, περίπου ένα βιβλίο ανά τριετία. Η μετάβαση από την ποίηση στο μυθιστόρημα γίνεται το 1989. Τότε, και όχι το 1975, είπε η επιστήθια φίλη της από τα πρώτα φοιτητικά τους χρόνια, Φρίντα Λιάππα, το “Εγεννήθη συγγραφέας”. Σήμερα πλέον, με έξι μυθιστορήματα σε 25 χρόνια, η Γαλανάκη έχει καταχωρηθεί στους επιφανέστερους μυθιστοριογράφους της περιόδου μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Γιατί, λοιπόν, τόση βιασύνη για ένα, εκ πρώτης όψεως, επικαιρικό έβδομο μυθιστόρημα; Μετρούμε τρία ιστορικά μυθιστορήματα, μία μυθιστορηματική τοιχογραφία, ένα ρομάντσο και ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Γιατί ένα δεύτερο σύγχρονο και μάλιστα, εν θερμώ; Ως μόνη προφανής απάντηση, δείχνει η διάθεση της συγγραφέως να παρέμβει. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πρόκληση, με συγκεκριμένο στόχο, κατά τα φαινόμενα, διττό. Να υπερασπιστεί τη γενιά της και το ευρωπαϊκό ιδεώδες, εκθέτοντας τη δική της άποψη.
Της γενιάς του Πολυτεχνείου, πρωτοδημοσιεύει ποιήματα στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Η Συνέχεια», που αποτελούσε συνέχεια στα «Δεκαοκτώ κείμενα». Άρα, η πρώτη εμφάνιση, που γίνεται Μάρ. 1973, μεταξύ των γεγονότων Νομικής και Πολυτεχνείου, συνιστά αφ’ εαυτής και πολιτική πράξη. Φοιτήτρια του Καποδιστριακού είχε προλάβει τη Νεολαία Λαμπράκη. Στη Μεταπολίτευση, συμμετέχει στην περιοδική έκδοση «Θούριος», που σημαίνει την ιδεολογική συμπόρευση, κατά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, με την ευρωκομουνιστική τάση, το λεγόμενο ΚΚΕ Εσωτερικού. Στα χρόνια της τωρινής κρίσης, η γενιά του Πολυτεχνείου, που έχει πιστωθεί και δια του ονόματός της τη μοναδική εξέγερση του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, βρίσκεται, αφενός μεν αντιμέτωπη με τους εξεγερμένους του νέου αιώνα και αφετέρου, υπόλογη για την “Άκρα Ταπείνωση” της Ελλάδος από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους ταγμένους να τηρούν αυστηρά, όχι τον εβραϊκό νόμο, όπως εκείνοι που σταύρωσαν τον Ιησού, αλλά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συστήθηκε προς υπεράσπιση αξιών και ιδανικών.
Με άλλα λόγια, εύστοχος ο τίτλος για ένα οπωσδήποτε ενδιαφέρον συγγραφικό εγχείρημα. Το πρώτο που θα αναμενόταν, είναι το πλάσιμο χαρακτήρων, που να μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτόν τον πολλαπλό και πολύσημο διάλογο. Κάτι σαν τους σημερινούς ενήλικες, που κάποτε απάρτιζαν την παρέα της Γαλανάκη στα χρόνια της Δικτατορίας. Εκείνους που, κατά ομολογία της, μαζεύονταν στο “ισόγειο της Τσιμισκή”. Τους στοχαστικούς, θαρραλέους, ελευθέριους. Επίσης, αναμένονταν μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές, που να στοιχίζονται με τους ρομαντικούς ήρωες των ιστορικών μυθιστορημάτων της. Μεταξύ των άλλων, αναμενόταν οι γυναίκες εκείνης της γενιάς να σέρνουν τον χορό. Αλλά η συγγραφέας έκανε μία διαφορετική επιλογή, που θυμίζει τους στίχους του Σεφέρη:
“Κι ά σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή.” Είναι από τους καταληκτικούς στίχους του τελευταίου ποιήματος, «Τελευταίος σταθμός», της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Το ποίημα φέρει την ένδειξη “Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44”, το λιμάνι κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, που ήταν ο “τελευταίος σταθμός” στο ταξίδι του. Βρισκόμαστε στη φάση της επιστροφής των ελληνικών διπλωματικών υπηρεσιών από την Αίγυπτο στην Ελλάδα. Ο Σεφέρης δεν γνώρισε τη φρίκη της Κατοχής, αλλά μόνο τις μηχανορραφίες πολιτικών προσώπων, γηγενών και συμμαχικών. Αισιοδοξεί πως όλα τελείωσαν. Αποδείχτηκε ότι τα χειρότερα ήταν μπροστά του. Και η Γαλανάκη δεν γνώρισε τη φρίκη της κρίσης, ούτε εκείνης της νύχτας που καιγόταν για άλλη μία φορά η Αθήνα, ούτε την άλλη των άστεγων. Παρακολουθεί, όμως, ως πολιτικοποιημένη συγγραφέας, όσα γίνονται σε πολιτικό επίπεδο. Και αισιοδοξεί, όπως ο ποιητής τον Οκτ. του ’44. Είθε, αυτή να μην διαψευστεί.
Πράγματι, η Γαλανάκη ξεκίνησε με δυο γυναικεία πρόσωπα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ως “δυο ώριμες κυρίες” τις πρωτοπαρουσιάζει, που υπήρξαν “φοιτήτριες επί Χούντας”, καθηγήτριες Μέσης Εκπαίδευσης, φιλόλογος η μία, τεχνικός απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών η λίγο νεότερη. Στον παροντικό χρόνο της μυθοπλασίας, την 10η Φεβ. 2012, ημέρα Παρασκευή, που εορτάζει τα γενέθλιά της η μικρότερη, είναι πλέον συνταξιούχοι. Ένα δίδυμο, το οποίο θα μπορούσε να κατέβει την μεθεπόμενη στη διαδήλωση για τα καινούρια μέτρα, που θα ψηφίζονταν, το βράδυ εκείνης της Κυριακής, στη Βουλή. Και εκεί, αντιμέτωπες οι δυο γυναίκες με τα γεγονότα, να προβληματιστούν για τη γενιά τους και τη γενιά των παιδιών τους, για τη δική τους εξέγερση αλλά και εκείνη των παιδιών τους. Όμως, η συγγραφέας αφαίρεσε ένα μέρος της προσωπικότητάς τους, για να τις καταστήσει αντηχεία του δικού της λόγου, που θέλει να είναι παρηγορητικός σαν παραμύθι. Αλλά και ιδεολογικά αποκρυσταλλωμένος, όπως δείχνουν κάποιες μανιχαϊστικές πτυχές στο πλάσιμο των άλλων προσώπων.
Από τις δυο γυναίκες κράτησε τη μνήμη των νεανικών τους χρόνων και ακέραιο τον συναισθηματικό τους κόσμο. Τα υπόλοιπα σκοτείνιασαν λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Η μία, πιθανώς με κληρονομικό από τη μητρική πλευρά στίγμα σχιζοφρένειας, κατατρύχεται από φωνές, η άλλη, καθηλωμένη σε έναν παρελθοντικό χρόνο, ίσως και να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας. Επινόησε, όμως, γι’ αυτές ένα φορτισμένο παρελθόν, που το πλάθει με θραύσματα από δικές της εμπειρίες, κάποιες από αυτές ήδη χωνεμένες σε παλαιότερα μυθιστορήματά της. Για τη μία, έναν αρχαιολόγο πατέρα, εγκαταλελειμμένο από μία “άτακτη” σύζυγο, που εμφυσά στην κόρη του το πάθος για τους ελληνικούς μύθους και το κλεινόν άστυ. Και εκείνη μένει δια βίου ανύμφευτη, πιστή στον “ιεροφάντη” πατέρα, ένας θηλυκός Τειρεσίας, με το χάρισμα της προφητείας. Για την άλλη, “έναν μακρόχρονο έρωτα” που “είχε θεριέψει στα χρόνια της δικτατορίας” και είχε τελειώσει κάμποσα χρόνια μετά, όταν έγινε ο γάμος. Φύση καλλιτεχνική και ρομαντική, φαντασιώνει πως σαν “νύμφη ανύμφευτη” απέκτησε τον γιο της, μοναδικό πλέον άντρα της ζωής της.
Εμφανίζονται σαν “αλαφροΐσκιωτες πλην άκακες κυρίες”, που συνομιλούν με φαντάσματα και ίσκιους. Έγκλειστες, αρχικά σε άσυλο και μετά τα μέτρα αποασυλοποίησης, σε διαμέρισμα-ξενώνα, υπό επιτήρηση. Με αυτό το μυθοπλαστικό εύρημα, η Γαλανάκη έχει την ευχέρεια να απευθυνθεί σε ένα πλατύτερο κοινό, πλάθοντας ήρωες οικείους σε αυτό, παρμένους όχι από τα παραμύθια, αλλά μάλλον από τα σίριαλ, που τα έχουν προ πολλού υποκαταστήσει. Το δίδυμο των ηρωίδων θυμίζει το τηλεοπτικό δίδυμο της δημοφιλούς σειράς «Παρά πέντε». Κατ’ αρχήν, είναι η σύμπτωση των ονομάτων, του μυθιστορήματος Θηρεσία η σοφή και Θεονύμφη, του σίριαλ Σοφία και Θεοπούλα. Ύστερα, η συμπεριφορά τους, όταν αποφασίζουν να βγούνε κρυφά μόνες τους, με “καρναβαλικό ντύσιμο”, για να μην τις αναγνωρίσουν, που θυμίζει μεγάλα παιδιά. Δείχνουν “τρελές και αδέσποτες”, όπως και οι δυο ηλικιωμένες γειτόνισσες του σίριαλ, όταν και εκείνες παίρνουν τους δρόμους. Κωμικές οι δικές τους περιπέτειες αν και σε χέρια δολοφόνων, τραγικές αρχικά του μυθιστορηματικού διδύμου, δείχνουν στη συνέχεια, καρικατουρίστικες, όταν διαβιώνουν υπό άθλιες συνθήκες άστεγες και πέφτουν θύματα ενός νταβατζή αστέγων και λοιπών λιμοκτονούντων. Μάλλον το λιγότερο αληθοφανές τμήμα του μυθιστορήματος, αλλά, όπως λέει και ο ποιητής, “η φρίκη δεν κουβεντιάζεται”.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος στρέφεται γύρω από την κυριακάτικη έξοδο των δυο γυναικών και τη διαδήλωση της 12ης Φεβ. 2012. Τριμερές, προβλέπεται συμμετρικά, προλογικό και εξόδιο μέρος, με πέντε κεφάλαια έκαστο. Στο πρώτο, παρουσιάζεται ο θίασος των ηρώων, ενώ, στο τρίτο, περιγράφεται η αλλαγή που επήλθε εκείνη τη νύχτα στη ζωή τους. Το εκτενές μεσαίο τμήμα, με 18 κεφάλαια, παρακολουθεί την εξέλιξη των δραματικών γεγονότων και τα μεθεόρτια, εστιάζοντας στα διαφορετικά πρόσωπα. Όλους τους ήρωες τους γνωρίζουμε μέσα από τον λεκτικά και φραστικά λειασμένο λόγο του αφηγητή.
Μικρός ο θίασος, νομοτελειακά σχεδιασμένος. Την επιτήρηση των δυο γυναικών την έχει αναλάβει μία Κρητικιά χήρα, από το χωριό Απάνω Ρίζα, σήμερα Επάνω Βιάννου, το οποίο ηρωικά είχε αντιμετωπίσει τους Γερμανούς βοηθώντας τους αντάρτες και σε αντιστοιχία, με το ίδιο θάρρος εξεδίωξε τους Χρυσαυγίτες στην προεκλογική περίοδο των πρώτων εκλογών του 2012, στις 6 Μαΐου. Από αριστερή οικογένεια, κλέφτηκε με αστυνομικό και απέκτησε “μονογενή κανακάρη”, που βγήκε Χρυσαυγίτης. Συμμετρικά, ο γιος της μίας από τις δυο κυρίες, της Θεονύμφης, αυτός γιος πολιτευτή, από τους ήρωες της γενιάς του Πολυτεχνείου, που κατέληξαν παμπόνηροι της διαπλοκής, βγήκε “ανάρχας”, ανάμεσα σε αυτούς που “βάζανε τις ανίερες φωτιές και που κάνανε στάχτη τα κτίρια”.
Ο αφηγητής στέκεται μεροληπτικός απέναντι στο δίδυμο. Του ενός παραθέτει μόνο τις πράξεις, του άλλου παρουσιάζει, ως παντεπόπτης, εκ των έσω, σκέψεις, αμφιταλαντεύσεις, ευγενή αισθήματα. Έτσι, ο Χρυσαυγίτης μένει στυγνός ρατσιστής, με δολοφονικά ένστικτα. Αντίθετα, ο “ανάρχας” φανερώνεται ιδεολόγος, εμφορούμενος από “επαναστατική πίστη”, επίγονος έστω μακρινός εκείνων του Πολυτεχνείου. Όμοια μεροληπτικός δείχνεται ο αφηγητής απέναντι στη γενιά του Πολυτεχνείου, που τη δικαιώνει με ένα άλλο δίπολο. Ο φίλος του πολιτευτή, γιατρός, που έχει αναλάβει την εποπτεία των δυο κυριών, και αυτός εμπλεκόμενος στο ρέον μαύρο χρήμα, αλλά, παρακολουθώντας τον εκ των έσω, προβάλλουν καθαρτήριες οι ενοχές. Όμοια προβλέπονται “καλοί” και “κακοί” στο περιθωριακό χώρο των αστέγων, όπου ο αφηγητής καταφεύγει στο νεολογισμό του νεοάστεγου, κατά το νεοαστός.
Στα μυθιστορήματα της Γαλανάκη, λείπουν οι φεμινίστριες. Υπάρχουν μόνο δυνατές γυναίκες, δοτικές στην αγάπη. Στο πρόσφατο, η Κρητικιά μάνα και στη νεότερη γενιά, η κοινωνική λειτουργός. Κόρη αυτή Καισαριανιώτη περιπτερά, χωρισμένη με παιδί, προσπαθεί να στήσει σπιτικό με τον ανερμάτιστο αριστερό επαναστάτη. Επιμένει κι ας αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα του εγχειρήματος. Ο θίασος συμπληρώνεται με τη γυναίκα που καθαρίζει τον ξενώνα-διαμέρισμα. Ως αναγνώστες, απορούμε για την επιμονή των συγγραφέων στο στερεότυπο του δεινοπαθούντος μετανάστη. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, εμφανίζεται το τρίτο κύμα, μετά τους Αλβανούς και τους Σλαβόφωνους, οι εξ Αφρικής ερχόμενοι. Κατοικούν σε ένα μέρος που αποκαλείται “κοτέτσι”, αλλά δείχνει εμπνευσμένο από “τις κάμερες γύρω από μία αυλή” του Παπαδιαμάντη. Από την Αίγυπτο η παραδουλεύτρα του μυθιστορήματος, με ένα αγοράκι αγνώστου πατρός, που ακούει στο όνομα Ισμαήλ. Η συμπαράσταση στον μετανάστη γίνεται αποθεωτική στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου η Αιγύπτια τακιμιάζει με έναν Μουσταφά και ο αφηγητής τους παρουσιάζει ως το εναπομένον στήριγμα των δυο κυριών, αποκαλώντας τους “μελαχρινή αγία τριάδα”.
Επική θα χαρακτηριζόταν η περιγραφή της πορείας κατά τη διαδήλωση, που εξελίσσεται σε δραματική, όταν παρακολουθεί τα συμβάντα επί της πλατείας Συντάγματος, που παρουσιάζεται σαν σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Στο διανθισμένο ύφος της αφήγησης, χάρις στο πλήθος των υποκοριστικών και των γλαφυρών προσωποποιήσεων και παρομοιώσεων, υπερισχύει η ποιητική ευαισθησία. Τις όποιες εκλαϊκευτικές όψεις του μυθιστορήματος τις αντισταθμίζουν με το παραπάνω οι παραστατικές αλληγορίες και οι εκφοβιστικοί μύθοι, που λειτουργούν και ως λανθάνων σύνδεσμος με το ιστορικό μυθιστόρημα. Κορυφαίος στέκεται ο επινοημένος μύθος, που προκύπτει από τη συνένωση του μύθου για τη γένεση της Ευρώπης με εκείνον για τη γένεση του Μινώταυρου, και ο οποίος θέλει την Ευρώπη μεταμορφωμένη σε Μινώταυρο να επιβιώνει για πάντα. Αλλά χωρίς τον μύθο της θανάτωσης του Μινώταυρου, πώς θα απελευθερώνονταν οι Αθηναίοι από την κυριαρχία της Μινωικής Κρήτης; Κατά συμβολική προέκταση τώρα, πώς άραγε οι μακρινοί επίγονοι θα απελευθερωθούν από τον θηλυκό Μινώταυρο της Ευρώπης;
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/6/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου