Θωμάς Συμεωνίδης
«Γίνε ο ήρωάς μου!»
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Φεβ. 2015
Είχε κάμποσο καιρό να προκύψει πρωτοεμφανιζόμενος γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός. Το βιβλίο του Θωμά Συμεωνίδη αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, έστω κι αν έρχεται μέσω Παρισίων. Έτσι κι αλλιώς, δεδομένου ότι μία αυξανόμενη ομάδα πρωτοεμφανιζόμενων είναι διπλωματούχοι ανώτατων σχολών, με μεταπτυχιακές σπουδές σε ιδρύματα ημεδαπής και αλλοδαπής, αναμένεται να πληθαίνουν, με τη συμβολή και της οικονομικής κρίσης, οι κάτοικοι εξωτερικού. Ο Συμεωνίδης θα μπορούσε να ενταχθεί στην πρόσφατη πεντάδα πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων (Α. Παπαντώνης, Χρ. Κυθρεώτης, Λ. Καλοσπύρος, Γ. Τσίρμπας, Ι. Ανυφαντάκης), γεννημένων την περίοδο 1976-1983, με πρώτη εμφάνιση μέσα στα τελευταία δυο χρόνια, για τους οποίους επικράτησε η κάπως τετριμμένη πρόρρηση, των πολλά υποσχόμενων. Κατά σύμπτωση, όλοι τους τυγχάνουν επιστήμονες. Στο σημείο που διαφοροποιείται ο Συμεωνίδης από τους λοιπούς της ομάδας, είναι η μη παρουσία του σε σχολές δημιουργικής γραφής, λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και δημοσιεύσεις βιβλιοπαρουσιάσεων. Δηλαδή, τουλάχιστον προσώρας, απέχει από το γηγενές λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Αν και μπορεί να μην πρόκειται για επιλογή, αλλά απλώς για συγκυριακή απόρροια, καθώς αυτές οι δραστηριότητες σχεδόν περιχαρακώνονται από ορισμένους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας.
Είναι, πάντως, ο δεύτερος θετικός επιστήμων, μετά τον συνομήλικό του Παπαντώνη, επίσης κάτοικο εξωτερικού. Μόνο που οι σπουδές βιολογίας του Παπαντώνη καθορίζουν σε μεγάλη έκταση το μύθο του βιβλίου του, σε αντίθεση με την κατάρτιση στην αρχιτεκτονική του Συμεωνίδη. Αλλά οι δικές του μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς και οι σημερινές ενασχολήσεις του, έχουν στραφεί σε θεωρητικό επιστημονικό αντικείμενο. Όπως και ο ήρωας του βιβλίου του, μετά τον πρώτο κύκλο σπουδών στην γενέτειρα, “διδάχτηκε τις πολιτικές και οικονομικές επιστήμες σε ονομαστό πανεπιστήμιο της αλλοδαπής”, που στη δική του περίπτωση, σύμφωνα με το βιογραφικό στο “αυτάκι” του βιβλίου του, είναι το London School of Economics and Political Sciences. Στη συνέχεια, επανέκαμψε στην ημεδαπή, όχι πλέον στη Θεσσαλονίκη αλλά στην Αθήνα, όπου εκπόνησε μεταπτυχιακή διατριβή στο διεπιστημονικό πεδίο αισθητικής φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής και μετά, απομακρυνόμενος ακόμη περισσότερο των θετικών επιστημών, διδακτορική διατριβή πάνω στην αισθητική θεωρία του Τεοντόρ Αντόρνο και συγκεκριμένα, σχετικά με τη φιλοσοφική θεώρηση από εκείνον του θεατρικού έργου του Σάμουελ Μπέκετ, «Το τέλος του παιχνιδιού».
Χρόνια αργότερα, σχεδόν ταυτόχρονα με το πεζογράφημά του, τον εφετινό Ιαν., εξέδωσε τη διατριβή του, με τίτλο, «Όλα είναι παρεξήγηση», και υπότιτλο, «Η φιλοσοφική ερμηνεία της τέχνης ως κριτική της οντολογίας». Τώρα, κατά πόσο η εντρύφηση σε ζητήματα φιλοσοφικής και συγκριτικής αισθητικής, η οποία συνεχίζεται και μετά το πέρας της διατριβής, κατά την ήδη τετραετή παραμονή του στην αλλοδαπή, έχει εμποτίσει το πεζογράφημά του, μένει να συζητηθεί. Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη, καθώς οι όποιες επιρροές δεν καθρεφτίζονται εμφανώς στο μύθο, όπως συμβαίνει με τη νουβέλα, «Καρυότυπος», του Παπαντώνη. Από την άλλη, δεν συνιστά δευτερεύον θέμα, ούτε στείρο φιλολογισμό. Παρόμοιος επηρεασμός στην περιοχή του στοχασμού, σε αντίθεση με τον εμπειριοκρατικό των θετικών επιστημών, μπορεί να αποβεί καθοριστικός, αλλά δυσδιάκριτος.
Στα τελευταία χρόνια, είχαμε το παράδειγμα και ενός άλλου νέου συγγραφέα, με σπουδές στη φιλοσοφία και σχετική διδακτορική διατριβή. Του Πάνου Τσίρου, επτά χρόνια μεγαλύτερου του Συμεωνίδη, που εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, συλλογή διηγημάτων, συμπτωματικά, επτά χρόνια νωρίτερα. Ήδη, το 2013, εξέδωσε δεύτερη συλλογή, με εμφανέστερη την επίδραση από το «Tractatus Logic-Philosophicus» του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, που είχε αποτελέσει το αντικείμενο των μεταπτυχιακών σπουδών του. Όπως και να έχει, στο πρώτο πεζό, υπερισχύουν, κατά κανόνα, οι προσωπικές εμπειρίες. Ωστόσο, στο πρώτο πεζό του Συμεωνίδη, ένα βασικό θέμα, γύρω από το οποίο στρέφεται μεγάλο μέρος της αφήγησης, είναι η αυτοκτονία. Θέμα, που απασχόλησε τον Μπέκετ και το οποίο, πιθανώς, να βρισκόταν στο πυρήνα της διαφωνίας του με τον Αντόρνο, όπως ο Συμεωνίδης αναπτύσσει εισαγωγικά στο δοκιμιακό του βιβλίο.
Το πεζογραφικό βιβλίο του Συμεωνίδη δεν φέρει ειδολογικό προσδιορισμό. Ανεξάρτητα, όμως, του σχετικά μικρού αριθμού σελίδων, δεν θα χαρακτηριζόταν ιστορία ή νουβέλα. Το σύνθετο της υπόθεσης, κυρίως το σασπένς που δημιουργεί με την εναλλαγή σκηνών και τόπων δράσης, του δίνουν υπόσταση μυθιστορήματος, με στοιχεία θρίλερ. Εκ πρώτης όψεως, ψυχολογικού θρίλερ, αν και οι προφανείς κοινωνικοπολιτικές παράμετροι το καθιστούν το θρίλερ της κρίσης. Μόνο που αυτό δεν τοποθετείται στα χρόνια της κρίσης. Παρότι ο χρόνος δράσης δεν προσδιορίζεται, υπάρχουν ενδείξεις στην πλοκή πως πρόκειται για την περίοδο προ της κρίσης. Για παράδειγμα, αναφέρονται ορισμένες πρακτικές, που με την κρίση δεν εγκαταλείφθηκαν μεν, αλλά αναγκαστικά, λόγω της οικονομικής στενότητας στους ποικίλους δημόσιους οργανισμούς, περιορίστηκαν. Μία από αυτές, αφορά τη νοσοκομειακή νοσηλεία και εγχείρηση ανασφάλιστου με Ασφαλιστικό Βιβλιάριο άλλου προσώπου. Στο βιβλίο, αυτό το άλλο πρόσωπο είναι ο πατέρας, στην πράξη, ωστόσο, καταγράφτηκαν περιπτώσεις, στις οποίες ασφαλισμένος και ανασφάλιστος δεν είχαν το ίδιο επίθετο, ούτε καν το ίδιο φύλο. Το αλαλούμ των ελληνικών νοσοκομείων, που καλά κρατεί εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες, το έχει αποδώσει σε δυο μυθιστορήματα ο Γιώργος Δεντρινός («Απ’ τα κόκκαλα» και «Μαύρες οχιές μας ζώσαν»). Εκείνος, όμως, είναι ορθοπεδικός χειρούργος και στα βιβλία του μεταμορφώνει την αγανάκτησή του σε σατιρική κωμωδία ή και παρωδία.
Το βιβλίο του Συμεωνίδη μπορεί να αναφέρεται στα προπαρασκευαστικά της κρίσης χρόνια, αλλά ανήκει στη λογοτεχνία της κρίσης, λόγω του ύφους μίας αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, που κατορθώνει να αποδώσει την τεταμένη ατμόσφαιρα της τελευταίας πενταετίας. Κυριολεκτικά, καφκική. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο αφηγητής, που έχει διαφύγει στο Παρίσι, καθώς, ως ανώτερο διοικητικό στέλεχος του νοσοκομείου, εμπλέκεται στην απάτη της εγχείρησης. Σε πρώτο πρόσωπο εκτυλίσσεται ο μονόλογός του, χωρισμένος σε τρία μέρη: “αρχή”, “συνέχεια”, “τέλος”. Τα δυο ακραία μέρη έχουν έκταση μόλις μίας σελίδας και εστιάζουν σε δυο τηλεφωνήματά του από τον ίδιο πάντα παρισινό θάλαμο προς την αγαπημένη του στην Αθήνα, η οποία τον πληροφορεί κάθε φορά για την κατάσταση του εγχειρισμένου. Στην “αρχή”, του ανακοινώνει ότι κατέληξε. Στο “τέλος”, εκείνος προλαβαίνει να ακούσει, ότι “πήρε εξιτήριο”. Ακριβέστερα, καθώς οι μονάδες τελειώνουν, νομίζει ότι το ακούει. Οπότε, το τέλος μένει ανοικτό και η εφιαλτική πλεκτάνη σε βάρος του μετέωρη.
“Όλα είναι παρεξήγηση”; Ή, “όλα είναι λάθος”, όπως επαναλαμβάνει ένας άλλος, που βρέθηκε στην ίδια περιδίνηση. Μόνο που εκείνος στάθηκε πιο άτυχος ή και φύσει πιο ευαίσθητος, με αποτέλεσμα το σύστημα να τον ξεβράσει. Ο συγγραφέας τον πλάθει στο καλούπι των αυτοχείρων της κρίσης, που δεν άντεξαν τις πιέσεις. Ο αφηγητής θα αντέξει στο πάλεμα με τις ενοχές. Από μία άποψη, έφταιξε. Από μία άλλη οπτική, δεν ήταν παρά το πρόσφορο θήραμα σε ένα κυνηγητό εξιλαστήριων θυμάτων. Δεν ονοματίζεται, είναι ένας τυχών, αντιμέτωπος με την ουσιαστικά απρόσωπη δύναμη των μηχανισμών εξουσίας, όπου ισχύς και ρόλοι προσώπων συγχέονται. Το έγκλημά του συνίσταται στην ενδοτικότητά του, αποδεχόμενος ως αυτονόητες τις τρέχουσες τακτικές εξεύρεσης μίας θέσης εργασίας ή και τους τρόπους ανέλιξης σε αυτήν. Ως γνωστόν, συγγενικές σχέσεις και κομματικές διασυνδέσεις, στην ιδιόμορφη, ελληνικής κοπής, στενή αλληλεξάρτηση, κοινώς διαπλοκή, πολύ πέραν των πελατειακών, αναγόμενες σε εθιμοτυπικά φιλικές, εμπνέουν εδώ και τουλάχιστον μία 50ετία. Από το «Υπάρχει και φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου μέχρι τα πρόσφατα μυθιστορήματα του Μάκη Καραγιάννη («Το όνειρο του Οδυσσέα») και του Νίκου Παναγιωτόπουλου («Τα παιδιά του Κάιν»), που φέρνουν στο στόχαστρο τη γενιά της μεταπολίτευσης, φθάνοντας στην παρακμιακή Ελλάδα της διαφθοράς. Κοινώς, μέχρι τα προεόρτια της τρέχουσας κρίσης.
Ο Συμεωνίδης κατορθώνει να αποδώσει σχηματικά αυτή τη γενικευμένη κοινωνική κατάσταση. Αποφεύγοντας το μυθιστόρημα με υπόθεση και χαρακτήρες, αναδεικνύει τα νοσηρά χαρακτηριστικά της. Η νομοτελειακά παθογόνα λειτουργία του συστήματος αποτυπώνεται στην πυραμιδοειδή σχέση “Υπουργείου”-“Οργανισμού”, χωρίς συγκεκριμένη ονομαστική αναφορά. Ως παραδειγματικός “Οργανισμός” επιλέγεται ένα νοσοκομείο, αφού εκεί τα λάθη κάποιων ανεύθυνων, που εκμεταλλεύονται την ισχύ της θέσης τους, δεν σημαίνουν μόνο κατάχρηση οικονομικών πόρων, αλλά θάνατο. Στον “Οργανισμό”, υπάρχουν δυο αντίπαλες, αλληλοϋπονομευόμενες ομάδες, που αποκαλούνται κρυπτικά “πτέρυγες”. Με αυτό το μυθοπλαστικό εύρημα, αποδίδονται οι δυο ομάδες υπαλλήλων, που δημιουργούν σε όλα τα δημόσια ιδρύματα οι δικομματικοί διορισμοί κατά τις εκλογικές εναλλαγές, αφού η υπαλληλική μονιμότητα αποτρέπει το ξεκαθάρισμα. Εύστοχα, η θέση κλειδί αποδίδεται στον “διευθυντή γραφείου” του υφυπουργού, που ο αφηγητής τονίζει ότι θα τον αναφέρει ως Υπουργό. Κατ’ εξαίρεση, ο “διευθυντής γραφείου” ονοματίζεται, σε αντίθεση με τους άλλους βασικούς ήρωες, που προσδιορίζονται με βάση τη θέση που κατέχουν ή την κατάσταση που βρίσκονται, λ.χ., “συμβασιούχος”, “ναρκωμένος”. Μάλιστα, γι’ αυτόν ο συγγραφέας επιλέγει, όχι ένα, αλλά δυο ηχηρά ονόματα, Κλέαρχος-Κωνσταντίνος. Αυτός είναι ο άνθρωπος του κόμματος, για τον οποίο ο Σακελλάριος είχε πλάσει το παρωνύμιο Γκρούεζας.
Στο μυθιστόρημα, έχουν πειστικά πλαστεί, το “Συγγενικό Πρόσωπο”, που ζητά το ρουσφέτι ενός διορισμού, το “Πολιτικό Πρόσωπο”, που ενεργεί δεόντως, ο σπιούνος του Οργανισμού, σκιά των εργαζόμενων προς συλλογή στοιχείων που θα χρησιμεύσουν για την παγίδευση και τη συμμόρφωσή τους στις άνωθεν επιταγές. Χάρις στην ψηφιακή τεχνολογία, σήμερα πλέον, υπάρχει η δυνατότητα ενοχοποίησής τους με εικονικά εγκλήματα, όπως κλοπή, σεξουαλική παρενόχληση, μέχρι και διακίνηση “υλικού παιδικής πορνογραφίας”. Ακόμη, τα πρόσωπα του Διοικητικού Συμβουλίου, που αποδέχονται τον διορισμό τους με ενθουσιασμό, καθώς τον αντιμετωπίζουν ως σπουδαιοφανή προβιβασμό, που εξασφαλίζει άκοπα οφέλη, οικονομικά και εξουσίας. Χωρίς υπερβολές, αλλά με διακριτό χιούμορ, περιγράφεται ο δόλιος τρόπος κατάρτισης του περιβόητου Δ.Σ. του “Οργανισμού”, ώστε να επιτυγχάνεται ισόρροπη εκπροσώπηση όλων των κέντρων εξουσίας. Οι άνθρωποι των μεν και των δε, το “μάτι και το χέρι” του Υπουργού, ακόμη ο συγγενής του Υπουργού, τέλος, απαραιτήτως, και ένας δημοσιογράφος. Ήδη, από την εποχή του Σακελλάριου, τονίζεται σε κωμωδίες και κοινωνικοπολιτικά μυθιστορήματα ο ρόλος του Τύπου. Στο μυθιστόρημα, το Γραφείο Τύπου του νοσοκομείου ή και του οιουδήποτε Οργανισμού είναι εκείνο που θα αποκρύψει τα κακώς κείμενα, επινοώντας και προβάλλοντας φιλάνθρωπες πράξεις, επιμελώς σχεδιασμένες, ώστε το όφελος να υποσκελίζει τη δαπάνη.
Ο κορμός του μυθιστορήματος που είναι το μεσαίο μέρος, με τον τίτλο, “συνέχεια”, χωρίζεται σε έξι άτιτλα μέρη, στα οποία ο μονόλογος του αφηγητή, υπό μορφή απολογίας, φαίνεται να απευθύνεται νοερά και κατά φαντασία σε διαφορετικούς αποδέκτες: τον αναγνώστη, τον πρόεδρο ενός δικαστηρίου, μια όμορφη δημοσιογράφο, τον σπιούνο, τον αυτόχειρα “συμβασιούχο” υπάλληλο ή και εις εαυτόν. Αναλόγως διαφοροποιείται μορφικά, ώστε να αυξομειώνεται η ένταση των αισθημάτων. Ένας μονόλογος, που αποβαίνει καθηλωτικός, με ασαφή τα όρια πραγματικότητας και καταδιωκτικής φαντασίωσης.
Από κοινωνιολογικής πλευράς, αποκτά ενδιαφέρον ο ρόλος, στον καιρό της κρίσης, που ο συγγραφέας αποδίδει στις γυναίκες. Τρεις ανακατώνονται στη ζωή του αφηγητή. Όλες τους συμβιβασμένες με τους τρόπους που δουλεύουν οι μηχανισμοί. Οι δυο ενσωματωμένες, χωρίς ενοχές, ούτε καν μία κρίση αυτοσυνειδησίας. Η τρίτη αγωνίζεται με τα κάλλη της να εξασφαλίσει θέση. “Οι γυναίκες είναι σαρκοβόρα”, αποφαίνεται ο άνθρωπος του Υπουργού. Τέλος, ο τίτλος του μυθιστορήματος, παραπέμπει στο αμερικανικής έμπνευσης κάλεσμα, “be my hero”, που έχει πολλές εκδοχές, ζητώντας κάθε φορά τη συμπαράταξη σε κάποια ορισμένη συλλογική προσπάθεια. Εδώ, το απευθύνουν στον αφηγητή, ο κατόπιν αυτόχειρας, προτρέποντάς τον να σηκώσει ανάστημα στις πιέσεις του συστήματος, και η πιο “σαρκοβόρα” από τις γυναίκες που τον περιβάλλουν, σχεδόν διατάσσοντάς τον να επωφεληθεί των περιστάσεων. Παραλλαγμένο το κάλεσμα στο γνωστό, “be your hero”, ταιριάζει με την καταληκτική στροφή του μονολόγου, όπου ο αφηγητής προσπαθεί να γίνει ο ήρωας του εαυτού του. Αν, ωστόσο, ο τίτλος συνδεθεί με το εξώφυλλο, αποκτά ειρωνική χροιά. Πρόκειται για τον πίνακα του Γιόζεφ Μπόις, «Τσόχινο κουστούμι», με τα μανίκια δυσανάλογα μακριά. Σαν να πέφτει πολύς για τον αφηγητή ο ρόλος του δημόσιου υπαλλήλου, του άλλοτε ποτέ αποκαλούμενου και δημόσιου λειτουργού. Δεν εκσυγχρονίζονται μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα λεκτικά σχήματα που τους ακολουθούν. Μόνο που ο εκσυγχρονισμός οδηγεί κάποτε σε καφκικά αδιέξοδα, σαν αυτά του Συμεωνίδη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
«Γίνε ο ήρωάς μου!»
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Φεβ. 2015
Είχε κάμποσο καιρό να προκύψει πρωτοεμφανιζόμενος γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός. Το βιβλίο του Θωμά Συμεωνίδη αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, έστω κι αν έρχεται μέσω Παρισίων. Έτσι κι αλλιώς, δεδομένου ότι μία αυξανόμενη ομάδα πρωτοεμφανιζόμενων είναι διπλωματούχοι ανώτατων σχολών, με μεταπτυχιακές σπουδές σε ιδρύματα ημεδαπής και αλλοδαπής, αναμένεται να πληθαίνουν, με τη συμβολή και της οικονομικής κρίσης, οι κάτοικοι εξωτερικού. Ο Συμεωνίδης θα μπορούσε να ενταχθεί στην πρόσφατη πεντάδα πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων (Α. Παπαντώνης, Χρ. Κυθρεώτης, Λ. Καλοσπύρος, Γ. Τσίρμπας, Ι. Ανυφαντάκης), γεννημένων την περίοδο 1976-1983, με πρώτη εμφάνιση μέσα στα τελευταία δυο χρόνια, για τους οποίους επικράτησε η κάπως τετριμμένη πρόρρηση, των πολλά υποσχόμενων. Κατά σύμπτωση, όλοι τους τυγχάνουν επιστήμονες. Στο σημείο που διαφοροποιείται ο Συμεωνίδης από τους λοιπούς της ομάδας, είναι η μη παρουσία του σε σχολές δημιουργικής γραφής, λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και δημοσιεύσεις βιβλιοπαρουσιάσεων. Δηλαδή, τουλάχιστον προσώρας, απέχει από το γηγενές λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Αν και μπορεί να μην πρόκειται για επιλογή, αλλά απλώς για συγκυριακή απόρροια, καθώς αυτές οι δραστηριότητες σχεδόν περιχαρακώνονται από ορισμένους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας.
Είναι, πάντως, ο δεύτερος θετικός επιστήμων, μετά τον συνομήλικό του Παπαντώνη, επίσης κάτοικο εξωτερικού. Μόνο που οι σπουδές βιολογίας του Παπαντώνη καθορίζουν σε μεγάλη έκταση το μύθο του βιβλίου του, σε αντίθεση με την κατάρτιση στην αρχιτεκτονική του Συμεωνίδη. Αλλά οι δικές του μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς και οι σημερινές ενασχολήσεις του, έχουν στραφεί σε θεωρητικό επιστημονικό αντικείμενο. Όπως και ο ήρωας του βιβλίου του, μετά τον πρώτο κύκλο σπουδών στην γενέτειρα, “διδάχτηκε τις πολιτικές και οικονομικές επιστήμες σε ονομαστό πανεπιστήμιο της αλλοδαπής”, που στη δική του περίπτωση, σύμφωνα με το βιογραφικό στο “αυτάκι” του βιβλίου του, είναι το London School of Economics and Political Sciences. Στη συνέχεια, επανέκαμψε στην ημεδαπή, όχι πλέον στη Θεσσαλονίκη αλλά στην Αθήνα, όπου εκπόνησε μεταπτυχιακή διατριβή στο διεπιστημονικό πεδίο αισθητικής φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής και μετά, απομακρυνόμενος ακόμη περισσότερο των θετικών επιστημών, διδακτορική διατριβή πάνω στην αισθητική θεωρία του Τεοντόρ Αντόρνο και συγκεκριμένα, σχετικά με τη φιλοσοφική θεώρηση από εκείνον του θεατρικού έργου του Σάμουελ Μπέκετ, «Το τέλος του παιχνιδιού».
Χρόνια αργότερα, σχεδόν ταυτόχρονα με το πεζογράφημά του, τον εφετινό Ιαν., εξέδωσε τη διατριβή του, με τίτλο, «Όλα είναι παρεξήγηση», και υπότιτλο, «Η φιλοσοφική ερμηνεία της τέχνης ως κριτική της οντολογίας». Τώρα, κατά πόσο η εντρύφηση σε ζητήματα φιλοσοφικής και συγκριτικής αισθητικής, η οποία συνεχίζεται και μετά το πέρας της διατριβής, κατά την ήδη τετραετή παραμονή του στην αλλοδαπή, έχει εμποτίσει το πεζογράφημά του, μένει να συζητηθεί. Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη, καθώς οι όποιες επιρροές δεν καθρεφτίζονται εμφανώς στο μύθο, όπως συμβαίνει με τη νουβέλα, «Καρυότυπος», του Παπαντώνη. Από την άλλη, δεν συνιστά δευτερεύον θέμα, ούτε στείρο φιλολογισμό. Παρόμοιος επηρεασμός στην περιοχή του στοχασμού, σε αντίθεση με τον εμπειριοκρατικό των θετικών επιστημών, μπορεί να αποβεί καθοριστικός, αλλά δυσδιάκριτος.
Στα τελευταία χρόνια, είχαμε το παράδειγμα και ενός άλλου νέου συγγραφέα, με σπουδές στη φιλοσοφία και σχετική διδακτορική διατριβή. Του Πάνου Τσίρου, επτά χρόνια μεγαλύτερου του Συμεωνίδη, που εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, συλλογή διηγημάτων, συμπτωματικά, επτά χρόνια νωρίτερα. Ήδη, το 2013, εξέδωσε δεύτερη συλλογή, με εμφανέστερη την επίδραση από το «Tractatus Logic-Philosophicus» του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, που είχε αποτελέσει το αντικείμενο των μεταπτυχιακών σπουδών του. Όπως και να έχει, στο πρώτο πεζό, υπερισχύουν, κατά κανόνα, οι προσωπικές εμπειρίες. Ωστόσο, στο πρώτο πεζό του Συμεωνίδη, ένα βασικό θέμα, γύρω από το οποίο στρέφεται μεγάλο μέρος της αφήγησης, είναι η αυτοκτονία. Θέμα, που απασχόλησε τον Μπέκετ και το οποίο, πιθανώς, να βρισκόταν στο πυρήνα της διαφωνίας του με τον Αντόρνο, όπως ο Συμεωνίδης αναπτύσσει εισαγωγικά στο δοκιμιακό του βιβλίο.
Το πεζογραφικό βιβλίο του Συμεωνίδη δεν φέρει ειδολογικό προσδιορισμό. Ανεξάρτητα, όμως, του σχετικά μικρού αριθμού σελίδων, δεν θα χαρακτηριζόταν ιστορία ή νουβέλα. Το σύνθετο της υπόθεσης, κυρίως το σασπένς που δημιουργεί με την εναλλαγή σκηνών και τόπων δράσης, του δίνουν υπόσταση μυθιστορήματος, με στοιχεία θρίλερ. Εκ πρώτης όψεως, ψυχολογικού θρίλερ, αν και οι προφανείς κοινωνικοπολιτικές παράμετροι το καθιστούν το θρίλερ της κρίσης. Μόνο που αυτό δεν τοποθετείται στα χρόνια της κρίσης. Παρότι ο χρόνος δράσης δεν προσδιορίζεται, υπάρχουν ενδείξεις στην πλοκή πως πρόκειται για την περίοδο προ της κρίσης. Για παράδειγμα, αναφέρονται ορισμένες πρακτικές, που με την κρίση δεν εγκαταλείφθηκαν μεν, αλλά αναγκαστικά, λόγω της οικονομικής στενότητας στους ποικίλους δημόσιους οργανισμούς, περιορίστηκαν. Μία από αυτές, αφορά τη νοσοκομειακή νοσηλεία και εγχείρηση ανασφάλιστου με Ασφαλιστικό Βιβλιάριο άλλου προσώπου. Στο βιβλίο, αυτό το άλλο πρόσωπο είναι ο πατέρας, στην πράξη, ωστόσο, καταγράφτηκαν περιπτώσεις, στις οποίες ασφαλισμένος και ανασφάλιστος δεν είχαν το ίδιο επίθετο, ούτε καν το ίδιο φύλο. Το αλαλούμ των ελληνικών νοσοκομείων, που καλά κρατεί εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες, το έχει αποδώσει σε δυο μυθιστορήματα ο Γιώργος Δεντρινός («Απ’ τα κόκκαλα» και «Μαύρες οχιές μας ζώσαν»). Εκείνος, όμως, είναι ορθοπεδικός χειρούργος και στα βιβλία του μεταμορφώνει την αγανάκτησή του σε σατιρική κωμωδία ή και παρωδία.
Το βιβλίο του Συμεωνίδη μπορεί να αναφέρεται στα προπαρασκευαστικά της κρίσης χρόνια, αλλά ανήκει στη λογοτεχνία της κρίσης, λόγω του ύφους μίας αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, που κατορθώνει να αποδώσει την τεταμένη ατμόσφαιρα της τελευταίας πενταετίας. Κυριολεκτικά, καφκική. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο αφηγητής, που έχει διαφύγει στο Παρίσι, καθώς, ως ανώτερο διοικητικό στέλεχος του νοσοκομείου, εμπλέκεται στην απάτη της εγχείρησης. Σε πρώτο πρόσωπο εκτυλίσσεται ο μονόλογός του, χωρισμένος σε τρία μέρη: “αρχή”, “συνέχεια”, “τέλος”. Τα δυο ακραία μέρη έχουν έκταση μόλις μίας σελίδας και εστιάζουν σε δυο τηλεφωνήματά του από τον ίδιο πάντα παρισινό θάλαμο προς την αγαπημένη του στην Αθήνα, η οποία τον πληροφορεί κάθε φορά για την κατάσταση του εγχειρισμένου. Στην “αρχή”, του ανακοινώνει ότι κατέληξε. Στο “τέλος”, εκείνος προλαβαίνει να ακούσει, ότι “πήρε εξιτήριο”. Ακριβέστερα, καθώς οι μονάδες τελειώνουν, νομίζει ότι το ακούει. Οπότε, το τέλος μένει ανοικτό και η εφιαλτική πλεκτάνη σε βάρος του μετέωρη.
“Όλα είναι παρεξήγηση”; Ή, “όλα είναι λάθος”, όπως επαναλαμβάνει ένας άλλος, που βρέθηκε στην ίδια περιδίνηση. Μόνο που εκείνος στάθηκε πιο άτυχος ή και φύσει πιο ευαίσθητος, με αποτέλεσμα το σύστημα να τον ξεβράσει. Ο συγγραφέας τον πλάθει στο καλούπι των αυτοχείρων της κρίσης, που δεν άντεξαν τις πιέσεις. Ο αφηγητής θα αντέξει στο πάλεμα με τις ενοχές. Από μία άποψη, έφταιξε. Από μία άλλη οπτική, δεν ήταν παρά το πρόσφορο θήραμα σε ένα κυνηγητό εξιλαστήριων θυμάτων. Δεν ονοματίζεται, είναι ένας τυχών, αντιμέτωπος με την ουσιαστικά απρόσωπη δύναμη των μηχανισμών εξουσίας, όπου ισχύς και ρόλοι προσώπων συγχέονται. Το έγκλημά του συνίσταται στην ενδοτικότητά του, αποδεχόμενος ως αυτονόητες τις τρέχουσες τακτικές εξεύρεσης μίας θέσης εργασίας ή και τους τρόπους ανέλιξης σε αυτήν. Ως γνωστόν, συγγενικές σχέσεις και κομματικές διασυνδέσεις, στην ιδιόμορφη, ελληνικής κοπής, στενή αλληλεξάρτηση, κοινώς διαπλοκή, πολύ πέραν των πελατειακών, αναγόμενες σε εθιμοτυπικά φιλικές, εμπνέουν εδώ και τουλάχιστον μία 50ετία. Από το «Υπάρχει και φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου μέχρι τα πρόσφατα μυθιστορήματα του Μάκη Καραγιάννη («Το όνειρο του Οδυσσέα») και του Νίκου Παναγιωτόπουλου («Τα παιδιά του Κάιν»), που φέρνουν στο στόχαστρο τη γενιά της μεταπολίτευσης, φθάνοντας στην παρακμιακή Ελλάδα της διαφθοράς. Κοινώς, μέχρι τα προεόρτια της τρέχουσας κρίσης.
Ο Συμεωνίδης κατορθώνει να αποδώσει σχηματικά αυτή τη γενικευμένη κοινωνική κατάσταση. Αποφεύγοντας το μυθιστόρημα με υπόθεση και χαρακτήρες, αναδεικνύει τα νοσηρά χαρακτηριστικά της. Η νομοτελειακά παθογόνα λειτουργία του συστήματος αποτυπώνεται στην πυραμιδοειδή σχέση “Υπουργείου”-“Οργανισμού”, χωρίς συγκεκριμένη ονομαστική αναφορά. Ως παραδειγματικός “Οργανισμός” επιλέγεται ένα νοσοκομείο, αφού εκεί τα λάθη κάποιων ανεύθυνων, που εκμεταλλεύονται την ισχύ της θέσης τους, δεν σημαίνουν μόνο κατάχρηση οικονομικών πόρων, αλλά θάνατο. Στον “Οργανισμό”, υπάρχουν δυο αντίπαλες, αλληλοϋπονομευόμενες ομάδες, που αποκαλούνται κρυπτικά “πτέρυγες”. Με αυτό το μυθοπλαστικό εύρημα, αποδίδονται οι δυο ομάδες υπαλλήλων, που δημιουργούν σε όλα τα δημόσια ιδρύματα οι δικομματικοί διορισμοί κατά τις εκλογικές εναλλαγές, αφού η υπαλληλική μονιμότητα αποτρέπει το ξεκαθάρισμα. Εύστοχα, η θέση κλειδί αποδίδεται στον “διευθυντή γραφείου” του υφυπουργού, που ο αφηγητής τονίζει ότι θα τον αναφέρει ως Υπουργό. Κατ’ εξαίρεση, ο “διευθυντής γραφείου” ονοματίζεται, σε αντίθεση με τους άλλους βασικούς ήρωες, που προσδιορίζονται με βάση τη θέση που κατέχουν ή την κατάσταση που βρίσκονται, λ.χ., “συμβασιούχος”, “ναρκωμένος”. Μάλιστα, γι’ αυτόν ο συγγραφέας επιλέγει, όχι ένα, αλλά δυο ηχηρά ονόματα, Κλέαρχος-Κωνσταντίνος. Αυτός είναι ο άνθρωπος του κόμματος, για τον οποίο ο Σακελλάριος είχε πλάσει το παρωνύμιο Γκρούεζας.
Στο μυθιστόρημα, έχουν πειστικά πλαστεί, το “Συγγενικό Πρόσωπο”, που ζητά το ρουσφέτι ενός διορισμού, το “Πολιτικό Πρόσωπο”, που ενεργεί δεόντως, ο σπιούνος του Οργανισμού, σκιά των εργαζόμενων προς συλλογή στοιχείων που θα χρησιμεύσουν για την παγίδευση και τη συμμόρφωσή τους στις άνωθεν επιταγές. Χάρις στην ψηφιακή τεχνολογία, σήμερα πλέον, υπάρχει η δυνατότητα ενοχοποίησής τους με εικονικά εγκλήματα, όπως κλοπή, σεξουαλική παρενόχληση, μέχρι και διακίνηση “υλικού παιδικής πορνογραφίας”. Ακόμη, τα πρόσωπα του Διοικητικού Συμβουλίου, που αποδέχονται τον διορισμό τους με ενθουσιασμό, καθώς τον αντιμετωπίζουν ως σπουδαιοφανή προβιβασμό, που εξασφαλίζει άκοπα οφέλη, οικονομικά και εξουσίας. Χωρίς υπερβολές, αλλά με διακριτό χιούμορ, περιγράφεται ο δόλιος τρόπος κατάρτισης του περιβόητου Δ.Σ. του “Οργανισμού”, ώστε να επιτυγχάνεται ισόρροπη εκπροσώπηση όλων των κέντρων εξουσίας. Οι άνθρωποι των μεν και των δε, το “μάτι και το χέρι” του Υπουργού, ακόμη ο συγγενής του Υπουργού, τέλος, απαραιτήτως, και ένας δημοσιογράφος. Ήδη, από την εποχή του Σακελλάριου, τονίζεται σε κωμωδίες και κοινωνικοπολιτικά μυθιστορήματα ο ρόλος του Τύπου. Στο μυθιστόρημα, το Γραφείο Τύπου του νοσοκομείου ή και του οιουδήποτε Οργανισμού είναι εκείνο που θα αποκρύψει τα κακώς κείμενα, επινοώντας και προβάλλοντας φιλάνθρωπες πράξεις, επιμελώς σχεδιασμένες, ώστε το όφελος να υποσκελίζει τη δαπάνη.
Ο κορμός του μυθιστορήματος που είναι το μεσαίο μέρος, με τον τίτλο, “συνέχεια”, χωρίζεται σε έξι άτιτλα μέρη, στα οποία ο μονόλογος του αφηγητή, υπό μορφή απολογίας, φαίνεται να απευθύνεται νοερά και κατά φαντασία σε διαφορετικούς αποδέκτες: τον αναγνώστη, τον πρόεδρο ενός δικαστηρίου, μια όμορφη δημοσιογράφο, τον σπιούνο, τον αυτόχειρα “συμβασιούχο” υπάλληλο ή και εις εαυτόν. Αναλόγως διαφοροποιείται μορφικά, ώστε να αυξομειώνεται η ένταση των αισθημάτων. Ένας μονόλογος, που αποβαίνει καθηλωτικός, με ασαφή τα όρια πραγματικότητας και καταδιωκτικής φαντασίωσης.
Από κοινωνιολογικής πλευράς, αποκτά ενδιαφέρον ο ρόλος, στον καιρό της κρίσης, που ο συγγραφέας αποδίδει στις γυναίκες. Τρεις ανακατώνονται στη ζωή του αφηγητή. Όλες τους συμβιβασμένες με τους τρόπους που δουλεύουν οι μηχανισμοί. Οι δυο ενσωματωμένες, χωρίς ενοχές, ούτε καν μία κρίση αυτοσυνειδησίας. Η τρίτη αγωνίζεται με τα κάλλη της να εξασφαλίσει θέση. “Οι γυναίκες είναι σαρκοβόρα”, αποφαίνεται ο άνθρωπος του Υπουργού. Τέλος, ο τίτλος του μυθιστορήματος, παραπέμπει στο αμερικανικής έμπνευσης κάλεσμα, “be my hero”, που έχει πολλές εκδοχές, ζητώντας κάθε φορά τη συμπαράταξη σε κάποια ορισμένη συλλογική προσπάθεια. Εδώ, το απευθύνουν στον αφηγητή, ο κατόπιν αυτόχειρας, προτρέποντάς τον να σηκώσει ανάστημα στις πιέσεις του συστήματος, και η πιο “σαρκοβόρα” από τις γυναίκες που τον περιβάλλουν, σχεδόν διατάσσοντάς τον να επωφεληθεί των περιστάσεων. Παραλλαγμένο το κάλεσμα στο γνωστό, “be your hero”, ταιριάζει με την καταληκτική στροφή του μονολόγου, όπου ο αφηγητής προσπαθεί να γίνει ο ήρωας του εαυτού του. Αν, ωστόσο, ο τίτλος συνδεθεί με το εξώφυλλο, αποκτά ειρωνική χροιά. Πρόκειται για τον πίνακα του Γιόζεφ Μπόις, «Τσόχινο κουστούμι», με τα μανίκια δυσανάλογα μακριά. Σαν να πέφτει πολύς για τον αφηγητή ο ρόλος του δημόσιου υπαλλήλου, του άλλοτε ποτέ αποκαλούμενου και δημόσιου λειτουργού. Δεν εκσυγχρονίζονται μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα λεκτικά σχήματα που τους ακολουθούν. Μόνο που ο εκσυγχρονισμός οδηγεί κάποτε σε καφκικά αδιέξοδα, σαν αυτά του Συμεωνίδη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/5/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου