Κώστας Κατσουλάρης
«Νυχτερινό ρεύμα»
Εκδόσεις Πόλις
Μάρτιος 2015
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι οι καινούριες ιστορίες του Κώστα Κατσουλάρη, που απορρέουν από συγγραφές της τελευταίας εξαετίας, τοποθετούνται στο οικείο κλίμα των προηγούμενων πεζών του. Πρόκειται και πάλι για αθηναϊκές ιστορίες, όπως τα έντεκα διηγήματα της συλλογής «Μικρός δακτύλιος». Και εδώ, μία ιστορία διαφεύγει εκτός των ορίων του “μικρού δακτυλίου”, αυτήν τη φορά, όμως, δεν μετακινείται προς τις “μαύρες συνοικίες” της πόλης, αλλά προς την Πάρνηθα, το “μαύρο βουνό”, αφού λαμβάνει χώρα πέντε χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2007, με τους εκτεταμένους εμπρησμούς, που ξεκίνησαν από τα Δερβενοχώρια και κατέφαγαν τον μεγαλύτερο Εθνικό Δρυμό του λεκανοπεδίου της Αττικής. Ωστόσο, αυτές οι τέσσερις ιστορίες, που δεν θα χαρακτηρίζονταν διηγήματα αλλά ούτε και νουβέλες, δεν κινούνται επί τα αυτά. Αντιθέτως, αφίστανται αισθητά των έξι βιβλίων της 15ετίας, 1997-2011. Ο ενδιάμεσος χρόνος φαίνεται να λειτούργησε δημιουργικά. Κατά μία άποψη, ωστόσο, η εντύπωση διαφοροποίησης θα μπορούσε να καλλιεργείται από την τρέχουσα κρίση, την οποία οι ιστορίες δείχνουν να παρακολουθούν εποπτικά από τα σημεία κορύφωσής της. Παρόλα αυτά, δεν προεξάρχει η οικονομική κρίση, δηλαδή άνεργοι, άστεγοι και έτεροι περιθωριακοί των πρόσφατων “αθηναϊκών ιστοριών” άλλων συνομηλίκων του και νεότερων συγγραφέων.
Τα χρονολογικά ίχνη των ιστοριών διαγράφουν “την τροχιά της δύναμης του κακού, απεριόριστα ισχυρότερη από τη δύναμη του καλού”. Αυτήν την οπτική γωνία την υποβάλλει η συλλογιστική ενός παράξενου ήρωα μίας από τις ιστορίες, ο οποίος πιστεύει σε έναν υπεραισθητό κόσμο θαυμάτων. Η σκέψη του δείχνει σαν αποκύημα εξημμένης φαντασίας, ωστόσο αποκαθιστά σχέση αιτίας αιτιατού στα συμβάντα της κοινωνικής έκρηξης, εκφράζοντας το λαϊκό αίσθημα, όπως αυτό είχε εξαρχής διαμορφωθεί. Από την καιόμενη Ελλάδα του 2007, φαίνεται να περάσαμε σχεδόν νομοτελειακά στον Δεκ. του 2008, που καίγονται τα Εξάρχεια, και παρομοίως, σχεδόν σαν να ήταν προκαθορισμένο, να φτάνουμε στον Μάι. του 2010 και τον Φεβ. του 2012, όταν πυρπολείται κατ’ επανάληψη το κέντρο της Αθήνας, για να καταλήξουμε στη βύθιση των δυο τελευταίων χρόνων, όπου διογκωμένη ανεργία και διαδοχικές περικοπές αμοιβών επέκτειναν την πτώχευση σε όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, ανατρέποντας ισόρροπες καταστάσεις και δημιουργώντας νέες σχέσεις εξάρτησης.
Η διαφοροποίηση, ωστόσο, των ιστοριών δεν επικεντρώνεται στην κρίση. Μπορεί το σκηνικό της κρίσης να αποτελεί έναν πρόσφορο τρόπο για τη συναρμογή των τριών από αυτές, εκείνο, όμως, που κυρίως αλλάζει είναι ο βασικός χαρακτήρας στο βιβλίο. Μεταβολή, έστω και ελαφρά, αλλά που αποβαίνει καθοριστική, αφού η δική του περιορισμένη θέαση προσδιορίζει το πλαίσιο των συμβάντων. Αυτός ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στις τρεις ιστορίες της κρίσης θα μπορούσε, με μικρές αλλαγές στα επιμέρους βιογραφικά της κάθε ιστορίας, να προβάλλει ως ένα πρόσωπο. Γιατί όχι, το κεντρικό σε ένα τέταρτο μυθιστόρημα του Κατσουλάρη. Αντιστικτικά και ως συνέχεια στο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το σύνδρομο της Μαργαρίτας», αυτό θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Το σύνδρομο του καθρέφτη». Ήδη, από δεκαετίας, στο τρίτο του μυθιστόρημα, «Ο αντίπαλος», ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν συνομιλητή και μέσω της αλληλεπίδρασής τους προσδιορίζεται.
Στις πρόσφατες ιστορίες, ο αφηγητής έχει και πάλι απέναντί του έναν Άλλο. Η κουβέντα τους αποσταθεροποιεί εντός του την τάξη των πραγμάτων. Αυτό το δεύτερο πρόσωπο φαίνεται να τον αποδιοργανώνει, ανεξάρτητα του πόσο στενή είναι η σχέσης τους – ένας μπάρμαν, ο επιστήθιος φίλος, η ίδια η μητέρα του. Του φαίνονται ξένοι οι κώδικες συμπεριφοράς και συλλογιστικής, σύμφωνα με τους οποίους εκείνο λειτουργεί. Η συναναστροφή μαζί του δημιουργεί υπόγεια “ρεύματα”, που θέτουν σε αμφισβήτηση την εικόνα για τον εαυτό του. Στις σκέψεις του νιώθει να αντανακλάται η ανοίκεια οπτική του Άλλου. Αυτό του δημιουργεί κατάσταση σύγχυσης, που αποτυπώνεται στις παρελθοντικές συνειρμικές αναδρομές του. Όσα αντιλαμβανόταν μέχρι πρότινος ως δεδομένες καταστάσεις κλονίζονται και οι εκδοχές πολλαπλασιάζονται. Το τέλος κάθε ιστορίας μένει ανοικτό. Ο αφηγητής δεν ενοποιεί τις κομματιασμένες εικόνες και οι ιστορίες σταματούν απότομα, στη φάση της αμφισβήτησης.
Ο Κατσουλάρης διακινδυνεύει μία αφήγηση στον αντίποδα της τρέχουσας αφηγηματικής, που επεξηγεί καταλεπτώς τα πραγματολογικά στοιχεία, διασαφηνίζοντας τον κάθε ειδικότερης φύσεως όρο, με το φόβο της περιορισμένης αντιληπτικότητας του αναγνώστη. Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστά η πρώτη ιστορία, που ξεκινάει, όπως το πρώτο μυθιστόρημά του, από μπαρ του αθηναϊκού κέντρου, εδώ των Εξαρχείων, με βάθος πεδίου την τρομοκρατία. Στην παλαιότερη ιστορία, δημοσιευμένη το 1998, η αφήγηση αφορμάται από την αμφιλεγόμενη αυτοκτονία του καταδιωκόμενου αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου. Στην πρόσφατη ιστορία, υπάρχουν δυο γραφές, με διαφορετικό τέλος, όπως προδίδει και το lapsus στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου. Εκείνη της πρώτης γραφής, που είχε ως φόντο τον χρονικά κοντινό της Δεκ. του 2008, και τη δεύτερη, με καταζητούμενο ακόμη τον Χριστόδουλο Ξηρό.
Αν, ωστόσο, δεν έχεις διαβάσει Λούκυ Λουκ, οπότε και δεν γνωρίζεις τους αδελφούς Ντάλτον, ούτε έχεις ακουστά τον αφελή κρεμανταλά Άβερελ, η περιγραφή του μπάρμαν μένει λειψή. Δεν γίνεται αντιληπτή η ειρωνεία του αφηγητή γύρω από το παρωνύμιο του μπάρμαν, που ξέπεσε από Άβελ σε Άβερελ. Αλλά και χωρίς αυτά, η σκιαγράφηση της νοοτροπίας του Ασφαλίτη και εκείνου της Αντιτρομοκρατικής, όπως και οι περιγραφές του μηχανιστικού τρόπου, που αυτές οι Υπηρεσίες προγραμματίζουν τη δράση τους, και του φαύλου κύκλου, στον οποίο κινούνται αναζητώντας ίχνη και ένοχους, συνθέτουν μία χιουμοριστική διακωμώδηση χωρίς σκωπτικές υπερβολές. Όπου προβάλλει και η αμφίσημη σχέση διώκτη και διωκόμενου. Παράλληλα, προστίθεται το προφίλ ενός ακόμη μπαρόβιου και της ιδιαίτερης σχέσης, που αναπτύσσει με τον χώρο. Θέμα που απαντάται συχνά σε αστυνομικά μυθιστορήματα και γενικότερα, ιστορίες κατασκοπείας αμερικανικής κοπής.
Περισσότερο κρυπτική η δεύτερη ιστορία της κρίσης, παρά τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του τίτλου της, «Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα». Αυτός, μαζί με το χρονογραφικού τύπου σκηνικό, με το οποίο ανοίγει η ιστορία, προδιαθέτουν για μία αφήγηση εξωστρεφούς διάθεσης, τοποθετημένη στο ρεαλιστικό πλαίσιο της αποδιοργανωμένης Αθήνας τη νύχτα της 12ης Φεβ. 2012, όταν οι φλόγες κατάπιναν τους κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων. Ανατρέποντας τις όποιες προσδοκίες, η ιστορία κινείται σε έναν ιδεολογικό χώρο μάλλον διανοητικό. Για την εικόνα της καμένης Πάρνηθας, όπου βρίσκεται το αυτοσχέδιονεκροταφείο σκύλων, η οποία αποτελεί το κυρίως σκηνικό, ο Κατσουλάρης δανείζεται την εφιαλτική ατμόσφαιρα της ταινίας «Χαμένη λεωφόρος» του Ντέηβιντ Λιντς, επαυξάνοντάς την με γηγενή στοιχεία, που φέρνουν προς κλίμα θρίλερ. Ωστόσο, η αφήγηση επικεντρώνεται στον αφηγητή, τον φίλο του και την κουβέντα τους, καθ’ οδό και στο Καταφύγιο. Προφανώς και οι δυο ανήκουν σε εκείνους που τοποθετούν “στην κλίμακα ζωής” τον σκύλο στην ίδια θέση με τον άνθρωπο, ειδάλλως δεν θα έπαιρναν μία τέτοια νύχτα τα βουνά για να θάψουν έναν σκύλο. Ο αφηγητής είναι ένας από τους πολυπληθείς, σήμερα πλέον, Αθηναίους κυνοτρόφους. Είχε παιδιόθεν τον σκύλο ως παρηγορητική συντροφιά. Ένα τέλος στις “σκυλοσχέσεις” του έβαλε μόνο όταν αποφάσισε να γίνει πατέρας.
Πραγματιστής, παραδέχεται πως “δεν θα έδινε τη ζωή του για τη ζωή ενός άλλού”. Ωστόσο, τον κλονίζει ο ιδεαλισμός του φίλου του, που βάζει “στην κλίμακα ζωής” τον άνθρωπο στο ίδιο ύψος, όχι μόνο με σύμπαντα τα ζώα, μέχρι και τους τερμίτες, αλλά και “τα φυτά και τα δέντρα”. Εκείνος πιστεύει στη “μυστική ζωή των φυτών” και στο φυτώριό του, αντί λιπασμάτων, δοκιμάζει για την ευδοκίμησή τους διαφορετικά είδη μουσικής. Τόσο πολυμαθής που περιγράφεται, μπορεί και να είχε διαβάσει το δοκίμιο «Η μεταμόρφωση των φυτών», που ο Γκαίτε συνέγραψε, στο “ταξίδι του στην Ιταλία”, μετά την επίσκεψή του στον Βοτανικό κήπο της Πάντοβα. Ο συγγραφέας πλάθει έναν ήρωα με μαθηματικό μυαλό, που, μετά την αυτοκτονία του πατέρα του, τότε ακόμη έφηβος, στρέφεται στην παραψυχολογία. Κατατρύχεται από την ιδέα, ότι ο πατρικός αυτοχειριασμός ήταν πράξη θυσίας για το δικό του καλό. Αυτό τον ωθεί σε προσπάθεια υπερκόσμιας επικοινωνίας μαζί του, με δίαυλο τα ηλεκτρομαγνητικά ρεύματα των δέντρων. Το τι μπορεί να συνέβη εκείνη τη νύχτα στην Πάρνηθα δεν το μαθαίνει ποτέ ο αφηγητής, καθώς ο συγγραφέας δεν διακινδυνεύει κάποια εικοτολογική φαντασίωση. Αντ’ αυτού, σαν αντανάκλαση της σχέσης εκείνου με τον θανόντα, δίνονται συμπαντικές διαστάσεις στην προσκόλληση του αφηγητή στο νεογνό του. Αυτό το καταληκτικό στρογγύλεμα, όπου γίνεται λόγος για “ένα συνεκτικό σύμπαν λουσμένο στο νόημα”, μάλλον αδικεί την ιστορία, που θα επιδεχόταν περαιτέρω άπλωμα.
Η τρίτη ιστορία είναι η ομότιτλη του βιβλίου, ωστόσο δεν λαμβάνει χώρα νύχτα. Ο τίτλος, κάπως απομυθοποιητικά, προσδιορίζεται ότι αναφέρεται στο φτηνότερο τιμολόγιο της ΔΕΗ για το “νυκτερινό ρεύμα”. Αυτό περιμένει η χήρα μητέρα του αφηγητή για να χρησιμοποιήσει το πλυντήριο πιάτων. Είναι η μόνη ιστορία, στην οποία μνημονεύεται η οικονομική δυσπραγία. Αν και παραμένει επουσιώδης, καθώς το θέμα της ιστορίας είναι η σχέση γιου-μητέρας και οι αμφίθυμες διακυμάνσεις της. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται καλός παρατηρητής των ανθρώπινων με τις ψηφίδες που συγκεντρώνει, εστιάζοντας σε κινήσεις, κουβέντες, ακόμη νεύματα ή και σιωπές. Έτσι αναδεικνύονται, στις εκατέρωθεν συμπεριφορές, τεχνάσματα και υποκριτικές στάσεις, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές. Από τα καλύτερα πρόσφατα διηγήματα γύρω από τη σχέση γιου με υπερήλικα μητέρα, είναι εκείνα του Τάσου Καλούτσα. Όπως το «Η ωραιότερη μέρα της», που είναι το ομότιτλο της τελευταίας ενδιαφέρουσας συλλογής του. Εκεί, η μητέρα συνιστά το εξαρτημένο μέλος του ζεύγους. Από αυτήν την άποψη, η ιστορία του Κατσουλάρη λειτουργεί συμπληρωματικά, αφού η κρίση φέρνει τη συνταξιούχο σε πλεονεκτικότερη θέση απέναντι στον άνεργο γιο.
Διαχωρίζουμε την δεύτερη ιστορία, καθώς δεν τοποθετείται στο θεματικό τόξο της κρίσης. Τη συστέγαση, ωστόσο, δικαιολογεί το γεγονός ότι κι αυτή εκτυλίσσεται νύχτα, σε μπαρ του αθηναϊκού κέντρου. Το κεντρικό πρόσωπο, πάντως, αυτή τη φορά γυναίκα, είναι “άνεργη και άφραγκη”. Πρόκειται για Θεσσαλονικιά, εκκολαπτόμενη συγγραφέα, που βρίσκεται στην Αθήνα για την παρουσίαση του πρώτου της βιβλίου, μία συλλογή διηγημάτων από Αθηναίο εκδότη. Στο μπαρ κάθεται “παρέα με κάποιον που θα μπορούσε να είναι πατέρας της”. Ο σκοπός, ωστόσο, δεν είναι πονηρός αλλά ιερός. Εκείνη τον ορίζει ως συγγραφική έρευνα για το θέμα της, που είναι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και ακούει υπομονετικά τον μεσήλικα συνοδό της, παντρεμένο με τρία τέκνα, να της αφηγείται μια ιστορία απιστίας, την οποία και καταγράφει, διανθισμένη με όσα πιπεράτα η ίδια διαλογίζεται. Στην ιστορία του θα ταίριαζε ως τίτλος το μότο του προηγούμενου βιβλίου του Κατσουλάρη, της νουβέλας, «Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου»: “Χρειάζονται τρεις για να γίνει ένα παιδί”. Μόνο που εδώ, αυτό το δάνειο από τον Έντουαρντ Έστλιν Κάμινγκς θα σήμαινε πολλά περισσότερα.
Η ιστορία συγγενεύει με τη νουβέλα, όχι μόνο θεματικά, αλλά και ως προς τη θυμική διάθεση. Και στις δυο περιπτώσεις, ο αφηγητής αυτοσαρκάζεται και ειρωνεύεται. Στην πρόσφατη ιστορία, το αποτέλεσμα είναι μία ανάλαφρη όσο και επίκαιρη σάτιρα των σεξουαλικών σχέσεων, μέσα στο συγκεχυμένο τοπίο, που έχουν διαμορφώσει οι αμφίσημες ή και πολυδύναμες νεόκοπες φυλετικές ταυτότητες. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη τάση των νεότερων, ο Κατσουλάρης διατηρεί τους πλάγιους υπαινικτικούς τρόπους των ηλικιακά μεγαλύτερών του συγγραφέων. Αυτό αποβαίνει σημαντικό, σε μία εποχή που ο λόγος της προβαλλόμενης από τον Τύπο λογοτεχνίας κραυγάζει.
Μ. Θεοδοσοπούλου
«Νυχτερινό ρεύμα»
Εκδόσεις Πόλις
Μάρτιος 2015
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι οι καινούριες ιστορίες του Κώστα Κατσουλάρη, που απορρέουν από συγγραφές της τελευταίας εξαετίας, τοποθετούνται στο οικείο κλίμα των προηγούμενων πεζών του. Πρόκειται και πάλι για αθηναϊκές ιστορίες, όπως τα έντεκα διηγήματα της συλλογής «Μικρός δακτύλιος». Και εδώ, μία ιστορία διαφεύγει εκτός των ορίων του “μικρού δακτυλίου”, αυτήν τη φορά, όμως, δεν μετακινείται προς τις “μαύρες συνοικίες” της πόλης, αλλά προς την Πάρνηθα, το “μαύρο βουνό”, αφού λαμβάνει χώρα πέντε χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2007, με τους εκτεταμένους εμπρησμούς, που ξεκίνησαν από τα Δερβενοχώρια και κατέφαγαν τον μεγαλύτερο Εθνικό Δρυμό του λεκανοπεδίου της Αττικής. Ωστόσο, αυτές οι τέσσερις ιστορίες, που δεν θα χαρακτηρίζονταν διηγήματα αλλά ούτε και νουβέλες, δεν κινούνται επί τα αυτά. Αντιθέτως, αφίστανται αισθητά των έξι βιβλίων της 15ετίας, 1997-2011. Ο ενδιάμεσος χρόνος φαίνεται να λειτούργησε δημιουργικά. Κατά μία άποψη, ωστόσο, η εντύπωση διαφοροποίησης θα μπορούσε να καλλιεργείται από την τρέχουσα κρίση, την οποία οι ιστορίες δείχνουν να παρακολουθούν εποπτικά από τα σημεία κορύφωσής της. Παρόλα αυτά, δεν προεξάρχει η οικονομική κρίση, δηλαδή άνεργοι, άστεγοι και έτεροι περιθωριακοί των πρόσφατων “αθηναϊκών ιστοριών” άλλων συνομηλίκων του και νεότερων συγγραφέων.
Τα χρονολογικά ίχνη των ιστοριών διαγράφουν “την τροχιά της δύναμης του κακού, απεριόριστα ισχυρότερη από τη δύναμη του καλού”. Αυτήν την οπτική γωνία την υποβάλλει η συλλογιστική ενός παράξενου ήρωα μίας από τις ιστορίες, ο οποίος πιστεύει σε έναν υπεραισθητό κόσμο θαυμάτων. Η σκέψη του δείχνει σαν αποκύημα εξημμένης φαντασίας, ωστόσο αποκαθιστά σχέση αιτίας αιτιατού στα συμβάντα της κοινωνικής έκρηξης, εκφράζοντας το λαϊκό αίσθημα, όπως αυτό είχε εξαρχής διαμορφωθεί. Από την καιόμενη Ελλάδα του 2007, φαίνεται να περάσαμε σχεδόν νομοτελειακά στον Δεκ. του 2008, που καίγονται τα Εξάρχεια, και παρομοίως, σχεδόν σαν να ήταν προκαθορισμένο, να φτάνουμε στον Μάι. του 2010 και τον Φεβ. του 2012, όταν πυρπολείται κατ’ επανάληψη το κέντρο της Αθήνας, για να καταλήξουμε στη βύθιση των δυο τελευταίων χρόνων, όπου διογκωμένη ανεργία και διαδοχικές περικοπές αμοιβών επέκτειναν την πτώχευση σε όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, ανατρέποντας ισόρροπες καταστάσεις και δημιουργώντας νέες σχέσεις εξάρτησης.
Η διαφοροποίηση, ωστόσο, των ιστοριών δεν επικεντρώνεται στην κρίση. Μπορεί το σκηνικό της κρίσης να αποτελεί έναν πρόσφορο τρόπο για τη συναρμογή των τριών από αυτές, εκείνο, όμως, που κυρίως αλλάζει είναι ο βασικός χαρακτήρας στο βιβλίο. Μεταβολή, έστω και ελαφρά, αλλά που αποβαίνει καθοριστική, αφού η δική του περιορισμένη θέαση προσδιορίζει το πλαίσιο των συμβάντων. Αυτός ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στις τρεις ιστορίες της κρίσης θα μπορούσε, με μικρές αλλαγές στα επιμέρους βιογραφικά της κάθε ιστορίας, να προβάλλει ως ένα πρόσωπο. Γιατί όχι, το κεντρικό σε ένα τέταρτο μυθιστόρημα του Κατσουλάρη. Αντιστικτικά και ως συνέχεια στο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το σύνδρομο της Μαργαρίτας», αυτό θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Το σύνδρομο του καθρέφτη». Ήδη, από δεκαετίας, στο τρίτο του μυθιστόρημα, «Ο αντίπαλος», ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν συνομιλητή και μέσω της αλληλεπίδρασής τους προσδιορίζεται.
Στις πρόσφατες ιστορίες, ο αφηγητής έχει και πάλι απέναντί του έναν Άλλο. Η κουβέντα τους αποσταθεροποιεί εντός του την τάξη των πραγμάτων. Αυτό το δεύτερο πρόσωπο φαίνεται να τον αποδιοργανώνει, ανεξάρτητα του πόσο στενή είναι η σχέσης τους – ένας μπάρμαν, ο επιστήθιος φίλος, η ίδια η μητέρα του. Του φαίνονται ξένοι οι κώδικες συμπεριφοράς και συλλογιστικής, σύμφωνα με τους οποίους εκείνο λειτουργεί. Η συναναστροφή μαζί του δημιουργεί υπόγεια “ρεύματα”, που θέτουν σε αμφισβήτηση την εικόνα για τον εαυτό του. Στις σκέψεις του νιώθει να αντανακλάται η ανοίκεια οπτική του Άλλου. Αυτό του δημιουργεί κατάσταση σύγχυσης, που αποτυπώνεται στις παρελθοντικές συνειρμικές αναδρομές του. Όσα αντιλαμβανόταν μέχρι πρότινος ως δεδομένες καταστάσεις κλονίζονται και οι εκδοχές πολλαπλασιάζονται. Το τέλος κάθε ιστορίας μένει ανοικτό. Ο αφηγητής δεν ενοποιεί τις κομματιασμένες εικόνες και οι ιστορίες σταματούν απότομα, στη φάση της αμφισβήτησης.
Ο Κατσουλάρης διακινδυνεύει μία αφήγηση στον αντίποδα της τρέχουσας αφηγηματικής, που επεξηγεί καταλεπτώς τα πραγματολογικά στοιχεία, διασαφηνίζοντας τον κάθε ειδικότερης φύσεως όρο, με το φόβο της περιορισμένης αντιληπτικότητας του αναγνώστη. Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστά η πρώτη ιστορία, που ξεκινάει, όπως το πρώτο μυθιστόρημά του, από μπαρ του αθηναϊκού κέντρου, εδώ των Εξαρχείων, με βάθος πεδίου την τρομοκρατία. Στην παλαιότερη ιστορία, δημοσιευμένη το 1998, η αφήγηση αφορμάται από την αμφιλεγόμενη αυτοκτονία του καταδιωκόμενου αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου. Στην πρόσφατη ιστορία, υπάρχουν δυο γραφές, με διαφορετικό τέλος, όπως προδίδει και το lapsus στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου. Εκείνη της πρώτης γραφής, που είχε ως φόντο τον χρονικά κοντινό της Δεκ. του 2008, και τη δεύτερη, με καταζητούμενο ακόμη τον Χριστόδουλο Ξηρό.
Αν, ωστόσο, δεν έχεις διαβάσει Λούκυ Λουκ, οπότε και δεν γνωρίζεις τους αδελφούς Ντάλτον, ούτε έχεις ακουστά τον αφελή κρεμανταλά Άβερελ, η περιγραφή του μπάρμαν μένει λειψή. Δεν γίνεται αντιληπτή η ειρωνεία του αφηγητή γύρω από το παρωνύμιο του μπάρμαν, που ξέπεσε από Άβελ σε Άβερελ. Αλλά και χωρίς αυτά, η σκιαγράφηση της νοοτροπίας του Ασφαλίτη και εκείνου της Αντιτρομοκρατικής, όπως και οι περιγραφές του μηχανιστικού τρόπου, που αυτές οι Υπηρεσίες προγραμματίζουν τη δράση τους, και του φαύλου κύκλου, στον οποίο κινούνται αναζητώντας ίχνη και ένοχους, συνθέτουν μία χιουμοριστική διακωμώδηση χωρίς σκωπτικές υπερβολές. Όπου προβάλλει και η αμφίσημη σχέση διώκτη και διωκόμενου. Παράλληλα, προστίθεται το προφίλ ενός ακόμη μπαρόβιου και της ιδιαίτερης σχέσης, που αναπτύσσει με τον χώρο. Θέμα που απαντάται συχνά σε αστυνομικά μυθιστορήματα και γενικότερα, ιστορίες κατασκοπείας αμερικανικής κοπής.
Περισσότερο κρυπτική η δεύτερη ιστορία της κρίσης, παρά τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του τίτλου της, «Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα». Αυτός, μαζί με το χρονογραφικού τύπου σκηνικό, με το οποίο ανοίγει η ιστορία, προδιαθέτουν για μία αφήγηση εξωστρεφούς διάθεσης, τοποθετημένη στο ρεαλιστικό πλαίσιο της αποδιοργανωμένης Αθήνας τη νύχτα της 12ης Φεβ. 2012, όταν οι φλόγες κατάπιναν τους κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων. Ανατρέποντας τις όποιες προσδοκίες, η ιστορία κινείται σε έναν ιδεολογικό χώρο μάλλον διανοητικό. Για την εικόνα της καμένης Πάρνηθας, όπου βρίσκεται το αυτοσχέδιονεκροταφείο σκύλων, η οποία αποτελεί το κυρίως σκηνικό, ο Κατσουλάρης δανείζεται την εφιαλτική ατμόσφαιρα της ταινίας «Χαμένη λεωφόρος» του Ντέηβιντ Λιντς, επαυξάνοντάς την με γηγενή στοιχεία, που φέρνουν προς κλίμα θρίλερ. Ωστόσο, η αφήγηση επικεντρώνεται στον αφηγητή, τον φίλο του και την κουβέντα τους, καθ’ οδό και στο Καταφύγιο. Προφανώς και οι δυο ανήκουν σε εκείνους που τοποθετούν “στην κλίμακα ζωής” τον σκύλο στην ίδια θέση με τον άνθρωπο, ειδάλλως δεν θα έπαιρναν μία τέτοια νύχτα τα βουνά για να θάψουν έναν σκύλο. Ο αφηγητής είναι ένας από τους πολυπληθείς, σήμερα πλέον, Αθηναίους κυνοτρόφους. Είχε παιδιόθεν τον σκύλο ως παρηγορητική συντροφιά. Ένα τέλος στις “σκυλοσχέσεις” του έβαλε μόνο όταν αποφάσισε να γίνει πατέρας.
Πραγματιστής, παραδέχεται πως “δεν θα έδινε τη ζωή του για τη ζωή ενός άλλού”. Ωστόσο, τον κλονίζει ο ιδεαλισμός του φίλου του, που βάζει “στην κλίμακα ζωής” τον άνθρωπο στο ίδιο ύψος, όχι μόνο με σύμπαντα τα ζώα, μέχρι και τους τερμίτες, αλλά και “τα φυτά και τα δέντρα”. Εκείνος πιστεύει στη “μυστική ζωή των φυτών” και στο φυτώριό του, αντί λιπασμάτων, δοκιμάζει για την ευδοκίμησή τους διαφορετικά είδη μουσικής. Τόσο πολυμαθής που περιγράφεται, μπορεί και να είχε διαβάσει το δοκίμιο «Η μεταμόρφωση των φυτών», που ο Γκαίτε συνέγραψε, στο “ταξίδι του στην Ιταλία”, μετά την επίσκεψή του στον Βοτανικό κήπο της Πάντοβα. Ο συγγραφέας πλάθει έναν ήρωα με μαθηματικό μυαλό, που, μετά την αυτοκτονία του πατέρα του, τότε ακόμη έφηβος, στρέφεται στην παραψυχολογία. Κατατρύχεται από την ιδέα, ότι ο πατρικός αυτοχειριασμός ήταν πράξη θυσίας για το δικό του καλό. Αυτό τον ωθεί σε προσπάθεια υπερκόσμιας επικοινωνίας μαζί του, με δίαυλο τα ηλεκτρομαγνητικά ρεύματα των δέντρων. Το τι μπορεί να συνέβη εκείνη τη νύχτα στην Πάρνηθα δεν το μαθαίνει ποτέ ο αφηγητής, καθώς ο συγγραφέας δεν διακινδυνεύει κάποια εικοτολογική φαντασίωση. Αντ’ αυτού, σαν αντανάκλαση της σχέσης εκείνου με τον θανόντα, δίνονται συμπαντικές διαστάσεις στην προσκόλληση του αφηγητή στο νεογνό του. Αυτό το καταληκτικό στρογγύλεμα, όπου γίνεται λόγος για “ένα συνεκτικό σύμπαν λουσμένο στο νόημα”, μάλλον αδικεί την ιστορία, που θα επιδεχόταν περαιτέρω άπλωμα.
Η τρίτη ιστορία είναι η ομότιτλη του βιβλίου, ωστόσο δεν λαμβάνει χώρα νύχτα. Ο τίτλος, κάπως απομυθοποιητικά, προσδιορίζεται ότι αναφέρεται στο φτηνότερο τιμολόγιο της ΔΕΗ για το “νυκτερινό ρεύμα”. Αυτό περιμένει η χήρα μητέρα του αφηγητή για να χρησιμοποιήσει το πλυντήριο πιάτων. Είναι η μόνη ιστορία, στην οποία μνημονεύεται η οικονομική δυσπραγία. Αν και παραμένει επουσιώδης, καθώς το θέμα της ιστορίας είναι η σχέση γιου-μητέρας και οι αμφίθυμες διακυμάνσεις της. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται καλός παρατηρητής των ανθρώπινων με τις ψηφίδες που συγκεντρώνει, εστιάζοντας σε κινήσεις, κουβέντες, ακόμη νεύματα ή και σιωπές. Έτσι αναδεικνύονται, στις εκατέρωθεν συμπεριφορές, τεχνάσματα και υποκριτικές στάσεις, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές. Από τα καλύτερα πρόσφατα διηγήματα γύρω από τη σχέση γιου με υπερήλικα μητέρα, είναι εκείνα του Τάσου Καλούτσα. Όπως το «Η ωραιότερη μέρα της», που είναι το ομότιτλο της τελευταίας ενδιαφέρουσας συλλογής του. Εκεί, η μητέρα συνιστά το εξαρτημένο μέλος του ζεύγους. Από αυτήν την άποψη, η ιστορία του Κατσουλάρη λειτουργεί συμπληρωματικά, αφού η κρίση φέρνει τη συνταξιούχο σε πλεονεκτικότερη θέση απέναντι στον άνεργο γιο.
Διαχωρίζουμε την δεύτερη ιστορία, καθώς δεν τοποθετείται στο θεματικό τόξο της κρίσης. Τη συστέγαση, ωστόσο, δικαιολογεί το γεγονός ότι κι αυτή εκτυλίσσεται νύχτα, σε μπαρ του αθηναϊκού κέντρου. Το κεντρικό πρόσωπο, πάντως, αυτή τη φορά γυναίκα, είναι “άνεργη και άφραγκη”. Πρόκειται για Θεσσαλονικιά, εκκολαπτόμενη συγγραφέα, που βρίσκεται στην Αθήνα για την παρουσίαση του πρώτου της βιβλίου, μία συλλογή διηγημάτων από Αθηναίο εκδότη. Στο μπαρ κάθεται “παρέα με κάποιον που θα μπορούσε να είναι πατέρας της”. Ο σκοπός, ωστόσο, δεν είναι πονηρός αλλά ιερός. Εκείνη τον ορίζει ως συγγραφική έρευνα για το θέμα της, που είναι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και ακούει υπομονετικά τον μεσήλικα συνοδό της, παντρεμένο με τρία τέκνα, να της αφηγείται μια ιστορία απιστίας, την οποία και καταγράφει, διανθισμένη με όσα πιπεράτα η ίδια διαλογίζεται. Στην ιστορία του θα ταίριαζε ως τίτλος το μότο του προηγούμενου βιβλίου του Κατσουλάρη, της νουβέλας, «Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου»: “Χρειάζονται τρεις για να γίνει ένα παιδί”. Μόνο που εδώ, αυτό το δάνειο από τον Έντουαρντ Έστλιν Κάμινγκς θα σήμαινε πολλά περισσότερα.
Η ιστορία συγγενεύει με τη νουβέλα, όχι μόνο θεματικά, αλλά και ως προς τη θυμική διάθεση. Και στις δυο περιπτώσεις, ο αφηγητής αυτοσαρκάζεται και ειρωνεύεται. Στην πρόσφατη ιστορία, το αποτέλεσμα είναι μία ανάλαφρη όσο και επίκαιρη σάτιρα των σεξουαλικών σχέσεων, μέσα στο συγκεχυμένο τοπίο, που έχουν διαμορφώσει οι αμφίσημες ή και πολυδύναμες νεόκοπες φυλετικές ταυτότητες. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη τάση των νεότερων, ο Κατσουλάρης διατηρεί τους πλάγιους υπαινικτικούς τρόπους των ηλικιακά μεγαλύτερών του συγγραφέων. Αυτό αποβαίνει σημαντικό, σε μία εποχή που ο λόγος της προβαλλόμενης από τον Τύπο λογοτεχνίας κραυγάζει.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/5/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου