Ρώμος Φιλύρας
«Ποιήματα
Άπαντα τα ευρεθέντα»
Τόμοι Α΄- Β΄
Φιλολογική επιμέλεια
Χ. Λ. Καράογλου-Α. Ξυνογαλά
Εκδ. University Studio Press
Μάρτιο 2013, όταν ξεκινούσε μετά φανών και λαμπάδων το Έτος Καβάφη, κυκλοφόρησαν τα δίτομα Άπαντα Ρώμου Φιλύρα. Το εισαγωγικό σημείωμα των επιμελητών φέρει ημερομηνία Μάιος 2012. Αν η έκδοση δεν καθυστερούσε στο Τυπογραφείο, θα συνέπιπτε με την επέτειο των 70 χρόνων από το θάνατο του Φιλύρα, στις 9 Σεπ. 1942. Αλλά ακόμη κι αν δεν καθυστερούσε, ποιος από εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις για τους επετειακούς πανηγυρισμούς, θα διανοείτο Έτος Φιλύρα; Το 2012, είχε κηρυχτεί Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου. Σεπτέμβριο 2014, ενώ τα μεθεόρτια του Έτους Καβάφη συνεχίζονταν, με δράσεις προς αναζωπύρωση της δημοφιλίας του Αλεξανδρινού, εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των Απάντων Τέλλου Άγρα. Εβδομήντα χρόνια από τον θάνατο του Άγρα, ουδείς θα σκεφτόταν Έτος Άγρα, κι ας ήταν ορφανό επετείου επιφανούς, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, το 2014. Αλλά για Άγρα και Φιλύρα θα συζητούμε, όταν δεν υπήρξε Έτος Καρυωτάκη; Και καλά το 1998, που συμπληρώνονταν 70 χρόνια από την αυτοκτονία του, να δοθεί στον Σολωμό. Το 2008, όμως, γιατί να έχει το προβάδισμα ο Καραγάτσης; Η απάντηση είναι προφανής. Η γενιά του ’30, ακόμη περισσότερο ο Καβάφης, ενδιαφέρει. Ενώ για τη γενιά του ’20 υπάρχει μόνο, όσο υπάρχει, γραμματολογικό ενδιαφέρον.
Τη γενιά του ’20 την αποκαλούν και “γενιά του Καρυωτάκη”, αιτιολογώντας εν μέρει τον παραμερισμό της με τα βιογραφικά στοιχεία των ποιητών που την αποτελούν, όπου συμβάλλουν και όσα γράφουν γι’ αυτούς οι ιστορικοί της νεοελληνικής γραμματολογίας. Αν, όμως, το ζητούμενο είναι η επανεκτίμηση ορισμένων ποιητών αυτής της γενιάς, δεν αρκεί το “νοικοκύρεμα” του έργου τους. Απαιτείται εκ νέου θεώρηση των δεδομένων προς απαλλαγή από την παγιωμένη εικόνα που τους ακολουθεί μέχρι σήμερα. Η όποια επανεξέταση προϋποθέτει την αποφυγή για τη γενιά παρόμοιων απλοποιητικών ονομασιών. Αυτή η πρώτη ομάδα ποιητών του Μεσοπολέμου δεν συνοψίζεται ως γενιά του ενός ποιητή, όπως, άλλωστε, δεν συνοψίζεται η γενιά του 1880 ή η γενιά του ’30. Ανεξάρτητα αν ο Καρυωτάκης, μετά την αυτοκτονία του και ως ένα βαθμό χάρις σε αυτήν, έχει αποτιμηθεί ως “ο σημαντικότερος κι αντιπροσωπευτικότερος”. Όσο για τις παρατηρήσεις των Ιστορικών, ότι πρόκειται για “μια γενιά που έχει συνείδηση της ανεπάρκειάς της μπροστά στα μεγάλα προβλήματα της ζωής” ή που υιοθέτησε στάση παραίτησης, αυτές, ως γενικευμένες διατυπώσεις, δείχνουν μάλλον άστοχες. Ως προς τι, όμως, διαφέρουν οι εν λόγω “ποιητές της Αθήνας” και κατ’ επέκταση το έργο τους από τον Καβάφη, ώστε, σήμερα, να μην συγκινούν, ενώ ο Αλεξανδρινός βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος; Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Καβάφης, όταν αποφαίνεται για τους ομότεχνούς του της Αθήνας: “Είναι ρομαντικοί! Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!”
Από μιας αρχής, ο ρομαντισμός, από τα Παρίσια, μεταλαμπαδεύτηκε στην Αθήνα και εδώ ρίζωσε. Η Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή είναι αυτή των ρομαντικών ποιητών. Την διαδέχεται η Νέα Αθηναϊκή Σχολή, που αντιστοιχεί στη γενιά του 1880 και η οποία αντιμάχεται τις υπερβολές του ρομαντισμού. Αυτή αποβαίνει μία δυναμική γενιά που σβήνει την προηγούμενη. Οι κατά Καβάφη ρομαντικοί αποτέλεσαν “την αθηναϊκή σχολή του νεορομαντισμού και νεοσυμβολισμού”. Το πρόθεμα “νέο” επιστρατεύεται κάθε φορά που ένας παλαιότερος χαρακτηρισμός εξυπηρετεί μεν, αλλά απαλλαγμένος από τις τυχόν αρνητικές φορτίσεις. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μία Δεύτερη Αθηναϊκή Σχολή. Αντίστοιχα, αυτήν τη γενιά των νεορομαντικών την διαδέχεται μία Δεύτερη Νέα Αθηναϊκή Σχολή, που είναι η γενιά το ’30. Και πάλι, μία δυναμική γενιά που σβήνει την προηγούμενη. Νομοτελειακά θα αναμενόταν η επόμενη να είναι γενιά παραιτημένων και όχι η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλλά φαίνεται πως στην περίπτωσή της στάθηκε καθοριστικός ο ρόλος της αριστερής ιδεολογίας, που αποτρέπει απαισιόδοξες ροπές, επιτάσσοντας σθένος και μαχητικότητα. Στην έλξη, ωστόσο, που ασκεί σε κάποιους αυτής της γενιάς η ποίηση των νεορομαντικών, διαφαίνεται η ρομαντική τους διάθεση. Στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Χ. Λ. Καράογλου εξομολογείται ότι τον πρώτο σπόρο για τα Άπαντα Ρώμου Φιλύρα τον έβαλε ο Γ. Π. Σαββίδης. Εκείνος είχε επισημάνει την ανάγκη μιας έκδοσης των ποιημάτων του Φιλύρα, κι αυτό, καθόλου τυχαία, λίγο μετά την κυκλοφορία της ανθολογίας «Χαμηλή φωνή» του Μανόλη Αναγνωστάκη, στην οποία ο Φιλύρας, όπως και ο Μελαχρινός, ανθολογείται με 10 ποιήματα, ενώ ο Άγρας με 17 και ο Καρυωτάκης με 15.
Αναμφιβόλως, οι πρώτοι ρομαντικοί και οι μετέπειτα, οι αποκαλούμενοι νεορομαντικοί, απέχουν. Γιατί, όμως, ο ρομαντισμός των δεύτερων να χαρακτηρίζεται “άρρωστος”; Είθισται να τους περιγράφουν ως “αυτόχειρες, εραστές της ηδονής και των τεχνητών παραδείσων”. Αυτή η φράση αποδίδει μία συνολική εικόνα ή μήπως είναι ένα στερεότυπο, που καλλιεργήθηκε από τον βίο και την πολιτεία των γνωστότερων, αδικώντας κάποιους από τους καλύτερους της ομάδας; Συμβαίνει συχνά οι αποφάνσεις για ένα σύνολο προσώπων να στηρίζονται σε ένα δυο, διασημότερες, περιπτώσεις. Όλους και όλους δυο αυτόχειρες μετράει η γενιά. Αλλά και σε αυτούς δεν αντιστοιχεί η αίγλη του ρομαντικού αυτόχειρα, που τους αποδόθηκε. Εθελούσια έξοδος από την πενία της Κατοχής, όπως το πρόσφατο κύμα αυτοκτονιών, ήταν εκείνη του Λαπαθιώτη. Κατά μία ερμηνεία, το ίδιο ισχύει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Έβλεπε “την άβυσσο που ερχόταν”, ήδη από το 1923, που δημοσιεύει το «Τραγούδι της παραφροσύνης». Ιδίοις όμμασι το διαπιστώνει το 1926, που επισκέπτεται στο Δρομοκαΐτειο τον φίλο του Ρώμο Φιλύρα. Εικάζεται, πως συμπτωματικά, την ίδια εποχή, αρχές της δεκαετίας του ’20, “αγορασμένες φίλες” τους έδιναν μαζί με “τα φευγαλέα χείλη” την «Ώχρα σπειροχαίτη». Η συμπόρευση Φιλύρα-Καρυωτάκη ξεκινάει από το 1912 και το περιοδικό «Εικονογραφημένος Παρνασσός», όπου ο Φιλύρας, 24χρονος, είναι αρχισυντάκτης και ο Καρυωτάκης, 16χρονος, αναγνώστης αρχικά και μετά συνεργάτης, με ποιήματα που “συνομιλούν” με εκείνα της πρώτης συλλογής του Φιλύρα, «Ρόδα στον αφρό». Ο Κώστας Στεργιόπουλος σχολιάζει αναλυτικά την έκταση της “συνομιλίας” τους.
Εκτός από τους δυο αυτόχειρες, μετρημένοι είναι και οι “εραστές των τεχνητών παραδείσων” της γενιάς, μόλις δυο, Λαπαθιώτης και Μήτσος Παπανικολάου. Πιθανώς, για κάποιο διάστημα, να είχε εξοκείλει και ο Καίσαρ Εμμανουήλ. Ας μην γενικεύουμε, με βάση το πρότυπο, που αποτέλεσαν οι κορυφαίες περιπτώσεις των Γάλλων ποιητών. Ούτε αυτόχειρες, ούτε “εραστές της ηδονής”, οι Άγρας και Φιλύρας. Κατά τα άλλα, μόνο εποχές άκρως λογοκρατούμενες διαχωρίζουν τον ρομαντισμό σε υγιή και νοσηρό. Αλλά και πάλι, γιατί ο ρομαντισμός της τριάδας Καρυωτάκη-Άγρα-Φιλύρα ήταν “άρρωστος”; Γνήσια ρομαντικοί στάθηκαν, όπως δείχνουν περίλαμπρα τα ψευδώνυμα των δυο, που, με αυτά, αμφότεροι καταγράφτηκαν στις δέλτους της Λογοτεχνίας. Απόρροια πατριωτικού ενθουσιασμού του πρώτου, γερμανικού ρομαντισμού του δεύτερου.
Το αρχικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου ήταν “Κορινθιακόν κύμα”, εγκεκριμένο από τον Ξενόπουλο, που κωδικά σήμαινε συμμετοχή στη «Διάπλαση των παίδων». Αυτά το 1901, όταν, 13χρονος, βρισκόταν ακόμη στη γενέτειρά του, το Κιάτο Κορινθίας. Σε αντίθεση με τον Άγρα, εγκατέλειψε γρήγορα ψευδώνυμο και περιοδικό. Την επόμενη χρονιά, με την οικογενειακή μετοικεσία στον Πειραιά, γνώρισε τον Χιώτη Δημήτρη Σύψωμο, που, το 1884, είχε έρθει στον Πειραιά από τη Σύρο. Το 1902, ήταν ήδη γνωστός ποιητής, με το ψευδώνυμο Λάμπρος Πορφύρας. Δική του επινόηση το ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας, με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε ο Οικονομόπουλος, μόλις 14χρονος, με το ποίημα «Ροδόφυλλα», στο «Νουμά».
Ενώ, το Λάμπρος Πορφύρας είναι μονοσήμαντα σολωμικό, το Φιλύρας παραπέμπει εις τριπλούν στον γερμανικό ρομαντισμό. Στο μεσαιωνικό ποίημα «Υπό τας φιλύρας», ερωτικό τραγούδι του λυρικού Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε, στο στοχαστικό διάλογο του Σίλλερ, «Ο περίπατος υπό τας φιλύρας», και στο ρομαντικό ρομάντσο του Αλφόνσου Καρρ, «Υπό τας φιλύρας». Αυτό το τελευταίο, έκδοση του 1832, μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1884, και πάλι το 1916, αυτήν τη φορά, από τον Πολέμη. Όσο για το Ρώμος, από το Ρέμος και Ρωμύλος, φαίνεται να προσγειώνει το επίθετο στα καθ’ ημάς.
Το μεσαιωνικό τραγούδι αφηγείται τον έρωτα ενός ζευγαριού “unter der linde / an der heide”, με μοναδική παρουσία ένα αηδόνι. Το πρώτο ποίημα, που δημοσιεύει ο Φιλύρας, με το όνομά του, 11χρονος, στο παιδικό περιοδικό «Η Χαρά» του Κωνσταντίνου Γαλάνη, στο χωριό Ψάρι του Δήμου Στυμφαλίας, έχει συμπτωματικά τον τίτλο «Αηδόνι». Στον αστερισμό εκείνου του τραγουδιού, με ορίζουσες τη φύση και τον ιδεόπλαστο έρωτα, κινείται το πρώτο “ποιητικό βιβλίο”, που εξέδωσε το 1911. Αυτό, μαζί με τα άλλα πέντε “ποιητικά βιβλία”, που εξέδωσε μέχρι το 1923, και το πεζό, «Ο θεατρίνος της ζωής», που τυπώνει το 1916, αποτελούν τον πρώτο τόμο των Απάντων του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη, το 1939, με εκτενή εισαγωγή και επιμέλεια του Αιμίλιου Χουρμούζιου. Στη συνέχεια, ο Χουρμούζιος συγκέντρωσε αδημοσίευτα ποιήματα του Φιλύρα με την προοπτική επόμενων, ενός ή και δυο, τόμων. Αυτή η συνέχεια δεν πραγματοποιήθηκε, ούτε τα χειρόγραφα, που συνέλεξε, διασώθηκαν.
Ο Καράογλου αναφέρει, πως, στις 29 και 31 Αυγ. 1938, δημοσιεύεται προαγγελία ανθολογίας Φιλύρα με πρόλογο Μιλτιάδη Μαλακάση, που ποτέ δεν εκδόθηκε. Ενώ, στις 14 Μαρ. 1939, αναγγέλλεται η έκδοση των Απάντων. Τότε, υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ Μαλακάση και Χουρμούζιου. Ο πρώτος υποστήριζε ότι χρειαζόταν “ξεκαθάρισμα” της ποιητικής παραγωγής του Φιλύρα, ενώ ο δεύτερος “περιμάζεμα”. Ούτε τότε, πόσω μάλλον σήμερα, στέκει η άποψη του Μαλακάση. Καταρχήν συγκεντρώνεται ένα ποιητικό σώμα, κατά το δυνατό πληρέστερο, και στη συνέχεια, συγκροτούνται ανθολογίες. Δεδομένου ότι το μεν πρώτο είναι σταθερό, ενώ η όποια ανθολόγηση εκφράζει την κρατούσα αισθητική εκάστης εποχής. Η κατάρτιση Απάντων και Βιβλιογραφιών είναι οι δυο πρωταρχικές και απαραίτητες φιλολογικές εργασίες, στις οποίες η νεοελληνική γραμματολογία υστερεί. Απόδειξη το πόσο άργησαν τα Άπαντα Φιλύρα. Και πάλι, σύμφωνα με τον τίτλο, πρόκειται για “Άπαντα τα ευρεθέντα”. Οι επιμελητές, παρά τις επίμοχθες προσπάθειες, για τις οποίες ιδεάζουν εισαγωγικά, έχουν τη βεβαιότητα πως λανθάνουν δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά και αδημοσίευτα αυτόγραφα. Στον πρώτο τόμο, συγκεντρώνονται, σε ένα πρώτο μέρος, τα έξι “ποιητικά βιβλία” του Φιλύρα και σε ένα δεύτερο, τα «Παραλειπόμενα», δηλαδή όσα δημοσίευσε αυτήν την πρώτη περίοδο αλλά δεν τα συμπεριέλαβε στα “ποιητικά βιβλία” του. Στον δεύτερο τόμο, συγκεντρώνονται τα δημοσιευμένα από το 1923 μέχρι τον θάνατό του και τα ευρεθέντα αδημοσίευτα. Προβλέπονται ευρετήρια τίτλων και πρώτων στίχων, καθώς και γλωσσάρι. Πιστεύουμε ότι θα βοηθούσε και ένα ευρετήριο περιοδικών.
Μένει η απορία τι απόγινε εκείνη η ανθολογία, αλλά και πώς συνέβη, ο ίδιος εκδοτικός οίκος να προαναγγέλλει ανθολογία Μαλακάση και έξι μήνες μετά, να εκδίδει Άπαντα Χουρμούζιου. Πιστεύουμε πως μερική απάντηση προσφέρουν οι περιπέτειες που έχει ο εκδότης Κώστας Γκοβόστης με την Ασφάλεια του μεταξικού καθεστώτος. Καταστροφή του στοκ των βιβλίων, όπου πιθανώς συμπεριλαμβάνεται η ανθολογία, και δική του φυλάκιση. Με την επανεκκίνηση του εκδοτικού οίκου, μπορεί να είχε την έμπνευση να περισυλλέξει το διάσπαρτο έργο του Φιλύρα, ξεκινώντας από την επανέκδοση των βιβλίων του, γι’ αυτό απευθύνεται στον Χουρμούζιο, συνεργάτη του από την εποχή του περιοδικού «Πρωτοπόροι».
Πολύτιμες αποβαίνουν οι σημειώσεις, που συνοδεύουν τα ποιήματα. Εκτός από το σχολιασμό των λεκτικών και φραστικών παραλλαγών στις διαδοχικές δημοσιεύσεις, αποκαθίσταται η χρονολογική σειρά δημοσίευσης των ποιημάτων, που ο Φιλύρας δεν κρατάει στις ποιητικές συλλογές. Για παράδειγμα, τα ποιήματα «Το κοιμήτηρι» και «Στρατός», δημοσιευμένα αντιστοίχως, το 1904 και το 1907, αντανακλούν τα δεινά της εποχής. Όσο αφορά τις χρονολογίες έκδοσης των ποιητικών συλλογών του Φιλύρα, οι πραγματικές μπορεί να αποκλίνουν λίγο των αναγραφόμενων. Για παράδειγμα, η δεύτερη, «Γυρισμοί», με χρονολογία 1919, θα πρέπει να εκδόθηκε φθινόπωρο 1918, αφού ο Π. Ταγκόπουλος την σχολιάζει Νοέ. 1918.
Ας κλείσουμε εδώ, γιατί η περίπτωση Φιλύρα, με αφορμή τη δίτομη έκδοση, επιδέχεται αρκετό ακόμη σχολιασμό. Εξάλλου, δεν φιλοδοξούμε να κάνουμε κάποιο είδος αναδιάταξης στα φιλολογικά πράγματα.
«Ποιήματα
Άπαντα τα ευρεθέντα»
Τόμοι Α΄- Β΄
Φιλολογική επιμέλεια
Χ. Λ. Καράογλου-Α. Ξυνογαλά
Εκδ. University Studio Press
Μάρτιο 2013, όταν ξεκινούσε μετά φανών και λαμπάδων το Έτος Καβάφη, κυκλοφόρησαν τα δίτομα Άπαντα Ρώμου Φιλύρα. Το εισαγωγικό σημείωμα των επιμελητών φέρει ημερομηνία Μάιος 2012. Αν η έκδοση δεν καθυστερούσε στο Τυπογραφείο, θα συνέπιπτε με την επέτειο των 70 χρόνων από το θάνατο του Φιλύρα, στις 9 Σεπ. 1942. Αλλά ακόμη κι αν δεν καθυστερούσε, ποιος από εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις για τους επετειακούς πανηγυρισμούς, θα διανοείτο Έτος Φιλύρα; Το 2012, είχε κηρυχτεί Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου. Σεπτέμβριο 2014, ενώ τα μεθεόρτια του Έτους Καβάφη συνεχίζονταν, με δράσεις προς αναζωπύρωση της δημοφιλίας του Αλεξανδρινού, εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των Απάντων Τέλλου Άγρα. Εβδομήντα χρόνια από τον θάνατο του Άγρα, ουδείς θα σκεφτόταν Έτος Άγρα, κι ας ήταν ορφανό επετείου επιφανούς, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, το 2014. Αλλά για Άγρα και Φιλύρα θα συζητούμε, όταν δεν υπήρξε Έτος Καρυωτάκη; Και καλά το 1998, που συμπληρώνονταν 70 χρόνια από την αυτοκτονία του, να δοθεί στον Σολωμό. Το 2008, όμως, γιατί να έχει το προβάδισμα ο Καραγάτσης; Η απάντηση είναι προφανής. Η γενιά του ’30, ακόμη περισσότερο ο Καβάφης, ενδιαφέρει. Ενώ για τη γενιά του ’20 υπάρχει μόνο, όσο υπάρχει, γραμματολογικό ενδιαφέρον.
Τη γενιά του ’20 την αποκαλούν και “γενιά του Καρυωτάκη”, αιτιολογώντας εν μέρει τον παραμερισμό της με τα βιογραφικά στοιχεία των ποιητών που την αποτελούν, όπου συμβάλλουν και όσα γράφουν γι’ αυτούς οι ιστορικοί της νεοελληνικής γραμματολογίας. Αν, όμως, το ζητούμενο είναι η επανεκτίμηση ορισμένων ποιητών αυτής της γενιάς, δεν αρκεί το “νοικοκύρεμα” του έργου τους. Απαιτείται εκ νέου θεώρηση των δεδομένων προς απαλλαγή από την παγιωμένη εικόνα που τους ακολουθεί μέχρι σήμερα. Η όποια επανεξέταση προϋποθέτει την αποφυγή για τη γενιά παρόμοιων απλοποιητικών ονομασιών. Αυτή η πρώτη ομάδα ποιητών του Μεσοπολέμου δεν συνοψίζεται ως γενιά του ενός ποιητή, όπως, άλλωστε, δεν συνοψίζεται η γενιά του 1880 ή η γενιά του ’30. Ανεξάρτητα αν ο Καρυωτάκης, μετά την αυτοκτονία του και ως ένα βαθμό χάρις σε αυτήν, έχει αποτιμηθεί ως “ο σημαντικότερος κι αντιπροσωπευτικότερος”. Όσο για τις παρατηρήσεις των Ιστορικών, ότι πρόκειται για “μια γενιά που έχει συνείδηση της ανεπάρκειάς της μπροστά στα μεγάλα προβλήματα της ζωής” ή που υιοθέτησε στάση παραίτησης, αυτές, ως γενικευμένες διατυπώσεις, δείχνουν μάλλον άστοχες. Ως προς τι, όμως, διαφέρουν οι εν λόγω “ποιητές της Αθήνας” και κατ’ επέκταση το έργο τους από τον Καβάφη, ώστε, σήμερα, να μην συγκινούν, ενώ ο Αλεξανδρινός βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος; Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Καβάφης, όταν αποφαίνεται για τους ομότεχνούς του της Αθήνας: “Είναι ρομαντικοί! Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!”
Από μιας αρχής, ο ρομαντισμός, από τα Παρίσια, μεταλαμπαδεύτηκε στην Αθήνα και εδώ ρίζωσε. Η Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή είναι αυτή των ρομαντικών ποιητών. Την διαδέχεται η Νέα Αθηναϊκή Σχολή, που αντιστοιχεί στη γενιά του 1880 και η οποία αντιμάχεται τις υπερβολές του ρομαντισμού. Αυτή αποβαίνει μία δυναμική γενιά που σβήνει την προηγούμενη. Οι κατά Καβάφη ρομαντικοί αποτέλεσαν “την αθηναϊκή σχολή του νεορομαντισμού και νεοσυμβολισμού”. Το πρόθεμα “νέο” επιστρατεύεται κάθε φορά που ένας παλαιότερος χαρακτηρισμός εξυπηρετεί μεν, αλλά απαλλαγμένος από τις τυχόν αρνητικές φορτίσεις. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μία Δεύτερη Αθηναϊκή Σχολή. Αντίστοιχα, αυτήν τη γενιά των νεορομαντικών την διαδέχεται μία Δεύτερη Νέα Αθηναϊκή Σχολή, που είναι η γενιά το ’30. Και πάλι, μία δυναμική γενιά που σβήνει την προηγούμενη. Νομοτελειακά θα αναμενόταν η επόμενη να είναι γενιά παραιτημένων και όχι η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλλά φαίνεται πως στην περίπτωσή της στάθηκε καθοριστικός ο ρόλος της αριστερής ιδεολογίας, που αποτρέπει απαισιόδοξες ροπές, επιτάσσοντας σθένος και μαχητικότητα. Στην έλξη, ωστόσο, που ασκεί σε κάποιους αυτής της γενιάς η ποίηση των νεορομαντικών, διαφαίνεται η ρομαντική τους διάθεση. Στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Χ. Λ. Καράογλου εξομολογείται ότι τον πρώτο σπόρο για τα Άπαντα Ρώμου Φιλύρα τον έβαλε ο Γ. Π. Σαββίδης. Εκείνος είχε επισημάνει την ανάγκη μιας έκδοσης των ποιημάτων του Φιλύρα, κι αυτό, καθόλου τυχαία, λίγο μετά την κυκλοφορία της ανθολογίας «Χαμηλή φωνή» του Μανόλη Αναγνωστάκη, στην οποία ο Φιλύρας, όπως και ο Μελαχρινός, ανθολογείται με 10 ποιήματα, ενώ ο Άγρας με 17 και ο Καρυωτάκης με 15.
Αναμφιβόλως, οι πρώτοι ρομαντικοί και οι μετέπειτα, οι αποκαλούμενοι νεορομαντικοί, απέχουν. Γιατί, όμως, ο ρομαντισμός των δεύτερων να χαρακτηρίζεται “άρρωστος”; Είθισται να τους περιγράφουν ως “αυτόχειρες, εραστές της ηδονής και των τεχνητών παραδείσων”. Αυτή η φράση αποδίδει μία συνολική εικόνα ή μήπως είναι ένα στερεότυπο, που καλλιεργήθηκε από τον βίο και την πολιτεία των γνωστότερων, αδικώντας κάποιους από τους καλύτερους της ομάδας; Συμβαίνει συχνά οι αποφάνσεις για ένα σύνολο προσώπων να στηρίζονται σε ένα δυο, διασημότερες, περιπτώσεις. Όλους και όλους δυο αυτόχειρες μετράει η γενιά. Αλλά και σε αυτούς δεν αντιστοιχεί η αίγλη του ρομαντικού αυτόχειρα, που τους αποδόθηκε. Εθελούσια έξοδος από την πενία της Κατοχής, όπως το πρόσφατο κύμα αυτοκτονιών, ήταν εκείνη του Λαπαθιώτη. Κατά μία ερμηνεία, το ίδιο ισχύει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Έβλεπε “την άβυσσο που ερχόταν”, ήδη από το 1923, που δημοσιεύει το «Τραγούδι της παραφροσύνης». Ιδίοις όμμασι το διαπιστώνει το 1926, που επισκέπτεται στο Δρομοκαΐτειο τον φίλο του Ρώμο Φιλύρα. Εικάζεται, πως συμπτωματικά, την ίδια εποχή, αρχές της δεκαετίας του ’20, “αγορασμένες φίλες” τους έδιναν μαζί με “τα φευγαλέα χείλη” την «Ώχρα σπειροχαίτη». Η συμπόρευση Φιλύρα-Καρυωτάκη ξεκινάει από το 1912 και το περιοδικό «Εικονογραφημένος Παρνασσός», όπου ο Φιλύρας, 24χρονος, είναι αρχισυντάκτης και ο Καρυωτάκης, 16χρονος, αναγνώστης αρχικά και μετά συνεργάτης, με ποιήματα που “συνομιλούν” με εκείνα της πρώτης συλλογής του Φιλύρα, «Ρόδα στον αφρό». Ο Κώστας Στεργιόπουλος σχολιάζει αναλυτικά την έκταση της “συνομιλίας” τους.
Εκτός από τους δυο αυτόχειρες, μετρημένοι είναι και οι “εραστές των τεχνητών παραδείσων” της γενιάς, μόλις δυο, Λαπαθιώτης και Μήτσος Παπανικολάου. Πιθανώς, για κάποιο διάστημα, να είχε εξοκείλει και ο Καίσαρ Εμμανουήλ. Ας μην γενικεύουμε, με βάση το πρότυπο, που αποτέλεσαν οι κορυφαίες περιπτώσεις των Γάλλων ποιητών. Ούτε αυτόχειρες, ούτε “εραστές της ηδονής”, οι Άγρας και Φιλύρας. Κατά τα άλλα, μόνο εποχές άκρως λογοκρατούμενες διαχωρίζουν τον ρομαντισμό σε υγιή και νοσηρό. Αλλά και πάλι, γιατί ο ρομαντισμός της τριάδας Καρυωτάκη-Άγρα-Φιλύρα ήταν “άρρωστος”; Γνήσια ρομαντικοί στάθηκαν, όπως δείχνουν περίλαμπρα τα ψευδώνυμα των δυο, που, με αυτά, αμφότεροι καταγράφτηκαν στις δέλτους της Λογοτεχνίας. Απόρροια πατριωτικού ενθουσιασμού του πρώτου, γερμανικού ρομαντισμού του δεύτερου.
Το αρχικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου ήταν “Κορινθιακόν κύμα”, εγκεκριμένο από τον Ξενόπουλο, που κωδικά σήμαινε συμμετοχή στη «Διάπλαση των παίδων». Αυτά το 1901, όταν, 13χρονος, βρισκόταν ακόμη στη γενέτειρά του, το Κιάτο Κορινθίας. Σε αντίθεση με τον Άγρα, εγκατέλειψε γρήγορα ψευδώνυμο και περιοδικό. Την επόμενη χρονιά, με την οικογενειακή μετοικεσία στον Πειραιά, γνώρισε τον Χιώτη Δημήτρη Σύψωμο, που, το 1884, είχε έρθει στον Πειραιά από τη Σύρο. Το 1902, ήταν ήδη γνωστός ποιητής, με το ψευδώνυμο Λάμπρος Πορφύρας. Δική του επινόηση το ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας, με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε ο Οικονομόπουλος, μόλις 14χρονος, με το ποίημα «Ροδόφυλλα», στο «Νουμά».
Ενώ, το Λάμπρος Πορφύρας είναι μονοσήμαντα σολωμικό, το Φιλύρας παραπέμπει εις τριπλούν στον γερμανικό ρομαντισμό. Στο μεσαιωνικό ποίημα «Υπό τας φιλύρας», ερωτικό τραγούδι του λυρικού Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε, στο στοχαστικό διάλογο του Σίλλερ, «Ο περίπατος υπό τας φιλύρας», και στο ρομαντικό ρομάντσο του Αλφόνσου Καρρ, «Υπό τας φιλύρας». Αυτό το τελευταίο, έκδοση του 1832, μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1884, και πάλι το 1916, αυτήν τη φορά, από τον Πολέμη. Όσο για το Ρώμος, από το Ρέμος και Ρωμύλος, φαίνεται να προσγειώνει το επίθετο στα καθ’ ημάς.
Το μεσαιωνικό τραγούδι αφηγείται τον έρωτα ενός ζευγαριού “unter der linde / an der heide”, με μοναδική παρουσία ένα αηδόνι. Το πρώτο ποίημα, που δημοσιεύει ο Φιλύρας, με το όνομά του, 11χρονος, στο παιδικό περιοδικό «Η Χαρά» του Κωνσταντίνου Γαλάνη, στο χωριό Ψάρι του Δήμου Στυμφαλίας, έχει συμπτωματικά τον τίτλο «Αηδόνι». Στον αστερισμό εκείνου του τραγουδιού, με ορίζουσες τη φύση και τον ιδεόπλαστο έρωτα, κινείται το πρώτο “ποιητικό βιβλίο”, που εξέδωσε το 1911. Αυτό, μαζί με τα άλλα πέντε “ποιητικά βιβλία”, που εξέδωσε μέχρι το 1923, και το πεζό, «Ο θεατρίνος της ζωής», που τυπώνει το 1916, αποτελούν τον πρώτο τόμο των Απάντων του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη, το 1939, με εκτενή εισαγωγή και επιμέλεια του Αιμίλιου Χουρμούζιου. Στη συνέχεια, ο Χουρμούζιος συγκέντρωσε αδημοσίευτα ποιήματα του Φιλύρα με την προοπτική επόμενων, ενός ή και δυο, τόμων. Αυτή η συνέχεια δεν πραγματοποιήθηκε, ούτε τα χειρόγραφα, που συνέλεξε, διασώθηκαν.
Ο Καράογλου αναφέρει, πως, στις 29 και 31 Αυγ. 1938, δημοσιεύεται προαγγελία ανθολογίας Φιλύρα με πρόλογο Μιλτιάδη Μαλακάση, που ποτέ δεν εκδόθηκε. Ενώ, στις 14 Μαρ. 1939, αναγγέλλεται η έκδοση των Απάντων. Τότε, υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ Μαλακάση και Χουρμούζιου. Ο πρώτος υποστήριζε ότι χρειαζόταν “ξεκαθάρισμα” της ποιητικής παραγωγής του Φιλύρα, ενώ ο δεύτερος “περιμάζεμα”. Ούτε τότε, πόσω μάλλον σήμερα, στέκει η άποψη του Μαλακάση. Καταρχήν συγκεντρώνεται ένα ποιητικό σώμα, κατά το δυνατό πληρέστερο, και στη συνέχεια, συγκροτούνται ανθολογίες. Δεδομένου ότι το μεν πρώτο είναι σταθερό, ενώ η όποια ανθολόγηση εκφράζει την κρατούσα αισθητική εκάστης εποχής. Η κατάρτιση Απάντων και Βιβλιογραφιών είναι οι δυο πρωταρχικές και απαραίτητες φιλολογικές εργασίες, στις οποίες η νεοελληνική γραμματολογία υστερεί. Απόδειξη το πόσο άργησαν τα Άπαντα Φιλύρα. Και πάλι, σύμφωνα με τον τίτλο, πρόκειται για “Άπαντα τα ευρεθέντα”. Οι επιμελητές, παρά τις επίμοχθες προσπάθειες, για τις οποίες ιδεάζουν εισαγωγικά, έχουν τη βεβαιότητα πως λανθάνουν δημοσιευμένα ποιήματα, αλλά και αδημοσίευτα αυτόγραφα. Στον πρώτο τόμο, συγκεντρώνονται, σε ένα πρώτο μέρος, τα έξι “ποιητικά βιβλία” του Φιλύρα και σε ένα δεύτερο, τα «Παραλειπόμενα», δηλαδή όσα δημοσίευσε αυτήν την πρώτη περίοδο αλλά δεν τα συμπεριέλαβε στα “ποιητικά βιβλία” του. Στον δεύτερο τόμο, συγκεντρώνονται τα δημοσιευμένα από το 1923 μέχρι τον θάνατό του και τα ευρεθέντα αδημοσίευτα. Προβλέπονται ευρετήρια τίτλων και πρώτων στίχων, καθώς και γλωσσάρι. Πιστεύουμε ότι θα βοηθούσε και ένα ευρετήριο περιοδικών.
Μένει η απορία τι απόγινε εκείνη η ανθολογία, αλλά και πώς συνέβη, ο ίδιος εκδοτικός οίκος να προαναγγέλλει ανθολογία Μαλακάση και έξι μήνες μετά, να εκδίδει Άπαντα Χουρμούζιου. Πιστεύουμε πως μερική απάντηση προσφέρουν οι περιπέτειες που έχει ο εκδότης Κώστας Γκοβόστης με την Ασφάλεια του μεταξικού καθεστώτος. Καταστροφή του στοκ των βιβλίων, όπου πιθανώς συμπεριλαμβάνεται η ανθολογία, και δική του φυλάκιση. Με την επανεκκίνηση του εκδοτικού οίκου, μπορεί να είχε την έμπνευση να περισυλλέξει το διάσπαρτο έργο του Φιλύρα, ξεκινώντας από την επανέκδοση των βιβλίων του, γι’ αυτό απευθύνεται στον Χουρμούζιο, συνεργάτη του από την εποχή του περιοδικού «Πρωτοπόροι».
Πολύτιμες αποβαίνουν οι σημειώσεις, που συνοδεύουν τα ποιήματα. Εκτός από το σχολιασμό των λεκτικών και φραστικών παραλλαγών στις διαδοχικές δημοσιεύσεις, αποκαθίσταται η χρονολογική σειρά δημοσίευσης των ποιημάτων, που ο Φιλύρας δεν κρατάει στις ποιητικές συλλογές. Για παράδειγμα, τα ποιήματα «Το κοιμήτηρι» και «Στρατός», δημοσιευμένα αντιστοίχως, το 1904 και το 1907, αντανακλούν τα δεινά της εποχής. Όσο αφορά τις χρονολογίες έκδοσης των ποιητικών συλλογών του Φιλύρα, οι πραγματικές μπορεί να αποκλίνουν λίγο των αναγραφόμενων. Για παράδειγμα, η δεύτερη, «Γυρισμοί», με χρονολογία 1919, θα πρέπει να εκδόθηκε φθινόπωρο 1918, αφού ο Π. Ταγκόπουλος την σχολιάζει Νοέ. 1918.
Ας κλείσουμε εδώ, γιατί η περίπτωση Φιλύρα, με αφορμή τη δίτομη έκδοση, επιδέχεται αρκετό ακόμη σχολιασμό. Εξάλλου, δεν φιλοδοξούμε να κάνουμε κάποιο είδος αναδιάταξης στα φιλολογικά πράγματα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/6/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου