Κ. Π. Καβάφη
«Το Λεξικό παραθεμάτων»
Φιλ. Επιμ. Μιχάλης Πιερής
Εκδ. Ίκαρος, Φεβ. 2015
Η αναγγελία της ύπαρξης «Λεξικού παραθεμάτων» Καβάφη έγινε από τον Γ. Π. Σαββίδη στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» για την 100ετηρίδα από τη γέννηση του ποιητή, στο τεύχος της 1ης Νοε. 1963, πληροφορεί ο Μιχάλης Πιερής, εκκινώντας την εισαγωγή του. Ακριβέστερα, η αναγγελία τοποθετείται στο επετειακό 1963, αλλά λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Σαββίδης την ενέθεσε σε υποσημείωση εισαγωγικού σημειώματος στο Γλωσσάρι για τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», το ενταγμένο στον τρίτο τόμο Απάντων Κωστή Παλαμά, που μόλις είχε καταρτίσει. Εκεί, δεν κάνει απλή μνεία ύπαρξης του Λεξικού, αλλά προβαίνει σε μία εξαγγελία, που δείχνει όλο τον ενθουσιασμό που τότε τον διακατείχε. Καθώς το Γλωσσάρι ήταν η πρώτη του γλωσσική μελέτη, σχολιάζει: “Δεν λογαριάζω ως μελέτη τις «γλώσσες» που περιλαμβάνονται στα σχόλια της λαϊκής έκδοσης του Καβάφη την οποία επιμελήθηκα για τον «Ίκαρο». Ετοιμάζω, όμως, την δημοσίευση του ανέκδοτου καβαφικού «Λεξικού», συνδυασμένη με ευρετήριο λέξεων των ποιημάτων του.”
Με την φιλολογική αναφορά σε «γλώσσες», παραπέμπει στις λεκτικές ιδιομορφίες του Καβάφη, για τις οποίες παραθέτει ερμήνευμα στις σημειώσεις της “πρώτης τυποποιημένης έκδοσης”, που κυκλοφόρησε επετειακά, Ιούν. 1963. Συμπτωματικά, την ίδια ημερομηνία έχει και το ανάτυπο από το Γλωσσάρι του Παλαμά, που φέρει τον μετριοπαθή χαρακτηρισμό “σχεδίασμα”. Λίγο νωρίτερα, εντός του ίδιου έτους, επετειακό και για τον Παλαμά, θα πρέπει να κυκλοφόρησε ο εν λόγω τρίτος τόμος των Απάντων του. Στο αφιέρωμα Καβάφη της «Νέας Εστίας», το κείμενο του Σαββίδη φέρει τον τίτλο «Το Αρχείο Κ. Π. Καβάφη», συνοδευμένος με τον μετριαστικό υπότιτλο, “Μια πρώτη ενημερωτική έκθεση”. Ο Σαββίδης παραμένει μεν μετρημένος στους χαρακτηρισμούς των πονημάτων του, όμως, ανυπομονεί να διαλαλήσει το “εάλω η Πόλις”. Δεν είναι και μικρός άθλος, μία δεκαετής πολιορκία. Από το 1953, που γνωρίζει “τον κληρονόμο του Ποιητή”, Αλέκο Σεγκόπουλο, διεκδικεί, με το πείσμα ερωτευμένου που ζητά την χείρα της καλής του, την ανάθεση του Αρχείου Καβάφη, διαγκωνιζόμενος με πείσμα έτερους μνηστήρες. Ιαν. 1963, παίρνει επισήμως το δικαίωμα “μελέτης και έκδοσης του κυρίως Αρχείου”. Το μικροφωτογραφεί ολόκληρο για μήνες και 28 Απρ. 1963, σπεύδει να προαναγγείλει από «Το Βήμα» την προσεχή “έκθεση της εξερεύνησής του”. Αυτό ανωνύμως, σε σύντομο πρόλογο, στο άρθρο, «Ο Καβάφης, ευρωπαίος και σημερινός», του Κ. Θ. Δημαρά.
Σε εκείνη την αρχική περιγραφή του Αρχείου σχολιάζει αναλυτικά, σε 14 ενότητες, τα “χειρόγραφα” του Καβάφη. Στην 9η ενότητα, γράφει: “Γλωσσικές σημειώσεις – ξεχωριστά πρέπει να αναφερθεί το Λεξικό του Καβάφη, μια χρηστική συλλογή ασυνήθιστων λέξεων ή νεολογισμών συνοδευμένων από αποκόμματα εντύπων ή αντίγραφα περικοπών όπου απαντούν, με ένα σχεδίασμα κατατοπιστικής εισαγωγής.” Παρά τις μεγάλες προσδοκίες, που είχαν γεννήσει αυτές οι πρώτες μνείες του Λεξικού, αυτό δεν δημοσιεύτηκε, ούτε καν αναφέρθηκε, μέχρι το επόμενο μεγάλο επετειακό έτος Καβάφη, το 1983, όπου συμπληρώθηκε 50ετηρίδα από τον θάνατό του. Τότε επανήλθε με μία “πρόδρομη ανακοίνωση”, όπως την χαρακτήριζε και την οποία τιτλοφορούσε, «Ένα Λεξικό του Καβάφη». Σε αυτήν, παρουσίασε το “σχεδίασμα εισαγωγής”, που είχε ετοιμάσει ο Καβάφης, δίνοντας υπό μορφή καταλόγου, χωρίς τα παραθέματα, τις 529 λέξεις που το αποτελούν.
Κι όμως, εντός της ενδιάμεσης εικοσαετίας, το Αρχείο δεν είχε μείνει ανενεργό. Εκτός από την τακτοποίησή του, σημαντικές ενότητες από τα ανέκδοτα χειρόγραφα είχαν δημοσιοποιηθεί. Το Λεξικό, ωστόσο, φαίνεται να μην πήρε σειρά προτεραιότητας. Από τους πρώτους μεταπολιτευτικούς συνεργάτες του Σαββίδη, ο Πιερής, με ιδιαίτερο τομέα δραστηριότητας, το “νοικοκύρεμα” του Αρχείου, έκανε “μια πρώτη μεταγραφή των λημμάτων και των παραθεμάτων την περίοδο 1980-1983”. Από τότε μέχρι σήμερα, μία 30κονταετία, ο Καβάφης αποτελεί για αυτόν ένα από τα θέματα έρευνας. Δίπλα σε Σεφέρη και Κώστα Μόντη, ο Αλεξανδρινός έχει μάλλον το μεγαλύτερο “μερτικόν”. Μετρούμε 45 δημοσιεύματα ευρέως φάσματος, μία συναγωγή μελετημάτων, τη φιλολογική επιμέλεια των «Πεζών» Καβάφη, καθώς και δυο συλλογικών τόμων. Με αυτά ως δεδομένα, η έκδοση του Λεξικού άργησε, που σημαίνει πως αυτό, ούτε για τον Πιερή, είχε σειρά προτεραιότητας.
Εύλογα γεννιέται το διττό ερώτημα: Μήπως, τελικά, το Λεξικό δεν παρουσίαζε το ενδιαφέρον, που αρχικά του αποδόθηκε; Ή, καθόσον ανολοκλήρωτο, η παρουσίασή του αποτελούσε δύσκολο εγχείρημα; Στην εισαγωγή του ο Πιερής, “για τη σχέση του περιεχομένου του Λεξικού με την ποίηση του Καβάφη”, αναφέρει ως παραδειγματικές περιπτώσεις δέκα λέξεις, που ενσωματώθηκαν σε δώδεκα ποιήματα του κανόνα. Δεν γίνεται, όμως, σαφές, αν αυτές προέκυψαν μετά από σύγκριση με τον «Πίνακα λέξεων των 154 ποιημάτων», που έχει καταρτίσει ο Ξ. Α. Κοκόλης, η οποία να απέδωσε μόνο αυτήν την περιορισμένη σοδειά (10 επί συνόλου 3.343 λέξεων). Παρόμοιοι πίνακες, από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν για το υπόλοιπο ποιητικό σώμα του Καβάφη. Οπότε μένει ζητούμενο κατά πόσο ο Καβάφης κατέφυγε “στις λεξικογραφικές του προσθήκες”. Με άλλα λόγια, πόσο χρήσιμη του φάνηκε αυτή “η μικρή συλλογή λέξεων”. Αν και ο προσδιορισμός της χρήσης του Λεξικού από τον Καβάφη είναι μάλλον μία πολύ στενή θεώρηση της αξίας του. Όπως και ο περιορισμός του ως βοήθημα στο λεξικογραφικό εργαστήρι του ποιητή.
Για τα βασικά χαρακτηριστικά του Λεξικού, δηλαδή το πώς ο Καβάφης ξεκίνησε, το πότε και για πόσο λειτούργησε ως ερασιτέχνης λεξικογράφος, ο Πιερής υιοθετεί τις εικασίες του Σαββίδη, καθώς φαίνεται ότι αποδείχθηκαν ακριβείς και μετά τον δικό του, ενδελεχή έλεγχο. Ας μην παραβλέπουμε, ωστόσο, πως το “σχεδίασμα εισαγωγής” του Καβάφη είναι απροσδόκητα κρυπτικό. Εκεί γράφει: “Η αρχή αυτής της μικρής συλλογής λέξεων ήτο η επιθυμία να συμπληρώσω ένα Λεξικόν το οποίον μεταχειριζόμουν πολύ και το οποίον μ’ εστάθη πολύ χρήσιμον. Ο διαπρεπής λόγιος ο οποίος το είχε συνθέσει περιέλαβε στο έργον του πολλές λέξεις της δημοτικής...” Απορία, όχι μόνο φιλολογική, προκαλεί η απόκρυψη ονόματος λεξικογράφου και λεξικού. Ο Σαββίδης προκρίνει το «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» του Σκαρλάτου Βυζάντιου έναντι των άλλων Λεξικών του και έναντι εκείνων έτερων ξένων λογίων. “Ο Καβάφης έκανε συστηματική χρήση λεξικών”, όπως τονίζει ο Πιερής. Στην κατάρτιση του Λεξικού του, καταφεύγει σε τρία Ελληνογαλλικά λεξικά (Άγγ. Βλάχου, Νικ. Κοντόπουλου, Felix-Desire Deheque) και το Glossarium του Du Cange, ενώ αναφέρει εν παρόδω άλλα οκτώ και δυο τουλάχιστον ακόμη τα έχει κατά νου, το Ουέμπστερ και των Λίντελ-Σκότ. Δεν παραπέμπει, ωστόσο, στα τέσσερα Λεξικά του Βυζάντιου: Ελληνογαλλικό, Γαλλοελληνικό, «Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου», «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης».
Ως “πρότυπο” για την συμπερίληψη παραθεμάτων στο λήμμα κάθε λέξης, πέραν του ερμηνεύματος, ο Πιερής αποκλίνει προς το Glossarium του Du Cange. Παρεμπιπτόντως, προς σύνδεση με τις ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, θα ήταν χρήσιμη η αναφορά του εξελληνισμένου ονόματος του λεξικογράφου Καρόλου Ντυ Φρεσν, ηγεμόνα του Κανζ. Πρόκειται για τον Δουκάγγιο, που θεωρείται “πατήρ των εν τη Δύσει βυζαντινών σπουδών”. Το Glossarium είναι έκδοση του 1688, δέκα χρόνια μετά αντίστοιχου λατινικού. Πιστεύουμε ότι προκαλεί σύγχυση η αναφορά του, στον βιβλιογραφικό κατάλογο, ως Domino Du Cange-Carolo Du Fresne, με παραπομπή στην έκδοση, “Vratislaviae 1891”. Η εύρεση, πάντως, στη βιβλιοθήκη του Καβάφη μίας τόσο όψιμης έκδοσής του μάλλον αποδυναμώνει την υποψηφιότητά του ως “πρότυπο”.
Ίσως, ο Καβάφης την ιδέα ενός Λεξικού μετά παραθεμάτων να την παίρνει από το «Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου» του Βυζάντιου, του οποίου η τρίτη έκδοση, του 1874, ήταν κοντινή της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. Στην οικία Φωτιάδη, όπου φιλοξενήθηκε, θα είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει σε όλα τα Λεξικά Βυζάντιου, μέχρι στην τρίτομη μελέτη του, «Η Κωνσταντινούπολις». Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος, που προκαλεί έκπληξη η αποσιώπηση της λεξικογραφικής εργασίας ενός τόσο ευκλεούς προγόνου. Λογικότερο θα μας φαινόταν τα “χαρτάκια”, με τις “έμορφες λέξεις” και “τη φράση ανάμεσα που βρίσκεται” καθεμιά λέξη, να τα έβαζε και στα τρία Λεξικά του Βυζάντιου, που θα πρέπει να είχε σε συνεχή χρήση. Χρήση, μέχρι και ανάγνωση, αφού ο Καβάφης συμβουλευόταν άλλα και ξεψάχνιζε λεξικά ως συλλέκτης σπάνιων λέξεων. Ειδάλλως, πώς εξηγείται εκείνο το φύλλο αναφοράς με τις 52 λέξεις τις αντιγραμμένες από το Ελληνογαλλικό Λεξικό του Deheque. Ή, ακόμη, οι 11 λέξεις, οι σημειωμένες στα περιθώρια σελίδων του Ελληνογαλλικού του Βλάχου και μερικές άλλες σκόρπια καταγεγραμμένες, που εντόπισε ο Πιερής, εμπλουτίζοντας τα λήμματα του Λεξικού από 529 σε 561.
Για το πότε ο Καβάφης ξεκίνησε τη συλλογή λέξεων, προτείνεται ο Αύγουστος του 1891, όταν αποδίδει στα ελληνικά το μπωντλαιρικό σονέτο «Αντιμιλήματα», από τα «Άνθη του κακού», συνθέτοντας το τελικά “αποκηρυγμένο”, «Αλληλουχία κατά Βωδελαίρον». Εκεί, για τη μετάφραση της λέξης ambre, καταφεύγει, σύμφωνα με τα παραθέματα, στα βιβλία αναφοράς της Βιβλιοθήκης του και επιλέγει το άμβαρις, που είναι μία από τις θησαυρισμένες λέξεις. Δεν υπάρχει παράθεμα από το ελληνικής διαλέκτου Λεξικό του Βυζάντιου, που καταγράφει τα άμβαρις, άμπαρη και άμπαρι. Πιθανώς, πράγματι, το άμβαρις να αντιστοιχεί σε ένα από τα πρώτα “χαρτάκια”. Γενικότερα, οι λέξεις-λήμματα θα μπορούσαν να χωριστούν ως προς τη χρονολόγησή τους σε δυο κατηγορίες. Μία πρώτη ομάδα με τα λήμματα, όπου όλα τα παραθέματα αντλούνται από βιβλία αναφοράς ή εκδόσεις πριν το 1891, μη βοηθώντας στη χρονολόγησή τους. Και μία δεύτερη, με παραθέματα από μεταγενέστερες πηγές, όπου η πιο όψιμη χρονολογία μπορεί να εκληφθεί ως ένα terminus post quem, τοποθετώντας την κατάρτιση του λήμματος, με τη συρραφή παραθεμάτων, μετά αυτήν την ημερομηνία. Στην περίπτωση, μάλιστα, ενός μόνο παραθέματος από τον Τύπο ή και από πρόσφατη έκδοση, θα μπορούσε η γραφή του λήμματος να θεωρηθεί συγχρονική. Όπως κι αν έχει, σε κάθε λήμμα τα ενδιάμεσα σχόλια του Καβάφη αποβαίνουν πολύτιμα, τόσο για τη χρονολόγησή του όσο και για τον κομβικό ρόλο που αποδίδει σε κάποια πρόσωπα και έργα. Η συμπλήρωση των παραθεμάτων, με βάση τις πηγές, από τον επιμελητή, είναι ιδιαίτερα βοηθητική, ωστόσο, τα σχόλια δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να έχουν παραληφθεί.
Κατά τη γνώμη μας, πάντως, η βασική διαφορά μεταξύ των παραθεμάτων και κατ’ επέκταση, των λημμάτων του Λεξικού, από τα γλωσσάρια, που μπορεί να είχε κατά νου ο Καβάφης, έγκειται στη σταχυολόγηση λέξεων από τον Τύπο. Αυτή, ουσιαστικά, ξεκινάει μετά το πρώτο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα, Αύγ. 1901. Εδώ, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον Στέφανο Κουμανούδη και “τον μοναδικό θησαυρό”, που εκείνος, κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, “εδωροφόρησε στην νέα ελληνική παιδεία” την «Συναγωγή νέων λέξεων», καθώς στηρίχτηκε κατά πολύ στον Τύπο. Το 1983, ο Σαββίδης σχολίαζε σχετικά με το Λεξικό: “Πιστεύω πως ο Καβάφης, με τον αυτοδίδακτο, πραγματιστικό του τρόπο, συνεχίζει – ασύνειδα, ίσως – την αξεπέραστη προσπάθεια της «Συναγωγής» του Κουμανούδη.” Το πόσο “ασύνειδα” ενεργούσε ο Καβάφης ελέγχεται με βάση τις ημερομηνίες: ο Κουμανούδης απεβίωσε στις 19 Μαΐ. 1899, στο «Ημερολόγιον Σκόκου 1900», όπου δημοσιεύεται το ποίημα «Κεριά» του Καβάφη, υπάρχει νεκρολογία του. Φθινόπωρο 1900, κυκλοφόρησε η «Συναγωγή» και ο απόηχος στους φιλολογικούς κύκλους θα κράτησε τουλάχιστον μέχρι την άφιξη του Καβάφη.
Ως προς τις πηγές, οι δυο συναγωγές λέξεων Κουμανούδη-Καβάφη συμπίπτουν σε έξι από τα λεξικά, στα οποία παραπέμπουν ή και δέκα, εάν στον Καβάφη προσθέσουμε και τα λεξικά του Σκαρλάτου. Ως προς τις εφημερίδες, ο Καβάφης αντλεί από 10: δυο της Αλεξάνδρειας («Εφημερίς», «Ταχυδρόμος»), επτά αθηναϊκές, όπου, με εξαίρεση την εφ. «Αθήναι», που ξεκινάει το 1902, οι άλλες βρίσκονται και στον κατάλογο Κουμανούδη («Ακρόπολις», «Το Άστυ», «Νέον Άστυ» στον Καβάφη, «Εμπρός», «Νέα Ελλάς», «Πατρίς», «Σκριπ»), όπως και η δέκατη, η «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης. Διαφοροποιούνται στα περιοδικά. Ο Καβάφης αντλεί από 18 περιοδικά, όπου μόνο ο «Παρνασσός» βρίσκεται στον “κατάλογο περιοδικών συγγραμμάτων” του Κουμανούδη. Τέλος, από τις 529 λέξεις του Καβάφη οι 55 υπάρχουν και στον Κουμανούδη. Μία σύμπτωση της τάξεως του 10%, που διπλασιάζεται, αν ληφθούν υπόψη οι θεματικά όμοιες λέξεις, είναι αξιοσημείωτη, δεδομένης και της γλωσσικής απόστασης του Κουμανούδη.
Κατά τα άλλα, ο Καβάφης δεν φαίνεται να παρακολουθεί συστηματικά εφημερίδες και περιοδικά. Εξαίρεση αποτελούν τα «Παναθήναια», από όπου αντλεί παραθέματα όσο διάστημα παραμένει συνεργάτης, 1901-1912. Το ίδιο ισχύει και για το «Ημερολόγιον Σκόκου». Σε πολλές περιπτώσεις ξεφυλλίζει συγκεκριμένα τεύχη περιοδικών. Ή, ακόμη, παρακολουθεί μία εφημερίδα για ορισμένη περίοδο, με κίνητρο τα τρέχοντα εθνικά θέματα. Όπως, λ.χ., την εφ. «Νέα Ελλάς» ή τα περιοδικά «Ελληνισμός» και «Κρητική Στοά» (Μακεδονικό, Βαλκανικοί, Μεσολυμπιάδα 1906, Κρητικά). Πριν το 1901, υπάρχουν δυο παραπομπές στους ετήσιους τόμους 1884, 1894, του μηνιαίου περιοδικού «Παρνασσός» και στο χριστουγεννιάτικο φύλλο του 1897 της «Ακρόπολης». Ενώ, σε δυο περιοδικά, φαίνεται να ενδιαφέρεται μόνο για διηγήματα του Παπαδιαμάντη («Τέχνη» Απρ. 1899, «Περιοδικόν μας» Δεκ. 1900). Πάντως, μετά το 1901, καταλογράφηση των εντύπων σύμφωνα με τις χρονολογικές παραπομπές, δίνει σαφή εικόνα αυτής της λεξικογραφικής ενασχόλησης.
Όσο αφορά τις προγενέστερες του 1901 εκδόσεις βιβλίων αναφοράς και παλαιότερων συγγραφέων, οι πηγές του Καβάφη, στο βαθμό που υποδηλώνουν αισθητικές προτιμήσεις, έρχονται ως αμφισβήτηση της παρατήρησης του Πέτρου Κολακλίδη, που διέβλεπε, στο “δούλεμα της γλώσσας”, “τον αποκλεισμό λέξεων που ανήκουν στη λεγόμενη ποιητική παράδοση”. Υπάρχουν πολλαπλά παραθέματα από βιβλία, όπως «Ερωτόκριτος», «Διήγησις Απολλωνίου», «Τραγούδια ρωμαίικα» του Πασσόφ, εκδόσεις Σάθα, Λεγκράν και Νικ. Πολίτη. Ιδιαίτερη θέση έχουν τα κρητικά ποιήματα της συλλογής Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη και κυρίως, τα «Κυπριακά» του Αγιοπετρίτου Αθανάσιου Σακελλάριου. Την ίδια εντύπωση δημιουργούν οι επιλογές από παλαιότερους και συγκαιρινούς του συγγραφείς.
Όσο για το πόσο κράτησε η ενασχόληση του Καβάφη με το λεκτικό εράνισμα, ο Σαββίδης παρατηρεί ότι η προσπάθεια “ατονεί μετά το 1917”, με “πιο όψιμα χρονολογημένο λήμμα” από τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» του Λασκαράτου, σε αλεξανδρινή έκδοση του 1929. Ουσιαστικά, διακόπτεται μετά το 1914, με μόλις πέντε παραθέματα στην επόμενη τριετία. Δηλαδή, όταν ο Καβάφης μετατοπίζει το κέντρο βάρους των ενδιαφερόντων του από την Αθήνα στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια. Θα λέγαμε ότι το «Λεξικό παραθεμάτων» είναι έργο της αθηναϊκής του περιόδου. Αλλού αναλυτικότερα και περισσότερα επί του Λεξικού. Προσώρας μένουμε ευγνώμονες στον Πιερή για το καβαφικό αποθησαύρισμα, που φρόντισε με αφοσίωση στον Αλεξανδρινό, αλλά και ως χρέος απέναντι στον Δάσκαλό του. Πρόκειται επιπλέον, για μία σημαντική έκδοση ως αποχαιρετισμός “στην Αλεξάνδρεια που φεύγει”. Στην Αλεξάνδρεια που χάνουμε, με την τελευταία μετοικεσία των καβαφικών κατάλοιπων.
«Το Λεξικό παραθεμάτων»
Φιλ. Επιμ. Μιχάλης Πιερής
Εκδ. Ίκαρος, Φεβ. 2015
Η αναγγελία της ύπαρξης «Λεξικού παραθεμάτων» Καβάφη έγινε από τον Γ. Π. Σαββίδη στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» για την 100ετηρίδα από τη γέννηση του ποιητή, στο τεύχος της 1ης Νοε. 1963, πληροφορεί ο Μιχάλης Πιερής, εκκινώντας την εισαγωγή του. Ακριβέστερα, η αναγγελία τοποθετείται στο επετειακό 1963, αλλά λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Σαββίδης την ενέθεσε σε υποσημείωση εισαγωγικού σημειώματος στο Γλωσσάρι για τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», το ενταγμένο στον τρίτο τόμο Απάντων Κωστή Παλαμά, που μόλις είχε καταρτίσει. Εκεί, δεν κάνει απλή μνεία ύπαρξης του Λεξικού, αλλά προβαίνει σε μία εξαγγελία, που δείχνει όλο τον ενθουσιασμό που τότε τον διακατείχε. Καθώς το Γλωσσάρι ήταν η πρώτη του γλωσσική μελέτη, σχολιάζει: “Δεν λογαριάζω ως μελέτη τις «γλώσσες» που περιλαμβάνονται στα σχόλια της λαϊκής έκδοσης του Καβάφη την οποία επιμελήθηκα για τον «Ίκαρο». Ετοιμάζω, όμως, την δημοσίευση του ανέκδοτου καβαφικού «Λεξικού», συνδυασμένη με ευρετήριο λέξεων των ποιημάτων του.”
Με την φιλολογική αναφορά σε «γλώσσες», παραπέμπει στις λεκτικές ιδιομορφίες του Καβάφη, για τις οποίες παραθέτει ερμήνευμα στις σημειώσεις της “πρώτης τυποποιημένης έκδοσης”, που κυκλοφόρησε επετειακά, Ιούν. 1963. Συμπτωματικά, την ίδια ημερομηνία έχει και το ανάτυπο από το Γλωσσάρι του Παλαμά, που φέρει τον μετριοπαθή χαρακτηρισμό “σχεδίασμα”. Λίγο νωρίτερα, εντός του ίδιου έτους, επετειακό και για τον Παλαμά, θα πρέπει να κυκλοφόρησε ο εν λόγω τρίτος τόμος των Απάντων του. Στο αφιέρωμα Καβάφη της «Νέας Εστίας», το κείμενο του Σαββίδη φέρει τον τίτλο «Το Αρχείο Κ. Π. Καβάφη», συνοδευμένος με τον μετριαστικό υπότιτλο, “Μια πρώτη ενημερωτική έκθεση”. Ο Σαββίδης παραμένει μεν μετρημένος στους χαρακτηρισμούς των πονημάτων του, όμως, ανυπομονεί να διαλαλήσει το “εάλω η Πόλις”. Δεν είναι και μικρός άθλος, μία δεκαετής πολιορκία. Από το 1953, που γνωρίζει “τον κληρονόμο του Ποιητή”, Αλέκο Σεγκόπουλο, διεκδικεί, με το πείσμα ερωτευμένου που ζητά την χείρα της καλής του, την ανάθεση του Αρχείου Καβάφη, διαγκωνιζόμενος με πείσμα έτερους μνηστήρες. Ιαν. 1963, παίρνει επισήμως το δικαίωμα “μελέτης και έκδοσης του κυρίως Αρχείου”. Το μικροφωτογραφεί ολόκληρο για μήνες και 28 Απρ. 1963, σπεύδει να προαναγγείλει από «Το Βήμα» την προσεχή “έκθεση της εξερεύνησής του”. Αυτό ανωνύμως, σε σύντομο πρόλογο, στο άρθρο, «Ο Καβάφης, ευρωπαίος και σημερινός», του Κ. Θ. Δημαρά.
Σε εκείνη την αρχική περιγραφή του Αρχείου σχολιάζει αναλυτικά, σε 14 ενότητες, τα “χειρόγραφα” του Καβάφη. Στην 9η ενότητα, γράφει: “Γλωσσικές σημειώσεις – ξεχωριστά πρέπει να αναφερθεί το Λεξικό του Καβάφη, μια χρηστική συλλογή ασυνήθιστων λέξεων ή νεολογισμών συνοδευμένων από αποκόμματα εντύπων ή αντίγραφα περικοπών όπου απαντούν, με ένα σχεδίασμα κατατοπιστικής εισαγωγής.” Παρά τις μεγάλες προσδοκίες, που είχαν γεννήσει αυτές οι πρώτες μνείες του Λεξικού, αυτό δεν δημοσιεύτηκε, ούτε καν αναφέρθηκε, μέχρι το επόμενο μεγάλο επετειακό έτος Καβάφη, το 1983, όπου συμπληρώθηκε 50ετηρίδα από τον θάνατό του. Τότε επανήλθε με μία “πρόδρομη ανακοίνωση”, όπως την χαρακτήριζε και την οποία τιτλοφορούσε, «Ένα Λεξικό του Καβάφη». Σε αυτήν, παρουσίασε το “σχεδίασμα εισαγωγής”, που είχε ετοιμάσει ο Καβάφης, δίνοντας υπό μορφή καταλόγου, χωρίς τα παραθέματα, τις 529 λέξεις που το αποτελούν.
Κι όμως, εντός της ενδιάμεσης εικοσαετίας, το Αρχείο δεν είχε μείνει ανενεργό. Εκτός από την τακτοποίησή του, σημαντικές ενότητες από τα ανέκδοτα χειρόγραφα είχαν δημοσιοποιηθεί. Το Λεξικό, ωστόσο, φαίνεται να μην πήρε σειρά προτεραιότητας. Από τους πρώτους μεταπολιτευτικούς συνεργάτες του Σαββίδη, ο Πιερής, με ιδιαίτερο τομέα δραστηριότητας, το “νοικοκύρεμα” του Αρχείου, έκανε “μια πρώτη μεταγραφή των λημμάτων και των παραθεμάτων την περίοδο 1980-1983”. Από τότε μέχρι σήμερα, μία 30κονταετία, ο Καβάφης αποτελεί για αυτόν ένα από τα θέματα έρευνας. Δίπλα σε Σεφέρη και Κώστα Μόντη, ο Αλεξανδρινός έχει μάλλον το μεγαλύτερο “μερτικόν”. Μετρούμε 45 δημοσιεύματα ευρέως φάσματος, μία συναγωγή μελετημάτων, τη φιλολογική επιμέλεια των «Πεζών» Καβάφη, καθώς και δυο συλλογικών τόμων. Με αυτά ως δεδομένα, η έκδοση του Λεξικού άργησε, που σημαίνει πως αυτό, ούτε για τον Πιερή, είχε σειρά προτεραιότητας.
Εύλογα γεννιέται το διττό ερώτημα: Μήπως, τελικά, το Λεξικό δεν παρουσίαζε το ενδιαφέρον, που αρχικά του αποδόθηκε; Ή, καθόσον ανολοκλήρωτο, η παρουσίασή του αποτελούσε δύσκολο εγχείρημα; Στην εισαγωγή του ο Πιερής, “για τη σχέση του περιεχομένου του Λεξικού με την ποίηση του Καβάφη”, αναφέρει ως παραδειγματικές περιπτώσεις δέκα λέξεις, που ενσωματώθηκαν σε δώδεκα ποιήματα του κανόνα. Δεν γίνεται, όμως, σαφές, αν αυτές προέκυψαν μετά από σύγκριση με τον «Πίνακα λέξεων των 154 ποιημάτων», που έχει καταρτίσει ο Ξ. Α. Κοκόλης, η οποία να απέδωσε μόνο αυτήν την περιορισμένη σοδειά (10 επί συνόλου 3.343 λέξεων). Παρόμοιοι πίνακες, από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν για το υπόλοιπο ποιητικό σώμα του Καβάφη. Οπότε μένει ζητούμενο κατά πόσο ο Καβάφης κατέφυγε “στις λεξικογραφικές του προσθήκες”. Με άλλα λόγια, πόσο χρήσιμη του φάνηκε αυτή “η μικρή συλλογή λέξεων”. Αν και ο προσδιορισμός της χρήσης του Λεξικού από τον Καβάφη είναι μάλλον μία πολύ στενή θεώρηση της αξίας του. Όπως και ο περιορισμός του ως βοήθημα στο λεξικογραφικό εργαστήρι του ποιητή.
Για τα βασικά χαρακτηριστικά του Λεξικού, δηλαδή το πώς ο Καβάφης ξεκίνησε, το πότε και για πόσο λειτούργησε ως ερασιτέχνης λεξικογράφος, ο Πιερής υιοθετεί τις εικασίες του Σαββίδη, καθώς φαίνεται ότι αποδείχθηκαν ακριβείς και μετά τον δικό του, ενδελεχή έλεγχο. Ας μην παραβλέπουμε, ωστόσο, πως το “σχεδίασμα εισαγωγής” του Καβάφη είναι απροσδόκητα κρυπτικό. Εκεί γράφει: “Η αρχή αυτής της μικρής συλλογής λέξεων ήτο η επιθυμία να συμπληρώσω ένα Λεξικόν το οποίον μεταχειριζόμουν πολύ και το οποίον μ’ εστάθη πολύ χρήσιμον. Ο διαπρεπής λόγιος ο οποίος το είχε συνθέσει περιέλαβε στο έργον του πολλές λέξεις της δημοτικής...” Απορία, όχι μόνο φιλολογική, προκαλεί η απόκρυψη ονόματος λεξικογράφου και λεξικού. Ο Σαββίδης προκρίνει το «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» του Σκαρλάτου Βυζάντιου έναντι των άλλων Λεξικών του και έναντι εκείνων έτερων ξένων λογίων. “Ο Καβάφης έκανε συστηματική χρήση λεξικών”, όπως τονίζει ο Πιερής. Στην κατάρτιση του Λεξικού του, καταφεύγει σε τρία Ελληνογαλλικά λεξικά (Άγγ. Βλάχου, Νικ. Κοντόπουλου, Felix-Desire Deheque) και το Glossarium του Du Cange, ενώ αναφέρει εν παρόδω άλλα οκτώ και δυο τουλάχιστον ακόμη τα έχει κατά νου, το Ουέμπστερ και των Λίντελ-Σκότ. Δεν παραπέμπει, ωστόσο, στα τέσσερα Λεξικά του Βυζάντιου: Ελληνογαλλικό, Γαλλοελληνικό, «Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου», «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης».
Ως “πρότυπο” για την συμπερίληψη παραθεμάτων στο λήμμα κάθε λέξης, πέραν του ερμηνεύματος, ο Πιερής αποκλίνει προς το Glossarium του Du Cange. Παρεμπιπτόντως, προς σύνδεση με τις ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, θα ήταν χρήσιμη η αναφορά του εξελληνισμένου ονόματος του λεξικογράφου Καρόλου Ντυ Φρεσν, ηγεμόνα του Κανζ. Πρόκειται για τον Δουκάγγιο, που θεωρείται “πατήρ των εν τη Δύσει βυζαντινών σπουδών”. Το Glossarium είναι έκδοση του 1688, δέκα χρόνια μετά αντίστοιχου λατινικού. Πιστεύουμε ότι προκαλεί σύγχυση η αναφορά του, στον βιβλιογραφικό κατάλογο, ως Domino Du Cange-Carolo Du Fresne, με παραπομπή στην έκδοση, “Vratislaviae 1891”. Η εύρεση, πάντως, στη βιβλιοθήκη του Καβάφη μίας τόσο όψιμης έκδοσής του μάλλον αποδυναμώνει την υποψηφιότητά του ως “πρότυπο”.
Ίσως, ο Καβάφης την ιδέα ενός Λεξικού μετά παραθεμάτων να την παίρνει από το «Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου» του Βυζάντιου, του οποίου η τρίτη έκδοση, του 1874, ήταν κοντινή της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. Στην οικία Φωτιάδη, όπου φιλοξενήθηκε, θα είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει σε όλα τα Λεξικά Βυζάντιου, μέχρι στην τρίτομη μελέτη του, «Η Κωνσταντινούπολις». Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος, που προκαλεί έκπληξη η αποσιώπηση της λεξικογραφικής εργασίας ενός τόσο ευκλεούς προγόνου. Λογικότερο θα μας φαινόταν τα “χαρτάκια”, με τις “έμορφες λέξεις” και “τη φράση ανάμεσα που βρίσκεται” καθεμιά λέξη, να τα έβαζε και στα τρία Λεξικά του Βυζάντιου, που θα πρέπει να είχε σε συνεχή χρήση. Χρήση, μέχρι και ανάγνωση, αφού ο Καβάφης συμβουλευόταν άλλα και ξεψάχνιζε λεξικά ως συλλέκτης σπάνιων λέξεων. Ειδάλλως, πώς εξηγείται εκείνο το φύλλο αναφοράς με τις 52 λέξεις τις αντιγραμμένες από το Ελληνογαλλικό Λεξικό του Deheque. Ή, ακόμη, οι 11 λέξεις, οι σημειωμένες στα περιθώρια σελίδων του Ελληνογαλλικού του Βλάχου και μερικές άλλες σκόρπια καταγεγραμμένες, που εντόπισε ο Πιερής, εμπλουτίζοντας τα λήμματα του Λεξικού από 529 σε 561.
Για το πότε ο Καβάφης ξεκίνησε τη συλλογή λέξεων, προτείνεται ο Αύγουστος του 1891, όταν αποδίδει στα ελληνικά το μπωντλαιρικό σονέτο «Αντιμιλήματα», από τα «Άνθη του κακού», συνθέτοντας το τελικά “αποκηρυγμένο”, «Αλληλουχία κατά Βωδελαίρον». Εκεί, για τη μετάφραση της λέξης ambre, καταφεύγει, σύμφωνα με τα παραθέματα, στα βιβλία αναφοράς της Βιβλιοθήκης του και επιλέγει το άμβαρις, που είναι μία από τις θησαυρισμένες λέξεις. Δεν υπάρχει παράθεμα από το ελληνικής διαλέκτου Λεξικό του Βυζάντιου, που καταγράφει τα άμβαρις, άμπαρη και άμπαρι. Πιθανώς, πράγματι, το άμβαρις να αντιστοιχεί σε ένα από τα πρώτα “χαρτάκια”. Γενικότερα, οι λέξεις-λήμματα θα μπορούσαν να χωριστούν ως προς τη χρονολόγησή τους σε δυο κατηγορίες. Μία πρώτη ομάδα με τα λήμματα, όπου όλα τα παραθέματα αντλούνται από βιβλία αναφοράς ή εκδόσεις πριν το 1891, μη βοηθώντας στη χρονολόγησή τους. Και μία δεύτερη, με παραθέματα από μεταγενέστερες πηγές, όπου η πιο όψιμη χρονολογία μπορεί να εκληφθεί ως ένα terminus post quem, τοποθετώντας την κατάρτιση του λήμματος, με τη συρραφή παραθεμάτων, μετά αυτήν την ημερομηνία. Στην περίπτωση, μάλιστα, ενός μόνο παραθέματος από τον Τύπο ή και από πρόσφατη έκδοση, θα μπορούσε η γραφή του λήμματος να θεωρηθεί συγχρονική. Όπως κι αν έχει, σε κάθε λήμμα τα ενδιάμεσα σχόλια του Καβάφη αποβαίνουν πολύτιμα, τόσο για τη χρονολόγησή του όσο και για τον κομβικό ρόλο που αποδίδει σε κάποια πρόσωπα και έργα. Η συμπλήρωση των παραθεμάτων, με βάση τις πηγές, από τον επιμελητή, είναι ιδιαίτερα βοηθητική, ωστόσο, τα σχόλια δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να έχουν παραληφθεί.
Κατά τη γνώμη μας, πάντως, η βασική διαφορά μεταξύ των παραθεμάτων και κατ’ επέκταση, των λημμάτων του Λεξικού, από τα γλωσσάρια, που μπορεί να είχε κατά νου ο Καβάφης, έγκειται στη σταχυολόγηση λέξεων από τον Τύπο. Αυτή, ουσιαστικά, ξεκινάει μετά το πρώτο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα, Αύγ. 1901. Εδώ, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον Στέφανο Κουμανούδη και “τον μοναδικό θησαυρό”, που εκείνος, κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, “εδωροφόρησε στην νέα ελληνική παιδεία” την «Συναγωγή νέων λέξεων», καθώς στηρίχτηκε κατά πολύ στον Τύπο. Το 1983, ο Σαββίδης σχολίαζε σχετικά με το Λεξικό: “Πιστεύω πως ο Καβάφης, με τον αυτοδίδακτο, πραγματιστικό του τρόπο, συνεχίζει – ασύνειδα, ίσως – την αξεπέραστη προσπάθεια της «Συναγωγής» του Κουμανούδη.” Το πόσο “ασύνειδα” ενεργούσε ο Καβάφης ελέγχεται με βάση τις ημερομηνίες: ο Κουμανούδης απεβίωσε στις 19 Μαΐ. 1899, στο «Ημερολόγιον Σκόκου 1900», όπου δημοσιεύεται το ποίημα «Κεριά» του Καβάφη, υπάρχει νεκρολογία του. Φθινόπωρο 1900, κυκλοφόρησε η «Συναγωγή» και ο απόηχος στους φιλολογικούς κύκλους θα κράτησε τουλάχιστον μέχρι την άφιξη του Καβάφη.
Ως προς τις πηγές, οι δυο συναγωγές λέξεων Κουμανούδη-Καβάφη συμπίπτουν σε έξι από τα λεξικά, στα οποία παραπέμπουν ή και δέκα, εάν στον Καβάφη προσθέσουμε και τα λεξικά του Σκαρλάτου. Ως προς τις εφημερίδες, ο Καβάφης αντλεί από 10: δυο της Αλεξάνδρειας («Εφημερίς», «Ταχυδρόμος»), επτά αθηναϊκές, όπου, με εξαίρεση την εφ. «Αθήναι», που ξεκινάει το 1902, οι άλλες βρίσκονται και στον κατάλογο Κουμανούδη («Ακρόπολις», «Το Άστυ», «Νέον Άστυ» στον Καβάφη, «Εμπρός», «Νέα Ελλάς», «Πατρίς», «Σκριπ»), όπως και η δέκατη, η «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης. Διαφοροποιούνται στα περιοδικά. Ο Καβάφης αντλεί από 18 περιοδικά, όπου μόνο ο «Παρνασσός» βρίσκεται στον “κατάλογο περιοδικών συγγραμμάτων” του Κουμανούδη. Τέλος, από τις 529 λέξεις του Καβάφη οι 55 υπάρχουν και στον Κουμανούδη. Μία σύμπτωση της τάξεως του 10%, που διπλασιάζεται, αν ληφθούν υπόψη οι θεματικά όμοιες λέξεις, είναι αξιοσημείωτη, δεδομένης και της γλωσσικής απόστασης του Κουμανούδη.
Κατά τα άλλα, ο Καβάφης δεν φαίνεται να παρακολουθεί συστηματικά εφημερίδες και περιοδικά. Εξαίρεση αποτελούν τα «Παναθήναια», από όπου αντλεί παραθέματα όσο διάστημα παραμένει συνεργάτης, 1901-1912. Το ίδιο ισχύει και για το «Ημερολόγιον Σκόκου». Σε πολλές περιπτώσεις ξεφυλλίζει συγκεκριμένα τεύχη περιοδικών. Ή, ακόμη, παρακολουθεί μία εφημερίδα για ορισμένη περίοδο, με κίνητρο τα τρέχοντα εθνικά θέματα. Όπως, λ.χ., την εφ. «Νέα Ελλάς» ή τα περιοδικά «Ελληνισμός» και «Κρητική Στοά» (Μακεδονικό, Βαλκανικοί, Μεσολυμπιάδα 1906, Κρητικά). Πριν το 1901, υπάρχουν δυο παραπομπές στους ετήσιους τόμους 1884, 1894, του μηνιαίου περιοδικού «Παρνασσός» και στο χριστουγεννιάτικο φύλλο του 1897 της «Ακρόπολης». Ενώ, σε δυο περιοδικά, φαίνεται να ενδιαφέρεται μόνο για διηγήματα του Παπαδιαμάντη («Τέχνη» Απρ. 1899, «Περιοδικόν μας» Δεκ. 1900). Πάντως, μετά το 1901, καταλογράφηση των εντύπων σύμφωνα με τις χρονολογικές παραπομπές, δίνει σαφή εικόνα αυτής της λεξικογραφικής ενασχόλησης.
Όσο αφορά τις προγενέστερες του 1901 εκδόσεις βιβλίων αναφοράς και παλαιότερων συγγραφέων, οι πηγές του Καβάφη, στο βαθμό που υποδηλώνουν αισθητικές προτιμήσεις, έρχονται ως αμφισβήτηση της παρατήρησης του Πέτρου Κολακλίδη, που διέβλεπε, στο “δούλεμα της γλώσσας”, “τον αποκλεισμό λέξεων που ανήκουν στη λεγόμενη ποιητική παράδοση”. Υπάρχουν πολλαπλά παραθέματα από βιβλία, όπως «Ερωτόκριτος», «Διήγησις Απολλωνίου», «Τραγούδια ρωμαίικα» του Πασσόφ, εκδόσεις Σάθα, Λεγκράν και Νικ. Πολίτη. Ιδιαίτερη θέση έχουν τα κρητικά ποιήματα της συλλογής Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη και κυρίως, τα «Κυπριακά» του Αγιοπετρίτου Αθανάσιου Σακελλάριου. Την ίδια εντύπωση δημιουργούν οι επιλογές από παλαιότερους και συγκαιρινούς του συγγραφείς.
Όσο για το πόσο κράτησε η ενασχόληση του Καβάφη με το λεκτικό εράνισμα, ο Σαββίδης παρατηρεί ότι η προσπάθεια “ατονεί μετά το 1917”, με “πιο όψιμα χρονολογημένο λήμμα” από τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» του Λασκαράτου, σε αλεξανδρινή έκδοση του 1929. Ουσιαστικά, διακόπτεται μετά το 1914, με μόλις πέντε παραθέματα στην επόμενη τριετία. Δηλαδή, όταν ο Καβάφης μετατοπίζει το κέντρο βάρους των ενδιαφερόντων του από την Αθήνα στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια. Θα λέγαμε ότι το «Λεξικό παραθεμάτων» είναι έργο της αθηναϊκής του περιόδου. Αλλού αναλυτικότερα και περισσότερα επί του Λεξικού. Προσώρας μένουμε ευγνώμονες στον Πιερή για το καβαφικό αποθησαύρισμα, που φρόντισε με αφοσίωση στον Αλεξανδρινό, αλλά και ως χρέος απέναντι στον Δάσκαλό του. Πρόκειται επιπλέον, για μία σημαντική έκδοση ως αποχαιρετισμός “στην Αλεξάνδρεια που φεύγει”. Στην Αλεξάνδρεια που χάνουμε, με την τελευταία μετοικεσία των καβαφικών κατάλοιπων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/6/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου