Χρήστος Βούπουρας
«7 θυμοί»
Εκδόσεις Εστίας
Νοέ. 2014
Παλαιότερα, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, παρατηρείτο σε μεγάλη έκταση, επιρρέπεια προς την ποίηση. Η στιχοπλοκή δεν χρειάζεται ούτε πολύ χρόνο ούτε εκδότη. Εύκολα ο καθένας εξέδιδε και ένα δυο ποιητικές συλλογές. Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, αρχίζει σταδιακή στροφή προς την πεζογραφία. Βοηθώντας σήμερα η ψηφιακή τεχνολογία, μπορεί ακόμη και μυθιστόρημα να εκδοθεί ιδίοις αναλώμασιν. Άλλωστε, εμπειρίες ο καθένας έχει να αφηγηθεί. Από τους πρώτους που στράφηκαν ομαδικά στο μυθιστόρημα, ήδη από τη δεκαετία του ’90, ήταν οι θεατρικοί συγγραφείς. Πολύ αργότερα, λόγω πλέον και της ελλειμματικής θεατρικής παραγωγής, ξεκίνησε στο θέατρο η εισροή πεζού λόγου. Η υποκατάσταση του πρωτότυπου θεατρικού έργου, αρχικά γινόταν με διασκευές πεζών, που στόχευαν σε αυθυπόστατη θεατρική μορφή. Όσο, όμως, μεγάλωνε η ζήτηση, περιορίζονταν οι δραματουργικές απαιτήσεις και οι συνακόλουθες τροποποιήσεις, καταλήγοντας σε μεταφορές, με όλο και εκτενέστερα αφηγηματικά μέρη και περιορισμένα, σχεδόν αφανισμένα, τα διαλογικά. Αυτού του είδους οι θεατροποιήσεις έχουν μεγάλα πλεονεκτήματα. Αρκεί ένας μικρός θίασος, ακόμη και του ενός ατόμου για όλες τις δουλειές, ένας μικρός χώρος, ακόμη και του ενός δωματίου. Επίσης, δεν απαιτείται πολύς χρόνος προετοιμασίας, και το κυριότερο, εξασφαλίζουν δυσανάλογα μεγάλη προβολή, καθώς αυτή βρίσκεται κατά κανόνα σε αντιστοιχία προς τη φήμη του πεζού που επιλέχτηκε και όχι του θεατρικού αποτελέσματος. Κάπως έτσι εδραιώθηκε η σημερινή μόδα των θεατροποιήσεων, που λειτουργεί σε βάρος του νεοελληνικού θεάτρου, αλλά αυτό ελάχιστους φαίνεται να απασχολεί.
Στα τελευταία χρόνια, χάρις στη μεταμοντέρνα αισθητική, πεζόμορφη και θεατρική μορφή συμμειγνύονται όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα να προκύπτουν έργα εξαρχής διπλής υπόστασης. Ο συγγραφέας, με την ίδια υπόθεση, γράφει μυθιστόρημα και θεατρικό. Προηγείται συνήθως το μυθιστόρημα και ακολουθεί η θεατροποίησή του. Προς διευκόλυνση, για την ταυτόχρονη παρουσίαση μυθιστορήματος και θεατρικού, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη προβολή, προέκυψαν και μερικής έκτασης θεατροποιήσεις, που αποκαλούνται “αναγνώσεις”. Το θέατρο, όμως, από τη φύση του, εξασφαλίζει μικρή δημοσιότητα, σε αντίθεση με τους παράπλευρους τομείς, κινηματογράφου και τηλεόρασης. Ορισμένοι πεζογράφοι καταπιάστηκαν από νωρίς και με το σενάριο, δικού τους έργου ή και ξένου. Άργησε κάπως, αλλά ήρθε η σειρά και της αντίστροφης πορείας, από τον κινηματογραφικό και τηλεοπτικό χώρο σ’ εκείνον της πεζογραφίας. Πρώτοι έκαναν την εμφάνισή τους ως διηγηματογράφοι οι σκηνοθέτες, που είχαν δοκιμαστεί σε σενάρια διασκευής πεζών έργων. Στα διηγήματά τους, αντλούσαν από τις προσωπικές τους εμπειρίες, τις οποίες αναμείγνυαν με μυθοπλαστικούς πυρήνες από τα σενάρια των ταινιών τους. Πρόσφατα, προέκυψαν και πάλι έργα διπλής υπόστασης, αλλά διαφορετικής της προηγούμενης. Τώρα, ο ίδιος ακριβώς μύθος τροφοδοτεί, ταυτόχρονα, σενάριο και πεζό. Αν το δεύτερο θα είναι διήγημα ή μυθιστόρημα, εξαρτάται από τις αντοχές του υλικού. Μία τέτοια περίπτωση συνιστά το βιβλίο του Χρήστου Βούπουρα.
Σεναριογράφος και σκηνοθέτης, με δυο ντοκιμαντέρ και τρεις ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του, έχει κατακτήσει ήδη από το 2000 και τον τίτλο του πεζογράφου. Τότε, πρωτοεμφανίστηκε με μυθιστόρημα, βασισμένο σε σενάριο, από κοινού γραμμένο με τον Γιώργο Κόρρα. Ακολούθησε το 2004 μία συλλογή διηγημάτων και δέκα χρόνια αργότερα, επανέρχεται με ένα νέο δίδυμο μυθιστορήματος-σεναρίου, αυτήν τη φορά, χωρίς συνέταιρο στο γράψιμο. Προτάχθηκε η προβολή της ταινίας στην 20η διοργάνωση του προγράμματος προβολών «Αθηναϊκές νύχτες πρεμιέρας» και ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματος, ομότιτλου, του οποίου, όμως, η συγγραφή είχε προηγηθεί. Μυθιστόρημα και σενάριο αντλούν από το ίδιο πραγματολογικό υλικό, αλλά διαφοροποιούνται στο πλάσιμο κάποιων ηρώων, ενώ η δράση του σεναρίου περιορίζεται και εξ ανάγκης πειθαρχεί στις οικονομικές δυνατότητες.
Η ταινία εντάχθηκε στην νεόκοπη κατηγορία “Νέος Κουήρ Κινηματογράφος”. Ο όρος “κουήρ” δεν αντικαθιστά απλώς τον όρο γκέι, αλλά σημαίνει μία ευρύτερη διαφοροποίηση στις σεξουαλικές σχέσεις, που παραμερίζει τις παλαιότερες δυαδικές κατηγοριοποιήσεις. Μέχρι σήμερα, αυτός ο νεοφανής όρος έχει επικρατήσει στις θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά και στην ακτιβιστική δράση. Σχετικά πρόσφατα, εισήχθη και μάλιστα, προβλήθηκε ιδιαίτερα σε κινηματογράφο και τηλεόραση. Αντίστοιχη λεκτική ανακαίνιση θα αναμενόταν και στον πεζογραφικό χώρο, όπου παραμένει σε χρήση η κατηγορία ομοφυλόφιλη ή και γκέι λογοτεχνία. Είναι μέσα στο μεταμοντέρνο πνεύμα, η κατάργηση των καθαρών μορφών. Όπως το πεζογράφημα συμφύρεται με το θεατρικό και το σενάριο, σε διαδικασία αλληλομεταλλαγής, παρόμοιο δρόμο ακολουθούν και οι θεματικές διανοίξεις, καταργώντας τα στεγανά.
Στην παλαιότερη κατηγορία της γκέι λογοτεχνίας, οι βιβλιοπαρουσιαστές ενέταξαν το τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, «Ο θησαυρός του χρόνου». Σε αυτήν, τοποθετούν και τα παλαιότερα βιβλία του, όπως και βιβλία με ομοφυλόφιλα στοιχεία των Γιώργου Ιωάννου και Κώστα Ταχτσή. Το πρόσφατο, ωστόσο, διαφέρει, κατ’ αρχήν ποσοτικά, καθώς η ομοφυλοφιλία αποτελεί το κεντρικό θέμα, αλλά και ποιοτικά. Περιγράφεται η πολυπολιτισμική Αθήνα των αρχών του 21ου αιώνα, όπου, ανάμεσα σε τόσα άλλα, διαφοροποιείται και η εικόνα της ομοφυλοφιλίας ως τμήμα της τρέχουσας διαφοροποιημένης σεξουαλικότητας.
Τα μυθιστορήματα των Κουμανταρέα και Βούπουρα συναντιούνται, καθώς περιγράφουν παραπλήσια συμβάντα και εμπειρίες, αποδίδοντας με νατουραλιστικές περιγραφές τρόπους διαβίωσης. Παρατηρούν τις ίδιες “φέτες ζωής” από την καθημερινότητα ομάδας ανθρώπων που μετέχουν σε ό,τι αποκαλείται “κουήρ κουλτούρα”. Ο Κουμανταρέας σχολίαζε πως στη δεκαετία του ’60 και παλαιότερα, “τον ομοφυλόφιλο, που έγραφε μυθιστόρημα με θέμα την ομοφυλοφιλία, τον έβαζαν στο περιθώριο. Ενώ, σήμερα, κάτι τέτοιο θεωρείται σχεδόν ντεμοντέ.” Αντίστοιχα, σε μία δυο δεκαετίες, στοιχεία του “κουήρ τρόπου ζωής”, που σήμερα προκαλούν, πιθανώς να ξεπερνιούνται ως κοινά και αδιάφορα.
Μυθιστόρημα αποκαλεί το βιβλίο του ο Κουμανταρέας, χωρίς να αποκρύβει το ενυπάρχον μεγάλο μέρος αυτοβιογράφησης. Αν κάποιος το συμπλήρωνε μετά το θάνατό του, όπως έχει συχνά γίνει με μυθιστορήματα κυρίως θανόντων, θα προέκυπτε μία ιστορία, πολύ κοντινή σε μία από εκείνες, που ο Βούπουρας συρράπτει στο μυθιστόρημά του. Και βεβαίως, λόγω της φονικής κατάληξής της, πρόκειται για την εντυπωσιακότερη. Κι όμως, το βιβλίο του Βούπουρα δεν τροφοδοτήθηκε από την περίπτωση Κουμανταρέα. Κυκλοφόρησε τον Νοέ., ενώ του Κουμανταρέα τον Οκτ., όσο για τη δολοφονία του συνέβη τον Δεκ. Το μόνο, λοιπόν, που, κατά κάποιο τρόπο, αντέγραψε είναι μία όψη της σημερινής πραγματικότητας, που, προσώρας, αντιμετωπίζεται ως περιθωριακή.
Δεν έχουμε δει την ταινία, με τίτλο «7 θυμοί». Οι αναφορές σε αυτήν γίνονται με βάση το μυθιστόρημα, εστιάζοντας σε μία από τις ιστορίες. Αυτήν που καταλήγει με τον φόνο του ηλικιωμένου τραπεζίτη από νεαρό αλλοδαπό, ίσως τον Αιγύπτιο, με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη σχέση κυρίου και υπηρέτη για όλες τις δουλειές. Πριν 32 χρόνια, προβαλλόταν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η πρώτη ταινία με θέμα την ομοφυλοφιλία, που και εκείνη κατέληγε με τον φόνο του θύτη από το θύμα. Ήταν το 1982, ο «Άγγελος» του Γιώργου Κατακουζηνού. Φαινομενικά παραπλήσιοι οι μύθοι παλαιότερης και πρόσφατης, στην ουσία τους, όμως, διαφορετικοί. Στην “κουήρ κουλτούρα” της σήμερον, οι σχέσεις είναι αμφίσημες με δυσκόλως προσδιορίσιμες κοινωνικές αντανακλάσεις. Στο μυθιστόρημα του Βούπουρα, ομοφυλόφιλος, τον οποίο αρχικά βόλευαν οι καταστάσεις που δημιουργεί μία πολυπολιτισμική κοινότητα, καταλήγει ρατσιστής, καθώς διακρίνει φυλετικά τον καλό και τον κακό μετανάστη. “Μην εμπιστεύεσαι Άραβα. Εγγυημένο το Κουρδάκι.” Είναι οι συμβουλές έμπειρου μπάρμαν, που κάνει τον μεσάζοντα στις συνευρέσεις. Η χρονική απόσταση μίας ακεραίας γενιάς συνηγορεί στην αλλαγή παραδείγματος, που σημαίνει, μεταξύ των άλλων, και αλλαγή στη γωνία εστίασης.
Ανεξάρτητα από αυτές τις γενικότερες παρατηρήσεις. Το μυθιστόρημα του Βούπουρα χαίρει αυτοτέλειας αλλά και ενότητας, παρότι ως σύλληψη προϊδεάζει μάλλον για σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Το επτά του τίτλου μπορεί να επιλέχθηκε λόγω της ιδιαίτερης θέσης που κατέχει ο εν λόγω αριθμός στην αριθμοσοφία, καθώς και στο πεδίο της υπερβατικότητας, όπου θεωρείται ιερός αριθμός, με συμβολική φόρτιση. Άρα, ως μέρος του τίτλου, προετοιμάζει για προλήψεις και δεισιδαίμονες εμμονές των ηρώων, ιδίως των αλλοδαπών μουσουλμάνων, που έρχονται από Αλβανία και Αίγυπτο. Κυριολεκτικά, όμως, αναφέρεται στα επτά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Τον κεντρικό χαρακτήρα και τα έξι άλλα, με τα οποία, περιστασιακά ή για μακρύτερα χρονικά διαστήματα, συγχρωτίζεται.
Επτά πρόσωπα, ως αντιπροσωπευτικά επτά στόχων κοινωνικού ρατσισμού, τα οποία, ωστόσο, παρουσιάζονται από τη φίλα κείμενη σκόπευση του βασικού χαρακτήρα. Αυτός είναι στα 45, το επάγγελμα αρχαιολόγος, αλλά ιδιόρρυθμος, καθώς προτιμά τα κατάλοιπα των σύγχρονων κοινωνιών από τα αρχαία, όπως και τις μικροϊστορίες των ιστορικών προσώπων από τους δημόσιους βίους τους. Μετά από 17χρονη συμβίωση με συνάδελφό του, προτιμάει ως ερωτικούς συντρόφους νεαρούς αλλοδαπούς. Έτσι, έχει να θυμάται μία πρώτη σχέση, που κράτησε αρκετά, με Αλβανό από το Τεπελένι, και ύστερα, μία δεύτερη, με ένα “μουσουλμανάκι”, με το οποίο και συνοικεί. Μόνο που εκείνο αποδεικνύεται φιλοχρήματο και άπιστο. Από το “μουσουλμανάκι” γνωρίζει το αφεντικό του, έναν άνθρωπο του χρήματος, τραπεζίτη, που τον παρασέρνει σε ένα ταξίδι στην κοιλάδα του Νείλου και της σεξουαλικής πανδαισίας. Παράλληλα, διατηρεί τρυφερή σχέση με 25χρονη ναρκομανή στη φάση απεξάρτησης, ενώ συχνά κουβεντιάζει με έναν συγκάτοικο της πολυκατοικίας, που έχει τη λόξα της ευρεσιτεχνίας. Στους γνωστούς του, υπάρχει και ένας ακίνδυνος σχιζοφρενής, που ανησυχεί για την τύχη του πλανήτη. Το έκτο πρόσωπο το συναντά, όταν επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο του, ένα χωριό της Λέσβου. Συγχωριανός του, αποδιοπομπαίος στον τόπο του, πήγε μετανάστης στη Γερμανία, έφτιαξε εκεί οικογένεια, την εγκατέλειψε και γύρισε πίσω πιο ξένος και από τους ξένους.
Τα πρόσωπα πληθαίνουν, καθώς το καθένα από τα έξι φιλικά φέρνει στο προσκήνιο και ένα διαφορετικό περιβάλλον ανθρώπων, με άλλους ηθικούς κώδικες, όπου διαφορετικές γλώσσες ή και ιδιόλεκτα, νοοτροπίες ή και θρησκείες, αναμειγνύονται. Με αυτόν τον τρόπο, προβάλλει ένα, ελλαδικής εκδοχής, καθρέφτισμα του φαινομένου της “πολυπολιτισμικής κοινωνίας”. Λόγω της μερικής οπτικής γωνίας, οι καταστάσεις εμφανίζονται αρχικά εξωραϊσμένες, για να ανατραπούν στη συνέχεια, όταν ο συγχρωτισμός οδηγεί σε τριβές και συγκρούσεις. Το εύρημα του Βούπουρα, που καθιστά το μυθιστόρημά του μάλλον υπαρξιακό παρά κοινωνικό, είναι η εστίαση στην ψυχική κατάσταση του θυμού. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας το πώς εκδηλώνει ο καθένας τη συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Περιγράφοντας ο συγγραφέας τους τρόπους, σχολιάζει τους χαρακτήρες και κατ’ επέκταση τα πάθη τους. Υπάρχουν θυμοί περισσότερο και λιγότερο εκδηλωτικοί, στρεφόμενοι προς τα μέσα, ή άλλοι, που εξωτερικεύονται με ποικίλους τρόπους, βουβά ή με έκρηξη, ακόμη με χαρακτηριστικές αντιδράσεις, εξατομικευμένες ή και φυλετικά προσδιοριζόμενες, όπως χειρονομίες και ύψωση του τόνου της φωνής. Όπου, το φάσμα του θυμού είναι πλουσιότερο από το επταμερές ηλιακό. Κυρίαρχη, πάντως, θέση στους σχηματικά επτά θυμούς του τίτλου έχει “ο δύσκολος θυμός του έρωτα”, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έναν καταραμένο έρωτα. Ο συγγραφέας επιμένει σε αυτόν τον έρωτα και τον θυμό που φέρνει η προδοσία του. Έτσι όπως τον βιώνει ο αφηγητής και ο άνθρωπος του χρήματος, αναδεικνύεται σε εξάρτηση εφάμιλλη ή και ισχυρότερη εκείνης του ηρωινομανούς. Σίγουρα, το ίδιο εξευτελιστική, αν και γι’ αυτήν οι ψυχολόγοι διατείνονται πως υπάρχει μεγαλύτερη γκάμα υποκατάστατων. Αλλά αυτό μένει εκτός μυθιστορήματος, ως υπαινιγμός στην αμφισημία του τέλους. Από μία άποψη, πρόκειται για ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, με προκλητικές πτυχές για τον συγκαιρινό του αναγνώστη.
«7 θυμοί»
Εκδόσεις Εστίας
Νοέ. 2014
Παλαιότερα, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, παρατηρείτο σε μεγάλη έκταση, επιρρέπεια προς την ποίηση. Η στιχοπλοκή δεν χρειάζεται ούτε πολύ χρόνο ούτε εκδότη. Εύκολα ο καθένας εξέδιδε και ένα δυο ποιητικές συλλογές. Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, αρχίζει σταδιακή στροφή προς την πεζογραφία. Βοηθώντας σήμερα η ψηφιακή τεχνολογία, μπορεί ακόμη και μυθιστόρημα να εκδοθεί ιδίοις αναλώμασιν. Άλλωστε, εμπειρίες ο καθένας έχει να αφηγηθεί. Από τους πρώτους που στράφηκαν ομαδικά στο μυθιστόρημα, ήδη από τη δεκαετία του ’90, ήταν οι θεατρικοί συγγραφείς. Πολύ αργότερα, λόγω πλέον και της ελλειμματικής θεατρικής παραγωγής, ξεκίνησε στο θέατρο η εισροή πεζού λόγου. Η υποκατάσταση του πρωτότυπου θεατρικού έργου, αρχικά γινόταν με διασκευές πεζών, που στόχευαν σε αυθυπόστατη θεατρική μορφή. Όσο, όμως, μεγάλωνε η ζήτηση, περιορίζονταν οι δραματουργικές απαιτήσεις και οι συνακόλουθες τροποποιήσεις, καταλήγοντας σε μεταφορές, με όλο και εκτενέστερα αφηγηματικά μέρη και περιορισμένα, σχεδόν αφανισμένα, τα διαλογικά. Αυτού του είδους οι θεατροποιήσεις έχουν μεγάλα πλεονεκτήματα. Αρκεί ένας μικρός θίασος, ακόμη και του ενός ατόμου για όλες τις δουλειές, ένας μικρός χώρος, ακόμη και του ενός δωματίου. Επίσης, δεν απαιτείται πολύς χρόνος προετοιμασίας, και το κυριότερο, εξασφαλίζουν δυσανάλογα μεγάλη προβολή, καθώς αυτή βρίσκεται κατά κανόνα σε αντιστοιχία προς τη φήμη του πεζού που επιλέχτηκε και όχι του θεατρικού αποτελέσματος. Κάπως έτσι εδραιώθηκε η σημερινή μόδα των θεατροποιήσεων, που λειτουργεί σε βάρος του νεοελληνικού θεάτρου, αλλά αυτό ελάχιστους φαίνεται να απασχολεί.
Στα τελευταία χρόνια, χάρις στη μεταμοντέρνα αισθητική, πεζόμορφη και θεατρική μορφή συμμειγνύονται όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα να προκύπτουν έργα εξαρχής διπλής υπόστασης. Ο συγγραφέας, με την ίδια υπόθεση, γράφει μυθιστόρημα και θεατρικό. Προηγείται συνήθως το μυθιστόρημα και ακολουθεί η θεατροποίησή του. Προς διευκόλυνση, για την ταυτόχρονη παρουσίαση μυθιστορήματος και θεατρικού, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη προβολή, προέκυψαν και μερικής έκτασης θεατροποιήσεις, που αποκαλούνται “αναγνώσεις”. Το θέατρο, όμως, από τη φύση του, εξασφαλίζει μικρή δημοσιότητα, σε αντίθεση με τους παράπλευρους τομείς, κινηματογράφου και τηλεόρασης. Ορισμένοι πεζογράφοι καταπιάστηκαν από νωρίς και με το σενάριο, δικού τους έργου ή και ξένου. Άργησε κάπως, αλλά ήρθε η σειρά και της αντίστροφης πορείας, από τον κινηματογραφικό και τηλεοπτικό χώρο σ’ εκείνον της πεζογραφίας. Πρώτοι έκαναν την εμφάνισή τους ως διηγηματογράφοι οι σκηνοθέτες, που είχαν δοκιμαστεί σε σενάρια διασκευής πεζών έργων. Στα διηγήματά τους, αντλούσαν από τις προσωπικές τους εμπειρίες, τις οποίες αναμείγνυαν με μυθοπλαστικούς πυρήνες από τα σενάρια των ταινιών τους. Πρόσφατα, προέκυψαν και πάλι έργα διπλής υπόστασης, αλλά διαφορετικής της προηγούμενης. Τώρα, ο ίδιος ακριβώς μύθος τροφοδοτεί, ταυτόχρονα, σενάριο και πεζό. Αν το δεύτερο θα είναι διήγημα ή μυθιστόρημα, εξαρτάται από τις αντοχές του υλικού. Μία τέτοια περίπτωση συνιστά το βιβλίο του Χρήστου Βούπουρα.
Σεναριογράφος και σκηνοθέτης, με δυο ντοκιμαντέρ και τρεις ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του, έχει κατακτήσει ήδη από το 2000 και τον τίτλο του πεζογράφου. Τότε, πρωτοεμφανίστηκε με μυθιστόρημα, βασισμένο σε σενάριο, από κοινού γραμμένο με τον Γιώργο Κόρρα. Ακολούθησε το 2004 μία συλλογή διηγημάτων και δέκα χρόνια αργότερα, επανέρχεται με ένα νέο δίδυμο μυθιστορήματος-σεναρίου, αυτήν τη φορά, χωρίς συνέταιρο στο γράψιμο. Προτάχθηκε η προβολή της ταινίας στην 20η διοργάνωση του προγράμματος προβολών «Αθηναϊκές νύχτες πρεμιέρας» και ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματος, ομότιτλου, του οποίου, όμως, η συγγραφή είχε προηγηθεί. Μυθιστόρημα και σενάριο αντλούν από το ίδιο πραγματολογικό υλικό, αλλά διαφοροποιούνται στο πλάσιμο κάποιων ηρώων, ενώ η δράση του σεναρίου περιορίζεται και εξ ανάγκης πειθαρχεί στις οικονομικές δυνατότητες.
Η ταινία εντάχθηκε στην νεόκοπη κατηγορία “Νέος Κουήρ Κινηματογράφος”. Ο όρος “κουήρ” δεν αντικαθιστά απλώς τον όρο γκέι, αλλά σημαίνει μία ευρύτερη διαφοροποίηση στις σεξουαλικές σχέσεις, που παραμερίζει τις παλαιότερες δυαδικές κατηγοριοποιήσεις. Μέχρι σήμερα, αυτός ο νεοφανής όρος έχει επικρατήσει στις θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά και στην ακτιβιστική δράση. Σχετικά πρόσφατα, εισήχθη και μάλιστα, προβλήθηκε ιδιαίτερα σε κινηματογράφο και τηλεόραση. Αντίστοιχη λεκτική ανακαίνιση θα αναμενόταν και στον πεζογραφικό χώρο, όπου παραμένει σε χρήση η κατηγορία ομοφυλόφιλη ή και γκέι λογοτεχνία. Είναι μέσα στο μεταμοντέρνο πνεύμα, η κατάργηση των καθαρών μορφών. Όπως το πεζογράφημα συμφύρεται με το θεατρικό και το σενάριο, σε διαδικασία αλληλομεταλλαγής, παρόμοιο δρόμο ακολουθούν και οι θεματικές διανοίξεις, καταργώντας τα στεγανά.
Στην παλαιότερη κατηγορία της γκέι λογοτεχνίας, οι βιβλιοπαρουσιαστές ενέταξαν το τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, «Ο θησαυρός του χρόνου». Σε αυτήν, τοποθετούν και τα παλαιότερα βιβλία του, όπως και βιβλία με ομοφυλόφιλα στοιχεία των Γιώργου Ιωάννου και Κώστα Ταχτσή. Το πρόσφατο, ωστόσο, διαφέρει, κατ’ αρχήν ποσοτικά, καθώς η ομοφυλοφιλία αποτελεί το κεντρικό θέμα, αλλά και ποιοτικά. Περιγράφεται η πολυπολιτισμική Αθήνα των αρχών του 21ου αιώνα, όπου, ανάμεσα σε τόσα άλλα, διαφοροποιείται και η εικόνα της ομοφυλοφιλίας ως τμήμα της τρέχουσας διαφοροποιημένης σεξουαλικότητας.
Τα μυθιστορήματα των Κουμανταρέα και Βούπουρα συναντιούνται, καθώς περιγράφουν παραπλήσια συμβάντα και εμπειρίες, αποδίδοντας με νατουραλιστικές περιγραφές τρόπους διαβίωσης. Παρατηρούν τις ίδιες “φέτες ζωής” από την καθημερινότητα ομάδας ανθρώπων που μετέχουν σε ό,τι αποκαλείται “κουήρ κουλτούρα”. Ο Κουμανταρέας σχολίαζε πως στη δεκαετία του ’60 και παλαιότερα, “τον ομοφυλόφιλο, που έγραφε μυθιστόρημα με θέμα την ομοφυλοφιλία, τον έβαζαν στο περιθώριο. Ενώ, σήμερα, κάτι τέτοιο θεωρείται σχεδόν ντεμοντέ.” Αντίστοιχα, σε μία δυο δεκαετίες, στοιχεία του “κουήρ τρόπου ζωής”, που σήμερα προκαλούν, πιθανώς να ξεπερνιούνται ως κοινά και αδιάφορα.
Μυθιστόρημα αποκαλεί το βιβλίο του ο Κουμανταρέας, χωρίς να αποκρύβει το ενυπάρχον μεγάλο μέρος αυτοβιογράφησης. Αν κάποιος το συμπλήρωνε μετά το θάνατό του, όπως έχει συχνά γίνει με μυθιστορήματα κυρίως θανόντων, θα προέκυπτε μία ιστορία, πολύ κοντινή σε μία από εκείνες, που ο Βούπουρας συρράπτει στο μυθιστόρημά του. Και βεβαίως, λόγω της φονικής κατάληξής της, πρόκειται για την εντυπωσιακότερη. Κι όμως, το βιβλίο του Βούπουρα δεν τροφοδοτήθηκε από την περίπτωση Κουμανταρέα. Κυκλοφόρησε τον Νοέ., ενώ του Κουμανταρέα τον Οκτ., όσο για τη δολοφονία του συνέβη τον Δεκ. Το μόνο, λοιπόν, που, κατά κάποιο τρόπο, αντέγραψε είναι μία όψη της σημερινής πραγματικότητας, που, προσώρας, αντιμετωπίζεται ως περιθωριακή.
Δεν έχουμε δει την ταινία, με τίτλο «7 θυμοί». Οι αναφορές σε αυτήν γίνονται με βάση το μυθιστόρημα, εστιάζοντας σε μία από τις ιστορίες. Αυτήν που καταλήγει με τον φόνο του ηλικιωμένου τραπεζίτη από νεαρό αλλοδαπό, ίσως τον Αιγύπτιο, με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη σχέση κυρίου και υπηρέτη για όλες τις δουλειές. Πριν 32 χρόνια, προβαλλόταν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η πρώτη ταινία με θέμα την ομοφυλοφιλία, που και εκείνη κατέληγε με τον φόνο του θύτη από το θύμα. Ήταν το 1982, ο «Άγγελος» του Γιώργου Κατακουζηνού. Φαινομενικά παραπλήσιοι οι μύθοι παλαιότερης και πρόσφατης, στην ουσία τους, όμως, διαφορετικοί. Στην “κουήρ κουλτούρα” της σήμερον, οι σχέσεις είναι αμφίσημες με δυσκόλως προσδιορίσιμες κοινωνικές αντανακλάσεις. Στο μυθιστόρημα του Βούπουρα, ομοφυλόφιλος, τον οποίο αρχικά βόλευαν οι καταστάσεις που δημιουργεί μία πολυπολιτισμική κοινότητα, καταλήγει ρατσιστής, καθώς διακρίνει φυλετικά τον καλό και τον κακό μετανάστη. “Μην εμπιστεύεσαι Άραβα. Εγγυημένο το Κουρδάκι.” Είναι οι συμβουλές έμπειρου μπάρμαν, που κάνει τον μεσάζοντα στις συνευρέσεις. Η χρονική απόσταση μίας ακεραίας γενιάς συνηγορεί στην αλλαγή παραδείγματος, που σημαίνει, μεταξύ των άλλων, και αλλαγή στη γωνία εστίασης.
Ανεξάρτητα από αυτές τις γενικότερες παρατηρήσεις. Το μυθιστόρημα του Βούπουρα χαίρει αυτοτέλειας αλλά και ενότητας, παρότι ως σύλληψη προϊδεάζει μάλλον για σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Το επτά του τίτλου μπορεί να επιλέχθηκε λόγω της ιδιαίτερης θέσης που κατέχει ο εν λόγω αριθμός στην αριθμοσοφία, καθώς και στο πεδίο της υπερβατικότητας, όπου θεωρείται ιερός αριθμός, με συμβολική φόρτιση. Άρα, ως μέρος του τίτλου, προετοιμάζει για προλήψεις και δεισιδαίμονες εμμονές των ηρώων, ιδίως των αλλοδαπών μουσουλμάνων, που έρχονται από Αλβανία και Αίγυπτο. Κυριολεκτικά, όμως, αναφέρεται στα επτά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Τον κεντρικό χαρακτήρα και τα έξι άλλα, με τα οποία, περιστασιακά ή για μακρύτερα χρονικά διαστήματα, συγχρωτίζεται.
Επτά πρόσωπα, ως αντιπροσωπευτικά επτά στόχων κοινωνικού ρατσισμού, τα οποία, ωστόσο, παρουσιάζονται από τη φίλα κείμενη σκόπευση του βασικού χαρακτήρα. Αυτός είναι στα 45, το επάγγελμα αρχαιολόγος, αλλά ιδιόρρυθμος, καθώς προτιμά τα κατάλοιπα των σύγχρονων κοινωνιών από τα αρχαία, όπως και τις μικροϊστορίες των ιστορικών προσώπων από τους δημόσιους βίους τους. Μετά από 17χρονη συμβίωση με συνάδελφό του, προτιμάει ως ερωτικούς συντρόφους νεαρούς αλλοδαπούς. Έτσι, έχει να θυμάται μία πρώτη σχέση, που κράτησε αρκετά, με Αλβανό από το Τεπελένι, και ύστερα, μία δεύτερη, με ένα “μουσουλμανάκι”, με το οποίο και συνοικεί. Μόνο που εκείνο αποδεικνύεται φιλοχρήματο και άπιστο. Από το “μουσουλμανάκι” γνωρίζει το αφεντικό του, έναν άνθρωπο του χρήματος, τραπεζίτη, που τον παρασέρνει σε ένα ταξίδι στην κοιλάδα του Νείλου και της σεξουαλικής πανδαισίας. Παράλληλα, διατηρεί τρυφερή σχέση με 25χρονη ναρκομανή στη φάση απεξάρτησης, ενώ συχνά κουβεντιάζει με έναν συγκάτοικο της πολυκατοικίας, που έχει τη λόξα της ευρεσιτεχνίας. Στους γνωστούς του, υπάρχει και ένας ακίνδυνος σχιζοφρενής, που ανησυχεί για την τύχη του πλανήτη. Το έκτο πρόσωπο το συναντά, όταν επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο του, ένα χωριό της Λέσβου. Συγχωριανός του, αποδιοπομπαίος στον τόπο του, πήγε μετανάστης στη Γερμανία, έφτιαξε εκεί οικογένεια, την εγκατέλειψε και γύρισε πίσω πιο ξένος και από τους ξένους.
Τα πρόσωπα πληθαίνουν, καθώς το καθένα από τα έξι φιλικά φέρνει στο προσκήνιο και ένα διαφορετικό περιβάλλον ανθρώπων, με άλλους ηθικούς κώδικες, όπου διαφορετικές γλώσσες ή και ιδιόλεκτα, νοοτροπίες ή και θρησκείες, αναμειγνύονται. Με αυτόν τον τρόπο, προβάλλει ένα, ελλαδικής εκδοχής, καθρέφτισμα του φαινομένου της “πολυπολιτισμικής κοινωνίας”. Λόγω της μερικής οπτικής γωνίας, οι καταστάσεις εμφανίζονται αρχικά εξωραϊσμένες, για να ανατραπούν στη συνέχεια, όταν ο συγχρωτισμός οδηγεί σε τριβές και συγκρούσεις. Το εύρημα του Βούπουρα, που καθιστά το μυθιστόρημά του μάλλον υπαρξιακό παρά κοινωνικό, είναι η εστίαση στην ψυχική κατάσταση του θυμού. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας το πώς εκδηλώνει ο καθένας τη συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Περιγράφοντας ο συγγραφέας τους τρόπους, σχολιάζει τους χαρακτήρες και κατ’ επέκταση τα πάθη τους. Υπάρχουν θυμοί περισσότερο και λιγότερο εκδηλωτικοί, στρεφόμενοι προς τα μέσα, ή άλλοι, που εξωτερικεύονται με ποικίλους τρόπους, βουβά ή με έκρηξη, ακόμη με χαρακτηριστικές αντιδράσεις, εξατομικευμένες ή και φυλετικά προσδιοριζόμενες, όπως χειρονομίες και ύψωση του τόνου της φωνής. Όπου, το φάσμα του θυμού είναι πλουσιότερο από το επταμερές ηλιακό. Κυρίαρχη, πάντως, θέση στους σχηματικά επτά θυμούς του τίτλου έχει “ο δύσκολος θυμός του έρωτα”, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έναν καταραμένο έρωτα. Ο συγγραφέας επιμένει σε αυτόν τον έρωτα και τον θυμό που φέρνει η προδοσία του. Έτσι όπως τον βιώνει ο αφηγητής και ο άνθρωπος του χρήματος, αναδεικνύεται σε εξάρτηση εφάμιλλη ή και ισχυρότερη εκείνης του ηρωινομανούς. Σίγουρα, το ίδιο εξευτελιστική, αν και γι’ αυτήν οι ψυχολόγοι διατείνονται πως υπάρχει μεγαλύτερη γκάμα υποκατάστατων. Αλλά αυτό μένει εκτός μυθιστορήματος, ως υπαινιγμός στην αμφισημία του τέλους. Από μία άποψη, πρόκειται για ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, με προκλητικές πτυχές για τον συγκαιρινό του αναγνώστη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/5/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου