Μαριλένα Παπαϊωάννου
«Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους Φούρνους»
Εκδόσεις Εστίας
Φεβρ. 2016
Τα χαλεπά χρόνια της κρίσης, κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση στο εκδοτικό πεδίο συγγραφείς γεννημένοι κατά την πρώτη πασοκική περίοδο, που συνιστά μεταπολεμικά την κατ' εξοχήν περίοδο των παχιών αγελάδων. Συμπτωματικά, και η ομάδα των συγγραφέων, που πρωτοεμφανίζονται πριν 100 χρόνια, τη δύσκολη, εμπόλεμη περίοδο, Βαλκανικών Πολέμων – Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν γεννηθεί επί Χαριλάου Τρικούπη, δηλαδή σε χρόνια εκσυγχρονιστικής άνθησης. Εκείνων, όμως, τα βιβλία δείχνουν θεματικά επικεντρωμένα, σε αντίθεση με τον πολυεστιακό χαρακτήρα των σημερινών. Ίσως, γιατί, τότε, λειτουργούσαν ως κατευθυντήριες δυνάμεις οι ιδεολογικο-κοινωνικές τάσεις, που, σήμερα, έχουν υποκατασταθεί από κυρίαρχες μόδες. Τόσο οι παλαιότεροι όσο και οι νεότεροι επιδίδονται στο διήγημα. Μόνο που εκείνοι οι πρώτοι αποτέλεσαν μία ομάδα μάλλον παραγνωρισμένων διηγηματογράφων, έναντι της πρόσφατης, εμφανώς υπερτιμημένης από το ξεκίνημά της. Γεγονός, που θα μπορούσε να οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην τάση φιλονεϊσμού των τελευταίων χρόνων, αλλά και στην θετικής προδιάθεσης κριτική αντιμετώπιση, που έχει επικρατήσει.
Η νεοπαγής ομάδα των γεννηθέντων μέσα στη δεκαετία του 1980 διατηρεί την ομοιογενή μορφωτική φυσιογνωμία των παιδιών της μεταπολίτευσης, όπου οι θετικές επιστήμες τείνουν να εκτοπίσουν τις φιλολογικές, ενώ, κατά κανόνα, συμπληρώνονται με μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αντίστοιχου επιπέδου είναι η επαγγελματική πορεία τους, όπου η ενασχόληση με την λογοτεχνία έρχεται ως διάνθισμα. Ξεκινώντας αυτοί με ένα πρωτοκλασάτο, σύμφωνα με τα επικρατούντα μέτρα και σταθμά, βιογραφικό, την τρέχουσα κρίση, είτε την παραβλέπουν είτε την αντιμετωπίζουν, οι λίγοι, που καταπιάνονται με αυτήν, ως παρατηρητές εξ αποστάσεως. Τα θέματα, που προτιμούν, είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος, υπαρξιακά και κοινωνικά, τοποθετημένα σε ένα παγκοσμιοποιημένο, πολυπολιτισμικό πλαίσιο.
Με βάση τις προσώρας εμφανίσεις, το δίδυμο των ομηλίκων (γ. 1982), Δημ. Παπαμάρκου – Μαριλένας Παπαϊωάννου, με τα δυο βιβλία, που έκαστος εκδίδει σε μικρή απόσταση δυο - τριών ετών αναμεταξύ τους, συνιστά εξαίρεση, καθώς στρέφεται στο πεδίο της Ιστορίας. Και πιο συγκεκριμένα, σε δυο κομβικά σημεία του 20ου αιώνα, το '22 και την εμπόλεμη δεκαετία του '40, που απασχολούν τις τελευταίες δεκαετίες τους ιστορικούς, καθώς και σημαντικούς συγγραφείς παλαιότερων γενιών. Ο Παπαμάρκου εντάσσεται στο ίδιο με εκείνους μετανεοτερικό πνεύμα αναθεώρησης του τρόπου αντιμετώπισης των ιστορικών συμβάντων. Αντιθέτως, η Παπαϊωάννου παραμένει σε ένα μάλλον γενικόλογο ιδεολογικό πλαίσιο, δανειζόμενη σκηνές και διαλόγους από την πληθώρα μαρτυριών, που εκδόθηκαν στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Μόνο που διασκεδάζει τη βαριά ατμόσφαιρα εκείνων με έναν παραμυθικής υφής ηρωισμό, δίνοντας παράλληλα έμφαση στο ερωτικό στοιχείο, όπου η ιδεολογική φόρτιση των παλαιότερων μαρτυριών, που στηρίζονταν σε προσωπικές εμπειρίες, αντικαθίσταται από την μυθιστορηματική συγκίνηση. Όπως και να έχει, αμφότεροι έτυχαν ιδιαίτερα ευμενούς αντιμετώπισης από την κριτική, προβολή από τον Τύπο, αποσπώντας βραβεύσεις στο χώρο της διηγηματογραφίας.
Στην τελευταία δεξιά σελίδα του δεύτερου βιβλίου της Παπαϊωάννου, πριν εκείνης του κολοφώνα, υπάρχει σημείωμα της συγγραφέως, που προσδιορίζει τα όρια μεταξύ πραγματικού και μυθοπλασίας. Σε αυτό, επισημαίνει, πως “το βιβλίο βασίστηκε σε ένα συμβάν, που διαδραματίστηκε στην πραγματικότητα στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης”. Ενώ, η όλη αφηγηματική σκηνοθεσία λαμβάνει χώρα στον περίκλειστο, ή σωστότερα, ασφυκτικό χώρο των φυλακών των Βούρλων του Πειραιά. Κι αυτό προς εξυπηρέτηση της αφηγηματικής πλοκής, χωρίς να την απασχολεί η διαφορά των συνθηκών κράτησης στους δυο τόπους εγκλεισμού. Μάλλον θεωρεί, πως ο αναγνώστης θα αντιληφθεί για ποιο από τα μυθιστορηματικά συμβάντα πρόκειται. Ωστόσο, η πλοκή επιστρατεύει τουλάχιστον δυο ευρηματικά συμβάντα, που γέρνουν μάλλον σε ηρωικές περιπέτειες τύπου “Μικρού ήρωα” παρά σε μαρτυρίες. Το πρώτο παραμένει στα όρια του πιθανού: Η συγγραφέας πλάθει ως κεντρικό ήρωα έναν δεσμοφύλακα, που βοηθάει συνωμοτικά τους φυλακισμένους. Αρχικά, περιγράφεται βάναυσος, διαπνεόμενος από σφοδρό αντικομμουνιστικό μένος. Ο πρωτοπρόσωπος υβριστικός λόγος του θυμίζει μαρτυρίες σειράς βιβλίων, όπως, για παράδειγμα, την «Αχτίνα Θ΄» του Βασίλη Νεφελούδη ή το «.. Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου. Σε τρία από τα συνολικά 24 κεφάλαια, περιγράφεται ο τρόπος που εκείνος συνεννοείται μαζί τους με ραβασάκια διπλωμένα σε ένα χαλίκι, το οποίο ρίχνει από τον αυλόγυρο στο κελί τους την ώρα που τους τροφοδοτεί με φρέσκο νερό. Ήδη, από το πρώτο κεφάλαιο, αποκαλύπτεται, πως πρόκειται για βασανιστή-μαϊμού, ενώ θα μπορούσε η αφήγηση να κωλυσιεργήσει, καλλιεργώντας σασπένς γύρω από την ταυτότητά του.
Το δεύτερο συμβάν δείχνει άκρως ευφάνταστο: Τον εν λόγω δεσμοφύλακα, στη διάρκεια ασθένειάς του, τον αντικαθιστά η κόρη του, χωρίς κανείς από το λοιπό προσωπικό της φυλακής να το αντιληφθεί. Σε δυο άλλα κεφάλαια, επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή, αυτή τη φορά, με την μεταμφιεσμένη κόρη, όπου τις αλλαγές σε φωνή και περπάτημα φαίνεται να τις αντιλαμβάνονται μόνο οι φυλακισμένοι. Όπως και να έχει, στο τελευταίο κεφάλαιο, η σκηνή απογειώνεται με τη θυσία της κόρης, ωθημένη από έρωτα και όχι από την αριστερή της ιδεολογία. Βεβαίως, ο ρομαντικός έρωτας για τον άρρωστο, φθισικό, που καταγράφει τις ιδέες του στα χαρτάκια, που εκείνη και ο πατέρας της του προμηθεύουν, οφείλεται εν πολλοίς στο ηρωικό προφίλ του σχεδόν ετοιμοθάνατου κομμουνιστή. Υψηλή η συγκινησιακή φόρτιση απομακρύνεται από τις μαρτυρίες, θυμίζοντας ατμόσφαιρα από ταινίες τύπου «Υπολοχαγός Νατάσα». Άλλωστε, ο τίτλος «Δεσμοφύλακας Λευκή» θα έδινε πολύ πιο ακριβή εικόνα. Ανεξάρτητα αν θα δημιουργούσε ανεπιθύμητες παραλογοτεχνικές προϊδεάσεις. Πάντως, η ηρωίδα της Παπαϊωάννου περιγράφεται άσχημη και ασουλούπωτη για να φέρνει του πατρός της και να γίνεται πειστικότερη η υποκατάσταση. Είναι η τολμηρή στάση της, που κερδίζει την καρδιά του φυλακισμένου, ο οποίος και αποδεικνύεται το ίδιο με εκείνη ρομαντικός. Χωρίς να την έχει καν αντικρίσει, δηλώνει στους συντρόφους του, πως όταν κάποτε τελειώσουν τα βάσανά τους, “θα της ζητήσει να γίνει γυναίκα του”. Μένει η απορία, κατά πόσο υπάρχει αλληγορική στόχευση στην επιλογή των ονομάτων: Λευκή η κόρη, Άρης ο πατέρας. Επίσης, μένει ζητούμενο, σε ποιο βαθμό, το πραγματικό συμβάν, το αναφερόμενο στη σημείωση, έχει προσαρμοστεί στη μυθοπλασία. Υπό ιστορικό πρίσμα, παρουσιάζει ενδιαφέρον, ενώ, υπό λογοτεχνικό, είναι αδιάφορο.
Στα υπόλοιπα κεφάλαια, παρουσιάζεται έτερος δεσμοφύλακας, με το παρωνύμιο γορίλας, που περιγράφεται ως ένας γνήσιος βασανιστής. Έτσι τουλάχιστον αφήνεται να εννοηθεί, καθώς η αφήγηση μένει μακράν παρόμοιων περιγραφών. Μόνο, δυο – τρεις φορές, γίνεται λόγος για σοβαρές σωματικές κακώσεις, που θα μπορούσαν να σπρώξουν σε δήλωση μετανοίας. Αν και το κυρίως θέμα των συζητήσεων, από το έκτο κεφάλαιο και ύστερα, όπως προοιωνίζεται και από τον τίτλο του βιβλίου, αποτελεί η φήμη, που κυκλοφορεί, ότι κατεβαίνει ο Καμουζάς στους Φούρνους. Όπως εξηγεί ο πιο ηλικιωμένος της ομάδας, δηλαδή μίας δωδεκάδας στο ένα κελί, και τριών του διπλανού, που αναφέρονται ονομαστικά, είναι μάλλον παρωνύμιο “του πρώην Επιθεωρητή Χωροφυλακής Κυκλάδων, που έρχεται να αναλάβει διευθυντής Στρατιωτικών Φυλακών Αθήνας”. Ο αφηγητής διαβεβαιώνει για την σκληρότητά του, καθώς και για ακραίες νοοτροπίες και πρακτικές. Όλα αυτά δηλώνονται, τίποτα δεν δείχνεται. Το ίδιο ισχύει και για τις φυλακές, που αποκαλούνται Φούρνοι και παρομοιάζονται με το χειρότερο Κολαστήριο. Ενώ, η διαβίωση της ομάδας δείχνει σχεδόν άνετη. Ο επικεφαλής, που αποκαλείται Δάσκαλος, τους κρατάει σε καλή πνευματική και σωματική κατάσταση, με γυμναστική και μαθήματα. Όπως και να έχει, το εύρημα του τίτλου θα μπορούσε να είναι μία τρίτη εκδοχή για το αναφερόμενο συμβάν της καταληκτικής σημείωσης. Και αληθοφανές και συχνά απαντάται στις μαρτυρίες, όταν σημειώνονται τάσεις απειθαρχίας και διάθεση αντίστασης.
Εκτός από τον Δάσκαλο, ακολουθώντας τις μαρτυρίες, υπάρχει ο γιατρός, ο καθηγητής Φιλοσοφίας, αλλά και οι πιο σκληροί, τα “βρωμοκομμούνια”, όπως τους αποκαλούν, που θα μεταφερθούν σε άλλες αυστηρότερες φυλακές, όπως εκείνες του Επταπυργίου. Όλοι τους, μόλις που σκιαγραφούνται. Στις σχετικές αναδρομικές μνείες, δεν αναφέρεται η δράση τους, παρά μόνο οι συναισθηματικές σχέσεις τους, με αγαπημένες γυναίκες - μητέρα, αδελφή, κάποιον έρωτα, τη σύζυγο - ή και τέκνα που γνώρισαν μόνο από φωτογραφία. Επίσης, τα μαθήματα συνίστανται σε ανάγνωση περικοπών από τον Ερωτόκριτο, γύρω, κυρίως, από τον ακατανίκητου έρωτα της Αρετούσας, και λίγους στίχους Κάλβου, τους πλέον γνωστούς, χάρις στη μελοποίηση Θεοδωράκη. Ουδεμία ιδεολογική ή κομματική ή έστω πολιτική νύξη υπάρχει στις συζητήσεις τους. Ούτε αναφορές σε κάποια πολεμική εμπλοκή ή άλλη αντιστασιακή ενέργεια. Ακόμη και ο ιδεολόγος φυλακισμένος, που γράφει τις ιδέες του, τις οποίες και θα εκδώσει ο Τάσος Βουρνάς, όπως του υπόσχεται η Λευκή ξεψυχώντας, ιστορίες γράφει. Η μία που τους διαβάζει, δείχνει σαν παραμυθική αφήγηση, υπερρεαλίζοντα χαρακτήρα, πλεγμένη με γνωστά μοτίβα από Οδύσσεια και Παλαιά Διαθήκη, όπου το οποίο αλληγορικό περιεχόμενο, εάν αυτό υπάρχει, παραμένει θολό. Μόνο ο φερόμενος ως γιατρός δηλώνει οδύνη για το αίμα που συνεχίζει να κυλάει, για χρόνια, ατελείωτο, και για σκοτωμό αδελφικό. Τόσο αόριστα και ακροθιγώς.
Αν στηριχτούμε στην πληροφορία πως τις ιστορίες του Φώτη θα τις εκδώσει ο Βουρνάς, ο οποίος συνεργαζόταν με τις εκδόσεις του Ριζοσπάστη, που έκλεισε τέλος 1947, έχουν από τότε παρέλθει εβδομήντα χρόνια. Στο βιβλίο, ο Εμφύλιος παρουσιάζεται απολεπισμένος από ίχνη εντοπιότητας, όπως τον αντιλαμβάνονται οι νέοι ιστορικοί υπό το παγκοσμιοποιημένο θεωρητικό τους πρίσμα. Δεν υπάρχουν, θύματα και θύτες, ούτε νικητές και ηττημένοι, σύμφωνα με τη γραμμή της άλλοτε εθνικής συμφιλίωσης. Ωστόσο, προβάλλεται ο καλός βασανιστής, που τον ώθησε η καλοσύνη του, όπως εικάζουν οι φυλακισμένοι, οι οποίοι και δηλώνουν πως αγνοούν τα κίνητρά του. Πάντως, ούτε στιγμή δεν υποψιάζονται πιθανούς εκβιασμούς ή άλλες ίντριγκες. Εκείνο, όμως, που, κυρίως, προβάλλεται, είναι το πνεύμα ηττοπάθειας των φυλακισμένων. Οι στίχοι του Κάλβου δεν τους εγκαρδιώνουν. Για παράδειγμα, ο Δάσκαλος νιώθει “βαρύ το τίμημα της ελευθερίας”. Αυτά στον Εμφύλιο, που εκείνοι ομολογούν, ότι χάθηκε η συντροφικότητα της Αντίστασης. Δεν υπογράφουν μεν, αλλά συλλογίζονται κατά πόσο αξίζει τον κόπο. “Η ελευθερία είναι για τους ζωντανούς, όχι για τους πεθαμένους”, αποφαίνονται. Στη γενιά του 21ου, το καλβικό, “Αφ' υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος”, έχασε κάθε απήχηση, ομού με τα συλλογικά οράματα, αφήνοντας θέση στον ατομικισμό.
Τέλος, όσο αφορά τη γλωσσική διεκπεραίωση, ο τριτοπρόσωπος λόγος του αφηγητή παραπαίει μεταξύ λαϊκότροπων και λογίων εκφράσεων, με αδόκιμα εκφραστικά σχήματα, επαναλήψεις εμφατικών λέξεων και πληθώρα θαυμαστικών. Τόσο τα λεκτικά, όσο και τα ιδεολογικά στοιχεία του βιβλίου αντανακλούν αισθητικές και ιδεολογικές πτυχές του παρόντος. Ο Εμφύλιος φαίνεται να μοιάζει σαν μακρινό απείκασμα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η επιμελούμενη και γράφουσα την παρούσα λογοτεχνική σελίδα από το 1990 εγκατέλειψε αδόκητα τα εγκόσμια, την Τρίτη, 9 Αυγούστου. Σελίδα Ex Libris ΤΕΛΟΣ.
ΛΕΖΑΝΤΑ: Εξωτερική όψη της εισόδου στις φυλακές Βούρλων. Έγιναν πασίγνωστες για την μεγάλη απόδραση 27 πολιτικών κρατουμένων, Κυριακή, 17 Ιούλιου 1955. Εκτός από τον μεγάλο αριθμό, εντυπωσιακός, σωστότερα μυθιστορηματικός, στάθηκε και ο τρόπος οργάνωσης της απόδρασης.