«Δυο πρίγκιπες
στην Ελληνική Επανάσταση»
«Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα
και ένα υπόμνημα του πρίγκιπα
Γεωργίου Καντακουζηνού
για την Ελληνική Επανάσταση»
Χάλλη της Σαξονία 1824
Μετάφραση: Χρίστος Μ. Οικονόμου
Εισαγωγή - σχόλια – επιμέλεια
Βασίλης Παναγιωτόπουλος
Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών
Εκδ. Ασίνη, 2015
Ορισμένοι δίνουν ιδιαίτερο βάρος στις συμπτώσεις, προ πάντων εκείνες που καθορίζουν ευαίσθητες καταστάσεις ή οδηγούν σε μείζονος σημασίας συμβάντα. Οι περισσότεροι, βεβαίως, τις προσπερνούν, χωρίς να διαβλέπουν σε αυτές τίποτα περισσότερο από τον τυχαίο χαρακτήρα τους. Να όμως, δίκην παραδείγματος, που μία, προ δεκαετιών, σύμπτωση διαμορφώνει, κατά τα φαινόμενα, το επικρατέστερο σήμερα ιστοριογραφικό πρίσμα για την Ελληνική Επανάσταση. Στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’30, γεννήθηκαν τέσσερις χαρισματικοί άνθρωποι που επέλεξαν το ίδιο αντικείμενο σπουδών και επιστημονικής ενασχόλησης, την Ιστορία και ακολούθησαν, εν πολλοίς, συμπίπτουσες βιογραφικές τροχιές. Ένας κατ’ έτος, γεννήθηκαν οι τέσσερις ιστορικοί που θα πρωτοστατούσαν στην μοντέρνα επαναξιολόγηση ή κατ’ ορισμένους, μεταμοντέρνα αξιολόγηση, προς καθαρμό από τους εθνικοθρησκευτικούς μύθους. Κατά χρονολογική σειρά: 1931 Φίλιππος Ηλιού, 1932 Βασίλης Παναγιωτόπουλος, 1933 Σπύρος Ασδραχάς, 1935 Βασίλης Κρεμμυδάς.
Δυο από αυτούς, συμπτωματικά οι μέχρι σήμερα πρωτοστατούντες, δεν είναι μόνο Πελοποννήσιοι αλλά και από την ίδια πόλη, την Μεσσήνη της Μεσσηνίας: ο Παναγιωτόπουλος κι ο Κρεμμυδάς. Η υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα δεν εκπροσωπείται, ενώ οι δυο νησιώτες αποχώρησαν νωρίς από το ερευνητικό πεδίο, όταν άρχισε να μορφοποιείται η σημερινή επανεκτίμηση. Το 2004, ο Ηλιού απεβίωσε, και την ίδια εποχή, ο Ασδραχάς αποσύρθηκε από την ενεργό έρευνα. Εφέτος, την 25η Μαρτίου 2016, που θεωρήθηκε πως μπαίνουμε “στην τελική ευθεία για τον εορτασμό της δεύτερης εκατονταετηρίδας από την Ελληνική Επανάσταση”, στις σελίδες και τα ένθετα βιβλίου των εφημερίδων έγινε λόγος για “σειρά νέων βιβλίων”, που αντικατοπτρίζουν τις απόψεις της πανεπιστημιακής κοινότητας των ιστορικών, η οποία ομονοεί ως προς τις αξιολογήσεις της. Πρόκειται, ωστόσο, για μια ομάδα νεότερων ιστορικών, που, λίγο πολύ, συμπαρατάχθηκαν εξαρχής με τους εν λόγω πρεσβύτερους. Πιθανώς και γιατί, ήδη από τα πανεπιστημιακά έδρανα, εντάχθηκαν στα ερευνητικά προγράμματα εκείνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία αρραγής ομάδα, της οποίας οι θέσεις και οι απόψεις χαίρουν μεγαλύτερης απήχησης από εκείνης των υπολοίπων, μεμονωμένων ερευνητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η σχέση Παναγιωτόπουλου και Δημ. Δημητρόπουλου, όπως διαφαίνεται μέσα από την έκδοση ενός από “τα νέα βιβλία” της εφετινής 25ης Μαρτίου.
Εφέτος, εαν εξαιρέσουμε δυο τρεις ιστορικούς, που προβλήθηκαν στον Τύπο, χάρις στις διοικητικής φύσεως θέσεις, που απέκτησαν στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, και οι οποίοι φρόντισαν να προωθήσουν “τα νέα βιβλία” συγγενών και μαθητών, κατά τα άλλα, το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε “στα νέα βιβλία” των δύο Μεσσήνιων. Αμφότεροι, επωφελούμενοι από το κύρος του “ομότιμου” που απολαμβάνουν, πρωτοτύπησαν, αποτυπώνοντας στα βιβλία τους τα πορίσματα και τους προβληματισμούς τρέχουσας ερευνητικής εργασίας. Από τον Παναγιωτόπουλο, αναμενόταν, όπως του ζητήθηκε, ο σχολιασμός ενός επιστολικού ντοκουμέντου. Συγκεκριμένα, ενός βιβλίου σε αρχαϊζουσα γερμανική και γοτθική γραφή, που εκδόθηκε το 1824 στη Χάλλη της Σαξονίας. Και εκείνος, αντί να προσδιορίσει την κάπως αινιγματική ταυτότητα του βιβλίου και πρωτίστως, να αναζητήσει τον επιστολογράφο, δηλαδή τον “αυτόπτη μάρτυρα” των επιστολών, ισχυρίζεται “αφοριστικά και δογματικά”, πως δεν πρόκειται για πραγματικές επιστολές, αλλά περί ενός επιστολικού μυθιστορήματος.
Εμπνεόμενος, μάλιστα, από την διείσδυση της λογοτεχνίας στην Ιστορία, που τόσο ενθουσιάζει τους ιστορικούς, όχι μόνο προτείνει συγκεκριμένο συγγραφέα, αλλά αποτιμά και το εν λόγω έργο του ως “μέτριο” και “πρώιμο σημάδι του ελληνικού Ρομαντισμού”, υποδεικνύοντας σαν πιθανό πρότυπο το νεανικό του Ούγου Φώσκολου «Τελευταίες επιστολές του Γιάκοπο Όρτις». Όσο για τον τυχόντα “φιλολογικό ή ιστοριοδιφικό” φωτισμό, που ήθελε προκύψει από άλλους ερευνητές, τον θεωρεί ευπρόσδεκτο μεν, αλλά, εκ προοιμίου, αδιάφορο όσο αφορά την ισχύ των δικών του πορισμάτων. Πάλι καλά, που, μετά τη λέξη δογματικά, εντός παρενθέσεως, βάζει θαυμαστικό. Αυτό δείχνει, πως, πιθανώς, να έχει επίγνωση, ότι ρέπει και ο ίδιος προς την μυθοπλασία, παρόλο που η μέχρι σήμερα ιστοριογραφία του δεν προϊδέαζε για παρόμοιο αντισυμβατικό χειρισμό.
Αντιθέτως, από τον Κρεμμυδά, μετά από τρία τέσσερα παραμύθια, ένα μυθιστόρημα, που εξέδωσε ψευδωνύμως, και σειρά ιστορικών συγγραμμάτων για αγωνιστές και πολιτικούς άντρες του Εικοσιένα, όπως ο Σπυρομίλιος και ο Κωλέττης, όπου, όμως, χωράνε και Αρκάδες τοκογλύφοι και “τραπεζίτες”, περίμενε κανείς εκπλήξεις. Τελικά, παραμένοντας πιστός στην ερευνητική του διαδρομή, που, ήδη από τις αρχικές διατριβές του για διδακτορικό και υφηγεσία, είχε ως σταθερό σημείο, την “προεπαναστατική Πελοπόννησο και τις οικονομικές της συναλλαγές”, διατείνεται πως γράφει το “αφήγημα της Ελληνικής Επανάστασης”, εστιάζοντας, όπως και ο Παναγιωτόπουλος, στους θρησκευτικούς και τοπικιστικούς μύθους. Παρεμπιπτόντως, η Επανάσταση στη Μεσσηνία ξεκίνησε δυο μέρες νωρίτερα από την φημολογούμενη ημερομηνία στην Αγία Λαύρα. Το πρωί της 23ης Μαρτίου, ο Αγάς παρέδωσε την Καλαμάτα στους επαναστάτες. Ωστόσο, αν οι δυο ιστορικοί ζητούσαν να αλλάξει η ημέρα του εορτασμού, προφανώς δεν θα τους παρακινούσαν τοπικιστικοί λόγοι. Στόχος γενικότερος είναι η μη σύμπτωση του εορτασμού της Επανάστασης με εκείνον του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το Λάβαρο της Επανάστασης να θριαμβεύει ως εθνικό σύμβολο και όχι ως Λάβαρο της Αγίας Λαύρας, με τις ευλογίες του Παλαιών Πατρών Γερμανού.
Ξεκινάμε από το βιβλίο του πρεσβύτερου Μεσσήνιου. Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου θα μπορούσε να αποκληθεί, «Διπλό βιβλίο», καθώς έχει δυο τίτλους και ουσιαστικά, δυο συγγραφείς, αν το δάνειο από τον Δημήτρη Χατζή ως τίτλο δεν τον είχε χρησιμοποιήσει, το 2003, η Τασούλα Βερβενιώτη, συστεγάζοντας ένα ντοκουμέντο, “την αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση”, με τη δική της “ιστορική ανάγνωση”. Παρατηρούμε, μάλιστα, πως η αντιμετώπιση από τον Τύπο, τότε και τώρα, είναι παραπλήσια. Στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιωτόπουλου, παρακάμπτεται η εσωτερική σελίδα τίτλου, όπου προτάσσονται τα στοιχεία του ντοκουμέντου, με αναφορά στον μεταφραστή από την γερμανική, και μόνο στο κάτω μέρος της σελίδας μνημόνευση του επιμελητή και συντάκτη εισαγωγής και σχολίων. Αντ’ αυτών, η θέση του συγγραφέα παραχωρείται στον επιμελητή, ενώ τίτλος του ντοκουμέντου και μεταφραστής απαλείφονται από την ταυτότητα του βιβλίου. Τον τίτλο του βιβλίου τον δίνει ο επιμελητής. Έτσι συνέβη και στην περίπτωση της Βερβενιώτη, στην οποία, ως επιμελήτρια και σχολιαστής της μαρτυρίας της Μπαρμπάτση, απονεμήθηκε το Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρία. Επαινέθηκε, μάλιστα, η χειρονομία της να μοιραστεί το χρηματικό έπαθλο με την νοσηλευόμενη τότε συγγραφέα της μαρτυρίας.
Ένας παρόμοιος τίτλος, όμως, θα αδικούσε τη συγγραφική σύλληψη του Παναγιωτόπουλου. Γιατί μάλλον πρόκειται για ένα βιβλίο δικής του έμπνευσης, παρά τον ισχυρισμό, στον «Πρόλογο του επιμελητή», πως πρόθυμα δέχτηκε την πρόταση του Δημητρόπουλου για μια σχολιασμένη έκδοση του εν λόγω ντοκουμέντου. Μπορεί σήμερα ο Δημητρόπουλος να κατέχει τη θέση του “διευθυντή” και ο Παναγιωτόπουλος του “ομότιμου διευθυντή”, η σχέση, όμως, δάσκαλου και μαθητή παραμένει. Απόφοιτος του Ιστορικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Αθηνών ο δεύτερος, τριάντα έτη μετά τον Δάσκαλο, συμπίπτει να ξεκινάει τις μεταπτυχιακές του σπουδές, όταν εκείνος επανέρχεται από το Παρίσι και αναλαμβάνει επικεφαλής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών. Ως στενός συνεργάτης, συμμετέχει και στα τρία μείζονα ερευνητικά προγράμματα του Παναγιωτόπουλου: «Ιστορία των Οικισμών της Ελλάδος 15ος-20ος αι.», όπου εντάσσεται και η διδακτορική διατριβή του, το συλλογικό έργο «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», με την συνοδευτική σειρά βιογραφιών προσώπων του Αγώνα, όπου εκείνος αναλαμβάνει τον Κολοκοτρώνη, και πρόσφατα, την έκδοση του Αρχείου του Αλή Πασά.
Σε αυτές τις βιογραφικές διευκρινίσεις, στηρίζουμε την εικασία, πως τα τρία τέταρτα του βιβλίου, δηλαδή το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου, ως “αφήγημα” αποσπασματικού χαρακτήρα, επικεντρωμένου σε επιμέρους θεματικές ενότητες, χωρίς να καταλήγει σε κάποιο ερμηνευτικό μοντέλο, θα πρέπει να προϋπήρξε του εναύσματος της έκδοσης, που στάθηκε το ντοκουμέντο και το οποίο επέβαλε την αλλαγή της δομής του συγκεντρωμένου ερευνητικού υλικού. Αντί ενός “διπλού βιβλίου”, το ντοκουμέντο, δηλαδή το βιβλίο του 1824, με τίτλο, «Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα...» αποτελεί το Μέρος Β΄, ενώ δυο εισαγωγές, αντίστοιχες προς τον διμερή χαρακτήρα του, αποτελούν το Μέρος Α΄ και δυο ενότητες σχολίων, το Μέρος Γ΄. Αναλαμβάνοντας ο Παναγιωτόπουλος να συγγράψει τα δυο Μέρη, συν τις σελίδες που αντιστοιχούν στον επιμελητή, δηλαδή από τις 414 του τόμου τις 290, μένουν μόλις 124 σελίδες, αραιής τυπογραφικής μορφής, για το ντοκουμέντο.
Με αυτήν τη διευθέτηση, τόσο το “αφήγημα”, που, έστω και ημιτελές, παρουσιάζει ενδιαφέρον, όσο και το ντοκουμέντο, όχι μόνο αδικούνται, αλλά, σε ορισμένα σημεία, η συστέγασή τους δημιουργεί σύγχυση. Παράδειγμα, οι συνεχείς αναφορές του επιμελητή στον μυθοπλαστικό χαρακτήρα του ντοκουμέντου, που μένουν αστήρικτες. Κάποτε, μέχρι και λανθασμένες, όπως η διαβεβαίωση, ήδη στον «Πρόλογο του επιμελητή», πως δεν αναφέρεται εκδότης του ντοκουμέντου. Κι όμως, ακόμη κι αν αγνοήσουμε, ως μυθοπλαστικό τέχνασμα, τον «Πρόλογο του εκδότη» στο Μέρος Β΄, υπάρχει το εξώφυλλο εκείνου του βιβλίου, του οποίου η φωτογραφική ανατύπωση παρατίθεται εισαγωγικά, όπου καταληκτικά αναφέρεται ο εκδοτικός οίκος, “die Rengerschen Verlagsbuchhandlung”. Μέχρι τον κατάλογο των βιβλίων, που ο εν λόγω εκδοτικός οίκος εξέδωσε το 1824, γνωρίζουμε. Στοιχείο βοηθητικό στην έρευνα για την ταυτότητα του βιβλίου.
Όπως και να έχει, ο τίτλος αυτού του “διπλού βιβλίου” αναφέρεται στους πρωταγωνιστές του ντοκουμέντου, τους δυο αδελφούς Καντακουζηνούς, Αλέξανδρο και Γεώργιο. Όπου, κατά την εκδοχή του Παναγιωτόπουλου, ο πρώτος είναι ο συγγραφέας του επιστολικού μυθιστορήματος, ενώ ο δεύτερος, ως συγγραφέας του υπομνήματος, δεν δημιουργεί προβλήματα φιλολογικά, όπως παρατηρεί, πλην της γλώσσας στην οποία γράφτηκε. Για την πληροφορία, ότι γράφτηκε στα γαλλικά και πως το γερμανικό κείμενο αποτελεί συμπυκνωμένη μορφή του πρωτότυπου, παραπέμπει στις αρχειακές έρευνες του ρώσου ιστορικού Γριγκόρι Αρς. Το τελευταίο βιβλίο του, που εκδόθηκε στα ελληνικά, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία», με πρόλογο του Παναγιώταπουλου και από τον ίδιο εκδότη, συγκαταλέχτηκε στα νέα βιβλία της εφετινής 25ης Μαρτίου.
Στο βιβλίο, παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία του Αρς, όπου απουσιάζει η ανέκδοτη αλληλογραφία του Αλέξ. Υψηλάντη (1816-1828), έκδοση του 1999, από κοινού με τον Κων. Σβολόπουλο. Επίσης, δεν μνημονεύεται η αναγόρευση του Αρς, προ δεκαετίας (15/12/2005), σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία, το έργο του τιμώμενου είχε παρουσιάσει ο Σβολόπουλος. Στον πρόλογό του, ωστόσο, αναφέρει “την τελευταία ισορροπημένη βιογραφία του Καποδίστρια” από τον Χρ. Λούκο, στη δική του σειρά βιογραφιών για πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης. Οι τρόποι, που πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί και άλλοι εξέχοντες αλληλουπονομεύονται και αλληλοϋποστηρίζονται, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μυθιστορηματικό υλικό.
Θα επανέλθουμε την επόμενη Κυριακή.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/7/2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου